σημειωματαριο κηπων

18 Μαΐου 2012

ο εθνικισμός οι επίδοξοι δικτατορίσκοι και η ποίηση μετά τό άουσβιτς

.

  

.

   διακοπή τών καβαφικών για άλλη μια φορά σήμερα (αυτές είναι οι εκλογικές περιπέτειες τού καβάφη…)

   αλλά καθώς πάμε για νέες εκλογές αισθάνομαι τήν ανάγκη να ανατρέξω στα προεκλογικά συμβάντα τών αμέσως, προ δεκαημέρου, προηγούμενων :

   μόνο που αυτό σήμερα δεν είναι ανάρτηση αλλά μάλλον κατάβαση και μάλλον, επιπλέον, κάτι σαν γράμμα, τελείως μάταιο όμως :

   και μάταιο και άχρηστο, γιατί αυτοί στους οποίους θα απευθυνόταν δεν θα τό διάβαζαν ποτέ, όσοι θα τό διαβάσουν ήδη όλ’ αυτά τά ξέρουν, και καταλήγει τελικά να είναι ένα γράμμα που επιστρέφει ως μονόλογος στον αποσβολωμένο εαυτό του : αυτή είναι και η μόνη του χρησιμότητα – η χρησιμότητα που έχουν συνήθως με άλλα λόγια όλα τά γραφτά : να ειπωθούν, τά πράγματα, απλώς : και να τά πω κατασκευάζοντας (επιπλέον) τήν (καταχωνιασμένη) αυταπάτη ότι θα μπορούσε να τ’ ακούσει, σ’ ένα άλλο σύμπαν, και κάποιος απ’ αυτούς που ψήφισαν στις εκλογές έναν επίδοξο δικτατορίσκο – για να διαμαρτυρηθούν που η πολιτική ζωή στη χώρα δεν αποτελείται από τελείως άψογους δημοκράτες :

   περίεργο φάρμακο μα τήν αλήθεια : ακόμα και τά παιδιά ξέρουν ότι δεν πρέπει να παίζουν με τά κρυμμένα πηγάδια, γιατί μπορεί να πέσουν μέσα : ακόμα και τά άλογα ζώα έχουν ισχυρότερο ένστικτο αυτοσυντήρησης – δουλεύουν με τή μύτη, μυρίζονται καλά τούς εχθρούς τους ακόμα κι αν είναι τυφλά, και δεν βλέπουν καθόλου. Ακόμα κι αν πεινάνε και τούς ρίξεις τροφή, τή μυρίζουν πριν τή φάνε – οι γάτες σίγουρα – τά μυρίζονται δηλαδή τά σάπια

   μόνο εμείς ως ανώτερο είδος έχουμε αναπτύξει τόσο τό μυαλό μας που να χάσουμε όλες τίς άλλες αισθήσεις – και τό μυαλό μας δουλεύει και μονόπαντα : δεν είναι τέλειοι δημοκράτες αυτοί που κυβερνάνε, φέρε αυτούς που μισούν τήν ίδια τήν έννοια τής ελευθερίας εν τή γενέσει της : τό τέλειο φάρμακο – ποιό άλλο ζώο μπορεί να ’ναι τόσο ηλίθιο;

   η αλήθεια είναι ότι αρχικά δεν ήθελα ν’ ασχοληθώ ούτε γι’ αστείο μαζί τους – μού χαλάει και τήν όλη αισθητική τό θέμα, πέρα από τό ότι θα τό θεωρούσα και μάταιο διότι είναι παμπάλαια και τά λόγια κι η ρητορική τους, παμπάλαια κι επαναλαμβανόμενα : τό ζήτημα είναι απλώς ότι οι αρουραίοι αυτού τού είδους αρχίζουν κι αποκτάνε δύναμη όταν η ζωή μας δυσκολέψει – και ξέρουμε καλά πόσο έχει δυσκολέψει : και τό ότι ερμηνεύουμε τά πράγματα διαφορετικά δεν αλλάζει και πολλά πράγματα σε όσα παράλογα μάς έχουν κάτσει στο σβέρκο (αν και από μία άλλη άποψη μπορεί και να τ’ αλλάξει κάποτε όλα εντελώς) : αλλά μ’ έτρωγε και τό σαράκι κι έκατσα να τούς δω στην τηλεόραση –

.

  

.

   αυτό που μού ’κανε καταρχάς εντύπωση είναι τό πόσο, οι δημοσιογράφοι που τούς μιλάνε, είναι καταβάθος εντελώς ανίκανοι (για να μην πω τό φαρμακερό απρόθυμοι) να τούς αντιμετωπίσουν – και πόσο, ακόμα και μέσα από τίς διακηρυγμένες αντιρρήσεις τους, παίζουνε στο δικό τους γήπεδο τελικά : θα ’θελα κάπως αλλιώς να γίνει δηλαδή τό πράγμα – χωρίς να σημαίνει ότι αυτό που θα ’θελα θα ’ταν και τό σωστό, ή και ότι θα ’ταν πράγματι πραγματοποιήσιμο : διότι είμαι σίγουρη ότι κανένα από τά πρόσωπα που βασανίστηκαν απ’ τήν τελευταία δικτατορία τους (εκείνοι που βασανίστηκαν επί μεταξά δεν ζούνε πια νομίζω), (τήν ξεχασμένη δηλαδή (πια) χούντα τών συνταγματαρχών που οι νεοεισελθόντες αστέρες τής βουλής θαυμάζουν) δεν θα καταδεχόταν ούτε να τούς φτύσει, όχι να τούς μιλήσει κιόλας – αλλά πολύ θα τό χαιρόμουν τελοσπάντων τουλάχιστον αν, καπάκι με τό αρλουμποειδές τους θράσος, κι αντί να μιλάει μόνο ένας τραγουδιστής ή ένας συγγραφέας αστυνομικών (όχι πως δεν είπαν και κάνα σωστό) είχαμε τήν κίττυ αρσένη ή τή νατάσα μερτίκα ή τήν δώρα καλλιπολίτη (κι άλλες, κι άλλους – απ’ αυτές που με κίνδυνο τής ζωής τους αυτοαμυνόμενες, αντιστάθηκαν κάποτε) και να πουν δυο κουβέντες δηλαδή όχι σ’ αυτούς αλλά σε μάς : ένα αδιόρατο άρωμα να αναδινόταν επιτέλους για τό τί περάσανε κάποτε άνθρωποι στα χέρια αυτών που δεν γουστάρουν τή δημοκρατία, ούτε τήν ατελή ούτε, πολύ περισσότερο, τήν τέλεια – αυτήν που θα ’ξερε δηλαδή να τούς κόψει σίγουρα και τά πόδια και τόν βήχα

   ή έστω κάποιος να διάβαζε απ’ τό βιβλίο τής αρσένη ή τού κοροβέση δυο αποσπάσματα περί τών βασανιστηρίων τους, και μια που ο μουστακλής ή ο καράγιωργας δεν ζούνε πια, θα μπορούσανε να βάζανε τό βίντεο κείνο όπου ο μουστακλής δεν μπορούσε να μιλήσει παράλυτος απ’ τά βασανιστήρια, κι έκανε απλώς νοήματα για τό τί πέρασε – κραυγάζοντας μονάχα «όχι, όχι» όταν τόν ρώτησαν αν στη διάρκεια τής ανάκρισης μίλησε. Όχι για τούς ίδιους τούς χουνταίους – αυτοί τά ξέρουν, και θέλουν να τά ξανακάνουν και χωρίς αναστολές, όπως φάνηκε ξεκάθαρα (όποιος έχει μάτια βλέπει) – αλλά για σάς (θα ’γραφα στο γράμμα, αν τό ’γραφα) που τούς ψηφίσατε : γιατί πάνω σας πατάνε, και με τή δικιά σας ψήφο θέλουν να ξαναχτίσουν τήν κόλαση

   : πατώντας πάνω στις ατέλειες τής δημοκρατίας είναι που βασιλεύει (χωρίς καθόλου να δύει) τό θράσος τους – όπως πάνω στις ίδιες ατέλειες βασιλεύει ακριβώς ο γενικός θυμός ημών τών υπολοίπων…

   φυσικά δεν είναι κακό να θυμώνουμε – είναι τό πρώτο υλικό απ’ τό οποίο κατασκευάζεται λόγω ενός γενικού και σχεδόν ακατανόητου έρωτα προς τόν κόσμο η μανιασμένη και πεισματωμένη πράξη που αργότερα, μάλλον αφηρημένα (ή μεγαλόστομα) ονομάζεται αντίσταση, ενώ θα ’πρεπε να ονομάζεται απλώς έρωτας – ή αγάπη, ή καλοσύνη. Και αυτό ξέροντάς το οι χουνταίοι προσπαθούν να σάς πάρουν τό όπλο τού θυμού μες απ’ τά χέρια και να σάς κάνουν να στρέψετε τό όπλο αυτό εναντίον σας κι εναντίον μας – ν’ αυτοκτονήσετε δηλαδή σαν μανιασμένα και πεισματωμένα να μισείτε τόν κόσμο όλο – ιθαγενείς κι αλλόθρησκους και τόν εαυτό σας μαζί –

 

   δεν θ’ αναλύσω ένα προς ένα τά «επιχειρήματα» που άκουσα – δεν τό αντέχει τό στομάχι μου, ομολογώ – κι έτσι, ένα δυο τρία πράγματα μόνο :

   καταρχάς, σε σχέση μ’ αυτή τή θρασύτατα και επιδεικτικότατα αποενοχοποιημένη προβολή τής ιδεολογίας, και τό «δεν είμαστε ναζιστές, είμαστε εθνικιστές» : επειδή δηλαδή ποντάρουν στην εγγενή λεξιλαγνεία που γεννιέται σε λούμπεν και όχι μόνο στρώματα τής εδώ κοινωνίας, επιχειρώντας να τά απαλλάξουν από τίς ελάχιστες αλλά υπαρκτές ενοχές για τήν εγγενή τους έλλειψη παιδείας : είναι τό ίδιο – αν και λίγο χειρότερο – : μού κάνει εντύπωση δηλαδή πόσο ο σημερινός φασισμός στη χώρα αυτή (κι ίσως όχι μόνο) δεν επενδύεται καν με τήν ανάγκη τού παλιού εκείνου γερμανικού ή ιταλικού για τά προσχήματα : ο «εθνικοσοσιαλισμός» μπορεί να ήταν μια μπαρούφα επί τής ουσίας ως νόημα, είχε όμως ένα νόημα όταν συνόδευε τήν ιδέα τού εθνικισμού ως «γενικού μίσους» με μια απόπειρα οικειοποίησης και τής ιδέας μιας «γενικής αγάπης» στο όνομα τού σοσιαλισμού : αυτό λοιπόν δεν (τούς) χρειάζεται πλέον : σκέτο μίσος φτάνει, και χωρίς να κρύβεται

   αυτό είναι ένα επιχείρημα που δεν μπορεί να διατυπωθεί βέβαια ως έχει : εκείνο όμως που λέγεται ανοιχτά, στοχεύει πάλι κουτοπόνηρα στην συμπλεγματική ωραιοπάθεια τού απαίδευτου : δεν συμφωνούμε με κείνα, γιατί ήταν ξένα : εμείς έχουμε τά δικά μας – και τα δικά μας είναι πάντα κάποιοι δικτάτορες – ο μεταξάς που είπε τό όχι ( η ιστορία ως κακοχωνεμένο σύνθημα), ο παπαδόπουλος και ο παττακός (που στη φυλακή ανήκαν στις ψυχούλες (τούς παίρνει μαζικά και ελεήμων η μπάλα μαζί με τούς άλλους «καλούς ανθρώπους, που είναι κατά κανόνα στη φυλακή ακόμα και (ή κυρίως) ως δολοφόνοι»)) : εξάλλου «στη φυλακή δεν είναι πάντα οι κακοί» – νά και η φιλική οικειοποίηση συνθημάτων απ’ τήν περιρρέουσα αναρχίζουσα αμφισβήτηση μιας ξέπνοης κοινωνίας για τήν όντως ανύπαρκτη δικαιοσύνη

   σαν τό τυρί για τό (μόνο όταν δεν κοστίζει) αναρχίζον ήθος ως δόλωμα στη φάκα τής ζαλισμένα αυτάρεσκης άγνοιας τού μέσου αστού – να μην παραβλέψει πάντως κανείς τό γεγονός ότι τό δημοφιλές αναρχίζον δόλωμα στην περίπτωση τού φασίστα διαπράττει διακρίσεις που κάνουν διαυγέστερες τίς επιλογές του, καθώς η αλληλεγγύη αφορά αποκλειστικά τούς δολοφόνους (συμπεριλαμβάνοντας έτσι τούς καταδικασμένους και έγκλειστους τότε δικτάτορες) ενώ αδιαφορεί για τούς μικροκλέφτες και ναρκομανείς προς τούς οποίους κατά κύριο λόγο απευθύνεται μια τέτοια αλληλεγγύη αν είναι όντως ορθολογικής και, κάπως τέλος πάντων, γνήσια ελευθεριακής κατεύθυνσης

   είδα τόν εθνικισμό να τόν αποδέχονται ως αξιοπρεπή όρο χάσκοντας οι δημοσιογράφοι μας : δεν μού κάνει εντύπωση αν και θα μπορούσα να ρωτήσω από πότε λοιπόν άρχισε να θεωρείται ότι ο εθνικισμός (μπορεί να) είναι και καλό πράγμα; (και τί ουσιαστικά σημαίνει εθνικισμός πέραν τού γενικού μίσους που τόν γεννά και τό οποίο μετά, ως αυτοάμυνα κιόλας, τό ανατροφοδοτεί με τή σειρά του ο ίδιος;) Γιατί πέρασαν κάτι αιώνες από τήν εποχή που μπορούσαμε να είμαστε όντα συνηθισμένα που αποδέχονται ήσυχα ότι ο εθνικισμός (όπως και ο μισογυνισμός (πάντα τόν συνοδεύει)) είναι ρατσισμός και τίποτα παραπέρα; Τί αποβλάκωσε αυτές τίς ηλικίες ή τίς γειτονιές ή τά είδη; Και τά αποβλάκωσε όντως, ή απλώς τώρα εκφράζουν ανοιχτά αυτό που κάποτε θεωρούνταν τόσο πολύ βλακώδες κι απαράδεκτο, ώστε ντρεπόντουσαν να τό υπερασπιστούν; Και γιατί τότε ντρεπόντουσαν και τώρα όχι; Και γιατί τώρα δεν θεωρείται ο εθνικισμός δηλαδή χοντρή και απαράδεκτη μαλακία;

   μεγάλα βέβαια και μεταφυσικά ερωτήματα, που εξάλλου έχουν απαντηθεί κι εν πολλοίς : άλλοι λεν ότι πάψαμε να ντρεπόμαστε για τούς εθνικισμούς μας μετά απ’ τήν κατάρρευση τού υπαρκτού, κι απ’ τούς πολέμους που ακολούθησαν μεταξύ βιαίως συνυπαρξάντων και μηδέποτε αλληλοχωνευθέντων λαών, κι άλλοι τονίζουν συγχρόνως τήν κυριαρχία τών αγορών που μετατράπηκε σε μόνη ουσιαστικά κυβέρνηση επί τού πλανήτη ισοπεδώνοντας για λόγους οικονομίας διαφορές που έκρυβαν πίσω τους κάτι ουσιαστικότερο για τά ήδη καταπτοημένα και ομογενοποιημένα άτομα : έτσι η (ομαδική) αυταρέσκεια επέστρεψε ως τό μόνο πρόσωπο που μπορούσε να πάρει τώρα πια η παλιά εκείνη προσπάθεια αυτογνωσίας. Αλλά φυσικά όλ’ αυτά δεν φτάνουν, μοιάζουν και λίγο τεχνοκρατικά, και δικαίως – γιατί απλούστατα όλα αυτά είναι οι λόγοι μετά τόν λόγο :

   αλλά ο λόγος είναι τό ιερό ταμπού που ως συνήθως στις θρησκείες δεν λέμε τ’ όνομά του ποτέ : γι’ αυτό μόλις ακούσουν όλοι τό υποκατάστατο, δηλαδή τόν εθνικισμό πάνε και στέκονται ηλιθιωδέστατα σούζα : γιατί πρόκειται για κάτι εσωτερικό βαθύ και δυνατότερο από τήν ονομασία ενός συμπλέγματος που μπόρεσε να επιζήσει μετά από τέτοιο καταχώνιασμα και τέτοια απαγόρευση ώστε ν’ αντέξει ενενηντατόσα χρόνια, κι όλη τή διάρκεια τής ένδοξης επανάστασης, και να ξαναβγεί άθικτος στην επιφάνεια με τήν παταγώδη κατάρρευση : γιατί αυτό τό γενικό μίσος προς τόν άλλον, και τό άλλο χρώμα, και τήν άλλη και τήν ξένη, και τό άλλο φύλο, ως υποκατάστατο τού έρωτα είναι η απόλυτη μεθαδόνη : η παρηγοριά γι’ αυτό που μάς λείπει, και γίνεται συστηματική προσπάθεια μέσ’ απ’ τήν (ιερή) οικογένεια ώστε να λείψει από νωρίς : μέχρι τώρα τό ξέρουμε να ξεπετάγεται σαν τό πιο ελεήμον ναρκωτικό στις ζωές τών αγοριών που οι πατεράδες τους ήταν «πέραν τού κανονικού» αφέντες – αυτά τά παιδιά κοιτάνε απλώς να γίνουν οι ίδιοι αφέντες με τή σειρά τους, μιμούμενοι και προσκολλώμενοι, υπακούοντας και παρηγορούμενοι, σ’ έναν νέον αφέντη που θυμίζει εκείνον τόν πρώτο – όχι απλώς υποκαθιστώντας τον αλλά κολακεύοντας τήν εικόνα του ταυτόχρονα – κάνοντάς τον τώρα ηθελημένο επιλεγμένο και ιεροποιημένο αρχηγό και ηγέτη

   ο αντόρνο στη μελέτη του για τήν «αυταρχική προσωπικότητα» (που εκπονήθηκε στα χρόνια τής αυτοεξορίας στην αμερική (όπου όλη η παρέα τής σχολής κατέφυγε γλιτώνοντας εγκαίρως από τά κρεματόρια (όλη η παρέα πλήν μπένγιαμιν)) έρευνα που διεξήγαγε με παραδειγματικώς επιστημονικά κριτήρια μια ομάδα φοιτητών υπό τήν εποπτεία του) διαπίστωσε ότι «κλίση προς τόν αυταρχισμό και τή συμβατική συμπεριφορά (που εκ παραλλήλου τόν συνοδεύει) έχουν, παραδόξως όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως, τά αγόρια που είναι επιθετικά, ατίθασα, ανυπάκουα και άτακτα στο σχολείο» – δεν είναι όμως να σού κάνει τελικά εντύπωση : ένα παιδί με τήν ψυχολογία τού κάφκα που, από τήν εποχή ακόμα πριν τό σχολείο, στρέφεται προς τά μέσα και (παράλληλα με τίς μικροσκανταλιές που κάνει) μελετάει με ήρεμον έρωτα και περιέργεια στοχαστικά τόν εαυτό του – μού φαίνεται ότι διαθέτει εντελώς φυσιολογικά τά εχέγγυα για να αναπτύξει κείνη τήν αναρχική συνείδηση που θα καταστήσει αργότερα τό έργο του μοναδικό – συμφωνώντας με ό,τι θα χαρακτήριζε πια και τόν ίδιο ως ενήλικα

   τό παιδί–τραμπούκος όμως έχει έναν μόνιμο φόβο συνοδευόμενον (και πυροδοτούμενον) από μειωμένες αντιστάσεις απέναντι σε κάθε είδους κυριαρχία και επιβολή : φοβάται πάνω απ’ όλα μονίμως μην ανακαλυφτεί πόσο φοβάται τήν οικογένεια που μισεί : και γι’ αυτό τήν μιμείται. Αντίθετα δηλαδή με τό παιδί που επιμένει στον εαυτό του και αναγνωρίζει ελεύθερα τούς φόβους του, πράγμα που είναι ακριβώς τό πρώτο βήμα για να πατήσει πάνω τους και να βρεθεί έτσι ψηλότερα (που θα ’λεγε κι ο χαίλντερλιν – άλλος γερμανόφωνος αυτός, και προϊόν εξίσου αυταρχικής οικογένειας, αν και στην περίπτωσή του ο δήμιος ήταν η μητέρα (όπως και τού ρεμπώ)) :

   ο τραγουδιστής σαββόπουλος στη συνέντευξη (03.00΄ – 03.54΄) που έβλεπα μού έκανε εντύπωση ότι είπε κάτι πολύ σωστό : έκανε δηλαδή τή διάκριση ανάμεσα σ’ αυτούς που φοβώνται (κατά καιρούς διάφορα πράγματα, όπως όλοι μας) και σέ κάποιους άλλους (που παρατήρησε στον στρατό ίσως, αν θυμάμαι καλά) οι οποίοι ήταν ολόκληροι μονίμως ένας φόβος : ο φόβος τούς είχε καταπιεί, τούς είχε σκεπάσει και είχε κυριαρχήσει πάνω τους ολόκληρος : ε, αυτό είναι μια καλή περιγραφή για να καταλάβεις αυτόν που (αυτο)χαρακτηρίζεται ανενδοίαστα ως ρατσιστής – δηλαδή εθνικιστής : καταρχάς η απόλυτη εμπιστοσύνη του στις λέξεις (από μια άποψη δηλαδή η εμπιστοσύνη και καταφυγή προς τήν κοινά αποδεκτή τυπική πραγματικότητα) είναι η τέλεια μάσκα – κι  αυτός ο εναγκαλισμός τού κοινά αποδεκτού λόγου κρύβει ακριβώς τόν απόλυτο τρόμο προς τήν κοινά αποδεκτή καταπίεση που τόν έχει καβαλλικέψει :

   λογικά λοιπόν, αυτό που χαρακτηρίζει στη συνέχεια τήν ψυχοσύνθεση τού ρατσιστή είναι η απόλυτη κι απαρασάλευτη βεβαιότητά του ότι βρίσκεται διαρκώς και εν δικαίω και εν αμύνη : δεν αμφιβάλλει ότι τού επιτίθενται από παντού, συνεπώς οποιαδήποτε δική του πράξη είναι μονίμως και αδιαμφισβήτητα μια πράξη αυτοάμυνας. Μ’ αυτή τήν έννοια δεν είναι απλώς έλλειψη φαντασίας η αδυναμία του να μπει στη θέση τού άλλου αλλά στην κυριολεξία πράξη μιας «αυτοσυντήρησης τής τελευταίας στιγμής» – εξού και οι λογικές αντιφάσεις στις οποίες πέφτει χωρίς καν να τίς καταλαβαίνει : προσέξτε (στη συνέντευξη) τήν ανυπόκριτη κοροϊδία προς τούς ειρηνιστές με τά κουδούνια στα πόδια («για να μην πατήσουν κανένα μυρμήγκι» : εδώ ακριβώς εύκολα θα ’βλεπε κανείς τήν επιτακτική ανάγκη τους να αρνηθούν πως έχουν ζήσει οι ίδιοι τήν πραγματικότητα τού μυρμηγκιού), τόν θαυμασμό – ανυπόκριτο αυτόν – προς τόν στρατό και κάθε τί στρατιωτικό, κι από τήν άλλη τό αθώο ύφος καλοκάγαθου μέσου και λογικού ανθρώπου, που εξοργίζεται όταν από μια πράξη αντίστασης εναντίον ενός δικτατορικού καθεστώτος («μια βόμβα στο άγαλμα τού τρούμαν») «σκοτώθηκε και ένα κοριτσάκι» : τήν ίδια στιγμή βεβαίως αδιαφορεί πλήρως για τούς βασανιζόμενους και δολοφονούμενους από τό ίδιο καθεστώς. Αντίθετα βέβαια με τήν στιγμιαία του αλληλεγγύη προς τό γυναικείο φύλο (αλληλεγγύη που άλλωστε φροντίζει ο ίδιος αμέσως να μετριάσει προσθέτοντας «και ένας αστυνομικός» : «εκείνη τή μέρα σκοτώθηκε εξαιτίας τής βόμβας μια κοπέλα κι ένας αστυνομικός» * ) και αδιαφορώντας μέσα στην ίδια πρόταση για τούς δολοφονημένους από τήν ίδια τή δικτατορία, εκλαμβάνει ακριβώς εκ τών προτέρων τούς δεύτερους ως (δικούς του) εχθρούς, απέναντι στους οποίους η δολοφονία και τά βασανιστήρια αποτελούν μορφή (δικιάς του) «αυτοάμυνας» : θα μπορούσε να πει κανείς ότι τό βασικό χαρακτηριστικό απ’ τό οποίο συνίσταται η σκέψη του είναι η απόλυτη έλλειψη αμοιβαιότητας – αυτή η έλλειψη επιστροφής ήχου από τή συνολική κοινωνία – η απόλυτη αποκοπή του από τό περιβάλλον : αποκοπή που συνοδεύει λογικά τόν ευνουχισμό αισθημάτων μυαλού και σώματος

    ακριβώς η ψυχολογία του τελικά προδίνει αυτή τή βαθύτερη απόρριψη τής ίδιας τής ιδέας τού έρωτα ως συστατικό τού κόσμου : η ίδια η ιδέα τής «καθαρότητας» και τού «μη αναμεμειγμένου αίματος» υποκρύπτει μίσος απέχθεια και αηδία προς τήν ίδια τήν ιδέα οποιασδήποτε συνύπαρξης, συνουσίας, επιμειξίας, φυσιολογικού ή φαντασμαγορικού συνδυασμού ή αγγίγματος – κόσμων, φυλών, φύλων, σωμάτων : υποκρύπτει τήν ίδια τήν άρνηση τής ζωής, η οποία μόνιμα στον εθνικισμό μεταμφιέζεται σε «οπαδό τής αρχέγονης φύσης» : όπου με τούς όρους «αρχέγονος» και «φύση» επικαλείται ο υπάρχων πολιτισμός μέσα από μια μόνιμη αντιστροφή ακριβώς τόν εαυτό του : πως ο «φυσικός άνθρωπος» δηλαδή είναι όχι ερωτικός αλλά βίαιος και δολοφονικός – μ’ αυτό επιτυγχάνεται ένα είδος αδέξιου αλλά επιτήδειου καθαγιασμού τού ίδιου αυτού πολιτισμού ως διαρκούς και αναγκαίου φόνου – : πολέμου που μάς επαναφέρει απλώς «στις πρώτες πηγές». Ο ρατσιστής μέσω τής λατρείας τού στρατού – δηλαδή τής νομιμότητας τών φόνων – έχει ιεροποιήσει τήν απόλυτη εσωτερική του ανικανότητα. Στην πραγματικότητα, και επειδή πρέπει να κρατήσει και τά προσχήματα ότι μετέχει τής γενικής κανονικής ζωής τών άλλων, η πράξη τού έρωτα για τόν ίδιον έχει μετατραπεί σε ψυχρό είδος τιμωρίας προς κατώτερα είδη – μια καλυμένη ή ακάλυπτη μορφή βιασμού αρκεί και με τό παραπάνω, η χρησιμότητά της είναι απλώς να τόν πείσει ότι ανήκει στο είδος που κυριαρχεί και δεν κυριαρχείται : καταπιέζει και δεν καταπιέζεται : πιστεύω ότι από εκεί (πέρα από τόν ενγένει κομφορμισμό του) κατάγεται και η τρομώδης του απέχθεια προς τήν αντρική ομοφυλοφιλία : είναι δυνατόν ο «από πάνω» να πάρει οικειοθελώς τή θέση τού «από κάτω»; (αυτό, μολονότι είναι γενικώς παραδεκτή η υπόγεια ομοφυλοφιλία που διατρέχει τίς λογικές τής στρατιωτικής ζωής – αλλά πρόκειται για μια «διαστροφή» (που συμπεριλαμβάνει εξάλλου φυσιολογικά έναν κακοκρυμμένο ή και ρητό μισογυνισμό) η οποία αφενός μεν πρέπει να παραμείνει εξιδανικευμένη, «πλατωνική», και αν αφετέρου περάσει στον χώρο τής όντως σωματικής «πραγματικότητας» δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να γίνει «έξω» γνωστή)

   αυτοί είναι λίγοι από τούς λόγους τής σχιζοφρένειας τού ρατσιστή να θεωρεί τόν εαυτό του μονίμως απειλούμενο και από παντού, και να πιστεύει ότι είναι διαρκώς δικαίως αμυνόμενος – έτσι που η οποιοαδήποτε άμυνα (ή αυτοάμυνα) τών άλλων να μετατρέπεται αυτομάτως σε κακοήθη επίθεση εναντίον του

   μην πιστέψουμε αφελώς ότι είναι αφελής : η ηλιθιότητά του είναι καλά καταχωνιασμένη και, επί τής επιφανείας, διαθέτει πολύπλοκα και σχεδόν ευφυή συστήματα αυτοπροστασίας – και κάποτε κάποιο είδος γνώσεων που παρουσιάζονται στους αφοσιωμένους του οπαδούς ως δείγματα περίπου σοφίας : να μη ζητάμε όμως και πολλά από τέτοιες ομάδες : ο αρχηγός αγαπάει τήν ποίηση – ο αρχηγός έχει διαβάσει και ποιήματα – : η απόλυτη πειθαρχία που αυτονόητα κυριαρχεί σε τέτοιες συνάξεις σαν τό πιο λογικά αντεστραμμένο υποκατάστατο τής άναρχης ερωτικής πράξης (και γι’ αυτό στην κυριολεξία ειλικρινά δεν καταλαβαίνουν πώς μπορεί εσύ κι εγώ να μην εννοούμε τήν ομορφιά και τήν ιερότητα αυτού τού τελετουργικού), οι απότομες δηλαδή και σπασμωδικές κινήσεις μιας πειθήνιας υποταγής ανακαλούν, από μακριά κι από τήν ανάποδη, τήν ξεχασμένη τελετουργία τής απόλυτης ελευθερίας τού έρωτα : η πειθαρχία όμως αυτή δεν τούς επιβάλλει να διαβάζουν οι ίδιοι τήν ποίηση : αρκεί που ο αρχηγός ξέρει

   πολύ λυπήθηκα όμως τήν ανεπάρκεια τού δημοσιογράφου θεοδωράκη που άφησε αυτό τό διαμάντι να πέσει κάτω και δεν τό μάζεψε : «είμαι πάντα με τούς χαμένους και τούς ντεσπεράντος τής ιστορίας» «τολμώ να πω, αν και δεν είναι και τόσο συναφές (…), ότι μέ γοητεύουν οι κολασμένοι ποιητές και συμβολιστές τού 19ου αιώνος – γενικά πιστεύω ότι η ζωή είναι μια ποίηση – κι ότι πρέπει να τή φτάνουμε στα άκρα – μόνο έτσι έχει σημασία» (« – πόσο στα άκρα όμως;» – «όσο πάει»)

.

.

   η αθώα πάντως αυτή πρόταση περί ποίησης (όσο και η ίδια η στιγμή τής συνέντευξης) είχε ένα επίσης, πολύ γενικότερο, ενδιαφέρον : μια που ανέφερα τόν αντόρνο πιο πάνω, ας συνεχίσω για λίγο, και τελειώνοντας, μ’ αυτόν : αν θυμάστε κάποιες αισθητικές απόψεις τού σκοτεινού γερμανού φιλοσόφου, θα ’σαστε τόσο σίγουροι όσο κι εγώ ότι πάνω σ’ εκείνο τό «ακραίο» που ξεστόμισε ο ανωτέρω φασίστας, ο theodor wiesengrund adorno κυριολεκτικά θα κεντούσε – εγώ τώρα απλώς αναλογίζομαι :

   η κτηνωδία τού σύγχρονου χιτλερίσκου βρίσκει εύκολα διέξοδο στην μικροψυχία τής απλής αριθμητικής : τό πράγμα αλλάζει αν δεν ήτανε έξι εκατομμύρια που θανατώθηκαν στα κρεματόρια, αλλά πέντε ή τρία. Και ο παντεπόπτης θετικισμός μπορεί να επεκτείνεται με τήν τεμαχιστική του λογική στο συναίσθημα, που έχει επομένως τό δικαίωμα να αγγίζει τά πάντα, λες και τό χέρι που στραγγαλίζει τόν κόσμο μπορεί να παραμένει μέρος ενός σώματος εξίσου αθώου με τήν ίδια τή φύση απ’ τήν οποία έλκει τήν μακρινή του καταγωγή : Τό ίδιο τό χέρι τού χίτλερ είναι σε θέση να ζωγραφίζει, όπως τό μάτι τού χρυσαυγίτη να διαβάζει ένα ποίημα

   η φράση τού αντόρνο ότι «μετά τό άουσβιτς τό να γράφεται ποίηση αποτελεί βαρβαρότητα» δεν σήμανε μόνο αυτό που έλεγε (και που δεν ήταν και τόσο τραγικό, για να ξεσηκώσει τέτοια συζήτηση : από μια άποψη, αυτό που είπε είναι και κυριολεκτικά αλήθεια, παρ’ όλο που ο ίδιος αργότερα τό εξήγησε – αν και είναι ζήτημα αν τό εξήγησε επί τό ηπιότερο ή τό ακόμα σκληρότερο) – στην πραγματικότητα, ο αφορισμός αυτός σημαίνει κάτι που όντως ισχύει και σήμερα ότι δηλαδή «μετά τό άουσβιτς καμιά ποίηση δεν γράφεται (είτε αναφέρεται σ’ αυτό είτε όχι) σαν τό άουσβιτς να μην υπήρξε» : Αισθάνεται όμως κανείς τήν ανάγκη να τό επιτείνει, τέτοιες μέρες, και να τό υπερβεί ή να τό υπερβάλει ακόμα και ώς τό «μετά τό άουσβιτς και η ίδια η ανάγνωση τής ποίησης αποτελεί μιας μορφής βαρβαρότητα». Γιατί η τέχνη δεν αυτονομείται μόνο έναντι τού δημιουργού της. Αυτονομείται σε τέτοιο βαθμό απέναντι στην ίδια της τήν ελευθερία ώστε μέσα στις συνθήκες τής υπάρχουσας ανελευθερίας να εκπραγματίζεται τραγικά με τή σειρά της, ως εμπόρευμα ακόμα και προεκλογικό,  και να δίνει τό δικαίωμα στον αστό να πιστεύει ότι τόν «εκφράζει» αυτό ακριβώς που τόν ανατρέπει και τόν εκμηδενίζει

.

.

.

* σημειώσεις και σύνδεσμοι :

«μπουμπουλίνας 18» | «η ταράτσα τής μπουμπουλίνας» | «ανθρωποφύλακες» | αντόρνο, η ποίηση μετά τό άουσβιτς (πολύ καλή ανάλυση από τόν mindful pleasures) | αντόρνο (κ.ά) : για τήν «αυταρχική προσωπικότητα», μετάφραση (τή βρήκα τώρα ψάχνοντας, δεν τήν έχω διαβάσει (γενικά τό βιβλίο στην αρχική του μορφή είναι δυσεύρετο, κυκλοφορεί μια έκδοση συμπτυγμένη)) | μαρκούζε : «εξουσία και οικογένεια» στα ελληνικά | κάφκα, «γράμμα στον πατέρα» στα ελληνικά

για τή «βόμβα τρούμαν» (μάϊος 1971) : «14/5 : έκρηξη βόμβας στο άγαλμα τρούμαν, σκοτώνεται ο αστυφύλακας αθ. κωνστάντακας» | για τό φοιτητικό κίνημα τής δικτατορίας, συνοπτικά ημερολογιακά και περιληπτικά : βόμβες που μπήκαν, βασανιστήρια, δίκες παράνομων οργανώσεων, καταδίκες σε θάνατο κλπ | ο ιός : «η γνωστή άγνωστη αντίσταση στη χούντα» / ελευθεροτυπία 1997 | μάϊος 1971 : «έκρηξη βόμβας στο άγαλμα τρούμαν, σκοτώνεται ο αστυφύλακας αθ. κωνστάντακας, ο οποίος πλησίασε τή βόμβα κατά τήν ώρα που η αστυνομία περίμενε τούς πυροτεχνουργούς (14/5)»

τηλεόραση «πρωταγωνιστές» : για τήν ποίηση και τά «άκρα» (από 2.19΄) | για τούς θάλαμους αερίων

. 

.

.

.

.

.

8 Μαΐου 2012

χούντα μπαίνει χούντα βγαίνει και στην πείνα σου πατώ / θα περάσουν χίλια χρόνια μέχρι να σέ ξαναδώ

.

.

.

(εδώ θα υπήρχε κανονικά βίδεο με τό τραγούδι αν δεν βαριόμουν να αναπαράγω
θεοδωράκη, ακόμα κι εκείνον τής μυθικής εποχής τών απαγορευμένων)

.

.

   μανία που τό ’χουν αυτοί που πρώτοι μουντζώνουν και κλείνουν τή βουλή να θέλουν σώνει και καλά να είναι μέσα όταν η βουλή, σε πείσμα τους, ξανανοίξει…

   από τήν άλλη, η έλλειψη μνήμης αυτών που ανέχονται μια χούντα, και ψηφίζουν εντέλει μια χούντα (εντάξει, υπήρχε ώς τώρα και τό λά.ο.σ., αλλά – όχι ότι αυτό αποτελεί σπουδαίο άλλοθι – εκείνο είχε φροντίσει να μεταμφιεστεί κάπως) λοιπόν οι διαστροφές τής μνήμης, προσωπικά, δεν μού κάνουν και τόσο εντύπωση (αυτοαναφορά)

   ο χρόνος δεν δίνει, φυσικά, κανένα συχωροχάρτι – δεν πρόκειται για έλλειψη μνήμης άλλωστε σ’ αυτήν τήν περίπτωση, αλλά μάλλον για μνήμη που επιστρέφει, ακάθεκτη και, κυριολεκτικά, μνησίκακη : τά παιδιά και τά εγγόνια όσων στη διάρκεια τής χούντας τρώγαν τίς μπριζόλες τους και βολευόντουσαν στο σπιτάκι τους λέγοντας καλά είμ’ εδώ* καθαρίζουν τώρα για λογαριασμό τών, φύσει και θέσει, (καθυστερημένα αγανακτισμένων) γονιών τους

   ενάντια στα κωλόπαιδα και τούς αναρχοκουμουνιστές που έκαναν έναν αντιδικτατορικό αγώνα στα δεκάξι τους και τά δεκαοχτώ τους, κι ήταν τόσο αθώοι και εξαυτού αδέξια θωρακισμένοι απέναντι στους απόντες και ενεούς πολιτικάντηδες ώστε ν’ αφήσουν τούς πολιτικάντηδες ακριβώς να τούς πάρουν τό παιχνίδι μες απ’ τά χέρια και ν’ ανοίξουν, αμέσως μετά τήν πτώση τής δικτατορίας, μια βουλή  στα μέτρα τους

   γιατί δεν έγινε φυσικά ούτε η «νομική» ούτε τό «πολυτεχνείο» για τούς καραμανλήδες και τούς παπανδρέηδες, αλλά αυτοί ακριβώς γέμισαν τή βουλή αμέσως μετά – πατώντας πάνω στο κουφάρι τόσο τών νεκρών όσο και τής (τεμαχισμένης) νήσου

   φυσικά δεν ήταν όλοι «αθώοι», οι εικοσάρηδες τών καταλήψεων τής νομικής και τής μετέπειτα διασημότερης κατάληψης : κυρίως όσοι είχαν μπορέσει να είναι ως έφηβοι σταλινικοί μπήκαν ενηλικιωμένοι για τά καλά στο παιχνιδάκι τής μετέπειτα «ασφαλούς» βουλής, έχοντας γνωρίσει τήν «ασφάλεια» τής χούντας, κι έχοντας φάει εν πολλοίς και τό βρωμόξυλό τους

   η ασφαλής πολιτική είναι βέβαια η τέχνη τού κουτοπόνηρα ανίδεου = σήμερα χαίρομαι ενμέρει για τόν αρχηγό ημισταλινικού συμπιλήματος–κόμματος (και για τό ίδιο τό κόμμα), που μπαίνει στην βουλή ως αξιωματική αντιπολίτευση, ύστερα απ’ τά χίλια χρόνια που σα να μεσολάβησαν σ’ αυτή τή χώρα μετά από έναν εμφύλιο = άλλωστε ο αρχηγός αυτός είναι φτιαγμένος από τή στόφα μεγάλου πολιτικού, με μέλλον : τού πολιτικού που μπορεί στο (αθώο) παρελθόν του να είναι σταλινικός (στα δεκάξι του) ( : στα χρόνια δηλαδή που ο νέος άνθρωπος είναι στα πιο εξεγερμένα του) και εν συνεχεία προστατευόμενος ενός άλλου, που επίσης μπορούσε να είναι σταλινικός στα 16 του – τήν εποχή που τά τανκς τού μεταστάλιν μπαίναν στην πράγα : ε, αυτός έχει όλα τά προσόντα : για να αποδειχτεί και αχάριστος (προς τόν ευεργέτη του), και δημαγωγικά επιθετικός προς τό κόμμα που τόν ανάθρεψε : πολιτικός αναστήματος, θα τόν έχουμε μπροστά μας στο μέλλον – που θα κρατήσει άλλα χίλια χρόνια μού φαίνεται, όσα και η βυζαντινή μας δόξα –

   στο μεταξύ, κάποιοι απ’ αυτούς που πεινάνε (χωρίς να νιώθουν τήν παραμικρή, φιλοσοφική ή θεωρητική έστω, ανάγκη αλληλεγγύης για όσους έρχονται από τόσο μακριά εδώ πεινώντας) θα συνεχίσουν να στέλνουν στη βουλή, μαζί με τίς μούντζες τους, και τούς κουτοπόνηρους φασίστες που μουντζώνουν υπογείως κι αυτούς και τήν πείνα τους

   είναι η κυρίως ιστορία τής άδειας τσέπης μας όταν συνοδεύεται απ’ τό άδειο μυαλό μας που κρατάει, αυτή κυρίως, χίλια χρόνια…

.

.

.

* μιχάλης κατσαρός / αντισταθείτε

.

.

.

(από τό επόμενο θα ξαναρχίσω με τόν καβάφη)

.

.

.

30 Απριλίου 2010

ελληνική απομόνωση ελληνικό παλούκωμα

 

  

 

τό άκουσα (προχτές) (επιτροχάδην διατυπωμένο και με τίς αναμενόμενες, θολώνουσες τά νερά, δέουσες και ένοχες λακωνικότητες) στην τηλεόραση, διάβασα (επίσης) τήν είδηση στο no budget, και ο γατουλέας (επίσης προχτές) ανέλυσε κατά τή γνώμη μου κάποιες πλευρές τού ίδιου φαινομένου λογικότατα και ψυχραιμότατα : αυτά που ακολουθούν συνεπώς δεν είναι για ενημέρωση, είναι προσωπική έκφραση (ψυχραιμότατης) αηδίας και (ψυχραιμότατου) θυμού :

δεν είμαστε όλοι σε οποιαδήποτε χώρα τό ίδιο – δεν ζούμε τά ίδια – (τώρα με τήν συγκεκριμένη επιτήρηση θα τό ζήσουμε στην κυριολεξία αυτό τό «διαφορετικό» (αν δεν τού αντισταθούμε φυσικά μ’ έναν όμοιο τρόπο) – και δεν αντιστεκόμαστε όλοι βέβαια στα ίδια – ούτε έχουμε όλοι τήν ίδια «ιστορία».  Η καταραμένη λέξη συνωστισμός που έκανε ανθελληνικό τό βιβλίο ιστορίας τής κυρίας ρεπούση, δεν ήταν κατά τή γνώμη μου μόνο απόδειξη τού πόσο διαφορετικά διαβάζουμε τίς λέξεις, τήν ιστορία, και τόν εαυτό μας : εμπεριείχε κι ένα σαδομαζοχιστικό στοιχείο που διέφυγε νομίζω όλων τών αναλύσεων : σίγουρα βέβαια μια περιγραφή ζωντανότερη που θα έλεγε «ο ελληνικός πληθυσμός στριμώχτηκε και τσαλαπατήθηκε στην αποβάθρα και τό αποτέλεσμα τής φριχτής συμπεριφοράς τών τούρκων ήταν τό να χτυπάει και να σπρώχνει ο ένας έλληνας τόν άλλον για τό ποιος θα πρωτομπεί στο καράβι, και να πετάει η μια μάνα τήν άλλη στη θάλασσα για τό ποια θα πρωτοσώσει (τήν εαυτή της ή) τό παιδί της – χωρίς να υποψιάζονται ότι αυτό που θα συναντούσαν στα νησιά στα οποία προσδοκούσαν να κατέβουν θα ήταν μια εντελώς παρόμοια κλωτσοπατινάδα, κι ένα παρόμοιο ξαναπέταγμα στη θάλασσα, και μια αντικατοπτρική (σε σχέση με κείνην τών τούρκων) περιφρόνηση μετά ύβρεων απ’ τή μεριά τώρα τών ελλαδιτών – που καμία διάθεση δεν είχαν να τούς παρακολουθήσουν ψύχραιμα να συνωστίζονται μετά στα λιμάνια τους, τής μυτιλήνης ή τού πειραιά» θα ήταν βέβαια περισσότερο πιστή στην εθνική ιστορία, ασχέτως τού πόσο παιδαγωγική μπορεί να επιχειρηματολογεί κανείς αενάως ότι θα ήτανε… Αλλά πάντως δεν (πιστεύω πως) ήτανε αυτός ο λόγος που επισημάνθηκε με τόσο βίαιο και υβριστικό και συκοφαντικό τρόπο η έλλειψη αυτής τής οπτικής…

αυτή η (όχι και τόσο) υπόγεια (και σχεδόν πανεθνικής εμβέλειας) παραδοχή ότι μάς αρέσει η βία στην ιστορία, ευθυγραμμίζεται αρμονικότατα με τήν ανοχή που έχουμε (σχεδόν πανελληνίως) προς τήν βία στην ίδια τήν ζωή μας – φτάνει να ‘ναι (βέβαια) μακριά από μάς… Εκεί κατά τή γνώμη μου βρίσκεται και η αιτία για τό γεγονός πως δεν έγιναν ποτέ ογκώδεις και πολυπληθείς και μαζικές διαμαρτυρίες από μεριάς τού ελληνικού πληθυσμού, για τά όσα βάρβαρα και βασανιστικά και φονικά είδαμε και ακούσαμε να επιβάλλουν κατά καιρούς συν-ιθαγενείς μας σε μετανάστες… Τό ίδιο μακριά από μάς ισχύει βέβαια και για μάς τούς ίδιους προς εμάς τούς ίδιους όταν τά πράγματα είναι πιο στριμόκωλα, και υπάρχει ας πούμε ένα δικτατορικό καθεστώς που «νομιμοποιεί» τήν αδιαφορία ελλήνων προς έλληνες (πλέον) – αν τήν επίδειξη και τής παραμικρής αλληλεγγύης πρόκειται να ακολουθήσει «ταράτσα και απομόνωση». Όσοι έζησαν μέσα στη χούντα και αντιστάθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο στην «λογική της» έχουνε να τό λένε για τήν απόλυτη αδιαφορία τού «μέσου πληθυσμού» προς όσους βασανίζονταν στην ταράτσα τής οδού Μπουμπουλίνας 18…

υπάρχει μια μαρτυρία τήν οποία θέλω να παραθέσω λοιπόν τώρα εδώ σχετικά με τήν οδό μπουμπουλίνας ειδικά – ίσως γιατί τά περί εάτ-εσά έχουν γίνει κάπως γνωστότερα… Τήν είχα βέβαια στο μυαλό μου διαρκώς όταν ανέβαζα τήν προηγούμενη ανάρτηση τήν αφιερωμένη στην επέτειο τής 21ης, και ειδικά όταν ανέφερα τό βιβλίο τής Κίττυς Αρσένη, αλλά νομίζω ότι τώρα θέλω πραγματικά να τήν πω παρόλο που θα τήν πω από μνήμης… (και για παρηγοριά – αν είναι – σάς υπόσχομαι κάποτε να ανεβάσω ανάρτηση ειδικά γι’ αυτό τό βιβλίο και τήν δημιουργό του : )

 

 

 

: όταν τελειώνουν τά βασανιστήρια τής καθεμιάς (και τού καθένα) τελειώνει και η απομόνωση – κανείς δεν ξέρει ύστερα από πόσες βδομάδες ή μήνες θα γίνει αυτό, αλλά κάποτε θα γίνει : θα σέ πάρουν από τό μικρό σκοτεινό κελί θα σέ σύρουν αιμόφυρτη αν δεν έχουν κλείσει ακόμα καλά οι πληγές, και θα σέ πετάξουν στον μεγάλο θάλαμο με τίς άλλες… Τότε θα δεις και ποιες άλλες είχανε συλληφθεί εκτός από σένα, ποιές περάσανε τά ίδια, και ποιές σέ ακούγανε τόσον καιρό να ουρλιάζεις από τήν ταράτσα… Θα συναντήσεις παλιές γνωστές πιθανόν, θα κάνεις και νέες φιλίες εξίσου… Όλες θα σέ φροντίσουν, θα σέ περιποιηθούν, θα επαναλάβουν τώρα για σένα ό,τι έγινε και για τίς ίδιες δηλαδή όταν ανέβηκαν από τήν απομόνωση στον θάλαμο… Και θα ‘ταν σχεδόν ειδυλλιακή η κατάσταση, και δεν θα σ’ ένοιαζε καν πόσο θα κρατήσει πλέον η κράτηση στην ασφάλεια, αν δεν προέκυπτε ένα νέο βασανιστήριο : ακίνητες και σιωπηλές ακούτε κάθε βράδι άλλους που βασανίζονται – όσο κι αν οι ασφαλίτες έχουν μέσα στο ταρατσάκι δίπλα τους μια μηχανή μεγάλου κυβισμού και τήν ανάβουν για να σκεπάζει κάπως τόν θόρυβο (υπάρχουν και γείτονες, η μπουμπουλίνας βρίσκεται σε πυκνοκατοικημένη περιοχή, και όσο να ‘ναι…) : (όταν είχε έρθει η ώρα τής Κίττυς να τούς δει στο καμαράκι ν’ ανάβουν τήν μηχανή, έγραψε με τή συγκλονιστική της λιτότητα : «και τότε φοβήθηκα, τότε φοβήθηκα πραγματικά πολύ») :

μια νύχτα λοιπόν καταλάβανε πως ήτανε ένας φίλος τους αυτός που ούρλιαζε… Δεν θυμάμαι αν είναι γι’ αυτόν, ή για κάποιον άλλον φίλο της με καταγωγή από τήν κέρκυρα, που η αρσένη κάνει (σε ένα άλλο σημείο τού βιβλίου της) τήν (καταπληκτική) παρατήρηση : «η κερκυραϊκή προφορά τού Τάδε εξαφανιζότανε όταν ούρλιαζε»). Εκείνη τή φορά πάντως περιγράφει τή δική της αποκλειστικά κατάσταση : τό λέει με συντριβή – ότι τό έλεγε δηλαδή, και τό φώναξε μέσα στον θάλαμο κιόλας, χωρίς καμιά αναστολή κανέναν δισταγμό, καμιά ενοχή : Να πεθάνει! Και τό ξανά ‘πε, και με συντριβή ομολογεί ότι τό ήθελε πραγματικά εκείνη τήν ώρα για τόν φίλο της που τόν άκουγε να ουρλιάζει, με όλη τήν καρδιά της και τήν δύναμη και τήν ειλικρίνεια : Να πεθάνει!

 

  

 

 

άκουσα ότι ο μετανάστης έχει πάθει γάγγραινα εσωτερικά από τό παλούκωμα στο οποίο τόν υποβάλλανε οι έλληνες πολίτες και ιθαγενείς. Δεν ξέρω αν έχει νόημα να τού ευχηθώ να μπορέσει να ζήσει… Θρήσκα δεν ήμουν ποτέ… Έχω πιάσει πάντως τόν εαυτό μου να εύχεται από μέσα του, για τούς βιαστές του, και όχι για να γλιτώσουν τίποτα, αυτοί, ναι, να πεθάνουν…

 

 

 σημείωση (σημαντική) : πρόσθεσα χτες τά tags (που δεν είχα βάλει ώς σήμερα στις αναρτήσεις μου) πιο πολύ γιατί μού αρέσει (αισθητικά) αυτό τό συννεφάκι στην δίπλα στήλη, τό tag cloud : μέ περίμενε η ίδια έκπληξη που είχα και όταν ανέβασα τό ποστ περί fucking και μαλακίας, και τώρα (που συμπεριέλαβα ως tag στο ποστ περί νεοφασισμών τήν αμαρτωλή αυτή έκφραση ερωτικού προσανατολισμού)… : η εταιρεία που μάς φιλοξενεί αρνήθηκε αφενός να αναρτήσει τήν αμαρτωλή λέξη ως tag στο συννεφάκι, αφετέρου δε, βλέπω έκτοτε (όπως έβλεπα και όταν ανέβασα εκείνο τό ποστ) μονίμως τό κίτρινο θαυμαστικό ! με τήν συμπλήρωση υπάρχει σφάλμα στη σελίδα, κάτω-κάτω στο μπλογκ – για να μού υπενθυμίζει τήν αμαρτία μου… Δεν είναι ειλικρινής όμως, ούτε δείγμα ευφυίας τελικά, η έκπληξή μου… Ο μαρκούζε όταν έγραφε τόν μονοδιάστατο άνθρωπο ή τό έρως και πολιτισμός επισημαίνοντας τόσο τήν μονολιθικότητα τής σκέψης που «χρειάζεται» ο σύγχρονος άνθρωπος για να «επιζήσει» – όσο και τό μίσος προς τόν έρωτα που «χρειάζεται» ο πολιτισμένος άνθρωπος για να αντέξει τήν (βίαιη) κοινωνία (που ο ίδιος δημιούργησε) – ούτε εμπνεόταν από καμιά ειδική ελληνική πραγματικότητα ούτε μιλούσε συγκεκριμένα και ειδικά για τήν ελλάδα : για τόν κόσμο μας, και μάλιστα τόν ανεπτυγμένο, μιλούσε… Ο πουριτανισμός που προκύπτει, και που τόν λουζόμαστε όπως βλέπουμε θέλοντας και μη, ακόμα και σ’ έναν χώρο ελευθερίας (τού λόγου) όπως υποτίθεται ότι είναι τό ίντερνετ, μάς ενοποιεί εντέλει αναγκαστικά και στο κυνήγι μαγισσών και στα παλουκώματα μεταναστών – με βάση τόν, ερωτικής πάντα κατεύθυνσης βιασμό (ο οποίος είναι εξάλλου πάντα ταπεινωτικός αλλά πάντα και μόνο για τό θύμα…), (δεν νομίζω να νομίζει κανείς δηλαδή ότι οι βάρβαροι ντρέπονται…) Ίσως πάντως και η βαρβαρότητα και η βλακεία να ενοποιήσει κάποτε εξίσου και τή συνείδησή μας και τό θυμικό μας και τόν θυμό μας…

κοιτάξτε λοιπόν καλά τό κίτρινο θαυμαστικό γιατί σε λίγες μέρες θα υποκύψω κι εγώ στην εντολή λογοκρισίας και θα τής βάλω σεμνό βρακί (μ’ έναν αστερίσκο δηλαδή (fu*k) ) τής λέξης – για να φύγει… – διότι μ’ ενοχλεί (τό θαυμαστικό!)

 

 

 

 

 

 

 

19 Απριλίου 2010

νύχτες / πολλά τά δεινά

 γιάννης ξενάκης 1967 tommaso campanella 1607

με τήν εγκαθίδρυση τής δικτατορίας στην ελλάδα ο γιάννης ξενάκης γράφει και (7 απριλίου τού 1968, σε κάτι λιγότερο από έναν χρόνο) παρουσιάζει στο παρίσι τίς «νύχτες» (nuits) – ενώ στις 26 οκτωβρίου τού ίδιου χρόνου (σ’ ένα ολοήμερο φεστιβάλ αφιερωμένο στο έργο του) ξαναπαίζει στο μουσείο μοντέρνας τέχνης τού παρισιού τίς νύχτες μαζί με τό  «πολλά τά δεινά» που είχε γράψει τό ’62 πάνω σε στίχους τού σοφοκλή από ένα χορικό τής «αντιγόνης»

όταν ήρθε στην ελλάδα τόν νοέμβριο τού 1974 μίλησε γι’ αυτές τίς νύχτες, και έβαλε σε μαγνητοταινία ν’ ακουστούν και τά δύο έργα εξηγώντας ότι δεν είχε μπορέσει να φανταστεί τά λόγια τού σοφοκλή να λέγονται παρά μόνο από παιδιά. Παιδί ήταν κι ο ίδιος άλλωστε όταν σε κείνη τή μάχη στα χαρακώματα τής πατησίων στη διάρκεια τού εμφύλιου έχασε από μια αγγλική οβίδα τό ένα του μάτι και τό μισό του πρόσωπο καθώς και μια αγαπημένη φίλη, τή Μάχη, που σκοτώθηκε (μαζί με άλλους συμφοιτητές του στην ίδια μάχη) και από τά ίδια συμμαχικά όπλα λίγο πιο πίσω – : ξέρουμε ότι στην εξορία ονόμασε τήν κόρη του επίσης Μάχη : και ξέρουμε επίσης ότι φυλακίστηκε αρχικά στην ελλάδα και μετά καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά είχε προλάβει να τό σκάσει με τή βοήθεια τού πατέρα του : σκόπευε να χρησιμοποιήσει τό παρίσι σαν ενδιάμεσο σταθμό για να καταλήξει στην αμερική αλλά τελικά έμεινε στο παρίσι : δεν δέχτηκε ποτέ να κάνει πλαστική εγχείρηση στο πρόσωπο για να καλύψει τήν πληγή από τόν ελληνικό εμφύλιο και τό ένα του μάτι ήταν απλώς γυάλινο.

ήρθε στην ελλάδα αμέσως μετά τίς πρώτες εκλογές, τότε που έγινε ένας ειδικός νόμος για ελάχιστους – ένδοξους – πολιτικούς πρόσφυγες, οι άλλοι δεν μπορούσαν να επιστρέψουν ακόμα καθώς σε βάρος τών περισσότερων εκκρεμούσαν και καταδίκες σε θάνατο. Μίλησε στη λυρική σκηνή ένα βράδι, σε μια αίθουσα πήχτρα στον κόσμο όπου έγινε  ένας κυριολεκτικός χαμός. Βγήκε σε μια άδεια σκηνή όπου υπήρχε μόνο ένα χαμηλό γραφειάκι και ένας μαυροπίνακας με μια λευκή οθόνη για προβολές πιο πίσω, βγήκε διστακτικά μ’ ένα πάκο βιβλία στο χέρι, έκατσε, ταχτοποίησε τά βιβλία στο τραπέζι κι άρχισε να μιλάει : για τόν επίκουρο, τήν τύχη, τήν απόκλιση, τά μαθηματικά, τήν αρχιτεκτονική, τίς πιθανότητες τή μουσική, έδειξε σλάϊντς, έπαιξε μαγνητοταινίες, απάντησε σε ερωτήσεις, έγραψε εξισώσεις στον πίνακα και προβλήματα που τού υπαγόρεψαν κάποια παιδιά, παρακολούθησε με αλληλεγγύη τούς προβληματισμούς όσων τόν ρωτούσανε μαθηματικά, εξήγησε τόν λε κορμπυζιέ και τή συνεργασία τους, έπαιξε με τά χέρια τούμπανο στο τραπέζι για να δείξει τίς πιθανότητες τών ρυθμών, ο κόσμος ήταν σκαρφαλωμένος μέχρι και στα κάγκελα τής γαλαρίας, όρθιοι παντού μέχρι επάνω κι έξω απ’ τήν πόρτα, η ατμόσφαιρα έκαιγε

όσοι τόν είδαν επιμένουν επίσης μέχρι σήμερα (με τρυφερότητα) πως κάτω από τό στενό του παντελόνι εκείνη τή μέρα ήτανε καυλωμένος

  

 

1 γιάννης ξενάκης / νύχτες   :   iannis xenakis / nuits

  

 

musique iannis xenakis (new london chamber choir dirigé par james wood) / peintures angela biancofiore / production euromedia, montpellier 2008 / montage matiah eckhard 

 

2 tommaso campanella : η ανάκριση / giovan domenico campanella καλαβρία 5 σεπτεμβρίου 1568 – παρίσι 21 μαΐου 1639

 

η άγρια αυτάρκεια τής εξουσίας σε όλη της τή δόξα οδήγησε τήν ιερά εξέταση σε μεθοδικούς δρόμους σχεδόν σχολαστικής – και σχεδόν αξιοθαύμαστης – ειλικρίνειας – που θα ‘ταν ωφέλιμοι (για τήν διαλεκτική τής ιστορικής γνώσης) αν δεν ήταν στην κυριολεξία πληρωμένοι με ανθρώπινο πόνο, αίμα και ουρλιαχτά / αντιγράφω από κείμενο λατινικό, ευσυνείδητου γραφιά – ιερωμένου – πρακτικογράφου, που μεταφράστηκε στα γαλλικά από γυναίκα (η οποία αν δεν ζούσε στον αιώνα μας θα ‘χε καεί κι αυτή σαν μάγισσα, μάρτυς μου η ιστορία που μάς στοιχειώνει…) / τά «πρακτικά» τής παρακολούθησης τών φυλακισμένων εκτός θαλάμου βασανιστηρίων και εντός κελλιών τά οφείλουμε στην ακόμα πιο θλιβερά μεθοδική προθυμία δύο συγκρατούμενων που παρακολουθούν και καταγράφουν για λογαρισμό τών ιερών δεσμοφυλάκων τίς μυστικές συζητήσεις τών μοναχών φυλακισμένων – τίς νύχτες – από τά δύο διαφορετικά τους κελλιά : δεν θα σάς δώσω τό κείμενο ολόκληρο, στο τέλος σάς παραθέτω τήν πηγή – αντιγράφω μόνο εκείνες τίς λίγες κουβέντες που φωτίζουν συγκινητικά (κατά τή γνώμη μου) τήν όλη δεινή φρίκη : 

1      στο κελί

 

– αδελφέ Τομάζο αδελφέ Τομάζο…

– καλησπέρα καλησπέρα

– πώς τά πας ; κάνε κουράγιο αύριο έχουμε ταχυδρομείο

– Πέτρο κανόνισε ν’ ανοίξουν τήν πόρτα, να κοιμόμαστε μαζί… Χαρά, ε ;

– Απ’ τό στόμα σου και στου θεού τ’ αυτί! Να ‘χα δέκα δουκάτα να δώσω στους φύλακες, και σε σένα δέκα φιλιά τήν ώρα… Έχω σκορπίσει τά σονέτα σου σ’ όλη τή νάπολη, τά ξέρω όλα απ’ έξω, και θέλω να διαβάσω δικά σου κι άλλα…

– θα δώσω στον ταχυδρόμο αντίγραφα…

– πρώτα σε μένα και για τόν αδελφό μου να δώσεις και μετά τά υπόλοιπα στους άλλους

– ξεκουράσου τώρα… καληνύχτα

…………

– έγραψες πολύ σήμερα ;

– ναι, πολύ.

…………

– ακούω κάποιον

– θεός φυλάξοι, μίλα λατινικά, είν’ αγράμματοι, δεν ξέρουν…

– δεν θά ‘ρχονταν χωρίς φως…

– βλέπεις φως Πέτρο ;

– όχι τίποτα…

– εγώ βλέπω φως… άντε για ύπνο.

– άντε για ύπνο. 

2      η ανάκριση

         (18 ιουλίου 1600)

 

– πονάω πάρα πολύ

τού λένε ότι θα τόν βασανίσουν περισσότερο

– όχι άλλο, τί θέλετε από μένα, πέθανα

τόν ρωτούν γιατί δεν απαντάει

– δεν μπορώ… αχ… αχ… μαλάκες, πονάω παντού, κατεβάστε με…

τού ανακοινώνουν ότι θα δοκιμάσουν καινούργιο βασανιστήριο, τήν κρεμάλα

– ναι ναι δοκιμάστε πάει μέ ξεθεώσανε αδελφέ μου

τόν ρωτούν γιατί δεν μιλάει

– δεν αντέχω άλλο… κατουράω

κατουράει. Στη συνέχεια σωπαίνει. Έπειτα λέει :

– τά κάνω πάνω μου

μετά σωπαίνει, τού λένε να μιλήσει

– δεν μπορώ

τού λένε να ζητήσει έλεος από τούς Κυρίους Δικαστές

– αφήστε με να χέσω… πεθαίνω, για τ’ όνομα τού Θεού

…………

τόν ρωτούν πώς λέγεται ο επίτροπος τού Ιεροδικείου που τόν συνέλαβε

– άσε με να κοιμηθώ αδελφέ Θωμά

τόν ρωτούν ποιος είναι ο αδελφός Θωμάς

– εγώ είμαι ο αδελφός Θωμάς

τόν κατεβάζουν, τόν ξαναπάνε φυλακή

         (4 και 5  ιουνίου 1601 παρουσία και δύο επισκόπων)

τού ανακοινώνουν ότι θα τόν μεταχειριστούν βάναυσα αν συνεχίσει να παριστάνει τόν τρελό. Εκείνος απαντά :

– δέκα άσπρα άλογα…

και λέει κι άλλα πολλά ασυνάρτητα. Τόν δένουν στη στρέβλη

– σφιχτά δέστε με, έτσι, μέ τσακίζετε, αχ Θε μου

τού λένε να έρθει στα λογικά του

– δεν σάς έκανα τίποτα, αφήστε με, είμαι άγιος, sanctus sum, miserere, αχ Θε μου, πέθανα, πέθανα, πώς μού σφίγγουν τά χέρια, δεν έκανα τίποτα, ακούστε με

και συνεχίζει να κραυγάζει λέγοντας συνέχεια

– αααχ

και υποφέρει τό βασανιστήριό του λέγοντας

– αχ, ο στρατός που θα μέ βοηθούσε πού είναι, ελάτε, πεθαίνω, βοήθεια, χέζω

τού λένε να μην παριστάνει τόν τρελό

– αφήστε με, μη μέ σκοτώνετε, θα σάς δώσω δεκαπέντε λίρες, δεν έκανα τίποτα

τού λένε να μην κάνει τόν τρελό. Και καθώς τού έδεναν τά πόδια έλεγε

– αχ μέ σκοτώνουν

και καθώς άκουγε τά βούκινα τών καραβιών στο λιμάνι είπε

– σαλπίστε σαλπίστε μέ σκότωσαν

τού είπαν να μην προσποιείται, και αυτός έμεινε σιωπηλός, με τό κεφάλι γερμένο στο στήθος, για μια ώρα. Τότε τού πρότειναν να τόν  κατεβάσουν αν δεχόταν να μιλήσει, αλλά εκείνος είπε μόνο

– όχι, κατουράω

και θέλησε να κατεβεί, και τόν κατέβασαν, και είπε

– θέλω να χέσω

και τόν οδήγησαν στον απόπατο. Και στη συνέχεια ανακρίθηκε πάλι …

…………

τόν διατάζουν ν’ απαντήσει και να μην αποκοιμηθεί. Εκείνος είπε

– να καθίσω… να καθίσω… τό κάθισμα… βούλωσ’ το, σκάσε

τόν ρωτάνε πού γεννήθηκε και πώς λέγεται, κι εκείνος λέει

– βοήθεια

και σωπαίνει. Τού λένε να σταματήσει να κάνει τόν τρελό κι εκείνος σωπαίνει. Και χαμηλώνει τό κεφάλι και λέει

– αλίμονο αλίμονο

και όταν περασε η πρώτη ώρα τής νύχτας τόν ξαναρώτησαν πού γεννήθηκε και πόσων χρονών είναι κι εκείνος είπε

– μη, είμαι αδελφός σας

και σωπαίνει. Και τού λένε να μην κάνει τόν τρελό κι εκείνος λέει

– διψάω

και τού δίνουν να πιει , κι εκείνος ουρλιάζει

…………

και δεν είπε τίποτ’ άλλο όλη τήν υπόλοιπη νύχτα αλλά συνέχισε να υποφέρει με τά κεριά αναμμένα. Και ήρθε τό ξημέρωμα και άνοιξαν τά παράθυρα και έσβησαν τά κεριά. Κι εκείνος εξακολουθούσε να σωπαίνει. Και τού είπαν να μην κάνει τόν τρελό κι εκείνος είπε

– πεθαίνω πεθαίνω

…………

και είπαν οι Κύριοι Δικαστές να διακοπεί τό βασανιστήριο και να τόν βάλουν να καθίσει, και αυτό έγινε, και καθίζοντας είπε πως ήθελε να κατουρήσει και τόν οδήγησαν στο αποχωρητήριο… Και ήρθε η τρίτη ώρα και ήθελαν να τόν ξαναβάλουν στη στρέβλη κι εκείνος είπε

– όχι, περιμένετε αδελφοί μου

και τόν ανέβασαν πάνω στη στρέβλη κι από τότε δεν ξαναμίλησε, κι έμεινε εκεί υποφέροντας ήρεμος και σιωπηλός. Κι έπειτα ζήτησε να τού ανασηκώσουν λίγο τά πόδια του που τόν πονούσανε πάρα πολύ, κι αυτοί τά ανασήκωσαν. Κι έμεινε ήρεμος. Και οι Κύριοι Δικαστές τόν ρώτησαν αν ήθελε να κοιμηθεί κι εκείνος είπε

– ναι

και τού λένε πως αν μιλήσει θα τόν αφήσουν να κοιμηθεί, κι εκείνος δεν λέει τίποτα

…………

και τού επέτρεψαν να κατεβεί  για να φάει και να πιει και να πάει στο μέρος, κι αυτό πήρε μια ώρα, και τόν ξανάβαλαν στη στρέβλη κι εκείνος είπε

– τί θέλετε από μένα ;

και φαινόταν σαν να μην ένιωθε πια πόνο, και δεν έλεγε τίποτα

…………

και τού ανακοίνωσαν πως θα ξανάρχιζαν τό βασανιστήριο, κι εκείνος είπε

– αφήστε με

και τόν ρωτούν γιατί νοιάζεται τόσο πολύ για τό σώμα του, κι εκείνος απαντά

– η ψυχή είναι αθάνατη

κι όλη τήν ώρα επαναλάμβανε

– πεθαίνω πεθαίνω

και διέταξαν να τού ξαναβάλουν τά ρούχα του και να τόν πάνε στο κελί του, και τό βασανιστήριο είχε κρατήσει τριανταέξη ώρες

…………

 

3      στον διάδρομο 

 

και ένας δεσμοφύλακας επιφορτισμένος να παραδώσει τόν κρατούμενο στους δεσμοφύλακες τού κάστρου, τή στιγμή που διέσχιζαν τήν βασιλική αίθουσα τόν άκουσε να λέει

– για τόσο μαλάκα μέ είχανε να μιλήσω ;

:: che si pensavano che io era coglione, che voleva parlare? ::

απόσπασμα από τό κεφάλαιο πρακτικά τής δίκης τού καμπανέλλα 1597–1601 τού βιβλίου τής μαργαρίτας γιουρσενάρ : «χρόνος, αυτός ο μεγάλος τεχνίτης» / le temps, ce grand sculpteur / για τό οποίο έχω γράψει και εδώ / μετάφραση στα γαλλικά τής ίδιας τής γιουρσενάρ από τό λατινικό πρωτότυπο (διασωθέν)  κείμενο τού καλόγερου που κατέγραφε κατά τή διάρκεια τών βασανιστηρίων, και τού καταδότη που παρακολουθούσε τόν καμπανέλα στη φυλακή / «η σμίλη τού χρόνου» εκδόσεις χατζηνικολή – μετάφραση νίκου δομαζάκη /

      

ο τζιοβάνι ντομένικο καμπανέλλα (που από τή στιγμή που έγινε καλόγερος και μετά πήρε τό όνομα θωμάς) είναι ιταλός ποιητής, φιλόσοφος και αστρολόγος τής αναγέννησης, με καταγωγή από τήν καλαβρία τής νότιας ιταλίας / πιάστηκε φυλακίστηκε και βασανίστηκε ως αιρετικός (για τό συγγραφικό του έργο και τήν ποιητική του σκέψη) και πέρασε 5 φορές από δίκη : τήν τελευταία φορά έμεινε στη φυλακή 27 χρόνια και τότε έγραψε τά σημαντικότερα βιβλία του / τό πιο διάσημο, τήν «πόλη τού ήλιου» τό έγραφε από τό 1602 ώς τό 1623 – και τόν  «θρίαμβο τού αθεϊσμού» που άρχισε να τόν γράφει τό 1605 τόν τέλειωσε τό 1607 / ο καμπανέλλα κατάφερε να γλιτώσει τελικά τήν πυρά κάνοντας κυρίως τόν τρελό και χωρίς να αποκηρύξει τό έργο του / ενώ ο – εξίσου πεισματάρης και ασυμβίβαστος (άλλος αιρετικός καλόγερος) – σημερινός μας τζορντάνο μπρούνο (από τή νότια ιταλία κι αυτός) οδηγήθηκε, ύστερα από 7 χρόνων φυλακίσεις δίκες και πολύ χειρότερα βασανιστήρια, επειδή δεν δέχτηκε να ανακαλέσει τίποτα, ζωντανός στην πυρά.

για τόν μπρούνο ο καμπανέλλα δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα, καθώς περνούσαν περίπου ταυτόχρονα τά βασανιστήριά τους, για τόν γαλιλαίο όμως που πιάστηκε αργότερα όταν ο καμπανέλλα είχε (με τή μεσολάβηση ενός πάπα που ήταν φίλος του) απελευθερωθεί, προσφέρθηκε να τόν υπερασπιστεί – και έγραψε κι ένα έργο κιόλας, τήν «απολογία για τόν γαλιλαίο» (γράφτηκε τό 1616 και δημοσιεύτηκε τό 1622) : η πλάκα είναι ότι ο γαλιλαίος καθώς ήταν έντρομος και έτοιμος να υποχωρήσει, δεν δέχτηκε καθόλου καλά τήν αυθόρμητη υπεράσπιση τού καμπανέλλα, που φοβήθηκε ότι θα τόν βλάψει γιατί ο καμπανέλλα ήταν αμετανόητος σεσημασμένος… (ξέρουμε ότι ο γαλιλαίος, που ανακρίθηκε 4 φορές (η τελευταία ήταν τό 1633 – οπότε και αποκήρυξε ύστερα από τά βασανιστήρια και τήν απειλή τής πυράς με ένα ταπεινωτικό και υποχρεωτικό κείμενο τίς αρχές του)  γλίτωσε τελικά τό κάψιμο και η ποινή που τού επιβλήθηκε ήταν κατ’ οίκον περιορισμός)

ο giordano bruno (που τό βαφτιστικό του όνομα πριν γίνει καλόγερος ήτανε filippo) είχε γεννηθεί τό 1548 – αλλά γι’ αυτόν τόν εκπληκτικά μοντέρνο φιλόσοφο (που τό πλήρωσε πολύ ακριβά αυτό (ιδιαίτερα) τό εκπληκτικά) έχω τή φιλοδοξία να κάνω ειδική ανάρτηση κάποτε, μολονότι δεν μού είναι και εύκολο… (προς τό παρόν υπάρχει ένα λινκ εδωμέσα που παραπέμπει σε μια βιογραφία του – δεν τήν έχω διαβάσει ολόκληρη, αλλά νομίζω ότι καλή είναι…) (τό βιβλίο (είναι στα αγγλικά) βρίσκεται σε pdf αν κάνετε κλικ στη φωτογραφία κάτω–κάτω, τελευταία στη στήλη δεξιά) / εν πάση περιπτώσει για τά ελάχιστα που μπορεί να ενδιαφέρουν στο παρόν ποστ, ας πω μόνο ότι ο μπρούνο συνελήφθη – ύστερα από προδοσία ενός μαθητή του – στη βενετία τό 1592 (στις 22 μαΐου), και μεταφέρθηκε σε κάτεργο στη ρώμη τό ’93 : οι αλλεπάλληλες δίκες του κρατήσανε 7 χρόνια, και καθώς δεν δέχτηκε να ανακαλέσει τίς καινοφανείς και «αιρετικές» θεωρίες του – κυρίως για «τόν άπειρο αριθμό κόσμων», αφού τού φορτώσανε και ό,τι άλλο μπορούσανε περί ανήθικης ζωής και λοιπά (ήταν τό πιο εύκολο αυτό τότε – αλλά μήπως και σήμερα δεν είναι ; ) τόν οδήγησαν ζωντανό στην πυρά, συμβολικά όπως θέλανε οι παπάδες με τήν είσοδο τού καινούργιου ( 17ου ) αιώνα… / τόν κάψανε στις 17 φεβρουαρίου τού 1600 στην κεντρική πλατεία τής ρώμης τήν campo de’ fiori και η στάχτη του σκορπίστηκε στον τίβερη / περιέργως δεν έχουν σωθεί τά πρακτικά τής δίκης του, όπως σώθηκαν αυτά τού καμπανέλλα που μετέφρασε η γιουρσενάρ : μάλλον όμως φρόντισε η ιερά εξέταση να τά εξαφανίσει γιατί η εκτέλεση τού μπρούνο αποτελούσε σκάνδαλο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όπως και να τό κάνουμε – ο μπρούνο ήταν διάσημος φιλόσοφος και είχε μαθητές σε όλη τήν ευρώπη – δεν επρόκειτο για τό κάψιμο ενός οποιουδήποτε ανίσχυρου ανθρωπάκου με μια κατηγορία μαγείας… / άλλωστε ο μπρούνο υπήρξε όπως φαίνεται και όπως μπορούμε και λογικά να υποθέσουμε, εκτός από ασυμβίβαστος και ιδιαίτερα καυστικός στις απαντήσεις του προς τούς ιεροεξεταστές… / σώζεται (από τήν ιδιωτική αλληλογραφία κάποιου gaspar schopp of breslau) ένα επεισόδιο παραδείγματος χάριν από τήν δίκη του, όταν άκουσε τήν καταδίκη : πως σήκωσε δηλαδή απειλητικά τό χέρι του προς τούς δικαστές του και είπε «και ίσως εσείς να φοβάστε περισσότερο τώρα που μού απαγγέλνετε αυτή τήν καταδίκη, απ’ όσο εγώ που τήν ακούω» : «maiori forsan cum timore sententiam in me fertis quam ego accipiam» /  τό 1940 ανακαλύφτηκε μια περίληψη τών πρακτικών τής δίκης του, που μακάρι κάποτε να εκδοθούν.

έτσι λοιπόν η αναγέννηση δεν έχει χάσει τό σφρίγος της μέχρι σήμερα / και τό σημερινό ποστ ας εκληφθεί μόνο ως (μικρό) αφιέρωμα στις μεθόδους κάθε εξουσίας ανά τούς αιώνες σ’ αυτόν τόν πλανήτη / με τήν ευκαιρία τής μεθαυριανής επετείου : και ας αποτελέσει μια μικρή υπόμνηση για τίς διώξεις και τά βασανιστήρια που έχει υποστεί κάθε ασυμβίβαστος και δημιουργικός πολίτης φιλόσοφος ή καλλιτέχνης που διαφώνησε σ’ οποιουσδήποτε καιρούς μ’ αυτόν τόν πολιτισμό

αφιερώνεται επίσης στην, εν ζωή πάνω απ’ όλα, μνήμη όλων εκείνων, γυναικών και αντρών, που καθώς τίς σέρναν αιμόφυρτες οι βασανιστές τους έξω από τό καμαράκι στην  «ταράτσα» τής μπουμπουλίνας μονολόγησαν κάποια στιγμή από μέσα τους, σαν τόν ιταλό εκείνο καλόγερο : για μαλάκα μέ είχανε να μιλήσω ; …

 3 σαν σήμερα μεθαύριο ή χτες

 

 

4 πολλά τά δεινά : σοφοκλής / ξενάκης / παιδική φωνή φοβερά υπάρχουν διάφορα, αλλά από τόν άνθρωπο δεν νομίζω πως υπάρχει τίποτα πιο φοβερό

 

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: