σημειωματαριο κηπων

15 Αυγούστου 2017

κλήρωση και αριστεία / μεγαλοαστοί και λούμπεν / τά κτήρια

 

 

 

η κλήρωση

 

τό δημοτικό τό έβγαλα σ’ ένα πρότυπο σχολείο όπου υποτίθεται ότι μπαίναμε με κλήρωση – δηλαδή υπήρχε η γενική αόριστη (και αορίστως καμαρωτή) φήμη ότι τά παιδιά εκεί έμπαιναν με αδιάβλητες διαδικασίες, ότι υπήρχε «ισότητα ευκαιριών», και κλήρωση, διότι αυτός ήταν όρος που είχε θέσει αυστηρότατα στο καταστατικό να πούμε τού σχολείου, ο ιδρυτής του ή ο δωρητής του, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η «δημοκρατικότητα» και η εκπροσώπηση «όλων τών τάξεων» : πάντως αυτό που εγώ ξέρω, και που νομίζω ότι τό ξέραμε ήδη υπογείως κι από τήν πρώτη τάξη κιόλας όλα τά παιδιά, ήταν ότι όλα αυτά ήτανε ψέμματα, κι ότι βεβαίως υπήρχαν «ανώτεροι» και «κατώτεροι» (δεν χρειαζόντουσαν και πολλά : η διαφορά στην έκφραση τής δασκάλας ή τού (σπουδαίου) διευθυντή όταν θα ανακοίνωναν τά ονόματά μας (για να γνωριστούμε ας πούμε μεταξύ μας) εκείνα τά χαμόγελα (ή τά μη–χαμόγελα) στην αναφορά κάποιων ονομάτων, μάς μίλησαν υπογείως και υποδορίως από τήν αρχή :  για να μην πω ότι υπήρξαν και μικρές διευκρινιστικές δήθεν αθωότητες τού στυλ «τόν γιάννη παιδιά ο μπαμπάς του είπε ότι θέλει να τόν φωνάζουμε γιάγκο») κι όλ’ αυτά αρκούσαν για να δημιουργήσουν από τήν πρώτη μέρα τής πρώτης τάξης τήν (ενοχλητική) βεβαιότητα (εκείνη τήν εποχή νομίζω ότι ήταν ενοχλητική πολλές φορές και για τόν άμεσα ενδιαφερόμενο – κι αυτό τό λέω βέβαια προς τιμήν τού άμεσα ενδιαφερομένου τότε (αν και δεν νομίζω ότι θα κράτησε για πολλά περαιτέρω χρόνια, ή περαιτέρω σχολεία η ενόχλησή του)) ότι κάποιοι ήταν λοιπόν «σεβαστότερης» καταγωγής από άλλους – και ότι ασφαλώς υπήρχε τρόπος να μετατραπεί σε τύπο νεκρό και σε κοροϊδία η κλήρωση – με τόν τρόπο που είχε ενγένει η ελλάδα τής καραμανλικής οκταετίας να κρατάει τά προσχήματα τής δημοκρατικότητας όπου ήταν υποχρεωμένη, και να εξυπηρετεί τά συμφέροντα επί μονίμου επίσης βάσεως εκείνων που έπρεπε : θέλω να πω ότι ήταν τέτοια η εκπροσώπηση τών τάξων στην τάξη μας που έγινε άναρθρα σαφές, και πολύ γρήγορα, ότι τίποτα δεν ήτανε τυχαίο κι ότι όλα είχαν υπολογιστεί με τό σταγονόμετρο (τά παιδιά ασφαλώς μυρίζονται τίς ανισότητες και τίς διαφορές ταχύτατα – και τίς εκμεταλλεύονται χωρίς αναστολές και με σκληρότητα κιόλας άμα παραστεί, που λέει ο λόγος, ανάγκη)

πάντως αυτά όλα δεν σημάνανε ουσιαστικά για μάς τίποτα σπουδαίο : είμαστε λίγα παιδιά στην τάξη (ήταν ένας από τούς (πάμπολλους άλλωστε) λόγους που οι γονείς καμάρωναν που μάς είχαν στείλει εκεί) (μιλάμε για μια εποχή που τά δημόσια σχολεία είχαν σε κάθε τάξη 70, και εκατό, και εκατονείκοσι, παιδιά) και οι φιλίες και οι προτιμήσεις μεταξύ μας ανιχνεύτηκαν μάλλον γρήγορα, υπογείως ατίθασσα, και αυτομάτως αυθόρμητα : με κείνο τό αλάνθαστο εν πολλοίς ένστικτο που διαθέτουμε ως ζωάκια στην αρχή τής ζωής μας οι περισσότερες – κι ας είχαν προσπαθήσει οι δάσκαλοι να μάς βάλουν στα θρανία έτσι που να ταιριάζουν οι καταγωγές μας – πάντως η ταξική που θα λέγαμε σήμερα διαστρωμάτωση τής τάξης ήταν (με μαθηματικούς όρους) περίπου αυτή (κι ας φαίνομαι να μην έχω σχέση με τήν πρακτική αριθμητική (ποτέ δεν είχα))  : κάπου τό ένα τρίτο «μεγαλοαστοί» (κατά τό κοινώς λεγόμενον αριστοκράτες) ( : πολιτικοί, βιομήχανοι, μεγαλοεπιχειρηματίες), τά δύο τρίτα περίπου μεσοαστοί ή «μεσαίοι» (λοιποί επαγγελματίες «ανώτεροι» και «κατώτεροι»), και τό ένα τρίτο «φτωχοί» (λούμπεν θα μπορούσαμε, με λίγη υπερβολή ή ελευθερία, να πούμε)

 

 

η αριστεία (α΄)

 

πάντως όλ’ αυτά δεν μάς ένοιαζαν : βασικά δεν δίναμε δεκαράκι κατά τό κοινώς λεγόμενον : πλέαμε έντρομοι και ασφαλείς προς τήν «κοινωνία» αναγκαστικά όπως τό μυριζόμαστε ότι έπρεπε, αλλά επιχειρούσαμε με σχετική αλαζονεία να διατηρήσουμε τήν ενότητά μας σαν σύνολο : είμαστε συμπαγείς, ακόμα και με τούς δασκάλους, και περισσότερο αντίπαλοί μας κατά περιόδους ήταν οι «σπουδαστές» : μεταξύ μας δεν υπήρχε κανενός είδους ανταγωνισμός : ουδέποτε ασχολήθηκε κανείς με τό ποιός θα ’ναι ο καλύτερος – δεν υπήρξε καμμιά έννοια ποτέ «καλύτερου» ή «χειρότερου» μέσα στην τάξη : η έννοια τής «αριστείας» ή τής «σημαιοφορίας» ήταν ανύπαρκτη – δεν θυμάμαι ποτέ να πήραμε μέρος σε παρέλαση – ούτε να τέθηκε ποτέ θέμα ποιος είναι ο «πρώτος» μαθητής στην τάξη – είμαστε όλοι εξίσου καλοί ή κακοί αναλόγως τών συνθηκών, καταλαβαίναμε ή δεν καταλαβαίναμε εξίσου τά εύκολα ή τά δύσκολα – δεν θυμάμαι ποτέ κανέναν καλόν ή καλύτερον, δεν θυμάμαι ποτέ να κοροϊδεύτηκε κάποιος ως χαζός, οι φιλίες οι έχθρες και οι διαφορές διαμορφώνονταν στο ατελείωτο παιχνίδι στα διθυραμβικά διαλείμματα στα ατέλειωτα γήπεδα – και στο θέατρο : εκεί ζηλέψαμε κάποιες που δείξαν ταλέντο – αναντίρρητα αυτήν τήν ικανότητα δεν τήν είχαμε όλες –

λοιπόν είμαστε όλοι τό ίδιο, είμαστε όλοι ένα, και δεν είχαμε καμιά αντιπαλότητα, καμιά ζήλεια και καμιά άμιλλα, κανέναν βλακώδη ανταγωνισμό για τό ποιος θα ’ναι καλύτερος ας πούμε μεταξύ μας – είμαστε τόσο βλάκες, όσο οι κανονικοί άνθρωποι που στριμώχνονται διά τής βίας να γίνουν κανονικοί άνθρωποι – θεωρούσαμε κρυφά τούς εαυτούς μας βέβαια ανώτερους που πηγαίναμε σ’ αυτό τό σχολείο, και είχαμε και τούς σπουδαστές – δεν μπορούσαμε να θεωρήσουμε ίσα κι όμοια δηλαδή τ’ άλλα παιδιά που δεν είχανε ζήσει ποτέ τους με σπουδαστές, που δεν είχανε θέατρο και δεν είχαν ατέλειωτες πάνω και κάτω αυλές, και γυμναστήριο και μονόζυγα και πισίνα – αλλά αυτό ήταν μέρος τής αντικειμενικής πραγματικότητας : η αντικειμενική πραγματικότητα μάς είχε ευνοήσει, με κλήρωση ή χωρίς κλήρωση – δεν μάς ενδιέφερε

πάντως τά περισσότερα ταλέντα και οι δημιουργικότητες, οι εμπνεύσεις και οι πρωτιές στα παιχνίδια (όλ’ αυτά δηλαδή που είχανε σημασία), βγαίναν από τούς «μεσαίους» : οι γόνοι τής αριστοκρατίας ήταν στην τάξη σχετικά ανύπαρκτοι, μερικοί μάλιστα με εμφανή προβλήματα δειλίας και φόβου – ένας συμμαθητής ας πούμε που θα τόν είχαμε και πολιτικό ολκής αργότερα ήταν παντελώς αόρατος και αφανής μέσα στην τάξη ολόκληρα τά έξη τότε χρόνια (συμπτωματικά πολύ αργότερα θα μάθαινα ότι οι γονείς του τού είχανε και δάσκαλο για να τού κάνει φροντιστήριο – και τό λέω, όχι γιατί είναι πραγματικά απίστευτο να χρειαζόταν οποιοδήποτε παιδί φροντιστήριο στην πρώτη τάξη και σε όλο τό δημοτικό ενγένει, αλλά για να δείξω τήν υστερία τής μεγαλοαστικής οικογένειας (τό παιδί δεν ήταν χαζό και δεν τό χρειαζόταν τό φροντιστήριο, και μάλλον κακό τού έκανε), επίσης όμως και για να πω ακόμα ότι ούτε αυτός δεν ζήτησε ποτέ κανενός είδους πρωτεία, δεν διεκδίκησε ποτέ καμιά «αριστεία» : εξάλλου, είπαμε, αυτό ακριβώς δεν τό διεκδίκησε ποτέ και κανείς) : πάντως όμως πρέπει να ομολογήσω ότι διασκέδαζα αργότερα ακούγοντας τούς εθνικοπατριωτικούς του δεκάρικους, ως ανθρώπου ενήλικα και πολιτικού, δεκάρικους που αποτελούσαν περίπου, στο πνεύμα και στο γράμμα, επί λέξει και πιστά αντίγραφα τής παραμικρής κορώνας που μάς είχε βγάλει ο δάσκαλος στην πέμπτη, αυτός που μάς έκανε ιστορία – : λοιπόν, τόσα σχολεία πήγε στη συνέχεια, και στο εξωτερικό μάλιστα, και όταν έβαζε τά καλά του παπαγάλιζε τίς άθλιες κοινοτυπίες τής πέμπτης μας τού δημοτικού – αυτό δείχνει όμως μάλλον ότι όλα τά παιδιά έχουν καλή μνήμη – και τούς εντυπώνονται εφιαλτικά, αν δεν τά πολεμήσουν, όλα τά παιδικά πράματα

από τήν άλλη μεριά, από τούς φτωχούς και τούς λούμπεν λίγοι επίσης ξεχώριζαν : κάποιοι μόνο σαν πολύ ζωηροί στα διαλείμματα – και κάποιοι ιδιαίτερα στην ευγένεια (όσο μεγαλώναμε κι ανεβαίναμε τίς τάξεις) : ναι μάλλον τά πιο αθόρυβα κι ευγενικά παιδιά προέρχονταν από τούς «μεσαίους» και τούς «λούμπεν» : από αυτούς όμως, ειδικά τούς πρώτους, προέρχονταν και οι ελάχιστοι επιθετικοί – ούτε οι αριστοκράτες ούτε οι λούμπεν έδειξαν ποτέ επιθετικότητα – στο στρώμα τών «μεσαίων» συνέβαιναν στην πραγματικότητα όλα, τά ενδιαφέροντα ή τά αποτρόπαια –

 

 

η αριστεία (β΄)

 

είχαμε λοιπόν μια αόριστη εντύπωση ότι είμαστε «ανώτεροι» όλοι σαν σύνολο, όχι ο καθένας ξεχωριστά : είμαστε «ανώτεροι» απέναντι στους σπουδαστές κυρίως, αλλά και απέναντι σε άλλα τμήματα τού σχολείου : επειδή τό σχολείο ήταν φτιαγμένο κυρίως για να σπουδάσουν οι δάσκαλοι είχε και κάποιες τάξεις, σκόρπιες μέσα στους αχανείς (αχανείς μάς φάνηκαν στην αρχή) χώρους του που λεγόντουσαν «μονοτάξια» : αυτές οι τάξεις ήταν για να σπουδάζουν και να μαθαίνουν τίς συνθήκες που θα συναντούσαν μετά πιθανόν στα χωριά : δηλαδή σε μία τάξη βρίσκονταν στριμωγμένα παιδιά όλων τών ηλικιών : πώς θα γινότανε άραγε τό μάθημα εκεί μέσα ; Νομίζω ότι όλες τά λυπόμαστε αυτά τά παιδιά που τούς έπεφτε η μοίρα, ή η κλήρωση, να πάνε στο μονοτάξιο – και κάπου μέσα μας πιστεύω ότι πιστεύαμε ότι κι αυτό ρυθμίστηκε από τήν αρχή ώστε εμείς να τό γλυτώσουμε (δεν πρέπει να ’τανε τελείως λάθος  αυτή η πεποίθηση – τώρα που τό σκέφτομαι τά παιδιά τών μονοτάξιων φαινόντουσαν να είναι πιο φτωχά) – κι επίσης τώρα εκ τών υστέρων σκέφτομαι ότι πολλοί σπουδαστές θα παρακαλάγανε να τούς βάλουν να κάνουνε «διδασκαλία» εκειπέρα, γιατί στα χωριά τους τέτοια σχολεία μάλλον θα ’χαν τελειώσει κι αυτοί, και θα ξέραν τό κλίμα – πάντως εμείς τά παιδιά αυτά τά λυπόμαστε

υπήρχαν βέβαια και σπουδαστές που φαινόντουσαν ότι είναι τής πόλης, αλλά μερικοί φαινόντουσαν πολύ «χωριάτες», είχανε και προφορά : αυτοί τής πόλης βέβαια ήταν οι αγαπημένοι μας, και παρακολουθούσαμε με μεγάλο ενδιαφέρον και τά ερωτικά τους – μια φορά που μια όμορφη τά ’φτιαξε μ’ έναν όμορφο, είχαμε χαρεί όλοι, τό νέο κυκλοφόρησε αστραπιαία και τούς πήραμε αμέσως υπό τήν προστασία μας – τούς στέλναμε στα διαλείμματα τά πιο υποστηρικτικά και ενθαρρυντικά μας βλέμματα – αν τύχαινε δε να παρακολουθήσουν μάθημα στην τάξη μας – ή ο ένας απ’ τούς δύο ή, ακόμα πιο θαυμάσιο, και οι δύο μαζί – αυτό ήτανε μεγάλη γιορτή για μάς (τό μόνο που μέ ενοχλούσε ήταν που διέκρινα στο ύφος τους και μια ελαφριά συγκατάβαση – σχεδόν ειρωνεία – όταν τούς δείχναμε πόσο εγκρίναμε τόν έρωτά τους  – και θυμάμαι ότι σκεφτόμουνα απορημένη και ελαφρώς θυμωμένη «καλά, ποιοί νομίζουν ότι είναι, έχουν τό δικαίωμα να χαμογελάνε έτσι ; » (αυτό, για να δείξω ότι η ταξική συνείδηση είναι λίαν πρώιμη, και αδυσωπήτως ανήλεη))

οι χωριάτες λοιπόν είχανε όντως και προφορά : η κοροϊδία έπεφτε πολύ σκληρή, δεν είχαμε καμιά αλληλεγγύη μαζί τους – ούτε οι ανώτεροι ούτε οι λούμπεν : γελάγαμε σχεδόν φανερά και μέσα στην τάξη, τήν ώρα που μάς έκαναν τή «διδασκαλία» τους, ενώ ξέραμε όλοι, τό καταλαβαίναμε τό βλέπαμε αλλά και τό πληροφορούμαστε από τά μεταξύ τους λόγια ότι ήταν η μεγάλη τους δοκιμασία και είχανε πολύ τρακ τή μέρα που  έπρεπε να κάνουνε «διδασκαλία» : όταν απλώς παρακολουθούσαν τό μάθημα, καθισμένοι στους πάγκους που τριγύριζαν όλη τήν τάξη γύρω–γύρω ήτανε αντιθέτως πολύ ήσυχοι – και τόσο καλοδιάθετοι, που αν τούς μιλούσαμε κρυφά ή τούς χαμογελούσαμε, μάς αντιγύριζαν ενίοτε τό χαμόγελο : Μια φορά ένας έπρεπε να μάς διδάξει από τό αναγνωστικό τό μάθημα με τίτλο «Ετοιμασίες για τόν Χειμώνα» : Ξεκίνησε λέγοντας δυνατά και επίσημα : Ετοιμασιές για τούν Χειμουώνα και ακόμα μέ πιάνει σύγκρυο όταν θυμάμαι πώς προσπάθησε να κρύψει τόν πανικό στο βλέμμα του μόλις άκουσε μερικά πνιχτά γέλια : γελάσαμε με τήν καρδιά μας όμως, και φανερά, όλοι μετά στο διάλειμμα και τόν μιμηθήκαμε όλες με τή σειρά μας : τό αστείο έγινε γνωστό και στην οικογένεια (και υποθέτω σ’ όλες τίς οικογένειες) και οι κοροϊδίες για τήν προφορά του έπεφταν για πολύ καιρό σαν γέλιο ακατάσχετο μέσα στο σπίτι από όλους τούς μεγάλους. Μια φορά όμως ένας έκανε τήν καλύτερη διδασκαλία, λέγαμε, που υπήρξε : πρέπει να ’τανε ο καλύτερος αυτός στη δικιά του τήν τάξη, γιατί τόν προλόγισε αυστηρά ο διευθυντής πριν αρχίσει τό μάθημα και μάς ανακοίνωσε ότι αυτή θα ήταν η γενική πρόβα τής διδασκαλίας του, για να κάνει τήν κανονική του, πάλι σε μάς, όταν θα ’ρχότανε ο ανώτερος επιθεωρητής σε λίγες μέρες. Κολακευτήκαμε που διάλεξαν τήν τάξη μας για τή διδακαλία–πρότυπο και παρακολουθήσαμε από τήν αρχή ως τύποι και υπογραμμοί : αλλά δεν χρειάστηκαν πολλά, γιατί σε λίγο μάς είχε συνεπάρει όλους : έπαιξε θέατρο ο τύπος : αλλά τά πίστευε κιόλας :

τό μάθημα που είχε διαλέξει ήτανε τά θρησκευτικά : κάποιο θαύμα – νομίζω αυτό με τό «άρον τόν κράββατόν σου και περιπάτει» : μάς έθεσε φιλοσοφικά ζητήματα, δονούνταν ολόκληρος, δεν μάς διηγόταν απλώς τήν υπόθεση, μάς έβαζε και ερωτήσεις ανάμεσα, κινούνταν μπρος–πίσω και πάνω–κάτω στον χώρο του και στο επίπεδό μας, δεν ανέβηκε ούτε στιγμή στην έδρα, διάλεξε να μιλήσει στον λαό και στο επίπεδο τό δικό του αυτός να κατέβη, και σχεδόν μάς κοίταζε έναν–έναν από κοντά, και μάς άπλωνε αγωνιωδώς τά χέρια, και μάς ρωτούσε, «και πώς έγινε τότε αυτό ; » «και πώς μπορούσε να γίνει τότε αυτό ; » : διάφορα τέτοια : είχαμε υπνωτιστεί : δεν ήταν κάνας ψηλός : χρόνια αργότερα όταν μεγάλωσα και απόκτησα τούς αριστερούς μου φίλους βρήκα αυτό τό πρόσωπο, αυτόν τόν σωματότυπο, αυτόν τόν τύπο ομιλίας, κι αυτή τήν ταλαντούχα θέρμη φανατισμένης φιλικότητας σε κάποιον που δεν είχε ιδέα – κι αν τού έλεγα με ποιον θυμάμαι ότι μοιάζει θα θύμωνε – κι όμως μόνο στην αριστερά τόν ξαναβρήκα αυτόν τόν τύπο –

κρίμα όμως που όταν ήρθε ο επιθεωρητής που τόν περιμέναμε τόσο ανυπόμονα για να ξανακάνουμε τό ωραίο μάθημα, αυτοί τόν πήγανε σε άλλη τάξη : ακούσαμε τό νέο από τόν δάσκαλο σαν βρεγμένοι και ζεματισμένοι γάτοι : έκριναν, είπαν, ότι τό μάθημα αν γινότανε δεύτερη φορά στην ίδια τάξη δεν θα είχε τόν αυθορμητισμό, και συνεπώς και τήν επιτυχία, τής πρώτης φοράς : δεν είχαν ιδέα (διότι μάς είχαν υποτιμήσει) ότι εμείς μπορούσαμε να υποκριθούμε περίφημα και τόν αυθορμητισμό τής πρώτης  φοράς – έτσι λοιπόν κι εμείς δεν ενδιαφερθήκαμε να μάθουμε ποιοι ήτανε οι τυχεροί τή δεύτερη φορά – διότι εμείς θα μπορούσαμε θαυμάσια να ’μαστε και πάλι αυθόρμητοι, είμαι σίγουρη μάλιστα ότι αν χρειαζότανε θα παίζαμε σαν κανονικοί ηθοποιοί τούς αυθόρμητους – τόσο ταλέντο είχαμε

 

 

η φήμη

 

αυτός ο δάσκαλος που είχαμε όμως στην πέμπτη μάς έκανε ιστορία, και ήτανε φόβος και τρόμος, και παράλληλα ένα τέρας μορφώσεως όπως ψιθυρίζανε γύρω πολλοί : η αλήθεια είναι ότι είχε προηγηθεί η φήμη, με τή γυμνή έννοια τού τρόμου, όταν αφήσαμε για πάντα μια ωραία χρονιά τήν τρίτη μας τάξη, τίς ωραίες γυναίκες δασκάλες, και τήν περίφημη πάνω αυλή : θα κατεβαίναμε λοιπόν τώρα στην κόλαση τής κάτω αυλής, εκεί όπου τριγυρίζανε όλοι οι μεγάλοι, τά σοβαρά, τά αγέλαστα, και οι σπουδαστές – η φήμη δε ήτανε ότι τώρα που είχαμε πια μεγαλώσει θα ’χαμε άντρες δασκάλους, καμμία γυναίκα ποτέ, και επιπλέον ότι δέρναν οι δάσκαλοι : αυτή η φήμη κυκλοφορούσε βουτηγμένη σε μια ασαφή και γυμνή κυριολεξία : τώρα όμως από τήν απόσταση που τό βλέπω ξέρω ότι όλο αυτό ήταν μία φήμη που θέλησε να μάς προετοιμάσει από την αρχή (έχοντας όμως γενικέψει άστοχα) για τό μεσαίο μόνο κομμάτι τής τελευταίας μας τριετίας σ’ αυτό τό κτήριο : γιατί ούτε στην τετάρτη έδειρε ποτέ κανέναν εκείνος ο (κάπως άχρωμος) δάσκαλος, ούτε στην έκτη ο επίφοβος μεν, αλλά και ειρηνικός όπως αποδείχτηκε (μεγάλος) διευθυντής μας : όλη κι όλη λοιπόν η φήμη αφορούσε τό μεσαίο κομμάτι αυτού τού κομματιού – που προκάλεσε όμως, όπως και να τό κάνεις, μια ταραχή και ένα σοκ ασήκωτο, διότι μολονότι ο προηγούμενος και λίγο άχρωμος δάσκαλος δεν έδειρε ποτέ κανέναν, τό ξύλο που έπεσε στην επόμενη τάξη μαζεμένο και έξαλλο, δεν μάς άφησε εν συνεχεία να χαρούμε καν τόν θριαμβευτικό μας προβιβασμό στο τελευταίο πια κομμάτι τής ολοκληρωτικής εξαετίας – δηλαδή τό απολύτως πολιτισμένο (όπως θα αποδεικνυόταν) κλίμα τής έκτης : που όμως, επειδή είχε προηγηθεί ο εφιάλτης τής πέμπτης, κανείς (νιώθαμε – απαισιοδοξώντας σαν μεγάλοι άνθρωποι πια) δεν μάς εγγυώταν ότι θα ήταν μονίμως κι αυτό πολιτισμένο, και δεν θα ανατρεπόταν μια μέρα απροειδοποίητα και αδικαιολόγητα, και δεν θα ’πεφτε ξαφνικά μια μέρα ξύλο κι εδώ :

αυτός λοιπόν ο τραγικός ήρωας τού τρόμου, που μάς έκανε ξαφνικά ιστορία και έδερνε, ήταν όπως είχαμε μάθει (από κουτσομπολιά τών δασκάλων μεταξύ τους – τά αρπάζαμε όλα στον αέρα) ένας πάμπλουτος άνθρωπος, που δεν είχε καμία ανάγκη να δουλεύει, που τά πουκάμισά του κάναν, λέγαν οι μεγάλοι, όσο ένας μισθός του και ήταν και τέρας μορφώσεως : μάς έκανε τήν ιστορία ολόκληρη, από τόν θεμιστοκλή τόν μιλτιάδη και τόν αριστείδη στό πάταξον μεν άκουσον δε, στο πας μη έλλην βάρβαρος, στο εικοσιένα τόν κολοκοτρώνη και τόν ιωάννη μεταξά που είπε τό όχι (αυτό ήταν η αγαπημένη του ατάκα, ο ιωάννης μεταξάς που είπε τό όχι πρέπει να μάς έγινε κάτι σαν υπνοπαιδεία) πέρασα χρόνια και μεγάλωσα πολύ μέχρι να κουνήσω τό κεφάλι μου και να καταλάβω τί ήταν αυτή η πρόταση που μού είχε κολλήσει σα μέρος τής φύσεως και, με κόπο πολύ να τήν αποχωριστώ – έδερνε δε, πιάνοντας με τίς τεράστιες χερούκλες του, και τραβώντας ολόκληρο τό κεφάλι τού αγοριού (μόνο αγόρια έδερνε) πάντα προς τήν ίδια δίφυλλη πόρτα (είχαμε δύο πόρτες στην τάξη – απ’ τήν άλλη μπαίναν οι σπουδαστές) έριχνε λοιπόν με υπεράνθρωπη δύναμη τό κεφάλι τού αγοριού (σαν να ’ταν κάτι τελείως ξεχωριστό απ’ τό σώμα του) προς τήν δίφυλλη πόρτα τής τάξης απ’ τήν οποία μπαίναμε εμείς, (οι πόρτες ήταν από ξύλο σκούρο λουστραρισμένο και απορούσα, πώς δεν άνοιγαν τά κεφάλια τους, αφού τό ύψος από τό οποίο τά έσουρνε και τά χτυπούσε συμφωνούσε με τό χώρισμα ακριβώς από τά νταμάκια τά σκαλιστά, τά οποία έτσι μού φαινόντουσαν ότι γινόντουσαν και μαχαίρια) φωνάζοντάς του δε, μονίμως από τήν πρώτη στιγμή που θα τόν άρπαζε και μετά θα τόν έσουρνε κεφαλοστουμπηδόν μπροστά μας μέχρι να τόν κοπανήσει επιτέλους σα σκουπίδι στα ξύλα τής πόρτας, μονίμως και μονότονα τό ίδιο ακατανόητο «χάσου να βρέξει»

ήταν ένα ανείπωτο μαρτύριο αυτός ο τρόμος και τό ότι εμείς (χωρίς να έχει ποτέ αυτό ξεκαθαριστεί επισήμως) δεν κινδυνεύαμε, δεν μάς παρηγορούσε παρά ελάχιστα : τά αγόρια, απ’ ό,τι θυμάμαι, σούρνονταν και κοπανιώνταν στην πόρτα μ’ ένα είδος ήρεμης μοιρολατρίας χωρίς να φωνάζουν ή να κλαίνε, αλλά οι γκριμάτσες τους και μόνο (όσες μπορούσαμε να διακρίνουμε κάτω απ’ τίς τεράστιες χερούκλες του) τά κλειστά μάτια και τό ανοιχτό στόμα, τά δόντια που εκτίθενταν γεμάτα πόνο, και τά χέρια που καμιά φορά αν τά κατάφερναν προσπαθούσαν να προστατέψουν τό πίσω μέρος τού κεφαλιού από τά κοφτερά νταμάκια (λίγο–πολύ όλα τ’ αγόρια πρέπει να ’χαν περάσει απ’ αυτό τό βασανιστήριο, και συνεπώς όλα ξέρανε τί πρέπει να προστατέψουν) ήταν ένα θέαμα που σού ’κοβε τήν ανάσα, ακόμα κι αν αυτό τό «χάσου να βρέξει» τίς πρώτες φορές νομίζω μάς προκάλεσε ξαφνικό ομαδικό γέλιο – και στα δυο φύλα : έπειτα τό ότι «εμείς δεν κινδυνεύαμε» έκρυβε κι ένα είδος περιφρόνησης για μάς, που δεν μπορούσαμε να τό αγνοήσουμε : σαν να μην είμαστε εμείς κανονικά και πλήρη μέλη τής τάξης : τό μάθημα τό ’κανε προς όλες, μιλούσε και εξηγούσε προς όλες, αλλά ο θυμός του, όταν έκανε λάθος ένα αγόρι, είχε κάτι υπόγεια και έντονα προσβλητικό ως προς τό ότι μάς άφηνε εμάς εκτός : δεν ήταν ακριβώς ιπποτισμός, δεν ήταν φόβος ότι εμείς είμαστε αδύναμες και θα πεθαίναμε αν μάς έκανε τά ίδια, ήτανε μια ανείπωτη και ανέκφραστη υπόγεια υπόδειξη ότι ο κόσμος του δεν μάς περιελάμβανε ακριβώς, ότι εμείς δεν είμαστε άξιες να τού προκαλέσουμε τέτοιον θυμό, όσα κι αν, τή μέρα εκείνη, επίσης κι εμείς δεν είχαμε θυμηθεί παπαγαλίσει και μάθει

πάντως τό ότι είχαμε ασυλία από τό ξύλο μάς εκτροχίαζε και ελαφρώς, και είμαστε σε θέση εμείς να τόν κοροϊδεύουμε ενώ τ’ αγόρια τόν κοιτάζαν μάλλον μονίμως μουτρωμένα και δεν τόν είχαν καμία διάθεση : έτσι μια φορά που ήρθε φορώντας ένα καινούργιο πουκάμισο που ήταν διάφανο, από πολύ λεπτό μεταξωτό ή καλό νάϋλον τέλος πάντων (αυτά τά περίφημα πουκάμισά του που κάναν όσο ένας μισθός του, όπως είχε πει μια δασκάλα σε μιαν άλλη) τά κορίτσια που καθόντουσαν στο πρώτο θρανίο και είχαν τήν ευκαιρία να τά δουν όλα καλύτερα, χάζεψαν όπως φαίνεται κακαρίζοντας απ’ τά γέλια μεταξύ τους όλην τήν ώρα τίς ρώγες τού στήθους να διαγράφονται καφετιές ολοκάθαρα κι ύστερα στο διάλειμμα γύρισαν προς τά πίσω, προς όλην τήν τάξη, και τραβώντας τίς ποδιές τους στο ύψος τού στήθους με δυο λεπτεπίλεπτα δαχτυλάκια διευκρίνισαν κοροϊδευτικά προς εμάς τίς υπόλοιπες : «τά μεμέ τού κυρίου»

εν πάση περιπτώσει αυτό τό τέρας μάς είχε μάθει διάφορα πράγματα που, ενώ με τή συνοδεία τού ξύλου μάς είχαν εντυπωθεί ως εξίσου απεχθή αλλά και φυσιολογικά, πολύ αργότερα, και κατά διαστήματα αρκετές φορές στη μέχρι τώρα ζωή μου θα διαπίστωνα πως ήταν άγνωστα σε πολλούς, συχνά αριστερούς, νέους φανατικούς για γράμματα, και σχετικά μορφωμένους : θυμάμαι τώρα ας πούμε μία φορά για παράδειγμα, κάποιον γνωστόν που ενδιαφερόμενος ξαφνικά για τή γλωσσολογία νόμισε ότι ανακάλυψε κάτι σπουδαίο διαβάζοντας σ’ ένα σύγγραμμα ότι τό λατινικό αλφάβητο είναι στην πραγματικότητα ελληνικό, και προέρχεται από μια αποικία τών χαλκιδέων : ε, καλά, τού είπα κι εγώ απρόσεχτη, τής ερέτριας είναι, αυτά τά μαθαίναμε στο δημοτικό : μέ κοίταξε σηκώνοντας τά φρύδια του με υποτίμηση και σχεδόν θυμό και είπε «όχι, στο δημοτικό όχι» – τί να τού πεις τώρα, τό ’χουνε οι αριστεροί αυτό τό χούι (αλλά και όλοι οι άντρες γενικότερα) (αυτά τά ’χω μάθει μεγαλώνοντας) τή μια να διαπνέονται από μια αμετακούνητη αυτοπεποίθηση όταν μιλάν με γυναίκες, και τήν άλλη να μη θέλουν γενικά να μάθουν τίποτα αν δεν προέρχεται από άντρα και δη τού κόμματος που συμπαθούν – ή που έχει μια αμετακούνητη και αξιοσέβαστη φήμη

τό χαριτωμένο είναι, και μπορώ να τό πω νομίζω εδώ τώρα που ταιριάζει, ότι ο φίλος αυτός είναι ακριβώς εκείνος που, με τόν σωματότυπο, τά ρητορικά χαρίσματα, και τό διαφωτιστικό του ενγένει πάθος μού θύμισε αμέσως σχεδόν μόλις τόν γνώρισα κείνον τόν σπουδαστή τής θρησκευτικής διδασκαλίας (με τό «τί νομίζετε ότι έγινε μετά λοιπόν παιδιά ; » και «γιατί έγινε αυτό λοιπόν παιδιά ; » και τά λοιπά εκφραστικά χούγια τού ταλαντούχου προσηλυτιστή)

 

 

κτήριο – τά κτήρια

 

εξωτερικά τό σχολείο μας ήταν ωραίο – λοιπόν επειδή μέ πιάνανε κάτι πρωθύστερες νοσταλγίες όταν ήμουν παιδί (οι μεθύστερες ήταν αντιπαθητικές, δεν μέ πιάναν ποτέ : ως προς τίς πρωθύστερες όμως ας πούμε, θυμάμαι μια φορά στην έκτη, που μπήκα ενώ ήτανε διάλειμμα (κάτι είχαμε ξεχάσει στο παιχνίδι, ίσως μια μπάλα, δεν θυμάμαι πια κι έτρεξα πάνω να τήν πάρω) (τά γήπεδα ήταν χαμηλότερα, ήταν οι πιο κάτω αυλές κι από τίς πιο κάτω αυλές) τρέχοντας λοιπόν τότε προς τήν τάξη άνοιξα τήν πόρτα (με τά νταμάκια) κι ετοιμάστηκα να στρίψω προς τό θρανίο μου (που ήταν πάντα αρκετά πίσω (αλλά ποτέ τελευταίο, προτιμούσα τό τρίτο από τό τέλος – από πίσω μου είχα μονίμως λοιπόν κάποιους λούμπεν – μια χαζή που μού κόλλαγε ενώ έλεγε ότι έχει ο μπαμπάς της ρολλς–ρόϋς, και μ’ είχε ρωτήσει μάλιστα μια φορά στο σχόλασμα δεικτικά «δεν ξέρεις τί είναι ρολλς–ρόϋς ; ») αλλά κυρίως έναν περίεργο, εξόχως ευγενικόν, που μέ ρώταγε ακουμπώντας τό κεφάλι του στον λαιμό μου και μες στα μαλλιά μου για να μάθει δήθεν κάτι στη διάρκεια τού μαθήματος (αυτός κάποια φορά πάλι μου ’χε πει με πραγματική απορία : «δεν ξέρεις τί είναι βουλκανιζατέρ ; » καθώς ανακοίνωνε ότι αυτή τή δουλειά έκανε ο πατέρας του) (αργότερα τήν ίδια χρονιά που έγινε στα αγόρια μόδα να μάς κουβαλάν τίς τσάντες μόλις ερχόμαστε τό πρωί ( : να περιμένουν απάνω στις φαρδιές σκάλες που οδηγούσαν προς τήν κάτω αυλή – και μόλις έβλεπαν αυτή που ήθελαν, να καβαλάνε τά πλαϊνά μαρμάρινα τής σκάλας και κάνοντας έτσι μια γρήγορη τσουλήθρα να ’ρχονται και να στέκονται δίπλα μας ρωτώντας, δήθεν υποταγμένα και εμφανώς ιπποτικά, «θέλεις να σού πάρω την τσάντα ; » (μού φαίνεται τώρα αδιανόητο που δεν σκεφτήκαμε ποτέ καμιά μας να πει «όχι», παίρναν λοιπόν τήν τσάντα κι ανεβαίνανε από τίς σκάλες τώρα, πιο γρήγορα προσπαθούσαν από εμάς, προς τήν τάξη) (όταν τέλειωνε κάθε φορά τό έθιμο αισθανόμαστε κάπως  χαμένες αλλά δεν τό ομολογούσαμε φυσικά, ούτε τούς κοροϊδεύαμε ιδιαίτερα – εμείς δεν κάναμε έθιμα με κείνους αλλά κάναμε έθιμα μεταξύ μας, είχαμε συλλογές ας πούμε, και τό είδος τής συλλογής, αν θα ’τανε ηθοποιοί ή σημαίες ή χαρτοπετσέτες ή σκουμπιντού πάλι οριζότανε ξαφνικά, αορίστως από κάπου, κι ακολουθούσαμε όλες – μέχρι ν’ αλλάξει πάλι η μόδα – αυτές οι μόδες ήτανε ξαφνικές λοιπόν και δεν προειδοποιούμαστε : απλώς μια ωραία ημέρα κάναν όλοι τό ίδιο, οτιδήποτε ίδιο ξαφνικά, στην αρχή απορούσαμε, μετά τό απολαμβάναμε, και τό  ίδιο ξαφνικά μια ωραία ημέρα τό έθιμο εξαφανιζότανε – στη διάρκεια αυτού τού εθίμου τότε, εγώ έβλεπα αυτόν με τό βουλκανιζατέρ να μέ περιμένει κάθε μέρα πάνω–πάνω και καθώς ήταν και λίγο στρουμπουλός, είχε πλάκα όπως έκανε μετά τήν τσουλήθρα του κι ελαφρώς ιδρωμένος ρωτούσε κοιτώντας με καλά–καλά (είχε πολύ ωραία κατάμαυρα μάτια πρέπει να πω)  «να σού πάρω τήν τσάντα ; » τόν συμπαθούσα ιδιαίτερα αν και ήμουν ερωτευμένη με άλλον, που ήταν ερωτευμένος με άλλην (μία από τά πρώτα θρανία))) όταν ξαφνικά λοιπόν σταμάτησα και κοίταξα τά θρανία σαν κεραυνόπληκτη : η άφωνη έρημη τάξη έβγαζε μια μουσική στους ήχους τής οποίας ανεβοκατέβαιναν κάτι τελείες σκόνης και ηχούσε ένας ήλιος που έμενε έξω από τά δεν θυμάμαι πόσα παράθυρα με τίς κουρτίνες στριμωγμένες στο πλάϊ κι ολάνοιχτες : και πάνω κει στα θρανία ήτανε αφημένα πεταμένα παρατημένα, σχεδόν με μια φροντίδα ζωγράφου (και παρτιτούρα συγχρόνως μουσικού) πολύχρωμα ρούχα μπουφάν τετράδια ανοιχτά, μολύβια χρώματα πλαστελίνες και θυμάμαι τήν κεραυνοπληξία που ένιωσα και είπα μέσα μου κάτι σαν «αυτός είναι ο τελευταίος μου χρόνος εδώ, αυτό δεν θα τό ξαναδώ» – και αυτό είναι τό πρωθύστερο που σού έλεγα : αυτό λοιπόν ακριβώς μού συνέβη μια μέρα ξανά εξαιτίας τού ότι τό σχολείο μας ήτανε όμορφο : τί όμορφες που είναι οι άσπρες κολώνες με τούς κόκκινους τοίχους πιο πίσω, είπα μια μέρα καθώς τό είδα από απέναντι να πλησιάζει όπως περπατούσα τό πρωί φορτωμένη με τήν τσάντα για να μπω μέσα, και είχε ησυχία ο δρόμος με τά δέντρα, αυτοκίνητο δεν περνούσε, και τό είδα ξαφνικά για πρώτη φορά από μακριά σαν κτήριο

 

 

 

 

και τό λέω αυτό τώρα (ενώ ίσως δεν ταιριάζει ιδιαίτερα, ή δεν ταιριάζει και καθόλου τώρα αυτό που τό λέω) γιατί, με τήν αφορμή τού κυρίου τής πέμπτης που σού είπα, και τού ξύλου που σού περιέγραψα πως τρώγανε τά παιδιά, είχα σκεφτεί πιο πριν (λίγο πιο πάνω) ότι υπήρχανε κι άλλα παιδιά στη γειτονιά πάντως (και για τά οποία ήτανε σα να μη νοιάζεται ποτέ κανείς) και τά οποία πιθανώς να τρώγανε τό ίδιο ή και περισσότερο ξύλο και – δεν ξέρω γιατί τήν είχα αυτή τήν εικόνα κατασκευάσει, από τότε δηλαδή, ότι σε κείνα τά παιδιά ούτε τά κορίτσια δεν θα γλυτώναν τό ξύλο – αυτό τό σκεφτόμουνα με σιγουριά μολονότι δεν ξέρω γιατί

ήταν μάλιστα πολύ κοντά μας αυτά τά παιδιά – δίπλα δηλαδή σχεδόν στο νεοκλασικό συγκρότημα τό δικό μας, υπήρχε, στην ίδια ακριβώς γειτονιά, δυο δρόμους παρακάτω, ένα κανονικό δημόσιο δημοτικό : ήτανε στριμωγμένο ανάμεσα σε κάτι παλιόσπιτα και αυλές που θυμίζανε φτώχεια άλλων εποχών, και που θα γκρεμίζονταν όλα γρήγορα για να γίνουν πολυκατοικίες : και έστεκε στενό στριμωγμένο κι ανύπαρκτο, χωρίς τίποτα να φαίνεται (αυτό ειδικά) να τό απειλεί με  γκρέμισμα : όλοι επίσης φαινόντουσαν να τό θεωρούνε κανονικό σχολείο, και είχε για όνομα έναν αριθμό, ήτανε τό δεκατοπέμπτο : τριγύρω όλα τά σπίτια τής περιοχής (άλλα χαμόσπιτα κι άλλα νεοκλασικά) γκρεμιζόντουσαν για να γίνουν πολυκατοικίες, κι άλλες πολυκατοικίες είχαν ήδη χτιστεί (εκεί κοντά ήταν κι η δικιά μας γι’ αυτό και μπορούσα να τό βλέπω με τήν άνεσή μου αυτό τό δημοτικό) (από τό μπαλκόνι όταν δεν είχαμε μαθήματα, δηλαδή τό απόγευμα – γιατί αυτό τό σχολείο είχε φασαρία  μαθήματα και παιδιά, και πρωί και απόγευμα) : ήτανε πήχτρα στα παιδιά :

τώρα που τό σκέφτομαι, ήτανε φυσιολογική κατάσταση για τόν δρόμο μας η ύπαρξη τού στριμωγμένου και σχεδόν αφανούς σχολείου αυτού, που μπορεί να μη φαινότανε (φαινότανε μόνο η πόρτα του, μια στενή πόρτα μονίμως ανοιγμένη, και μέσα από τήν πόρτα έβλεπες (αν κρυφοκοίταζες) έναν στενό διάδρομο : αυλή δεν υπήρχε (τά παιδιά βγαίναν στον δρόμο μας για διάλειμμα) και αριστερά αυτού τού διάδρομου ήταν τό κτήριο με τίς υποτιθέμενες τάξεις), μπορεί λοιπόν τό σχολείο να ’ταν σχεδόν ανύπαρκτο και να μην φαινότανε, αλλά ακουγότανε σίγουρα : μαζί με όλους τούς άλλους θορύβους που φτιάχναν τήν αέναη μουσική τού δρόμου μας, τά τούβλα, τά σφυριά, τά μπετά, τίς φωνές τών εργατών τίς κοροϊδίες τους, και τά κατά διαστήματα  στεντόρεια (πάντα λαϊκά και πάντα άγνωστα) τραγούδια τους πάνω στις σκαλωσιές (όλος αυτός ο διαρκής και μόνιμος θόρυβος τών πολυκατοικιών που υψώνονταν αφού είχε προηγηθεί ο άλλος θόρυβος από τά νεοκλασικά που γκρεμίζονταν (ένας θόρυβος λίγο διαφορετικός τότε, κυρίως θόρυβος μπουλντόζας και σφυριών, τραγούδια καθόλου, άλλωστε ο θόρυβος τής μπουλντόζας δεν τά επέτρεπε – και η μόνη μουσική ήταν ένας θρηνητικός και δειλός και διστακτικός επικήδειος από μέσα μου, για τά πανέμοφα σπίτια, τίς πανέμορφες βεράντες, τίς πανέμορφες κολώνες που γκρεμιζόντουσαν)) τόσο αυτονόητοι οι θόρυβοι από τήν αρχή (όταν αργότερα εξαφανίστηκαν (άργησα να καταλάβω ότι όλα είχαν γκρεμιστεί, και δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο πια να χτιστεί) μού φάνηκε σαν κάτι πολύ ανώμαλο στην αρχή αυτή η σιωπή, ήταν πραγματικά σαν ησυχία νεκροταφείου, σα σιωπή μετά από κηδεία, τέλος πάντων) και ερχόταν λοιπόν να συμπληρώσει τή χορωδία σαν μετρονόμος τό κουδούνισμα, κάθε μια ώρα, τού σχολείου για τά διαλείμματα (και αμέσως σχεδόν ακολουθούσε θορυβωδώς η θριαμβευτική επέλαση τών παιδιών προς τόν δρόμο και τό κυνηγητό τους τά ουρλιαχτά τους και τό παιχνίδι τους)

και, τώρα που το σκέφτομαι, ήταν άγριο και αχόρταγο τό παιχνίδι τών παιδιών, στον δρόμο που χρησίμευε για αυλή τους, αλλά οριοθετούνταν νοητά σε μια γεωγραφία που τή σέβονταν (δεν ξέρω γιατί) και δεν τήν παραβίαζαν ποτέ : σα να ’χαν ένα βιολογικό αίσθημα γεωμετρίας από τή γέννησή τους αυτά τά παιδιά, ή σα να υπήρχαν χαραγμένες γραμμές κάτω στον δρόμο που λειτουργούσαν στο μυαλό τους σαν πανύψηλα και σεβάσμια τείχη, η υποτιθέμενη αυλή τους δεν ξεπέρναγε ποτέ κατά κανόνα αυτό τό ελάχιστο πλάτος τού ίδιου τους τού σχολείου : ποτέ δεν απλώθηκαν σ’ όλον τόν δρόμο δηλαδή : παίζανε φωνάζανε τρέχανε και κυνηγιόντουσαν στο μικρό ορθογώνιο έξω στον δρόμο που αντιστοιχούσε ακριβώς στο πλάτος τής αξιολύπητης πρόσοψης τού στενού τους σχολείου :

 

 

επομένως δεν παίζανε όλα : γιατί τό σχολείο είχε άπειρα παιδιά και η απόδειξη είναι ότι όταν σχολάγανε ο δρόμος πλημμύριζε : ποιος ξέρει, ίσως κληρώνανε μεταξύ τους βάρδιες παιχνιδιού και ξεσαλώματος εκ περιτροπής για τά διαλείμματα – και τότε ίσως τά υπόλοιπα παιδιά να μέναν να κυνηγιώνται μέσα στις τάξεις ή τόν στενό διάδρομο που αποτελούσε τόν μόνο «εξωτερικό χώρο» τού σχολείου, όπως βλέπαμε όσες κρυφοκοιτάζαμε

πάντως ήταν φυσιολογικά παιδιά, και καλά παιδιά, και τό ξερω γιατί είχα κάνει μια φίλη από κει : δεν θυμάμαι πώς γνωριστήκαμε αλλά μάς ένωσε μάλλον τό πάθος μας τότε για τίς συλλογές που είχαμε (οι μόδες και τά έθιμα που έλεγα κάπου παραπάνω πιο πριν, ήτανε διασχολικά και πανανθρώπινα όπως αποδείχτηκε φαινόμενα, δεν αφορούσαν μόνο τή δικιά μας τήν τάξη) μάλιστα νομίζω ότι μ’ αυτό τό κοριτσάκι γνωριστήκαμε πάνω στην εποχή τής συλλογής τών χαρτοπετσετών : Θυμάμαι που συναντηθήκαμε μια μέρα στον δρόμο και μού έφερε τό δικό της άλμπουμ και έφερα κι εγώ τό δικό μου, και πήγαμε μετά στο σχολείο μου στην αυλή με τίς κούνιες και τά κοιτάξαμε με τήν ησυχία μας, ανταλλάξαμε και μερικές χαρτοπετσέτες (είχα κάποιες που πολύ τίς καμάρωνα (κάτι νομίζω αγγλικές), κι είχε κι αυτή μερικές σπάνιες (κάτι νομίζω ισπανικές)) και ύστερα κάναμε κούνια για αρκετή ώρα θυμάμαι, μιλώντας και λέγοντας τά βάσανά μας

στο σχολείο τό δικό μου τό απόγευμα που ήταν έρημο αν έμπαινε κανένα παιδί να κάνει κούνια, ή να παίξει στις πιο κάτω αυλές μπάλα, δεν τό ενοχλούσε κανείς : υπήρχε φύλακας, αλλά ήταν σαν αόρατος, ήταν ευγενικός και δεν τού έδινε κανείς σημασία, δεν μάς είχε ενοχλήσει ποτέ, ούτε όταν πήγαινα με φίλους μου αγόρια από τήν πολυκατοικία να παίξουμε ποδόσφαιρο στις κάτω αυλές μάς ενόχλησε κανένας – Ήταν ένα ήρεμο και γλυκό και πολύ έξυπνο κοριτσάκι, από τίς καλύτερες φίλες που είχα, και μάς θυμάμαι να κάνουμε κούνια στην πάνω αυλή μερικά ήρεμα απογεύματα ενώ ο ήλιος έπεφτε στα τσιμέντα και τά πλακάκια, και ηχούσε τό τρίξιμο τής κούνιας από τά μέταλλα και οι ήσυχες κουβέντες, και τά σιγανά γέλια

 

 

ο όρκος (αριστεία γ΄)

 

κάπου εκεί, προς τή μέση τής έκτης τάξης έγινε πάντως κάτι ασήμαντο και αστείο, που άλλαξε ελαφρώς και τήν από χρόνια εξασφαλισμένη μας ρουτίνα και ησυχία, και γι’ αυτό τό παρακολουθήσαμε λίγο στην αρχή ως αξιοπερίεργο, διασκεδάζοντας κάπως – και μετά βαρεθήκαμε να τό παρακολουθούμε (νομίζω ότι συμφωνήσαμε όλοι σύντομα πως παραήταν ηλίθιο) : ήρθανε δυο καινούργιοι μαθητές δηλαδή να γραφτούνε στη μέση τού χρόνου (τά περί κλήρωσης επομένως πήγαιναν τώρα εμφανώς περίπατο) και ο διευθυντής μας μάς τούς σύστησε λίγο επίσημα και πολύ φιλικά, παιδιά θα έχετε και δύο καινούργιους συμμαθητές από δω και μπρος, είναι ο τάδε και η τάδε – δεν νομίζω ότι τό είπε ο ίδιος ότι τά νέα αυτά φρούτα (που μας κοιτάζανε ελαφρώς με χαμογελαστό και καταδεχτικό ύφος (θυμίζαν εντελώς τούς σπουδαστές)) ήρθανε από τήν επαρχία, αλλά δεν χρειαζότανε γιατί έγινε σαφές πολύ γρήγορα : δεν είναι ότι είχανε ακριβώς προφορά (αν και είχανε και λίγη προφορίτσα – ο ένας ας πούμε λαρισαίϊκη κι ο άλλος καρδιτσιώτικη (κατά προσέγγιση τά λέω τώρα)) αλλά όλα πάνω τους μύριζαν επαρχία, κυρίως τό ότι εμφανώς δείχναν ότι νόμιζαν ότι πρέπει να είναι πρώτοι – Ο διευθυντής τούς κάθισε αμέσως και επισήμως στην πρώτη σειρά δεξιά, και τούς δύο μαζί, τούς είχε πάρει υπό τήν εύνοιά του (ήταν σαφές πώς κάποια μεγάλα μέσα είχαν πέσει για νά ’ρθουν δυο επαρχιώτες από τά χωριά τους (και χωριστά, δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους, φάνηκε αμέσως αυτό) στη μέση τού χρόνου, προφανώς για να τελειώσουν ένα «καλό σχολείο» : σιγά τά αίματα : εμείς βέβαια δεν είχαμε ιδέα τότε από αυτά, τούς αντιμετωπίσαμε απλώς σαν αξιοπερίεργα και διασκεδαστικά νούμερα (είχαμε κάθε δικαίωμα γιατί αυτοί νομίζανε ότι εδώ που ήρθανε θα γινόντουσαν τίποτα αγώνες για πρωτεία, και ποιος θα βγει πρώτος και διάφορα τέτοια χαζά) (που όμως γίνονταν ίσως στην επαρχία)) –

μοιάζανε με τούς σπουδαστές, αλλά δεν μοιάζανε μεταξύ τους – αυτός ήτανε παχουλός και είχε φάτσα σα μωρό και σα γουρουνάκι μαζί, κι αυτή ήταν ψηλή κι αδύνατη με οστεώδες πρόσωπο και κάτι λαϊκότροπο και παλιομοδίτικο μαζί στην έκφραση – δεν ήτανε πάντως κακά παιδιά, ήτανε μάλιστα επιδεικτικά ευγενικοί με μάς τούς υπόλοιπους αλλά ρίχτηκαν σ’ έναν αγώνα για τό ποιος θα ’ναι πρώτος πράγμα που πήρε τή μορφή μιας διαρκούς κι ακατανόητης μονομαχίας μεταξύ τους, όπου η μόνη της ανάσα ήταν ίσως όταν κατάλαβαν πως η υπόλοιπη τάξη δεν τούς ακολουθούσε, αδιαφορούσε, και θα τούς άφηνε εντελώς ανενόχλητους : (φαντάζομαι ότι κατάληξαν από μέσα τους πως τά παιδιά τής αθήνας είναι κάπως χαζά και καθυστερημένα) : αυτό ακριβώς ήταν και τό επαρχιώτικο στοιχείο στη συμπεριφορά τους, τό ότι δεν κατάλαβαν ούτε στιγμή, ούτε για ένα τέταρτο, πού βρίσκονται – είχαν αυτό τό είδος τυφλότητας προς τό, οποιοδήποτε, περιβάλλον – και προσήλωσης προς τό, οτιδήποτε, θεωρούσαν καθωσπρέπει και σημαντικό, που χαρακτηρίζει μερικούς πολύ βλάκες ανθρώπους : αγωνίζονταν λοιπόν μεταξύ τους ποιος θα βγει πρώτος στα μαθήματα και τό πετυχαίνανε να είναι και οι δύο πολύ καλοί, και να παπαγαλίζουνε τόν κύριό μας άριστα, αλλά τό γιατί έπρεπε αυτό να γίνεται, ήταν και παρέμεινε για μάς τούς υπόλοιπους ένα μυστήριο : ήταν δηλαδή αξιοπερίεργοι όπως κάτι ζουζούνια που πετάνε ξαφνικά στο δωμάτιο έχοντας στήσει έναν καυγά – τό ότι μάχονται μεταξύ τους είναι σίγουρο, τό καταλαβαίνεις απ’ τίς κινήσεις τους, και πολλές φορές κι απ’ τούς ανεπαίσθητους θορύβους που κάνουν τά φτερά και τά ποδαράκια τους όπως παλεύουν – αλλά ακριβώς επειδή είναι έντομα, δεν μπορείς να έχεις ιδέα περί τού τίνος καυγαδίζουν –

(αυτό γίνεται καμιά φορά κι άμα γαμιώνται, αλλά τότε εκεί υπάρχει διαφορά, και στους ήχους, και στις κινήσεις τών ποδιών, για όποιον έχει παρακολουθήσει τά έντομα)

κάτι γινόταν λοιπόν που δεν τό καταλαβαίναμε – λόγια δεν λέγονταν αλλά σαν να σκοτωνόντουσαν κάποιοι εκειπέρα μπροστά μας χωρίς λόγια

πάντως ήτανε καλά παιδιά – παρέες και φιλίες δεν μπορώ να πω ότι έκαναν, αλλά όταν σε κάνα διάλειμμα γύριζαν πίσω και μιλούσαν σ’ εμάς τούς υπόλοιπους ήταν ευγενικοί – ο χοντρούλης πολύ χαμογελαστός, και η ξερακιανή μ’ ένα κάπως επιθετικό και ντόμπρο υποτίθεται ύφος : αλλά τό πόσο δεν θα τά κατάφερνε ποτέ να γίνει μέρος τής τάξης μας τό έδειξε ακριβώς με τήν πιο χαριτωμένη ας πούμε, και ένδοξη και γενναία της πρωτοβουλία και στιγμή : είχαμε πάει μια εκδρομή κι είμαστε μέσα στο πούλμαν – και ξαφνικά σηκώθηκε μπροστά–μπροστά να μάς τραγουδήσει – και τό ίδιο τό ότι σηκώθηκε να μάς τραγουδήσει, αλλά και τό είδος τού τραγουδιού που διάλεξε να πει, όλα φωνάζανε από μακρυά πως νόμιζε ότι είμαστε πια ένα, και πώς είχε ενσωματωθεί απολύτως : έτσι έβαλε τά χέρια στη μέση (κι άλλοτε τά σήκωνε και προς τ’ αριστερά ή δεξιά) στήθηκε μπροστά σε όλους εκεί, στον στενό διάδρομο τού πούλμαν και καθώς αυτό έπαιρνε τίς στροφές του, αυτή μάς απέδειξε με πολύ κέφι ότι δεν είχε ιδέα πού βρίσκεται (και ούτε θα αποκτούσε ποτέ)

γιατί εμείς, τά τραγούδια που λέγαμε ήτανε πάντα μοντέρνα, όπως εκείνο τό

μαρίνα μαρίνα μαρίνα / τι βόλιο πουπρέστο σποζά /
ο μια μπέλ’ αμόρε κλπ, κλπ, / ο νο νο νο νο νο /

και τά λαϊκά τά ’χαμε μόνο για να γελάμε – όπως όταν μια φορά που περπατάγαμε με τή φίλη μου στο δρόμο προς τή βασιλίσσης σοφίας για να πάμε σπίτι της (σε κείνο τό υπέροχο κτήριο τό ροζ – υπάρχει ακόμα – είχε θυμάμαι ακόμα και στους ατέλειωτους μακριούς του διαδρόμους ένα σκούρο παρκέ) (και η οποία, μιαν άλλη μέρα, βλέποντας εκείνην τήν πολύ όμορφη (και γλυκιά) κυρία στον δρόμο (τήν καμαρώναμε συχνά γιατί έμοιαζε και με μια ηθοποιό) ανακοίνωσε εντέλει αποφθεγματικά ότι «αυτή είναι η γλύκα τού κολωνακιού» (διότι τέτοια ήταν τά ελληνικά και τά λαϊκά που ξέραμε εμείς, και μού άρεσε πάρα πολύ αυτή η πρόταση (και η γενική βέβαια) ώστε τήν επαναλάβαινα κι εγώ όσο μπορούσα, όταν είχα καμιά ευκαιρία – πάντα μακριά απ’ τή μάνα μου) και αισθανόμουνα ότι έχουμε μια επιπλέον αλληλεγγύη με τή φίλη μου, τών οποίων και οι δύο μαμάδες, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν γλύκες, αλλά μάλλον ψηλομύτες ξυνές)) λοιπόν καθώς πηγαίναμε προς τό σπίτι της στάθηκε στη μέση τού πεζοδρομίου, για να μού δείξει πώς είναι μερικά λαϊκά, και κουνώντας τά χέρια πάνω απ’ τό κεφάλι άρχισε να τραγουδάει πολύ ωραία «σήκω χόρεψε κουκλί μου, να σέ δω να σέ χαρώ, τσιφτετέλι τούρκικο» και μού φάνηκε πολύ αστείο (κυρίως βέβαια η λέξη κουκλί) και έπεσα κάτω απ’ τά γέλια (που λέει ο λόγος) και πάντως κάναμε πολλή φασαρία εκεί πάνω στο πεζοδρόμιο και οι δύο φωνάζοντας : άκου κουκλί : αλλά και η λέξη τσιφτετέλι ήτανε πολύ αστεία, και εντελώς καινούργια

λοιπόν αυτή σηκώθηκε κεφάτη, και νομίζοντας ότι μάς έχει μάθει, όλες και όλους, και ότι έχει ενσωματωθεί απολύτως, βάζοντας τά χέρια στη μέση τραγούδησε εκείνο τό « η μάνα ο πατέρας κι ο αδελφός μου / λένε πως έχασα τό νου μου και τό φως μου / λένε πως είμαι μια τρελλή / αφού αρνήθηκα πολύ / να παντρευτώ έναν γεράκο παραλή »

και που είχε τό πολύ γνωστό (θα νόμιζε φαντάζομαι (αλλά οπωσδήποτε και ρυθμικό)) ρεφραίν :

μα εγώ αγαπώ έναν τύπο
έναν τύπο καταπληκτικό
που ’χει βρει τής καρδιάς μου τόν κτύπο
έναν τύπο παιδί λαϊκό

έναν τύπο με λίγους παράδες
που γι’ αυτό δε μέ νοιάζει σταλιά
έναν τύπο με λίγες κουβέντες
μα με γλύκα πολλή στα φιλιά / λαλαλαλαλαλαλα

και σήκωνε και τά χέρια απ’ τή μέση κι έκανε στον αέρα διάφορα σχέδια, όπως κάναν φαντάζομαι ότι φανταζότανε οι διάφοροι τραγουδιστές

διασκεδάσαμε πολύ κι όταν τέλειωσε, αφού μάς πέρασε λίγο η έκπληξη και η αμηχανία και η σχετική παγωμάρα που πρέπει να έπιασε στην αρχή εκεί τά πρώτα καθίσματα, νομίζω ότι μερικές χειροκροτήσαμε κιόλας μαζί με τά γέλια – άλλωστε εκδρομή είμαστε – Όμως από τά πίσω καθίσματα ξαφνικά, που ήταν κυρίως αγόρια (μεσαία και λούμπεν, και σίγουρα τά πιο επιθετικά) ακούστηκε ένας που σαν να ανέλαβε να σώσει τήν τιμή τής τάξης – κι έτσι από τό βάθος και τή σκοτεινιά τού πούλμαν αναδύθηκε μια φωνή :

– άντε από δω μωρή χαζή

σιωπή επακολούθησε (σιωπή δίσημη : απ’ τή μια νιώσαμε πλήρεις που κάποιος έσωσε τήν τιμή τής τάξης, κι απ’ τήν άλλη τό βρισίδι προς τήν ξένη ήταν σίγουρα ένα έμμεσο βρισίδι και προς εμάς, τά κορίτσια γενικά) κι έτσι κάτσαμε λίγο στη σιωπή και ύστερα στραφήκαμε ο καθένας με τήν παρέα του στα δικά του, και κοιτάζαμε απ’ τό παράθυρο τά τοπία και τό ξεχάσαμε Αλλ’ αυτή όπως φαίνεται, όχι : κι έτσι σε λίγο ξανασηκώθηκε στη μέση τού διαδρόμου και φώναξε τήν πληρωμένη (και γεμάτη αξιοπρέπεια) απάντηση :

– ευχαριστώ πολύ γιάγκο

(αλλά δεν απαντούσαν έτσι στον γιάγκο : η απάντηση στο «άντε από δω μωρή χαζή» ήτανε ένα, εξίσου άγριο, «άντε από δω μωρέ χαζέ», κι όχι «γιάγκο, σ’ ευχαριστώ πολύ» : αυτό, μολονότι τό θαυμάσαμε με τό στόμα (κρυφά) ανοιχτό, μάς επανέφερε στην τάξη γιατί απόδειξε ότι αυτή δεν ανήκε, ό,τι και να ’κανε, στην τάξη μας)

γενικά λοιπόν, οτιδήποτε γινότανε μ’ αυτούς τούς δύο απόδειχνε ότι δεν καταλαβαίνανε τίποτα (ο γουρουνίτσος ήταν σοφά πιο απόμακρος και προσεκτικός) – και τήν ώρα που στα γράφω τώρα αυτά (πράγμα που αποδεικνύει ότι τό γράψιμο ενισχύει τή μνήμη) (ενώ από μια άλλη άποψη τή σβήνει κιόλας, γιατί είναι γεγονός ότι τήν ώρα που γράφεις κάτι, αυτό σα να  εξαφανίζεται) θυμήθηκα ότι ήτανε και οι δύο παιδιά στρατιωτικών : ναι, μάλιστα, έτσι εξηγείται και τό δυνατό μέσο για νά ’ρθουνε καρφωτοί μεσοχρονίς στο σχολείο (τί κλήρωση και ξε–κλήρωση και αρχίδια καλαβρέζικα (βέβαια είχαμε κι άλλα παιδιά στρατιωτικών αλλά μένανε στην αθήνα – ήτανε όλα κατά σύμπτωση αντιπαθητικά, αλλά μένανε στην αθήνα – αυτά τά δύο πρέπει να ’χανε γυρίσει με τά στρατιωτικά έθιμα όλες τίς επαρχίες))

 

 

μετά τό δημοτικό δεν ξανασυναντηθήκαμε ποτέ, παρά μόνο εγώ θα ξανάβρισκα τόν γουρουνίτσο (από πολύ μακριά εννοείται, κι από τό τέλος μιας ξύλινης αίθουσας) μία μοναδική μέρα στο πανεπιστήμιο (και κάτω από τίς πιο γελοίες συνθήκες) : τή μέρα δηλαδή τής ορκωμοσίας τών πρωτοετών

στην οποία πήγαμε με τή φίλη μου – και ποιος ξέρει δηλαδή γιατί πήγαμε σε κείνη τήν ορκωμοσία τών πρωτοετών ; κατά πάσα πιθανότητα επειδή είμαστε πρωτοετείς – τό πανεπιστήμιο ήτανε πεθαμένο –

πήγαμε λοιπόν από περιέργεια με τήν κολλητή μου από τό λύκειο (που η χούντα τό ξανάκανε γυμνάσιο, ποτέ δεν καταλάβαμε γιατί) και καθώς είχαμε μπει με τίς 5 πρώτες θα παίρναμε μία υποτροφία – πράγμα πολύ ωραίο καθώς μάς βόλευε για να φύγουμε απ’ τό σπίτι μας και να πιάσουμε δικό μας : είμαστε λοιπόν ευτυχείς και πιστεύω ότι τήν ορκωμοσία θα μπορούσαμε να τή γλυτώσουμε αλλά πήγαμε : τό πανεπιστήμιο ήτανε πεθαμένο

η αίθουσα ήτανε πήχτρα και τριγυριζότανε από αυτά τά καφετιά λουστραρισμένα ξύλα που συχαίνομαι : δεν ξέραμε φυσικά κανέναν και χωθήκαμε πίσω πίσω πίσω, στο τέλος τής τεράστιας αίθουσας έτσι που να ’χουμε πλήρη εποπτεία τού τί βλακείες θα γίνονταν : μπροστά μπροστά φυσικά δεν βλέπαμε, θα υπήρχε κάποιο έδρανο, θα ’ταν μαζεμένοι μάλλον τίποτα καθηγητές : για αρκετή ώρα έβγαινε από κει μια αναστάτωση πάντως, κι ο γνωστός θόρυβος από έντομα που κάνουν μεταξύ τους τελετές ακατανόητες : κι ύστερα μια καταγέλαστα αυστηρή φωνή ακούστηκε να προλογίζει και να μάς ενημερώνει ότι από τούς νεοεισελθόντες αυτός που ’χε μπει πρώτος στη νομική, θα διάβαζε τόν όρκο, και οι υπόλοιποι έπρεπε να σηκώσουν τό ένα χέρι με τρία δάχτυλα ενωμένα, για να ορκιστούνε μαζί του : κι αμέσως μετά ακούστηκε μια αγέλαστη φωνή να διαβάζει ένα αλαμπουρνέζικο κείμενο εις άπταιστον αρχαϊκήν : μεγάλο μέρος από τό πλήθος, οι μπροστά–μπροστά τά βλήτα, είδαμε να σηκώνουν τά χέρια τους ενώ για πολλή ώρα τό αρχαΐζον κείμενο συνεχιζόταν στομφώδες και ακατανόητο : επειδή κρατούσε πολλή ώρα άρχισαν να διαχέονται στην αίθουσα ενοχλημένοι ψίθυροι, που στο τέλος, όταν έφτασαν σε μάς, δεν ήταν πια ενοχλημένοι αλλά ξεκαρδισμένοι : ένα γενικό υπόγειο φτύσιμο σα φίδι διέσχισε τήν αίθουσα κι έφτασε ώς πίσω : δεν τό διαβάζει, έλεγαν, τό λέει απέξω : «καλέ, τό βούρλο δεν τό διαβάζει, ο σπασίκλας τό λέει απέξω» : για όλες τό νέο μπορεί να ήταν ξεκαρδιστικό και απίστευτο, αλλά όχι για μένα : ήδη μού είχε χτυπήσει ένα ανατριχιαστικό σφυρί στο κεφάλι, διότι τό όνομα και η φωνή ήταν απείρως γνωστά – δεν είπα τίποτα γιατί δοκίμαζα κείνη τή φρίκη τού να βρίσκομαι απροειδοποίητα σε δύο χώρους, και σε δύο χρόνους, ταυτοχρόνως : βέβαια τό όνομα δεν μπόρεσα να τό θυμηθώ αμέσως, αλλά η φωνή του μού θύμισε τόν γουρουνίτσο να παπαγαλίζει καμαρωτά κάθε μέρα σ’ εκείνη τήν έκτη τάξη, και λίγο μετά επανήλθε και τό όνομα : κι όσο συνέχιζε η φωνή, τόσο επανερχόταν και τό όνομα : ήταν η μέρα τής δόξης του αυτή, κοίτα να δεις: μία ζωή αριστεύων για τήν παπαγαλία του, δεν θα τήν επεδείκνυε και στη μοναδική περίπτωση που καθόλου δεν τή ζητούσαν ;

δεν τόν ξανάκουσα ποτέ : όταν τό πανεπιστήμιο ζωντάνεψε κι έγινε όμορφο με όλους εκείνους τούς κινδύνους και τήν ελευθερία τού κόσμου, αυτός (και οι άλλοι σπασίκλες από τό λύκειο) (που ’χε ξαναγίνει γυμνάσιο) θα εξαφανιζόντουσαν μυστηριωδώς, θα ’λεγες αν δεν ήξερες, από προσώπου γης : αλλά δεν υπήρχε κανένα μυστήριο : ο κίνδυνος σε κάνει δημιουργικό και θέλει να μιλάς με τά δικά σου λόγια, ούτε υπάρχει παπαγαλία στα σπουδαία, ούτε στη ζητάει κανείς.

 

 

 

φωτογραφίες henri cartier–bresson

 

 

 

φωτογραφίες : vitaliano bassetti και robert doisneau

 

 

 

 

 

 

Start a Blog at WordPress.com.