σημειωματαριο κηπων

21 Δεκεμβρίου 2013

στέφανος τασσόπουλος : «κ. π. καβάφης, τό όλον σώμα»

 

 

   συνεχίζω σήμερα τίς αναδημοσιεύσεις από τό τεύχος 78 τού περιοδικού «σημειώσεις» ανεβάζοντας μερικά κομμάτια από τήν «εισαγωγή» τής μελέτης τού στέφανου τασσόπουλου για τόν καβάφη (κι έτσι ας πούμε ότι η προηγούμενη ανάρτηση με τό δικό μου προκαταρκτικό κείμενο μπορεί να χρησιμέψει ως εισαγωγή τής εισαγωγής – αυτός ήταν άλλωστε και ο σκοπός της – (να πω με τήν ευκαιρία ότι πρόκειται για κείμενο παλιότερο αρχικά, που τό ’χα γράψει και τό ’χα δώσει στον στέφανο να τό διαβάσει για να καταλάβω κι εγώ απ’ τίς αντιδράσεις του αν είχα καταλάβει καλά τήν εκδοτική πρακτική τού καβάφη όπως τήν εκθέτει στη δουλειά του – μετά θάνατον (εγώ δεν τό είχα κρατήσει) τό βρήκα στα χαρτιά του φυλαγμένο (βλέπεις, είπαμε, εκτός από φίλοι, και σύντροφοι, και ομότεχνοι, είμαστε και παντρεμένοι) έτσι όταν τέθηκε τό θέμα τής προδημοσίευσης στις «σημειώσεις» κρίθηκε (από τόν γεράσιμο λυκιαρδόπουλο αυτό ήταν, πάντα είναι, τό βασικό) ότι θα ήταν χρήσιμη σαν προκαταρκτικό κείμενο – με κάποιες προσθήκες και αλλαγές που θα έκανα σύμφωνα με τήν μετά θάνατον πια συνθήκη))

    δεν θα σάς βάλω φυσικά ολόκληρη τήν προδημοσίευση, μπορείτε να τή διαβάσετε από τίς «σημειώσεις», εξάλλου και τό κείμενο είναι μεγάλο και τό περιοδικό κυκλοφορεί ακόμα

   θεωρώ πάντως σκόπιμο να βάλω εδώ, στην αρχή, τό νόημα μιας διευκρινιστικής σημείωσης που ο στέφανος προόριζε για τό τέλος, καθώς αναφέρεται στη χρήση διαφορετικών τυπογραφικών στοιχείων μέσα στο κείμενό του (αυτό, στο τεύχος τού περιοδικού ακυρώθηκε για τεχνικούς λόγους) είναι όμως κάτι που και εδώ μπορεί να μπερδέψει, γιατί δεν συνηθίζεται στους κήπους : πολύ περισσότερο καθώς ο στέφανος δεν χρησιμοποιεί σχεδόν καθόλου «εισαγωγικά» – τά μεν λοιπόν παραθέματα από λεγόμενα ή γραφτά τού καβάφη είναι με στοιχεία πλάγια, τά παραθέματα από αρχαίους συγγραφείς (στα τμήματα που αναδημοσιεύω μάλλον δεν υπάρχουν) με μικρότερα στοιχεία, και τά παραθέματα από νεότερους συγγραφείς με διαφορετικά στοιχεία

   επίσης βρίσκω σκόπιμο να βάλω εδώ στην αρχή μια δικιά μου σημείωση, ας πούμε τήν [α], για (κυρίως συνεπτυγμένες απ’ τίς σημειώσεις τού στέφανου) πληροφορίες πάνω στην αρχή τού κειμένου, όπου τά παραθέματα είναι πολλά (για να μην τρέχετε στο τέλος τής ανάρτησης κάθε τόσο) – έτσι, καταρχάς : τήν περίφημη φωτογραφία τού νοσοκομείου πάνω στην οποία όπως θα δείτε ο σ. τ. χτίζει τή θαυμάσια εισαγωγή του, δεν τή βρήκα πουθενά στο διαδίκτυο και δεν μπόρεσα να τήν ανεβάσω εδώ από τό περιοδικό «επιθεώρηση τέχνης», όπου σύμφωνα με τή σημείωσή του ο στέφανος τήν είχε δει (επιφυλάσσομαι) / στη συνέχεια : τά κείμενα τά σχετικά με τίς τελευταίες ώρες τού καβάφη στο νοσοκομείο, είναι (γενικά και επανερχόμενα) από : επιστολή τού παπουτσάκη στον βρισιμιτζάκη, από ανέκδοτες σημειώσεις τής ρίκας σεγκοπούλου, και από ένα κείμενο τού απ. λεοντή τό 1933 στο περιοδικό «ταχυδρόμος» / η πληροφορία σχετικά με τό «δέμα» τών ποιημάτων στο νοσοκομείο δόθηκε σε ομιλία τού χ. α. νομικού, στο μνημόσυνο «50 μέρες μετά» / τά υπόλοιπα παραθέματα σχετικά με τίς τελευταίες ώρες τού καβάφη είναι πάλι από γράμμα τού παπουτσάκη στον βρισιμιτζάκη, και από τήν ανηψιά τού καβάφη ελένη coletti σε συνέντευξή της τό 1964 / τό σχετικό με τήν άρνηση τού καβάφη να δεχτεί τήν εγχείριση (και τό ότι «ήξερε τί σήμαινε») τό έχουμε από τή ρίκα σεγκοπούλου, όπως ειπώθηκε σε διάλεξή της τού 1956 / και τό ότι ο καβάφης «παρακολουθούσε τήν ασθένεια» τό έχουμε από τήν ανηψιά του

   αλλά και στο τέλος τού κειμένου όπως θα δείτε απόφυγα τίς λεπτομερείς σημειώσεις (άλλωστε και στις «σημειώσεις» τίς έδωσα συγκεκομμένες, και εκεί ήταν πιο βολικές γιατί μπορούσαν να παρατεθούν υποσέλιδα μέσα στο κείμενο) και έτσι θα βρείτε λίγες μόνο στο τέλος τού υπέρδιπλου αυτού σεντονιού, και κυρίως αυτές που αφορούν όχι τόσο βιβλιογραφικά στοιχεία όσο κείμενα ή αποσπάσματα κειμένων

 

 

εισαγωγή

1

   Υπάρχει μια φωτογραφία στην Αλεξάνδρεια στο νοσοκομείο τής ελληνικής κοινότητας στο μικρό δωμάτιο όπου πέθανε ο Καβάφης, τραβηγμένη λίγες ώρες μετά.

   Από δεξιά προς τ’ αριστερά όπως τήν κοιτάζουμε και από τό πρώτο επίπεδο προς τό βάθος της, βλέπουμε μια πολυθρόνα, ένα μικρό τραπέζι, τό κρεβάτι, πάνω του ένα σημειωματάριο και ένα μολύβι, και μία μικρή βαλίτσα πάνω σε μια καρέκλαα :

   (1) μια πολυθρόνα, αυτήν που καθόταν ο Καβάφης ώς τίς τελευταίες στιγμές του γιατί στο κρεβάτι δεν ήθελε να πλαγιάσει παρά λίγες ώρες πριν ξεψυχήσεια. Λίγες ώρες πριν ξεψυχήσει ζήτησε να γράψει μα δε μπόρεσε. Και τότε γύρισε σε μένα τά μάτια του και με χαρακτηριστική χειρονομία ρώτησε προς τί τά δάκρυα, και πιάνοντας τό κεφάλι του, τήν καρδιά του πώς χτυπούσε ακόμη και έγνεψε πως ήταν καλά. Ζητούσε να μάς καθησυχάσει και όταν πια μερικές ώρες τού έμεινανα, και εχαμογέλα στους παρακολουθούντας τήν επιθανάτιο αγωνία, έθετε τήν παλάμη στην καρδιά για να εξακριβώση τούς παλμούς της, τό χέρι στο μέτωπο, για να βεβαιωθεί για τήν εγκεφαλική λειτουργία, και διεβεβαίωνε με χειρονομίες και χαμόγελο τούς άλλους, ότι ακόμα όλα πήγαιναν καλά, έως ότου έκλεισε τέλος τά μάτια για να μην τά ανοίξη πια στο φως τής ημέραςα. Αυτά από τρεις ανθρώπους κοντινούς στον Καβάφη, γραμμένα μετά δεκαπέντε μέρες, μετά ένα χρόνο και τήν επομένη τού θανάτου του. Λίγες ώρες πριν ο ιερεύς τού Νοσοκομείου απεφάσισε να τού υποδείξει δειλά τήν ανάγκη τής μεταλήψεως. Εκοινώνησε με κατάνυξιν, αλλά με απόλυτον ψυχραιμίαν, κατόπιν ύψωσε και τά δύο χέρια, και με τό βλέμμα άνω εφάνη ότι προσηύχετοα και Ο ιερεύς τού έψαλε τά σχετικά και μετά τού έδωσε τή θεία μετάδοσι. Τότε ο Καβάφης εσήκωσε τά χέρια του ψηλά όσο μπορούσε ικανοποιημένοςα , λένε ο τρίτος και ο πρώτος από τούς τρεις παραπάνω παρόντες, τήν επομένη τού θανάτου του και μετά δεκαπέντε μέρες. Ο τρίτος, η Ρίκα Σεγκοπούλου σύζυγος τού κληρονόμου του, συγκάτοικος και άτυπη γραμματέας τού Καβάφη πρωτοαναφέρει τή μετάληψη εικοσιτρία χρόνια μετά, και μέχρι τότε ο ιερέας τού νοσοκομείου έχει φτάσει να γίνει ο ίδιος ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας αυτοπροσώπως. Κανένας πατριάρχης δεν ήρθε αλλά, και να είχε έρθει, ο τρόπος που θα αντιμετωπίσουμε τόν Καβάφη δεν αλλάζει.

   (2) ένα μικρό τραπέζι δίπλα στο κρεβάτι σαν κομοδίνο, πάνω του κάποια μπουκάλια με φάρμακα. Τίς τελευταίες ημέρες τής ζωής του, κουρασμένος, άφωνος, βλέποντας μπροστά του τή σκιά τού θανάτου στο κάτασπρο καμαράκι τού Νοσοκομείου μέσα, ανάμεσα από τά μπουκαλάκια τά γιατρικά, τίς πετσέτες και τά χίλια δυο πράγματα από τά οποία πρόσμενε ανακούφιση αν όχι σωτηρία, ήταν και τό δέμα τών ποιημάτων του κλεισμένο μ’ εκείνες τίς μικρές πρόκες που συγκρατούσαν τά φύλλα, κοντά του, περικλείοντας τό άφθαρτο μέρος τής ζωής και τής σκέψης του, θυμάται ένας από τούς επισκέπτες του, στο φιλολογικό μνημόσυνο που έγινε πενήντα μέρες μετάα , και αρκετοί άλλοι αναφέρουν αργότερα ότι είχε μαζί του τά ποιήματά του. Τώρα, πάνω στο μικρό τραπέζι στη φωτογραφία δεν φαίνεται συλλογή ποιημάτων του.

   Μπροστά σ’ αυτό τό τραπεζάκι ή καθισμένος στην πολυθρόνα ή έστω ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με τούς πόνους τής αρρώστειας να τόν βασανίζουν, άρχισε να λέγεται και να πιστεύεται αργότερα ότι ο Καβάφης δούλευε μέχρι τήν τελευταία στιγμή τά ποιήματά του, και μάλιστα ότι έγραψε ή τελείωσε εκεί τό ποίημα Εις τά περίχωρα τής Αντιοχείας. Κανένα ποίημα δεν έγραψε εκεί ούτε δούλεψε, και τό Εις τά περίχωρα τής Αντιοχείας δεν είναι τό τελευταίο ποίημα που έγραψε.

   Τό να ξέρουμε ποιο είναι τό τελευταίο ποίημα που έγραψε ή που προσπάθησε να γράψει ο Καβάφης έχει κάποια σημασία, όμως είτε αν δούλευε μέχρι τήν τελευταία στιγμή στο νοσοκομείο είτε αν τούς τελευταίους μήνες δεν έκανε τίποτα δεν πρέπει να έχει για μάς σήμερα καμιά σημασία.

   (3) τό κρεβάτι, στρωμένο, έχουν σηκώσει τόν νεκρό. Πάνω στο κρεβάτι τό μπλοκάκι που επειδή δεν μπορούσε να μιλήσει, όταν δεν ήταν αρκετό να συνεννοηθεί με νοήματα, ο Καβάφης σημείωνε κάποια φράση και τήν έδειχνε στον συνομιλητή του.

   Απ’ αυτά τά σημειώματα τής αφωνίας του δεν πρέπει να υπάρχουν πολλά γιατί ο Καβάφης συνεννοείται γραπτώς (έχει πάντοτε πρόχειρα carnets) αλλά κι αυτό λίγο, γιατί κάθε κίνησις τόν κουράζει και τόν πιάνει ενοχλητικώτατο λαχάνιασμαα. Γράφει πού και πού μερικές λέξεις ή μού χτυπά χαϊδευτικά τό μπράτσοα. Ναι! Έγραφε χαρτάκια, διότι δεν μπορούσε να μιλήσει, ένεκεν τής τρομεράς αυτής ασθενείας, και τά έδινε εις τούς επισκέπτας. Όταν ήθελε να πει κάτι. Και κατόπιν τά ξανάπαιρνε και τά έσχιζεα, έχει σωθεί όμως αυτό τό τελευταίο μπλοκάκι που βλέπουμε να βρίσκεται πάνω στο κρεβάτι στη φωτογραφία, και μερικά σημειώματα από τήν τελευταία φορά που ήρθε στην Αθήνα, άρρωστος, με καρκίνο τού λάρυγγος, για να γυρίσει μετά στην Αλεξάνδρεια και να πεθάνει.

   Εκτός από λίγα, τά σημειώματα αυτά δεν έχουν δημοσιευτεί. Έτσι, προλαβαίνω να πω ότι δεν θα πρέπει να τούς δοθεί μεγαλύτερη σημασία απ’ αυτήν που μπορεί να έχουν, μήπως τυχόν κανένας παρατηρήσει ότι τό τελευταίο σημείωμα σ’ αυτό τό μπλοκάκι είναι τά τελευταία λόγια ενός μεγάλου ανδρός και ποιος ξέρει τί σημασία θα μπορούσε να αποδοθεί σ’ αυτό, ό,τι κι αν έγραφε. Π.χ. τί φοβερή σημασία θα μπορούσε ν’ αποδοθεί σ’ ένα σημείωμα που ρωτάει : Qu’ est qu’ il y a ? αν ήταν τό τελευταίο, με τόν Καβάφη ν’ αντικρύζει τόν θάνατο, ή σ’ ένα άλλο γραμμένο κάτω απ’ αυτό που λέει : όλα τά λουλούδια – όλα τά χρώματα, που μπορεί να γινόταν χαρακτηρισμός τού έργου του και οδηγός για προσέγγισή του. (Εδώ για λόγους συναισθηματικούς θα αναφέρω ένα ακόμη σημείωμα όπου ο Καβάφης γράφει : Για ¼ τής ώρας να μείνω μόνος, παρακαλώ). Πάντως για τά σημειώματα αυτά δεν θα μπορούσε να δημιουργηθούν τέτοιου είδους παρερμηνείες, γιατί δεν είναι γραμμένα στην Αλεξάνδρεια αλλά στο νοσοκομείο στην Αθήνα.

   Υπάρχει όμως ένα που μπορεί να είναι σημαντικό : Λυπούμαι ότι τήν υπέγραψα τήν επιστολή, πράγμα έξω τής συνηθείας, τότε που ο Καβάφης αρνήθηκε να υποβληθεί σε επέμβαση αφαίρεσης λάρυγγα και υπέγραψε μία επιστολή για να απαλλάξει τόν γιατρό του από τίς ευθύνες και δεν είναι δυνατό βέβαια ο Καβάφης με τήν τόση του ευρυμάθεια και κρίσι να μην ήξερε τί εσήμαινε αυτή του η άρνησηα.

   Από τότε, οκτώ ακριβώς μήνες πριν τόν θάνατό του, ο Καβάφης συγκεκριμένα και καθορισμένα ήξερε ότι θα πεθάνει και επέμενε να ξέρει και τήν παραμικρή λεπτομέρειαα. Ήξερε και τήν ώρα. Διότι τό έγραφε : «Τόσες μέρες». Παρακολουθούσε αυτή τήν τρομερά ασθένειαα. Έτσι, θα μπορούσαμε να αποδώσουμε μια κάποια ιδιαίτερη σημασία σε κάθε πράξη του και ενέργεια μετά από τότε. Πάντως δεν φαίνεται να προέβη σε κανενός είδους διευθέτηση τών χαρτιών του που βρέθηκαν σε υποδειγματική τάξη, τάξη που πρέπει να είχε διαμορφωθεί πριν δέκα περίπου χρόνια. Ίσως η σημαντικότερη πράξη του να είναι τό ότι δεν έκανε τίποτε, και συνέχισε με τόν ίδιο τρόπο όσο τού έμεναν κάποιες δυνάμεις.

   Εκτός από τό μπλοκάκι δεν υπάρχει τίποτε άλλο πάνω στο κρεβάτι, τά ποιήματά του, που τά πήρε μαζί του πηγαίνοντας στο νοσοκομείο για να ξεχάσει έστω για λίγο τόν θάνατο, δεν είναι εκεί, αν δεν τά πήρε κάποιος από τούς επισκέπτες θα πρέπει να είναι στο βαλιτσάκι, τό τελευταίο πράγμα που βλέπουμε στη φωτογραφία. Μέσα σ’ αυτό τό βαλιτσάκι, αν τά ποιήματά του είναι εκεί, «δεν υπάρχει θάνατος».

   Τό έργο δεν είναι μάταιο αν παραμερίσωμε τό άτομο και προσέξουμε τόν άνθρωπο. Εδώ δεν υπάρχει θάνατος ή τουλάχιστον βέβαιος θάνατος : οι συνέπειες είναι ίσως απέραντες· εδώ δεν υπάρχει συντομία ζωής, αλλά διάρκειά της απέραντη, είχε γράψει ο Καβάφης τότε που πρέπει να άρχιζε να υποψιάζεται ή να ξέρει ότι προχωρούσε προς ένα είδος αθανασίας μέσα στο παράλογο που ζει ένας δημιουργός που ξέρει ότι με τό έργο του μπορεί να νικήσει τόν θάνατο ενώ ξέρει ότι θα πεθάνει. Αυτά πριν τριάντα χρόνια, τότε που ήξερε με τόν τρόπο που όλοι μας τό ξέρουμε αυτό ότι θα πεθάνει, και όχι όπως όταν αρνήθηκε να υποβληθεί σε επέμβαση και έγραψε και υπέγραψε τήν επιστολή για να απαλλάξει τόν γιατρό του και σημείωσε Λυπούμαι ότι τήν υπέγραψα τήν επιστολή, πράγμα έξω τής συνηθείας.

   «Πράγμα έξω τής συνηθείας».

   Πράγμα έξω τής συνηθείας είναι τό έργο του, και ο άνθρωπος που πραγματοποίησε ένα τέτοιο έργο, ο Καβάφης που πηγαίνοντας στο νοσοκομείο πήρε μαζί τά ποιήματά του, τίς συλλογές του, τό όλον σώμα τών ποιημάτων, για να τό αντιτάξει στον θάνατο, να τόν ξορκίσει ή έστω να τόν ξεχάσει για λίγο.

   (…)

   Μερικά πράγματα είναι αυτονόητα και φαίνεται να είναι άνευ λόγου η παράθεσή τους, όταν όμως ασχολούμαστε με τό έργο τού Καβάφη βλέπουμε ότι δεν είναι πάντοτε αυτονόητα :

   – Δεν μπορείς να προχωρήσεις σε μία επί μέρους μελέτη χωρίς συνολική εποπτεία και βαθύτερη γνώση τού όλου έργου και τών πληροφοριών που υπάρχουν γι’ αυτό. Η οποιαδήποτε εργασία παραμένει ελλιπής και ανολοκλήρωτη μέχρι να ολοκληρωθεί η εργασία για τό σύνολο. Έτσι και η εργασία αυτή δεν μπορεί παρά να γίνεται παράλληλα με άλλες σχετικές με τό έργο τού Καβάφη, τμήματα μιας συνολικής και ανέφικτης ίσως μελέτης, και παράλληλα με τήν προσπάθεια να γνωρίσω τό έργο του. Πάντως τά όποια κενά στη γνώση (σχεδόν όλων τών αδημοσίευτων ώς τώρα) στοιχείων για τόν Καβάφη, και τής βιβλιογραφίας του, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για εκπλήξεις, που δεν θα ήταν στο κάτω–κάτω δυσάρεστες, αφού θα συνεισέφεραν στην πληρέστερη αντιμετώπιση τού ζητήματος που επιχειρώ να διερευνήσω, επειδή αυτό ενδιαφέρει και όχι η διεκδίκηση κάποιας πρωτοπορίας ή πρωτοτυπίας ή μοναδικότητας. Μια τέτοια εργασία δεν πραγματοποιείται με λυρικές εξάρσεις, ούτε γίνεται για να μιλήσεις για τό έργο σου ή για τόν εαυτό σου. Ας μην ξεχνάμε όταν ασχολούμαστε με τόν Καβάφη ότι η μοναδικότητα και η πρωτοτυπία και η πρωτοπορία ανήκουν σ’ αυτόν αποκλειστικά.

   – Όπως και για κάθε σημαντικό συγγραφέα άλλωστε, η μελέτη δεν μπορεί παρά να ξεκινάει και να στηρίζεται στο δημοσιευμένο και εγκεκριμένο από τόν ίδιον έργο, και με αυτό να ασχολείται πρωταρχικά.

   Και τό παραμικρό σημείωμα τού Καβάφη, όσο ασήμαντο και να φαίνεται, μάς είναι χρήσιμο και πολύτιμο όμως η δημοσιοποίηση όλο και μεγαλύτερου μέρους τού αρχείου του τείνει κάποιες φορές να μάς οδηγήσει στο να ασχολούμαστε ισότιμα, αν όχι και πρωταρχικά, με δευτερεύουσας σημασίας τμήματα ή να προχωρούμε σε μελέτες όπου τα συμπεράσματα βγαίνουν από τή χρήση (ως τμημάτων ενός ενιαίου συνόλου) τού κάθε ανέκδοτου, αποκηρυγμένου, τυχαία διασωθέντος κειμένου τού Καβάφη από τά είκοσι ώς τά εβδομήντα του χρόνια.

   Όλα, τά κάθε είδους οπωσδήποτε χρήσιμα για τή μελέτη τού καβαφικού έργου αυτά κείμενα, δεν μπορεί να εκλαμβάνονται σαν να βρίσκονται σε ένα επίπεδο εκτός χρόνου όπου μια σκέψη, μια πράξη, μια ενέργεια, ένας στίχος, μία σημείωση έχει τήν ίδια καθοριστική και δεσμευτική σημασία αδιάφορα από τό αν γίνεται τό 1883 ή τό ’93 ή τό 1903 ή τό ’13 ή τό ’23 ή τό ’33, και μάλιστα όταν ακόμη δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς τό καθορισμένο από τόν ίδιον τελικά έργο του.

   Στο έργο αυτό δεν θα έπρεπε να υπάρχουν διαχωρισμοί όπως τομές, τάφροι, περίοδοι κλπ. Οι διαχωρισμοί αυτοί, όταν δεν γίνονται για διευκόλυνση τής μελέτης, γίνονται από παρανόηση ή μεγαλοποίηση ενός δευτερεύοντος στοιχείου, συνήθως για υποστήριξη κάποιας προαποφασισμένης θέσης μας. Ειδικά προκειμένου για τόν Καβάφη, παρότι τά στοιχεία που έχουμε για τή δραστηριότητά του εκτείνονται σε μία ολόκληρη πεντηκονταετία, υπάρχει συνέχεια και συνέπεια από τήν αρχή. Σπέρματα επόμενων περιόδων βρίσκονται σε προηγούμενες.

   – Τά ποιήματα τού Καβάφη, περισσότερο από κάθε άλλου ίσως ποιητή, και όχι Έλληνα μόνον, είναι αυθύπαρκτα, αυτόνομα, ολοκληρωμένα, λειτουργούν από μόνα τους, και πολύ συχνά μάλιστα οι ποιητικές αυτές μονάδες παίρνουν τίς διαστάσεις συνολικού έργου. Όταν μιλούμε για τήν αναζήτηση από τόν Καβάφη τού όλου σώματος τών ποιημάτων που έμενε ανολοκλήρωτο και προσπαθούσε να τό ολοκληρώσει, εννοούμε ένα όλον σώμα που αποτελείται από αυτόνομα ποιήματα. Η προσπάθεια ολοκλήρωσης ενός όλου σώματος γίνεται μετά και πέρα από αυτό, και ακριβώς αυτή είναι η αξία της.

   Δεν είναι άσχετο να πούμε εδώ ότι συχνά αντιμετωπίζουμε τόν Καβάφη με κάποια μικροψυχία, που δεν οφείλεται σε ανεπάρκειές μας πάντα. Έτσι, προκειμένου για έναν ποιητή που πραγματοποίησε μια τόσο λαμπρή πορεία, τονίζεται υπερβολικά ότι τό ξεκίνημά του ήταν καθυστερημένο και, τουλάχιστον, όχι αντάξιό της. Όμως δεν πρέπει να μάς διαφεύγει ότι ο Καβάφης έχει να ξεφύγει από τά δεσμά τής καθαρεύουσας χωρίς να πέσει στην παγίδα τής δημοτικής, ότι έχει να παλέψει για να καταργήσει και να ελευθερωθεί από τήν ομοιοκαταληξία και τό μέτρο με τή χρήση και κατάχρησή τους, και τό κυριότερο ότι είναι ο πρώτος ποιητής μας που μπόρεσε ή τόλμησε να γράψει στη γλώσσα ακριβώς που ο ίδιος μιλούσε. Όσο για τήν απόσταση που λέγεται πολύ συχνά ότι υπάρχει ανάμεσα στα πρωτοκαβαφικά και στα καβαφικά ποιήματα θα πρέπει να αντιληφθούμε πως αυτό δεν οφείλεται στο ότι ο Καβάφης στην αφετηρία του βρίσκεται πίσω από τήν ποίηση που γραφόταν τότε αλλά στο ότι προχώρησε και έφτασε πολύ μακριά από κει που ξεκίνησε.

   Πολλοί, και συνήθως, ύστερα από τόν κάποιον δρόμο που έχουν να διανύσουν για να κατακτήσουν τά εκφραστικά τους μέσα και να διαμορφώσουν τό ποιητικό τους πρόσωπο σταματάνε κι από κει και πέρα δεν κάνουν τίποτε άλλο από τό να συνεχίζουν, μέχρι ν’ αρχίσει η κάμψη τους, να επαναλαμβάνουν και να επεκτείνουν στο χρόνο και σε έκταση ένα έργο που ουσιαστικά έχει τελειώσει ενώ ο Καβάφης εξελίσσεται συνεχώς. Γεννιέται, και ζει περισσότερο από τό μισό τής ζωής του στον δέκατο ένατο αιώνα αλλά έχει να γίνει ο μεγαλύτερος ποιητής ίσως τού εικοστού, και από ποιητής μιας ελληνικής παροικίας να γίνει όχι μόνον πανελλήνιος αλλά παγκόσμιος ποιητής. Και τό κυριότερο, θα πρέπει να μη μάς διαφεύγει ότι ο Καβάφης είναι ένας ποιητής που ξεκινάει ψάχνοντας και προσπαθώντας να βρει τόν δρόμο του σ’ έναν κόσμο όπου δεν έχει υπάρξει ακόμη ο ποιητής Καβάφης.

   – Πρέπει να είναι για όλους μας όχι απλώς κατανοητό αλλά αυτονόητο ότι τίς όποιες (τίς σημαντικότερες έστω) καβαφικές μελέτες τίς χρειάζονται λιγότερο ή καθόλου ο Καβάφης και τά ποιήματά του, που έχουν όμως τήν τύχη και τήν ατυχία να έχει υπάρξει τόση ενασχόληση μ’ αυτά και σχολιασμός τους, και περισσότερο εμείς που όχι λίγες φορές φτάνουμε να συγχέουμε αυτόν τόν σχολιασμό με τό έργο και να τόν εκλαμβάνουμε ως πρώτη ύλη1.

   Προσπάθεια απαλλαγής από τούτη τήν πρώτη ύλη, με όλο τόν κίνδυνο να συγκαταλεχθεί τελικά και η ίδια σ’ αυτήν, καταλαμβάνει μεγάλο μέρος τής εργασίας μου αυτής που μετεωρίζεται ανάμεσα στον σχολαστικισμό και στην παραγνώριση τών δεσμών που μπορεί να δημιουργούνται από τήν προσήλωση σε κάποια φιλολογική ορθοδοξία, και ανάμεσα στην ανάγκη να μπορέσει να απευθυνθεί και να γίνει κατανοητή από περισσότερους και να μην περιορισθεί στους λίγους εκείνους που ασχολούνται ειδικά και συστηματικά με τό έργο τού Καβάφη. Έχω τήν αίσθηση ότι ανάμεσα σ’ αυτά τά δύο κάπου χάνομαι και κάπου συλλαμβάνω τόν εαυτό μου να υποδύεται ένα ρόλο που δεν τού πάει, εκτός τού ότι δεν διαθέτει πάντα και τή σκευή για να τόν υποδυθεί.

   Τέλος, πράγμα που συμβαίνει συχνά σε διάφορες καβαφικές μελέτες, και η εργασία αυτή μικρή σχέση έχει με τήν ποίηση και τήν αισθητική συγκίνηση που προκαλείται από τά ποιήματα τού Καβάφη, και δεν χρειάζεται σε όποιον μπορεί να επικοινωνεί μ’ αυτά, να συγκινείται απ’ αυτά και να έρχεται σε επαφή με τόν Καβάφη όχι μέσω διάφορων καβαφικών προσεγγίσεων και από αυτές επηρεασμένος. Τελικά όμως ίσως σ’ αυτόν να απευθύνεται και να είναι χρήσιμη.

   Τά παραθέματα από άλλους συγγραφείς μπορεί να φανεί ότι καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση. Όμως από τή μια ένα μέρος τής δουλειάς μου δεν θα είχε λόγο υπάρξεως αν δεν είχαν γραφτεί τόσα και τόσα για τόν Καβάφη, κι από τήν άλλη, όταν βρίσκω να λέγεται κάτι παραπλήσιο με κάτι που λέω, προτιμώ να τό παραθέτω. Πολύ λίγο μ’ ενδιαφέρει να βρεθεί ότι στην εργασία μου περιλαμβάνονται και πράγματα που δεν έχουν ειπωθεί, αντίθετα μάλιστα θα προτιμούσα να βρεθεί τελικά ότι όλα όσα περιλαμβάνονται σ’ αυτήν προέρχονται εν γνώσει και εν αγνοία μου από άλλους αφού έτσι θα μπορούσε να γίνουν ευκολότερα αποδεκτά, πράγμα όχι εύκολο πάντα γιατί συχνά αναπτύσσεται μια ιδιοκτησιακή σχέση προς τόν Καβάφη και αντιμετωπίζονται άλλοι ως καταπατητές.

   Όταν εκφράζεται μια διαφορετική άποψη αυτό δεν σημαίνει αναγκαία και προσωπική αντιπαλότητα. Και λυπούμαι γιατί οι διαφορετικές απόψεις μπορεί να δημιουργούνται απέναντι σε ανθρώπους που έχουν εργαστεί και προσφέρει. Υπάρχει όμως και μία αγεληδόν αποδοχή κατεστημένων απόψεων και αναπαραγωγή παρανοήσεων που δεν γίνεται να αγνοηθεί. Προσπαθώ να είμαι κόσμιος αλλά η εργασία μου δεν μπορεί να περιορισθεί στο να είναι απλώς ένα βιβλίο καλής συμπεριφοράς.

   Προσπαθώ να δείξω και όχι να συμπεράνω, να παραθέτω δηλαδή τίς παρατηρήσεις που προκύπτουν από μια προσεχτική προσέγγιση τών ποιημάτων τού Καβάφη. Τά συμπεράσματα θα έρθουν όταν η εργασία αυτή ολοκληρωθεί, και δεν χρειάζεται απαραίτητα να είναι μόνο δικά μου. Σκοπός τής μελέτης είναι να προσπαθήσει να βρει έναν τρόπο για να οδηγηθούμε σ’ αυτά, όπως περισσότερο από έναν αιώνα πριν μάς έχει ήδη πει ο ίδιος ο Καβάφης2:

   Εκτιμώ περισσότερον τάς παρατηρήσεις παρά τά συμπεράσματα. Οι νόες παρατηρούσι μετ’ ακριβείας και ασφαλείας· όταν δε μας εκθέσωσι τά υπέρ και τά κατά ενός ζητήματος δυνάμεθα ημείς να ποιήσωμεν τό συμπέρασμα. Διατί όχι αυτοί ; θα μέ ερωτήσωσιν. Απλώς διότι δεν έχω πολλήν πεποίθησιν περί τής απολύτου αξίας ενός συμπεράσματος

   (…)

.

   2

   Στα κατάλοιπα τού Καβάφη βρίσκεται, γραμμένο με τό χέρι του και διπλωμένο μαζί με τό αυτόγραφο σχέδιο μιας επιστολής του προς τόν Λαπαθιώτη, τό ακόλουθο σημείωμα3:

   Πώς μπορώ να πω για τό μέλλον ;
   Μπορεί να θέλω να κάμω μια διαίρεσιν συγκειμένην από μόνον ιστορικά, αίφνης.
   Στέκοντας όπου τό όλον σώμα τών ποιημάτων δεν χωρίζεται εις Συλλογές Ιδιαίτερες, με κάθε νέον ποίημα, η κατάταξις η σωστή, η κατά θέματα, θα άλλαζε.

   Στο σχέδιο τής επιστολής, χρονολογημένης 20 Σεπτ./3 Οκτ. 1922, με τό παλιό και τό νέο ημερολόγιο, ο Καβάφης έγραφε :

   Στην Συλλογή 1908–1914 η ταξινόμησις έγινεν έτσι που να βρίσκονται μαζύ ποιήματα θεμάτων οπωσούν συναφών. Στην άλλην, εις τήν οποίαν από καιρού εις καιρόν εγένονταν προσθήκες, η κατάταξις είναι μόνον κατά τό πότε εδημοσιεύθησαν τά ποιήματα και η σειρά κατά τήν οποίαν εφάνηκαν εν εκάστω έτει δεικνύεται υπό τού πίνακος τών περιεχομένων.

   Επίσης και σε μια επιστολή του, τής 26ης Δεκεμβρίου 1927, προς τόν Τέλλο Άγρα, ο Καβάφης αναφέρει4:

   Ο πίναξ περιεχομένων που έχει η συλλογή δεν είναι καμωμένος χρονολογικώς, αλλά σύμφωνα με τά θέματα.

   Αυτές οι ευκαιριακές αλλά κατηγορηματικές αναφορές στα πιο πάνω αυτόγραφα κείμενα, που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τήν εκδοτική πράξη και πρακτική τού Καβάφη και παρουσιάστηκαν από τόν Σαββίδη στις «Καβαφικές Εκδόσεις», θα ήταν αρκετές από μόνες τους για να θεωρήσει κανείς δεδομένη τήν ύπαρξη μιας κάποιας διαίρεσης τών ποιημάτων κατά θέματα και να προχωρήσει σε αναζήτηση και εξέτασή της.

   Από τόν Μάιο τού 1927 υπάρχει όχι μόνο διαβεβαίωση γι’ αυτή τή διαίρεση, τήν ταξινόμησι έτσι που να βρίσκονται μαζύ ποιήματα θεμάτων οπωσούν συναφών, αλλά και διακήρυξη και περιγραφή της με τρία ανυπόγραφα σημειώματα στην «Αλεξανδρινή Τέχνη», στο περιοδικό δηλαδή που εκδιδόταν με χρήματα τού Καβάφη και υπό τήν εποπτεία του, (και πιστεύεται ότι τά διάφορα ανυπόγραφα σημειώματα σχετικά με τό έργο του που δημοσιεύονταν σ’ αυτό υπαγορεύονταν απ’ τόν ίδιον5).

   Έχουν προηγηθεί σχετικές αναφορές, που κι αυτές πιστεύεται ότι έγιναν υπό τήν καθοδήγηση τού Καβάφη, τό 1917 από τόν Βρισιμιτζάκη και τό 1918 από τόν Μοδινό και τόν Σεγκόπουλο.

   (…)

   Ο Τέλλος Άγρας είναι αυτός που πλησίασε τόν καιρό που ζούσε ο Καβάφης τό ζήτημα τής διαίρεσης τών ποιημάτων σοβαρότερα και ουσιαστικότερα από κάθε άλλον, ακολουθώντας διαισθητικά έναν δρόμο δικό του.

   Μέχρι τόν θάνατο τού Καβάφη, παρά τίς πολλές αναφορές στη θεματική κατάταξη και παρότι δεν αμφισβητήθηκε συστηματικά η ύπαρξή της, κανείς άλλος δεν φαίνεται να ενδιαφέρθηκε να τήν αναζητήσει ή ν’ ασχοληθεί μαζί της. Τήν αποδέχονται απλώς ως αυτονόητη, αφού οι πληροφορίες γι’ αυτήν προέρχονται από τόν Καβάφη, ή τήν αρνούνται επικαλούμενοι τήν ενότητα τού έργου του ή, τέλος, τήν αγνοούν.

   Σε αντίθεση με τήν αδιαφορία, τήν αγνόηση ή και τήν άρνηση γι’ αυτήν τήν, ας πούμε, κάθετη κατάταξη τών ποιημάτων σε τρεις περιοχές, μεγάλο υπήρξε τό ενδιαφέρον και πολλή η ενασχόληση με τήν οριζόντια κατάταξή τους βάσει τού συσχετισμού τους σε επιμέρους ομάδες, σειρές, ενότητες και κύκλους, κατάταξη που είναι πιο εύκολη και αρκετά δελεαστική με τήν απροσδιοριστία που περιέχει και τήν ελευθερία που προσφέρει, και στο κάτω–κάτω που δεν αποκλείεται από τήν πρώτη. Ο Καβάφης μάλιστα φαίνεται όχι μόνο να ενδιαφέρεται για τήν οριζόντια κατάταξη αλλά και να τήν ενθαρρύνει τουλάχιστον, ενώ δείχνει να διστάζει ή να αδιαφορεί στο να καθορίσει ποια είναι η κάθετη.

   Αυτή η αμφισβήτηση τής διαίρεσης σε τρεις περιοχές ή κατηγορίες, που όπως είπαμε άρχισε από τότε που ζούσε ο Καβάφης ακόμη, συνεχίστηκε μετά τόν θάνατό του και κερδίζοντας διαρκώς έδαφος επικράτησε οριστικά. Έτσι η κάθετη κατάταξη τών ποιημάτων παρέμεινε ουσιαστικά ανεξέταστη τελικά.

   Περιέργως, ως κυριότερο επιχείρημα προβάλλεται, σε συνδυασμό με τό ότι τό έργο τού Καβάφη παρουσιάζει ενότητα, τό ότι δεν υπάρχει ανάγκη να ασχολούμαστε μ’ αυτήν επειδή είναι χρήσιμη για τή μελέτη ή τήν κατανόηση τού καβαφικού έργου απλώς και τίποτε περισσότερο.

   Από τήν άλλη μεριά η ενασχόληση με τήν οριζόντια κατάταξη, βοηθούντος ή συνεργούντος και τού Καβάφη που ίσως τήν εύρισκε ασφαλέστερη και πιο άμεσα αποδοτική, πήρε μεγάλη έκταση και έφτασε να κυριαρχήσει, δίνοντας συχνά πολύ καλά αποτελέσματα αλλά και τή δυνατότητα να προχωρούμε σε ασήμαντους, αν όχι κάποιες φορές και σε ανόητους, συσχετισμούς.

   Μετά τόν θάνατο τού Καβάφη, ουσιαστικά ο μόνος που ασχολήθηκε με τήν κάθετη κατάταξη τών ποιημάτων είναι ο Περίδης, τό 1948. Καταλήγει στη γενική, και ορθή, διαπίστωση : Η ταξινόμηση τών ποιημάτων δεν έχει μόνον ενδιαφέρον περιεργείας ή φιλολογικό. Η συγκέντρωση κατά ομοειδή σύνολα μάς επιτρέπει να μελετήσωμε και αισθανθούμε βαθύτερα τά ποιήματα, καθώς και να συλλάβωμε ένα γενικότερο όραμα τής δημιουργίας τού ποιητή, μια άλλη διαπίστωσή του όμως τόν οδηγεί σε προσωπικές ερμηνείες και στις αναπόφευκτες παρερμηνείες για τό περιεχόμενο τής κάθε περιοχής : Ο ίδιος ο Καβάφης διαιρούσε τά ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες ή περιοχές. Δεν επεχείρησε όμως και να τά ταξινομήσει. Πάντως, πλησίασε αρκετά τό ζήτημα τής διαίρεσης τών ποιημάτων ως προς τήν κάθετη κατάταξή τους σε τρεις περιοχές. Η ευστοχία του φαίνεται αν συγκρίνουμε τήν πρότασή του με άλλες, π.χ. με τήν πρόταση τού Παπανούτσου που ανέλαβε να τόν διορθώσει, πιστεύοντας ότι ο Καβάφης είναι πάνω από όλα διδακτικός ποιητής.

   Εδώ κάπου τά πάντα σταματάνε, στο εξής η διαίρεση μπορεί να αναφέρεται αλλά δεν εξετάζεται πλέον.

   Η κρατούσα αντίληψη, ας πούμε, επισφραγίζεται από τόν Δημαρά : Η διαίρεση αυτή είναι βολική για τήν έρευνα αλλά μόνον για τήν έρευνα. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι πέρα από διαιρέσεις και κατατάξεις, πρέπει να υπάρχει μία ουσιαστική ενότητα, που μόνο εκείνη θα δώσει τήν ερμηνεία τής τέχνης του και τής αισθητικής του.

   Τό πόσο βολική είναι για τήν έρευνα η διαίρεση αυτή σε τρεις περιοχές ή κατηγορίες, ελπίζω, θα φαίνεται όλο και πιο πολύ καθώς προχωρά η εργασία αυτή, και πολύ εναργέστερα.

   Αυτό, τό ότι η διαίρεση αυτή είναι βολική για τήν έρευνα, δεν αποκλείεται να απηχεί και τήν από τόν Αλιθέρση αποδιδόμενη στον Καβάφη πληροφορία6: Εξ άλλου ο ίδιος έλεγε για τήν ταξιθέτηση τούτη πως είναι συμβατική διάκρισις προς ευκολωτέραν κατανόησιν. Με κάθε επιφύλαξη για τό κατά πόσο ο Αλιθέρσης μεταφέρει πιστά τά λόγια τού Καβάφη, οπωσδήποτε αυτή η συμβατική διάκρισις διευκολύνει τήν κατανόηση αλλά προϋποθέτει τό να γίνεται η ίδια κατανοητή, αφού από τόν Καβάφη ναι μεν διακηρύχθηκε η ύπαρξή της, όμως δεν καθορίστηκε κι όλας.

   Και δημιουργείται η απορία : Για ποιο λόγο άραγε ενώ αναγνωρίζεται η χρησιμότητά της δεν επιχειρήθηκε και η διερεύνησή της ; και για ποιο λόγο, έχοντας πάντοτε υπόψη ότι στο έργο τού Καβάφη όλα γίνονται σύμφωνα με προσεκτικότατη ποιητική οικονομία, να μην επιχειρήσουμε να αναζητήσουμε αυτή τήν κατάταξη και ταξινόμηση τών ποιημάτων σε περιοχές ή κατηγορίες θεμάτων και τή διαίρεση τή συγκειμένην από μόνον ιστορικά, και τίς άλλες δύο περιοχές βέβαια.

   Υπάρχει και μία εξαίρεση, από τόν Λορεντζάτο7: Με τίς περιοχές αυτές ή κατηγορίες θεμάτων, πιθανότατα υπαγορευμένες από τόν ίδιο, μπορεί ο αναγνώστης άνετα να κυκλοφορήσει μέσα στο καβαφικό έργο, χωρίς τή βοήθεια άλλων κριτικών απόψεων … Τό σχεδιάγραμμα – πάλι έκφραση δική του – είναι απλό, καθαρό, δεν αφήνει υπόλοιπα. Όλα τά καβαφικά ποιήματα τρέχουν αβίαστα να μπουν σε μια από τίς τρεις περιοχές ή κατηγορίες θεμάτων, που φρόντισε να κατασκευάσει για τά δημιουργήματά του ο δημιουργός τους. … Η υποδιαίρεση που κάνει είναι καίρια. Και αυθεντική. Η κριτικότερη από όλες. Είναι αυτό που λέμε σωστή. Προσωπικά τή βρίσκω απαραίτητη για τήν κοινή χρήση. … Και μόνο με τό μικρό κείμενο αυτό, χωρίς άλλες κριτικές παρεμβάσεις, μπορεί να προχωρήσει κανένας στη μελέτη τού καβαφικού έργου. Τόσο βρίσκω τήν κατάταξη αυτή να κάνει ένα σώμα με τά ποιήματα ή να γίνεται απαραίτητο βοήθημα για τήν κριτική σκέψη. … Τώρα που με τήν παρέμβαση τού καιρού … οι χρονολογίες θα μοιάζουν ολοένα και περισσότερο αδιάφορες, μια έκδοση με τήν κατάταξη αυτή θα ήταν επιθυμητή, αφού θα ήταν καβαφική.

   Τέλος, στο εισαγωγικό σημείωμα τού Σαββίδη στην έκδοση τών ποιημάτων και στις Καβαφικές Εκδόσεις μπορώ να πω ότι βρίσκω μια κατά κάποιο τρόπο προτροπή για τήν εργασία μου : τά παλαιότερά του ποιήματα τά βιβλιοδετούσε σε τεύχη, όπου η σειρά δεν ήταν πια χρονολογική, αλλά θεματική – δηλαδή τέτοια που να δείχνει καθαρότερα τόν ειρμό τής ποιητικής δημιουργίας του – , και αυτά τά τεύχη έστελνε σε όποιον άγνωστο τού έγραφε να τού ζητήσει τά ποιήματά του. Έτσι, στα τελευταία χρόνια τής ζωής του, ο Καβάφης εμοίραζε δύο τέτοια τεύχη : τού 1905–1915 και τού 1916–1918, που περιείχαν όλα τά ποιήματα όσα είχε δημοσιέψει στα δεκατέσσερα εκείνα χρόνια. Αν είχε ζήσει περισσότερο, δεν αποκλείεται να είχε ενοποιήσει τά δύο αυτά τεύχη· και πιθανότατα θα τά είχε επαυξήσει με ποιήματα δημοσιευμένα παλιότερα από τό 1905 και μεταγενέστερα από τό 1918 – όπως είχε κάνει στις διαδοχικές εκδόσεις τών προηγουμένων τευχών : 1909–1911, 1908–1914, 1907–1915. Όμως, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ποια θα ήταν η κατάταξη τών ποιημάτων στο υποθετικό αυτό ενιαίο τεύχος, και πολύ λιγότερο ποια θα έπρεπε να είναι σ’ έναν τόμο που θα συγκέντρωνε με θεματική σειρά και τά 154 ποιήματα, και : τά συνθέτει σε μια πολύ λεπτότερη αλληλουχία θεματική. Ποια είναι ετούτη η αλληλουχία,  μονάχα μια ειδική μελέτη – που βγαίνει από τά όρια τής σημερινής – θα μπορούσε να ανιχνεύσει8.

   Ασφαλώς κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ποια θα ήταν η κατάταξη τών ποιημάτων, θα μπορούσαμε όμως να προσπαθήσουμε να βρούμε στο μέτρο τού δυνατού ποια θα ήταν αυτή, αφού η θεματική σειρά είναι τέτοια που να δείχνει καθαρότερα τόν ειρμό τής ποιητικής δημιουργίας του.

   Σ’ αυτή τήν κατά κάποιο τρόπο εισαγωγή σκοπός μου δεν είναι να κάνω ιστορική αναδρομή αλλά να θέσω τό ζήτημα τής διαίρεσης τών ποιημάτων, θα πρέπει όμως τώρα εδώ στην αρχή να επισημανθεί ότι η αναζήτηση τής ενότητας τού έργου του ως συνόλου μέσω κάποιας θεματικής κατάταξης τόν απασχολεί από πολύ νωρίς όπως ξέρουμε από τούς «θεματικούς» καταλόγους όπου καταχωρούσε τά ποιήματά του σε «θεματικά κεφάλαια», και μάλιστα διαφαίνεται, τουλάχιστον εγώ βλέπω, ότι κάποια φορά ο Καβάφης συγκέντρωσε τά χειρόγραφα τών τελειωμένων τότε ποιημάτων του και τά σελιδαρίθμησε ακολουθώντας τήν κατάταξή τους σύμφωνα μ’ αυτά τά πρώιμα θεματικά κεφάλαια. (Υπάρχει και μία ακόμη πρωιμότερη, όπως φαίνεται από ένα χειρόγραφο όπου τά δύο ποιήματα που βρίσκονται σ’ αυτό συνδέονται μεταξύ τους με συνεχή στιχαρίθμηση. Εκτός από τό ενδιαφέρον που παρουσιάζει τό ότι μια τέτοια συνεχή στιχαρίθμηση ανεξάρτητων ποιημάτων, για να ενταχθούν έτσι σε ένα ενιαίο σύνολο, θα τή συναντήσουμε μισό αιώνα αργότερα στην «Έρημη χώρα» τού κατά τόν Σεφέρη παράλληλου Έλιοτ, και αδιάφορα αν, ανάλογα με τίς διαμορφωμένες απέναντι στον Καβάφη διαθέσεις μας, αποδώσουμε αυτή τή συνεχή στιχαρίθμηση, σε νεανική έπαρση ή σε επίγνωση από τότε τής μοναδικότητάς του, μπορούμε να οδηγηθούμε στο ότι η αναζήτηση τής ενότητας τού ποιητικού του έργου ως συνόλου, έστω και με αυτή τήν επιφανειακή και τεχνητή σύνδεση, τόν απασχολεί από πολύ νωρίς).

   Τά διάφορα παραθέματα από τίς σχετικές με τή διαίρεση τών ποιημάτων αναφορές χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ως αφορμή και όχι για τήν όποια αποδεικτική τους αξία. Τίς αποδείξεις θα τίς αναζητήσουμε στο ίδιο τό έργο τού Καβάφη, με οδηγό εκείνο τό σημείωμά του που είδαμε στην αρχή, για τό οποίο δεν ξέρουμε τελικά αν τό ενσωμάτωσε στην επιστολή προς τόν Λαπαθιώτη, ούτε αν τήν ολοκλήρωσε ούτε αν τήν έστειλε ποτέ. Αφού όμως κράτησε τό σχέδιό της και τό σημείωμα στα χαρτιά του, είναι κατά κάποιο τρόπο σαν να έγραψε ένα γράμμα για μάς και να μάς τό έστειλε. Ας ακολουθήσουμε τή λογική του, δηλαδή ας αφήσουμε τόν Καβάφη να μάς οδηγήσει.

   Από τότε που γράφτηκε αυτό τό σημείωμα, μεσολαβούν περισσότερο από δέκα χρόνια ώς τόν θάνατο τού Καβάφη. Δηλαδή έχουμε στη διάθεσή μας τώρα ένα μέλλον για τό οποίο μπορούμε να πούμε ότι έγινε παρόν9.

   Όταν ο Καβάφης σχεδιάζει τήν επιστολή προς τόν Λαπαθιώτη και γράφει τό σημείωμα έχει ήδη εκδώσει πέντε συλλογές, δύο θεματικές, (αυτές στις οποίες η ταξινόμησις έγινεν έτσι που να βρίσκονται μαζύ ποιήματα θεμάτων οπωσούν συναφών), και τρεις χρονολογικές (αυτές στις οποίες η κατάταξις είναι μόνον κατά τό πότε εδημοσιεύθησαν τά ποιήματα)10. Το έργο του τότε, τό όλον σώμα τών ποιημάτων, αποτελείται συνολικά από 86 ποιήματα, τά 26 θεματικά καταταγμένα και τά 60 στη χρονολογική τους σειρά.

   Τό μέλλον που έχει γίνει τώρα παρόν είναι άλλες πέντε συλλογές, τρεις θεματικές και δύο ακόμη χρονολογικές, με 137 συνολικά ποιήματα από τά οποία τά 68 στις θεματικές συλλογές και τά 69 στις χρονολογικές.

   Έκτοτε δηλαδή έχει υπάρξει και τό έχουμε στη διάθεσή μας τώρα ένα αρκετά μεγάλο μέλλον που μπορούμε να τό εξετάσουμε ως παρόν, και ίσως τώρα μπορούμε να αντιληφθούμε κάπως τί έχει πει για τό μέλλον ο Καβάφης.

   (…)

.

.

.

.

.

σημειώσεις :

1Αντρέας Μυλωνάς «κείμενα και σχόλια επισωρεύονται επί άλλων και όλα υπερασπίζονται τή διάρκεια ενός διαλόγου που από τήν έναρξή του μέχρι τίς μέρες μας φαίνεται να γίνεται αυτός η πρώτη ύλη»

2 Καβάφης Πεζά, «Ο Σακεσπήρος περί τής ζωής» 1891. Σε αγκύλες ό,τι έχω παραλείψει στην αρχή : «Εκτιμώ περισσότερον τάς παρατηρήσεις [τών μεγάλων ανδρών] παρά τά συμπεράσματά [των]. Οι [μεγαλοφυείς] νόες παρατηρούσι μετ’ ακριβείας και ασφαλείας»

3 Σαββίδης Εκδόσεις

4 Επιστολή Καβάφη προς Τέλλο Άγρα, 1927 (Σαββίδης Εκδόσεις)

5 Σαββίδης, Ποιήματα Α΄, Εκδόσεις, Καβαφικά Α΄. Επίσης : «Η Αλεξανδρινή Τέχνη είναι ένα περιοδικό πολύ φιλικόν εις εμέ, αλλά η διεύθυνσίς του είναι ολοτελώς εις χείρας τής Ρίκας Σεγκοπούλου και αποταθήτε παρακαλώ εις αυτήν για ό,τι βρίσκετε χρήζον αλλαγής ή συζητήσεως» (Καβάφης, Βαϊάνος, επιστολή 31η)

6 Τήν πληροφορία αυτήν ο Αλιθέρσης τή δίνει παραθέτοντας πρώτα τή δική του άποψη, παρεμβάλλοντάς την και συνδέοντάς την με τά λεχθέντα από τόν Καβάφη : Δε θα χωρίσω τά ποιήματά του σε ιστορικά, φιλοσοφικά κ’ ηδονιστικά. Ο Καβάφης είναι πάντα υποκειμενικός κι αναλλοίωτα ηδονιστής. Εξ άλλου ο ίδιος έλεγε για τήν ταξιθέτηση τούτη, που ο ίδιος τήν είχε βρη, για ν’ αποκρύπτει τήν ερωτική διάθεσή του, έλεγε πως είναι «συμβατική διάκρισις προς ευκολωτέραν κατανόησιν»

7 Λορεντζάτος, σ. 19–28. Στη συνέχεια, όμως, αλλού και πολύ μακριά καταλήγει

8 Καβάφης Τά Ποιήματα Α΄, και Σαββίδης Εκδόσεις

9 Τό μέλλον που έγινε παρόν μάς φέρνει κοντά στον Σολωμό, που κι αυτός δεν παύει να προσπαθεί να εξελίσσεται ώς τό τέλος. Μετά τή μελέτη τής Τσαντσάνογλου («Μία λανθάνουσα ποιητική σύνθεση τού Σολωμού», Ερμής 1982) μπορούμε να σκεφτούμε και μια άλλου είδους σχέση μεταξύ Σολωμού και Καβάφη, αυτή τής αναζήτησης μιας συνθετικής ενότητας τού έργου τους.

10 Οι ονομασίες «χρονολογικές» και «θεματικές» συλλογές, που τόσο συχνά θα αναφέρονται στη συνέχεια, οφείλονται στον Σαββίδη.

.

.

περιοδικό «σημειώσεις» τεύχος 78 δεκέμβριος 2013

.

.

.

.

.

.

12 Δεκεμβρίου 2013

τό όλον σώμα : μικρά προκαταρκτικά

.

 

 

 

   τό περιοδικό «σημειώσεις» συμμετέχει υποθέτω με τόν τρόπο του αντίστροφα, με όλη του δηλαδή τήν απαραίτητη και δέουσα ειρωνεία και απέχθεια προς εορτασμούς και εορταστικές – πλην κενές νοήματος – δήθεν σεβαστικές προς τήν τέχνη – απολύτως αδιάφορες για τά βάσανα τού καλλιτέχνη εν ζωή – επετείους, στην φετινή διπλή επέτειο για τήν γέννηση και τόν θάνατο τού καβάφη προδημοσιεύοντας στο τεύχος του που μόλις κυκλοφόρησε ένα εκτενές απόσπασμα από τήν «εισαγωγή» μιας εξαιρετικής πλην ανέκδοτης μελέτης τού στέφανου τασσόπουλου : τά παρακάτω αποτελούν αναδημοσίευση από τό ίδιο τεύχος τής δικιάς μου προκαταρκτικής εισαγωγής :

 

   Στην μεγάλη έρευνα και μελέτη του για τόν Καβάφη, «Τό Όλον Σώμα», ο Στέφανος Τασσόπουλος δεν ασχολείται με ζητήματα αισθητικής παρά μόνο όσο αυτά άπτονται τού ζητήματος τής καβαφικής εκδοτικής πράξης : όμως εντέλει στον Καβάφη όλα συγκλίνουν σε ένα ενιαίο και αδιάσπαστο όλον : σε αυτό ακριβώς καταλήγει η ανέκδοτη αυτή εργασία τού Στέφανου Τασσόπουλου – και τά παρακάτω συνοπτικά δικά μου ας εκληφθούν απλώς ως μικρή (και ανειδίκευτη) εισαγωγή σ’ ένα ιδιαίτερα (και ευεργετικά) εξειδικευμένο έργο (τό οποίο είχα τήν τύχη ως στενή φίλη να μπορέσω να παρακολουθήσω επίσης στενά, καθώς σχηματιζόταν διαμορφώθηκε και ολοκληρώθηκε (εν μέρει, κατά τόν ίδιο τόν συγγραφέα του, ολοκληρώθηκε) στο διάστημα τών είκοσι περίπου χρόνων που απασχόλησε τόν Τασσόπουλο μέχρι τόν (αιφνίδιο και πρόωρο) θάνατό του, τόν Φλεβάρη αυτής τής χρονιάς).

   Σίγουρα οι λόγοι για τούς οποίους ο Καβάφης λειτούργησε εκδοτικά με τόν τρόπο που λειτούργησε θα μπορούσαν να εξεταστούν και από τήν άποψη τών ψυχολογικών και τών κοινωνικών παραγόντων που επέδρασαν πάνω του και με βάση τούς οποίους (ακόμα και από τήν ανάποδη) έζησε ο άνθρωπος Καβάφης – αλλά αυτό θα ήταν μια τελείως άλλη εργασία. Για τή δουλειά που έκανε ο Σ. Τ. πιστεύω ότι αρκεί ως αφετηρία να έχει κανείς μπροστά στα μάτια του μια (γενική, πάντως) καλλιτεχνική αντινομία : όσο μεγαλύτερος είναι ένας δημιουργός τόσο περισσότερο με αυτά που κάνει πατάει αρχικά (και τελικά ; ) στο κενό – και συνεπώς, όσο κι αν ο ίδιος θεωρεί τόν εαυτό του και τό έργο του φυσικό μέρος τού κόσμου, πρέπει να συλλάβει έστω με κόπο και να παραδεχτεί έστω καθ’ οδόν ότι ο κόσμος μετατοπίζεται με τήν κατασκευή από μέρους του αυτού τού έργου – με άλλα λόγια (όπως είναι μια μεταφορά που άρεσε ιδιαίτερα στον Τασσόπουλο) εμείς σήμερα από απόσταση μπορούμε βέβαια να καταλάβουμε ότι ο κόσμος δεν είναι ίδιος πριν τήν ύπαρξη τού Αισχύλου και μετά, χωρίς να υπάρχει η Εκάβη τού Ευριπίδη και όταν η Εκάβη τού Ευριπίδη είναι γεγονός, όταν στο θέατρο δεν υπάρχει κανένας Σαίξπηρ και μετά όταν όλος ο κόσμος ξέρει τόν Άμλετ, όμως αυτή η μικρή διαφορά από τό πριν στο μετά για τόν ίδιον τόν καλλιτέχνη μπορεί να σημαίνει χρόνια ολόκληρα ουσιαστικής μοναξιάς γεμάτης αμφιβολίες, φόβους, σβησίματα, γραψίματα, δισταγμό και τόλμη, και τελικά (σαν ένα είδος αναγκαστικής πλέον αυτοάμυνας) και μια μορφή επιθετικής αλαζονείας : από τόν Καβάφη, χάρη στα ανέκδοτα που διασώζονται σε σχετική πληθώρα από μαρτυρίες συγχρόνων του, έχουμε ένα εμφανές τουλάχιστον παράδειγμα μιας τέτοιας (άλλωστε και συγκινητικής, για τήν κρυμμένη ένταση και αμφιβολία που υπονοεί) στιγμής όταν, δίνοντας ένα ποίημα του σε κάποιον φίλο ή γνωστό τού λέει, μάλλον καθόλου μεταξύ σοβαρού και αστείου «Πάρε καημένε αυτό τό αριστούργημα που μού καίει τά χέρια» ( : κάπως έτσι αν τό θυμάμαι και καλά).

   Η δουλειά αυτή τού Τασσόπουλου υπογείως εμπεριέχει πάντως και μια (γοητευτική) κατά κάποιον τρόπο αντίφαση, γιατί ξεκινώντας από φιλολογικά και σχολαστικά δεδομένα και μένοντας πάντα σταθερά προσηλωμένη στα γεγονότα, τά κείμενα, και τίς αποδείξεις που αυτά παρέχουν, οδηγείται τελικά σε μια αποτίμηση συνολικής (και σημαντικότατης) αισθητικής σημασίας.

   Γιατί ο Καβάφης, με τόν τρόπο που τακτοποίησε τά ποιήματά του κατά θέματα, αποσπώντας τα από τήν απλή χρονολογική παράθεση με τήν οποία είχαν κατά καιρούς δημοσιευτεί, κάτι θέλησε να πει (και κάτι είπε) για τήν σημασία που είχε τό έργο του συνολικά για τόν ίδιο πέρα από τήν έννοια, τό περιεχόμενο και τήν αισθητική αξία τού κάθε ποιήματος χωριστά. Αλλά (πια) καταλαβαίνουμε ότι και ο ίδιος ο δημιουργός (ενίοτε) τά συλλαμβάνει και τά εκτιμά αυτά τά πράγματα καθ’ οδόν – και αυτό τό καθ’ οδόν είναι που, στην περίπτωση τού ποιητή Καβάφη, εμφανίζεται με ιδιαίτερη ενάργεια καθώς ο Στέφανος Τασσόπουλος ερευνά τήν εκδοτική του πρακτική.

   Ας επαναλάβω προκαταρκτικά πράγματα γνωστά : Ο Καβάφης είναι ένας ποιητής ο οποίος ποτέ στη ζωή του δεν είχε (δεν βρήκε ; δεν επιζήτησε ; ) εκδότη : Πλήρωνε ο ίδιος για τά ποιήματά του κάθε φορά που τά εξέδιδε. Είχε όμως μια δυνατότητα (που τού τήν πρόσφερε ο χώρος και η εποχή, και που τήν εκμεταλλεύτηκε πλήρως) : Μπορούσε να δημοσιεύει τά ποιήματά του σε περιοδικά, πριν αρχίσει να τά δένει στις ιδιόμορφες συλλογές του (αλλά και μετά : ποτέ όσο ζούσε δεν σταμάτησε να δημοσιεύει σε περιοδικά, ακόμα και όταν παράλληλα έφτιαχνε τίς συλλογές που σχημάτιζε ο ίδιος, και αυτές τίς συλλογές δεν τίς πούλησε – ας τό θυμόμαστε κι αυτό – ποτέ : δεν έβγαλε δηλαδή ποτέ λεφτά απ’ τήν ποίηση ο Καβάφης, αντίθετα, πλήρωνε για να εκδίδει τά ποιήματά του : και τά ποιήματα αυτά τά χάριζε σε όσους θεωρούσε άξιους – ή χρήσιμους για τήν προώθηση τού έργου του – όντας αναγκασμένος να τό σκεφτεί και αυτό.)

   Αυτά είναι λοιπόν γνωστά στους ειδικούς και οι ειδικοί στα καβαφικά τά θεωρούν και αυτονόητα ακόμα κι αν δεν ερευνήθηκαν ποτέ όσο θα ’πρεπε – αφήνοντάς τα επομένως στην άκρη θα επιχειρήσω να συνοψίσω τό με τί ασχολείται η μελέτη, αλλά και, τό σημαντικότερο : τούς λόγους για τούς οποίους η ενασχόληση αυτή είναι (ή γίνεται καθ’ οδόν) απαραίτητη για τήν κατανόηση τού συνολικού Καβάφη. Πιστεύω μάλιστα – και ας μού συγχωρεθεί αυτή η απόλυτη ας πούμε πεποίθηση η οποία οφείλεται εν μέρει και στο γεγονός ότι διάβασα επανειλημμένως παρακολουθώντας  τό έργο να γίνεται και να κρατάει τόν Τασσόπουλο δέσμιον ουσιαστικά ώς τόν θάνατό του – ότι μέσα από τήν έκθεση τού τρόπου με τόν οποίο ο Καβάφης θέλησε να ταξινομήσει τό έργο του και να τό επεκτείνει και να τό ορίσει θεματικά, προκύπτει ένας εν μέρει άγνωστος, και εν μέρει ακόμα πιο γοητευτικός Καβάφης.

   Δεν ξέρουμε από ποια ηλικία ακριβώς ο Καβάφης άρχισε να γράφει ποιήματα και πόσα πέταξε ή έσκισε στο μεταξύ, ξέρουμε όμως ότι τό πρώτο ποίημα (που διατηρήθηκε στο αρχείο του) γράφτηκε (πιθανώς) τό 1884 ( = Καβάφης 21 χρονών) και ότι τό 1886 δημοσίεψε για πρώτη φορά (σε περιοδικό). Από τό 1890 όμως και μετά, αναθεωρεί ο ίδιος τή δουλειά του, και, κάποια στιγμή, μέσα απ’ αυτή τή διαδικασία αναδεικνύεται ο Καβάφης που ξέρουμε σήμερα. Ανήκει στην περιοχή τής αυστηρά αισθητικής ανάλυσης η αποτίμηση αυτών τών «πρωτόλειών» του ποιημάτων, είναι όμως σαφές ότι αυτήν τήν ανάλυση τήν έκανε, πριν από μάς, ο ίδιος : Αποφασίζει δηλαδή τό 1904 (κι αυτή είναι μια ιστορική στιγμή για τή ζωή του και τήν ποίησή του) αποφασίζει να κάνει ένα ξεκαθάρισμα, μια πρώτη αισθητική αποτίμηση, και μια πρώτη εκδοτική κίνηση, και να παρουσιάσει σε βιβλίο ορισμένα, από αυτά που είχε δημοσιέψει ώς τότε, σε μια συλλογή : Αυτήν τή στιγμή συναινεί στην κλασική και παραδεδεγμένη πρακτική όλων τών ποιητών τού κόσμου : Μαζεύει λοιπόν (από τά 44 ποιήματα που είχε δημοσιέψει ώς τότε σε περιοδικά) δεκατρία – κι αυτή είναι η πρώτη του αισθητική κρίση για τήν ποίησή του – τούς προτάσσει ένα που δεν είχε ακόμα εκδόσει, τίς «Επιθυμίες», τά τοποθετεί σε μία σειρά που δεν έχει γενικά καμία σχέση με τίς χρονολογίες ούτε τής συγγραφής, ούτε τής δημοσίευσής τους, αλλά είναι μία σειρά που προς τό παρόν δεν μπορούμε να τήν χαρακτηρίσουμε αλλιώς παρά μόνο ως αποτέλεσμα μιας προσωπικής του προτίμησης, (βέβαια, κάποιος παρατηρητικός εδώ θα προσέξει τήν πρόταξη ενός ποιήματος που λέγεται Επιθυμίες1 στην πρώτη εκδοτική πράξη που κάνει ποτέ στη ζωή του ο Καβάφης, καθώς και μια εν σπέρματι λογική που θα δούμε αργότερα να αναπτύσσεται σε θεματική κατάταξη τών ποιημάτων) και τά δίνει σε έναν τυπογράφο, ο οποίος τού τά τυπώνει σε ένα τεύχος κανονικό, με τήν κλασική αρίθμηση σελίδων που έχουν όλα τά βιβλία και τόν γενικό τίτλο «Ποιήματα 1904». Η συλλογή αυτή με τά 14 ποιήματα εκδίδεται ουσιαστικά τό 1905. Ο Καβάφης χαρίζει τή συλλογή σε όσους νομίζει ότι πρέπει. Επειδή όμως συνεχίζει να γράφει, γρήγορα διαπιστώνει ότι η συλλογή αυτή δεν είναι αντιπροσωπευτική πια τής δουλειάς του, και ειδοποιεί τούς φίλους του ότι σκοπεύει να βγάλει και μια δεύτερη συλλογή πιο ενημερωμένη σύντομα. Τό «σύντομα» κράτησε 5 χρόνια, και η δεύτερη αυτή συλλογή εκδίδεται τότε με τόν τίτλο «Ποιήματα 1910» και περιλαμβάνει : τά 14 ποιήματα που είχε εκδόσει στην προηγούμενη συλλογή (που με αυτόν τόν τρόπο ουσιαστικά παύει να έχει νόημα, και αχρηστεύεται) χωρίς να τούς αλλάξει ούτε τή σειρά με τήν οποία τά είχε εκδόσει τότε, και όσα ποιήματα είχε ήδη δημοσιέψει στο μεταξύ (ώς τό 1909) σε περιοδικά, που ήτανε όλα κι όλα 7, αλλά τά τοποθετεί και αυτά όχι με χρονολογική σειρά συγγραφής ή δημοσίευσης αλλά με τή σειρά μιας δικής του πάλι λογικής και προτίμησης. Μολονότι τά ποιήματα που περιέχονται λοιπόν είναι ώς τό 1909, βάζει τώρα στον τίτλο όπως βλέπουμε τό 1910 κι αυτό γιατί έχει μάθει πια ότι τά εκδοτικά ζητήματα έχουνε τόν δικό τους χρόνο και αργούνε, δηλαδή έχει αποκτήσει ήδη πλέον τήν πείρα τού ποιητή που εκδίδει τό έργο του και ξέρει κατά κάποιον τρόπο και τά μυστικά αυτής τής δουλειάς : Έτσι, ξεκινώντας τήν έκδοση τών μέχρι τό 1909 ποιημάτων του, υπολογίζει ότι η συλλογή θα εκδοθεί τό 1910, και υπολογίζει σωστά.

   Έχουμε ένα οριακό σημείο ώς εδώ, που τό βλέπουμε εκ τών υστέρων ολοκάθαρα : Αυτές οι δυο μικρές συλλογές δηλαδή (που ο ίδιος ο Καβάφης τίς ονόμασε «τεύχη», και έτσι τίς λέμε πλέον κι εμείς), είναι η μοναδική φορά στη ζωή του που ο Καβάφης λειτούργησε με τήν κλασική εκδοτική πρακτική : Έκτοτε, εγκαταλείπει αυτήν τή μέθοδο, και εγκαθιδρύει τή δική του, μοναδική και ανεπανάληπτη (απ’ όσο ξέρουμε) μέθοδο εκδόσεως έργου, που συνίσταται στο εξής :

   Για κάθε ποίημα που δημοσιεύει (μετά τό 1910) σε περιοδικό, ζητάει και παίρνει ανάτυπα ή τό τυπώνει ο ίδιος σε έναν τυπογράφο, σε ένα μονόφυλλο ή δίφυλλο, ανάλογα με τό μέγεθος τού ποιήματος. Αυτή η μέθοδός του από δω και πέρα είναι κατά κάποιον τρόπο και τό κεντρικό αντικείμενο έρευνας στο «Όλον Σώμα», και οι συνέπειες αυτής τής πρακτικής είναι ουσιαστικά αυτές οι οποίες προκάλεσαν τόν Τασσόπουλο να αναζητήσει τή σημασία τους για τήν ερμηνεία τού συνολικού καβαφικού έργου :

   Παρακολουθώντας λοιπόν τόν τρόπο με τόν οποίο ο Καβάφης από τή στιγμή εκείνη και μετά «εκδίδει», μπορούμε να δούμε κατ’ αρχάς ότι ακολουθούν δύο εμφανείς τομές στην εκδοτική του πρακτική : Η πρώτη μεγάλη αλλαγή γίνεται με τήν αμέσως επόμενη συλλογή τήν οποία ονομάζει «Ποιήματα 1910 – 1912», βάζοντας δηλαδή για πρώτη φορά δύο ημερομηνίες στον τίτλο, αλλά τή φορά αυτή η «συλλογή» διαφέρει και σε δύο άλλα πράγματα : Αφ’ ενός μεν αποτελείται πλέον – όπως και όλες οι συλλογές του θα αποτελούνται από δω και μπρος – από αυτά τά μονόφυλλα (ή τά δίφυλλα) που τυπώνει ο ίδιος και τά «δένει» μόνος του σε εντελώς χειροποίητες πλέον συλλογές τίς οποίες μοιράζει σε κάθε ενδιαφερόμενο, φίλο, ή θαυμαστή τού έργου του, αλλά υπάρχει και μια επιπλέον ουσιαστική διαφορά στον τρόπο με τόν οποίο παρουσιάζει τά ποιήματά του τώρα : τά τοποθετεί με τήν σειρά τήν χρονολογική με τήν οποία δημοσιεύτηκαν ώς τότε στα διάφορα περιοδικά. Και συνεχίζει να κάνει τέτοιες συλλογές ώς τό 1918 όπου συναντάμε τήν επόμενη μεγάλη αλλαγή, τήν τρίτη ουσιαστικά τομή με τήν οποία ολοκληρώνεται και παίρνει τήν πλήρη της μορφή η εκδοτική του πρακτική :

   Τό 1918 δηλαδή ανακαλύπτει ότι θέλει να κάνει και κάτι άλλο, κάτι για τό οποίο δεν θα δώσει ο ίδιος ποτέ σαφή εξήγηση, είναι όμως τό νευραλγικότερο σημείο τής εκδοτικής του πράξης – και αυτό από τό οποίο πηγάζουν αδιόρατες αρχικά αισθητικές συνέπειες στην ποίησή του : Κάνει δηλαδή, ταυτόχρονα με τήν καινούργια χρονολογική του έκδοση (τά «Ποιήματα 1912 – 1918»), και μία παράπλευρη έκδοση ποιημάτων τήν οποία ονομάζει «Ποιήματα 1909 – 1911» και η οποία θα περιέχει όλα τά ποιήματα που έχουν εκδοθεί ανάμεσα στις δύο αυτές ημερομηνίες, μόνο που τώρα πλέον τά ποιήματα αυτά θα παρατεθούν σε μία κατάταξη που παρακολουθεί κατά κάποιον τρόπο τό περιεχόμενο τών ποιημάτων. Από τήν οριακή αυτή στιγμή και μετά, η εκδοτική πλέον πρακτική τού Καβάφη θα παραμείνει η ίδια ώς τό τέλος τής ζωής του, κάθε φορά θα εκδίδει δηλαδή δύο ταυτόχρονα συλλογές, μία θεματική (τής οποίας τά ποιήματα θα τά αποσπά από ήδη εκδοθείσες χρονολογικές – μ’ έναν ρυθμό ιδιόμορφο, που επαρκώς θα απασχολήσει τό βιβλίο –) και μία χρονολογική στην οποία θα συνεχίζει τήν παράθεση τών καινούργιων ποιημάτων του μαζί με τά παλιά. Αυτή η λογική και η πρακτική αποτελεί ουσιαστικά και τό επίκεντρο τού προβληματισμού στη μελέτη τού Σ. Τ., μια που από τήν πρώτη στιγμή αυτής τής πράξης τού Καβάφη αναδύεται αυτό που μπορεί να ονομαστεί (και κατά καιρούς πράγματι ονομάστηκε, έστω και χωρίς να ερευνηθούν οι επιπλέον συνέπειές του) «θεματική κατάταξη» :

   Τά ποιήματα σ’ αυτές τίς «θεματικές συλλογές» μπαίνουν σε μία σειρά ανάλογα με αυτό που ο ίδιος ο Καβάφης θεωρεί «θεματική» τους διαφοροποίηση (και που δεν είναι αναγκαστικά η διαφοροποίηση που θα διαλέγαμε εμείς ή που θα θεωρούσαμε εμείς αυτονόητη – και ο Τασσόπουλος τό θέτει αυτό από τήν αρχή, γιατί είναι κεντρικό σημείο τού προβλήματος). Έτσι δημιουργούνται από τόν ίδιο τόν ποιητή οι τρεις θεματικές περιοχές τής ποίησής του που κατά καιρούς πήραν διάφορα ονόματα – ας πούμε φιλοσοφικά, ιστορικά και ερωτικά, και τά οποία ο ίδιος καθοδήγησε μάλλον επίμονα τούς σχολιαστές τού έργου του να τά ονομάσουν «τά τής σκέψεως», «τά ιστορικά», και «τά αισθητικά» : Από τή στιγμή που γίνεται αυτή η – ανεπαίσθητη και ακατανόητη ίσως αρχικά – διαφοροποίηση στην εκδοτική του πρακτική, έχουμε στα χέρια μας μια ένδειξη για τό νόημα και τή δυναμική τής ποίησής του όπως τήν αντιλαμβάνεται ο ίδιος. Και είναι κρίσιμη η ανάλυση αυτής τής πρακτικής, όχι μόνο για τήν «τυπική» σημασία που θα είχε τό να ξέρουμε τί θεωρούσε ο ίδιος π.χ. ότι ανήκει στα ερωτικά του (κάτι που εικονογραφείται ας πούμε περίφημα από τό ότι τό «Ιωνικόν», που θα μπορούσε κανείς αβίαστα να θεωρήσει ότι ανήκει στα τής σκέψεως ή τά φιλοσοφικά2 , κατατάσσεται από τόν ίδιον ανενδοίαστα και μονίμως στα ερωτικά) αλλά και γιατί αυτές οι μετατοπίσεις και οι ταξινομήσεις μάς δίνουν ακριβώς τό πιο έγκυρο – τό μόνο έγκυρο – κλειδί για να δούμε από μέσα τήν ίδια τήν αντίληψη τού Καβάφη για τό νόημα και τών λέξεων και τών ποιημάτων και τής συνολικής αισθητικής ματιάς και άποψης τού ίδιου – άποψη που, ειρωνικά, και αινιγματικά – όπως τό συνηθίζει – υποβάλλει σε όποιον είναι σε θέση να νιώσει τήν υποβολή, άποψη που μιλάει εντέλει για τήν ίδια τήν ποίηση, και «προστίθεται» στις λέξεις πλέον τής ποίησής του, αποτελεί δηλαδή πια, η θέση στην οποία κατατάσσει τό ποίημα, μέρος τού ποιήματος.

   Τό γεγονός ότι προχωράει αργά αυτή η διαδικασία, δείχνει ακριβώς πόσο επίπονη και νευραλγική ήταν αρχικά η ανακάλυψη – ή η απόφαση – αυτή για τόν ίδιον : Έτσι ενώ οι «χρονολογικές» συλλογές, που θα εκδίδει, εμπλουτίζονται αβίαστα πλέον από κάθε καινούργιο, δημοσιευμένο, ποίημα, η κατασκευή τής κάθε θεματικής συλλογής (που η καθεμία, με τή σειρά της, θα ολοκληρώνει κατά κάποιον τρόπο τήν συνολική εικόνα τού έργου του (για τόν ίδιο) ώς τή στιγμή που τήν παρουσιάζει) προχωράει αργά, σαν τόν κάβουρα, και με βήματα που μάς φαίνονται παράλογα έτσι που γυρίζουνε μπρος και πίσω : Τό «Όλον Σώμα» ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά στο α΄ του μέρος με τήν περιγραφή και ανάλυση αυτού τού διστακτικού βαδίσματος.

   Περιληπτικά εδώ η διαδικασία : Για να φτιάξει τίς θεματικές του συλλογές ο Καβάφης  ξεκινάει με βάση τό τεύχος τού 1910 και σ’ αυτήν τήν ενότητα ποιημάτων προσθέτει ποιήματα που (χρονολογικά) ανήκουν στον έναν χρόνο πιο πριν και στους δύο χρόνους μετά, ή (αργότερα) στον έναν (ακόμα) χρόνο πιο πριν και στους τρεις (τώρα) χρόνους μετά : Είναι εμφανές δηλαδή ότι ευκολότερα εντάσσει, θεματικά, ποιήματα που ανήκουν στο «μέλλον» απ’ ό,τι στο «παρελθόν» τής ποίησής του, πράγμα που υποβάλλει κατά τόν Τασσόπουλο τήν ιδέα πως όσο έγραφε ο Καβάφης βρισκόταν όλο και πιο εύκολα, άνετα και αποφασιστικά, μέσα στο πνεύμα τήν νοοτροπία και τό ήθος ενός έργου, που πλέον τόν κάλυπτε και τόν εξέφραζε με μια γενικότερη έννοια και όχι μόνο σαν μεμονωμένο ποίημα, πράγμα που δεν συνέβη ακριβώς στην αρχή, όταν ακόμα έψαχνε ίσως πάρα πολύ, όχι τόσο τό τί θέλει ακριβώς να πει (αλλά ακόμα κι αυτό), κυρίως όμως τό με ποιον τρόπο ακριβώς θα τό ολοκληρώσει σε ένα όλον, τό οποίο θα αποτελεί ουσιαστικά τήν τρίτη – και τή σημαντικότερη ίσως – μορφή τού έργου του : Τήν χρονολογική και τήν θεματική του διάσταση μαζί, δεμένες αναπόσπαστα.

   Αυτό τό όλον σύμφωνα με τόν Τασσόπουλο είναι η κρυμμένη και απόλυτη έγνοια τελικά τού Καβάφη, και αυτό μάς δείχνει πάνω απ’ όλα η ιδιομορφία αυτή τής εκδοτικής του πρακτικής : Για χάρη αυτού τού όλου θα φτάσει στο σημείο να οργανώσει, να προγραμματίσει, ή και να γράψει ποιήματα, να αλλάξει τίτλους, να αλλάξει ημερομηνίες τίτλων, τοπωνύμια τίτλων, ακόμα και οργανικότερα στοιχεία στο μέσο ενός ποιήματος, στις λέξεις ή τό ήθος ενός ήρωα, για να ταιριάσει τό ποίημα έτσι στην περιοχή ακριβώς που θέλει τελικά να τό τοποθετήσει : Κι όταν κανείς αρχίσει να τό υποψιάζεται, να τό συναισθάνεται και να τό βλέπει αυτό, όταν κανείς παρακολουθήσει αυτό τό όλον δηλαδή να αναδύεται μέσα από τήν εκδοτική πράξη τού Καβάφη, βρίσκεται μπροστά σε μια αλήθεια αν όχι τελείως αναπάντεχη (γιατί ο Καβάφης μάς προειδοποιεί εν σπέρματι για όλα ίσως από τήν αρχή όσο κι αν αυτό γίνεται σχεδόν αδιόρατα) όμως σημαντική, συνταρακτική σχεδόν για τίς αισθητικές της διαστάσεις και συνέπειες :

   Νά λοιπόν ο μεγαλύτερος ίσως ποιητής ενός αιώνα που θέλησε να χτίσει έναν κόσμο και μάς άφηνε να νομίζουμε ότι περιγράφει τά ήδη χτισμένα. Δεν είναι ίσως τυχαίο, τό ότι, τό ποίημα, που τώρα βλέπουμε ότι μάς προειδοποιεί γι’ αυτό, είναι σαφές ότι δεν τό εξέδωσε ποτέ : Τροφοδότησε όμως, ίσως αυτό, τά πάντα, μένοντας παρ’ όλ’ αυτά τό ίδιο, ειρωνικά, στα ανέκδοτα : Η αλήθεια είναι ότι ήταν ένα πρώιμο ποίημα, και ίσως δεν τού βρήκε ακριβώς (ώς τήν ώρα που θα πέθαινε και όλα θα σταματούσαν αναγκαστικά) τό χρονικό σημείο που θα έπρεπε, μέσα στην θεματική κατάταξη, να τό εντάξει : Ή θεώρησε ότι οφείλει να μείνει, σαν διατύπωση, μόνο δικό του, για να προκύψει μετά αβίαστα, ως διαπίστωση, από εμάς :

Όποιος τό πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει
να βγει απ’ τό σέβας κι από τήν υποταγή.
(…)
Τήν καταστρεπτική δεν θα φοβάται πράξι·
τό σπίτι τό μισό πρέπει να γκρεμισθεί.
(…) 3

   Τό τί υψώθηκε στη θέση τών ερειπίων, ανήκει στην αισθητική τής ποίησης τού Καβάφη – μια πλατύτερη, άλλου είδους εργασία (που ο Τασσόπουλος, ώς τή στιγμή που πέθανε, και μολονότι είχε πειστεί (μετά από κάποιες προσπάθειες φίλων σχετικών με τόν χώρο και τό θέμα – τό ζήτημα περιλαμβάνει και διασκεδαστικά ου μην αλλά και διδακτικά (περί εκδοτικής ζωής μας) ανέκδοτα –) ότι τό έργο του δεν θα εκδοθεί ποτέ όσο ζούσε, πίστευε ότι μπορεί να εύρισκε τή δύναμη και τόν χρόνο για να επιχειρήσει αργότερα). Τό πώς όμως χτίστηκε η αισθητική αυτή και επιβεβαιώθηκε για τόν ίδιον τόν Καβάφη και μπήκε σε εφαρμογή σαν σχέδιο πλέον συστηματικά, αυτό είναι που στο «Όλον Σώμα» ο Τασσόπουλος θέλησε να δείξει αναλυτικά (για να μπορέσει νομίζω να καταλάβει καλύτερα και ο ίδιος, μέσα σ’ όλα τά χρόνια κατά τά οποία συμβίωσε αποκλειστικά με τό βιβλίο αυτό (έχοντας αναστείλει τό γράψιμο μυθιστορημάτων που περιμένανε σε σχεδιάσματα, ως συνέχεια (κυρίως) τού «Ηλιακού Ωρολόγιου» (που εκδόθηκε τό 1988) αν και ολοκλήρωσε στο διάστημα τής συγγραφής τού «Καβάφη» ένα θεατρικό βασισμένο σε μια νουβέλα τού Ντοστογέφσκυ, που κι αυτό είχε σχεδιαστεί απ’ ό,τι θυμάμαι χρόνια νωρίτερα (και έμεινε κι αυτό στα ανέκδοτα)) να καταλάβει καλύτερα και ο ίδιος τό «Όλον Σώμα» τής ποίησης τού Αλεξανδρινού).

   Είναι, κατά τή γνώμη μου (και όχι μόνο τή δικιά μου : ήδη τό βιβλίο έχει κάνει, στη χειρόγραφη/εκτυπωμένη μορφή του (πέρα από τήν προδημοσίευση τμήματος τής Εισαγωγής στον «Επίλογο 2003»), ένα πρώτο ταξίδι σε καβαφικούς φιλολογικούς χώρους στην Ελλάδα και τό εξωτερικό, και έχει ήδη ασκήσει, σ’ αυτή τή μορφή, ακόμα και μια πρώτη, έχω τήν εντύπωση, σιωπηρή επίδραση) είναι λοιπόν μια καβαφική μελέτη που πιστεύω ότι θα αποτελέσει βασικό και θεμελιώδες βοήθημα για κάθε καβαφική έρευνα στο μέλλον.

   Σχολαστικότερες λεπτομέρειες, τελειώνοντας : τό βιβλίο αποτελείται ουσιαστικά από τρία μέρη :

   τίς Εισαγωγές ( : «από τόν Καβάφη σε ποιον Καβάφη» και «εισαγωγή στο ζήτημα») όπου τίθενται αρχικές και βασικές σκέψεις γύρω από τή ζωή και τόν θάνατο τού Αλεξανδρινού – προσωπικά θεωρώ στο σημείο αυτό λαμπρή τήν ανάλυση τών τάφων που έπρεπε να δει ως παιδί αναγκαστικά ο Καβάφης εξαιτίας τών πρώιμων θανάτων στην οικογένεια, και τή σύνδεσή τους με τούς μετέπειτα «Τάφους» και τά «Επιτύμβια» τής ποίησής του,

   τίς Περιοχές τής Ποίησης ( : «η κατάταξις η σωστή, η κατά θέματα» και άλλα τέτοια κεφάλαια που έχουν ως τίτλους φράσεις τού ίδιου τού Καβάφη αναστοχαζόμενου τή δομή τού υλικού του (κυρίως στη σωζόμενη αλληλογραφία του)) όπου εκτίθεται η μέθοδος τού Καβάφη όπως αποκαλύπτεται κατά τή λεπτομερή και σχολαστική μελέτη τών καβαφικών εκδόσεων και τής καβαφικής πρακτικής που απορρέει από αυτές ( : αυτονόητη συνέχιση (κατά παραδοχή βεβαίως τού ίδιου τού Τασσόπουλου) τών «Καβαφικών Εκδόσεων» τού Γ. Π. Σαββίδη, η οποία συνέχιση δείχνει και τί μπορεί να κάνει η γενναία γονιμότητα στον τομέα ακόμα και ενός φαινομενικά σκληρού σχολαστικισμού) έτσι ώστε να μπορέσουμε να δούμε να αναδύεται σταδιακά η μορφή τό σχήμα και τό νόημα μιας συνολικής καβαφικής ποιητικής ιστορικής σύνθεσης, και

   τά Σχόλια ( : «σχόλια σε δύο αιώνες»), που είναι και τό πιο ξεκούραστο ίσως αναγνωστικά μέρος τού βιβλίου : Μέσα από τόν σχολιασμό (εξαντλητικόν, έχω τήν εντύπωση, αν και δεν είναι εκεί τό πρόβλημα) τών ιστορικών γεγονότων που αφορούν τό κάθε ποίημα, δεν εξηγείται μόνο η θέση τού κάθε ποιήματος (όπως τό τοποθετεί δηλαδή ο Καβάφης στην θεματική του έκδοση τών ποιημάτων) δεν καταδεικνύεται μόνο ότι αυτή η θέση είναι ακριβώς η χρονολογική συνέχεια τής ιστορικής στιγμής τού προηγούμενου, και η προετοιμασία για τήν ιστορική στιγμή τού επόμενου, αλλά κάτι πολύ περισσότερο, και αφάνταστα ίσως πιο γοητευτικό : Μέσα από τήν διερεύνηση όλων τών παραμέτρων, συμβόλων, προσώπων, γεγονότων και προσωπικών στιγμών που διασχίζουν τήν υπόθεση τού κάθε «ιστορικού» ποιήματος τού Καβάφη, αναδεικνύεται πολλές φορές με χιούμορ και ειρωνεία όχι μόνο μια πλευρά τής ιστορίας μας εξαιρετικά γοητευτική και άγνωστη στο πλατύ κοινό (ας όψεται η επίσημη παιδεία μας) μια ιστορία τών ιστοριών, τών χειρογράφων τών μελετών και τών προτύπων, τά οποία είχε στη διάθεσή του ο Καβάφης ως πρώτο υλικό (πολλές φορές ειρωνικά συντομεύοντας ή σκληρά συμπυκνώνοντας τούς αρχαίους συγγραφείς), αλλά αναδεικνύεται επίσης αυτόνομα και η κρυμμένη ιστορία τών ίδιων αυτών «πηγών» με τίς αντιφάσεις, τίς αδυναμίες, τίς συμβατικότητες, τίς ποιητικές της άδειες, και τή γοητεία της. Τέλος τά σχόλια λειτουργούνε και σ’ ένα τρίτο επίπεδο σαν αυτόνομο ιστορικό ανάγνωσμα όπου, με αφορμή τά ποιήματα τού Καβάφη, μπορεί να ζήσει κανείς κομμάτια τής ιστορίας μας σχεδόν ξεχασμένα, παραμελημένα ή λογοκριμένα, όπως οι λεπτομέρειες τών τσακωμών τών διαδόχων τού Μ. Αλεξάνδρου, οι αλλεπάλληλες οικογενειακές περιπέτειες επιμειξίες και αιμομειξίες τών Πτολεμαίων, ώς τήν αστραπιαία κατά διαστήματα ανάδυση μιας εκτυφλωτικά (και καβαφικά) γοητευτικής και άγνωστης ζωής και δράσης ενός ήρωα, που μάς σκλαβώνει μ’ αυτήν τήν μυρωδιά προυστικής καθημερινότητας που αναδίνει.

   Στο όλο έργο διαχέεται τελικά μια ευεργετική αυθεντικότητα σύλληψης και μορφής και, να μού επιτραπεί επίσης να πω, και ήθους, γιατί η επιστημονική του λιτότητα και αυστηρότητα συμβαδίζουν με μια ελλειπτικότητα και μια οικονομία ποιητικών καθαρά καταβολών, πράγμα που κάνει τό «Όλον Σώμα» να γοητεύει και σαν κείμενο πέρα από τήν ειδική φιλολογική του αξία τήν οποία υπογείως υποβοηθά και ενισχύει τό γεγονός πως ο Σ. Τ., με τήν απόλυτη αυστηρότητα που τόν χαρακτήριζε σε όλα του τά επαγγελματικά, δεν επικαλέστηκε ποτέ τό δικό του ποιητικό παρελθόν στην ενασχόλησή του με τόν Καβάφη.

   Πιστεύω πως (όταν εάν και όποτε πλέον, μετά θάνατον, εκδοθεί (πικρή μοίρα πολλών συγγραφέων στη χώρα μας να ξέρουν ότι μια τέτοια πρόταση ίσως ειπωθεί κάποτε και για κείνους)) θα αποδειχθεί ένα βιβλίο συντροφικό για όσους αγαπούν τόν Καβάφη, αλλά και ένα βιβλίο εργαλείο χρήσιμο στους ειδικούς, για τούς οποίους μπορεί να λειτουργήσει σαν αρχή και ξεκίνημα προς άλλες μελέτες στο μέλλον όπως (με ανοίκεια για τήν ελληνική πραγματικότητα μετριοπάθεια) ισχυρίζεται ο ίδιος ο συγγραφέας στην εισαγωγή του :

   Τό βιβλίο αυτό, (που δεν κατέχει καμιά εξ ύψους αλήθεια για τόν Καβάφη αλλά θέλει να συμβάλλει, αν όχι στην αναζήτηση και ανεύρεσή της, στην καλύτερη κατανόηση τού ποια μπορεί να είναι η αλήθεια αυτή) (…) αποτελεί μέρος τής εργασίας που χρειάζεται να προηγηθεί για να γίνει μια συνολική μελέτη για τόν Καβάφη και τό έργο του. Έτσι, θα πρέπει να ιδωθεί σαν ένα μέρος από τετράδια εργασίας που είναι χρήσιμα για τή δουλειά που θέλω να κάνω, χρήσιμα και για τή δουλειά όποιου άλλου. Παρά τήν έκτασή του και παρότι είναι γραμμένο με τρόπο συχνά ελλειπτικό, έφτασε να καλύψει σε κάποιο βαθμό μόνο τήν ιστορική περιοχή τών ποιημάτων και να σχολιάσει ένα μικρό μέρος μόνο από τά ποιήματα αυτά. (…) η εργασία αυτή δεν μπορεί παρά να γίνεται παράλληλα με άλλες σχετικές με τό έργο τού Καβάφη, τμήματα μιας συνολικής και ανέφικτης ίσως μελέτης, και παράλληλα με τήν προσπάθεια να γνωρίσω τό έργο του. Πάντως τά όποια κενά στη γνώση (σχεδόν όλων τών αδημοσίευτων ώς τώρα) στοιχείων για τόν Καβάφη, και τής βιβλιογραφίας του, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για εκπλήξεις, που δεν θα ήταν στο κάτω κάτω δυσάρεστες, αφού θα συνεισέφεραν στην πληρέστερη αντιμετώπιση  τού ζητήματος που επιχειρώ να διερευνήσω, επειδή αυτό ενδιαφέρει και όχι η διεκδίκηση κάποιας πρωτοπορίας ή πρωτοτυπίας ή μοναδικότητας. Μια τέτοια εργασία δεν πραγματοποιείται με λυρικές εξάρσεις, ούτε γίνεται για να μιλήσεις για τό έργο σου ή για τόν εαυτό σου. Ας μην ξεχνάμε όταν ασχολούμαστε με τόν Καβάφη ότι η μοναδικότητα και η πρωτοτυπία και η πρωτοπορία ανήκουν σ’ αυτόν αποκλειστικά.
   (…)
   θα  επιχειρήσω να διερευνήσω τά σχετικά με τήν κατάταξη τών ποιημάτων τού Καβάφη σε τρεις περιοχές ή κατηγορίες και θα προσπαθήσω να τά ταξινομήσω, να τά τοποθετήσω δηλαδή στη θεματική τους αλληλουχία, όπου τά ποιήματα πέρα από τή λειτουργία τους ως αυτόνομων ποιητικών μονάδων αποκτούν και άλλες διαστάσεις ή μάλλον, σωστότερα, όπου αποκαλύπτονται και άλλες διαστάσεις τους όταν τά παρακολουθήσει κανείς με μια σειρά παραπλήσια με τή σειρά που ο Καβάφης ήθελε να έχουν. Αυτή τή βούλησή του επιχειρώ να εντοπίσω, να ανιχνεύσω και να πλησιάσω, έχοντας γνώση και συναίσθηση για τό ότι είναι ανέφικτο να τό πετύχω αυτό. Μού αρκεί να μην απομακρυνθώ από τόν δρόμο που δείχνει ο ίδιος και να δοθεί ίσως σε άλλους αφορμή να προχωρήσουν περισσότερο.
   (…)

    Και καθώς τώρα ο χρόνος (τής έρευνας και τής μελέτης, αλλά και τής ζωής εν γένει) τού Στέφανου Τασσόπουλου δεν θα προχωρήσει άλλο, μπορώ νομίζω να προσθέσω και όχι μόνο για λόγους συναισθηματικούς, τελειώνοντας τήν ελάχιστη αυτή αναφορά μου στο έργο του, και τήν τελευταία παράγραφο τού όλου βιβλίου :

   Η εργασία βρίσκεται στην αρχή της ακόμη όμως ώς εδώ που έφτασε έχουν τεθεί οι βασικοί της παράμετροι, αυτές που είναι αναγκαίες για να προχωρήσει – όχι απαραίτητα από μένα. Η απουσία συστήματος και μεθόδου, που μπορεί να φανεί ότι υπάρχει σ’ αυτήν, οφείλεται περισσότερο στην προσπάθεια για τόν σχηματισμό κάποιας μεθόδου. Με τήν έκταση που παίρνει και τίς απαιτήσεις που δημιουργεί αρχίζει ίσως να ξεπερνάει τίς δυνατότητες ενός ανθρώπου, τουλάχιστον τίς δικές μου. Πάντως είμαι σε θέση να τήν συνεχίσω για πολύ, και για τίς δύο πρώτες περιοχές με αρκετή βεβαιότητα.

.

.

.

1  «Επιθυμίες» : Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν / και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό, / με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά – / έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν / χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά / τής ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.

2 «Ιωνικόν» : Γιατί τά σπάσαμε τ’ αγάλματά των, / γιατί τούς διώξαμεν απ’ τούς ναούς των, / διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί. / Ω γη τής Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη, / σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη. / Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο / τήν ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ’ τήν ζωή των· / και κάποτ’ αιθερία εφηβική μορφή, / αόριστη, με διάβα γρήγορο, / επάνω από τούς λόφους σου περνά.

3 «Δυνάμωσις» : Όποιος τό πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει / να βγει απ’ τό σέβας κι από τήν υποταγή. / Από τούς νόμους μερικούς θα τούς φυλάξει, / αλλά τό περισσότερο θα παραβαίνει / και νόμους κ’ έθιμα κι απ’ τήν παραδεγμένη / και τήν ανεπαρκούσα ευθύτητα θα βγει. / Από τές ηδονές πολλά θα διδαχθεί. / Τήν καταστρεπτική δεν θα φοβάται πράξι· / τό σπίτι τό μισό πρέπει να γκρεμισθεί. / Έτσι θ’ αναπτυχθεί ενάρετα στην γνώσι.

 

περιοδικό «σημειώσεις» τεύχος 78 δεκέμβριος 2013

.

                                

.

.

.

 

 

12 Φεβρουαρίου 2013

περιοδικό «σημειώσεις» #61 : ανδρέα κίτσου – μυλωνά / γραφτά

.

    

.

Εγώ    Έγραψα όλα τά βιβλία που είχα διαβάσει
Έγινα   /  μανιτάρι  /   Τί έγινε
Δεν υπήρξε μια κίνηση χωρίς στίχο ή άλλη έκφραση
Μόνο τά βιβλία που έχω διαβάσει υπάρχουν
Όλα τά άλλα δεν είναι βιβλία
Ας στέλνουν σινιάλο που βυθιζόμαστε
Μέσα στην αγάπη μας  βοήθα Παναγιά  όλα τά ποιήματα όλων τους
Πια τώρα   όλα   έγιναν όλα
Ποιο είναι τό πρώτο ποίημα πού κρύβεται
Τό πρώτο ποίημα και η δόξα   κανένα πρώτο πρώτο ποίημα 

                                                                                  (δεκέμβριος 1980)

.

.

   συνεχίζοντας τό αφιέρωμα στο αφιερωματικό τεύχος τών «σημειώσεων» για τόν ανδρέα κίτσο – μυλωνά, βάζω σήμερα ψήγματα από κείμενα τού ίδιου τού αντρέα που παρατέθηκαν εκεί : οι δυο αυτές αναρτήσεις δεν υποκαθιστούν φυσικά σε καμία περίπτωση τό ίδιο τό τεύχος – είναι απλώς κάτι σαν ελάχιστη συζήτηση και ανάμνηση που ανακαλεί τήν τίμια μορφή η οποία εννιά χρόνια τώρα εξακολουθεί να μάς λείπει – και βέβαια τά κείμενα είναι αποσπασματικά όχι μόνο διότι τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τό ίδιο τό τεύχος αλλά και διότι τό ίδιο τό τεύχος είναι σχετικά ογκώδες

   όμως η ανθολόγηση που κάνω σήμερα θα είναι αποσπασματική και για έναν άλλον εσωτερικότερο λόγο : παραθέτω τά κομμάτια τών γραφτών του που μού θυμίζουν τήν ίδια τήν ιδιοσυγκρασία τού αντρέα ως ομιλητή, ιδιοσυγκρασία γεμάτη πρωτοτυπία και πείσμα πέρα από τήν γλαφυρή τόλμη (για παράδειγμα, οι στίχοι «Εγώ έγραψα όλα τά βιβλία που είχα διαβάσει | Μόνο τά βιβλία που έχω διαβάσει υπάρχουν | Όλα τά άλλα δεν είναι βιβλία» είναι οι καταλληλότεροι για να φέρουν ζωντανό τόν αντρέα μπροστά μας, κάπως σαν αινιγματικό και μαζί πεισματάρη να μιλάει γερμένος στην συνηθισμένη του πολυθρόνα παραδοξολογώντας ενίοτε ειρωνικά και δογματίζοντας ενίοτε με κέφι…)

.

.

   τό αφιερωματικό τεύχος τών «σημειώσεων» έχει δύο μέρη (για να αναφερθώ και λίγο αναλυτικότερα στα περιεχόμενά του) : τό πρώτο είναι κείμενα για τόν αντρέα από φίλους ή γνωστούς (και απ’ αυτό τό μέρος παράθεσα αποσπάσματα στην προηγούμενη ανάρτηση) και στο δεύτερο (με τόν τίτλο «ανδρέας θ. κίτσος–μυλωνάς κείμενα : α΄ δοκίμια / β΄ ποιήματα») περιλαμβάνονται 14 ποιήματα δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα, χρονολογημένα ή μη (τά χρονολογημένα καλύπτουν τήν περίοδο 1980 – 2004), και πεζά (κριτικά) κείμενα με ημερομηνίες (δημοσίευσης) 1971, 1976, 1977, 1978, 1981, 1982, 1983 και 1984. Απ’ αυτά :
   τά περισσότερα είναι δημοσιευμένα σε (αρκετά πρώιμα) τεύχη τού περιοδικού «σημειώσεις» (τεύχος 8, μάϊος ’76 : «τό σώμα τού ποιητή (γράμμα)» / τ. 10, δεκέμβριος ’76 : «στίχοι μιας ποιητικής» (σημ. μπλογκ : κείμενο για τόν βύρωνα λεοντάρη) / τ. 11, ιούνιος ’77 : «εισαγωγικές παράγραφοι στον ‘προσκυνητή’» (σ. μπλ.: σολωμός, βάρναλης) / και τ. 22, νοέμβριος ’83 : «περίληψις προηγουμένων» (σ. μπλ.: καβάφης))
   δύο είναι δημοσιευμένα στα «πρακτικά συμποσίου ποίησης» («η πολιτική συνάντηση κριτικής και ποίησης», δεύτερο συμπόσιο ιούλιος 1982 / «θεωρήσεις τού δημοτικού τραγουδιού», τέταρτο συμπόσιο ιούλιος 1984)
   ένα δημοσιευμένο στην εφημερίδα «καθημερινή» («η λέξη χωρίς τό πράγμα (η κριτική δύναμη τής ελληνικής γλώσσας)» 26 ιανουαρίου 1981)
   ένα δημοσιευμένο στον τόμο «φώτα ολόφωτα / ένα αφιέρωμα στον παπαδιαμάντη και τόν κόσμο του», ΕΛΙΑ 1981 («παράγραφοι» / και έλαβεν εκάτερος τό ίδιον εαυτού πράγμα)
   ένα δημοσιευμένο στο περιοδικό «χάρτης» τεύχος 1 ιούλιος 1982 («παράγραφοι / νίκος φωκάς : ο μύθος τής καθέτου»)
   ένα γραμμένο τό 1978 αδημοσίευτο («παράγραφοι / “κατά τό πρόσωπο ανέμου” τού στ. ροζάνη»)
   και ένα στον τόμο «προτάσεις, μελέτες για τήν ποίηση» μάιος 1971 («παράγραφοι»)

.

.

   να προσθέσω κάτι ακόμα στα αρχικά που είπα, και μετά θα σάς παραδώσω στα αποσπάσματα : ο αντρέας, ως (εξαιρετικός να τό πω κι αυτό) νομικός, πιστεύω ότι είχε απόλυτη επίγνωση τής παραδοξότητας (ακόμα και από άποψη δικαιωμάτων να πούμε) που ενείχε η πρόταση «εγώ έχω γράψει τά βιβλία που μ’ αρέσουν» : (νομίζω ότι τόν θυμάμαι να τό λέει, με τό γνωστό του φιλοσοφικής απόχρωσης πείσμα, ασχέτως δηλαδή τού παραπάνω ποιήματος…) Παρόλ’ αυτά δεν ήτανε επικαλούμενος κάποια ποιητική άδεια που τό έλεγε – ο αντρέας, όπως και ολόκληρη η παρέα αυτή, η αποτελούμενη κατά βάθος και κατά βάση από ποιητές, αντιπαθούσε και αντιπαθεί τήν ποιητικότητα, και στα λόγια και στα έργα : νομίζω επειδή δεν διεκδικεί επιείκεια αλλά αυστηρότητα και κριτική διάθεση και για τόν εαυτό της και επομένως και για τούς άλλους – και η ποιητικότητα, ως γνωστόν, προσβλέπει σε κάποια συναισθηματική, μέσω μιας δεσμευτικής αναφοράς στην αισθητική, συγκατάθεση : όχι, η πρόταση τού αντρέα δεν ήτανε τόσο αισθητικής όσο φιλοσοφικής θα ’λεγα διάθεσης : άλλωστε η ομάδα τών «σημειώσεων», έχοντας εκδόσει (σε χρόνο για τά ελληνικά πράγματα άκρως ανύποπτο) μέσω τού «έρασμου» τόν μαξ χορκχάιμερ και τούς άλλους τής σχολής τής φραγκφούρτης, ήξερε πολύ καλά να εκτιμήσει κείνη τήν απόφανση τού ιδρυτή τής κριτικής θεωρίας (αν τό θυμάμαι καλά τώρα…) : «στην παρούσα φάση αλλοτρίωσης τού ατόμου από τήν κυριαρχία, τό πείσμα μπορεί να αποκτήσει μια δυνάμει πρωτογενή φιλοσοφική διάσταση» : τό να θεωρείς πεισματικά δικό σου λοιπόν τό έργο τέχνης που θεωρείς άξιο λόγου είναι η άλλη πλευρά τής εξαφάνισης τής μεταμοντερνικής ισοπέδωσης – και είναι η υπεράσπιση τής τέχνης στην δυναμικότερη μορφή της : τό να «συμμετέχεις στην κατασκευή τού έργου» είναι δηλαδή επίσης η άλλη όψη τού να είσαι επαρκής αναγνώστης (ή «αρκετός» που θα έλεγε και ο σολωμός), είναι η ίδια η προϋπόθεση εντέλει για να καταλάβεις τό έργο : τό να τό ολοκληρώνεις – υπό καθεστώς πραγματικής ιδιοκτησίας… Εξάλλου ο αντρέας δεν επιδείκνυε ποτέ ευαισθησία, επιδείκνυε (με όλη τήν αυτοειρωνεία που είχε τήν ικανότητα επίσης να επιδεικνύει) πρακτικότητα – και μέσω τής προσήλωσής του στα πρακτικά γινόταν και κάτι άλλο, αν ήθελες ή μπορούσες ή είχες τήν ευκαιρία να τό δεις : Μια φορά, επί παραδείγματι, βγαίνοντας από τό γραφείο του με τόν στέφανο τασσόπουλο (συγγραφέα, καβαφιστή, και φίλο του, ο οποίος και μού είπε αργότερα τήν ιστορία) περπατούσε στη σόλωνος μιλώντας, ως συνήθως, ενώ γύρω ήταν πολύς κόσμος και ο αντρέας φαινόταν απασχολημένος αποκλειστικά με τή συζήτηση – παρόλ’ αυτά σε μια στιγμή είπε, εξίσου σοβαρά σαν να συνέχιζε τό προηγούμενο θέμα «αυτό τό κοριτσάκι έχει χαθεί» και συμπλήρωσε : «αυτό τό κοριτσάκι τώρα θα κλάψει». Και έδειξε στον φίλο του ένα μικρό παιδί που στεκόταν στον τοίχο μιας πολυκατοικίας ακίνητο – εκείνος όμως δεν είδε τότε αυτό που ο αντρέας έβλεπε : δεν έχει τίποτα, κάποιον περιμένει, τού είπε – «όχι, όχι, θα κλάψει, τώρα θα κλάψει» επέμενε ο αντρέας – «πάμε να τού μιλήσουμε, τό κοριτσάκι θέλει να κλάψει, γιατί έχει χαθεί» : και έτσι πήγαν να τού μιλήσουν : με τό που τό ρώτησαν αν τού συμβαίνει τίποτα και κάθεται έτσι μόνο του στην άκρη τού δρόμου, τό κοριτσάκι όντως έβαλε τά κλάματα. (Η συνέχεια τής ιστορίας είναι πρακτικά λογική – η υπόθεση τής μικρής απασχόλησε για όλο τό υπόλοιπο μεσημέρι τούς δυο τους, μέχρι να βρεθεί, μέσω τής αστυνομίας, η ανησυχούσα και τρελαμένη μήτηρ. Αλλά αυτό που έχει σημασία είναι [αυτό που, όπως μού είπε, άφησε κατάπληκτο και τόν συνομιλητή του όσο και αν τόν γνώριζε : ] η ετοιμότητα τού αντρέα, παρόλα τά σοβαρά εκείνη τήν ώρα ας πούμε φιλοσοφικά και λοιπά συζητητικά του ενδιαφέροντα, να συμμετάσχει αυτονόητα στην περιβάλλουσα ζωή τού πεζοδρομίου γύρω του, και να ’ναι σε θέση μάλιστα να μπει στον ψυχισμό ενός μικρού παιδιού με τέτοια διαισθητική ορθότητα.)

   Γι’ αυτόν, και για πολλούς άλλους τέτοιους λόγους, είναι που πιστεύω ότι τό «εγώ έχω γράψει όλα τά βιβλία που μ’ αρέσουν» (αυτό εννοούσε δηλαδή λέγοντας «που έχω διαβάσει» : ο αντρέας δεν (κατα)δεχόταν ως γνωστόν να διαβάσει ( : να θεωρεί δηλαδή ότι διάβασε) βιβλίο αν δεν τό θεωρούσε εκ τών προτέρων άξιο «να τού αρέσει») μπορεί και πρέπει να διαβαστεί σαν ομολογία όχι απλώς αισθητικής εκτίμησης αλλά (πάνω απ’ όλα) υπόγειας ψυχολογικής συμπάθειας (ταλαιπωρημένης ταύτισης) με τόν δημιουργό τού εκάστοτε (αγαπημένου) έργου.

   θα μπορούσα να προσθέσω εδώ και άλλα, από τήν δική μου ας πούμε γνωριμία με τόν κύκλο τών σημειώσεων, εμπλοκή που χρωστάω καταρχάς (να τό πω κι αυτό) στην μαρία μυλωνά και τήν αδηφάγο φιλαναγνωσία της (η οποία έχω τήν υποψία ότι αποτελούσε ένα είδος αναγνωστικής ασφάλειας και εισόδου στα βιβλία που θα τού άρεσαν, για τόν ίδιο τόν αντρέα), και πάνω απ’ όλα γι’ αυτό (που αρχικά μέ εξέπληξε και ύστερα μέ στήριξε) δηλαδή τή γενναιοδωρία (πρωτοφανή κιόλας, δεδομένης τής μικροψυχίας τού σχετικού χώρου εν ελλάδι), τήν καλλιτεχνική ακριβώς δηλαδή γενναιοδωρία τόσο τού αντρέα όσο και τού όλου κύκλου μέσα στον οποίο σαν να ’ταν φιλοσοφικό αισθητικό και ψυχικό του καταφύγιο κινούνταν, και τόν οποίο (κύκλο) θα υπερασπιζόταν είχες τή εντύπωση, αν ποτέ χρειαζόταν, είτε με τό γνωστό μειλίχιο ύφος του είτε με τό άλλο τό στεντόρειο, αλλά πάντως με τό γνωστό του πείσμα, και με τήν ίδια εντέλει ταλαιπωρημένη ταύτιση με τήν οποία θεωρούσε δικά του όλα τά βιβλία που είχε διαβάσει

   (αλλά όχι σήμερα, ούτε εδώ : όπως δεν πρόκειται να πω τίποτ’ άλλο σήμερα και για τόν στέφανο τασσόπουλο που διάλεξε κι αυτός να φύγει έναν επίσης φλεβάρη, φέτος).

.

   σάς παραδίνω τώρα στα αποσπάσματα :

.

.

   Στην αποκαταστημένη πλέον μεταπολεμική τέχνη η γραφή ήταν κομματική εξομολόγηση, καθώς τό ποιητικό γεγονός ήταν συνδεδεμένο με τήν κομματική εκδοχή τών πραγμάτων που κάλυπτε και τούς ισχυρισμούς τής ατομικής οπτικής. Από τίς ενδογενείς αντιφάσεις τής κομματικότητας προέκυψε η ποιητική τής διάψευσης, ένας σταλινικός ναρκισσισμός /…/ Η σύγχρονη κομματική εκδοχή για τήν κοινωνική προοπτική τής γραφής βρήκε τήν έκφρασή της στη συγκρατημένη αισθητικοποίηση τών λαθών /…/ Η κομματικά δοσμένη άφεση αμαρτιών είναι η υπεριστορικότητα τής ανθρώπινης ευθύνης. Και η Τέχνη δεν ήταν ποτέ περισσότερο από σήμερα τέχνη τού κόμματος. Τό άλλο είναι πολιτικά στραγγαλισμένο έστω κι αν μέσα από ένα αισθητικό κρύψιμο δικαιώνεται στην περιθωριακή του επιβίωση. /…/

   Στο σημείο αυτό λειτουργεί και η ποιητική τού Βύρωνος [Λεοντάρη] καθώς συνδέει απολύτως τήν ατομική συνείδηση με τήν κοινωνική της πρόφαση που εξανάγκασε τό έργο του σ’ ένα μεταξύ που δεν αξιώνει τήν αισθητικοποίηση τού ατομικού, ακριβώς διότι διευρύνει τούς προκαθορισμούς τού κοινωνικού είναι μέσα από τήν αδιαμφισβήτητη ηθική του, που δεν νοείται σαν κομματικό κακό αλλά σαν διαύγεια και αγρύπνια τής σκέψης. Στο σημείο αυτό έρχεται και η έξοχη διαπίστωση τού Λυκιαρδόπουλου : «Οι ανεύθυνοι θύτες δεν αθωώνονται, η αθωότητα είναι τό έγκλημά τους», που αφενός διαπερνά τήν ογκώδη ιστοριογραφία τών τύψεων και εξάλλου προκαλεί μια διεύρυνση τού προβληματισμού για τή στράτευση τής τέχνης. /…/

   Οι νέες μορφές έκφρασης, η είσοδος τού μοντέρνου στην τέχνη τού κόμματος ήταν μετάθεση τής προβληματικής τής αριστεράς στην αισθητική. /…/

   Η ποίηση τού Βύρωνος συμβάλλει στο να διακρίνουμε σήμερα τήν εναντίωση τής κακής ιστορίας με τήν ωραία περιγραφή της. /…/

Τρομάζουμε όχι γι’ αυτό που κάποτε υπήρξαμε
αλλά γι’ αυτό που δεν υπήρξαμε 

   /…/ Η μαρξιστική σκέψη δεν μπόρεσε να κατακτήσει ένα δικό της ύφος : η άνεση τής γραφής της παραπέμπει στην αδιέξοδη αυτή κατάληξη, που συνιστά τόν πυρήνα όλων τών κριτικών τού μαρξισμού μέσα από τίς διάφορες αναθεωρήσεις του. Ύφος εδημιούργησαν οι αναιρέσεις τού μαρξισμού, που ήταν και η ουσιωδέστερη έκφρασή του καθώς αρνούνταν να δουν στον μαρξισμό ένα λαϊκιστικό μοντέλο για τήν προσιτότητα τής κατανόησης και τής χώνευσης τών μαζών. Στον λαϊκισμό αυτόν περνάνε αμέσως μορφές τέχνης που συνιστούν μια ψευδή επαναστατικότητα τής έκφρασης. Ο ποιητής έχει να κάνει δρόμους προς τά πίσω για να κερδίσει τό έργο του από τήν απειλή και τή βία τής ομαδοποίησης /…/ Εννοούμε πως η επιστροφή είναι βασανισμός, όχι ανάπαυση. Επιστροφή στην πρώτη ουσία μιας ποιητικής πράξης καθώς η επανάσταση, που δεν δικαιώνει τό πένθος παραδοχής τών αντικειμενικών συνθηκών. Η ήττα, σαν νόμιμη συγκεφαλαίωση τού πνεύματος μιας εποχής είναι η αγωνία να μη χαθεί τό κέντρο, η μυστική ακολουθία τών αξιών και τό πέρασμά τους στο παρόν.

Στη δεύτερη διάστασή του με τήν ποίηση
και σε καμιά νεότητά του πια…

   Επιστροφή – η βαθύτερη ταπείνωση τού ποιητή και η ανεπιτήδευτη ερημιά του, ερήμην τής χημικής συντήρησης τών ιδεών. Απ’ τήν ορθοστασία στην ψυχοστασία.

Στίχοι μιας Ποιητικής (περιοδικό «σημειώσεις», τ. 10, Δεκέμβριος 1976)

 

 

 

 

 

   Η προβληματική για τήν έκλειψη τού Λόγου θέτεται όχι άμεσα απ’ τήν κοινωνική πραγματικότητα, αλλά από τήν ποίηση. Και οι φιλοσοφίες που επισήμαναν είτε υπονόησαν τό τέλος τού Λόγου, μέσα από τήν ποίηση ξεκίνησαν ή άντλησαν επιχειρήματα. Αυτή η συγκέντρωση επιχειρημάτων παρουσιάζεται σαν μία θεωρία που ασκείται και δοκιμάζει τήν αντοχή της πάνω στις πνευματικές δραστηριότητες τού ανθρώπου. Στο βαθμό που εμφανίζεται επιστημονικοποιημένη δεν θα μάς απασχολήσει. /…/

   Χωρίς τή δυνατότητα μυθολογικής κάλυψης τού παρόντος, χωρίς να μπορεί να υπάρξει παρά σαν ιδεολογική έκφραση – η ποίηση οχυρώνεται στις τελευταίες λέξεις, τίς μη εκμεταλλεύσιμες συντάξεις, στις λέξεις που μπορούν ακόμα και αρνούνται. Από τό Λόγο στο είδος και από τό είδος στο προϊόν–πράγμα.

Παράγραφοι («Προτάσεις», Μελέτες για τήν Ποίηση, Μάϊος 1971)

 

 

 

 

 

   Τήν ώρα που ήμασταν στη γιορτή ήταν βαθειά η ερήμωση για μια γιορτήν αλλού. Βέβαια οι ποιητές τής γενιάς μου έχουν σπασμένο γυαλί χωμένο στο σώμα. /…/ Νόμιζα πως προσπάθησα να ήξερα ακόμα μια φορά τή μνήμη μέσα σ’ αυτά κοιτάζοντας προς μιαν απέναντι παραλία τού ίδιου. Και τό σώμα ήταν χωρίς κανένα σολωμισμό, από μιαν επιβίωση φτιαγμένη από τά αναγνώσματα τού Χαλανδρίου /…/

   Η μόνη ελευθερία που είχε ο ποιητής ήταν στην μεταφυσική του – χωρίς λέξεις στίχους και ρυθμούς, σε ένωση με αυτό που ήθελε να μιμηθεί και που και αυτό είναι μίμημα. Τό μελλοντικό ταξίδι είναι σ’ έναν κόσμο παρελθόντος. Τό ποίημα που παίρνει η εξουσία έχει χάσει τή βαθύτερη γνωσιολογική ποιότητα, τήν ουσία που απευθύνεται σε ένα μη ομαδικό τρόπο κατανόησης. /…/ Η ποίηση είναι τό τελευταίο εγώ, τυφλό και αμετάδοτο καθώς καμμιά αγοραπωλησία δεν πραγματοποιείται με αυτήν. /…/ Ο ποιητής ανθολογείται και τό ποίημα και η συνειδησιακή άνοιξη ξαναγυρίζει χαρτόμαζα στη βιομηχανική αναπαραγωγή τής ποίησης. /…/ Η ποίηση ακόμη σαν μάρμαρο τού χρόνου είναι ανάμεσα στις ανάσες τών ανθρώπων. Άκυρη σε μιαν άκυρη εποχή.

Τό Σώμα τού Ποιητή (Γράμμα) (περιοδικό «σημειώσεις», τ. 8, Μάϊος 1976)

 

 

 

 

   Φοβισμένοι τής γραφής : Ας θεωρήσουμε τόν σολωμισμό σαν τήν αποφασισμένη αναφορικότητα σ’ ένα εθνικό Απόλυτο. Βέβαια σε κάθε γενεά κάποιος – αποφασίζουν – μάς εκφράζει. Ο Σολωμός κηδεύει αυτές τίς αποφάσεις.

   Γενεά – άπραγη ζωή. Στην ιδεολογία τής γενεάς προσθέτεται η πίκρα τού περάσματος στα γράμματα, όχι σε έργα, η παυμένη νιότη. Η κατάταξη τών γενεών, προσδιορίζει και επιβεβαιώνει τήν καταπίεση που μετατρέπει τήν ορμή και τό πάθος σε κατάσταση. Η ηλικία οριζόμενη σαν γενεά ορίζεται μέσα από τήν εξαφάνισή της σε κάποια σελίδα τής ιστορίας (τής λογοτεχνίας ή όποιου άλλου Δημαρά).

   Ο Σολωμός σαν εθνική τύψη αποδεικνύει τό κατασκεύασμα που είμαστε, τήν επανάσταση που δεν κάναμε, τή ζητούμενη γλώσσα – δύο αιώνες απολογούμαστε γι’ αυτά. Η πρόσφατη ιστοριογραφία καταλήγει σε γενική θεωρία τών τύψεων. /…/

   Μια εφηβεία που αρνείται τήν ωρίμανση : τά κείμενά μας εννοούν πως η σχηματοποίηση τών ιδεών σαν ακύρωση τού σκέπτεσθαι μέσα στην κοινή συνεννόηση τών σκεπτομένων προετοιμάζει τόν ολοκληρωτισμό. /…/

   Μέσα από ποια κρυπτική ζήτηση καταλήγει κανείς στη γλώσσα του ; Η ζήτηση τού φύλου (Γλώσσα τού Χαίλντερλιν, τού Σολωμού). Και η ιδεολογική τύψη γίνεται επιστημονική έρευνα. Η σύγχρονη ελληνική γραφή είναι τό νταηλίκι τών κοινότοπων ιδεών. Αναζητείται ένα κέντρο για να επενδυθεί με ιδέες. Τά πράγματα ανήκουν στην απόφαση γι’ αυτά και ο γραφέας βρίσκει τό άλλο διά τού άλλου γραφέα. Κλειστά όλα μπροστά στο βίωμα και όπου αυτό οδηγεί. /…/

Εισαγωγικές Παράγραφοι στον «Προσκυνητή» (περιοδικό «σημειώσεις», τ. 11, Ιούνιος 1977)

 

 

 

 

   Τό ποίημα «Κατά τό πρόσωπο ανέμου» δίνεται σαν αλληλεγγύη μιας (μη ομιλούσας) ελληνικής γλώσσας, αλλά γραφομένης προς μιαν (ομιλούσα) ξένη γλώσσα αλλά μη γραφομένη. Η σημασιοδότηση ενός αρχετυπικού κέντρου είναι αδύνατη. Και τό κέντρο ανύπαρκτο.

   Η πολλαπλότητα τών σημασιών καραδοκεί τό συμπέρασμα – όταν αυτό είναι ξένο – δηλαδή όταν ο Ιωσήφ θα κρατήσει Ιησού νεκρό. Μην ομιλούμε για πρόβλημα μεταγλώττισης ξένων όρων. Ιδού :

   Δος μοι τούτον τόν ξένον, όν ομόφυλοι μισούντες θανατούσιν ως ξένον· δος μοι τούτον τόν ξένον, όν ξενίζομαι βλέπων τού θανάτου τό ξένον· δος μοι τούτον τόν ξένον, όστις οίδε ξενίζειν τούς πτωχούς και τούς ξένους· δος μοι τούτον τόν ξένον, όν Εβραίοι τω φθόνω απεξένωσαν κόσμω· δος μοι τούτον τόν ξένον, ίνα κρύψω εν τάφω, ός ως ξένος ουκ έχει τήν κεφαλήν πού κλίνη· δος μοι τούτον τόν ξένον…

   Παράγεται γραμματική άφυλη. /…/

   Οι λέξεις όμως είναι ιδιοκτησία όσων παιδεύονται για τό νόημά των. /…/

   Να λησμονήσω γράφοντας τό ξένον τού κόσμου.

Παράγραφοι («Κατά τό πρόσωπο ανέμου» τού Στέφανου Ροζάνη) (αδημοσίευτο, 12/10/78)

 

 

 

 

   Κάθε φιλοσοφία τής γλώσσας και κάθε θεωρία για τή γλώσσα παραδίδεται από τή γλώσσα, έστω και αν αυτή υπόκειται σαν αντικείμενο, έστω κι αν υπερβαίνει τίς θεωρήσεις της με τή διάρκειά της. Τό Σαν μεταφυσικό κριτήριο αγγέλλεται από μια πλατωνικής καταγωγής πρόταση : «Αυτό που λέγουν οι λέξεις δεν λέγεται με λέξεις». Η γλώσσα που μιλήσαμε και αγαπήσαμε είναι ένα «ποτέ πια», αλλά αυτό που αγαπήσαμε στη χαμένη πια γλώσσα είναι ένα «όχι ακόμα» που σύρει σε έλεγχο όλη τή διάρκεια τού ανθρώπου. Ενώπια σε αυτό τό Σαν μεταφυσικό κριτήριο ίσταται κάθε γλώσσα και μάλιστα όταν τό αγνοεί ή τό παραγνωρίζει. Τούτο πάλι, δένεται μοιραία με τίς νέες λέξεις και σημασίες που τίς οικειώνεται στην εσχατολογική προοπτική τής γλώσσας, στην οποία συνανήκει. Δεν γράφεται η ιστορία δίχως εσχατολογία και γλώσσα δίχως ιστορία. /…/

   Σήμερα ο αναρχισμός παρουσιάζεται να παίρνει επάνω του τήν ευθύνη τού μηδενός και τήν ελπίδα τής εσχατολογικής δικαιώσεως για τίς αποτυχίες τής ενσαρκωμένης στην επαναστατική πράξη ανθρώπινης μοίρας. Αυτοκρίνεται και κρίνει τήν ιστορική του προοπτική ανοιγόμενος σε μια μεθοδολογία που απορρίπτει τό θετικιστικό ή αναλυτικό πρότυπο για να πραγματοποιήσει τό αισθητικό ξαναδιάβασμα όλων τών μεσαιωνικών θεολογικών προτάσεων που κάνουν τήν επανάσταση μεταφορά στη γη τής κινήσεως τών άστρων. /…/

Η Λέξη Χωρίς τό Πράγμα / η κριτική δύναμη τής ελληνικής γλώσσας (εφημερίδα «Καθημερινή», 26 Ιανουαρίου 1981)

 

 

 

 

   Αν θελήσουμε να οριοθετήσουμε τόν Παπαδιαμάντη, θα υπακούσουμε αναγκαστικά στη σολωμικής καταγωγής θεωρία και ιστορία τής νεοελληνικής λογοτεχνίας. Κυριαρχεί μια σολωμική αισθητική πάγια (που πλησιάζει τό κλασικό) που κρίνει. Τά ρήγματα σ’ αυτήν από έργα ως τού Κάλβου, τού Καρυωτάκη και τού Καβάφη άνοιξαν περισσότερο τήν οπτική της. Μοιραία και ο Παπαδιαμάντης προσδέθηκε σ’ αυτήν τήν αισθητική, εξαιτίας τής απουσίας θεμελίου. Οι αισθητικές μορφές όμως που κινούνται και κανοναρχούν στο έργο του δεν υποβάλλουν Σολωμό. Όσο κι αν προσδιορίζεται από στοιχεία τής εποχής του, φεύγει για να παραμείνει στην αγωνία τής ενότητας, τήν περιοχή τών Παπαρρηγοπούλου και Ζαμπελίου με έμφαση στο καθαρά ελληνικό στοιχείο. Τό λεχθέν «ελευθερία και γλώσσα» δεν τόν αφορά. Εισερχόμενος με τήν περισσότερη αμεσότητα στη λογοτεχνία, παραπέμπει σε μια υπερβατική ενότητα τού εγκοσμίου. Η ενότητα αποτελεί τό θεμέλιο και τήν ιστορική του προοπτική. Η κοινότης στην οποία μεγάλωσε, συνιστά τήν ενσάρκωση τής ενότητας. Τό βλέμμα εκείνο ήταν η τελευταία συγκεντρωμένη ακτίς τής ψυχής του. Η Κακιούσα τή νύχτα τής Ανάστασης διαγράφει συγκρίσεις που προϋποθέτουν έναν κοινό τόπο θεωρίας. Τά πράγματα εξελίσσονται, πλέκονται, συνθέτουν Ανάσταση. Σταύρωση και Ανάσταση στον Παπαδιαμάντη δεν φαίνονται, αυτά δεν είναι για τή λογοτεχνία. Η γοητεία τής πλοκής αντιτάσσεται στη στατικότητα και τήν παραμονή τού Παπαδιαμάντη στη θεία λειτουργία του, από τήν οποία απουσιάζει τό δράμα και τό μυστικό, είναι όμως πρόσφορη στο πανηγύρι. /…/

   Ο ελληνικός αναρχισμός προκύπτει από τή συνάντηση με τή γλώσσα σε όλη τήν ιστορική της διαδρομή και δημιουργεί απ’ αυτήν τή ζητητική βίωση έναν τόπο, μια μέθοδο μέσα απ’ τήν οποία θα μπορούσε η λογοτεχνία μας να αυθυπερβαθεί και να βγει σε ορίζοντα. Σήμερα πάντως ο Παπαδιαμάντης, ο Κάλβος, ο Καρυωτάκης, ο Καβάφης κάνουν να μη σημαίνει η θεωρία και η ιστορία τής ελληνικής λογοτεχνίας. Ο θάνατος τής Φραγκογιαννούς και τής Ακριβούλας αφήνει μιαν αναρχική εικόνα τού κόσμου. Η πλοκή και τό κακό ταυτίζονται. Και η μοναδικότητα τού Παπαδιαμάντη συνίσταται στο να είναι γλώσσα, αφού έτσι μπορούμε να ονομάσουμε ό,τι δεν μπορούμε να εκφράσουμε. Αναπτύσσεται εντός μας με τόν χρόνο που αναπτυσσόμεθα. Κάθε διάβασμά του πλεονεκτεί γιατί χρονίως μάς ξανακερδίζει καταφάσκοντας τό παρόν τής ανάπτυξης για να επιστρέψει σε ό,τι ήταν : γλώσσα. Κάθε ανάγνωσή του, αν έχει προηγηθεί μάλιστα λατρευτική παιδική ηλικία, τόν ανασύρει από τόν προσωπικό κόσμο τού αναγνώστη και εκεί τόν αφήνει πάλι. /…/

   ο Παπαδιαμάντης είναι τρόπος ριζικός.

   Αν ο Παπαδιαμάντης είναι γλώσσα («ο Παπαδιαμάντης είναι φυσικό φαινόμενο», Τ. Άγρας) τό πλέον ανήκει στη συγκρισιμότητα τών μοναδικοτήτων τής λογοτεχνίας μας και στη δυστυχία τους ν’ ακούν τό θρόισμα τού πνεύματος στην σύγκρουση με τήν αμαρτία. Στη λευκότητα τού Κύτους τό άσπρο χρώμα αίρεται. Δεν είναι απαραίτητο, αφού δεν έχουμε θεμέλιο, να λιποψυχούμε με τή μεγάλη λογοτεχνία ή ν’ αντιπαραθέτουμε σ’ αυτήν τόν Παπαδιαμάντη. Ο Παπαδιαμάντης υπερέβη ένα τέτοιο πρόβλημα. /…/

   Η θεωρία τής ενότητος περιρρέει τό έργο του χωρίς να γίνεται ιδεολογία. Η παράλληλη ανάγνωση τής εισαγωγικής περιγραφής στη Μαυρομαντηλού με Τό μοιρολόι τής φώκιας θα μάς φέρει στις τελευταίες σελίδες τής Φόνισσας. Στο τέλος η Φραγκογιαννού συναντάται με τήν αρχή της (τό πράγμα και τό γράμμα). Τό μεταξύ θείας και ανθρωπίνης δικαιοσύνης αποτελεί τήν τοπική τού Παπαδιαμάντη. /…/

…εβούτα, ανέδυεν, εκρύπτετο, εφαίνετο, σχεδόν
           δεν εκινείτο επαισθητώς, ούτε επτοείτο…

   Ο Παπαδιαμάντης επανέρχεται άμωμος μετά από κάθε κρίση τής γραφής σαν ο μακάριος άγριος που σαρκάζει κι ευλογεί. Όλες οι ταξινομήσεις τού Παπαδιαμάντη έγιναν ακολουθώντας τήν παλιά ανέφελη γραμμή τού να βρεθεί μια θέση περίπου εκτός λογοτεχνίας, στα πλαίσια τής ιδιοτροπίας που επέβαλε η μίμηση ξένων έργων, ενώ η κρίση τού πεζού λόγου ζητούσε να λυθεί με τήν περισσότερη μεταφυσική. Ο Παπαδιαμάντης ξεφεύγει ως τό μαυροφόρον θαλασσοπούλι. /…/

   Βρίσκουμε τόν Παπαδιαμάντη μόνο του, γιατί θέλουμε να ξεχάσουμε τή λογοτεχνία μας και ξέρουμε ότι η αγιότης του προέκυψε από τήν απόκοσμη υπεράσπιση τού εγκοσμίου, είναι γλώσσα… εις τό πνεύμα του τό υποβρύχιον τού ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις… Ξέρει να πιεί, ξέρει να ψάλει κι ακούγεται η κένωση τής φλάσκας στον ουρανίσκο του εν Διονύσω και Χριστώ. /…/ : ο διχασμός τού 1821 και η ψευδής ζωή μας. Ο Παπαδιαμάντης περισσότερο από όποιον άλλο εβίωσε τό θείο ποτήριον : Θεία λειτουργία και πανηγύρι, η τραγωδία γίνεται τραγούδι. Αν ο Παπαδιαμάντης – κι οπωσδήποτε όχι αυτός μόνον – μετά τόσα χρόνια αποτελεί   τ ρ ό π ο,  τότε η ανάγνωση τής ελληνικής γραμματείας αναιρεί τή συγκοπή και αποκαθιστά τά πράγματα για ένα νέο ξεκίνημα. Ο τρόπος του είναι τού πιστού εραστού που περιμένει να τελειώσουν οι άλλοι ερασταί, για να συναντηθεί με τήν αγαπημένη. Εύρισκε φρικώδη ζέστην εις τήν χιόνα.

Παράγραφοι / και έλαβεν εκάτερος τό ίδιον εαυτού πράγμα (από τόν τόμο Φώτα Ολόφωτα, Ένα αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και τόν Κόσμο του, ΕΛΙΑ, 1981)

 

 

 

 

   /…/ θα ήθελα να παρατηρήσω ότι η κριτική τής ποίησης δεν μπορεί να παίξει ευρύτερο και σημαντικότερο ρόλο απ’ όσο η ίδια η ποίηση. Ότι ο αναγνώστης τού ποιήματος είναι ο επαρκής αναγνώστης που θα παρακολουθήσει και τήν κριτική. Δεν ξέρω αν πρέπει να προχωρήσουμε και στη θέση ότι κάθε εποχή είχε τήν ποίηση και τήν κριτική που τής ταίριαζε, θέση που υπακούει απολύτως στην εγελομαρξιστική αισθητική, /…/ Αναμφισβήτητα τό ποίημα με τή βοήθεια ή δίχως τής κριτικής παίρνει κάποτε τό δρόμο προς τά Σούσα, αλλά στα χέρια τής εξουσίας έχει χάσει τή βαθύτερη γνωσιολογική και γλωσσική ποιότητα, τήν ουσία που απευθύνεται σ’ ένα μη ομαδικό τρόπο κατανόησης. Η ποίηση μπορεί να αμύνεται όσο οι λέξεις της αρνούνται. Η δυνατότητα τής κριτικής να παρακολουθήσει τή μέσα στη γλώσσα γλώσσα, τήν ποίηση και τόν ποιητή στη σχέση του με τό έργο του, προσκρούει στη μεσολαβητική δραστηριότητα αυτής τής ίδιας. /…/

Η Πολιτική Συνάντηση Κριτικής και Ποίησης (πρακτικά δεύτερου συμποσίου ποίησης, σ. 181, Ιούλιος 1982)

 

 

 

 

   Και μετά τήν [εφετεινή] επέτειο και σε προσεχείς τό 1993, τό 2003 έφηβοι τούς δικούς του στίχους αλλιώς θα λένε ενώ η βιβλιογραφία θα παρακολουθεί τή δεξιότεχνη κριτικογραφία αναπαραγόμενη από τήν προκατάληψη τού ίδιου τού έργου : οποιοδήποτε κείμενο για τόν Κ.Π.Κ[αβάφη] απαντά στη δική του προκατάληψη με τίς τύψεις που αυτή δημιουργεί και κάνουν να βλέπεις παντού τόκο, όχι τή σχέση τού κεφαλαίου με τήν Τράπεζα τού μέλλοντος, τούς τρόπους παραγωγής του, και ίστανται εμπόδια σε κάθε προσέγγιση, έστω και αν επαυξάνουν τήν πρώτη ύλη. /…/

   Η ποίηση τού Κ.Π.Κ. κατάντησε· έγινε ανάγνωση ενώ ήθελε αντιγραφή, τήν ερωτικότερη στιγμή σ’ ένα ποίημα, ως περιέχοντος και περιεχομένου και αβίαστη αποστήθιση /…/ Η παγκόσμια αγορά, που αντικατέστησε τό Μέγα Πανελλήνιον, και στην οποία κυκλοφορεί (τώρα πια) άνετα τό έργο του, εξαφάνισε τόν τόνο τού έργου που συνείρε τήν αντιγραφή και τό λεύκωμα στην εμπράγματη, βιωματική και ομιλιακή, χρήση του. Τό ζεύγος κρυμμένα – ελεύθερα, παρά τή θέληση τού Κ.Π.Κ. για άπλωση και πελατεία, είναι μέσα στην προκατάληψή του να κρατηθεί εντεύθεν τού μηνύματος. Παριστάμεθα μάρτυρες, στα πάθη τής ποίησής του, στη δίωξη που υφίσταται από τήν ανάγνωση και τήν ερμηνεία και τούς ποικίλους τρόπους κυκλοφορίας τού προσώπου του. /…/

   Η βιβλιογραφική συσσώρευση ας μην κάνει να πιστεύουμε ότι παραμένει ζωντανός ή ανάμεσά μας. Κείμενα και σχόλια επισωρεύονται επί άλλων και όλα υπερασπίζονται τή διάρκεια ενός διαλόγου, που από τήν έναρξή του μέχρι τίς μέρες μας φαίνονταν να γίνεται αυτός η πρώτη ύλη. Απεκλήθη καβαφολογία, σε αντίθεση προς τίς ελάχιστες σελίδες που στη διαδρομή τού καβαφικού έργου μπορούν να σταθούν αυθεντικές και χωρίς φόβο στην ειρωνεία που τό ίδιο τό έργο υποβάλλει. Σ’ αυτούς που κρατούν ζωντανό τόν ποιητή και αυτές [οι σελίδες] και όσα ο ποιητής σχόλια παρέδωσε δεν χρειάζονται. /…/ Τά κείμενα αυτά, προσπαθώντας να  καλύψουν σχολικά και γραμματικά και κάποτε ταξικής ποιότητας αδιέξοδα, στην καλύτερη περίπτωση μοιραία καταλήγουν να συμπληρώσουν κάποιες από τίς αναγκαίες σημειώσεις, σ’ ένα ποίημα, ανακαλύπτοντας μιαν άλλη, αντί τής παραδομένης, φράση τού Φιλόστρατου ή τού Παπαρρηγόπουλου. /…/

   Τό έργο τού Κ.Π.Κ. συντελείται ως περίληψις προηγουμένων. /…/

   Ξεκίνησε λόγιος αλλά έφθασε ποιητής, διαφορίζοντας τή  γέννηση από τή γένεση, τή σάρκα από τήν ενσάρκωση. Γένεση και ενσάρκωση δεν απορρέουν από τήν ολότητα  Πάθος / Γλώσσα / Ιστορία. Αποτελεί περίληψη προηγουμένων  χωρίς συνέχεια.

Περίληψις Προηγουμένων (περιοδικό «σημειώσεις», τ. 22, Νοέμβριος 1983)

 

 

 

 

   Τό δημοτικό τραγούδι, ως (ενδεχομένως) ανώνυμη ποίηση, όχι ως τραγούδι, από τήν ώρα που εμφανίζεται στη συστηματικότερή του και πλέον (εκδοτικά) επιστημονική μορφή, συγκινείται με τήν (ενδεχομένως) προσωπική ποίηση και δυναμική παρουσία τού Διονυσίου Σολωμού /…/ και κινεί (αυτό – και όχι ο Σολωμός) Ποίηση και Κριτική σε μια παράλληλη, δηλούμενη ή υπόδηλη για τόν Σολωμό ανάγνωση και ανασκόπηση. Ως εκ τούτου οι θεωρήσεις τού δημοτικού τραγουδιού από τόν Ζαμπέλιο και τόν Αποστολάκη επιλέγονται για τόν αυτοκριτικό τους προσδιορισμό, που έκαναν, ανεξάρτητα από τίς απηχήσεις, είτε τό δημοτικό τραγούδι είτε τόν Σολωμό, κάποτε και τό δημοτικό τραγούδι μαζί με τόν Σολωμό, αφετηριακά γεγονότα τής ποιήσεώς μας /…/

   Η σημασία τήν οποία ο Ζαμπέλιος απέδωσε εις τό Ρήμα (Βυζαντιναί Μελέται, «Γλώσσης Περιπέτειαι», σελ. 668) προκύπτει από τήν εξονυχιστική αναζήτηση ενός μουσικού γλωσσικού ρυθμού, ο οποίος όσο και αν παραπέμπει στην αρχαία μετρική, δεν παύει να είναι δημιούργημα τού ελληνικού Μεσαίωνος. Η θεωρία του για τήν προσωδία και ιδιαίτερα για τή «δύσπνοια τής προσωδίας» και τήν εξαφάνισή της, που θα τής άξιζε ιδιαίτερη ανάπτυξη, και η πρώτη εξήγηση τού πολιτικού στίχου, σε αντιδιαστολή με τά μιμήματα τής αρχαιότητος από τή μεριά τών λογίων, αποτελούν τίς προϋποθέσεις τής θεωρίας του για τό δημοτικό τραγούδι. Γενική αρχή διέπουσα τή θεώρηση τού Ζαμπελίου είναι «όπου λαός, εκεί και ποίησις». Ο Ζαμπέλιος είναι λόγιος τού εσωτερικού : η γέννηση και διαμονή του στην Επτάνησο και η καλλιέργεια τής γλωσσολογίας, ο ιδιότροπος εγελιανισμός του τόν βοηθούν να περάσει και σε θεωρητική υπεράσπιση τής Δημοτικής Λυρικής. Τέτοια που δεν έκαναν οι περισσότεροι λόγιοι – αν και σ’ αυτούς διαπιστώνουμε ένα διχασμό. Τό ΣΤ΄ κεφάλαιο τών Σκέψεων είναι από τά σημαντικότερα δοκίμια για τό δημοτικό τραγούδι και τό ΙΑ΄ είναι ένα σπουδαίο μνημείο λόγου. Στις Σκέψεις θα συζητηθεί για πρώτη φορά τό εκδοτικό πρόβλημα τών σολωμικών καταλοίπων και θα εντοπισθεί η  περίοδος Κερκύρας σαν εποχή τού δράματος και τής Καταστροφής. Η ειρωνεία του για τόν Σολωμό μέσω Πολυλά θυμίζει Αποστολάκη κρίνοντα Παλαμά. /…/

   Οι περιπέτειες τής γλώσσας («Γλώσσης Περιπέτειαι») έχουν τελειώσει με τήν Αναγέννηση, έστω και αν «είμεθα Έλληνες ελέω διπλωματίας». Η μακριά πορεία τού Ζαμπελίου μέσα στο παρελθόν τής ελληνικής συρρικνώνεται σ’ έναν αισθητικό κανόνα. Ό,τι υπάρχει γύρω μας σε ποίηση είναι τά δημοτικά τραγούδια, ιδίως τά άσματα τών κλεφτών. /…/ Ό,τι επιζεί από τόν Σολωμό θα συνεκδίδεται  με τά δημοτικά τραγούδια, ό,τι δεν θα συνεκδίδεται, συνδέεται με τά αδιέξοδα τής γραμματείας μας. Δεν πρόκειται περί λάθους, όπως τόν κατέκριναν ότι διέπραξε, πρόκειται περί τής εφαρμογής τών απόψεών του. Στο «Κλίμα» Ζαμπελίου ανήκουν οπωσδήποτε ο Παπαδιαμάντης και ο Κ. Π. Καβάφης.

   Ο Αποστολάκης φθάνει στο δημοτικό τραγούδι μετά και διά τού Σολωμού και παραμένει μέχρι θανάτου πιστός στο ζεύγμα δημοτικό τραγούδι και Σολωμός. Ενώ με τόν Σολωμό επιχειρεί να συγκροτήσει ένα εθνικό απόλυτο, ένα εθνικό Υπέροχο, επιστρέφει στην εξέταση τού δημοτικού τραγουδιού σαν στην παιδική ηλικία, αφού η προσωπική του ερμηνευτική, όση δεν ανήκει στην παράξενη σύνθεση τών Καρλάυλ–Πόε–Καντ, διαμορφώνεται από τόν παιδικό τρόμο. Η θεωρία του για τή λέξη : «Ακόμη θυμούμαι τόν τρόμο, που είχε πάρει η παιδική ψυχή από τό στόμα τής μάνας στη λέξη κατάρα /…/ και με τή λέξη Χάρος».

   Αν θεματίζεται τό δημοτικό  τραγούδι πλάι στον Σολωμό είναι διότι συζεί με τόν Σολωμό, αλλ’ όχι ως τραγούδι. Ο Αποστολάκης, τής καλής γενιάς τού Νικολάου Πολίτη, από τόν παιδικό τρόμο περνά στην τρομοκρατία. Δεν είδε πουθενά τό τραγούδι και είδε τή γλώσσα σαν μορφή. Είναι ο πλέον απομόναχος δημοτικιστής (και σε ό,τι αφορά τό κλέφτικο τραγούδι η εργασία του παραμένει μεγαλοφυής) και θα έφτανε να καταργήσει τή γραφή, διότι αυτή δεν είναι η αλήθεια. Τό προφορικό είναι άχρονο, είναι υπέροχο, είναι απόλυτο, είναι η παιδική μας ηλικία. Τό γνήσιο είναι η προφορικότητα, η ιδέα δεν εγκλείεται στα γράμματα. Η τρομοκρατία προκύπτει από τή λατρεία τής προφορικότητας και ασκείται εγγράφως, διά τής γραφής και διά τού νόμου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε τό λόγιο τής αφηγήσεως και τό δημοτικό τών διαλόγων στους πρώτους μας πεζογράφους. Ο Σολωμός, έτσι, θα γίνει τό πράγμα τής λέξης. Κανείς δεν κινδυνεύει από τόν Σολωμό στο πεδίο τής Ζωής, ο κίνδυνος και η τρομοκρατία τού Σολωμού ασκείται με τούς όρους τού απολύτου τής ποιήσεως. Ο Σολωμός γίνεται ενσάρκωση και προφορικότητας και γραφής, η μόνη ενσάρκωση. /…/

   Τό ζεύγος δημοτικό τραγούδι – Σολωμός σχηματίζεται συγχρόνως με τό ’21. Πόσο έζησε, αν επιζεί, είναι πρόταση προς συζήτηση. Αν βέβαια μιλήσουν και πουν και οι ποιητές. /…/ Και σε μια αναφορά στο ημερολόγιό του ο Σεφέρης (8 Μαΐου 1945) δηλώνει τήν αποστροφή του σε μια κατασκευασμένη εθνική γιορτή, όμοιος με τόν Γέροντα τού Βλαχογιάννη : «Τό μόνο που μέ συγκίνησε, ήταν ένας τυφλός, παίζοντας στη φυσαρμόνικά του τόν Ύμνο καθώς προχωρούσε σέρνοντας τά πόδια του».

   Ο Βλαχογιάννης έγραφε για τήν Έξοδο, που τό δημοτικό τραγούδι τή ζωντάνευε και ο Σεφέρης έγραφε για τόν Ύμνο λίγους μήνες μετά που άνοιγε ορίζοντα για τελευταία φορά τό δημοτικό τραγούδι. Και εννοώ τό ΕΑΜ.

Θεωρήσεις τού Δημοτικού Τραγουδιού (πρακτικά τέταρτου συμποσίου ποίησης, τ. 69 επ., Ιούλιος 1984)

.

.

.

Η σάρκα είναι γενική στα ξένα ποιήματα
Με πόθο έφευγ’ άφηνα τό σώμα και η αγνότης
Επιστρέφει ως τίμημα τής σάρκας
Όταν έχουμε ποθήσει γενικά
Τό σώμα μου είναι τό ποίημά μου
Επιστρέφω σε άλλα σαρκώματα τού νου 

Ας κοιμούντ’ ευτυχισμένα όσα αγαπήσαμε.

                                             (αχρονολόγητο)

.

.

.

   «ας κοιμούνται ευτυχισμένα όσα αγαπήσαμε» λοιπόν ; ας τελειώσει έτσι τό αφιέρωμα στο τεύχος 61 τού περιοδικού σημειώσεις, μια ανάρτηση ως μνήμη πένθους μέσα σ’ ένα πένθος παρόν (αλλά γι’ αυτό, σε επόμενο – μόλις μπορέσω) 

.

.

.

.

.

.

 

3 Ιουλίου 2012

για τόν καβάφη : «μέρες θαυμάτων» / δ, τελευταίο

 

.

.

τά προηγούμενα : α, β, γ 

.

  ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1908

Τόν χρόνο εκείνον βρέθηκε χωρίς δουλειά·
και συνεπώς ζούσεν απ’ τά χαρτιά,
από τό τάβλι, και τά δανεικά. 

Μια θέσις, τριώ λιρών τόν μήνα, σε μικρό
χαρτοπωλείον τού είχε προσφερθεί.
Μα τήν αρνήθηκε, χωρίς κανένα δισταγμό.
Δεν έκανε. Δεν ήτανε μισθός γι’ αυτόν,
νέον με γράμματ’ αρκετά, και είκοσι πέντ’ ετών. 

Δυο, τρία σελίνια τήν ημέρα κέρδιζε, δεν κέρδιζε.
Από χαρτιά και τάβλι τί να βγάλει τό παιδί,
στα καφενεία τής σειράς του, τά λαϊκά,
όσο κι αν έπαιζ’ έξυπνα, όσο κι αν διάλεγε κουτούς.
Τά δανεικά, αυτά δα ήσαν κ’ ήσαν.
Σπάνια τό τάλληρο εύρισκε, τό πιο συχνά μισό,
κάποτε ξέπεφτε και στο σελίνι. 

Καμιά εβδομάδα, ενίοτε πιο πολύ,
σαν γλύτωνεν απ’ τό φρικτό ξενύχτι,
δροσίζονταν στα μπάνια, στο κολύμβι τό πρωΐ. 

Τά ρούχα του είχαν ένα χάλι τρομερό.
Μια φορεσιά τήν ίδια πάντοτ’ έβαζε, μια φορεσιά
πολύ ξεθωριασμένη κανελιά. 

Ά μέρες τού καλοκαιριού τού εννιακόσια οκτώ,
απ’ τό είδωμά σας, καλαισθητικά,
έλειψ’ η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά. 

Τό είδωμά σας τόν εφύλαξε
όταν που τά ’βγαζε, που τά ’ριχνε από πάνω του,
τ’ ανάξια ρούχα, και τά μπαλωμένα εσώρουχα.
Κ’ έμενε ολόγυμνος· άψογα ωραίος· ένα θαύμα.
Αχτένιστα, ανασηκωμένα τά μαλλιά του·
τά μέλη του ηλιοκαμένα λίγο
από τήν γύμνια τού πρωϊού στα μπάνια, και στην παραλία.

.

   αρχίζουνε λοιπόν οι τρεις στροφές, με τούς τρεις στίχους καθεμία : Η πρώτη αράδα τού πρώτου τρίστιχου Καμμιά βδομάδα, ενίοτε πιο πολύ, είναι σχεδόν κακά διατυπωμένη γιατί εννοεί περίπου «ενίοτε μια φορά τή βδομάδα ή και περισσότερο» λειτουργεί όμως αυτή η ανεμελιά ως προς τήν ακρίβεια τής έκφρασης σχεδόν ανακουφιστικά, σαν μία κάθαρση απ’ τό άγχος και τήν αγωνία τών πιο πάνω για τά χρήματα : εδώ στο θέμα τού ελεύθερου τού χρόνου μπορούμε να ’μαστε απρόσεχτοι λοιπόν, αντίθετα με τήν τεταμένη προσοχή που θέλει ο βιοπορισμός και τό παιχνίδι, όσο κι αν διάλεγε κουτούς. (Στην δεύτερη αράδα αυτού τού τρίστιχου τό ξενύχτι λέγεται σαφώς φριχτό, κι έτσι ξαναθυμόμαστε αυτή τήν ένταση). Αλλά στον τελευταίο στίχο αυτού τού τρίστιχου αρχίζει να εισάγεται για τά καλά η ξεκούραση η χαλάρωση και να προετοιμάζεται η εισαγωγή άλλης κατάστασης – μία περιγραφή ομορφιάς : δροσίζονταν στα μπάνια, στο κολύμβι κι ύστερα μία λέξη για τήν ποίηση τού Καβάφη πολύ φορτισμένη : τό πρωί. Δεν είναι νομίζω τίποτα περίεργο να πει κανείς ότι γι’ αυτόν που διάβασε όλον τόν Καβάφη κι έφτασε τώρα ώς εδώ, παραπέμπει ίσια στην σύντομη ηρεμία τής θάλασσας τού πρωιού αυτή η λέξη.

   Όμως παρ’ όλο τό φως που αρχίζει να εισάγεται, τό επόμενο τρίστιχο είναι με αναπάντεχο τρόπο εκπληκτικά σκοτεινό πάλι – σαν ένα χτύπημα : Τά ρούχα του είχαν ένα χάλι τρομερό : Τό χάλι τρομερό ξανά κοινότυπη και καθημερινή κουβέντα : Κάνει σαν να μάς προετοιμάζει για εξετάσεις στις πιο καθημερινές κουβέντες αυτό τό ποίημα : σαν να αρνείται πια εντελώς κάθε εξωραϊσμό, κάθε καλλωπισμό και ωραιοπάθεια, όσο κι αν όλ’ αυτά όντως ελάχιστα υπάρχουν και ώς εδώ σε όλο τό έργο του : Τά λόγια όμως αυτά συνεπώς ζούσε απ’ τά χαρτιάδεν έκανε, δεν ήτανε μισθός γι’ αυτόννέον με γράμματ’ αρκετά – από χαρτιά και τάβλι τί να βγάλει τό παιδί – όσο κι αν διάλεγε κουτούς είναι πεζές εκφράσεις αλλεπάλληλες που σαν να προετοιμάζουνε ακόμα πιο πεζές ν’ ακολουθήσουν : Τά ρούχα του είχανε ένα χάλι τρομερό λοιπόν, και κει, με βάση αυτά τά ρούχα θα στηθεί τό πιο απίστευτο εύρημα : Οι επόμενοι δύο στίχοι αυτού τού τρίστιχου θα ασχοληθούνε ακριβώς μ’ αυτήν τή φορεσιά, αλλά πιο ήπια : δεν θα ξαναειπωθεί η λέξη χάλι, τό πρόβλημα ελαττώνεται, μικραίνει, συρρικνώνεται στο ότι φορούσε πάντοτε τήν ίδια φορεσιά που ήταν και ξεθωριασμένη. Τό τρίτο τρίστιχο λοιπόν εκεί που μάς προετοιμάζουν όλα για να χαλαρώσουμε ακόμα περισσότερο, τινάζεται επάνω μ’ ένα επιφώνημα στην πρώτη του αράδα κιόλας, που τό ακολουθούνε επικλήσεις χρονικές : τί αφόρητη ένταση ξαφνικά μ’ αυτό τό Ά μέρες τού καλοκαιριού τού εννιακόσια οκτώ : Η λέξη καλοκαίρι εδώ είναι καινούργια : φυσικά έχουμε πληροφορηθεί ότι έκανε μπάνιο (και κολύμβι) τό πρωί – αλλά παρ’ όλ’ αυτά οι λέξεις τού καλοκαιριού τού εννιακόσια οκτώ είναι σαν επιφώνημα νέο πάνω στο προηγούμενο επιφώνημα : Σαν να εισάγεται μία έκρηξη που ακολουθεί, και σε αυτό δεν διαψευδόμαστε : έρχεται η φράση από τό είδωμά σας καλαισθητικά που είναι εξίσου ασαφής ή σαν θολή όπως εκείνο τό καμμιά βδομάδα και θέλει βέβαια να πει : για λόγους καλαισθησίας σάς βλέπω τώρα που σάς θυμάμαι χωρίς αυτά τά ρούχα. Όμως και βέβαια ο Καβάφης ξέρει πολύ καλά τί κάνει όταν εισάγει εδωπέρα μία σύνταξη που είναι σχεδόν ξενόγλωσση, ή ξένη, γιατί με αυτό τό έλειψε (η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά) έρχεται η πρώτη από τίς τρεις αστραπές τού τέλους που θα διασχίσουν τό ποίημα σαν βέλη και θα τό κολλήσουν στον τοίχο ενός άλλου χρόνου.

   Ο χρόνος τού έλειψε με λίγα λόγια, είναι εξίσου αδικαιολόγητος όπως κι εκείνος τού εφύλαξε που ακολουθεί (στην τελευταία – έβδομη – στροφή τού ποιήματος, που ξαναέχουμε πάλι εφτά στίχους) : Κατ’ αρχάς, η πρώτη αράδα αυτού τού εφτάστιχου αρχίζει με μια επανάληψη (προειδοποιητικά λειτουργεί σχεδόν η επανάληψη στην ποίηση τού Καβάφη – επανάληψη σημαίνει συνήθως ένταση τού ρυθμού, που κάτι άλλο θέλει στο μέλλον να δείξει – μια νέα διάσταση, μια νέα εκδοχή) αρχίζει λοιπόν με μια επανάληψη τής λέξης είδωμα : είχαμε : απ’ τό είδωμά σας έλειψε στην προηγούμενη στροφή, κι εδώ αρχίζουμε με : Τό είδωμά σας τόν εφύλαξε. Αυτοί οι δύο στιγμιαίοι χρόνοι είναι ανεξήγητοι κι ασύντακτοι σχεδόν : τό αντίθετο (όποιος διαβάζει αυτό τό ποίημα σκέφτεται ότι) θα ’πρεπε ας πούμε να συμβαίνει : «Όταν βλέπω αυτές τίς μέρες (ξανά με τόν νου μου), ξεχνάω, σβήνω τήν ξεθωριασμένη φορεσιά» θα ’λεγε κάποιος λογικός άνθρωπος, κι ύστερα : «Όταν βλέπω αυτές τίς μέρες (ξανά με τή φαντασία μου) κρατάω μες στο μυαλό μου μόνο τήν εικόνα του όπως ήτανε γυμνός : όταν έβγαζε δηλαδή και πέταγε από πάνω του αυτά τ’ ανάξια ρούχα τό ξεθωριασμένο τό κουστούμι και τά μπαλωμένα εσώρρουχα» κ’ έμενε ολόγυμνος· άψογα ωραίος· ένα θαύμα. Και επανερχόμαστε λοιπόν στον ποιητή και μένουμε από δω και πέρα σε αυτόν ώς τό τέλος : Ο θαυμασμός του για τήν ομορφιά αυτού τού αγοριού είναι σαν μία τελεία και παύλα : ένα θαύμα. Και εκ παραλλήλου με τήν – κάπως γυναικεία αυτή έκφραση – η φωνή του για μία αδιόρατη στιγμή σαν να λεπταίνει και να γίνεται πιο ανασφαλής κι αυτή : Ύστερα πάλι, αυτή η φωνή ενδυναμώνεται ξανά με τή συνηθισμένη της τήν τόλμη : Ακολουθούμε και εμείς λοιπόν, εκείνη τή γεμάτη ανακούφιση και τρυφερότητα και πείρα τώρα από τό παρελθόν περιγραφή τού αγοριού : Αχτένιστα, ανασηκωμένα τά μαλλιά του / τά μέλη του ηλιοκαμένα λίγο / από τήν γύμνια τού πρωιού (και νά εδώ τό βέλος που μάς εκτοξεύει στην άλλη θάλασσα με τά λαμπρά μαβιά, τήν κίτρινη όχθη, όλα / ωραία και μεγάλα φωτισμένα) και στην παραλία.

   Αλλά δεν είναι μόνο του αυτό τό βέλος : Είναι τρία βέλη μαζί αυτά που περιμένουνε να μάς υποδεχτούν τελειώνοντας τό ποίημα και – κάτι που ο Καβάφης ίσως ενοχλείται όταν τό σκέφτεται – τελειώνοντας και όλα τά καβαφικά ποιήματα μαζί που θα εκδόσει ποτέ στη ζωή του : Γιατί μόνο λάθος δεν είναι βέβαια εκείνο τό έλειψε και εκείνο τό εφύλαξε : Αυτός ο χρόνος που είναι παρελθών αντί παρών, και στιγμιαίος (φαινομενικά) αντί να έχει τήν αναμενόμενη διάρκεια, όχι μόνο λάθος δεν είναι, αλλά και στεφανώνει διασχίζοντας ολόκληρη τήν ιστορία τής καβαφικής αφήγησης, σημαδεύοντάς την με τρόπο ήπιο και εκρηκτικό μαζί : Ασφαλώς, ο στιγμιαίος χρόνος ενός αόριστου (είτε έλειψε είτε φύλαξε) είναι σίγουρα χρόνος που θα περίμενε κανείς στο ποίημα λογικά να είναι αντίθετα και παρόντος και με διάρκεια, μια που δεν μιλάει εδώ ο Καβάφης για ένα πράγμα παρελθόν που θυμάται, αλλά για τήν ίδια τή στιγμή τώρα που γράφει : Κάνοντας όμως τή στιγμή τής έμπνευσής του παρελθόν δραματοποιεί στη διάλεκτό του, τήν ίδια τήν στιγμή τής δημιουργίας και με αυτόν τόν τρόπο τή βαθαίνει : Γιατί μέσα στη λογική τής καβαφικής έκφρασης γινόμενο κάτι παρελθόν μετατρέπεται ακριβώς σε αιώνιο. Και ήταν η στιγμή ίσως τώρα ακριβώς να μάς πει πως ξέρει, ότι αυτό που κάνει εκείνος είναι τό μόνο πραγματικά παρόν ή διαρκές.

μέρες θαυμάτων

   Μού προξένησε μία αμηχανία η συγκινητική στην ευσυνειδησία της, νεανική του αν θυμάμαι καλά (πεζογραφικά εκφρασμένη, κι ίσως γι’ αυτό ακόμα περισσότερο εις εαυτόν) απορία του, για τό αν μπορεί να υπάρξει όντως ποίηση χωρίς γυναίκα, όταν ήρθα σε επαφή μαζί της για πρώτη φορά.

   Είναι μια έξοχη στιγμή αυτή, κι ένα καλό μάθημα για τήν ιστορία τής αισθητικής : Μάς δείχνει τόσο πολλά, και για τόν άνθρωπο που βρίσκεται μπροστά στον καθρέφτη – τόν ίδιο τόν καλλιτέχνη – όσο και για τόν ίδιο τόν καθρέφτη αυτόν (τήν τέχνη του δηλαδή). Ο ίδιος όμως ο προβληματισμός είναι τήν ίδια στιγμή κι ένας καθρέφτης δεύτερος, στον οποίο αντικατοπτρίζεται τό πρόβλημα τής αισθητικής, από μία περίεργη γωνία ειδωμένο : Ή είναι ένας φακός με μεγάλο πλάτος και βάθος ταυτόχρονα : Μάς δείχνει τήν ίδια τήν αντιφατικότητα τής καλλιτεχνικής δημιουργίας : Μπροστά του στέκεται ένας άνθρωπος γεμάτος τόλμη και δειλία μαζί : Είναι αποφασισμένος να κάνει ένα έργο εξαιρετικής γενναιότητας, και όχι μόνο για τήν εποχή του, ένα έργο που θα γκρεμίσει κάθε γελοιότητα  και αιδώ, κι όμως ο ίδιος άνθρωπος θα βασανίζεται – στο ίδιο τό πεδίο τής έκφρασης – από τίς πιο συμβατικές δειλίες : (για να τό πει κανείς αλλιώς, τό ίδιο τό έργο του θα επιζητά, για τήν ίδια του τήν ολοκλήρωση, να διατυπώνεται η συμβατικότητα τού άλλου σαν να ’ναι και δική του : ανώμαλη, άνομη, και τά λοιπά). Δεν θα μπορούσε να έχει τήν έντασή της η σκέψη του ίσως αν δεν χρησιμοποιούσε τό λεξιλόγιο τών εχθρών της : Έτσι θα μπορούσε κανείς να πει ακόμα και ότι αυτή η συμβατικότητα είναι ευφυές καλλιτεχνικό εύρημα.  Όμως δεν είναι : Η ανεπανάληπτη ποιότητα τού Καβάφη ως ποιητή έγκειται στο ότι είναι – όπως κάθε ανεπανάληπτος άλλωστε ποιητής – απολύτως ειλικρινής : Ο Καβάφης βασανίστηκε πράγματι και χαρακτηρίστηκε όντως ως άνθρωπος από αυτήν τήν εν μέρει συμβατικότητα τής σκέψης του – που τόν έκανε να έχει απόλυτη επίγνωση δηλαδή τού πόσο φοβερά ανοίκεια και προκλητική ήταν η στάση τής ζωής του, η ηθική του, για τούς άλλους : Επιτίθεται σε μια ηθική που από μια άποψη τή νιώθει να τόν πνίγει, δηλαδή να τόν κατακυριεύει – ακριβώς ως εχθρός : δεν αρκεί απλώς να τήν ξέρει καλά για να τήν εκφράσει, πρέπει να ’ναι και θύμα της : Έτσι μπροστά σ’ αυτόν τόν καθρέφτη βλέπει τόν εαυτό του πλήρως και καθόλου : Γι’ αυτό και αναρωτιέται αν μπορεί να υπάρχει ποίηση χωρίς γυναίκα : Γιατί από μιαν άποψη κοιτάει μόνο μπροστά στον καθρέφτη και δεν βλέπει αυτόν που στέκεται πίσω του : Τού είναι αδύνατο να διαπιστώσει τήν ύπαρξη μιας ποίησης που κατασκευάζεται από γυναίκα, και συνεπώς έχει ως αντικείμενό της τόν άντρα. Τό ίδιο αντικείμενο επιθυμίας δηλαδή μ’ αυτόν. Αυτή είναι η σχέση του, ίσως, με τίς γυναίκες : ανοίκεια και άγνωστη σχέση – ή σχέση οικεία και αντεστραμμένη.

αυτή ήταν η 4η συνέχεια (και τό τέλος) από κείμενο που δημοσιεύτηκε στην ετήσια έκδοση «επίλογος/12ος χρόνος» τού 2003

.

.

.

σημειώσεις 

1   ξαναδημοσίεψα τό ποίημα ολόκληρο σ’ αυτήν (και στην προηγούμενη) ανάρτηση για λόγους διευκόλυνσης τής κομματιαστής (τώρα) ανάγνωσης

2   τόνισα (στην πρώτη ανάρτηση) τό θέμα τής σειράς με τήν οποία εκδόθηκαν τά (τελευταία) ποιήματα, γιατί υπήρχε για χρόνια μια μυθολογία ότι τό ποίημα «εις τά περίχωρα τής αντιοχείας», με τό οποίο δήθεν ο καβάφης παίρνοντας τό μέρος τών χριστιανών κορόϊδευε τόν ιουλιανό («τό ουσιώδες είναι που έσκασε»), ήταν τό «τελευταίο ποίημα που ο καβάφης έγραψε πριν πεθάνει». Δεν ξέρει όμως κανείς τί να πρωτοθαυμάσει σ’ αυτήν τήν ποιητική (κυρίως προερχόμενη από τούς περί τήν γενιά τού ’30 εκδότες ποιητές και κριτικούς) παραχάραξη : γιατί τό μεν ποίημα έχει γραφτεί παλιότερα, ο δε καβάφης έδωσε για έκδοση στον τυπογράφο του, λίγο πριν πάει στην αθήνα για τήν εγχείριση τού καρκίνου τό 1932, πρώτα τό «στα 200 π. Χ.» (αυτό που τελειώνει με τό περίφημο «για λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα») και αμέσως μετά (και ενώ είχε έτοιμα και τά «περίχωρα τής αντιόχειας» και, επίσης, μερικά ακόμα) παρέδωσε στον τυπογράφο τελευταίο (άραγε τό ήξερε; τό υποψιαζόταν; ποιος ξέρει…) τό καθαρά ερωτικό «μέρες τού 1908»
   τά «περίχωρα τής αντιόχειας» θα έπρεπε δηλαδή κανονικά να συμπεριλαμβάνονται, από όσους εκδίδουν ποιήματα τού καβάφη, όχι στα «επίσημα» (ή «δημοσιευμένα») αλλά στα «ανέκδοτα» (ή σε κάποιο «παράρτημα», αυτό δηλαδή ακριβώς που έκανε ο γ. π. σαββίδης λίγο πριν πεθάνει, διορθώνοντας ακριβώς (σιωπηρά) ο ίδιος τίς εκδόσεις του τών έργων τού καβάφη, χωρίς να εξηγήσει όμως τόν λόγο τής αλλαγής)
   θα μπορούσε, από τήν άλλη, κανείς να γράψει και πραγματεία ολόκληρη για τό πώς, και αν, η «περσόνα» που χρησιμοποιεί ο καβάφης ως «πρώτο πρόσωπο» (πληθυντικού κιόλας) στα «περίχωρα τής αντιόχειας» ταυτίζεται με τό πρόσωπο τού ποιητή ως προς τήν εχθρική αντιμετώπιση τού ιουλιανού, ή αντιθέτως η ειρωνεία (τού α΄ πληθυντικού κιόλας) δεν αποτελεί ουσιαστικά μια θλιμμένη, και ειρωνική μαζί, υπεράσπιση ενός αυτοκράτορα πεισματάρη και καταδικασμένου να ηττηθεί (στην υπεράσπιση αυτών ακριβώς – ή περίπου – τών πραγμάτων που αγάπησε και υπερασπίστηκε ο ίδιος ο καβάφης στην ποίησή του) – πάντως τό ποίημα έχει γραφτεί παλιότερα, περί τό 1930 ( : όταν ο καβάφης γύρισε στην αλεξάνδρεια από τήν εγχείριση, μέχρι τό 1933 που πέθανε δεν ξανάγραψε τίποτ’ άλλο, ασχολήθηκε με τό αρχείο του, μόνο, και τό τακτοποίησε)

3   last but not least πρέπει να πω εδώ ότι τίς πληροφορίες για τά εκδοτικά ήθη τού καβάφη τίς παίρνω από τήν (εξαιρετική, και όχι μόνο για μένα αλλά για όλους όσους τήν έχουν διαβάσει ολόκληρη – και μερικοί αγγλόφωνοι καβαφιστές ανάμεσά τους) εκτενή καβαφική μελέτη τού φίλου μου ποιητή (αυτού που έκανε και τό αφιέρωμα) «κ. π. καβάφης, τό όλον σώμα» (ακόμα ανέκδοτη)

4   τό άλλο κείμενο τού κοινού φίλου πεζογράφου για τό ίδιο ποίημα, που δημοσιεύτηκε στον «επίλογο», είχε τόν τίτλο «και συνεπώς ζούσεν απ’ τά χαρτιά»
   δυστυχώς δεν είχε κρατηθεί η μεταγραφή στα κομπιούτερ τών αρχικών κειμένων, και έτσι ήμουν υποχρεωμένη να κάνω τή βαρετή χειρωνακτική δουλειά και να αντιγράψω (σίγουρα όμως χωρίς συντομεύσεις!) όλο τό κείμενό μου από τό χαρτί

5   η ανάρτηση τής παλιάς αυτής δουλειάς (θυμίζω ότι) έγινε με αφορμή τήν επέτειο τής γέννησης τού καβάφη (που συμπίπτει, με διαφορά 70 χρόνων, και με τήν επέτειο τού θανάτου του) και τό λέω γιατί τό πράγμα έχει πια προχωρήσει πολύ (και έχει γίνει και πολύ ογκώδες, άσε που δεν ξέρω και πότε θα τό τελειώσω)

.

 

.

.

.

.

.

Start a Blog at WordPress.com.