όσοι μπαίνετε στους κήπους και αγαπάτε τούς κάκτους ξέρω ότι τό ξέρετε : ότι όσοι (μερικοί δηλαδή από όσες) (με ανθρωποκτόνο μυγοκτόνο χρονοβόρο και ακατανόητο πείσμα) γράφουμε (και αλλιώς + αλλού), δεν συρρικνώνουμε τή ζωή μας στο χαρτί (τουλάχιστον) για να ’χουνε να κάνουνε μερικοί καλοί άνθρωποι που μαστίζονται κι από τήν κρίση φτηνά δώρα στα βαφτιστήρια τους (όπως κατά κόρον έχω ακούσει ότι ζητιανεύουν από τηλεοράσεως οι έλληνες εκδότες και πολύ πριν τήν κρίση) ( : βλέπω εξάλλου ότι και εδώ μια παρόμοια αντίληψη θεωρείται λογική, ανώδυνη και ταιριαστή, ακόμα και για διανοούμενους τής βλογόσφαιρας – όχι δεν θα βάλω λινκ) : η τσέπη μας λοιπόν αρκετά υποφέρει (τί να κάνουμε, έχουμε κι εμείς τσέπη – παρανόμως σχεδόν, παραδόξως ασφαλώς) από τήν συρρίκνωση σε έναν εαυτό (μία εαυτή) που δεν πουλάει κατά κανόνα στο ευρύ (πόσο στενό…) κοινό τό οποίο άνετα δικαιούται (αυτό, ναι) και να έχει τσέπη και να θέλει να κάνει φιγούρα διανοούμενου στην αμμουδιά… : ευτυχώς ή δυστυχώς ό,τι κάνω (ας μιλήσω για μένα, αν και είμαι σίγουρη ότι και για κάποιους ακόμα άλλες μιλάω) δεν γίνεται όλο αυτό για να ανακουφίζεται καμία (απολύτως) τσέπη – ούτε και νοιαζόμαστε για τό αν θα ’χετε ή δεν θα ’χετε να διαβάζετε και καμιά μαλακία για να περνάει η ώρα μετά τό μπάνιο
μερικές μελαγχολικές προτάσεις (προς σκέψιν
ακρόασιν ανάγνωσιν θέασιν) :
καταρχάς υπήρχε ένας συμπαθητικός βιβλιοπώλης που δεν τά έλεγε και άσχημα (ως προς τίς τιμές είχε δίκιο δηλαδή…) (είναι κι από τήν επαρχία…) αλλά τό βίδεο αρνείται να ανέλθη, και δεν μπόρεσα να βρω άλλα στο γιουτούμπ, πολύ πιο διασκεδαστικά εκείνα, με τούς ένδοξους εκδότες τής αθήνας να διαφημίζουν καμαρωτά από τήν τηλεόραση, μαζί με τούς συγγραφείς τους, «τό βιβλίο ως τό φτηνότερο δώρο»
συνεπώς