5 Οκτωβρίου 2009
![violeta parra 220px-Parra01f[1]](https://simiomatariokipon.files.wordpress.com/2009/10/220px-parra01f1.jpg?w=103&h=129)
gracias a la vida
Πήγαμε ν’ ακούσουμε λοιπόν μουσική ψηλά κι από κει πάνω βλέπαμε αυτόν τόν ψυχρό λευκό οικισμό σαν κοτρώνα που τόν σηκώναμε στην πλάτη μας εν είδει τιμωρίας από παληά: εγώ τουλάχιστον αυτήν τήν πόλη τήν είχα αφήσει κι ερχόμουνα λίγο-λίγο, αλλά κάποιοι άλλοι τήν είχαν μονίμως στην πλάτη τους: τήν τελευταία φορά που κατεβαίνοντας από τό βερολίνο είχα περάσει απ’ αυτήν τήν μαγική παληά πόλη που τήν έλεγα μικρή παληά μονάχο (απ’ όπου μού ερχόντουσαν πάντοτε τά πιο ωραία παιχνίδια) είχα δει στην μια πινακοθήκη της μια έκθεση που μού ’χε κάνει μεγάλη εντύπωση γιατί / … /
φυγές : δρόμοι
Έτσι λοιπόν δεν είχα ιδέα αν θα μπορέσω να πω τίποτα από κείνο τό απόγευμα τής συναυλίας και για να πω τήν αλήθεια τέλειωσα πρώτα τό βιβλίο και δεν ήμουνα σίγουρη καν ακόμα αν θα μπορέσω να πω ειδικά για τά πράγματα εκείνου τού βραδιού (απ’ τό οποίο ξεκίνησαν όλα) (που τό ενδιαφέρον τους δεν ήταν τόσο η γυναίκα που βρισκόταν πάνω στη σκηνή όσο η σχέση της ακριβώς με τίς άλλες, εκείνες που ήταν από κάτω και γύρω και πλάϊ και μιλούσαν τήν ίδια γλώσσα μ’ αυτήν) : Μια γλώσσα δηλαδή που εγώ δεν τήν ήξερα, ούτε εγώ ούτε οι άλλοι εκτός από τή φίλη μου, μού αρέσανε όμως πάντοτε αυτά τά τραγούδια και ιδιαίτερα μάς άρεσε όλων εκείνο τό gracias a la vida (και ειδικά επειδή αυτό πάντα φέρνει στο μυαλό κυρίως τούς όρους κάτω απ’ τούς οποίους για χρόνια λεγόταν, διότι πράγματι μπορεί κανείς να πει ότι η αποτελεσματικότητα αυτού τού τραγουδιού οφείλεται στη διασταύρωση τής ήπιας μουσικής του με τούς άγριους όρους κάτω από τούς οποίους λεγόταν) (αυτό τό ευχαριστώ στη ζωή που λεγόταν για τήν ζωή τών ανθρώπων που ζούσαν μέσα σ’ έναν ανενόχλητο και νόμιμο και παγκόσμιο εφιάλτη από βασανιστήρια φρίκες και χούντες) αυτό ήταν που θύμιζε κάτι σαν μια τρύπα μέσα από τήν οποία σκύβεις και κοιτάς σαν μέσα από έναν φακό ή ένα καλειδοσκόπιο (μού ’χανε φέρει ένα τέτοιο παιχνίδι από τό μονάχο εμένα όταν ήμουν μικρή) και ξαφνικά βλέπεις αστραπιαία ένα φως γεμάτο χρώματα και σού φαίνονται άγνωστα μόνο και μόνο επειδή νόμιζες ότι δεν θα είχε παρά μόνο μαύρο στις διάφορες αποχρώσεις του τό σκοτάδι αυτό : Είναι μάλιστα μπορώ να πω η μουσική αυτή ίδια με τό ξάφνιασμα που νιώθει όποιος πάρει ξαφνικά μέρος σε μια διαδήλωση σε δρόμους γνωστούς με άλλους μαζί και ξαφνικά βλέπει μια άγνωστη πόλη με τελείως άγνωστους δρόμους πράγματα που δεν τά ήξερε καθόλου πιο πριν και τού φαίνεται μάλιστα αστραπιαία ότι οι δρόμοι αυτοί δεν είναι πια γεμάτοι με τούς ψυχρούς και λευκούς και τίς ψυχρές διαφημίσεις και τά φώτα τά ψυχρά και δυνατά (και νεκρά) παρά αντίθετα όλα έχουν γίνει ζωντανά (και ζεστά και δικά του και είναι μέρος τών λέξεων που ξέρει και μπορεί να προφέρει και ακόμα και τά χρώματα γίνονται λέξεις και τά κτήρια γίνονται λέξεις και οι πόρτες γίνονται λέξεις και ξαφνικά όλα γίνονται λέξεις δικές του και βαρειές και οικείες (γνωστές) λέξεις γεμάτες με τόν έρωτα που κρυβότανε πάντοτε) και τού φαίνεται ξαφνικά με λίγα λόγια ότι παύει να ’ναι ατέλειωτα και ψυχρά και βάρβαρα όλα ενώ αποκτάει βάρος και ύλη και νόημα ο έρωτας που έχει μέσα του (και που δεν μπορούσε να πει τ’ όνομά του) και ήθελα πάντοτε να κάνω μια εργασία σαν παρέκβαση στην μελέτη μου για τό πώς αλλάζουν οι δρόμοι όταν γεμίζουν με λέξεις που τό νόημά τους για πρώτη φορά θ’ ακουστεί : Όμως, για να πω τήν αλήθεια, είναι μια τόσο μεγάλη ιστορία αυτοί οι δρόμοι και τό πώς τούς μαθαίνεις πάντοτε από τότε που είσαι παιδί (αρχίζοντας βέβαια από τό να μαθαίνεις αρχικά τ’ όνομά τους και να μην τό θυμάσαι ποτέ) και ύστερα με τό πώς οι δρόμοι γεμίζουνε με διαφορετικά πράγματα και όχι πια ψυχρούς και λευκούς αλλά πώς είναι κάθε φορά ένας διαφορετικός δρόμος αλλά παρ’ όλ’ αυτά ο κάθε δρόμος παραμένει πάντοτε ίδιος όσο κι αν άλλαξαν όλα και αλλάζεις επίσης και σύ, κι έτσι όταν αλλάζεις και τρέχεις και τόν βλέπεις σε κίνηση πλαγίως και οριζοντίως και καθέτως (σαν να κινείται ο φακός ανώμαλα και ασυνήθιστα) όλα είναι και ασυνήθιστα και γνωστά και μέσ’ απ’ τό τρέξιμο παραμένει ο δρόμος ίδιος με κείνον που ήξερες όταν ήσουν παιδί κι αυτό σέ κάνει τήν ώρα που τρέχεις και προσπαθείς να προστατέψεις ας πούμε τό κεφάλι σου από τά κλομπ που τρέχουν εναντίον σου μ’ αυτό τό μεταφυσικό μίσος και θέλουνε να σάς ρίξουνε κάτω πάνω στην άσφαλτο και να σάς κλωτσήσουν και να δείτε τόν κόσμο ανάποδα διακεκομμένον ανάμεσα στα αίματα που θα πέφτουνε μέσα στα μάτια σας (και γι’ αυτό τρέχετε και προσπαθείτε να γλυτώσετε τήν κλωτσιά γιατί όσο είσαστε όρθιοι υπάρχει ακόμα μια περίπτωση μικρή να σωθείτε) παρ’ όλ’ αυτά έτσι τρέχοντας συγχρόνως και φεύγοντας εσύ είσαι κιόλας τό παιδί που επιστρέφει και περπατάει με τίς εικόνες του για μελλοντικά δώρα, τά σχέδιά του για κατασκευές ανθρώπων για ομοιώματα σπιτιών για μικρογραφίες ιστοριών που θα ζήσουν όσο θα μιλάς, καθώς σέ κρατάνε οι μεγάλοι σαν άνθρωποι κανονικοί απ’ τό χέρι μπροστά στα παράθυρα τίς βιτρίνες και περνάτε μέσα από τίς πόρτες για να αποφασιστούν εκείνα τά δώρα τά ομοιώματα τών χριστουγέννων και τής πρωτοχρονιάς / … / : όχι δηλαδή όπως τώρα που τήν στιγμή που τρέχεις συμβαίνει καμμία φορά να δεις με τό πλάϊ τού ματιού σου μια πόρτα και να σού φανεί ότι προσφέρεται για καταφύγιο ή να σέ παρασύρει κάποιος άλλος τότε προς τά εκεί τραβώντας σε για να κρυφτείτε πίσω κι οι δυο και τήν ίδια στιγμή που τήν σπρώχνετε και κρυβόσαστε πίσω της βλέπεις σε μαυρόασπρο βίντεο ζωγραφικής πώς ήταν όταν περνούσες μπροστά της (τότε που δεν ήξερες ακόμα ποια χρησιμότητα θα είχε μόνο για σένα, και τό καταλαβαίνεις τήν στιγμή που φεύγεις από τούς άλλους μεγάλους, και ανακαλύπτεις έτσι τήν χρησιμότητά της για όλους, αυτήν που δεν μπορούσες τότε να τήν φανταστείς) (και μάλιστα δεν είχες καταλάβει καν αυτήν τήν χρησιμότητα που μπορούσε να έχει μια πόρτα για ένα άλλο μέλλον ασύλληπτο όπου θα υπήρχαν κι άλλα δώρα πέρα απ’ τά δώρα, κι όπου θα υπήρχε αυτό τό ζεστό χνώτο τών αναπνοών που αγκαλιάζει τόν κόσμο και τίς λέξεις με έρωτα και φόβο μαζί και που σού θυμίζει τά τραγούδια που μαθαίνατε στο σχολείο για τό χνώτο τών αρνιών και τών μοσχαριών και τών αγελάδων και τών γαϊδουριών και τού σαλιγκαριού και τής χελώνας πάνω από τό μικρό αγοράκι που κουνάει χέρια και πόδια προς τά πάνω παίζοντας μες στην ζέστη τών χνώτων και παγώνοντάς τα σε μια λευκή και απαστράπτουσα πορσελάνινη ακινησία, ανίδεο για τ’ αγκομαχητά και τά κυνηγητά τού μέλλοντος, και είναι αυτό τό δώρο τού χρόνου που μετατρέπει τό χνώτο τού τρεχαλητού σε σκέτον έρωτα, σε καθαρόν έρωτα, και μιλάει δυνατά τώρα μαζί με τίς λέξεις έτσι που δεν σού φαίνεται πια ουδέτερο τότε τό κτήριο αλλά απλώς αλλαγμένο, κι η πόρτα και όλα σάς προστατεύουν αμέτοχα μόνο και μόνο γιατί σάς προστατεύουν ακριβώς όλους μαζί) : αυτό τό λάθος διορθώνεται γρήγορα : γιατί οι φυγές και τά τρεξίματα σέ πότιζαν μεγαλύτερη στενοχώρια ή απορία ή θλίψη εκεί στην αρχή, μια που είχες τήν ανομολόγητη απαίτηση απ’ όλα τά πράγματα να είναι στραμμένα προς τήν παιδικιά σου ζωή ακριβώς, τήν δικιά σου ζωή ακριβώς, με τήν ίδια αστραπιαία και αστραφτερή προκατάληψη και μεροληψία τών χριστουγέννων και τής πρωτοχρονιάς δηλαδή αιωνίως / … / : επειδή δεν ξέρατε τότε, κι αυτό ήταν ίσως μια μικρή και ασήμαντη ακόμα πολύ ευτυχία, ότι οι πόρτες αυτές κάποτε θα γράφαν από πάνω τους εκείνο τό Η μόνη ελπίδα όλων σας (που τριγυρνάτε ερωτευμένοι με τόν έρωτα που τρέχετε κυνηγημένοι απ’ τούς εχθρούς του και που η ανάσα του θα σάς ζεστάνει και νεογέννητη και έκπληκτη όταν θα μεγαλώσετε μέσα στο μαύρο αυτό σκοτάδι) είναι να μπείτε (και οι δύο) μέσα εδώ.
Δεν είναι φυσικά αυτό οι δρόμοι μόνο ούτε οι πόρτες και ο καθένας θα μπορούσε και να πει και άλλα ή και τά ίδια / … /
από άποψη τεχνικής δηλαδή (και αρχιτεκτονικής θα μπορούσα να ’λεγα) έπρεπε δηλαδή να βρω πώς θα ήταν η αρχή από τήν αρχή, / … / : όταν ήρθε εδώ η μυθική ινδιάνα να τραγουδήσει (στο τέλος τού καλοκαιριού) και αποφάσισα (τήν επόμενη κιόλας ημέρα) ότι αυτό που θέλω, τό πείραμα που θέλω να γράψω για να ολοκληρώσω τήν εργασία μου πάνω στην γλώσσα πρέπει να τό ξεκινήσω απ’ αυτήν (που δεν ξέρω τήν γλώσσα της αλλά οι φίλοι μου θα μέ βοηθούσαν). Ήμουνα δηλαδή κάτω από τήν επίδραση γενικά ήχων κι αυτό ταίριαζε με τή δουλειά μου μια που η γλώσσα είναι πάνω απ’ όλα ήχοι χωρίς νόημα σχεδόν αρχικά : βρισκόμουνα επίσης κάτω από τήν επήρεια τής ικανότητάς της να τραγουδάει καθιστή : να ξεσηκώνει μάλιστα τόν κόσμο έτσι καθιστή κι ο κόσμος να ονειρεύεται μαζί της : και να χορεύει καθιστός : όπως είναι δηλαδή και η γλώσσα : όπως είναι και τά βιβλία : ήμουνα ξαφνιασμένη από τήν συμπεριφορά τών γυναικών τής πατρίδας της επίσης που τήν άκουγαν με τόν τρόπο τόν συγκεκριμμένο που είχανε (όταν τής φώναζαν και τής μιλούσαν σαν νά ’ξεραν ότι θα τούς ακούσει, ενώ δεν μπορούσε να τούς ακούσει εντελώς καθώς έπρεπε να λέει και τά δικά της : όπως γίνεται και στα βιβλία δηλαδή : ) Στην αρχή πάντως όταν σκεφτήκαμε να πάμε ν’ ακούσουμε τά τραγούδια της φοβηθήκαμε ότι μπορεί τώρα οι οπαδοί τους να έχουν μεταλλαχτεί κι αυτοί μαζί με τίς χούντες που ψιλομεταλλάχτηκαν σε μεταπολίτευση ενώ εμείς θέλαμε να πάμε να δούμε τήν μυθική ινδιάνα (που θα είχε γεράσει ίσως όπως φανταζόμαστε υπολογίζοντας τόν χρόνο με τόν ηλίθιο τρόπο ολονών χωρίς να φανταζόμαστε ότι ένας άνθρωπος που μπορεί να χορεύει καθιστός έχει τόν ίδιο χρόνο τού βιβλίου που σέ κάνει να είσαι ευτυχισμένος και να χορεύεις διαβάζοντας) και επίσης δεν θέλαμε να συναντήσουμε αυτούς που είναι δήθεν γνωστοί και που πηγαίνουν παντού τώρα που όλα έχουνε ξεθυμάνει γιατί μόνο τώρα που όλα έχουνε ξεθυμάνει μπορούν να θέλουν να είναι γνωστοί με τόν ξεθυμασμένο αυτόν εαυτό που απευθύνεται σε ξεθυμασμένους εαυτούς που θέλουνε μόνο να είναι γνωστοί: / … /
Είμαστε όμως μόνοι και ήσυχοι να κάνουμε όλη τή φασαρία τού κόσμου που θέλαμε : γιατί ύστερα από λίγο είχαμε τόσο κέφι που θέλαμε να κάνουμε όλη τή φασαρία τού κόσμου : με τήν ησυχία μας : Μάς παρέσυρε η δύναμή της και τό ξύλινο θέατρο κόντεψε να πέσει καθώς πολύ γρήγορα όλοι φτάσαμε και χτυπούσαμε χέρια πόδια και ξύλα κάτω απ’ τά πόδια μας : Είχε τόση δύναμη που μάς άφησε πραγματικά όλους κατάπληκτους (εκτός από τίς γυναίκες που τήν ξέραν από τήν πατρίδα τους : Αυτές τήν αντιμετωπίζαν αλλιώς : ) Γι’ αυτούς ήταν από παληά όμως γνωστή. Για μάς λοιπόν ήταν περίεργο, πώς μπορούσε να έχει τόση δύναμη, πώς μπορούσε να είναι τόσο επίμονα ζωντανή όταν άλλοι γύρω για να είναι (έστω και τό μισό απ’ αυτήν) γνωστοί ξέρουν ότι πρέπει να κάνουν (και κάνουν) τόση επίδειξη ήττας και θάνατου : Μού έδωσε (τόση) δύναμη ώστε σκέφτηκα να είναι στο βιβλίο μου αυτό η αρχή :
Και από κει λοιπόν ξεκίνησε η δυσκολία και τά λοιπά : κατάλαβα δηλαδή καλά τότε (δηλαδή τώρα τελευταία) αυτό που ’λεγε η Νίνα για τόν χρόνο (όταν κλαιγόταν συνέχεια) : πως όταν είναι κάτι πρόσφατο είναι δύσκολο να τό πεις : και πως είναι σαν να γίνεται λάθος, η δουλειά της, σαν να γίνονται στην ίδια τή φύση τής δουλειάς συνέχεια λάθη : Η αλήθεια όμως είναι πως αν δεν δοκιμάσεις μια δουλειά δεν πρόκειται να καταλάβεις ποτέ τήν γλώσσα της – και συνεπώς είχα δίκηο στην αρχή / … / : η ίδια η δυσκολία τής αρχής μάλιστα κιόλας που συνάντησα μού επιβεβαίωσε από μια άποψη τήν ορθότητα και τού εγχειρήματος και τής απόφασής μου – ανεξαρτήτως δηλαδή βέβαια αποτελέσματος – αυτό έλειπε : μάλιστα όσο πιο πολύ ατζαμίδικο θα ’ταν τό αποτέλεσμα, τόσο πιο πολύ θα σήμαινε κιόλας ότι θα έκρινα με πιο πολλή γνώση στο μέλλον τά έργα τών άλλων : / … / Και λοιπά. Έτσι λοιπόν ξαναγυρνάμε στη βάση μας και στο αρχικό ότι η τέχνη οδηγεί στην τέχνη και τίποτα πέραν αυτού : Όποιος λοιπόν δεν καταλαβαίνει από τέχνη αυτό συμβαίνει γιατί είναι ένας ντενεκές ξεγάνωτος και αδιάβαστος, και δεν είχε καμμιά επαφή ποτέ μαζί της συστηματικά : και μάλιστα αν είχε ελάχιστες επαφές τότε είναι που είναι και περισσότερο μαλάκας : η τέχνη δεν είναι μέρος για να κάνεις δηλαδή τήν βόλτα σου, τήν βόλτα σου τήν κάνεις στο πάρκο, με τήν τέχνη αν δεν σπάσεις τά μούτρα σου δεν κατάλαβες απολύτως τίποτα : / … / Ο συγγραφέας από τό τουρίνο που αγαπούσα έχει γράψει στο ημερολόγιό του (πριν φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι του νομίζω) μια πρόταση που διάβασα πρόσφατα στην βιογραφία του : η οποία έλεγε πάνω-κάτω : Δεν είμαι καθόλου φιλόδοξος αφού είμαι πολύ περήφανος : Αυτό τό καλό κάνει η ενασχόληση με τό διάβασμα και με τά έργα τών άλλων.
Αν κάποιος δεν έχει τήν ποταπή φιλοδοξία δηλαδή να γίνει γνωστός δεν πρόκειται να υποστεί ποτέ αυτήν τήν άφατη ταπείνωση να κάνει καριέρα. Οι άνθρωποι που χαίρονται ένα τραγούδι όμως χωρίς να θέλουνε μέσω αυτού να γίνουν γνωστοί είναι ειλικρινείς απολύτως : όσοι τραγουδάνε και γελάνε με λίγα λόγια είναι ειλικρινείς : είναι πολύ περισσότερο καλλιτέχνες μάλιστα από τούς άλλους : όχι γιατί έχουνε τά τυπικά δήθεν προσόντα αλλά γιατί έχουνε τό μεγάλο και ουσιαστικό προσόν να μπορούν να χαίρονται και να γελάνε με τή ζωή κι αυτό θέλει θάρρος : Τό να ευχαριστείς τή ζωή γι’ αυτά που σού έδωσε θέλει θάρρος μες στη μαυρίλα : η κλάψα είναι δειλία : (δεν είναι τυχαίο που τό τραγούδι gracias a la vida τό ’χει γράψει μία γυναίκα – ξεχνάω τ’ όνομά της αυτή τή στιγμή : Οι γυναίκες έχουν περισσότερο θάρρος από τήν παιδική τους τήν ηλικία τους κιόλας μέσα σ’ αυτήν τήν μαυρίλα).
![violeta parra 220px-Parra01f[1]](https://simiomatariokipon.files.wordpress.com/2009/10/220px-parra01f1.jpg?w=103&h=129)
violeta parra
Γι’ αυτό ακριβώς αυτοί χτυπάγαν και τά πόδια τους γύρω μου εκείνο τό βράδυ και χτυπάγαν και τά χέρια τους (ρυθμικά) τόσο πολύ που όταν η συναυλία τέλειωσε ολονών οι παλάμες πονάγανε και είχανε κοκκινίσει : Υπήρχε ένας ενθουσιασμός : σαν να ’χαν γυρίσει ένα χρόνο πίσω που επειδή όλα ήταν παράνομα δεν ήταν τότε παράνομο να ξέρεις τί θέλεις : και δεν ήταν παράνομο να θέλεις τότε τό άγνωστο : γιατί δεν μπορούσε να σού απαγορέψει κανείς τότε τό άγνωστο : Υπήρχε δηλαδή μια ανάμνηση και μια γνώση τών δρόμων και τών φωνών όταν όλοι παύουν ν’ ασχολούνται με τήν καρριέρα τους και ασχολούνται με κάτι πιο εγωιστικό, με τόν ίδιο δηλαδή τόν κίνδυνο τής ζωής : η μυθική ινδιάνα έλαμπε λοιπόν / αστραφτερή και καθιστή μετά απ’ τίς πολλές διαδηλώσεις κι εξορίες / και αποτελούσε με λίγα λόγια τήν ίδια στιγμή μια ανάμνηση και μια υπενθύμιση (και μια καλλιτεχνική αποκρυστάλλωση) τού ίδιου τού έρωτα που έχει η πράξη τόσων πολλών ανθρώπων μέσα στους δρόμους και τό σκοτάδι, αποκρυστάλλωνε μάλιστα τίς ίδιες τίς λέξεις και τά λόγια και τίς σκέψεις τους όταν γίνονται έκρηξη ή βόμβα και περιβάλλουν τούς αιώνες που έρχονται : τήν ερωτική ανάμνηση τής ζωής αυτής μέσα στον κίνδυνο που αρέσει τόσο σε όλους σαν μυρωδιά : και αρέσει γιατί είναι μεγάλη η γοητεία τής πράξης που γίνεται από πολλούς μαζί : όποιος τό έζησε δεν μπορεί να τό ξεχάσει / … / : τόσο μεγάλη είναι η γοητεία τής μεγάλης παρτούζας τών δρόμων και τής επικίνδυνης εκείνης κατάστασης όταν οι αποφάσεις που παίρνουνε όλοι μαζί ξέρουνε ότι αφορούν όχι μόνο τόν μελλοντικό παράδεισο αλλά και τά μελλοντικά ουρλιαχτά (και γι’ αυτό είναι σαν να αγαπούν περισσότερο τό ολόκληρο αυτό σώμα τών εκατό και τών πενήντα δρόμων όσο είναι ολόκληρο ακόμα όλο μαζί) : είναι μεγάλη δηλαδή η αιώνια (και γι’ αυτό θα ξανάρθει) κατάσταση τού ενώματος τόσο πολλών και τόσο άγνωστων / … / ανθρώπων που σκέφτονται όλοι μαζί που αν και δεν έχουν κάνει έρωτα ακόμα με τό υπόλοιπο σώμα αισθάνονται ότι έχουν κάνει ήδη με τό μυαλό.
Επειδή τό θέατρο ήταν γεμάτο αλλά και επειδή μάς άρεσε να κοιτάζουμε τά πάντα από ψηλά, κάτσαμε στο πιο ψηλό σημείο τών ξύλινων πάγκων / … / θέλαμε πάντως να βλέπουμε και τήν σκηνή και τόν κόσμο γιατί αυτό τό είχαμε σκεφτεί φαίνεται και οι τρεις μας μαζί ότι ταίριαζε εφόσον θα ήταν σαν μια αναγνώριση τών δύο χρόνων που θα βλέπαμε μπροστά μας εμείς, διότι εμείς θα βλέπαμε στην σκηνή έναν χρόνο άλφα και στον κόσμο έναν χρόνο βήτα : κι αυτό μάς έκανε να γελάσουμε με αλαζονεία ότι εμείς θα είχαμε ένα θέαμα μεγαλύτερο από ό,τι περιείχε η τιμή τού εισιτήριου : Εγώ ήμουνα άσχετη λίγο με αυτήν τήν μουσική και τό μόνο που ήξερα ήταν τό τραγούδι gracias a la vida που ήξερα ότι τό ’χει γράψει μάλιστα μία γυναίκα, και που είμαστε όλοι σίγουροι ότι θα τό ’λεγε αλλά δεν περίμενα τίποτα απ’ ό,τι έγινε κατά τ’ άλλα στο πρόγραμμα : (Αυτό άλλωστε είναι κι ένα από τά μεγάλα προβλήματα τής αφήγησης – που η Νίνα υποτίθεται ότι τά παίζει στα δάχτυλα – ). (Να διευκρινίσω ότι δεν ήμουνα μαζί της εκείνο τό βράδυ ούτε μ’ αυτήν ούτε με τήν Μάχη αλλά ότι ήμουνα μ’ έναν φίλο μου που ξέρει όλη τή μουσική και με μια φίλη μου που ξέρει όλο τό θέατρο (κι έχει μάλιστα μία ωραία ομάδα όπου κάνουνε πειραματικές παραστάσεις χωρίς ίχνος από αυτά που αρέσουνε τώρα, τά φολκλορικά, και ευτυχώς κανένας κριτικός δεν καταδέχεται τώρα να τά πάρει όλα αυτά ακόμα στα σοβαρά και γι’ αυτό ίσως είναι ακόμα όλα τόσο ωραία σαν παιδιάστικα παιχνίδια όταν μέ καλούνε στις πρόβες και διασκεδάζω : ήξερε όμως αυτή αντίθετα από τούς υπόλοιπους και ισπανικά)) και από ένα σημείο και μετά είχε παρασυρθεί και αυτή από τόν ρυθμό και κουνιόταν συνέχεια στο κάθισμά της πολύ ρυθμικά χτυπώντας κι αυτή τά χέρια όπως και τό υπόλοιπο θέατρο που είχαν κοκκινίσει τά χέρια όλων μας καθώς κουνιόμαστε στα καθίσματά μας συνεχώς και η ινδιάνα μάς είχε συνεπάρει πάνω στο σκαμνί της (που καθότανε μπροστά στο μικρόφωνο) (γιατί δεν μπορούσε (μετά τίς τόσες διαδηλώσεις κι εξορίες) να στέκεται συνέχεια όρθια) σκορπώντας στον αέρα έναν ήχο που σέ συνέπαιρνε με τόν ρυθμό του (τό μπητ που είχε όπως έλεγε ο φίλος μου ο μουσικός) και με τά χέρια σηκωμένα και πολλές φορές και σε γροθιές να σέ ζαλίζει σαν να βρίσκεσαι μες στην γροθιά της ανεβασμένος ψηλά.
Μια μερίδα από θεατές αριστερά αποτελούνταν μάλλον από παιδιά που από μια στιγμή και μετά βγάλανε ένα γαλάζιο πανί και τό κουνούσανε ενώ μια άλλη μερίδα δεξιά που ήταν μεγαλύτερη σε όγκο και σε ηλικία αποτελούνταν ίσως μόνο από γυναίκες (γιατί αυτό μαρτυρούσαν οι φωνές τους όπως μάς φτάσανε από αυτήν τήν μερηά). Μιλούσανε πάντως από αριστερά κι από δεξιά στην ινδιάνα με τίς ινδιάνικες μονοκόμματες κινήσεις που ήταν τυλιγμένη ινδιάνικα στην κουβέρτα της σε μια γλώσσα που δεν ήταν η γλώσσα της και που και αυτή σ’ αυτήν τήν γλώσσα τούς τραγουδούσε. (Ίσως όμως η γλώσσα να είναι κάτι πέρα από αυτό με τό οποίο γεννιέσαι κι ίσως να είναι και τό νόημα που διαλέγεις να δεις και τό μέρος που διαλέγεις να ζήσεις κι ίσως να μην υπάρχει άλλη πατρίδα πέρα απ’ τή γλώσσα που διαλέγεις να μιλήσεις και γι’ αυτό ίσως κιόλας μπορεί κανείς να ζήσει σε πολλά μέρη σαν να είναι δικά του και τότε όλα γίνονται γλώσσα πάνω στη γλώσσα, κίνδυνος πάνω στον κίνδυνο, ήχος πάνω στον ήχο. Ένα από τά προβλήματα γι’ αυτό ακριβώς τής αφήγησης είναι τό ότι τό τράνταγμα από τήν απότομη κίνηση πρέπει να κατασιγάσει για να μπορέσεις να κολλήσεις τό μέρος που είσαι στο μέρος που βρέθηκες, να ξεθαμπώσει λίγο δηλαδή η κατάπληξη αλλά να μην εξαφανιστεί εντελώς, έτσι ώστε χρειάζεσαι ένα άλλο μηχάνημα, σχεδόν έναν κατασκευαστή ψυχραιμίας θα μπορούσα να πω, μια τεχνολογία που να διαλύει και να διαχωρίζει χωρίς να παραλύει ούτε να ζαλίζει, ένα μείγμα δηλαδή σαν αυτό που ψάχναν οι αλχημιστές στον μεσαίωνα σαν ελιξήριο καθαρότητας τής σκέψης σου κι αυτό τό μείγμα οδηγεί τελικά στο έργο τέχνης : Η εφεύρεση κάθε φορά μιας καινούργιας ηρεμίας : / … / αν θέλεις να κατασκευάσεις δηλαδή ακριβώς τό αντίθετο απ’ αυτό που συμβαίνει, πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να είσαι ήρεμος για να βλέπεις πολύ καθαρά : η ηρεμία είναι στην δικαιοδοσία τελείως τού έρωτα – ο ταραγμένος δεν μπορεί να καταλάβει ούτε πού βρίσκεται ούτε πού θέλει να βρεθεί : χτυπάει τό κεφάλι του απλώς στον τοίχο : <υπάρχει κι ένας άλλος ακόμα πιο παληός που έχει μιλήσει για όλ’ αυτά και είναι κι από δω, και δεν είναι τυχαίο που όλοι κάνουνε ότι δεν τόν θυμώνται και μόνο ο μαρκούζε τού ’δωσε τή σημασία που έπρεπε : η αταραξία είναι συστατικό τού έρωτα όπως τόν θέλεις απ’ τήν αρχή του μέχρι τό τέλος του – / … / > με λίγα λόγια οι ταραχές οι ζήλειες και οι καυγάδες και οι τσακωμοί δεν ανήκουν στην δικαιοδοσία τού έρωτα (όπως νομίζουνε μερικοί απόλυτα δυστυχισμένοι) αλλά ανήκουν στην δικαιοδοσία απλώς τού κόσμου γύρω μας : γι’ αυτό και τόν κόσμο αυτόν υπάρχουν μερικοί με μουλαρίσιο πείσμα που τόσο απόλυτα τόν μισούν. / … /
δρόμοι πολλοί
Γι’ αυτό αν κάτι μέ θάμπωνε στην κίνηση τόσο πολλών σωμάτων μαζί ήταν η επιθυμία αυτή που διαφαινόταν για τόν εαυτό τους ολόκληρο, αυτό που κρυβόταν στο ουρλιαχτό τής κάθε διαδήλωσης και τής εξέγερσης και τού έρωτα / … / και σέ έκανε να βραχνιάζεις μες στο σκοτάδι συνέχεια και τή σφιχτή μανία τών δρόμων και τά σπίτια και τά πεζοδρόμια κι όλα όσα είχαν απέναντί τους και τίς φωτιές και τίς κακίες και τίς μικρότητες και τίς ηλιθιότητες / … /. Και σ’ αυτές τίς περιπτώσεις τό ζήτημα είναι ότι η γλώσσα παίρνει φόρα και κατεβαίνει σαν τεθωρακισμένο δηλαδή και σαν τανκς η γλώσσα παίρνει τότε ανάσα σαν τό παιδί και χοροπηδάει επειδή τό ξέρει καλά αυτό τό παιχνίδι, και τότε δεν πιάνεται πλέον με τίποτα / … /.
Έτσι λοιπόν μιλούσαν τήν γλώσσα της και ήταν ως επί τό πλείστον γυναίκες όσες μιλούσαν τήν γλώσσα της στον λυκαβηττό εκείνο τό βράδυ και τό καταλάβαμε καλύτερα όταν τίς είδαμε κιόλας (στο τέλος) να τρέχουνε με τά δάχτυλα τεντωμένα στο πλάι της και τά μπράτσα ανοιχτά και σαν να μην μπορούσανε ξαφνικά να τήν αποχωριστούνε καθόλου. Τί ωραίο τώρα που τό θυμάμαι αυτό : Στο διάλειμμα μάλιστα είχα δει μερικές απ’ αυτές από πολύ πιο κοντά, όταν είχαμε πάει όλες στην τουαλέττα να κατουρήσουμε και απορούσα πώς είχαμε τόσους μετανάστες από τήν αργεντινή εδωπέρα κι εμείς και πρέπει να πω ότι μού άρεσαν πάρα πολύ : είχαν ένα περήφανο ξανθό στα μαλλιά και μιλούσαν μεταξύ τους συνέχεια κι είχε γεμίσει ο τόπος με αργεντινέζικα : που είναι σαν τά ισπανικά όλ’ αυτά : Μια γυναίκα ώριμη κι όμορφη που φορούσε ένα υπέροχο τότε ταγιέρ και μύριζε ένα άρωμα εξωτικό κάτι μού είπε κι εμένα σαν να μέ ρώταγε και όταν είδε τό ξαφνιασμένο τό ύφος που είχα συμπλήρωσε κάτι στα γρήγορα στην γλώσσα της πάλι κι έφυγε : κι εγώ δεν πρόλαβα καν να τής πω Μείνε λίγο ακόμα να προσπαθήσουμε να μιλήσουμε και είχε χαθεί. (Θα τήν ξανάβλεπα μόνο στο τέλος.) (Όλες αυτές οι αργεντινέζες που είχαν έρθει εδώ πέρα στο διάλειμμα ήταν οι ίδιες – έτσι κατάλαβα – αυτές που όσο κρατούσε τό πρώτο μέρος τής συναυλίας τής μιλούσαν και τής φωνάζαν συνέχεια. Τής δίνανε και στα ενδιάμεσα παραγγελίες κι αυτή ξαφνιασμένη λιγάκι τίς συνήθισε γρήγορα και τούς απαντούσε και τούς μιλούσε ή τούς γελούσε και τούς έκανε ίσως και τά χατήρια και τό κλίμα και ο ήχος και τό χάος κι ο ρυθμός τών χεριών και τών ποδιών ήταν τέτοια που ένιωθες ότι βρισκόσουν στην χώρα τους κι ήτανε σαν να βλέπαμε τώρα ξανά και τήν φρίκη και τήν γενναιότητα και ήταν πάλι ξανά ζωντανά όλ’ αυτά (που είχαν περάσει) και οι αγνοούμενοι και οι δολοφονίες και οι άχρηστοι ηλίθιοι, που όπως μού είπε η φίλη μου, μέσα στον ορυμαγδό και τόν χαμό που έγινε όταν προφέρθηκαν αυτές οι δυο κουβέντες, σήμαινε εκείνο τό μπουφόνες και τά λοιπά : μπούφοι και βλάκες : ηλίθιοι : σείστηκαν τά καθίσματα και τά ξύλα από τίς φωνές και τά χειροκροτήματα απ’ τήν αλληλεγγύη τότε που ένιωθες σ’ αυτήν τήν περίπτωση όταν όλοι σού λένε ότι ξέρουν κι αυτοί τόσο καλά από άχρηστους μπούφους και βλάκες.)
Έτσι μιλούσαν εκείνες τριγύρω τήν γλώσσα της και η φίλη μου μού μετέφραζε μες στον αχό και τόν θόρυβο και κατάφερνε και μού φώναζε δυνατά για ν’ ακούσω τούς στίχους τών τραγουδιών όταν έλεγαν ας πούμε για λίγο ουρανό ή για αλλαγές αλλαγές και για ηλίθιους άχρηστους βλάκες / … /
τρύπες πολλές
Θέλω όμως τώρα να γίνει αυτό που σχεδίασα / … /, νομίζω ήρθε η σειρά, ν’ ασχοληθώ με τήν τελική περιγραφή τής μέρας εκείνης (ή τής νύχτας) που είδαμε τήν μυθική ινδιάνα στον λυκαβηττό / … / και να πω όλα όσα δεν είπα, και να τονίσω τό πόση ήταν η έκπληξή μου από τίς κινήσεις που κάναν αυτές οι γυναίκες προς τήν γυναίκα που τούς τραγουδούσε τίς φρίκες αυτής τής ζωής (φρίκες που υποτίθεται ότι είχαν περάσει) : (κι έτσι εκπροσωπούσε με μία ασαφή καθαρότητα τήν γλώσσα ολονών) : Τό βλέπαμε όλοι ότι κάτι θα γίνει ακόμα και δεν θέλαμε να τήν αποχωριστούμε ούτε κι εμείς :
Εξάλλου είχε δείξει ικανότητα (μ’ όλα τά χρόνια που είχε πάνω της) και ωριμότητα γνώση και πείρα αφάνταστη στο να κρατήσει ένα πρόγραμμα : καθιστή μπορούσε να σέ συνεπάρει χωρίς καν να τό πάρεις χαμπάρι όχι μόνο με τόν ρυθμό και τό μπητ τής φωνής αλλά και με τά χέρια της όπως τά κούναγε, ενώ ήξερε πολύ περίφημα να σηκώνεται και να χορεύει σε κρίσιμα μετρημένα σημεία σε κείνο τό πρόγραμμα, έτσι που η ινδιάνικη φιγούρα με τήν κουβέρτα όταν σηκωνότανε είχε ένα εφφέ φοβερό, σέ κρατούσε ακίνητο και ήτανε έξυπνο τό να σηκώνεται μόνο σε πολύ αραιά διαστήματα : με κείνο τό αργό περπάτημα, πάντα στη μέση προς τά πίσω αυτής τής σκηνής εκεί που βρισκόταν τό ντραμς και τό πιάνο και τά άλλα όργανα, πάντα ελαφρά προς τά πίσω στο βάθος αυτής τής σκηνής, στεκόταν κοντά σε κάποιον διαφορετικό μουσικό – τραγουδούσε, ακουμπούσε τό όργανο και ενωνότανε όλη η σκηνή με τό σώμα της τό βαρύ και ακούνητο. Κι όταν τέλειωσε όλο τό πρόγραμμα μ’ ένα ευχαριστώ για τήν πόλη που βρίσκονταν είχαμε συνηθίσει εμείς να χτυπάμε και χέρια και πόδια και δεν θέλαμε να τήν αφήσουμε να φύγει με τίποτα : ξέρω ότι κι οι άλλοι βλέπανε πάνω της (κι οι δυο φίλοι μου σίγουρα) αυτό που είδα μερικές φορές και εγώ – τόν αμερικάνο να χορεύει ινδιάνικα στην συναυλία που στο τέλος της τόν συλλάβανε και να κάνει αυτές τίς φιγούρες τίς άκαμπτες – είχε γίνει ροκ η συναυλία χωρίς να τό θέλουμε, νομίζαμε ότι θα ’τανε μια αναμόχλευση μοναχά σ’ ένα παληό παρελθόν – : πριν φύγει σήκωσε τούς μουσικούς και τούς φίλησε και τούς άφησε να τήν φιλήσουνε να τήν σφίξουν σφιχτά και αυτοί έναν-έναν. / … /
Τή φωνάζαμε όρθιοι και ξανάρθε αργά. Ξανακάθισε λίγο και μάς εξήγησε ότι ήταν πολύ κουρασμένη – / … / – και δεν έχει αυτή ιδιωτικό αεροπλάνο είπε και γέλασε – καταλάβαινα τί λέει κι ας μην ξέρω σαν να είχα μάθει τή γλώσσα της. Φαινότανε κουρασμένη πραγματικά – για πρώτη φορά τήν είδα μια γυναίκα που κάνει περιοδείες ήταν τόσο απροσποίητος ο τρόπος που είπε ότι δεν έχει αεροπλάνο αυτή ώστε ήταν σαν να μίλησε απ’ τήν διπλανή καρέκλα, η φωνή της, όταν δεν τραγουδούσε και δεν ήταν εκείνο τό στεντόρειο πράγμα ήτανε τόσο χαμηλή που ζητούσε σαν κατανόηση και σηκώθηκε να τραγουδήσει αυτήν τήν φορά κοντά στον κόσμο. Άφησε τήν σκηνή απομακρύνθηκε από τό συγκρότημα και προχώραγε κυκλικά δίπλα-δίπλα σχεδόν με τίς θέσεις εκεί στα πρώτα καθίσματα τραγουδούσε και έκανε κύκλο έναν ινδιάνικο κύκλο αργό σαν να ήθελε ν’ ακουμπήσει όλο τό θέατρο. Τραγουδούσε και κινιόταν κυκλικά σαν να ήθελε να δει από κοντά όλα τά πρώτα καθίσματα. Από τό μέσο τότε τών καθισμάτων ξεπεταχτήκανε δύο γυναίκες που ήταν δύσκολο να τίς δεις στην αρχή εφόσον είμαστε όλοι τόσο όρθιοι, αλλά ήτανε εκείνη η γυναίκα με τό πολύ ωραίο ταγιέρ και δίπλα της σαν συμπλήρωμα μία μικρή με μπλουτζήν σαν άταχτο παιδί κοριτσάκι. Ξεφυτρώσαν μπροστά βγήκαν πιο μπροστά από όλους σαν να ’χαν τίποτα φτερά και πηδήξαν πάνω απ’ τούς άλλους ξαφνικά και τήν ακολούθησαν περπατώντας όπως έκανε εκείνον τόν κύκλο απλώνοντάς της τά χέρια. Είχαν τά δάχτυλα ανοιχτά και τρέχανε δίπλα της η μία ξανθή καλοντυμένη και όμορφη αλλά σαν να είχε ξεχάσει σαν να μην είχε καμμιά σημασία αν ήταν ψηλή ή ξανθιά ή ντυμένη όπως ήταν ή αλλιώς, και η άλλη άταχτη και ζωηρή σαν παιδάκι αλλά κι αυτή ανένδοτη, ούτε καν μπορούσες να πεις αν γνωρίζονται, και τής απλώναν τά χέρια με τά δάχτυλα ανοιχτά σαν να θέλανε κάτι να πούνε σαν να θέλανε να πουν κάτι λέγοντας ότι όσο κι αν δεν μπορούσαν να τό πουν όμως αυτή η γλώσσα τής κίνησης έφτανε θα έφτανε θα τής έλεγε με επιμονή ώς τό τέλος τού κύκλου αυτό που τής έλεγε. Όσο κινιόταν εκείνη στον κύκλο τήν ακολουθήσαν κι οι δυο χωρίς να νοιάζονται για τούς υπόλοιπους και κινηθήκαν σ’ αυτήν τήν περίεργη γλώσσα. Δεν τήν είχα δει αυτήν τήν γλώσσα ξανά και μού έκανε εντύπωση. / … / Είχαν ήχους φθόγγους τόνους νόημα περισσότερο από κάθε άλλο (ναι άλλο πράγμα) ηχητικό ή γραμμένο. Όπως και τό τραγούδι αυτηνής που τό συνέχισε αν και κουρασμένη σε όλον τόν κύκλο και ύστερα έφυγε. Πόσες γλώσσες πολλές. Πόσες γλώσσες πολλές. Πόσες ευχαριστίες για αυτά όλα.
………………………………………………………………………
απόσπασμα από τό 1° κεφάλαιο τού μυθιστορήματος βιογραφίες αγνώστων
copyright © hari stathatou for the text 2002 – 2009
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
Start a Blog at WordPress.com.