σημειωματαριο κηπων

17 Δεκεμβρίου 2009

διεγερτικό γιορτινό τραγούδι : die gedanken sind frei

 

      ίσως είναι τό παλιότερο επαναστατικό τραγούδι στην νεότερη ευρωπαϊκή (μας) ιστορία : πρόκειται για ένα πασίγνωστο στη γερμανία (αλλά και σε άλλες χώρες) τραγουδάκι που οι ρίζες του βρίσκονται στον γερμανικό μεσαίωνα τών τροβαδούρων τού 1200 : τόν βασικό του στίχο «είν’ ελεύθερες οι σκέψεις» τόν συναντάμε σε ποίημα τού Walther von der Vogelweide ως  joch sint iedoch gedanke frî ( ≈ αλλά η σκέψη ελεύθερη είναι)

      και σε άλλους όμως τροβαδούρους συναντάμε αυτή τή σκέψη [ και είναι ενδιαφέρον (από γλωσσική άποψη) ότι η λέξη σκέψη για τούς γερμανούς παραμένει αναλλοίωτη, από τίς αρχές τής γλώσσας τους, ενώ άλλες έχουν υποστεί τόσο μεγάλες αλλαγές που να ’χουν γίνει αγνώριστες (όπως η λέξη για τόν έρωτα minne – εξού και minnesänger  ή ερωτοτραγουδιστές – που έγινε πολύ αργότερα η σημερινή Liebe)  όμως «οι σκέψεις» gedanke ήτανε και Gedanken παραμένουν ]  και οι τροβαδούροι αυτοί μπορεί να επανέλαβαν ή να αυτοσχεδίασαν πάνω στην αρχική διατύπωση τού Vogelweide, αλλιώς πρέπει να συμπεράνουμε ότι η αντίληψη για τήν ελευθερία τής σκέψης ήταν περίπου κοινός τόπος κατά τόν μεσαίωνα : ο αυστριακός Dietmar von Aist  για παράδειγμα είχε γράψει ένα τραγούδι που έλεγε Gedanke die sint ledic vrî ( ≈ μόνο η σκέψη ελεύθερη είναι), και ο τροβαδούρος Freidank έγραψε γύρω στο 1229 : diu bant mac nieman vinden, diu mine gedanke binden ( ≈ ετούτο τό τραγούδι κανέναν δεν φοβάται / που θέλει να μέ κάνει / να σκέφτομαι αλλιώς) 

      τό τραγούδι τό βρίσκουμε καταγραμμένο, σε γλώσσα νέα γερμανική, πρώτα σε μια ελβετική ανθολογία δημοτικών τραγουδιών (Τραγούδια τών Κοριτσιών τού Μπρίντς : Lieder der Brienzer Mädchen) γύρω στο 1810, με ανώνυμον τόσο τόν στιχουργό όσο και τόν συνθέτη – η παραλλαγή που ξέρουμε όμως σήμερα, και είναι η γνωστότερη, καταγράφτηκε από τόν γερμανό φιλόλογο γλωσσολόγο και ποιητή Hoffmann von Fallersleben  [ τού οποίου ένα επαναστατικό για τήν εποχή του ποίημα, που τραγουδήθηκε πολύ και στις γερμανικές επαναστάσεις τού 1848, αποτέλεσε αργότερα τόν εθνικό ύμνο τής γερμανίας επενδυμένο με μουσική τού Χάϋντν ]  στη συλλογή Λαϊκά Τραγούδια τής Σιλεσίας με τίς Μουσικές τους (Schlesische Volkslieder mit Melodien) τού 1842.

(εδώ τό τραγουδάει τό ποπ-κουαρτέτο α-καπέλα (μόνο φωνή) maybebob σε εκδήλωση
ενός γυμνάσιου : με τόν κόντρα–τενόρο Jan M. Bürger, τόν τενόρο Lukas H. Teske, τόν
βαρύτονο Oliver Gies, και τόν Seba(S)tian Schröder)

      τό τραγούδι ήταν πάντως πολύ αγαπητό σε όλον τόν μεσαίωνα και συνόδεψε τίς αγροτικές εξεγέρσεις που ξέσπαγαν τότε, συνόδεψε όμως και τίς διώξεις και τά βασανιστήρια χωρικών και αστών από τούς φεουδάρχες και τόν κλήρο σε όλη τήν περίοδο τής αναγέννησης… Αργότερα τραγουδιόταν σε κάθε άλλη εξέγερση ή πράξη αντίστασης στη γερμανία…    Επίσημα απαγορεύτηκε δυο φορές, τή μία μετά τό πνίξιμο στο αίμα τών επαναστάσεων τού 1848, και τήν δεύτερη απαγορεύτηκε από τό ναζιστικό καθεστώς. Έτσι έγινε σύμβολο τής αντίστασης… Γι’ αυτό, η Σόφι Σολ (που τό 2005 έγινε μια ταινία με τή ζωή της) πήγε και τό έπαιξε, λέγεται, με τό φλάουτο έξω από τήν φυλακή όπου οι χιτλερικοί κρατούσαν τόν πατέρα της (δεν άργησαν, για τήν ιστορία να τό πούμε κι αυτό, η ίδια και ο αδελφός της να συλληφθούν μαζί με όλα τά άλλα μέλη τής αντιστασιακής οργάνωσης λευκό ρόδο : τελικά τά παιδιά (φοιτητές ήταν) εκτελέστηκαν στην γκιλοτίνα). (Λέγεται ότι τά τελευταία λόγια τής Σόφης ήταν «θα πέσει και τό δικό σας κεφάλι» και : «να φεύγω με τέτοιο λαμπερό ήλιο…»)

[ παρακάτω είναι τρία βίντεο, από τά πολλά που βρήκα να περιφέρονται στο γιουτούμπ, αφιερωμένα σε
τρεις περιόδους τής γερμανικής ιστορίας – τίς επαναστάσεις τού 1848, τήν αντίσταση τού άσπρου ρόδου
ενάντια στον ναζισμό, και τήν εποχή τού αντάρτικου πόλεων που διαλύθηκε οικειοθελώς για να δώσει προτεραιότητα
στη σωτηρία τού πλανήτη – παραλλαγές όλες τού αρχικού die Gedanken sind frei με διαφορετική κάθε φορά οπτική και εκτέλεση : ]

      τό ποίημα όπως πρωτοκυκλοφόρησε σε φυλλάδιο τό 1780 είχε 4 στροφές και αργότερα μόνο προστέθηκε μια πέμπτη. Πολλές φορές σήμερα όταν τό τραγουδάνε αλλάζουν τή σειρά τών στροφών. Υπάρχει και μια παραλλαγή του που τό παρουσιάζει σαν διάλογο ανάμεσα σ’ έναν φυλακισμένο και τήν αγαπημένη του – κι αυτή ήταν η παραλλαγή που συμπεριλάβανε (ίσως βάλαν και τό χεράκι τους σε κάποιους στίχους, όπως συνηθιζόταν τότε) οι δύο φίλοι, ποιητές τού γερμανικού ρομαντισμού, ο Achim von Arnim και ο Clemens Brentano (τό ονόμασαν μάλιστα «τό Τραγούδι τού Φυλακισμένου στον Πύργο. Από ελβετικό τραγούδι») στη συλλογή λαϊκών γερμανικών τραγουδιών που εκδόσανε στα 1805 με τόν τίτλο «Des Knaben Wunderhorn» («τό θαυμαστό κέρας τού παιδιού»).

      ο Gustav Mahler μελοποίησε αυτήν τήν εκδοχή στο έργο του (1898) «Τραγούδια από τό Μαγικό Κέρας τού Παιδιού», για φωνή και ορχήστρα 

      στην αμερική τό έκανε κυρίως γνωστό ο τραγουδιστής τής φολκ (και μέντορας πολλών μεταγενέστερων) Pete Seeger που τό τραγούδησε με γερμανο–αγγλικούς στίχους τήν εποχή τών φοιτητικών εξεγέρσεων τού ’60 – τό 1966 τό πρωτοκυκλοφόρησε στο άλμπουμ του Dangerous Songs!?

      οι στίχοι στα ελληνικά θα μπορούσανε (σε μια πρόχειρη και πρώτη τώρα δικιά μου μετάφραση – δεχόμαστε και προτάσεις… ) να είναι :

σκέψη είναι αυτό που θέλω/σκέψη είναι η χαρά μου//σκέφτομαι μ’ ελευθερία/γι’ αυτό σκέφτομαι καλά//τρέχει η σκέψη μου πετάει/σα σκιά στη νύχτα φεύγει//ποιος μπορεί να τήν σκοτώσει/τό κελί δεν τήν χωρά//ποιος μπορεί να τήν σκλαβώσει/ποιος μπορεί να τήν προδώσει//είν’ ελευθερία η σκέψη/είν’ η σκέψη μου χαρά//σα σκιά μέσα στη νύχτα/κάθε σκέψη μου ξεφεύγει//και τούς τοίχους θα γκρεμίσει/τό κελί δεν τήν κρατά//δεν μπορεί να τήν σκοτώσει/δεν μπορεί να τήν σκλαβώσει//σκέφτομαι μ’ ελευθερία/γι’ αυτό σκέφτομαι καλά
 

      από τό πλήθος τών εκτελέσεων που μπορεί να βρει κανείς ακόμα και εδωμέσα καταλαβαίνουμε πόσο αγαπητό είναι τό τραγούδι αυτό σ’ όλον τόν κόσμο (μια εκτέλεση που προέρχεται από τό νεοϋορκέζικο συγκρότημα brazilian girls μ’ αρέσει ιδιαίτερα, αλλά θα τήν ακούσετε από τόν σύνδεσμο που σάς δίνω γιατί δεν κατέβαινε με τίποτα – έχουμε και τίς (τεχνικές μας) ανεπάρκειες – ακόμα ! – άλλωστε είπαμε, τό μπλοκάκι αυτό κλείνει (τούτο τόν μήνα) τρεις μήνες (μόνο) ζωής… )  τελικά τά κατάφερα, οπότε ορίστε, απολαύστε την :

Απ’ τίς ταινίες που έχουν χρησιμοποιήσει τό τραγούδι (ακόμα και στους τίτλους τους) η γερμανική «23» (τού 1998) αναφέρεται στη ζωή τού χάκερ Karl Koch 

Σήμερα υπάρχουν κινήσεις για τήν ελευθερία τού λόγου στο διαδίκτυο που τό έχουν επίσης ως σήμα–κατατεθέν τους…

ευχές πολλές για τίς γιορτές και τόν καινούργιο χρόνο
τραγουδιστά λοιπόν
Τίς είπαμε βέβαια κυρίως στο άλλο σημειωματάριο,
με πολυλογίες και λεπτομέρειες…
Εδώ είπα να επικεντρωθώ σ’ αυτό τό τραγουδάκι
τού μεσαίωνα που ανάφερα λίγο κι εκεί.
Και, ας τό πω κι αυτό,
(από τήν περίοδο τού
δικού μας διαφωτισμού) έχουμε και μεις μια ανάλογη
φράση τήν οποία και είχα αναγκαστικά στη σκέψη μου όταν
προσπάθησα
να κάνω τή μετάφραση έμμετρη και με ομοιοκαταληξία
– κάτι στο οποίο ξέρω ότι δεν έχω και καμιά σπουδαία ικανότητα – )
τό όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά τού Ρήγα


πολύ καλή μας χρονιά 

 

ευχαριστίες  στην wiki για τίς (περισσότερες) πληροφορίες
copyright © 2009 hari stathatou for the text and the poem’s translation

3 Δεκεμβρίου 2009

γιατί τά γουρούνια δεν είναι δολοφόνοι κι οι δολοφόνοι δεν είναι αιδοία…

 

…animal psalm

 
(αρειανής μονόλογοι)
  

   ίθισται βέβαια τά συνθήματα που φωνάζουμε στον δρόμο να έχουν και ομοιοκαταληξία και ρυθμό… Καθόλου περίεργο, αν και ποτέ δεν τό κατάλαβα ακριβώς… Δεν θα μπορούσε η μεγάλη ποίηση να εισχωρήσει και στην πολιτική μας σκέψη ; Μπα, είμαστε ακόμα στην εποχή τού δημοτικού όταν μιλάμε στον δρόμο φωναχτά φαίνεται…

   Όταν μιλούσα όμως (παλιότερα) για παλιούς φόβους και τρόμους (τότε σε σχέση με τή λέξη αναρχία) θα έπρεπε να έχω πει μαζί και για κάτι ταυτόχρονο που ανακύπτει και ισχυρότερο και πιο αποενεχοποιημένο στο άκουσμα και κάποιων άλλων λέξεων : τήν έντρομη αναδίπλωση (στον «εαυτό» του) τήν αυτόματη τύφλωσή του (χωρίς τόν εαυτό του), αυτού τού αθώου καλοπροαίρετου και καλού μέσου άνθρωπου μόνο και μόνο στο άκουσμα τής λέξης φεμινίστρια ή φεμινισμός (ή και – ακόμα πιο φριχτό κι ακατανόητο φεμινιστής). Μιλάω για κάτι βέβαια που συμβαίνει σε προνομιούχες μονάχα χώρες, με ισχυρές παραδόσεις, αθάνατη ιστορία, συνεχή γλώσσα, συνεχή δόξα, συνεχή φόβο και τρόμο [τρόμο μην διδαχτούνε δηλαδή (και τή γλώσσα και τήν ιστορία) με κάναν τρόπο που αλλάξει και οτιδήποτε απ’ ό,τι μάς κοιμίζει σωστά] και, στη χώρα αυτή στην οποία έχουμε επομένως τήν τύχη να ζούμε, συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία τών καλών αυτών ανθρώπων όπως φαίνεται πλέον όλοι : και οι αριστεροί με κόμμα και οι αριστεροί χωρίς κόμμα, και οι αναρχικοί με κόμμα ή χωρίς. Και οι γέροι και οι νέοι : οι νέοι μάλιστα φαίνεται ακόμα περισσότερο εφόσον τώρα απ’ αυτούς ακούγονται βρισιές που σπάνε κόκκαλα με τήν ευστοχία τους : μπάτσοι–μουνιά (δεν εννοούνε τίς γυναίκες τής αστυνομίας βέβαια και τό ξέρετε), μουνόπανα (δεν εννοούνε τίς μαμάδες τους, ή εν γένει τίς άλλες μανάδες, βέβαια τό ξέρετε : εννοούνε όμως κάθε γενικά αξιομίσητο άντρα εχθρό) : και ακριβώς επειδή εννοούν τούς άντρες, πιάνει η βρισιά, διότι είναι διπλός ο υποβιβασμός σε γυναίκα : δεν τούς υποβιβάζουνε δηλαδή μόνο ως έχοντας σχέση με εκείνη τήν ακατανοήτως (για αρειανές σαν και μένα) υποτιμητικότατη ερωτική πράξη (φοβερός υποβιβασμός αυτός, ακόμα και για τούς πολύ νέους) (διότι βέβαια η αναφορά σε ερωτικό μέρος τού σώματος γίνεται ακριβώς επειδή κατά τή γνώμη τους τά εν λόγω άτομα έχουν μεγάλο ερωτικό δυναμικό) όμως τό ερωτικό αυτό δυναμικό γίνεται πιο υβριστικό εάν τό έχει γυναίκα : δεν βρίζουμε δηλαδή όταν είμαστε θυμωμένοι τούς αστυνομικούς ονομάζοντάς τους μ’ ένα ερωτικό μέρος τού αντρικού σώματος (μπάτσοι πούτσοι δηλαδή) (όπερ έδει δείξαι) :

   μόνο μουνιά γουρούνια και δολοφόνους.

   παραβλέπω τήν μεγάλη ύβρη που διαπράττεται εδώ εναντίον άλλων ζώων, εκτός τών γυναικών : ειδικά τά γουρούνια είναι εξυπνότατα ζώα (είναι αποδεδειγμένο επιστημονικά αυτό – εξαυτού δε και ο όργουελ τά έβαλε να ανέλθουν συντομότατα στην ιεράρχηση, μετά τήν καθιέρωση τής απόλυτης ισότητας, και να αλλοιώσουν ευφυώς και πανάλαφρα τά αρχικά απελευθερωτικά συνθήματα σ’ εκείνη τή φάρμα του : τά γουρούνια εξάλλου είναι τά ζώα τά οποία καταλαβαίνουν αμέσως πότε τά πάνε για σφαγή και κλαίνε πικρά και ηχηρά, πράγμα που τά άλλα ζώα δεν τό καταλαβαίνουνε πάντοτε (και πολλές φορές σκοτώνουν και τά ίδια τόν εαυτό τους (στους ανθρώπους κυρίως συμβαίνει αυτό) και χωρίς δάκρυ, και χωρίς να καταλαβαίνουν καν τί (παν να) κάνουνε). Γιατί, μήπως καταλαβαίνουνε τί παν να κάνουνε τά αγόρια κι οι άντρες τού δικού μας ζωικού βασίλειου όταν έχουν σε τέτοια απαξίωση τήν πιο όμορφη πράξη τού είδους μας, που εκτός από ηδονή προκαλεί και τή συνέχιση τού έθνους, και μάλιστα δεν βρίζουν τήν ερωτική πράξη με τόσο μένος όταν αφορά τούς πατεράδες τους, αλλά μόνο όταν αφορά τίς μαμάδες τους, στο μουνί τών οποίων και στο μουνόπανο τών οποίων εμπεριέχονται τά υλικά που τούς γέννησαν ;  Ίσως όμως και να ’ναι υπόγεια αυτοσαρκαστικοί (πέρα από ποιητές, που οπωσδήποτε είναι) οι νέοι μισογύνηδές μας εδώ.

   φού παραβλέψουμε λοιπόν τήν ύβρη ως προς τά γουρούνια και τά αιδοία ας πάμε στην παντελή έλλειψη κυριολεξίας όταν ακούμε να αναφέρονται αυτά τά δυο σε σχέση με δολοφόνους (ίσως φταίει η κακή παιδεία που παίρνουν στο σχολείο τους γι’ αυτήν τήν αδιαφορία προς τήν απλή λογική και τήν ακρίβεια στην έκφραση) (δεν ξέρω αν διδάσκονται πια έστω ακόμα και εκείνη τήν έρημη τήν αριστοτελική λογική που κάναμε εμείς στο γυμνάσιο) (κάτι θα τούς είχε μείνει, όπως μού ’μεινε και μένα, παρόλο που μισούσα και τό σχολείο και τή λογική και τόν αριστοτέλη ειδικότερα) διότι όχι μόνο είναι σαφές ότι κανένας από τούς δολοφόνους που εμφανίστηκαν ενδόξως (ενδόξως σ’ όλη τή διάρκεια τής ιστορίας μας) δεν ήτανε γυναίκα, αλλά και ότι γενικά οι γυναίκες (σ’ όλη τή διάρκεια τής ιστορίας μας) δεν κάνουν και μεγάλη ούτε ένδοξη καριέρα ως δολοφόνοι (γι’ αυτό και αν προκύψει και καμιά μεμονωμένη κι έρημη και δυστυχής ως μήδεια γίνεται βούκινο και ξεσηκώνονται όλοι : είναι βαθειά χωμένη μ’ άλλα λόγια στην ψυχολογία τών αντρών η αλήθεια πως μόνο οι άντρες δικαιούνται να σκοτώνουν) αλλά (πάνω απ’ όλα και) διότι γενικά μιλώντας τούς πολέμους άντρες τούς εφεύραν : (αλλά ας τ’ αφήσουμε τώρα αυτό, μάς πάει σε μαθήματα ιστορίας, για τά οποία δεν έχουμε διάθεση) αλλά και άντρες τούς εξαπολύουν, τούς εμπλουτίζουν με ωραία και νέα όπλα, και ωραίες τεχνικές, και τούς καμαρώνουνε κιόλας – κι αν πεις και κουβέντα εναντίον τους μπορεί και να βρεθείς στη φυλακή – ακόμα εγώ δεν ξέρω τί έγινε εκείνο τό παιδί (αγόρι αυτό) που τόλμησε να ονομάσει δολοφόνο τόν πρώτο μας μεγάλο δηλαδή και διεθνή σφαγέα (για τόν οποίο καμαρώνουμε και σούμπιτοι). Αλλά και εκτός απ’ αυτό, εκτός δηλαδή από τό ότι άντρες εξαπολύουν τούς πολέμους, έχουμε και τό ακόμα πιο άδοξο κι ασήμαντο επιχείρημα ότι κανένας μπάτσος απ’ αυτούς που διαπράξανε δολοφονίες στη νεότερη τήν ιστορία μας δεν ήτανε γυναίκα : μπορεί με άλλα λόγια να υπάρχουνε και μερικές μπατσίνες, αλλά τίς έχουνε για τά γραφεία ως γνωστόν. Κι αν θέλετε τή γνώμη μου, επειδή έχω υπάρξει και αυτόπτης μάρτυς, υφίστανται κι αυτές εκεί ρατσιστική λίαν μεταχείριση, και καλά να πάθουν (μήπως μπορέσουνε να χειραφετηθούν κι αυτές μεθαύριο, μαζί με μάς).

   Αλλά και γενικά είναι ηλίθιο να βρίζουμε τά ζώα όχι γιατί τά προσβάλλουμε έτσι – μάς έχουνε γραμμένους, είμαστε οι μεγαλύτεροι εχθροί τους, κι είμαστε και ευτυχείς που δεν ξέρουμε τίς βρισιές με τίς οποίες μάς περιλούζουν αυτά εμάς – αλλά μόνο γιατί έτσι κάνουμε μια ακόμα επίδειξη τής ικανότητάς μας προς εκείνη τήν ανεπαίσθητη αλλοίωση τών συνθημάτων που λέγαμε και πριν < και τήν οποία αλλοίωση ο όργουελ ασφαλώς εμάς εννοούσε ότι είμαστε ξεφτέρια στο να τήν κάνουμε, τά ζώα τά χρησιμοποίησε στην animal farm του συμβολικά : είναι σαφές δηλαδή ότι πρόκειται για αλληγορία : είναι όμως και απολύτως ανήθικο από μέρους μας να βρίζουμε κάποιον δίνοντάς του τό όνομα ενός ζώου (άλλο εκτός απ’ τό δικό μας) (πέστε τόν εχθρό σας καθωσπρέπει άνθρωπο και θα ’πρεπε να τού φτάνει) διότι στον πλανήτη αυτόν οι μόνοι που αξίζουμε να υπάρχουμε ως ύβρις είμαστε μόνο εμείς. Έχουμε προκαλέσει ήδη πολύ πόνο στο υπόλοιπο τό ζωικό βασίλειο, και αν θέλετε τή γνώμη μου δεν πρόκειται να μείνουμε και ατιμώρητοι για αυτό, εγώ τό ξέρω >.

   Γι’ αυτό λοιπόν προς τό παρόν φοβάμαι ότι δεν θα κερδίσουμε πολλά. Γιατί δεν έχουμε καν τήν εξυπνάδα τών γουρουνιών να ξέρουμε πότε μάς πηγαίνουνε επί σφαγή ή μάλλον πότε πάμε μόνοι μας, και πότε κόβουμε μονάχοι τό κεφάλι και τή λογική μας – για να μην πω για τήν καρδιά, ή για τό άλλο – περίεργο εκείνο ενσωματωμένο υποτίθεται στοιχείο τού έρωτα – που θα ’πρεπε όλους μας ήρεμα μάλλον να μάς συνοδεύει. Έτσι δεν δείχνουμε με άλλα λόγια παρά τό ότι μάς ενδιαφέρουν μόνο τά λεφτά : τά περισσότερα λεφτά για μάς, και οι γυναίκες οι αράπηδες οι γύφτοι οι αλβανοί και οι (εαμο)βούλγαροι ας πούμε άντε να πάνε να πνιγούν. Μόνο που δεν θα γίνει τίποτα έτσι (δεν έγινε ας πούμε τίποτα έτσι δηλαδή στο παρελθόν, και αν δεν έχουμε μπροστά μας τουλάχιστον τό παράδειγμα τής μεγάλης μητέρας τών λαών που έκανε τήν επανάσταση από γνήσια φτώχεια και κατέληξε σε γνήσια φτώχεια, για τήν οποία όλοι θλιβόμαστε πιστεύω) (εάν δεν έχουμε μπροστά μας τό παράδειγμα όλης τής ιστορίας που μάς πλήγωσε, μάλλον γιατί από τήν αρχή ήτανε φτιαγμένη για να μάς μειώνει σε στομάχι και κοιλιά και ν’ αγνοεί εκείνον κει τόν – έρημο – τόν έρωτα) τότε πια τί να πει κανείς. Είπαμε να μη διδασκόμαστε τήν ιστορία στο σχολείο, αλλά να μην τήν διδασκόμαστε καν πουθενά ; Εκτός πια κι αν νομίζουμε πως τό να γίνουνε τά εφτακόσια ευρώ ας πούμε δυο χιλιάδες και για όσους έχουμε τήν ιθαγένεια είναι ο νέος στόχος και τό νεωτεριστικό, και πιο πρωτότυπο πια τέρμα, ο απόλυτος τερματισμός : θα ’λεγε κάποιος ότι τούτο είναι μόνο εύκολος τερματισμός – όσο και αν δεν πρόκειται να επιτευχθεί ούτε κι αυτός βεβαίως εύκολα : και τό «εύκολος τερματισμός» θα τό ’λεγε – ακριβώς, τό καταλάβατε – κανείς, μονάχα υποτιμητικά όπως θα λέγαμε ας πούμε μαλάκας πούτσος και μουνί κι αρχίδια καλαβρέζικα και τό μουνί τής χάϊδως, εάν θα θέλαμε να τά πούμε όλα εθνοπατριωτικά και με ελληνικές μονάχα παροιμίες.

   Περιττό να πω βέβαια ότι συμπάσχω βαθύτατα στην περίπτωση αυτή ειδικά με τά κορίτσια τών διαδηλώσεων που, τό ξέρω, νιώθουν εκείνη τή βουβή μοναξιά και ερήμωση όταν μέσα στη γενική αλληλεγγύη τής διαδήλωσης πρέπει να μισήσουν τόν εχθρό τους ως εαυτή, να βρίσουν τόν εχθρό τους ως μουνί. Νά ένα σύγχρονο μάθημα ιστορίας : ζείτε λοιπόν τήν ιστορία live και εσείς (και, εσείς τώρα, εμπλουτισμένη και με άλλους ρατσισμούς, που εμείς δεν είχαμε) και είσαστε ακόμα στον πλανήτη αυτόν όπου όλα τά ωραία είναι για όλους σα βρισιά. Ζείτε μες στον πλανήτη και τής μοναξιάς, και ζείτε στον πλανήτη που αποδεικνύει, τόσο αυτάρεσκα και άνετα, ότι  δεν έχει μπει ακόμα καν στην ιστορία. Βρισκόμαστε, ναι, ακόμα στην προϊστορία (όλοι μας κι όλες, αναγκαστικά) η οποία όμως ευτυχώς, έχει γραφή και ιντερνέτ κι ανάγνωση

   αι επειδή κινδυνεύει κανείς με τήν ανάγνωση να αλλοιωθεί, έστω και χωρίς να τό καταλάβει, η ίδια του η λογική ή και τά λόγια – αυτή είναι η αλληγορική εκείνη, και η οργουελική η δύναμη τών γουρουνιών – θα ήθελα να πω για να ξεκαθαρίσω μιας και τής αρχής, ότι απεχθάνομαι οριζοντίως και καθέτως και διαγωνίως τήν ιδέα να λογοκρίνει κανείς τόν εαυτό του για χάρη τής σωστής τής ηθικής, ή τής πολιτικής, ή εν γένει τής ορθότητας, που όμως και δεν τήν πιστεύει, και ούτε τήν καταλαβαίνει, και υποτάσσεται σ’ αυτήν μόνο και μόνο γιατί (είναι μόδα και) φοβάται δηλαδή να κάνει αλλιώς : προσωπικά προσβλέπω θέλω δηλαδή να πω απλώς στην ένδοξη και στη λαμπρή εκείνη εποχή που δεν θα τούς πηγαίνει πια τών αγοριών να βρίζουνε ούτε τό μουνί ούτε τ’ αρχίδια ή να θεωρούνε ως βρισιά περιωπής τό ρήμα αυτό γαμάω ή γαμώ : τόν καιρό εννοώ που δεν θα τούς πηγαίνει, και όχι που θα ντρέπονται τώρα πια να τό πούνε απλώς γιατί θα ξέρουν ότι θα τούς αντιμετωπίσουνε (οι άλλοι, μεθαύριο) σαν αυτονόητα και κωμικά και καταδικασμένα αχειραφέτητους και υπανάπτυκτους.

 

 

copyright © 2oo9 hari stathatou for the text : all rights reserved
εικονογράφηση (αναγεννησιακές μικρογραφίες και χαρακτικά) : οβίδιος / γυναικεία αναγεννησιακά βασανιστήρια / μαγισσούλες τής αναγέννησης που πετάνε προς τό κάψιμο, με βιτριόλι ή στην πυρά
initials : ©  floral punch craft

 

 

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: