σημειωματαριο κηπων

26 Νοεμβρίου 2015

για τόν «έρασμο», τίς «σημειώσεις», και τή «σχολή τής φραγκφούρτης»

 

 

 

 

αναδημοσιεύω σήμερα αποσπάσματα από τό κείμενο τού φώτη τερζάκη «ένα παράδειγμα : τό περιοδικό σημειώσεις στην ελλάδα» που γράφτηκε για τό περιοδικό «πλανόδιον» τό 1996 και αναδημοσιεύεται στο τρέχον τεύχος τού περιοδικού «πανοπτικόν» τό αφιερωμένο στον γεράσιμο λυκιαρδόπουλο

καθότι έχουμε να κάνουμε με μια θαυμάσια εισαγωγή (τήν πρώτη και μόνη απ’ όσο ξέρω ώς τώρα) για τήν ιστορία και τό ιστορικό αυτής τής πολύτιμης παρέας από ποιητές και φιλόσοφους, που έδρασαν σιωπηλά και επίμονα για χρόνια γνωρίζοντάς μας τή σκέψη τών άλλων σιωπηλών και επίμονων, τής κριτικής θεωρίας, τήν οποία και μάς παρέδωσαν – με διορατική επιμονή και γενναιοδωρία – στα ελληνικά πρώτοι, και για χρόνια μόνοι, από τίς εκδόσεις «έρασμος» τό από κάθε άποψη γενναίο και από κάθε άποψη αγαπημένο παρακλάδι τού περιοδικού «σημειώσεις»

(οι λίγοι τονισμοί στο κείμενο είναι δικοί μου)

 

 

[ ] Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι η χαμηλόφωνη επανάσταση για την οποία θέλουμε να μιλήσουμε εδώ, εκ μέρους μιας ομάδας ανθρώπων από την οποία αργότερα αναδύθηκε ο κύκλος τού περιοδικού Σημειώσεις, ξέσπασε μέσα στους κόλπους μιας ορισμένης αριστερής διανόησης κατά τη δεκαετία τού ’50 κυρίως σαν ένα ρεύμα αισθητικής αντιπολίτευσης. Όμως για να κατανοήσουμε τη σημασία αυτού τού φαινομένου πρέπει να πάμε πιο πίσω, προκειμένου να ανιχνεύσουμε τις γνήσια πολιτικές του ρίζες. Από την ίδρυση τού ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος (1918) υπήρξαν στο εσωτερικό του μικρές ομάδες δυναμικής αριστερής αντιπολίτευσης, αρχικά σε θέματα που αφορούσαν τον εθνικισμό και τον πόλεμο, κι εν συνεχεία σε θέματα εσωτερικής οργάνωσης και δημοκρατικής δομής. Οι κυριότερες τέτοιες τάσεις, που επρόκειτο ν’ αναπτυχθούν από τη δεκαετία τού ’20 και μετά, ήταν οι Τροτσκιστές (με σημαντικότερη ηγετική φυσιογνωμία τον Παντελή Πουλιόπουλο) που έμελλε να εκκαθαριστούν οι μισοί από τούς Γερμανούς στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και οι υπόλοιποι από τούς σταλινικούς εκτελεστές τής Ο.Π.Λ.Α., οι Αρχειομαρξιστές, οι οποίοι αφού θα γνώριζαν και αυτοί προηγουμένως άγριες εκ τών ένδον διώξεις θα έδιναν στον εμφύλιο την υποστήριξή τους στον Εθνικό Στρατό, και η μικρή ομάδα γύρω από τον διεθνιστή αγωνιστή Άγι Στίνα (ψευδώνυμο τού Σπύρου Πρίφτη) η οποία θα έγραφε μία από τις σημαντικότερες, και τις πιο συγκινητικές σελίδες στην ιστορία τού ελληνικού εργατικού κινήματος : τροτσκιστής αρχικά, έδωσε αγώνα ενάντια στις εθνικιστικές τάσεις τής κομμουνιστικής ηγεσίας, εργάστηκε εναντίον κάθε εθνικού πολέμου δημιουργώντας επιτροπές συνειδητοποίησης Ελλήνων και Τούρκων στρατιωτών κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, πράγμα που θα έκανε και πάλι στην κατοχή ανάμεσα στους Γερμανούς και Ιταλούς στρατιώτες, και ταυτόχρονα αγωνίστηκε σκληρά εναντίον τής σταλινοποίησης τού κόμματος που άρχισε σταδιακά μετά το Συνέδριο τού 1924· εκδιωγμένος από το κόμμα μετά το 1931, και ανάμεσα στους εκτελεστές τού Ζαχαριάδη και τους βασανιστές τού Μεταξά, θα συνεχίσει να συσπειρώνει γύρω του μια χούφτα έντιμων αγωνιστών αφοσιωμένων στη διεθνή επανάσταση κάτω από τη σημαία τής Τετάρτης Διεθνούς, για να συνειδητοποιήσει γύρω στα χρόνια τού πολέμου ότι και οι πραγματικές του αποκλίσεις από τον Τροτσκισμό ήταν μεγάλες· απομονωμένος αλλά απτόητος, έχοντας επανειλημμένα δραπετεύσει από φυλακές και διαφύγει σίγουρες εκτελέσεις, θα συνεχίσει να κρίνει την καταστροφική πολιτική τού κομμουνιστικού κόμματος και να διαπαιδαγωγεί νεαρούς επαναστάτες και διανοούμενους. Είναι γνωστό πόσο ισχυρή ήταν η πνευματική του επιρροή σε ανθρώπους που αργότερα επρόκειτο να διαμορφώσουν εξέχουσα θεωρητική φυσιογνωμία, όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης.

Υπάρχει μια αόρατη γενεαλογική γραμμή που συνδέει τον κύκλο τού περιοδικού Σημειώσεις (που τυπικά θα συγκροτηθεί μετά τη μεταπολίτευση τού 1974) με πρόσωπα όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης και ο Παναγιώτης Κονδύλης (παρόλες τις πολύ διαφορετικές κατευθύνσεις που ακολούθησε η σκέψη τους), και αυτή η γραμμή φτάνει μέχρι τον Ά. Στίνα. Ανάμεσα στους νέους που σύχναζαν στον κύκλο τού Στίνα, και που συχνά συνέβαλλαν στη διαμόρφωση τών πολιτικών του θέσεων, ήταν ο Κ. Καστοριάδης, ο Αντώνης Λαυραντώνης και ο Μανώλης Λαμπρίδης (ψευδώνυμο τού Μανώλη Λεοντάρη, που ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός τού ποιητή και από τον ιδρυτικό κύκλο τών Σημειώσεων Βύρωνα Λεοντάρη). Ο Καστοριάδης, μετά τη μετανάστευσή του στη Γαλλία, ακολούθησε τη γνωστή σταδιοδρομία τού φιλοσόφου και θεωρητικού τής αυτονομίας επεξεργαζόμενος μέσ’ από τις σελίδες τού Socialisme ou Barbarie ιδέες που αποτελούσαν κοινή κληρονομιά τής ομάδας την οποία συζητάμε· ο Α. Λαυραντώνης, ένα πνεύμα ζοφερό αλλά οξύτατο και βαθιά διαλεκτικό, παρόλο που ποτέ δεν έγραψε (εκτός από μια περίφημη αλληλογραφία του με τον Καστοριάδη στα χρόνια τής δικτατορίας που δυστυχώς χάθηκε), άσκησε μια σωκρατική επιρροή στους κύκλους του και απευθείας μαθητής του μπορεί να θεωρηθεί ο Π. Κονδύλης, τού οποίου η φιλοσοφικά επεξεργασμένη κυνική (στα ίχνη τού Hobbs) θεωρία τής ισχύος, όπως και ο λεπτός σαρκασμός τού ύφους του, φέρουν τη σφραγίδα τού ζοφερού πεσιμισμού τού Α. Λαυραντώνη· ο Μανώλης Λαμπρίδης, τέλος, συνεργάτης τού τροτσκιστικού Μαρξιστικού Δελτίου στα χρόνια τού ’50 (μαζί με Βερούχη, Χατζημιχελάκη, κ.ά.), ήταν εκείνος ο οποίος ξεκίνησε την αισθητική αντιπαράθεση με τον σταλινισμό τής «επίσημης» αριστερής κριτικογραφίας μέσ’ από τις σελίδες τής Επιθεώρησης Τέχνης την ίδια εποχή. Ήταν ο πρώτος που, από μια ριζοσπαστική αριστερή σκοπιά, θα υποδεχόταν τον σουρρεαλισμό και ορισμένες τάσεις τής καλλιτεχνικής πρωτοπορίας ως επαναστατικά (με την πολιτική έννοια τού όρου) φαινόμενα, που θα έδειχνε τη σημασία τών ποιητών τής λεγόμενης παρακμής, όπως ο Καρυωτάκης και η γενιά τού ’20, και που θα εκδήλωνε γενικά μια μεγάλη ευαισθησία στην εκτίμηση τών σχέσεων μεταξύ αισθητικής καινοτομίας και πολιτικού ριζοσπαστισμού. Γύρω από τον Μανώλη Λαμπρίδη και κάτω από την αδιαμφισβήτητη πνευματική του επιρροή διαμορφώνεται ένας κύκλος νεωτέρων, οι οποίοι είναι ακριβώς οι άνθρωποι που από το 1973 θα πλαισιώσουν το περιοδικό Σημειώσεις.

Μεγαλύτερος από αυτούς, και κατά κάποιον τρόπο ποιητικό και ηθικό ίνδαλμα μερικών από τούς νεώτερους, ήταν ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ένα πρώιμο ποιητικό ταλέντο και ταυτόχρονα οξύτατος κριτικός νους που συνδύαζε – συνδυάζει ακόμη – μιαν αυθεντική λαϊκή ευαισθησία μ’ ένα στοιχείο υψηλού διανοητικού ελιτισμού. Ο Γ. Λυκιαρδόπουλος εμφανίζεται ήδη στα τέλη τής δεκαετίας τού ’50 δημοσιεύοντας στη Νέα Εστία, την Εφημερίδα τών Ποιητών, την Επιθεώρηση Τέχνης και το Μαρξιστικό Δελτίο. Ειδικά η Επιθεώρηση Τέχνης και οι εκεί πολεμικές θα γίνουν αφορμή να συσταθεί – με την έννοια μιας διανοητικής συγγένειας – αυτή η παρέα. Στο 7º τεύχος (1955) ο Μ. Λαμπρίδης δημοσιεύει ένα ριζοσπαστικό άρθρο με τίτλο «Ιl gran rifiuto», και υπότιτλο «Καβάφης, Βάρναλης, Καρυωτάκης και η παρακμή» το οποίο, ως πρόκληση στον σταλινισμό τής Επιθεώρησης Τέχνης, ξεσήκωσε οργισμένες αντιδράσεις εκ μέρους τών Τ. Βουρνά και Μ. Μ. Παπαϊωάννου, και αργότερα τού Μ. Αυγέρη, τροφοδοτώντας μια υψηλόφωνη συζήτηση που κράτησε για αρκετά τεύχη. Στο 29º τεύχος (1957) στη συζήτηση μπαίνει ο Μανόλης Αναγνωστάκης με το άρθρο του «Προβλήματα σοσιαλιστικού ρεαλισμού» υπερασπίζοντας τις θέσεις τού Μ. Λαμπρίδη. Το 1963 ξεσπάει μια δεύτερη συζήτηση τής οποίας το έναυσμα θα δώσει ο μικρότερος αδελφός τού Μ. Λαμπρίδη, ο Βύρων Λεοντάρης, ο σημαντικότερος ίσως ποιητής τής δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς και ένας εξέχων κληρονόμος τού καρυωτακισμού, με το περίφημο άρθρο του «Η ποίηση τής ήττας». Ο Τ. Βουρνάς θα επιτεθεί στο γνωστό ύφος δίνοντας αφορμή στον Β. Λεοντάρη για μια δευτερολογία, ενώ η συζήτηση θα προκαλέσει την παρέμβαση τού Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου με το άρθρο «Η ποίηση τής ήττας, σύγχρονη αντιστασιακή ποίηση». Το σήμα είχε δοθεί, ένας πνευματικός κύκλος είχε γεννηθεί : το 1961 οι αδελφοί Λεοντάρη, ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος μαζί με δύο νεώτερους ποιητές που θα γίνουν αναπόσπαστα μέλη τής ομάδας, τον Στέφανο Ροζάνη που θα αναπτύξει σημαντικό φιλολογικο–κριτικό έργο στη σκιά τού Ρομαντισμού και τον ψυχίατρο Μάριο Μαρκίδη, και ο Ν. Παντής εκδίδουν ένα περιοδικό συλλογικής έκφρασης που φιλοδοξούσε να είναι ο αριστερός αντίποδας τής Επιθεώρησης Τέχνης, τις ιστορικές Μαρτυρίες (λίγο αργότερα ο Μ. Αναγνωστάκης θα εκδώσει και αυτός στη Θεσσαλονίκη την Κριτική, στην οποία αρθρογραφούν σποραδικά τα περισσότερα από τα μέλη τού κύκλου τών Μαρτυριών). Μετά το ιδεολογικό άνοιγμα που κάνει το 1965 η Επιθεώρηση Τέχνης (χάρη στην πρωτοβουλία τών Κουλουφάκου – Ραυτόπουλου) η παρέα επανέρχεται στους κόλπους της αναστέλλοντας προς στιγμήν την έκδοση τών Μαρτυριών. Αυτές θα επανεκδοθούν βγάζοντας δύο τεύχη μεταξύ 1966 και 1967 ως Μαρτυρίες Β΄, για να σταματήσουν οριστικά με το πραξικόπημα και την απριλιανή δικτατορία. Περίπου ένα χρόνο πριν ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος έχει μπαρκάρει στο εμπορικό ναυτικό (σα ναύτης, και αργότερα ασυρματιστής) απ’ όπου θα επιστρέψει μόνο το 1975, υπό δραματικές συνθήκες, για ν’ αναλάβει την έκδοση τού περιοδικού Σημειώσεις και τη συνδεδεμένη με τον κύκλο τού περιοδικού εκδοτική «Έρασμος».

Παρά το χάσμα που επέβαλε η δικτατορία, υπήρξαν ορισμένες παράνομες εκδοτικές δραστηριότητες, καθώς και η (νόμιμη) έκδοση ενός τεύχους με τίτλο Προτάσεις, που πρέπει να θεωρηθεί ακριβώς ως προάγγελος τών Σημειώσεων. Όταν πάντως το 1973, πριν ακόμα τη μεταπολίτευση, καταργήθηκε ο νόμος περί λογοκρισίας, η ομάδα ανασυγκροτείται και αποφασίζει την έκδοση ενός καινούργιου περιοδικού : πρόκειται αυτή τη φορά για τις Σημειώσεις, και την ομάδα αποτελούν οι Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Βύρων Λεοντάρης, Στέφανος Ροζάνης, Μάριος Μαρκίδης, Ανδρέας Μυλωνάς και Ρένα Κοσσέρη. Παρόλο που οι δύο τελευταίοι θα πάψουν να εμφανίζονται με κείμενά τους στις σελίδες τού περιοδικού λίγο αργότερα, ενώ δύο ποιητές, ο Τάσος Πορφύρης και ο Μάρκος Μέσκος θα εμφανίζονται σποραδικά με ποιήματά τους, ο αρχικός πυρήνας παραμένει αρραγής σε μιαν αξιοθαύμαστη εκδοτική προσπάθεια, με πενιχρά έως ανύπαρκτα μέσα, με τις πλάτες περιφρονητικά στραμμένες στη δημοσιότητα και με μια αισθητική και θεωρητική ποιότητα που δεν συγκρίνεται με κανενός απολύτως συγχρόνου τους εντύπου, η οποία συνεχίζεται απρόσκοπτα μέχρι σήμερα έχοντας εκδόσει 45 μικρά τεύχη, από τα οποία τα 17 πρώτα είναι εδώ και χρόνια εκτός αγοράς.

 

 

Όλα αυτά τα λέμε για να μπορέσει να φανεί καθαρά η ιστορία αυτού τού πνευματικού κύκλου την οποία φαίνεται ότι ακόμα και οι (λιγοστοί) σημερινοί αναγνώστες τους αγνοούν, αλλά και για να τεκμηριώσουμε την αναλογία που θέλουμε να υποδείξουμε μ’ ένα στοιχείο που μάς φαίνεται τρομερά ουσιώδες : τη συγκεκριμένη πολιτική ρίζα και την πολυεπίπεδη προσωπική στράτευση τής σκέψης αυτής και αυτών τών ανθρώπων. Γιατί και η Σχολή της Φρανκφούρτης, για την οποία μιλάμε σήμερα συχνά με λόγια τών οποίων το βάρος δεν έχουμε ζυγίσει, δεν ήταν ακαδημία. Παρότι πανεπιστημιακοί καθηγητές, οι πρωτεργάτες της ενεπλάκησαν στην περιπέτεια τής δημιουργίας της ακριβώς για να δραπετεύσουν από τα στεγανά ενός ημι–φεουδαρχικού γερμανικού ακαδημαϊκού κατεστημένου – και γνωρίζουμε πώς μέχρι σήμερα οι πανεπιστημιακοί θεσμοί παραμένουν εχθρικοί απέναντι στο είδος τής σύνθετης και γεμάτης φαντασία έρευνας τής οποίας υπόδειγμα μπορούμε να θεωρήσουμε εκείνη που διεξήγαγε το ιστορικό Ινστιτούτο τής Φρανκφούρτης. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό : η Σχολή τής Φρανκφούρτης προπάντων γεννήθηκε, επωάστηκε, γαλουχήθηκε μέσα στη μεγάλη παράδοση τού ευρωπαϊκού επαναστατικού κινήματος, και βλέπει κανείς με ποιους τρόπους η προϊστορία της υπήρξε κρίσιμα συνδεδεμένη με τις εκδιπλώσεις τού εργατικού κινήματος και τού επαναστατικού Μαρξισμού τών χρόνων τού μεσοπολέμου. Και ακόμη πιο πέρα, η σκέψη αυτή στάθηκε για τούς πρωτεργάτες της μια τρομερή αφιέρωση ζωής, πληρωμένη – όπως καθένας γνωρίζει σήμερα – με αληθινό αίμα. Το αίμα και η αγωνία δεν μπορεί να μετρηθεί παρά μόνο με αίμα και αγωνία, πράγματα ολότελα ξένα για τούς σημερινούς ακαδημαϊκούς που επιζητούν να κάνουν δημόσιες σχέσεις ως διαχειριστές τών ιδεών της – [ ] Όμως το πνεύμα, και προπάντων το είδος τού πνεύματος για το οποίο μιλάμε εδώ, βρίσκεται αλλού.

Η συγγένεια τού κύκλου τών Σημειώσεων με το ρεύμα τών ιδεών που εκπροσώπησε η Σχολή τής Φρανκφούρτης έχει βέβαια μία προφανή πλευρά : το ότι ένα μέρος τού έργου τής τελευταίας έχει μεταφραστεί, εκδοθεί, σχολιαστεί και ενσωματωθεί κριτικά μέσ’ από γραπτά και δημοσιεύσεις τού περιοδικού και τών εκδόσεων «Έρασμος» – και δεν γνωρίζω άλλο νεοελληνικό εκδοτικό ή πνευματικό φορέα που να έχει κάνει τίποτε ανάλογο σε έκταση και σε βάθος. Όμως η ουσιώδης συγγένεια βρίσκεται ακόμη πιο βαθιά, και αφορά μια επιλογή υπαρξιακή και κοσμοθεωρητική, αισθητικούς τρόπους και συναφείς θέσεις από τις οποίες κανείς στοχάζεται και μιλά. Θα αναφέρω δύο μόνο τέτοια στοιχεία, για να κλείσω μ’ αυτόν τον τρόπο αυτή τη μικρή αναφορά.

Ο κύκλος τών Σημειώσεων, όπως κι εκείνη η ομάδα τών Γερμανοεβραίων φυγάδων, έχει τις ρίζες του μέσα σ’ ένα επαναστατικό όραμα απολύτρωσης που στα νεανικά τους χρόνια μπόρεσε για μια στιγμή να ενσαρκωθεί από την πολιτική αριστερά, όμως ανδρώθηκε, ωρίμασε μέσα στην οδυνηρή επίγνωση μιας ήττας : είδαν τις πολυτιμότερες ελπίδες τους να συντρίβονται από μια ιστορική εκδίπλωση που οδηγούσε αντί στην απελευθέρωση σε μιαν αύξουσα βαρβαρότητα, είδαν τούς πολιτικούς τους εχθρούς και φίλους να βρίσκονται σαρκαστικά στο ίδιο εντέλει στρατόπεδο, και από αυτή τη θέση έκαναν τη σκέψη το έσχατο όπλο τής απελπισίας που χτυπάει απεγνωσμένα προς όλες τις κατευθύνσεις, δίχως κανένα έρεισμα ισχύος, δίχως την αναμονή αρωγής ή δικαίωσης από πουθενά, και – το τραγικότερο – δίχως ελπίδα.

Μέσα από μια τέτοια θέση, από την άλλη μεριά, ούτε στιγμή δεν αρνήθηκαν τις πολιτικές προϋποθέσεις τής ίδιας τους τής απελπισίας, αλλά παρέμειναν πάντα στρατευμένοι μ’ έναν ιδιότυπο τρόπο : αρνούμενοι (κατά τρόπο εντυπωσιακά όμοιο μ’ εκείνον τού Χορκχάιμερ ή τού Αντόρνο) όλες τις αναπόφευκτες εξουσίες που συνεπάγεται η άμεση πολιτική δράση, αναδιπλώθηκαν – ή μήπως βρίσκονταν εξαρχής εκεί ; – στην αισθητική σφαίρα τής έκφρασης υποδεικνύοντας διαρκώς, με την ίδια τους τη γραφή, την απολυτρωτική σημασία που κλείνει μέσα της η αυθεντική αισθητική μορφή. Ο αγώνας για την αισθητική έκφραση γίνεται όχι υποκατάστατο, αλλά η ίδια η καρδιά, η πεμπτουσία τού πολιτικού αγώνα, αν βέβαια εκείνο που διακυβεύεται σ’ έναν τέτοιο αγώνα είναι η ανθρώπινη ελευθερία και η ανθρώπινη ευτυχία. Εδώ λοιπόν (όπως και στα όψιμα κυρίως γραπτά τού Αντόρνο) βρίσκουν το αρχιμήδειο σημείο τους ένας ορισμένος ασκητισμός, ως πεισματική άρνηση τής συμμετοχής στην πολυτελή εκπόρνευση που ενορχηστρώνουν τα μαζικά μέσα, κι ένας ανυποχώρητος αισθησιασμός τής ζωής και τής αληθινής χαράς, μέσ’ από τούς δρόμους τής νοσταλγίας ως επίκληση σ’ εκείνο που έχει πια εξαφανιστεί, και σ’ εκείνο που θα μπορούσε ακόμη και τώρα να υπάρξει. Λιγότερο φιλόσοφοι αλλά περισσότερο ποιητές από τούς στοχαστές τής Φρανκφούρτης, πιο εσωστρεφείς και χαμηλόφωνοι αλλά δίνοντας μια ισοσθενή λειτουργία σε όλες τις πλευρές τής πνευματικής τους έκφρασης, ο κύκλος τού περιοδικού Σημειώσεις μοιάζει να ενσαρκώνει εκείνο που οι πρωτεργάτες τής Σχολής τής Φρανκφούρτης πίστευαν για τούς εαυτούς τους : τούς τελευταίους ανθρώπους, τούς τελευταίους στοχαστές και δημιουργούς που ταυτόχρονα συνιστούν ολοκληρωμένες πνευματικές περιπτώσεις, αληθινούς θεματοφύλακες μιας εικόνας τού ανθρώπου που βουλιάζει στο τέλμα ενός κόσμου αιχμάλωτου τών πιο εφιαλτικών του ονείρων.

 

 

 

 

 

 

1 Μαρτίου 2014

«απολίτιστες τέχνες» : a farewell to –my– arms

.

.

 

a farewell to (my) arms :
μεταφερθήκαμε παραπλεύρως

 

.

   ενδοσκοπική ανακοίνωση σήμερα για τήν κατάργηση τού πρώτου μου ιστότοπου – καθώς τά αναρτημένα (μέσω pdf  (εκτενέστατα, βαρεθήκατε να διαβάζετε…)) αποσπάσματα εκδομένων (και μη) βιβλίων μου μεταφέρθηκαν ήδη (όσοι είσαστε προσεκτικοί τό προσέξατε) εδώ και λίγο καιρό, μέσω τής δυνατότητας που μάς δίνει η πρόσφατη (εν πάση περιπτώσει εγώ τουλάχιστον τώρα τήν έμαθα) τεχνολογία τής εταιρείας (τί καλή η εταιρεία) παραπλεύρως : στον κατάλογο τών «σελίδων» με τόν σεμνό τίτλο «περί εμής»

   οι απολίτιστες τέχνες έκαναν δηλαδή πλέον τόν κύκλο τους, σαν αυτόνομη χωροθετημένη αφηρημένη, απολύτως απολίτιστη αναρχία και απόλυτη βέβαια απολυταρχία κι έκαναν και μια συγκεκριμένη ασφαλώς δουλειά : πέρα από όπλο και χέρια, λειτούργησαν και σαν τό βιτριόλι που διαχωρίζει τά μέταλλα : έκανα κάποιους (λίγους και τί καλούς) φίλους εξαιτίας τους (από τή μια), είδα και ποιοι αδιαφορούνε για ό,τι δεν τσαπατσουλεύεται στις φυλλάδες (κι ας λεν οι ίδιοι, ό,τι ευσεβάστως γουστάρουνε, για τούς ίδιους) από τήν άλλη

   πρέπει να πω ότι τότε (εκείνα τά έξη χρόνια, ας πούμε, πριν) είχα θυμώσει (ως μη ώφειλα : θα ’πρεπε να καταλαβαίνω, κι ας ήμουν μικρότερη, καλύτερα) ήμουν δηλαδή θυμωμένη με τήν άκρα σιωπή από τή μεριά τής επίσημης εφημεριδολογίας (συνάδελφοι* κι ομότεχνοι μιλήσανε, έχουν, και τό ξέρουν αυτοί, τίς (ολικές και ολιγαρκώς πληθωρικές μου) ευχαριστίες…) για τήν απόλυτη δηλαδή σιωπή προς ένα βιβλίο που οι σοβαροί ας τό λέγαν σοβαρό – από τή μεριά τής επίσημης εφημεριδογραφίας που, δικαίως λέω σήμερα, (δικαίως, και με συγκινητική αυτογνωσία, λέω σήμερα) υποδέχτηκε αγνοώντας το τό δεύτερό μου μυθιστόρημα – τό εκδοθέν μετά από δεκαετία και βάλε μονομανούς κλεισίματος και γραψίματος, σπίτι μου, μακριά από τό γαϊδουροπάζαρο : τό οποίο είχα αφήσει τό ’87 (με τήν έκδοση τού πρώτου μυθιστορήματος) σχετικά ανθρώπινο, και τό βρήκα – όταν ξαναβγήκα στην αγορά να βρω εκδότη (εκείνο τό μηδενικό 2000) – ξελιγωμένο στους διαδρομισμούς και τίς μικρότητες, μ’ άλλα λόγια τά ταπεινά κείνα λεφτά τών μπεστσέλερ : έφτασα μες στο θυμό μου παρότι δεν μ’ αρέσει καθόλου ούτε η νοσταλγία ούτε η ιδέα τής νοσταλγίας, να θυμάμαι με νοσταλγία ανθρώπους όπως η αλόη σιδέρη ή ο γιώργος σαρηγιάννης που διάβασαν χωρίς κανένας να τούς πει τίποτα ένα πρώτο βιβλίο σαν τίς «προετοιμασίες», και μέ ζητήσαν στο ραδιόφωνο, τό μόνο μέσο που είχαν τότε, για να μιλήσουμε ( : μέ είχαν καλέσει, όπως λέω και αλλού, αρκετοί άνθρωποι τότε και πήγα στους περισσότερους μολονότι αντιπαθώ να μιλάω γι’ αυτά που κάνω (τό βρίσκω τουλάχιστον άτοπο να προσπαθώ (με τό δεδομένο κύρος τού δημιουργού) να επιβάλω μια μορφή ανάγνωσης τών γραφτών μου απέναντι σε μιαν άλλη που θα ήταν εξίσου λογική πιθανώς, ακόμα κι αν δεν θα μού άρεσε) γι’ αυτό και προσωπικά χάρηκα περισσότερο μια εκπομπή που είχε τότε ο γιάννης κοντός (ο ποιητής, αλλά τότε και συνεργάτης τού εκδότη μου, τού «κέδρου», συνεπώς αυτός πιέστηκε ίσως απ’ τήν εκδότρια ! ) και λεγόταν «προσωπική ανθολογία» αν θυμάμαι καλά τόν τίτλο, όπου μπορούσα (και έπρεπε ! ) να μιλήσω μόνο για τά βιβλία τών άλλων που μού αρέσανε) ( : με τί κέφι πολυλόγησα για τόν επίκουρο τόν αντόρνο και τόν σταντάλ, με τί κέφι μού είπε ότι ήταν η καλύτερη εκπομπή του κείνη η εκπομπή μας, και ότι θα τή χρησιμοποιούσε στο μέλλον και για πιλότο ( : ήταν κι η μόνη εκπομπή για τήν οποία είχα πληρωθεί – απίστευτα πράγματα : τώρα πληρώνουν κι από πάνω με όποιο τρόπο μπορούν φίλοι και συγγενείς, σύζυγοι πανεπιστημιακοί ή κουμπάροι έμποροι για να ειπωθεί και να γραφτεί μια κουβέντα – δεν τά λέω στα κουτουρού, μολονότι δεν αποδεικνύονται : (ίσως) αποδεικνύονται μόνο από τό γεγονός πως εγώ (τρώγοντας τήν αποσιώπησή τους στα μούτρα) δεν κινούμαι καθόλου προς αυτή τήν κατεύθυνση – και απαγορεύω και στους φίλους μου να κινηθούν : δεν τούς έχω τούς φίλους μου για να τούς χρησιμοποιώ, όλα κι όλα : δεν θα επεκταθώ επ’ αυτού))

   βέβαια, οι πιο αγαπημένοι κι οι πιο σημαντικοί μου φίλοι (οι φίλοι δηλαδή από τίς εκδόσεις «έρασμος» πάνω απ’ όλα, ο αντρέας μυλωνάς κυριότατα) μού τό ’λεγαν (με έγνοια που μέ στηρίζει ακόμα και σήμερα, μετά τόν θάνατό του, με θυμό που ακόμα και σήμερα μέ ταρακουνεί όταν τόν αναπολώ) : βγες απ’ τό σπίτι βρε χάρη έστω λίγο, κάνε μια προδημοσίευση, δώσε μας κάτι να σού βάλουμε – θα σέ ξεχάσουν… Εκείνος ήξερε… εγώ είχα τό γαϊδουρινό πείσμα να κλειστώ για να γράφω – και να κάνω ή να προσπαθώ να κάνω ό,τι θεωρούσα επείγον…

   όσοι δεν τά ξέρουν ας αδιαφορήσουν… όσοι τά ξέρουν θα καταλάβουν… τά ’χω γράψει εξάλλου και στην υποκριτική, και σε άλλα παλιότερα… δεν ωφελεί να πω περισσότερα : η ενδοσκόπηση έχει και τά όριά της σ’ αυτό τό μπλοκάκι –

   λοιπόν, ως προς τά εδώ, οι άνθρωποι που μπήκαν στις απολίτιστες διάβασαν και μού γράψανε (και κυρίως – έδινα μεγάλη σημασία όταν ήμουν αρχάρια σ’ αυτό – βάλαν τίς «απολίτιστες τέχνες» στο μπλογκρόλ τους) ώς εδώ, και μού φτάνουν

   τά λέω τώρα διότι τώρα, τό καταλάβατε, ετοιμάζομαι να ξαναεκδόσω πάλι – πόσα χρόνια θα πάρει η προσπάθεια θα τό δούμε (τήν άλλη φορά έφαγα έξη χρόνια : για να δούμε, αυτή τή φορά, ποιος ήρωας θα βρεθεί να πληρώσει για να διαβάσετε σεις εφτακόσιες σελίδες – από τήν άλλη ενστερνίζομαι απόλυτα και τό αρχαίο ρητό που λέει «αλλοίμονο στον συγγραφέα που ’χει ανάγκη από ήρωες»)

τιμής ένεκεν σ’ εκείνο τό πρώτο θυμωμένο λοιπόν τοπίο η πρώτη σελίδα του σήμερα εδώ :

(τίς άλλες θα τίς βρείτε σαν εισαγωγικά κείμενα (φωτογραφημένα πλέον) στις σελίδες με τά pdf παραδίπλα)

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

*
η (διορατική, άμα και εκτενής) κριτική τού πεζογράφου γιώργου συμπάρδη για τήν
«έκθεση βαθυτυπίας» δημοσιεύτηκε τό 2007 στο 78ο τεύχος τού περιοδικού «εντευκτήριο» και δεν βρίσκεται διαδικτυακά

.

φωτογραφίες
brassaï και leslie
jones από εδώ

.

για τόν τίτλο (αν χρειάζεται η
βοήθεια) κάτι
εδώ ή εδώ

.

.

.

.

.

.

21 Δεκεμβρίου 2013

στέφανος τασσόπουλος : «κ. π. καβάφης, τό όλον σώμα»

 

 

   συνεχίζω σήμερα τίς αναδημοσιεύσεις από τό τεύχος 78 τού περιοδικού «σημειώσεις» ανεβάζοντας μερικά κομμάτια από τήν «εισαγωγή» τής μελέτης τού στέφανου τασσόπουλου για τόν καβάφη (κι έτσι ας πούμε ότι η προηγούμενη ανάρτηση με τό δικό μου προκαταρκτικό κείμενο μπορεί να χρησιμέψει ως εισαγωγή τής εισαγωγής – αυτός ήταν άλλωστε και ο σκοπός της – (να πω με τήν ευκαιρία ότι πρόκειται για κείμενο παλιότερο αρχικά, που τό ’χα γράψει και τό ’χα δώσει στον στέφανο να τό διαβάσει για να καταλάβω κι εγώ απ’ τίς αντιδράσεις του αν είχα καταλάβει καλά τήν εκδοτική πρακτική τού καβάφη όπως τήν εκθέτει στη δουλειά του – μετά θάνατον (εγώ δεν τό είχα κρατήσει) τό βρήκα στα χαρτιά του φυλαγμένο (βλέπεις, είπαμε, εκτός από φίλοι, και σύντροφοι, και ομότεχνοι, είμαστε και παντρεμένοι) έτσι όταν τέθηκε τό θέμα τής προδημοσίευσης στις «σημειώσεις» κρίθηκε (από τόν γεράσιμο λυκιαρδόπουλο αυτό ήταν, πάντα είναι, τό βασικό) ότι θα ήταν χρήσιμη σαν προκαταρκτικό κείμενο – με κάποιες προσθήκες και αλλαγές που θα έκανα σύμφωνα με τήν μετά θάνατον πια συνθήκη))

    δεν θα σάς βάλω φυσικά ολόκληρη τήν προδημοσίευση, μπορείτε να τή διαβάσετε από τίς «σημειώσεις», εξάλλου και τό κείμενο είναι μεγάλο και τό περιοδικό κυκλοφορεί ακόμα

   θεωρώ πάντως σκόπιμο να βάλω εδώ, στην αρχή, τό νόημα μιας διευκρινιστικής σημείωσης που ο στέφανος προόριζε για τό τέλος, καθώς αναφέρεται στη χρήση διαφορετικών τυπογραφικών στοιχείων μέσα στο κείμενό του (αυτό, στο τεύχος τού περιοδικού ακυρώθηκε για τεχνικούς λόγους) είναι όμως κάτι που και εδώ μπορεί να μπερδέψει, γιατί δεν συνηθίζεται στους κήπους : πολύ περισσότερο καθώς ο στέφανος δεν χρησιμοποιεί σχεδόν καθόλου «εισαγωγικά» – τά μεν λοιπόν παραθέματα από λεγόμενα ή γραφτά τού καβάφη είναι με στοιχεία πλάγια, τά παραθέματα από αρχαίους συγγραφείς (στα τμήματα που αναδημοσιεύω μάλλον δεν υπάρχουν) με μικρότερα στοιχεία, και τά παραθέματα από νεότερους συγγραφείς με διαφορετικά στοιχεία

   επίσης βρίσκω σκόπιμο να βάλω εδώ στην αρχή μια δικιά μου σημείωση, ας πούμε τήν [α], για (κυρίως συνεπτυγμένες απ’ τίς σημειώσεις τού στέφανου) πληροφορίες πάνω στην αρχή τού κειμένου, όπου τά παραθέματα είναι πολλά (για να μην τρέχετε στο τέλος τής ανάρτησης κάθε τόσο) – έτσι, καταρχάς : τήν περίφημη φωτογραφία τού νοσοκομείου πάνω στην οποία όπως θα δείτε ο σ. τ. χτίζει τή θαυμάσια εισαγωγή του, δεν τή βρήκα πουθενά στο διαδίκτυο και δεν μπόρεσα να τήν ανεβάσω εδώ από τό περιοδικό «επιθεώρηση τέχνης», όπου σύμφωνα με τή σημείωσή του ο στέφανος τήν είχε δει (επιφυλάσσομαι) / στη συνέχεια : τά κείμενα τά σχετικά με τίς τελευταίες ώρες τού καβάφη στο νοσοκομείο, είναι (γενικά και επανερχόμενα) από : επιστολή τού παπουτσάκη στον βρισιμιτζάκη, από ανέκδοτες σημειώσεις τής ρίκας σεγκοπούλου, και από ένα κείμενο τού απ. λεοντή τό 1933 στο περιοδικό «ταχυδρόμος» / η πληροφορία σχετικά με τό «δέμα» τών ποιημάτων στο νοσοκομείο δόθηκε σε ομιλία τού χ. α. νομικού, στο μνημόσυνο «50 μέρες μετά» / τά υπόλοιπα παραθέματα σχετικά με τίς τελευταίες ώρες τού καβάφη είναι πάλι από γράμμα τού παπουτσάκη στον βρισιμιτζάκη, και από τήν ανηψιά τού καβάφη ελένη coletti σε συνέντευξή της τό 1964 / τό σχετικό με τήν άρνηση τού καβάφη να δεχτεί τήν εγχείριση (και τό ότι «ήξερε τί σήμαινε») τό έχουμε από τή ρίκα σεγκοπούλου, όπως ειπώθηκε σε διάλεξή της τού 1956 / και τό ότι ο καβάφης «παρακολουθούσε τήν ασθένεια» τό έχουμε από τήν ανηψιά του

   αλλά και στο τέλος τού κειμένου όπως θα δείτε απόφυγα τίς λεπτομερείς σημειώσεις (άλλωστε και στις «σημειώσεις» τίς έδωσα συγκεκομμένες, και εκεί ήταν πιο βολικές γιατί μπορούσαν να παρατεθούν υποσέλιδα μέσα στο κείμενο) και έτσι θα βρείτε λίγες μόνο στο τέλος τού υπέρδιπλου αυτού σεντονιού, και κυρίως αυτές που αφορούν όχι τόσο βιβλιογραφικά στοιχεία όσο κείμενα ή αποσπάσματα κειμένων

 

 

εισαγωγή

1

   Υπάρχει μια φωτογραφία στην Αλεξάνδρεια στο νοσοκομείο τής ελληνικής κοινότητας στο μικρό δωμάτιο όπου πέθανε ο Καβάφης, τραβηγμένη λίγες ώρες μετά.

   Από δεξιά προς τ’ αριστερά όπως τήν κοιτάζουμε και από τό πρώτο επίπεδο προς τό βάθος της, βλέπουμε μια πολυθρόνα, ένα μικρό τραπέζι, τό κρεβάτι, πάνω του ένα σημειωματάριο και ένα μολύβι, και μία μικρή βαλίτσα πάνω σε μια καρέκλαα :

   (1) μια πολυθρόνα, αυτήν που καθόταν ο Καβάφης ώς τίς τελευταίες στιγμές του γιατί στο κρεβάτι δεν ήθελε να πλαγιάσει παρά λίγες ώρες πριν ξεψυχήσεια. Λίγες ώρες πριν ξεψυχήσει ζήτησε να γράψει μα δε μπόρεσε. Και τότε γύρισε σε μένα τά μάτια του και με χαρακτηριστική χειρονομία ρώτησε προς τί τά δάκρυα, και πιάνοντας τό κεφάλι του, τήν καρδιά του πώς χτυπούσε ακόμη και έγνεψε πως ήταν καλά. Ζητούσε να μάς καθησυχάσει και όταν πια μερικές ώρες τού έμεινανα, και εχαμογέλα στους παρακολουθούντας τήν επιθανάτιο αγωνία, έθετε τήν παλάμη στην καρδιά για να εξακριβώση τούς παλμούς της, τό χέρι στο μέτωπο, για να βεβαιωθεί για τήν εγκεφαλική λειτουργία, και διεβεβαίωνε με χειρονομίες και χαμόγελο τούς άλλους, ότι ακόμα όλα πήγαιναν καλά, έως ότου έκλεισε τέλος τά μάτια για να μην τά ανοίξη πια στο φως τής ημέραςα. Αυτά από τρεις ανθρώπους κοντινούς στον Καβάφη, γραμμένα μετά δεκαπέντε μέρες, μετά ένα χρόνο και τήν επομένη τού θανάτου του. Λίγες ώρες πριν ο ιερεύς τού Νοσοκομείου απεφάσισε να τού υποδείξει δειλά τήν ανάγκη τής μεταλήψεως. Εκοινώνησε με κατάνυξιν, αλλά με απόλυτον ψυχραιμίαν, κατόπιν ύψωσε και τά δύο χέρια, και με τό βλέμμα άνω εφάνη ότι προσηύχετοα και Ο ιερεύς τού έψαλε τά σχετικά και μετά τού έδωσε τή θεία μετάδοσι. Τότε ο Καβάφης εσήκωσε τά χέρια του ψηλά όσο μπορούσε ικανοποιημένοςα , λένε ο τρίτος και ο πρώτος από τούς τρεις παραπάνω παρόντες, τήν επομένη τού θανάτου του και μετά δεκαπέντε μέρες. Ο τρίτος, η Ρίκα Σεγκοπούλου σύζυγος τού κληρονόμου του, συγκάτοικος και άτυπη γραμματέας τού Καβάφη πρωτοαναφέρει τή μετάληψη εικοσιτρία χρόνια μετά, και μέχρι τότε ο ιερέας τού νοσοκομείου έχει φτάσει να γίνει ο ίδιος ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας αυτοπροσώπως. Κανένας πατριάρχης δεν ήρθε αλλά, και να είχε έρθει, ο τρόπος που θα αντιμετωπίσουμε τόν Καβάφη δεν αλλάζει.

   (2) ένα μικρό τραπέζι δίπλα στο κρεβάτι σαν κομοδίνο, πάνω του κάποια μπουκάλια με φάρμακα. Τίς τελευταίες ημέρες τής ζωής του, κουρασμένος, άφωνος, βλέποντας μπροστά του τή σκιά τού θανάτου στο κάτασπρο καμαράκι τού Νοσοκομείου μέσα, ανάμεσα από τά μπουκαλάκια τά γιατρικά, τίς πετσέτες και τά χίλια δυο πράγματα από τά οποία πρόσμενε ανακούφιση αν όχι σωτηρία, ήταν και τό δέμα τών ποιημάτων του κλεισμένο μ’ εκείνες τίς μικρές πρόκες που συγκρατούσαν τά φύλλα, κοντά του, περικλείοντας τό άφθαρτο μέρος τής ζωής και τής σκέψης του, θυμάται ένας από τούς επισκέπτες του, στο φιλολογικό μνημόσυνο που έγινε πενήντα μέρες μετάα , και αρκετοί άλλοι αναφέρουν αργότερα ότι είχε μαζί του τά ποιήματά του. Τώρα, πάνω στο μικρό τραπέζι στη φωτογραφία δεν φαίνεται συλλογή ποιημάτων του.

   Μπροστά σ’ αυτό τό τραπεζάκι ή καθισμένος στην πολυθρόνα ή έστω ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με τούς πόνους τής αρρώστειας να τόν βασανίζουν, άρχισε να λέγεται και να πιστεύεται αργότερα ότι ο Καβάφης δούλευε μέχρι τήν τελευταία στιγμή τά ποιήματά του, και μάλιστα ότι έγραψε ή τελείωσε εκεί τό ποίημα Εις τά περίχωρα τής Αντιοχείας. Κανένα ποίημα δεν έγραψε εκεί ούτε δούλεψε, και τό Εις τά περίχωρα τής Αντιοχείας δεν είναι τό τελευταίο ποίημα που έγραψε.

   Τό να ξέρουμε ποιο είναι τό τελευταίο ποίημα που έγραψε ή που προσπάθησε να γράψει ο Καβάφης έχει κάποια σημασία, όμως είτε αν δούλευε μέχρι τήν τελευταία στιγμή στο νοσοκομείο είτε αν τούς τελευταίους μήνες δεν έκανε τίποτα δεν πρέπει να έχει για μάς σήμερα καμιά σημασία.

   (3) τό κρεβάτι, στρωμένο, έχουν σηκώσει τόν νεκρό. Πάνω στο κρεβάτι τό μπλοκάκι που επειδή δεν μπορούσε να μιλήσει, όταν δεν ήταν αρκετό να συνεννοηθεί με νοήματα, ο Καβάφης σημείωνε κάποια φράση και τήν έδειχνε στον συνομιλητή του.

   Απ’ αυτά τά σημειώματα τής αφωνίας του δεν πρέπει να υπάρχουν πολλά γιατί ο Καβάφης συνεννοείται γραπτώς (έχει πάντοτε πρόχειρα carnets) αλλά κι αυτό λίγο, γιατί κάθε κίνησις τόν κουράζει και τόν πιάνει ενοχλητικώτατο λαχάνιασμαα. Γράφει πού και πού μερικές λέξεις ή μού χτυπά χαϊδευτικά τό μπράτσοα. Ναι! Έγραφε χαρτάκια, διότι δεν μπορούσε να μιλήσει, ένεκεν τής τρομεράς αυτής ασθενείας, και τά έδινε εις τούς επισκέπτας. Όταν ήθελε να πει κάτι. Και κατόπιν τά ξανάπαιρνε και τά έσχιζεα, έχει σωθεί όμως αυτό τό τελευταίο μπλοκάκι που βλέπουμε να βρίσκεται πάνω στο κρεβάτι στη φωτογραφία, και μερικά σημειώματα από τήν τελευταία φορά που ήρθε στην Αθήνα, άρρωστος, με καρκίνο τού λάρυγγος, για να γυρίσει μετά στην Αλεξάνδρεια και να πεθάνει.

   Εκτός από λίγα, τά σημειώματα αυτά δεν έχουν δημοσιευτεί. Έτσι, προλαβαίνω να πω ότι δεν θα πρέπει να τούς δοθεί μεγαλύτερη σημασία απ’ αυτήν που μπορεί να έχουν, μήπως τυχόν κανένας παρατηρήσει ότι τό τελευταίο σημείωμα σ’ αυτό τό μπλοκάκι είναι τά τελευταία λόγια ενός μεγάλου ανδρός και ποιος ξέρει τί σημασία θα μπορούσε να αποδοθεί σ’ αυτό, ό,τι κι αν έγραφε. Π.χ. τί φοβερή σημασία θα μπορούσε ν’ αποδοθεί σ’ ένα σημείωμα που ρωτάει : Qu’ est qu’ il y a ? αν ήταν τό τελευταίο, με τόν Καβάφη ν’ αντικρύζει τόν θάνατο, ή σ’ ένα άλλο γραμμένο κάτω απ’ αυτό που λέει : όλα τά λουλούδια – όλα τά χρώματα, που μπορεί να γινόταν χαρακτηρισμός τού έργου του και οδηγός για προσέγγισή του. (Εδώ για λόγους συναισθηματικούς θα αναφέρω ένα ακόμη σημείωμα όπου ο Καβάφης γράφει : Για ¼ τής ώρας να μείνω μόνος, παρακαλώ). Πάντως για τά σημειώματα αυτά δεν θα μπορούσε να δημιουργηθούν τέτοιου είδους παρερμηνείες, γιατί δεν είναι γραμμένα στην Αλεξάνδρεια αλλά στο νοσοκομείο στην Αθήνα.

   Υπάρχει όμως ένα που μπορεί να είναι σημαντικό : Λυπούμαι ότι τήν υπέγραψα τήν επιστολή, πράγμα έξω τής συνηθείας, τότε που ο Καβάφης αρνήθηκε να υποβληθεί σε επέμβαση αφαίρεσης λάρυγγα και υπέγραψε μία επιστολή για να απαλλάξει τόν γιατρό του από τίς ευθύνες και δεν είναι δυνατό βέβαια ο Καβάφης με τήν τόση του ευρυμάθεια και κρίσι να μην ήξερε τί εσήμαινε αυτή του η άρνησηα.

   Από τότε, οκτώ ακριβώς μήνες πριν τόν θάνατό του, ο Καβάφης συγκεκριμένα και καθορισμένα ήξερε ότι θα πεθάνει και επέμενε να ξέρει και τήν παραμικρή λεπτομέρειαα. Ήξερε και τήν ώρα. Διότι τό έγραφε : «Τόσες μέρες». Παρακολουθούσε αυτή τήν τρομερά ασθένειαα. Έτσι, θα μπορούσαμε να αποδώσουμε μια κάποια ιδιαίτερη σημασία σε κάθε πράξη του και ενέργεια μετά από τότε. Πάντως δεν φαίνεται να προέβη σε κανενός είδους διευθέτηση τών χαρτιών του που βρέθηκαν σε υποδειγματική τάξη, τάξη που πρέπει να είχε διαμορφωθεί πριν δέκα περίπου χρόνια. Ίσως η σημαντικότερη πράξη του να είναι τό ότι δεν έκανε τίποτε, και συνέχισε με τόν ίδιο τρόπο όσο τού έμεναν κάποιες δυνάμεις.

   Εκτός από τό μπλοκάκι δεν υπάρχει τίποτε άλλο πάνω στο κρεβάτι, τά ποιήματά του, που τά πήρε μαζί του πηγαίνοντας στο νοσοκομείο για να ξεχάσει έστω για λίγο τόν θάνατο, δεν είναι εκεί, αν δεν τά πήρε κάποιος από τούς επισκέπτες θα πρέπει να είναι στο βαλιτσάκι, τό τελευταίο πράγμα που βλέπουμε στη φωτογραφία. Μέσα σ’ αυτό τό βαλιτσάκι, αν τά ποιήματά του είναι εκεί, «δεν υπάρχει θάνατος».

   Τό έργο δεν είναι μάταιο αν παραμερίσωμε τό άτομο και προσέξουμε τόν άνθρωπο. Εδώ δεν υπάρχει θάνατος ή τουλάχιστον βέβαιος θάνατος : οι συνέπειες είναι ίσως απέραντες· εδώ δεν υπάρχει συντομία ζωής, αλλά διάρκειά της απέραντη, είχε γράψει ο Καβάφης τότε που πρέπει να άρχιζε να υποψιάζεται ή να ξέρει ότι προχωρούσε προς ένα είδος αθανασίας μέσα στο παράλογο που ζει ένας δημιουργός που ξέρει ότι με τό έργο του μπορεί να νικήσει τόν θάνατο ενώ ξέρει ότι θα πεθάνει. Αυτά πριν τριάντα χρόνια, τότε που ήξερε με τόν τρόπο που όλοι μας τό ξέρουμε αυτό ότι θα πεθάνει, και όχι όπως όταν αρνήθηκε να υποβληθεί σε επέμβαση και έγραψε και υπέγραψε τήν επιστολή για να απαλλάξει τόν γιατρό του και σημείωσε Λυπούμαι ότι τήν υπέγραψα τήν επιστολή, πράγμα έξω τής συνηθείας.

   «Πράγμα έξω τής συνηθείας».

   Πράγμα έξω τής συνηθείας είναι τό έργο του, και ο άνθρωπος που πραγματοποίησε ένα τέτοιο έργο, ο Καβάφης που πηγαίνοντας στο νοσοκομείο πήρε μαζί τά ποιήματά του, τίς συλλογές του, τό όλον σώμα τών ποιημάτων, για να τό αντιτάξει στον θάνατο, να τόν ξορκίσει ή έστω να τόν ξεχάσει για λίγο.

   (…)

   Μερικά πράγματα είναι αυτονόητα και φαίνεται να είναι άνευ λόγου η παράθεσή τους, όταν όμως ασχολούμαστε με τό έργο τού Καβάφη βλέπουμε ότι δεν είναι πάντοτε αυτονόητα :

   – Δεν μπορείς να προχωρήσεις σε μία επί μέρους μελέτη χωρίς συνολική εποπτεία και βαθύτερη γνώση τού όλου έργου και τών πληροφοριών που υπάρχουν γι’ αυτό. Η οποιαδήποτε εργασία παραμένει ελλιπής και ανολοκλήρωτη μέχρι να ολοκληρωθεί η εργασία για τό σύνολο. Έτσι και η εργασία αυτή δεν μπορεί παρά να γίνεται παράλληλα με άλλες σχετικές με τό έργο τού Καβάφη, τμήματα μιας συνολικής και ανέφικτης ίσως μελέτης, και παράλληλα με τήν προσπάθεια να γνωρίσω τό έργο του. Πάντως τά όποια κενά στη γνώση (σχεδόν όλων τών αδημοσίευτων ώς τώρα) στοιχείων για τόν Καβάφη, και τής βιβλιογραφίας του, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για εκπλήξεις, που δεν θα ήταν στο κάτω–κάτω δυσάρεστες, αφού θα συνεισέφεραν στην πληρέστερη αντιμετώπιση τού ζητήματος που επιχειρώ να διερευνήσω, επειδή αυτό ενδιαφέρει και όχι η διεκδίκηση κάποιας πρωτοπορίας ή πρωτοτυπίας ή μοναδικότητας. Μια τέτοια εργασία δεν πραγματοποιείται με λυρικές εξάρσεις, ούτε γίνεται για να μιλήσεις για τό έργο σου ή για τόν εαυτό σου. Ας μην ξεχνάμε όταν ασχολούμαστε με τόν Καβάφη ότι η μοναδικότητα και η πρωτοτυπία και η πρωτοπορία ανήκουν σ’ αυτόν αποκλειστικά.

   – Όπως και για κάθε σημαντικό συγγραφέα άλλωστε, η μελέτη δεν μπορεί παρά να ξεκινάει και να στηρίζεται στο δημοσιευμένο και εγκεκριμένο από τόν ίδιον έργο, και με αυτό να ασχολείται πρωταρχικά.

   Και τό παραμικρό σημείωμα τού Καβάφη, όσο ασήμαντο και να φαίνεται, μάς είναι χρήσιμο και πολύτιμο όμως η δημοσιοποίηση όλο και μεγαλύτερου μέρους τού αρχείου του τείνει κάποιες φορές να μάς οδηγήσει στο να ασχολούμαστε ισότιμα, αν όχι και πρωταρχικά, με δευτερεύουσας σημασίας τμήματα ή να προχωρούμε σε μελέτες όπου τα συμπεράσματα βγαίνουν από τή χρήση (ως τμημάτων ενός ενιαίου συνόλου) τού κάθε ανέκδοτου, αποκηρυγμένου, τυχαία διασωθέντος κειμένου τού Καβάφη από τά είκοσι ώς τά εβδομήντα του χρόνια.

   Όλα, τά κάθε είδους οπωσδήποτε χρήσιμα για τή μελέτη τού καβαφικού έργου αυτά κείμενα, δεν μπορεί να εκλαμβάνονται σαν να βρίσκονται σε ένα επίπεδο εκτός χρόνου όπου μια σκέψη, μια πράξη, μια ενέργεια, ένας στίχος, μία σημείωση έχει τήν ίδια καθοριστική και δεσμευτική σημασία αδιάφορα από τό αν γίνεται τό 1883 ή τό ’93 ή τό 1903 ή τό ’13 ή τό ’23 ή τό ’33, και μάλιστα όταν ακόμη δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς τό καθορισμένο από τόν ίδιον τελικά έργο του.

   Στο έργο αυτό δεν θα έπρεπε να υπάρχουν διαχωρισμοί όπως τομές, τάφροι, περίοδοι κλπ. Οι διαχωρισμοί αυτοί, όταν δεν γίνονται για διευκόλυνση τής μελέτης, γίνονται από παρανόηση ή μεγαλοποίηση ενός δευτερεύοντος στοιχείου, συνήθως για υποστήριξη κάποιας προαποφασισμένης θέσης μας. Ειδικά προκειμένου για τόν Καβάφη, παρότι τά στοιχεία που έχουμε για τή δραστηριότητά του εκτείνονται σε μία ολόκληρη πεντηκονταετία, υπάρχει συνέχεια και συνέπεια από τήν αρχή. Σπέρματα επόμενων περιόδων βρίσκονται σε προηγούμενες.

   – Τά ποιήματα τού Καβάφη, περισσότερο από κάθε άλλου ίσως ποιητή, και όχι Έλληνα μόνον, είναι αυθύπαρκτα, αυτόνομα, ολοκληρωμένα, λειτουργούν από μόνα τους, και πολύ συχνά μάλιστα οι ποιητικές αυτές μονάδες παίρνουν τίς διαστάσεις συνολικού έργου. Όταν μιλούμε για τήν αναζήτηση από τόν Καβάφη τού όλου σώματος τών ποιημάτων που έμενε ανολοκλήρωτο και προσπαθούσε να τό ολοκληρώσει, εννοούμε ένα όλον σώμα που αποτελείται από αυτόνομα ποιήματα. Η προσπάθεια ολοκλήρωσης ενός όλου σώματος γίνεται μετά και πέρα από αυτό, και ακριβώς αυτή είναι η αξία της.

   Δεν είναι άσχετο να πούμε εδώ ότι συχνά αντιμετωπίζουμε τόν Καβάφη με κάποια μικροψυχία, που δεν οφείλεται σε ανεπάρκειές μας πάντα. Έτσι, προκειμένου για έναν ποιητή που πραγματοποίησε μια τόσο λαμπρή πορεία, τονίζεται υπερβολικά ότι τό ξεκίνημά του ήταν καθυστερημένο και, τουλάχιστον, όχι αντάξιό της. Όμως δεν πρέπει να μάς διαφεύγει ότι ο Καβάφης έχει να ξεφύγει από τά δεσμά τής καθαρεύουσας χωρίς να πέσει στην παγίδα τής δημοτικής, ότι έχει να παλέψει για να καταργήσει και να ελευθερωθεί από τήν ομοιοκαταληξία και τό μέτρο με τή χρήση και κατάχρησή τους, και τό κυριότερο ότι είναι ο πρώτος ποιητής μας που μπόρεσε ή τόλμησε να γράψει στη γλώσσα ακριβώς που ο ίδιος μιλούσε. Όσο για τήν απόσταση που λέγεται πολύ συχνά ότι υπάρχει ανάμεσα στα πρωτοκαβαφικά και στα καβαφικά ποιήματα θα πρέπει να αντιληφθούμε πως αυτό δεν οφείλεται στο ότι ο Καβάφης στην αφετηρία του βρίσκεται πίσω από τήν ποίηση που γραφόταν τότε αλλά στο ότι προχώρησε και έφτασε πολύ μακριά από κει που ξεκίνησε.

   Πολλοί, και συνήθως, ύστερα από τόν κάποιον δρόμο που έχουν να διανύσουν για να κατακτήσουν τά εκφραστικά τους μέσα και να διαμορφώσουν τό ποιητικό τους πρόσωπο σταματάνε κι από κει και πέρα δεν κάνουν τίποτε άλλο από τό να συνεχίζουν, μέχρι ν’ αρχίσει η κάμψη τους, να επαναλαμβάνουν και να επεκτείνουν στο χρόνο και σε έκταση ένα έργο που ουσιαστικά έχει τελειώσει ενώ ο Καβάφης εξελίσσεται συνεχώς. Γεννιέται, και ζει περισσότερο από τό μισό τής ζωής του στον δέκατο ένατο αιώνα αλλά έχει να γίνει ο μεγαλύτερος ποιητής ίσως τού εικοστού, και από ποιητής μιας ελληνικής παροικίας να γίνει όχι μόνον πανελλήνιος αλλά παγκόσμιος ποιητής. Και τό κυριότερο, θα πρέπει να μη μάς διαφεύγει ότι ο Καβάφης είναι ένας ποιητής που ξεκινάει ψάχνοντας και προσπαθώντας να βρει τόν δρόμο του σ’ έναν κόσμο όπου δεν έχει υπάρξει ακόμη ο ποιητής Καβάφης.

   – Πρέπει να είναι για όλους μας όχι απλώς κατανοητό αλλά αυτονόητο ότι τίς όποιες (τίς σημαντικότερες έστω) καβαφικές μελέτες τίς χρειάζονται λιγότερο ή καθόλου ο Καβάφης και τά ποιήματά του, που έχουν όμως τήν τύχη και τήν ατυχία να έχει υπάρξει τόση ενασχόληση μ’ αυτά και σχολιασμός τους, και περισσότερο εμείς που όχι λίγες φορές φτάνουμε να συγχέουμε αυτόν τόν σχολιασμό με τό έργο και να τόν εκλαμβάνουμε ως πρώτη ύλη1.

   Προσπάθεια απαλλαγής από τούτη τήν πρώτη ύλη, με όλο τόν κίνδυνο να συγκαταλεχθεί τελικά και η ίδια σ’ αυτήν, καταλαμβάνει μεγάλο μέρος τής εργασίας μου αυτής που μετεωρίζεται ανάμεσα στον σχολαστικισμό και στην παραγνώριση τών δεσμών που μπορεί να δημιουργούνται από τήν προσήλωση σε κάποια φιλολογική ορθοδοξία, και ανάμεσα στην ανάγκη να μπορέσει να απευθυνθεί και να γίνει κατανοητή από περισσότερους και να μην περιορισθεί στους λίγους εκείνους που ασχολούνται ειδικά και συστηματικά με τό έργο τού Καβάφη. Έχω τήν αίσθηση ότι ανάμεσα σ’ αυτά τά δύο κάπου χάνομαι και κάπου συλλαμβάνω τόν εαυτό μου να υποδύεται ένα ρόλο που δεν τού πάει, εκτός τού ότι δεν διαθέτει πάντα και τή σκευή για να τόν υποδυθεί.

   Τέλος, πράγμα που συμβαίνει συχνά σε διάφορες καβαφικές μελέτες, και η εργασία αυτή μικρή σχέση έχει με τήν ποίηση και τήν αισθητική συγκίνηση που προκαλείται από τά ποιήματα τού Καβάφη, και δεν χρειάζεται σε όποιον μπορεί να επικοινωνεί μ’ αυτά, να συγκινείται απ’ αυτά και να έρχεται σε επαφή με τόν Καβάφη όχι μέσω διάφορων καβαφικών προσεγγίσεων και από αυτές επηρεασμένος. Τελικά όμως ίσως σ’ αυτόν να απευθύνεται και να είναι χρήσιμη.

   Τά παραθέματα από άλλους συγγραφείς μπορεί να φανεί ότι καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση. Όμως από τή μια ένα μέρος τής δουλειάς μου δεν θα είχε λόγο υπάρξεως αν δεν είχαν γραφτεί τόσα και τόσα για τόν Καβάφη, κι από τήν άλλη, όταν βρίσκω να λέγεται κάτι παραπλήσιο με κάτι που λέω, προτιμώ να τό παραθέτω. Πολύ λίγο μ’ ενδιαφέρει να βρεθεί ότι στην εργασία μου περιλαμβάνονται και πράγματα που δεν έχουν ειπωθεί, αντίθετα μάλιστα θα προτιμούσα να βρεθεί τελικά ότι όλα όσα περιλαμβάνονται σ’ αυτήν προέρχονται εν γνώσει και εν αγνοία μου από άλλους αφού έτσι θα μπορούσε να γίνουν ευκολότερα αποδεκτά, πράγμα όχι εύκολο πάντα γιατί συχνά αναπτύσσεται μια ιδιοκτησιακή σχέση προς τόν Καβάφη και αντιμετωπίζονται άλλοι ως καταπατητές.

   Όταν εκφράζεται μια διαφορετική άποψη αυτό δεν σημαίνει αναγκαία και προσωπική αντιπαλότητα. Και λυπούμαι γιατί οι διαφορετικές απόψεις μπορεί να δημιουργούνται απέναντι σε ανθρώπους που έχουν εργαστεί και προσφέρει. Υπάρχει όμως και μία αγεληδόν αποδοχή κατεστημένων απόψεων και αναπαραγωγή παρανοήσεων που δεν γίνεται να αγνοηθεί. Προσπαθώ να είμαι κόσμιος αλλά η εργασία μου δεν μπορεί να περιορισθεί στο να είναι απλώς ένα βιβλίο καλής συμπεριφοράς.

   Προσπαθώ να δείξω και όχι να συμπεράνω, να παραθέτω δηλαδή τίς παρατηρήσεις που προκύπτουν από μια προσεχτική προσέγγιση τών ποιημάτων τού Καβάφη. Τά συμπεράσματα θα έρθουν όταν η εργασία αυτή ολοκληρωθεί, και δεν χρειάζεται απαραίτητα να είναι μόνο δικά μου. Σκοπός τής μελέτης είναι να προσπαθήσει να βρει έναν τρόπο για να οδηγηθούμε σ’ αυτά, όπως περισσότερο από έναν αιώνα πριν μάς έχει ήδη πει ο ίδιος ο Καβάφης2:

   Εκτιμώ περισσότερον τάς παρατηρήσεις παρά τά συμπεράσματα. Οι νόες παρατηρούσι μετ’ ακριβείας και ασφαλείας· όταν δε μας εκθέσωσι τά υπέρ και τά κατά ενός ζητήματος δυνάμεθα ημείς να ποιήσωμεν τό συμπέρασμα. Διατί όχι αυτοί ; θα μέ ερωτήσωσιν. Απλώς διότι δεν έχω πολλήν πεποίθησιν περί τής απολύτου αξίας ενός συμπεράσματος

   (…)

.

   2

   Στα κατάλοιπα τού Καβάφη βρίσκεται, γραμμένο με τό χέρι του και διπλωμένο μαζί με τό αυτόγραφο σχέδιο μιας επιστολής του προς τόν Λαπαθιώτη, τό ακόλουθο σημείωμα3:

   Πώς μπορώ να πω για τό μέλλον ;
   Μπορεί να θέλω να κάμω μια διαίρεσιν συγκειμένην από μόνον ιστορικά, αίφνης.
   Στέκοντας όπου τό όλον σώμα τών ποιημάτων δεν χωρίζεται εις Συλλογές Ιδιαίτερες, με κάθε νέον ποίημα, η κατάταξις η σωστή, η κατά θέματα, θα άλλαζε.

   Στο σχέδιο τής επιστολής, χρονολογημένης 20 Σεπτ./3 Οκτ. 1922, με τό παλιό και τό νέο ημερολόγιο, ο Καβάφης έγραφε :

   Στην Συλλογή 1908–1914 η ταξινόμησις έγινεν έτσι που να βρίσκονται μαζύ ποιήματα θεμάτων οπωσούν συναφών. Στην άλλην, εις τήν οποίαν από καιρού εις καιρόν εγένονταν προσθήκες, η κατάταξις είναι μόνον κατά τό πότε εδημοσιεύθησαν τά ποιήματα και η σειρά κατά τήν οποίαν εφάνηκαν εν εκάστω έτει δεικνύεται υπό τού πίνακος τών περιεχομένων.

   Επίσης και σε μια επιστολή του, τής 26ης Δεκεμβρίου 1927, προς τόν Τέλλο Άγρα, ο Καβάφης αναφέρει4:

   Ο πίναξ περιεχομένων που έχει η συλλογή δεν είναι καμωμένος χρονολογικώς, αλλά σύμφωνα με τά θέματα.

   Αυτές οι ευκαιριακές αλλά κατηγορηματικές αναφορές στα πιο πάνω αυτόγραφα κείμενα, που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τήν εκδοτική πράξη και πρακτική τού Καβάφη και παρουσιάστηκαν από τόν Σαββίδη στις «Καβαφικές Εκδόσεις», θα ήταν αρκετές από μόνες τους για να θεωρήσει κανείς δεδομένη τήν ύπαρξη μιας κάποιας διαίρεσης τών ποιημάτων κατά θέματα και να προχωρήσει σε αναζήτηση και εξέτασή της.

   Από τόν Μάιο τού 1927 υπάρχει όχι μόνο διαβεβαίωση γι’ αυτή τή διαίρεση, τήν ταξινόμησι έτσι που να βρίσκονται μαζύ ποιήματα θεμάτων οπωσούν συναφών, αλλά και διακήρυξη και περιγραφή της με τρία ανυπόγραφα σημειώματα στην «Αλεξανδρινή Τέχνη», στο περιοδικό δηλαδή που εκδιδόταν με χρήματα τού Καβάφη και υπό τήν εποπτεία του, (και πιστεύεται ότι τά διάφορα ανυπόγραφα σημειώματα σχετικά με τό έργο του που δημοσιεύονταν σ’ αυτό υπαγορεύονταν απ’ τόν ίδιον5).

   Έχουν προηγηθεί σχετικές αναφορές, που κι αυτές πιστεύεται ότι έγιναν υπό τήν καθοδήγηση τού Καβάφη, τό 1917 από τόν Βρισιμιτζάκη και τό 1918 από τόν Μοδινό και τόν Σεγκόπουλο.

   (…)

   Ο Τέλλος Άγρας είναι αυτός που πλησίασε τόν καιρό που ζούσε ο Καβάφης τό ζήτημα τής διαίρεσης τών ποιημάτων σοβαρότερα και ουσιαστικότερα από κάθε άλλον, ακολουθώντας διαισθητικά έναν δρόμο δικό του.

   Μέχρι τόν θάνατο τού Καβάφη, παρά τίς πολλές αναφορές στη θεματική κατάταξη και παρότι δεν αμφισβητήθηκε συστηματικά η ύπαρξή της, κανείς άλλος δεν φαίνεται να ενδιαφέρθηκε να τήν αναζητήσει ή ν’ ασχοληθεί μαζί της. Τήν αποδέχονται απλώς ως αυτονόητη, αφού οι πληροφορίες γι’ αυτήν προέρχονται από τόν Καβάφη, ή τήν αρνούνται επικαλούμενοι τήν ενότητα τού έργου του ή, τέλος, τήν αγνοούν.

   Σε αντίθεση με τήν αδιαφορία, τήν αγνόηση ή και τήν άρνηση γι’ αυτήν τήν, ας πούμε, κάθετη κατάταξη τών ποιημάτων σε τρεις περιοχές, μεγάλο υπήρξε τό ενδιαφέρον και πολλή η ενασχόληση με τήν οριζόντια κατάταξή τους βάσει τού συσχετισμού τους σε επιμέρους ομάδες, σειρές, ενότητες και κύκλους, κατάταξη που είναι πιο εύκολη και αρκετά δελεαστική με τήν απροσδιοριστία που περιέχει και τήν ελευθερία που προσφέρει, και στο κάτω–κάτω που δεν αποκλείεται από τήν πρώτη. Ο Καβάφης μάλιστα φαίνεται όχι μόνο να ενδιαφέρεται για τήν οριζόντια κατάταξη αλλά και να τήν ενθαρρύνει τουλάχιστον, ενώ δείχνει να διστάζει ή να αδιαφορεί στο να καθορίσει ποια είναι η κάθετη.

   Αυτή η αμφισβήτηση τής διαίρεσης σε τρεις περιοχές ή κατηγορίες, που όπως είπαμε άρχισε από τότε που ζούσε ο Καβάφης ακόμη, συνεχίστηκε μετά τόν θάνατό του και κερδίζοντας διαρκώς έδαφος επικράτησε οριστικά. Έτσι η κάθετη κατάταξη τών ποιημάτων παρέμεινε ουσιαστικά ανεξέταστη τελικά.

   Περιέργως, ως κυριότερο επιχείρημα προβάλλεται, σε συνδυασμό με τό ότι τό έργο τού Καβάφη παρουσιάζει ενότητα, τό ότι δεν υπάρχει ανάγκη να ασχολούμαστε μ’ αυτήν επειδή είναι χρήσιμη για τή μελέτη ή τήν κατανόηση τού καβαφικού έργου απλώς και τίποτε περισσότερο.

   Από τήν άλλη μεριά η ενασχόληση με τήν οριζόντια κατάταξη, βοηθούντος ή συνεργούντος και τού Καβάφη που ίσως τήν εύρισκε ασφαλέστερη και πιο άμεσα αποδοτική, πήρε μεγάλη έκταση και έφτασε να κυριαρχήσει, δίνοντας συχνά πολύ καλά αποτελέσματα αλλά και τή δυνατότητα να προχωρούμε σε ασήμαντους, αν όχι κάποιες φορές και σε ανόητους, συσχετισμούς.

   Μετά τόν θάνατο τού Καβάφη, ουσιαστικά ο μόνος που ασχολήθηκε με τήν κάθετη κατάταξη τών ποιημάτων είναι ο Περίδης, τό 1948. Καταλήγει στη γενική, και ορθή, διαπίστωση : Η ταξινόμηση τών ποιημάτων δεν έχει μόνον ενδιαφέρον περιεργείας ή φιλολογικό. Η συγκέντρωση κατά ομοειδή σύνολα μάς επιτρέπει να μελετήσωμε και αισθανθούμε βαθύτερα τά ποιήματα, καθώς και να συλλάβωμε ένα γενικότερο όραμα τής δημιουργίας τού ποιητή, μια άλλη διαπίστωσή του όμως τόν οδηγεί σε προσωπικές ερμηνείες και στις αναπόφευκτες παρερμηνείες για τό περιεχόμενο τής κάθε περιοχής : Ο ίδιος ο Καβάφης διαιρούσε τά ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες ή περιοχές. Δεν επεχείρησε όμως και να τά ταξινομήσει. Πάντως, πλησίασε αρκετά τό ζήτημα τής διαίρεσης τών ποιημάτων ως προς τήν κάθετη κατάταξή τους σε τρεις περιοχές. Η ευστοχία του φαίνεται αν συγκρίνουμε τήν πρότασή του με άλλες, π.χ. με τήν πρόταση τού Παπανούτσου που ανέλαβε να τόν διορθώσει, πιστεύοντας ότι ο Καβάφης είναι πάνω από όλα διδακτικός ποιητής.

   Εδώ κάπου τά πάντα σταματάνε, στο εξής η διαίρεση μπορεί να αναφέρεται αλλά δεν εξετάζεται πλέον.

   Η κρατούσα αντίληψη, ας πούμε, επισφραγίζεται από τόν Δημαρά : Η διαίρεση αυτή είναι βολική για τήν έρευνα αλλά μόνον για τήν έρευνα. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι πέρα από διαιρέσεις και κατατάξεις, πρέπει να υπάρχει μία ουσιαστική ενότητα, που μόνο εκείνη θα δώσει τήν ερμηνεία τής τέχνης του και τής αισθητικής του.

   Τό πόσο βολική είναι για τήν έρευνα η διαίρεση αυτή σε τρεις περιοχές ή κατηγορίες, ελπίζω, θα φαίνεται όλο και πιο πολύ καθώς προχωρά η εργασία αυτή, και πολύ εναργέστερα.

   Αυτό, τό ότι η διαίρεση αυτή είναι βολική για τήν έρευνα, δεν αποκλείεται να απηχεί και τήν από τόν Αλιθέρση αποδιδόμενη στον Καβάφη πληροφορία6: Εξ άλλου ο ίδιος έλεγε για τήν ταξιθέτηση τούτη πως είναι συμβατική διάκρισις προς ευκολωτέραν κατανόησιν. Με κάθε επιφύλαξη για τό κατά πόσο ο Αλιθέρσης μεταφέρει πιστά τά λόγια τού Καβάφη, οπωσδήποτε αυτή η συμβατική διάκρισις διευκολύνει τήν κατανόηση αλλά προϋποθέτει τό να γίνεται η ίδια κατανοητή, αφού από τόν Καβάφη ναι μεν διακηρύχθηκε η ύπαρξή της, όμως δεν καθορίστηκε κι όλας.

   Και δημιουργείται η απορία : Για ποιο λόγο άραγε ενώ αναγνωρίζεται η χρησιμότητά της δεν επιχειρήθηκε και η διερεύνησή της ; και για ποιο λόγο, έχοντας πάντοτε υπόψη ότι στο έργο τού Καβάφη όλα γίνονται σύμφωνα με προσεκτικότατη ποιητική οικονομία, να μην επιχειρήσουμε να αναζητήσουμε αυτή τήν κατάταξη και ταξινόμηση τών ποιημάτων σε περιοχές ή κατηγορίες θεμάτων και τή διαίρεση τή συγκειμένην από μόνον ιστορικά, και τίς άλλες δύο περιοχές βέβαια.

   Υπάρχει και μία εξαίρεση, από τόν Λορεντζάτο7: Με τίς περιοχές αυτές ή κατηγορίες θεμάτων, πιθανότατα υπαγορευμένες από τόν ίδιο, μπορεί ο αναγνώστης άνετα να κυκλοφορήσει μέσα στο καβαφικό έργο, χωρίς τή βοήθεια άλλων κριτικών απόψεων … Τό σχεδιάγραμμα – πάλι έκφραση δική του – είναι απλό, καθαρό, δεν αφήνει υπόλοιπα. Όλα τά καβαφικά ποιήματα τρέχουν αβίαστα να μπουν σε μια από τίς τρεις περιοχές ή κατηγορίες θεμάτων, που φρόντισε να κατασκευάσει για τά δημιουργήματά του ο δημιουργός τους. … Η υποδιαίρεση που κάνει είναι καίρια. Και αυθεντική. Η κριτικότερη από όλες. Είναι αυτό που λέμε σωστή. Προσωπικά τή βρίσκω απαραίτητη για τήν κοινή χρήση. … Και μόνο με τό μικρό κείμενο αυτό, χωρίς άλλες κριτικές παρεμβάσεις, μπορεί να προχωρήσει κανένας στη μελέτη τού καβαφικού έργου. Τόσο βρίσκω τήν κατάταξη αυτή να κάνει ένα σώμα με τά ποιήματα ή να γίνεται απαραίτητο βοήθημα για τήν κριτική σκέψη. … Τώρα που με τήν παρέμβαση τού καιρού … οι χρονολογίες θα μοιάζουν ολοένα και περισσότερο αδιάφορες, μια έκδοση με τήν κατάταξη αυτή θα ήταν επιθυμητή, αφού θα ήταν καβαφική.

   Τέλος, στο εισαγωγικό σημείωμα τού Σαββίδη στην έκδοση τών ποιημάτων και στις Καβαφικές Εκδόσεις μπορώ να πω ότι βρίσκω μια κατά κάποιο τρόπο προτροπή για τήν εργασία μου : τά παλαιότερά του ποιήματα τά βιβλιοδετούσε σε τεύχη, όπου η σειρά δεν ήταν πια χρονολογική, αλλά θεματική – δηλαδή τέτοια που να δείχνει καθαρότερα τόν ειρμό τής ποιητικής δημιουργίας του – , και αυτά τά τεύχη έστελνε σε όποιον άγνωστο τού έγραφε να τού ζητήσει τά ποιήματά του. Έτσι, στα τελευταία χρόνια τής ζωής του, ο Καβάφης εμοίραζε δύο τέτοια τεύχη : τού 1905–1915 και τού 1916–1918, που περιείχαν όλα τά ποιήματα όσα είχε δημοσιέψει στα δεκατέσσερα εκείνα χρόνια. Αν είχε ζήσει περισσότερο, δεν αποκλείεται να είχε ενοποιήσει τά δύο αυτά τεύχη· και πιθανότατα θα τά είχε επαυξήσει με ποιήματα δημοσιευμένα παλιότερα από τό 1905 και μεταγενέστερα από τό 1918 – όπως είχε κάνει στις διαδοχικές εκδόσεις τών προηγουμένων τευχών : 1909–1911, 1908–1914, 1907–1915. Όμως, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ποια θα ήταν η κατάταξη τών ποιημάτων στο υποθετικό αυτό ενιαίο τεύχος, και πολύ λιγότερο ποια θα έπρεπε να είναι σ’ έναν τόμο που θα συγκέντρωνε με θεματική σειρά και τά 154 ποιήματα, και : τά συνθέτει σε μια πολύ λεπτότερη αλληλουχία θεματική. Ποια είναι ετούτη η αλληλουχία,  μονάχα μια ειδική μελέτη – που βγαίνει από τά όρια τής σημερινής – θα μπορούσε να ανιχνεύσει8.

   Ασφαλώς κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ποια θα ήταν η κατάταξη τών ποιημάτων, θα μπορούσαμε όμως να προσπαθήσουμε να βρούμε στο μέτρο τού δυνατού ποια θα ήταν αυτή, αφού η θεματική σειρά είναι τέτοια που να δείχνει καθαρότερα τόν ειρμό τής ποιητικής δημιουργίας του.

   Σ’ αυτή τήν κατά κάποιο τρόπο εισαγωγή σκοπός μου δεν είναι να κάνω ιστορική αναδρομή αλλά να θέσω τό ζήτημα τής διαίρεσης τών ποιημάτων, θα πρέπει όμως τώρα εδώ στην αρχή να επισημανθεί ότι η αναζήτηση τής ενότητας τού έργου του ως συνόλου μέσω κάποιας θεματικής κατάταξης τόν απασχολεί από πολύ νωρίς όπως ξέρουμε από τούς «θεματικούς» καταλόγους όπου καταχωρούσε τά ποιήματά του σε «θεματικά κεφάλαια», και μάλιστα διαφαίνεται, τουλάχιστον εγώ βλέπω, ότι κάποια φορά ο Καβάφης συγκέντρωσε τά χειρόγραφα τών τελειωμένων τότε ποιημάτων του και τά σελιδαρίθμησε ακολουθώντας τήν κατάταξή τους σύμφωνα μ’ αυτά τά πρώιμα θεματικά κεφάλαια. (Υπάρχει και μία ακόμη πρωιμότερη, όπως φαίνεται από ένα χειρόγραφο όπου τά δύο ποιήματα που βρίσκονται σ’ αυτό συνδέονται μεταξύ τους με συνεχή στιχαρίθμηση. Εκτός από τό ενδιαφέρον που παρουσιάζει τό ότι μια τέτοια συνεχή στιχαρίθμηση ανεξάρτητων ποιημάτων, για να ενταχθούν έτσι σε ένα ενιαίο σύνολο, θα τή συναντήσουμε μισό αιώνα αργότερα στην «Έρημη χώρα» τού κατά τόν Σεφέρη παράλληλου Έλιοτ, και αδιάφορα αν, ανάλογα με τίς διαμορφωμένες απέναντι στον Καβάφη διαθέσεις μας, αποδώσουμε αυτή τή συνεχή στιχαρίθμηση, σε νεανική έπαρση ή σε επίγνωση από τότε τής μοναδικότητάς του, μπορούμε να οδηγηθούμε στο ότι η αναζήτηση τής ενότητας τού ποιητικού του έργου ως συνόλου, έστω και με αυτή τήν επιφανειακή και τεχνητή σύνδεση, τόν απασχολεί από πολύ νωρίς).

   Τά διάφορα παραθέματα από τίς σχετικές με τή διαίρεση τών ποιημάτων αναφορές χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ως αφορμή και όχι για τήν όποια αποδεικτική τους αξία. Τίς αποδείξεις θα τίς αναζητήσουμε στο ίδιο τό έργο τού Καβάφη, με οδηγό εκείνο τό σημείωμά του που είδαμε στην αρχή, για τό οποίο δεν ξέρουμε τελικά αν τό ενσωμάτωσε στην επιστολή προς τόν Λαπαθιώτη, ούτε αν τήν ολοκλήρωσε ούτε αν τήν έστειλε ποτέ. Αφού όμως κράτησε τό σχέδιό της και τό σημείωμα στα χαρτιά του, είναι κατά κάποιο τρόπο σαν να έγραψε ένα γράμμα για μάς και να μάς τό έστειλε. Ας ακολουθήσουμε τή λογική του, δηλαδή ας αφήσουμε τόν Καβάφη να μάς οδηγήσει.

   Από τότε που γράφτηκε αυτό τό σημείωμα, μεσολαβούν περισσότερο από δέκα χρόνια ώς τόν θάνατο τού Καβάφη. Δηλαδή έχουμε στη διάθεσή μας τώρα ένα μέλλον για τό οποίο μπορούμε να πούμε ότι έγινε παρόν9.

   Όταν ο Καβάφης σχεδιάζει τήν επιστολή προς τόν Λαπαθιώτη και γράφει τό σημείωμα έχει ήδη εκδώσει πέντε συλλογές, δύο θεματικές, (αυτές στις οποίες η ταξινόμησις έγινεν έτσι που να βρίσκονται μαζύ ποιήματα θεμάτων οπωσούν συναφών), και τρεις χρονολογικές (αυτές στις οποίες η κατάταξις είναι μόνον κατά τό πότε εδημοσιεύθησαν τά ποιήματα)10. Το έργο του τότε, τό όλον σώμα τών ποιημάτων, αποτελείται συνολικά από 86 ποιήματα, τά 26 θεματικά καταταγμένα και τά 60 στη χρονολογική τους σειρά.

   Τό μέλλον που έχει γίνει τώρα παρόν είναι άλλες πέντε συλλογές, τρεις θεματικές και δύο ακόμη χρονολογικές, με 137 συνολικά ποιήματα από τά οποία τά 68 στις θεματικές συλλογές και τά 69 στις χρονολογικές.

   Έκτοτε δηλαδή έχει υπάρξει και τό έχουμε στη διάθεσή μας τώρα ένα αρκετά μεγάλο μέλλον που μπορούμε να τό εξετάσουμε ως παρόν, και ίσως τώρα μπορούμε να αντιληφθούμε κάπως τί έχει πει για τό μέλλον ο Καβάφης.

   (…)

.

.

.

.

.

σημειώσεις :

1Αντρέας Μυλωνάς «κείμενα και σχόλια επισωρεύονται επί άλλων και όλα υπερασπίζονται τή διάρκεια ενός διαλόγου που από τήν έναρξή του μέχρι τίς μέρες μας φαίνεται να γίνεται αυτός η πρώτη ύλη»

2 Καβάφης Πεζά, «Ο Σακεσπήρος περί τής ζωής» 1891. Σε αγκύλες ό,τι έχω παραλείψει στην αρχή : «Εκτιμώ περισσότερον τάς παρατηρήσεις [τών μεγάλων ανδρών] παρά τά συμπεράσματά [των]. Οι [μεγαλοφυείς] νόες παρατηρούσι μετ’ ακριβείας και ασφαλείας»

3 Σαββίδης Εκδόσεις

4 Επιστολή Καβάφη προς Τέλλο Άγρα, 1927 (Σαββίδης Εκδόσεις)

5 Σαββίδης, Ποιήματα Α΄, Εκδόσεις, Καβαφικά Α΄. Επίσης : «Η Αλεξανδρινή Τέχνη είναι ένα περιοδικό πολύ φιλικόν εις εμέ, αλλά η διεύθυνσίς του είναι ολοτελώς εις χείρας τής Ρίκας Σεγκοπούλου και αποταθήτε παρακαλώ εις αυτήν για ό,τι βρίσκετε χρήζον αλλαγής ή συζητήσεως» (Καβάφης, Βαϊάνος, επιστολή 31η)

6 Τήν πληροφορία αυτήν ο Αλιθέρσης τή δίνει παραθέτοντας πρώτα τή δική του άποψη, παρεμβάλλοντάς την και συνδέοντάς την με τά λεχθέντα από τόν Καβάφη : Δε θα χωρίσω τά ποιήματά του σε ιστορικά, φιλοσοφικά κ’ ηδονιστικά. Ο Καβάφης είναι πάντα υποκειμενικός κι αναλλοίωτα ηδονιστής. Εξ άλλου ο ίδιος έλεγε για τήν ταξιθέτηση τούτη, που ο ίδιος τήν είχε βρη, για ν’ αποκρύπτει τήν ερωτική διάθεσή του, έλεγε πως είναι «συμβατική διάκρισις προς ευκολωτέραν κατανόησιν»

7 Λορεντζάτος, σ. 19–28. Στη συνέχεια, όμως, αλλού και πολύ μακριά καταλήγει

8 Καβάφης Τά Ποιήματα Α΄, και Σαββίδης Εκδόσεις

9 Τό μέλλον που έγινε παρόν μάς φέρνει κοντά στον Σολωμό, που κι αυτός δεν παύει να προσπαθεί να εξελίσσεται ώς τό τέλος. Μετά τή μελέτη τής Τσαντσάνογλου («Μία λανθάνουσα ποιητική σύνθεση τού Σολωμού», Ερμής 1982) μπορούμε να σκεφτούμε και μια άλλου είδους σχέση μεταξύ Σολωμού και Καβάφη, αυτή τής αναζήτησης μιας συνθετικής ενότητας τού έργου τους.

10 Οι ονομασίες «χρονολογικές» και «θεματικές» συλλογές, που τόσο συχνά θα αναφέρονται στη συνέχεια, οφείλονται στον Σαββίδη.

.

.

περιοδικό «σημειώσεις» τεύχος 78 δεκέμβριος 2013

.

.

.

.

.

.

Start a Blog at WordPress.com.