σημειωματαριο κηπων

1 Ιουνίου 2010

ινφάντες κι ιντιφάντες

  

όταν οι εβραίοι (μπορούν να) πατάνε πάνω στη φρίκη που έζησαν (ως άτομα) από τόν φασισμό για να μετατραπούν οι ίδιοι (σαν κράτος) σε φασίστες, τότε ο Λόγος (που θα ’λεγαν και οι φιλόσοφοι) τουλάχιστον αποσβολώνεται. Και δεν ισχύει ούτε καν αυτό που είπε κάποτε ο τέοντορ αντόρνο (από τούς στυλοβάτες μαζί με τόν χέρμπερτ μαρκούζε και τόν μαξ χορκχάϊμερ τής «κριτικής θεωρίας» με τήν οποία σάς απασχολώ στα τελευταία ποστ, και θα συνεχίσω… αλλά αυτή εδώ η παρένθεση μού επιβάλλεται, είναι  κατανοητό) ότι «μετά τό άουσβιτς δεν μπορεί να γραφτεί πια ποίηση» : είναι μάλλον αναγκασμένος να υποστηρίξει κανείς ότι – με όσα γίνονται εδώ και χρόνια στην παλαιστίνη – χάνει τά λόγια της και τραυλίζει και η ίδια η Ιστορία

(δεν ξέρω πόσοι και πόσες θυμούνται ότι η ελληνίδα συγγραφέας λιλή ζωγράφου που είχε γράψει κάποτε τό βιβλίο «μίκαελ – ποιος σαν τόν θεό» για τά βασανιστήρια τών εβραίων από τούς ναζί (ένα βιβλίο σπουδαίο για ένα παιδί που θα τό διάβαζε τότε, αν είχε μάλιστα διαβάσει πιο πριν και τόν «τελευταίο τών δικαίων» τού αντρέ σβαρτς-μπαρτ, που θα είχε σημαδέψει τελειωτικά τήν ψυχολογία του κάνοντάς το να ζει στον ύπνο του και στον ξύπνο του τήν φρίκη τών πάλαι ποτέ ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, με τήν μοναδική (παιδική – και έτσι αυτά συγχωρούνται) τότε αυταπάτη ως παρηγοριά, ότι επρόκειτο για τελειωτικά τελειωμένες φρίκες) αρνήθηκε η τίμια γυναίκα μετ’ επιτάσεως να τό επανεκδόσει με τόν ίδιο τίτλο αργότερα, όταν είχαν αρχίσει πια τά όργανα τής αναπάντεχης καινούργιας κτηνωδίας  στην παλαιστίνη – και τό βιβλίο σήμερα κυκλοφορεί με τό όνομα «οι εβραίοι κάποτε»)

διότι βέβαια : οι εβραίοι κάποτε δεν μπορεί (ως πραγματικότητα) να δικαιολογεί τούς εβραίους σήμερα (ή ποτέ)… η ιστορία τών ατόμων (και τών λαών) δεν είναι δυνατόν να χρησιμεύει ως δικαιολογία – αν θέλουμε να μιλάμε για Ιστορία κι όχι για (θλιβερά λειψή κιόλας) ψυχοθεραπεία αξιολύπητων ψυχασθενών που διακατέχονται από τήν απλούστερη  και συνηθέστερη μεν εξουσιομανία τήν οποία μπορούν όμως αυτοί να κρύβουν πίσω από συμπλέγματα περασμένων μεγαλείων που δηγώντας τα να κλαις : η ιστορία μπορεί να χρησιμέψει (αν ποτέ χρησιμέψει…) ως μνήμη συγκροτημένη και ανήλεη που θα ακονίσει τήν κριτική μας ικανότητα και τή λογική μας (αν μπορούμε να τήν έχουμε και να τήν διατηρούμε), δεν είναι όμως η ιστορία άσυλο κατά συρροήν  δολοφόνων – και δεν παρέχει η μνήμη κανένα συχωροχάρτι

δεν αισθάνομαι ότι μπορώ να πω τίποτ’ άλλο σήμερα. Παραθέτω έτσι απλώς ένα κείμενο σχετικό (αφιερωμένο στις νεκρές και στους νεκρούς – παλαιστίνιους και μη – άλλωστε είμαστε υποχρεωμένοι πια να είμαστε όλοι παλαιστίνιοι όπως κάποτε (θεωρούσαμε) (ακόμα και όσοι ζήσαμε κατόπιν εορτής) ότι είμασταν όλοι εβραίοι), που οι φίλοι τού περιοδικού «σημειώσεις» έκριναν άξιο προδημοσίευσης από ένα βιβλίο μου ανέκδοτο πριν κάτι μήνες – και προτιμώ να αφήσω αυτό να μιλήσει τώρα αντί για μένα

(και μη μού πείτε ότι γίνομαι μάντης κακών, γιατί δεν μπορώ άλλωστε κιόλας… η φρίκη είναι ένα βήμα μπροστά μας πάντοτε…)

     

vienne la nuit

           Σού φέρνει θλίψη να τελειώνει ένα βιβλίο ακόμα κι αν ξέρεις ότι πάντα ήξερες ότι δεν θα τό εκδόσεις ποτέ: Είναι ένα είδος φυγής ο αποχωρισμός σου από ένα πείραμα που στη διάρκειά του πέρασες τόσα και είδες εικόνες που δεν μπορούσαν να σέ κάνουν να γελάσεις πολύ, όμως άλλες φορές χαμογέλασες κιόλας με κάποιους – όμως πέρα, στην έξω ζωή, αυτή δηλαδή που συνεχιζότανε έξω όσο έγραφες, όλα ήταν μάλλον (συνέχεια) χειρότερα: Ας γυρίσω λοιπόν πάλι για λίγο στη γλώσσα που είναι ένα θέμα που μέ παρηγορεί έστω ελάχιστα:

           Ας ξαναγυρίσω λοιπόν σε μία σημείωση που κράτησα δηλαδή στην αρχή και στις μέρες που πέσανε τά αεροπλάνα και σκότωσαν τούς νεοϋορκέζους (κι αντί να τιθασσευτεί τότε τουλάχιστον ο (κάθε) πόλεμος ξεκίνησε και νέος γύρος με σκοπό να διαιωνιστούνε οι θάνατοι ευκαιρία περίφημη) και ξέσπασε έτσι η νέα (αυτή) ιντιφάντα, όπως πάντα τή λέγανε στα εδάφη τά κρίσιμα: Δυστυχισμένη ιστορία, ατέλειωτη: Κι όμως, είναι περίεργο, εμένα αυτή η τόσο τρομερή λέξη μού ’φερνε πάντα στο μυαλό κάτι ευχάριστο: Από τήν πρώτη φορά που τήν άκουσα (πριν χρόνια πολλά) ήμουνα μάλιστα σε διακοπές, είχε συμπέσει να είναι και καλοκαίρι, τό θυμόσαστε τότε, κι ήταν ακριβώς για όσους ξέρανε λίγο τά πράγματα που έμοιαζαν με τό μεσολόγγι αυτοί: Έτσι όπως είχαν κλειστεί πολιορκημένοι και προσηλωμένοι όλοι μέσα τους, και επαναλαμβανότανε πάλι η ίδια (αιώνια) ιστορία: τά μάτια όλων επάνω τους και οι άνθρωποι τρώγαν ποντίκια. Απεσταλμένοι από χώρες πολλές και κλεισμένοι εκειμέσα κι αυτοί, κάποτε λεγόντουσαν ιδεαλιστές ή φιλέλληνες: από τίς τηλεοράσεις τούς βλέπαμε δηλαδή κάθε μέρα, μάλλον κάθε απόγευμα μετά τήν ηλιοθεραπεία τό μπάνιο τή θάλασσα, χωριάτες τουρίστες ξένοι και ντόπιοι ερωτευμένοι κι ανέραστοι, όλοι μαζί καθισμένοι στα καφενεία με τούς καφέδες αποσβολωμένοι όλοι είχανε (τή μνήμη ή τήν επίγνωση) ότι όλα είχανε πάλι συμβεί και κοιτούσαν στην οθόνη τήν γυάλινη τά πρόσωπα που στέλνανε τώρα οι οπερατέρ, και μέσα σε όλα τά άλλα τά πρόσωπα σιωπηλά και τά πρόσωπα αυτών τών παιδιών: χλωμά και απορημένα βουβά και ανέγγιχτα: σαν μεσολόγγι ακριβώς: όλου τού κόσμου τά μάτια στραμμένα επάνω τους, με τήν ίδια ηρεμία ή ψυχρότητα σαν μεσολόγγι, όλοι (οι λογικοί) ήταν μαζί τους τό ίδιο κλίμα όπως με τούς φιλέλληνες (τρέχαν να παν να κλειστούν εκειμέσα και άλλοι πολλοί) (ήταν λίγοι που νοιάζονταν όχι για τά αρχαία και τίς ιστορίες αλλά θέλαν να πάνε με τούς κλεισμένους αυτοί) (που τρώγαν ποντίκια) και τό μάτι τώρα τού φωτογράφου να επιμένει (γενναία) να μεταφέρει, και μάτι και χέρι γενναίο που κινδυνεύει για να μεταφέρει, να γίνει τό μάτι σου: ζεις τήν πολιορκία από απόσταση, αλλά ακόμα κι αν δεν θέλεις τή ζεις. Έχεις δηλαδή τίς εικόνες που ακόμα κι αν εσύ δεν μπορείς, οι άλλοι τίς βλέπουνε: και τό ξέρεις αυτό και έτσι θα τίς δεις και μην βλέποντας.

           Γιατί τότε εμένα η λέξη ιντιφάντα μού φάνηκε απ’ τήν πρώτη στιγμή που τήν άκουσα περιέργως καλή και γλυκειά; Μ’ απασχολούσε τό ζήτημα δηλαδή για καιρό ώσπου (φέτος) κατάλαβα, μόλις έγινε η δεύτερη και τά είδα όλα πάλι ξανά: λες και με τήν επανάληψη ξεκαθάρισε η μνήμη (ή η λογική και η κρίση μου) και κατάλαβα πως, όπως ήμουν και έρμαιο τών ήχων μονίμως τήν είχα ενώσει απλώς στο μυαλό μου με τή λέξη ινφάντα: αυτό που πάνω απ’ όλα δηλαδή τότε είδα πως εμένα μέ θύμωσε ήταν τά κοριτσάκια: και γυναίκες και άντρες, φυσικά και παιδιά αλλά δεν υπήρχαν παιδιά: τά αγόρια ήτανε σαν απ’ τήν αρχή (τής ζωής τους ; ) άντρες όλα με απόφαση μέσα στο μάτι, πολεμούσαν κι αυτά (τί απόγνωση και τί μίσος εκείνο στο μάτι) κι έτσι πάνω απ’ όλα λοιπόν κοριτσάκια: μια μικρή ελισάβετ που δεν θα γινότανε να αφεθεί σαν τούς άντρες να πολεμήσει εκείνη ποτέ: με τή φρίκη λοιπόν τώρα τής θλίψης τής διπλής ήδη μέσα στο μάτι της, κι από τώρα με τό μαντηλάκι αυτό στο κεφάλι της μικρή τί μικρή, μια πριγκήπισσα τής ανισότητας μέσα στην ανισότητα που τούς σκέπαζε όλους, πόση θλίψη η μικρούλα στο μάτι απ’ τή φρίκη (μέσα κι όχι απλώς γύρω ή πάνω της) που τούς σκέπαζε όλους: Διότι εκείνες (οι άλλες) πριγκήπισσες (εκεινού τού ζωγράφου) (ντυμένες με τά πλούσια ισπανικά τους φορέματα) δεν στερήθηκαν (ούτε κι αυτές) σε επίγνωση μιας κάποιας θλίψης μολονότι (φυσικά) πλουσιότερες και (σχετικά) δυνατότερες θα μπορούσανε αυτές να ονειρεύονται – άχρηστα πράγματα (όπως τό ν’ αλλάξουν τό σπίτι τους με ένα σχέδιο ή να στείλουν τήν νταντά ή τή μάνα τους να κοιμηθεί στο ντουλάπι) – (αν τίς θύμωνε κάποια τους, με τή λίγη τους δύναμη πριν να αποδειχτούν και εκείνες παντελώς πια αδύναμες και αποδεχτούν τήν αδυναμία αυτή με θυμό ή με θλίψη (αλλά όπως και να ’χει αδύναμες τώρα μεγάλες κι αυτές)) (να ερωτεύονται άλλον να παντρεύονται άλλον να πεθαίνουνε όλοι από έρωτα κι από ζωή κι ο δον κάρλος κι αυτές και ο πόζα) όμως έτσι μικρές θα μπορούσαν τουλάχιστον μέσα στο σπίτι τους να κάνουνε σχέδια και ασφαλώς να ποζάρουνε και στον ζωγράφο ελαφρώς θυμωμένες: Ενώ αντίθετα τά κοριτσάκια που έβλεπα στην τηλεόραση μες στο κάδρο κι αυτό τό γυαλί δεν θυμώνανε καν με τήν μάνα τους γιατί ήταν εκεί κάθε μέρα στην αγκαλιά της (με τό μαντήλι κι οι δυό) ή στεκόντουσαν κρατημένα απ’ τή φούστα της και πλάϊ στα πόδια της (σκεπασμένα καλά, με τά δικά τους επίσης τά λιλιπούτεια ποδαράκια σκεπασμένα καλά (πώς να τρέξεις να πετάξεις πέτρες και να πολεμήσεις με τό φόρεμα να σέ μπερδεύει να μπλέκει στα πόδια σου – εκ γενετής επομένως ότι δεν είναι για πόλεμο, να τό μαθαίνουνε και να τό ξέρουνε και τά ρούχα και τά χέρια και τά πόδια αυτά)) και μάς κοιτούσαν κοιτώντας μονάχα τήν μαύρη απέναντι τή μηχανή που στερέωνε με τό πρόσωπό του στο δικό τους τό πρόσωπο ένας ξένος και άγνωστος: απορούσαν λοιπόν επομένως με τά μαύρα τά μάτια τους απορούσαν και αυτό μάς έλεγαν για τό μαύρο τό σύννεφο που τούς έπεσε στη δικιά τους ζωή – τόσο άχρηστο – χωρίς κούνια και χωρίς κρεβατάκι – μικρά και σοφά: κι όμως ίσως που δεν θα προλάβουνε να γίνουνε ούτε καν εφτά χρόνων: τί ποιητές και τί μουσικοί: τί ζωγράφοι και τί πεζογράφοι: ούτε καν εφτά χρόνων: Πού να τούς βρεις τώρα, σε ποιους τάφους και σε ποιες λογικές, σε ποιες πιθανότητες όταν δεν θα προλάβουν να γίνουνε ούτε καν εφτά χρόνων.

           Μού φαινόταν λοιπόν ότι η λέξη ιντιφάντα αυτές πάντα σήμαινε, κάτι σαν γλωσσικό και θρήνο και πένθος, επάνω σ’ αυτές, και μόνο επάνω τους, σ’ αυτές τίς πριγκήπισσες και τίς άγνωστες, τίς βασίλισσες τής καταστροφής στο πλινθόκτιστο σπίτι που τό βλέπανε πώς γκρεμιζότανε, ή τό περιμένανε και τό φοβόντουσαν και τό φανταζόντουσαν πως θα γκρεμιζότανε, πριν προλάβουνε καν να τό ζήσουν και να τό γνωρίσουνε κι όχι να κάνουνε και τά σχέδιά του και να τά δώσουν μετά στη μαμά, με αλλαγμένη ίσως τότε αδιόρατα τήν περίπλοκη εκείνου τού σπιτιού διαρρύθμιση και τό κρεβάτι αυτηνής από μία τρελλή τους κι ανόητη σαν ίσως έμπνευση μέσα στο κοίλωμα και τού βράχου και τού ντουλαπιού και τής μίας ντουλάπας με τόν μεσαιωνικό ουρανό σαν τό φέρετρο οι βασίλισσες τής καταστροφής και τού σκοταδιού και τού κρύου, τού νερόλακκου και τού ποντικιού, που κανείς δεν τίς ξέρει και θα μείνουν ατέλειωτα άγνωστες στον αιώνα που παίζει μαζί τους φριχτότερα κι ας περνάει τό πρόσωπό τους για μία στιγμή (αδιόρατη) από τόν φακό: επειδή θα πεθάνουν τήν άλλη στιγμή: κι όμως έτσι πανέμορφες και κοντές και μικρούλες αιώνια, αιώνια μικρές, αριστοκράτισσες τού χρόνου τού ανόητου ακόμα μικρές, με τά φαρδιά τους φορέματα να κρύβουν και τά πόδια τους και τά μαλλιά και να φεύγουν να στέλνουν τό βλέμμα τους από τά δικά τους ματαιωμένα ανάκτορα στα δικά μας ούτε καν μες στα σπίτια αλλά στην μηχανή, που κολλάει τό δικό της τό πρόσωπο στο δικό τους τό σπίτι και έτσι περνούν από τά δωμάτια και κοιτάζουνε και εξερευνούνε όχι εμένα αλλά τίς κούκλες που διέσωσα περιεργάζονται τά βιβλία που έσωσα ρίχνουν ματιές στο μηχάνημα άπληστα τής μουσικής και τραντάζονται θέλοντας η καθεμιά να χορέψει, και βλέπω πώς βλέπουν μ’ αυτά τά τεράστια μάτια ό,τι καν δεν τούς έλειψε γιατί δεν θα τό γνωρίσουν ποτέ, ό,τι καν δεν τούς κλέψανε γιατί δεν τό είχαν δεν τό έχουν και δεν θα τό έχουν ποτέ, μ’ αυτά τά τεράστια μάτια που δεν θα προλάβουν να γίνουν ούτε καν εφτά χρόνων και που δεν θα τόν έχουν τόν χρόνο να σκεφτούνε τό δέντρο τού χρόνου επειδή αυτές ζούνε κάτω του, επειδή αυτές ζούνε μέσα του εκεί, πριν τελειώσει για κείνες η νύχτα πριν τελειώσει για κείνες η ξαγρύπνια κι ο έρωτας, αξημέρωτες άϋπνες ατελείωτες αναπαλλοτροίωτες ινφάντες τού μέλλοντος.

(απόσπασμα από τό ανέκδοτο μυθιστόρημα «βιογραφίες αγνώστων», δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «σημειώσεις» τεύχος 70, δεκέμβριος 2009)

            

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: