σημειωματαριο κηπων

25 Ιανουαρίου 2013

βουλεύτρια ή ανταρτίνα ( : περί ήχων σκιάς)

.

.

   εγκαινιάζω σήμερα μια κατηγορία αναρτήσεων για ένα θέμα που μέ έχει απασχολήσει σκόρπια πολλές φορές, και στα άλλα γραφτά μου και εδωμέσα, τό οποίο θα κωδικοποιηθεί όμως από δω και πέρα ως «γυναικεία γλωσσικά» : πάμε λοιπόν σήμερα με τούς ήχους και τήν (μακριά) σκιά τους :

.

   λίγο πριν αυτοκτονήσει ο ρόμπερτ σούμαν παραπονιόταν ότι τόν κυνηγούσε επίμονα μία νότα (νομίζω η ρε). Έχει κανείς μήπως αμφιβολία ότι αυτή η νότα είχε για τόν σούμαν ένα τελείως διαφορετικό νόημα (επαναλαμβανόμενη κιόλας) απ’ ό,τι θα ’χε ένα ντο ας πούμε ή ένα φα ;

   οι ήχοι ασφαλώς και έχουνε νόημα – τό ζήτημα είναι ότι αυτό τό νόημα σχεδόν ποτέ δεν γίνεται να εκφραστεί με λόγια – δηλαδή με ήχους οργανωμένους : τό νόημα τού ήχου είναι κατεξοχήν ανοργάνωτο αναρχικό και παντοδύναμο – είναι σαν τό όνειρο, απλώνεται σαν παλίρροια παντού – προς στιγμήν. Έχει και χρώματα, αλλά πολύ δύσκολα μπορεί να μεταφραστεί σε λέξεις. Για να μεταφέρουμε τό νόημα ενός ήχου, έχουμε μόνο τή μουσική ή τή ζωγραφική : η λογοτεχνία έρχεται πολύ μετά, και μόνο η πολύ καλή λογοτεχνία μπορεί πραγματικά να προσπαθήσει να μεταφράσει τούς ήχους τών νοημάτων που τήν απασχολούν σε λόγια – και τότε γίνεται μάλλον δυσάρεστη

   οι ήχοι όταν γίνουν λέξη αρχίζουν να οργανώνονται και να παίρνουν μέρος στην κοινωνική ζωή : νέα νοήματα δημιουργούνται απ’ τούς συνδυασμούς τους τότε : κι ένα περίεργο πράγμα που μάς δείχνει η γλώσσα με επιμονή (και για τό οποίο δεν έχω μπορέσει ακόμα να βρω εξήγηση) είναι ότι ο τελευταίος ήχος τής λέξης είναι και ο δυνατότερος, και ότι αυτός μάς μένει : ή, από μια άλλη άποψη, ότι διαλέγουμε να βάλουμε τό πιο ισχυρό νόημα, που μάς ενδιαφέρει περισσότερο απ’ όλα, στο τέλος :

   έτσι λοιπόν η κατάληξη τής λέξης φαίνεται να έχει πάντα φοβερή σημασία (γι’ αυτόν που φτιάχνει τή λέξη, και γι’ αυτόν που τή λέει) παρόλο που υποτίθεται ότι τό βασικό νόημα τής λέξης βγαίνει από τό θέμα της, και ότι η κατάληξη έπεται : παραδείγματα έχουμε γι’ αυτό τό θέμα άφθονα : ειδικά θυμάμαι ότι από τό γουωτεργκαίητ έγινε τό ιρανγκαίητ, και όχι τό ιρανγουώτερ (και παρομοίως τό ρούμπιγκαίητ κι όχι ρούμπιγουώτερ) (όπως έχουμε άλλωστε και τό ελληνοπρεπέστερο βατοπαίδι–γκαίητ (ψάχνοντας στον γούγλη βρήκα κι ένα μπουτάρης–γκαίητ, και υπάρχουν σίγουρα κι άλλα))

   μπορούμε όμως να χορέψουμε στην κυριολεξία καντρίλιες και βαλς και ταγκό, και πολλούς άλλους χορούς μαζί, μιλώντας για τίς καταλήξεις ειδικά στο απεχθές φαινόμενο τών γυναικείων ονομάτων (απεχθές, διότι κανονικά δεν θα ’πρεπε να υπάρχουν καθόλου γυναίκες, ώστε να μην χρειάζεται να κάνουμε τόν κόπο να τίς ονομάζουμε κιόλας)

   καταρχάς και χωρίς πολλή–πολλή προσπάθεια βλέπουμε ότι αμέσως, ανεξαρτήτως θέματος, και με μόνο μας όπλο τήν κατάληξη, θα δίναμε ένα διαφορετικό νόημα στη λέξη αντάρτισσα αν τήν λέγαμε ανταρτίνα ή στην αρχιτεκτόνισσα αν τήν λέγαμε αρχιτεκτονίνα στην τύπισσα αν τήν λέγαμε τυπίνα αλλά και στην σαρανταποδαρούσα αν τήν λέγαμε σαρανταποδαρίνα

   διότι κατά μυστήριο τρόπο η κατάληξη –ίνα έχει ένα νόημα που αφαιρεί δύναμη επικινδυνότητα σοβαρότητα ισχύ και ενέργεια, με άλλα λόγια περιφρονεί γελοιοποιεί ή υποβιβάζει (και βέβαια μπορεί αυτό να προέρχεται όχι μόνο απ’ τόν ήχο της αλλά κι από τήν ιστορία τού ήχου, καθώς προγενέστερες λέξεις σε –ίνα κουβαλάν αμέσως μπροστά μας ένα τραινάκι κι ένα πλήθος από συνειρμούς κουζίνας μπαλαρίνας θεατρίνας και τσαχπίνας, αλλά και πολλούς άλλους υποτιμητικούς ως προς τίς γυναικείες δραστηριότητες ή ιδιότητες χαρακτηρισμούς (και πιθανότατα τό περιφρονητικό νόημα πηγάζει κι από έναν δημιουργικό συνδυασμό όλων αυτών))

   γι’ αυτό τό θέμα άλλωστε (και για άλλα τέτοια σχετικά) έχει υπάρξει και μια ωραιότατη μελέτη γλωσσολογικής ομάδας (μαρία μενεγάκη, λουκία ευθυμίου) με τίτλο «εξουσία και γλώσσα στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία» (2009)

   αναφέρω ενδεικτικά (αντιγράφοντας με τούς τόνους μου, και τά λοιπά μου βίτσια (έλλειψη κεφαλαίων ας πούμε)) :

   «η κατάληξη –ίνα ήταν ήδη σε χρήση για να δηλώσει τίς συζύγους τών αξιωματούχων : υπουργίνα, προεδρίνα, δημαρχίνα || έχουν βεβαίως καταγραφεί και οι τύποι βουλεύτρια (βοσταντζόγλου, 1962), δικάστρια (κριαράς, 1995), νομάρχισσα (κριαράς, 1995) || δεν θα πρέπει βέβαια να παραβλέψουμε τή στάση τών ίδιων τών ελληνίδων, οι οποίες είτε αδιαφορούν θεωρώντας τό ζήτημα τής γλώσσας αμελητέο, είτε προτιμούν συνειδητά να διατηρούν τούς αρσενικούς τύπους τών αξιωμάτων που κατέχουν. Κατά τήν αντίληψή τους, ο τίτλος τους θα υποβαθμιζόταν εάν έχανε τήν αρσενική του μορφή. Ενώ, π.χ. ουδείς διανοήθηκε να θέσει ποτέ θέμα ότι τό εφέτης ομοιοκαταληκτεί με τό υπηρέτης, η γυναίκα φοβάται μήπως τό εφέτρια παραπέμπει στο υπηρέτρια || όπως εύστοχα έγραφε ο γάλλος στοχαστής τού διαφωτισμού ντεστύτ ντε τρασύ : “η ανακρίβεια στη διατύπωση τών νοημάτων γεννιέται πάντοτε από τή σύγχυση τών ιδεών” (destutt de tracy) || η αντίληψη τών ίδιων τών γυναικών, ότι ο,τιδήποτε ανήκει στη σφαίρα τού “θηλυκού” είναι υποδεέστερο, δεν αφορά μόνο τίς ελληνίδες, αλλά είναι διάχυτη και σε άλλες χώρες»

   αλλά και (από τό ίδιο) :

   «τέτοιες λέξεις σε –ινα χρησιμοποιούνται συχνά όταν υπάρχει πρόθεση να δοθεί αρνητική, υποβιβαστική χροιά στο σημαινόμενο (χαραλαμπάκης, 1992:125). Η τρίτη λύση είναι να ακολουθηθεί ο καθιερωμένος γραμματικός κανόνας σχηματισμού θηλυκού τών ουσιαστικών που λήγουν σε –της : καθηγητής/καθηγήτρια. Αυτή τή λύση προκρίνει ο αγ. τσοπανάκης και τήν αντιπαραθέτει στην κατάληξη –ινα, θεωρώντας ότι υπάρχει μια σημαντική “διαφορά ήθους” ανάμεσα σε αυτήν και την –τρια, η οποία “είναι πιο επίσημη, πιο αξιοπρεπής : σπουδάστρια, φοιτήτρια, καθηγήτρια· έτσι και η βουλεύτρια και η επιθεωρήτρια και η δικάστρια ή η εφέτρια θα είναι πολύ πιο επίσημες από τή βουλευτίνα και τήν επιθεωρητίνα, προεδρίνα, εφετίνα, οι οποίες δείχνουν μία οικειότητα και, ενδεχομένως, έλλειψη σεβασμού”. (τσοπανάκης, 1982:336, πρβλ. 251, 326, 327· τσοπανάκης 1994:266).|| Τήν ίδια άποψη έχει εκφέρει και ο κριαράς (κριαράς, 1979:166, 210), ο οποίος κατ’ επανάληψη έχει επισημάνει ότι ο τύπος αυτός συναντάται στην αρχαία ελληνική γραμματεία (κριαράς, 1987:82) || Από τίς τρεις απόψεις που έχουν διατυπωθεί, θεωρούμε ότι η τρίτη έχει τό πλεονέκτημα ότι δεν δημιουργεί πρόβλημα ούτε ως προς τήν κλίση ούτε ως προς τόν αριθμό (η βουλεύτρια / τής βουλεύτριας, πληθυντικός οι βουλεύτριες / τών βουλευτριών), ενώ εναρμονίζεται απόλυτα στο τυπικό τής ελληνικής γλώσσας. Είναι απορίας άξιον με ποιο κριτήριο, από τό ένα μέρος χρησιμοποιείται ο ανακριτής / η ανακρίτρια, ο διοικητής / η διοικήτρια, και από τό άλλο ο βουλευτής / η βουλευτής, ο δικαστής / η δικαστής, ο εφέτης / η εφέτης, ο γερουσιαστής / η γερουσιαστής που, όπως ορθά σημειώνει ο α. τσοπανάκης, “δεν ανταποκρίνονται προς τό γλωσσικό μας αίσθημα”»

.

.

   πρέπει να πω βέβαια, τό γνωστό εξάλλου γενικά, ότι η κατάληξη –ίνα έχει καταγωγή ενδόξως μεσαιωνική – αφού στο βυζάντιο υπάρχουν παλαιολογίνες (σύζυγοι, κόρες, ακόμα και νόθες κόρες, ακόμα και ανηψιές) – έλα όμως που υπάρχουν κι άλλες που διατηρούν ακέραιο τό όνομά τους – όπως η κομνηνή (τήν οποία κανείς δεν διανοήθηκε, απ’ όσο ξέρω, να τήν πει κομνηνίνα – κι ούτε κανείς διανοήθηκε ποτέ να τήν πει με τό όνομα τού άντρα της) : ίσως διότι η κομνηνή ήταν και συγγραφέας και κέρδισε τήν αυτονομία της στην ιστορία και τόν σεβασμό τών συγχρόνων της προς αυτήν τήν αυτονομία, ως δημιουργικό άτομο – παρόλο που ασχολήθηκε με τή βιογραφία τού μπαμπά της – και τό λέω αυτό διότι υπάρχει η αντίληψη (όχι λανθασμένη κατά τή γνώμη μου) ότι στον μεσαίωνα (αλλά και μετά, μέχρι τίς μέρες μας) τό –ίνα σαν κατάληξη στα γυναικεία ονόματα δηλώνει γυναίκα εξαρτώμενη από τήν ύπαρξη τή δραστηριότητα ή τό επάγγελμα ενός μπαμπά ή ενός συζύγου (κλασικό (αντι)παράδειγμα βέβαια εδώ είναι η λασκαρίνα μπουμπουλίνα, ως γυναίκα τού μπούμπουλη, ο οποίος όμως εξαφανίστηκε από τήν ιστορία και τόν θυμόμαστε μόνο ως άντρα τής μπουμπουλίνας) : ένα λοιπόν από τά στοιχεία που κατά τή γνώμη μου συνηγόρησαν στο να μην θεωρηθεί ούτε κατά διάνοιαν υποβιβαστικό τό μπουμπουλίνα για τή λασκαρίνα μας είναι αυτός ο ήχος μπου–μπου που παραπέμπει σε μπουμπουνίσματα, τά οποία όντως μπουμπούνισε η δυναμική αρβανίτισσα στους εχθρούς της – κι από ένα τέτοιο μπουμπούνισμα τών εχθρών της ετελεύτησε τόν βίο και η ίδια – συνεπώς, ακόμα κι αν ενυπήρχε οποιαδήποτε διάθεση υποβιβασμού αρχικά για τήν δυναμική γυναίκα τών δυο σπετσιωτών καπεταναίων, η ίδια με τόν δυναμισμό της εξαφάνισε τόν ήχο ίνα τονίζοντας εμπράκτως τά μπουμπουνίσματα

   δεν θέλω να μπω σε σχολαστικισμούς και ψαξίματα, που τά βαριέμαι κιόλας – προτιμώ να μιλάω μονίμως θεωρητικά : τό –ινα σήμερα τό παίρνω λοιπόν προσωπικά ακριβώς γιατί, θεωρητικά κιόλας, η γλώσσα είναι από μια άποψη παντοδύναμη όχι τόσο γι’ αυτά που λέει όσο γι’ αυτά που δήθεν αγνοεί, και κρύβει ( : και γι’ αυτό, για να τό επεκτείνω λίγο όπως τό ’χω κάνει κι εδώ, τό «μπάτσοι μουνιά» είναι υπογείως, όχι απλώς περιφρονητικό αλλά στην κυριολεξία δολοφονικό καθώς δεν διαδηλώνει τόσο μίσος προς τήν αστυνομία, όσο απέχθεια προς τίς γυναίκες. Όπως ακριβώς τό «μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι» δεν δηλώνει τόσο περιφρόνηση προς τόν φόνο, όσο προς τά ζώα – και αποτελεί διακήρυξη περιφρόνησης ειδικά μάλιστα προς τά γουρούνια, και άρνηση κάθε αισθήματος ενοχής που τά σκοτώνουμε και τά τρώμε (για να μην πω ότι υπάρχει και μια υπόγεια ζηλοφθονία ως προς τήν ευφυία τού συγκεκριμένου ζώου)) : καθότι ο μισογυνισμός βρίσκεται πάνω απ’ όλα στο υπέδαφος – κι αυτοί που υποστηρίζουν ότι μισογύνηδες είναι μόνο όσοι βρίζουν ανοιχτά τίς γυναίκες (σαν μουνόπανα ή μουνιά να πούμε) βλογάν τά γένια τους απλώς – ένα από τά χαρακτηριστικά τής πατριαρχίας είναι να βασίζεται στο αυτονόητο τού μισογυνισμού – εκεί που λειτουργεί τό «συμβολικό» που έλεγε κι ο μπουρντιέ, εκεί δηλαδή που τά πράγματα θεωρούνται φυσικά και καθόλου επιθετικά : άλλωστε, ο ωραίος γάλλος έχει τονίσει πως ακόμα κι ένας άντρας που επιδεικνύει τόν φεμινισμό του θα ’πρεπε, αν ήθελε να είναι πραγματικά φεμινιστής, να είναι πιο σεμνός, και να υποψιάζεται ακόμα και τόν εαυτό του τή στιγμή που καμαρώνει έτσι : ένας πραγματικός φεμινιστής δηλαδή θα σεβόταν πάνω απ’ όλα τίς γυναικείες εμπειρίες που δεν θα μπορέσει ποτέ να έχει : διαφορετικά επιδεικνύει απλώς μια πιο πολιτικώς ορθή μορφή (αποενοχοποιημένου) τραμπουκισμού : είναι τό αντίστοιχο, στον στρέιτ να πούμε, τής αντίληψης ενός μισογύνη γκαίη – ότι η γυναικεία ιδιότητα μ’ άλλα λόγια είναι κάτι σαν ξέφραγο αμπέλι κι όποιος άντρας έχει τήν καλοσύνη να θέλει να μετέχει σ’ αυτήν, τό καταφέρνει αμέσως, αυτομάτως, και χωρίς πολλά–πολλά (είπα τήν ιδέα τού μπουρντιέ με δικά μου λόγια – δεν θυμάμαι πού τή διάβασα) (βιβλία του υπάρχουν πάντως στα ελληνικά)

   σήμερα όμως εν πάση περιπτώσει τό –ίνα είναι σαφές ότι δεν παραπέμπει ούτε στην μπουμπουλίνα ούτε στην παλαιολογίνα (ούτε σε καμιά άλλη μεσαιωνική ή νεότερη αρχόντισσα) : παραπέμπει επιμόνως (για τά δικά μου αυτιά, αλλά όχι μόνο – γιατί αν δεν παράπεμπε εκεί και για τούς άλλους, αν για τούς υπόλοιπους δηλαδή παράπεμπε μόνο στην μπουμπουλίνα, είμαι απολύτως σίγουρη ότι αυτοί οι υπόλοιποι θα ’χαν βρει άλλη κατάληξη να κολλήσουν στις «βουλευτίνες» τους) δεν παραπέμπει λοιπόν στην παλαιολογίνα αλλά στην κουζίνα (και ειδικότερα στο παγκοσμίως δημοφιλώς διεθνές «άντε να πλύνεις κάνα πιάτο») – και αυτό που μού κάνει εντύπωση είναι ότι ο φόβος και η ανασφάλεια προς τίς γυναίκες που αποκτούν δύναμη τόση, ώστε να φτιάχνουν νόμους (να καταφέρνουν να γίνονται δηλαδή βουλεύτριες), είναι διάχυτος όχι μόνο στους άντρες αλλά και στις ίδιες τίς γυναίκες : και ακριβώς επειδή οι ίδιες οι γυναίκες είναι ανασφαλείς ως προς τή δύναμή τους, αυτή η δύναμη εξαερώνεται σ’ ένα τυπικό – ουσιαστικά δεν υπάρχει – : αφού ακολουθούν (και ανήκουν) σε κόμματα αντρών, υιοθετούν τίς λογικές τών αντρών, τίς φιλοδοξίες τους, τούς τρόπους τους, τίς θεωρίες τους και τούς πολέμους τους, τίς στρατηγικές τους τίς τακτικές τους τίς φιλοσοφίες τους και τίς ποταπότητές τους, τούς τραμπουκισμούς τους τίς επιθετικότητες και τούς μισογυνισμούς τους – και είναι νομίζω τοις πάσι κατανοητό (αν και δεν λέγεται) ότι μόνο εφόσον λειτουργήσουν πειστικά και δημιουργικά έτσι, πειθόμενες τοις κείνων ρήμασι, θα βρουν και μια θέση τελικά σε κάποιο κόμμα : οι ίδιες δηλαδή οι γυναίκες δεν ψηφίζουν γυναίκες που δεν είναι άντρες – οι ίδιες οι γυναίκες δεν πιστεύουν ούτε μια στιγμή στην τύχη ή τήν ευτυχία πως θα μπορούσαν πράγματι, σα γυναίκες, να έχουν οποιαδήποτε δύναμη να φτιάχνουν νόμους – και γι’ αυτό ακριβώς λειτουργεί τό φαινομενικά παράδοξο να υιοθετούν μιμούμενες τούς άντρες ένα υποβιβαστικό γυναικείο όνομα –

   δεν είναι όμως παράδοξο και πραγματικά : είπαμε, η γλώσσα λέει αλήθεια ακόμα και (και κυρίως όταν) προσπαθεί να κρύψει μια αλήθεια : οι βουλευτίνες φαίνεται να ξέρουν καλά ότι δεν είναι βουλεύτριες, γι’ αυτό και δεν επιμένουν σ’ αυτόν τόν τίτλο : δεν είναι δικό τους αυτό που κάνουν στη βουλή, δεν τούς ανήκει : όταν έκαναν πράγματα που ήταν δικά τους, και τούς ανήκαν εν όλω ή εν μέρει, οι καταλήξεις τους είχαν έναν ήχο σαφή που δεν διανοούνταν να καταλήξει σε υποκορισμό ή συγκατάβαση ούτε κατά διάνοια : όταν αντισταθήκανε δηλαδή πραγματικά σε κάτι, και με κίνδυνο τής ζωής τους, τό ίνα πήγε πραγματικά περίπατο και μπήκαν μπροστά άλλοι ήχοι : ανταρτίνα δεν ονομάστηκε ποτέ η αντάρτισσα όσους εχθρούς κι αν είχε, διότι κι αυτοί ως αντάρτισσα τήν πολέμησαν

   για να ξαναγυρίσω όμως στην «απλή ζωή» που δεν τά ξέρει ή δεν τά θυμάται (υποτίθεται) όλ’ αυτά : μού κάνει εντύπωση (ευχάριστη πάντως) ότι τό γλωσσικό ένστικτο τού «κάτω» κόσμου, δηλαδή τού άσχετου ανθρώπου που απλώς ζει και μιλάει τή γλώσσα του, ότι αυτό λοιπόν τό γλωσσικό αισθητήριο εξακολουθεί να είναι ζωντανότερο (κι ας είναι κατά κανόνα καπελωμένο από τήν αγλωσσία, τούς νεοκαθαρευουσιανισμούς, και τούς συνακόλουθους σουσουδισμούς τού «από πάνω» (κόσμου)) : εξακολουθεί δηλαδή κατά καιρούς να αντιστέκεται γλωσσικά, και από σκέτο ένστικτο θα έλεγα : έτσι, ενώ οι ίδιοι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι ( –ες ! ) έχουν υποκύψει (οικειθελώς) στο ίνα τους, έχει ήδη αρχίσει να σκάει μύτη ακόμα και στην τηλεόραση (αυτή μέ ενδιαφέρει καθότι αυτή αφορά τήν απλή ζωή, και καθιερώνει τήν απλή συνείδηση) σκάει μύτη λοιπόν και τό «βουλεύτρια» (εγώ τό είδα άπαξ στον «υπότιτλο» κάποιου δελτίου ειδήσεων πριν από καιρό, και αμέσως τό πήρα προσωπικά – υπόθεσα δηλαδή ότι η τολμηρή υποτιτλίστρια τό ’κανε για μένα, για να μού φτιάξει τό κέφι – ελπίζω να μην έχασε εξαυτού και τή δουλειά της) αλλά και τό «τηλεθεάτρια» ( : αυτό τό έχω ακούσει πολλές φορές, και να επαναλαμβάνεται κιόλας, μάλλον διότι θα ήταν ακριβώς γελοίο και για τούς ίδιους τούς τηλεοπτικούς, και τό καταλάβαν εγκαίρως όπως φαίνεται, αν γινόταν «τηλεθεατίνα») αλλά σκάει επισήμως πια μύτη (στην τηλεόραση είπαμε) και τό «εφέτρια» και τό «ανακρίτρια» (τά δύο τελευταία τά άκουσα στις 7 δεκεμβρίου, όπως ευσυνείδητα σημείωσα, από τόν σκάϊ τών 9) : εδώ πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του ότι τά μαζικά μέσα (ενημέρωση και διαφήμιση – βλ. και τή σχετική ανάρτησή μου για τά επέλεγε και επέτρεπε) έχουν λόγους να συμβαδίζουν με τή ζωντανή γλώσσα – όταν αυτό δεν επισείει κάνα σοβαρό κίνδυνο βέβαια πάνω απ’ τά κεφάλια τους –. Θα άξιζε όμως να γίνει σίγουρα μια κοινωνιολογική μελέτη για τό πόσο διαφορετική αντίληψη δύναμης έχουν οι δύο αυτές μεγάλες εξουσίες μεταξύ τους – η βουλή δηλαδή και ο τύπος μας – και ν’ αναρωτηθεί κανείς για τό πόσο, ενώ περιφρονούν αμφότερες τόν «κάτω» κόσμο μονίμως, λειτουργούν πάντως μερικές φορές διαφορετικά ως προς τίς γλωσσικές του (μας) αλήθειες και ανάγκες

   πάντως εγώ προσωπικά (μολονότι χάρηκα από μέσα μου), δεν απόρησα που, ενώ από τό βήμα τής βουλής ο περικλής κοροβέσης εισηγήθηκε πριν από κάτι (λίγα) χρόνια τό «βουλεύτρια», κανείς και καμία από κει μέσα δεν φαίνεται να τόν έχει πραγματικά ώς σήμερα ακούσει. Όμως ο κοροβέσης βέβαια δεν εισηγήθηκε τό βουλεύτρια άνευ λόγου – ας μού επιτραπεί να κάνω και λίγη ψυχανάλυση εδώ ως προς αυτό : ο ίδιος πρόβαλε ένα παραδοσιακά αναμενόμενο, συμβατικό ας πούμε, γλωσσικό σκεπτικό (αυτό που είπαμε και παραπάνω, ότι η κατάληξη –ίνα αφορά συζύγους, και όχι αυτόνομες επαγγελματίες) που θα μπορούσε και να καταρριφτεί αν κάποιος επέμενε, και όντως έσπευσε να τό καταρρίψει ο νίκος σαραντάκος (βασιζόμενος βασικά στην πλειοψηφία κατά τήν ιντερνετική συχνότητα τών τύπων) – ο λόγος όμως που ο κοροβέσης χειραφέτησε μια νευραλγική γυναικεία δραστηριότητα που σχετίζεται με τά κοινά και τούς αγώνες για μια (πανανθρωπίνως) ανθρώπινη ζωή βρίσκεται βαθειά κρυμμένος (πιστεύω εγώ) στο παρελθόν του βασικά και τή μνήμη του : όταν τόν βασάνιζε η χούντα άκουγε άλλες γυναίκες να βασανίζονται δίπλα του – επομένως ξέρει τί θα πει να είσαι ολόκληρος ασυμβίβαστος αξιοπρεπής και παντοδύναμος άνθρωπος ανεξαρτήτως φύλου

.

.

   από τήν άλλη βέβαια, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, γιατί οι τηλεορασάκηδες ενώ καθιερώνουν απ’ τή μια τόσο τολμηρά τό «τηλεθεάτρια», υποτάσσονται από τήν άλλη τόσο πειθαρχημένα, κατά κανόνα μέχρι σήμερα (πλην τής (άγνωστης) υποτιτλίστριας (λέτε να ήταν υποτιτλιστής ; πλάκα θα ’χε) στο γελοιωδέστατο «βουλευτίνα» : αλλά δεν είναι και δύσκολη δα η απάντηση : οι άνθρωποι αυτοί υιοθετούν με τόσο σθένος τόν υποβιβασμό μιας γυναίκας που έχει (έστω και συμβολική) δύναμη, απλώς και μόνο, και ακριβώς και μόνο, γι’ αυτό : διότι με τό να ’σαι τηλεθεατής δεν έχεις βέβαια και καμιά δύναμη σπουδαία, είσαι απλώς θύμα και δούλος, και ως δούλο και θύμα μπορούμε να σού κάνουμε και κάνα κοπλιμέντο (ότι διατηρείς τό φύλο σου, κι ότι αυτό τό φύλο μεγαλόψυχα σού τό αναγνωρίζουμε). Όμως ο συνειρμός μέσω ήχου και κατάληξης – η έστω ακόμα και σκέτη μνήμη γυναίκας που έχει πραγματική δύναμη – α, αυτό φέρνει στο μυαλό πράματα ανοίκεια και απεχθή, θυμίζει άλλες γυναίκες, που ήταν δυνατές όταν πολεμούσαν ως αντάρτισσες παντοδύναμες όταν τίς βασάνιζαν ως αγωνίστριες

   και αυτές οι μνήμες ενοχλούν σε βαθμό αβάσταχτου πόνου τό καθεστώς τών αντρών τό οποίο ως ιδεολογία μιας έντρομης αλλά και ανήλεης πατριαρχίας ζει και βασιλεύει ισχυρό και στην πλειοψηφία τής αριστεράς και όχι μόνο στην ολότητα τής δεξιάς, όπως νομίζουν οι αφελείς και οι άσχετοι

    αλλά σε τελευταία ανάλυση, και στο κάτω–κάτω, τί μάταιη που ήταν αυτή η συζήτηση, αφού σκιαγράφησε περίφημα τό «δυο  γάϊδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα». Όλ’ αυτά θα ανατρέπονταν απλώς ευκολότατα, αν αποφάσιζαν ν’ ανοίξουν και οι γυναίκες τής βουλής δηλαδή τό στοματάκι τους και να διεκδικήσουν οι ίδιες για τίς εαυτές τους τόν σωστό τίτλο και όνομα. Αν οι σημερινές δεν τό κάνουν, προσωπικά (νομίζω ότι) δικαίως, διότι αυτές κάτι φαίνεται πως ξέρουν : κάτι νομίζουν πως ξέρουν δηλαδή, και γι’ αυτό αδιαφορούν τόσο πολύ για τίς λέξεις, τά φαινόμενα και τούς ήχους, που σκιάζουν απλώς τήν ουσία (τής υποτιθέμενης δηλαδή εξουσίας τους)

   δεν παύω όμως να ελπίζω (εγώ, απλώς) ότι κάποτε θα μπουν στη βουλή και πιο περήφανοι άνθρωποι, που αν τίς αποκαλέσει κανείς «βουλευτίνα» θα τού πουν με αξιοπρεπές και ήρεμο ύφος : «βουλεύτρια παρακαλώ.»

   κι αν ο άλλος επιμείνει ή κάνει ότι δεν ακούει, θα τού πουν με πολλή αξιοπρέπεια (και θυμό εντέλει) :  – βουλευτίνα να πεις τή μάνα σου

   διότι είναι και μερικές φορές που οι ήχοι παύουν να είναι σκιές

.

.

.

.

|| οι φωτογραφίες τών κολάζ : κίττυ αρσένη, νατάσα μερτίκα, μαργαρίτα γιαραλή, ρηνιώ μίσσιου : κορίτσια τού αντιδικτατορικού αγώνα, όπως τίς φωτογράφησα κατά τή διάρκεια τού συνέδριου «για τίς γυναίκες στην αντίσταση», λέρος 2005 (τής κίττυς αρσένη έχω συμπεριλάβει και μια νεανικότερη φωτογραφία της, από τήν εποχή που τήν συνέλαβε η χούντα τού ’67) || η φωτογραφία τού περικλή κοροβέση είναι τού 2007 από βιντεοσκόπησή μου στα γραφεία τής εφημερίδας «εποχή» || 

|| κολάζ κορυφής και τέλους : δεκαετία τού ’70, φεμινιστικές συνελεύσεις στην ιταλία, και δεκαετία τού ’40, ελληνίδες αντάρτισσες με τά όπλα τους ||

.

.

.

.

.

.

.

12 Φεβρουαρίου 2011

ο υποδιοικητής και η λογοτεχνία (ή : ο άμλετ τού υποδιοικητή)

 
   

. 

«για τήν επόμενη επανάσταση ο πλανήτης θα συνεννοηθεί μέσω ίντερνετ» είχε πει παλιά ο υποδιοικητής…
: η αίγυπτος μάλλον δεν είναι η αρχή αλλά είχε τόση φαντασία : κι είμαστε ακόμα στην αρχή

 

υποσχέθηκα πέρσι να μεταφράσω τή συνέντευξη που πήρε ο κολομβιανός συγγραφέας γκαμπριέλ γκαρσία μαρκές από τόν μεξικάνο υποδιοικητή μάρκος, και να τήν βάλω στην ίδια ανάρτηση με τό κεφάλαιο τού «μονοδιάστατου άνθρωπου» τού γερμανού χέρμπερτ μαρκούζε, που θα ακολουθούσε, περί τέχνης και αισθητικής : νομίζω όμως ότι τής αξίζει εντέλει, και στην αρχή τού χρόνου, χωριστή ανάρτηση

{ η αρχική σελίδα «writings of subcommander marcos of the ezln» στο διαδίκτυο, που περιείχε διάφορα γραφτά τού υποδιοικητή και από τήν οποία πρωτοδιάβασα τή συνέντευξη (και έδωσα ένα πρώτο δείγμα της εδώ) έχει όπως φαίνεται κατέβει (ή επισκευάζεται…)· εντέλει βρήκα τή συνέντευξη στο αμερικάνικο περιοδικό nation στο τεύχος τής 2 ιουλίου 2001 (διαβάζεται ευκολότερα και από εδώ) (τό περιοδικό αναφέρει ότι πρόκειται για τμήμα μεγαλύτερης συνέντευξης που είχε πάρει από τόν υποδιοικητή, νωρίτερα τόν ίδιο χρόνο, τό περιοδικό cambio με τή συνεργασία τού  μαρκές)· διαβάζετε επίσης τήν ίδια συνέντευξη στ’ αγγλικά και σ’ αυτό τό μπλογκ

τελικά όμως βρήκα ολόκληρη τή συνέντευξη (στα αγγλικά, και σε μια λίγο διαφορετική μετάφραση) στο περιοδικό new left review (τεύχος 9, μάϊος – ιούνιος 2001) που δίνει και τήν πληροφορία ότι : «this interview was first published in «revista cambio», bogotá, 26 march 2001» με τόν υπότιτλο «interviewed by garcía márquez and roberto pombo just after the ezln’s entry into mexico city, marcos explains the strategy of zapatista patience and the literary origins of a revolutionary militant»

 (μπορεί επομένως, τώρα που τή βρήκα ολόκληρη, κάποια άλλη φορά να μεταφράσω και τό πρώτο μέρος τής συνέντευξης, που δόθηκε από τόν μάρκος αμέσως μετά τήν είσοδο τού ezln στην πόλη του μεξικού) }

 

          
        
η φωτογραφία από τήν ισπανική σελίδα τής συνέντευξης,
         ευγενής παραχώρηση τού τσαλ, ευχαριστούμε

.

βρίσκετε ακόμα τόν καιρό να διαβάζετε μέσα σ’ όλες αυτές τίς φασαρίες ;

ναι, γιατί αλλιώς… τί θα κάναμε ; παλιότερα στους άλλους στρατούς οι στρατιώτες ξέκλεβαν χρόνο για να καθαρίσουν τά όπλα τους και να ανασυγκροτηθούν… τά όπλα μας εμάς είναι τά λόγια μας, και τό οπλοστάσιό μας τό χρειαζόμαστε ανά πάσα στιγμή και πρέπει να τό φροντίζουμε

όλα όσα λέτε – και ως μορφή και ως περιεχόμενο – δείχνουν γερό λογοτεχνικό υπόβαθρο από τή μεριά σας. Πού οφείλεται και πώς τά καταφέρατε ;

από τά παιδικά μου χρόνια προέρχεται. Στη οικογένειά μου οι λέξεις είχαν αξία πολύ ιδιαίτερη. Βγήκαμε στον κόσμο μέσω τής γλώσσας. Δεν μάθαμε να διαβάζουμε στο σχολείο, μάθαμε ανάγνωση διαβάζοντας εφημερίδες. Και μάς έμαθαν και οι δύο, και η μητέρα μου και ο πατέρας μου, να διαβάζουμε βιβλία – τά οποία μάς αποκάλυψαν από πολύ νωρίς άλλα πράγματα. Ήταν σαν με τόν ένα ή τόν άλλο τρόπο να αποκτήσαμε τήν επίγνωση πως η γλώσσα δεν ήταν και τόσο τρόπος για να επικοινωνούμε αναμεταξύ μας όσο κυρίως τό μέσο για να χτίσουμε κάτι. Ήταν δηλαδή περισσότερο ευχαρίστηση και λιγότερο καθήκον ή υποχρέωση. Από τήν άλλη, όταν έρχεται η εποχή τής παρανομίας, που ’ναι ένας κόσμος στον οποίο οι αστοί διανοούμενοι δεν συμμετέχουν, τά λόγια δεν απολαμβάνουν και τής μεγαλύτερης εκτίμησης. Υποβιβάζονται, θεωρούνται δευτερεύοντα. Όμως μόλις μπεις στις κοινότητες τών ιθαγενών η γλώσσα γίνεται καταπέλτης : συνειδητοποιείς ότι υπάρχουν πράγματα που οι λέξεις σου δεν μπορούν να τά πουν, κι αυτό σέ κάνει να θες να αναπτύξεις τίς δυνατότητες τής γλώσσας σου, να παλέψεις με τίς λέξεις – να γυρνάς και να ξαναγυρνάς στις λέξεις για να τίς οπλίσεις και τίς αφοπλίσεις

δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνέβη και τό αντίστροφο – δηλαδή αυτός ο έλεγχος και η γνώση τής γλώσσας ακριβώς να έκαναν δυνατή τήν πραγματοποίηση μιας νέας φάσης για τόν αγώνα ;

μα είναι σαν ένα μπλέντερ, δεν ξέρεις με ποια σειρά ρίχτηκαν μέσα τά πράγματα, καταλήγεις όμως να ’χεις στα χέρια σου στο τέλος ένα κοκτέϊλ

να ρωτήσουμε γι’ αυτή τήν οικογένεια ;

ήταν μια αστική οικογένεια. Ο πατέρας μου που ήταν η κεφαλή της είχε κάνει δάσκαλος σε χωριά τήν εποχή τού lázaro cárdenas τότε που, όπως μάς έλεγε, κόβαν τ’ αυτιά τών δασκάλων που κατηγορούνταν για κομμουνιστές. Η μητέρα μου ήταν επίσης δασκάλα στην επαρχία μέχρι που έφυγε. Και σιγά–σιγά γίναμε μια οικογένεια μεσοαστική – δεν είχαμε οικονομικά προβλήματα. Όλ’ αυτά βέβαια στις επαρχίες, όπου ο μορφωτικός σου ορίζοντας καθορίζεται από τίς κοινωνικές σελίδες τής τοπικής φυλλάδας. Ο έξω κόσμος κι η μεγάλη πόλη, η πόλη τού μεξικού, είχαν εκείνη τή φοβερή γοητεία εξαιτίας τών βιβλιοπωλείων τους. Γίνονταν όμως και γιορτές βιβλίων στις επαρχίες και έτσι μπορούσαμε ν’ αγοράσουμε μερικά πράγματα. Ο γκαρσία μάρκες, ο φουέντες, ο βάργκας λιόσα – ασχέτως με τίς ιδέες του – για να αναφέρω λίγους μόνο, μάς επισκέφτηκαν μέσω τών γονιών μου. Αυτοί μάς βάλαν να τούς διαβάσουμε. Με τά «εκατό χρόνια μοναξιάς» καταλάβαμε τί ήταν οι επαρχίες εκείνα τά χρόνια, και ο «θάνατος τού αρτέμιου κρουζ» μάς έδωσε να καταλάβουμε τί έγινε με τήν μεξικάνικη επανάσταση. Τό «dias de guardar» τού carlos monsiváis μάς εξήγησε τί συνέβαινε με τήν αστική τάξη. Όσο για τήν «πόλη και τά σκυλιά», αυτό ήταν από μια άποψη τό πορτραίτο μας αν και ελαφρώς απογυμνωμένο. Όλα υπήρχαν εκειμέσα. Βγαίναμε έξω στον κόσμο βυθιζόμενοι στη λογοτεχνία. Και λέω ότι αυτό μάς σημάδεψε : η είσοδός μας στον κόσμο δεν έγινε μέσα από τά επίκαιρα τών εφημερίδων αλλά με ένα μυθιστόρημα, με ένα δοκίμιο ή με ένα ποίημα : αυτό μάς έκανε τελείως διαφορετικούς. Μέσα απ’ αυτόν τόν καθρέφτη, σαν ένα πρίσμα, οι γονείς μου θέλησαν να αντικρύσω εγώ τόν κόσμο, κατά τόν ίδιο τρόπο που άλλοι δίνουν στα παιδιά τους ως πρίσμα τά μέσα μαζικής ενημέρωσης ή ένα μαύρο γυαλί μέσα από τό οποίο δεν μπορείς να πάρεις καν χαμπάρι τί γίνεται γύρω σου

 κι ο δον κιχώτης πού βρισκόταν μέσα σ’ όλ’ αυτά τά διαβάσματα ;

όταν ήμουν δώδεκα χρονών μού χαρίσανε ένα υπέροχο βιβλίο με χοντρό εξώφυλλο – ήταν ο «δόν κιχώτης τής μάντσα». Τόν είχα διαβάσει, αλλά πιο παλιά, σε μια απ’ αυτές τίς παιδικές εκδόσεις. Ήταν ένα βιβλίο ακριβό κι ένα δώρο πολύτιμο – κάπου πρέπει να υπάρχει ακόμα. Ο σαίξπηρ έφτασε ακριβώς μετά. Αλλά αν ήταν να μιλήσω για τή σειρά με τήν οποία ήρθανε τά βιβλία, πρώτη ήταν η λατινοαμερικάνικη έκρηξη, ύστερα ο θερβάντες, ύστερα ο garcía lorca, κι ύστερα ήταν μια εποχή με ποίηση μόνο. Επομένως λοιπόν, είσαι κι εσύ [δείχνοντας τόν μαρκές] εν μέρει υπεύθυνος για όλ’ αυτά

υπήρχαν οι υπαρξιστές και ο σαρτρ πουθενά σ’ όλ’ αυτά ;

όχι. Αυτά αργήσανε : σαφέστατα, και στον υπαρξισμό, και, πριν απ’ τόν υπαρξισμό, στην επαναστατική φιλολογία φτάσαμε όταν είχαμε πλέον αρκετά διαβρωθεί – όπως θα λέγαν οι ορθόδοξοι : συνεπώς τήν εποχή που πήγα στον μαρξ και τόν ένγκελς είχα πια διαφθαρεί εντελώς από τήν ειρωνεία και τό χιούμορ τής λογοτεχνίας

δεν διαβάζατε πολιτική θεωρία ;

αρχικά, όχι : από τ’ αλφαβητάρι μου μεταπήδησα κατευθείαν στη λογοτεχνία και πολύ αργότερα στα θεωρητικά και πολιτικά κείμενα – αυτά τά ’πιασα τήν εποχή περίπου τού γυμνασίου

οι συμμαθητές σας πιστεύανε ότι είσαστε, ή μπορεί να γίνετε ποτέ, κομμουνιστής ;

μπα δεν νομίζω, τό πιο πολύ που μού ’χαν πει ήταν ότι ήμουνα σα ραπανάκι : κόκκινος απέξω κι άσπρος από μέσα

τί διαβάζετε τώρα ;

έχω πάντα πλάϊ μου τόν δον κιχώτη και κουβαλάω μαζί μου συνήθως και τίς τσιγγάνικες μπαλάντες (τό romancero gitano) τού garcía lorca. Ο δον κιχώτης είναι τό καλύτερο βιβλίο που υπάρχει στον κόσμο για τήν πολιτική θεωρία, κι ακολουθούν ο άμλετ και ο μάκβεθ. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να κατανοήσει κανείς τήν τραγωδία και τήν κωμωδία τής πολιτικής κατάστασης στο μεξικό από τόν άμλετ, τόν μάκβεθ, και τόν δον κιχώτη. Αξίζουν πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε πολιτική ανάλυση

γράφεις με τό χέρι ή στον κομπιούτερ ;

στον κομπιούτερ. Μόνο σ’ αυτή τήν πορεία έγραψα πολύ με τό χέρι, γιατί δεν είχα τόν χρόνο να δουλέψω κανονικά. Κανονικά γράφω ένα πρώτο πρόχειρο, κι ύστερα τό διορθώνω και τό διορθώνω και τό ξαναδιορθώνω. Θα νομίζετε ότι κάνω πλάκα αλλά συνήθως είναι έτοιμο στην έβδομη διόρθωση

τί βιβλίο γράφετε τώρα ;

ήθελα να γράψω μια τρέλα, ένα πράγμα παράλογο : να εξηγήσω τόν εαυτό μας στον εαυτό μας από τήν πλευρά τού εαυτού μας, τό οποίο είναι κατ’ ουσίαν αδύνατο. Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε και να διηγηθούμε τό παράδοξο που αποτελούμε : γιατί ένας επαναστατικός στρατός δεν στοχεύει στην κατάληψη τής εξουσίας, και γιατί ένας στρατός δεν πολεμάει – εφόσον αυτή είναι η δουλειά του… Όλα τά παράδοξα τού κόσμου που αντιμετωπίσαμε : τό πώς μεγαλώναμε, τό πώς δυναμώναμε, μέσα σε μια κοινότητα τόσο απόμακρη και αποξενωμένη απ’ τήν κατεστημένη κουλτούρα

αν όλοι ξέρουν ποιος είσαι τότε προς τί η μάσκα ;

κομμάτι κοκεταρία. Πάντως ούτε ξέρει κανείς ποιος είμαι ούτε νοιάζεται. Αυτό που μετράει εδωπέρα είναι τό ποιος είναι ο υποδιοικητής μάρκος τώρα, κι όχι τό ποιος ήταν ξεκινώντας.

 

 

αυτός λοιπόν ο άνθρωπος εμένα μ’ αρέσει και μού εμπνέει εμπιστοσύνη όχι μόνο γιατί αγαπάει τήν τέχνη (καθόλου δεν είθισται), αλλά και γιατί έχει χιούμορ και δεν έχει καθόλου σοβαροφάνεια : πέρα από τό ότι έχει και μια πολύ καλά οργανωμένη αναρχική συνείδηση, που για μένα συμπυκνώνεται (τό ’χω πει τού λόγου μου αλλού  : δεν υπάρχει κατάργηση τής εξουσίας αν δεν καταργηθεί πρώτα η δικιά σου) στη φράση when we say “no” to leaders, we are also saying “no” to ourselves.

πιστεύω λοιπόν ακράδαντα [και όχι γιατί έχω παρακολουθήσει κάθε πτυχή τής πορείας του – συγγραφέας είμαι, και τό σταθερό ενδιαφέρον μου είναι η λογοτεχνία, η οποία όπως είπε και ο ezra pound είναι εργασία πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και ένα επάγγελμα κερατένιο τό οποίο σού ζητάει κάθε μέρα να είσαι στη διάθεσή του, και απορώ πώς βρίσκω καιρό ν’ ασχολούμαι και με τό μπλογκ – αλλά τέλος πάντων αφού ασχολούμαι έστω και με διαλείμματα και με τό μπλογκ ας συμπληρώσω τή σκέψη μου η οποία είναι ότι : ]

ο υποδιοικητής δεν θα προδώσει ποτέ όσα αγαπάει και είμαι σίγουρη πως θα επιμείνει ώς τό τέλος σ’ αυτά που τόν συνδέουν με τόν κόσμο (και όχι σ’ αυτά που θα τόν συνέδεαν με μια καριέρα * ) και ότι επομένως αξίζει τόν κόπο να τόν αγαπάει κανείς : διότι ενσαρκώνει μιαν ελπίδα για τόν αιώνα και τήν χιλιετία που μπήκε : τήν ελπίδα ότι η επανάσταση, η εξέγερση, η αλλαγή στο μυαλό τήν καρδιά και τή ζωή μας, δεν θα γίνει με μέτρο τά συνηθισμένα ώς τώρα – δεν θα γίνει με μέτρο δηλαδή μόνο τήν πείνα αλλά και τήν υπόλοιπη ανθρώπινη κατάσταση : τό να είσαι γυναίκα, παιδί, ομοφυλόφιλος, μαύρη, κίτρινη, κόκκινη, να αγαπάς τήν τέχνη, να μη θέλεις να δουλέψεις για τό κράτος, να μη θέλεις να δουλέψεις για κανέναν – να θέλεις να ζήσεις ελεύθερη κι ευτυχισμένος *

 

                 

 

*  τέτοια πράγματα δεν θα κατορθωθούν βέβαια με τά ανέκδοτα τού περιοδεύοντος σοφού τών βαλκανίων : (τόν όρο «βαλκάνιος» τόν χρησιμοποιώ, όπως ξέρουν όσοι μέ διαβάζουν, ως ηθική κατηγορία και όχι γεωγραφική : ο όρος βαλκάνιος σημαίνει για μένα δηλαδή τόν κακομαθημένο άντρα, λευκής ή άλλης φυλής, που δεν θέλει να ξεκολλήσει από τόν  μισογυνισμό και τήν ξενοφοβία στα οποία τόν έμαθε η οικογένεια και η λοιπή κοινωνία, ακόμα και η αριστερά στην οποία μπορεί να ανήκει, και ο οποίος θεωρεί κάποιου είδους συνδιαλλαγή με τήν εξουσία, επίσης φυσιολογική για τή ζωή του : ακόμα και τό να γίνει εξουσία ο ίδιος δεν τό θεωρεί συνεπώς αποτρόπαιο, αλλά αποτέλεσμα σοφής κατάληξης, σοφής θεωρίας, και σοφής καριέρας.) Και για να ολοκληρώσω ένα προηγούμενο σχόλιo με τήν ευκαιρία : Ένας τέτοιος άντρας είθισται να χρησιμοποιεί τή θεσμοθετημένη βία κατά τού (άλλου) μισού τού πλανήτη, ως ευκαιρία για να γελάσει παρέα με τό (ελεήμον) κοινό του : και δεν τόν αθωώνει τό ότι εξηγεί στο τέλος (3.13΄ λεπτό) – επειδή φοράει και τή μάσκα τού αμερικανού ή τού ευρωπαίου τέλος πάντων – πως «και οι γυναίκες λένε τέτοια ανέκδοτα» : οι γυναίκες μπορεί να λένε, αυτός δεν επιτρέπεται να λέει –

   αλλά οι ευαισθησίες, και η χειραφετημένη συνείδηση, είναι σαφές ότι δεν διδάσκονται (αν δεν έχεις ήδη μέσα σου μια καταραμένη προδιάθεση για τέτοια πράγματα) : ο άντρας αυτού τού είδους γελάει λοιπόν αθώα, και αν τού κάνεις κριτική θα σού πει ότι είσαι και κατά τού γέλιου. Αν ήταν όντως φιλόσοφος όμως, και όχι πασίχαρος περιπλανώμενος δερβίσης, θα τό ήξερε : όπως τό ήξερε καλά ο (ανθρωπολόγος, και καθόλου φιλόσοφος) πιερ μπουρντιέ, που διακήρυξε ότι τό να μιλάει εξ ονόματος τών γυναικών ένας άντρας, είναι έμπρακτη συμμετοχή σε μια μορφή συμβολικής βίας, κατά τήν οποία τό να γίνεις αυτές είναι εύκολο, και είναι ζήτημα δικής σου απόφασης : γιατί (συμβολικά) η ιδιότητα τού «άλλου» είναι ξέφραγο αμπέλι  στη διάθεσή σου – εφόσον είσαι άντρας –

   η πραγματικότητα είναι ανήλεη όμως – δυστυχώς : άλλο λοιπόν εκ γαλλίας κι άλλο εκ σλοβενίας, όπως άλλο εκ κολομβίας κι άλλο εκ μεξικού, ή αργεντινής ( : και πάλι, ηθικής κατηγορίας είναι τά ονόματα τόπων, όχι γεωγραφικής … )

   έτσι τό μεξικό ξάφνου (μπορεί να) έρχεται πολύ κοντά μας – και μάλιστα πολύ κοντύτερα από τή γειτονιά μας τών βαλκανίων : Γιατί ο μεξικάνος διανοούμενος που συμπάσχει με τούς άφωνους στην πατρίδα του και τόν άλλο πλανήτη, δεν φοράει τή μάσκα για να πάρει (και να σφετεριστεί) τή φωνή τους ώστε να κάνει καλύτερη καριέρα σε, οποιοδήποτε, πανεπιστήμιο : φοράει τή μάσκα ως ηχείο, αντηχείο και τηλεβόα, τής φωνής τών άλλων – όταν λέει «είμαι γυναίκα εδώ» και «ομοφυλόφιλος εκεί» τό κάνει δηλαδή με κίνδυνο τής ζωής του, και γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει ανέκδοτο : μπορούμε όμως να τόν αγαπάμε

   να τόν αγαπάμε και να τόν θαυμάζουμε (βέβαια) σε πείσμα τών υποκωμικών και υπερκωμικών υπανάπτυκτων φιλοσοφούντων (τό λινκ παραπέμπει σε συνέντευξη για τήν οποία καμάρωσε προ καιρού η εφημερίδα «αυγή»)

    

 

 

 

τό κείμενο που ακούγεται είναι μια συντομευμένη παραλλαγή ενός ποιήματος που δόθηκε αρχικά ως απάντηση από τόν υποδιοικητή
όταν κάποιοι (ευφυείς) κυκλοφόρησαν τή φήμη ότι είναι ομοφυλόφιλος μπας και τόν μειώσουν λίγο στη συνείδηση τών «οπαδών του»
– ως αναρχικός είμαι σίγουρη ότι σιχαίνεται, τόσο τήν τελευταία  λέξη όσο και τήν πραγματικότητα που υπονοεί :
«ναι, ο μάρκος είναι ομοφυλόφιλος… ο μάρκος είναι γκαίη στο σαν φραντσίσκο μαύρος στη νότια αφρική μετανάστης από τήν ασία
στην ευρώπη… αναρχικός στην ισπανία… εβραίος στη γερμανία… τσιγγάνος στην πολωνία… κομμουνιστής τήν εποχή
τού ψυχρού πολέμου και ζωγράφος χωρίς έργα και χωρίς γκαλερί : ειρηνιστής στη βοσνία, νοικοκυρά πνιγμένη στη μοναξιά τό σαββατόβραδο
σ’ όλες τίς γειτονιές και τίς πόλεις τού μεξικού… απεργός… μικροδημοσιογράφος… μια γυναίκα μόνη στο μετρό στις 10 η ώρα τό βράδυ…
είναι ένας αγρότης χωρίς γη, ένας εργάτης χωρίς δουλειά, ένας θλιμμένος φοιτητής, ένας συγγραφέας
που δεν έχει ούτε βιβλία ούτε αναγνώστες, και, φυσικά, είναι ένας ζαπατίστας
στα βουνά τού μεξικού : ο μάρκος είναι ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος
σ’ αυτό τόν κόσμο : είναι οι μειονότητες αυτού τού κόσμου, που καταπιέζονται, που βρίσκονται
στο περιθώριο, που άλλοι τίς εκμεταλλεύονται :
που κάποια στιγμή αντιστέκονται και λένε ‘ώς εδώ’…
ναι, είναι οι μειονότητες που τώρα αρχίζουν
να μπορούν να μιλάνε, και οι πλειονότητες
που καλά θα κάνουν να σκάσουν και ν’ αρχίσουν ν’ ακούνε… είναι
οι άνθρωποι που συναντούν μπροστά τους
τή μισαλλοδοξία και που ψάχνουν να βρουν
έναν τρόπο να εκφραστούν… Ο μάρκος
είναι αυτό που κάνει τήν εξουσία να
ξεβολεύεται, και τήν ήσυχη συνείδηση αυτών που έχουν τήν εξουσία να ανησυχεί»

 

      

 

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: