σημειωματαριο κηπων

14 Μαΐου 2018

μαης του ’68 : αντορνο, μαρκουζε / φιλοσοφικα προηγουμενα και παρεπομενα

 

 

 

 

οταν ζεις κατι δεν εχεις ιδεα πότε το κατι συμβαινει οπως οταν εισαι ερωτευμενος δεν ξερεις τι ωρα ειναι – οι χρονολογιες ερχονται μετα θανατον – οπως και οι απλουστευσεις, και τα μεγαλα λογια (που παντα πανε παρεα : ο ερωτας δεν εχει μεγαλα λογια – βρισκεται αλλού) : το 1968 για την ελλαδα ητανε μια φριχτη χρονια, οπου ολα ειχαν σταματησει – ολα ειχαν μολις σταματησει – και τα νεα για τις «ταραχες στη γαλλια» εφταναν απο τις τελευταιες σελιδες των εφημεριδων, κι απο τα πιο μικρα μονόστηλα : αυτα βεβαια για οσους ητανε πολυ μικροι, κι απο τοσο καθωσπρεπει οικογενειες ωστε να αποκλειεται να ’χουνε «νεα απο πρωτο χερι» : τα δικα τους «νεα» θα τα φτιαχαν οι ιδιοι – και οσοι τα φτιαξανε – λιγο αργοτερα : να μεγαλωνανε λιγο ακομα : η ιστορια, ας το ξαναπουμε, δεν κραταει ρολοϊ, το ρολοϊ ειναι στα χερια των ιστορικων – και των καθυστερημενων : τα νεα λοιπον πήγαιναν μπρος–πισω ειχαν αρχισει πριν και συνεχιζοντουσαν μετα, με το μπερκλεϋ, την πραγα, το «γουντστοκ», τις «φραουλες και αιμα» και με τις διαδηλωσεις για το βιετναμ – τωρα διαβαζω (οταν πρωτοαρχισε το κλισε για τη «δεκαετια του ’60» με εκνευρισε, σαν να ’πρεπε να βαλω σε συρταρακια και κουτακια τη ζωη μου) οτι ο «μαης του ’68» αρχισε νωριτερα στη γερμανια παρα στη γαλλια, κρατησε περισσοτερο στην αγγλια, ητανε αλλιωτικος στην αμερικη – σαχλαμαρες : ολα τακτοποιουνται παντα μετα την πυρα, και παντα εχουνε εκεινη τη μυρωδια μικροψυχιας που κουβαλαει μαζι του και το παραμικροτερο αποκαΐδι αντικειμενικοτητας

ο θανατος τού αντορνο τοποθετημενος χρονικώς «μετά», αλλά ανηκοντας θεωρητικώς «μέσα» στη συγκρουση του με τους φοιτητες του στο πανεπιστημιο, τον καιρο των φοιτητικων εξεγερσεων σε βερολινο μπερκλεϋ και παρισι, ειναι κατα τη γνωμη μου ενα απο τα πιο τραγικα γεγονοτα στην ιστορια τής φιλοσοφιας. Οχι γιατι ενας φιλοσοφος επεσε θυμα των εχθρων του, αλλά γιατι επεσε θυμα ακριβως τών «οπαδων» του : αν μπορουν να θεωρηθουν «οπαδοι» μιας θεωριας που γεννησε συνθηματα οπως το «η φαντασια στην εξουσια» ανθρωποι που χαρακτηρίστηκαν, απολυτως ειρωνικα, μαλλον απο παντελη ελλειψη φαντασιας

θα μπορουσε να πει κανεις οτι ο αντορνο (αλλά, τηρουμένων τών αναλογιών, και ο χορκχάϊμερ, και ο μαρκουζε, για να πουμε τούς κυριοτερους τής σχολής) εζησαν μια μαλλον σπανια στιγμη στην ιστορια τής φιλοσοφιας, κατα την οποια αντι να ονειροπολουν για την αποδοχή τής σκέψης τους σε καποιο μακρινο μελλον, ειδαν εν ζωη τη θεωρία τους να «πραγματοποιειται» – ο αντορνο το ειπε ομως με τα δικα του λογια καπως πιο γλαφυρα : «δεν περιμενα ποτέ οτι θα θελαν οι ανθρωποι να πραγματοποιησουν τη σκεψη μου διαμέσου τών κοκτεϊλ μολότωφ»

χοντρικα, και για να μην μπω σε πολλες λεπτομερειες, ο αγαπημενος, τού χορκχάϊμερ, «τεντυ» αρνηθηκε να κατέβη στον δρομο (και «να πεταξει πετρες στα παράθυρα» τού δημοσιογραφικού συγκροτηματος που ειχε εκνευρισει το φοιτητικο κινημα στη γερμανια) (σε μια συνεντευξη του παντως εκεινον τον καιρο ειχε πει οτι δεν θα ’χε αντιρρηση για, τετοιες και αλλες, πραξεις βιας στην ελλαδα – που ειχε τοτε δικτατορια – εννοωντας οτι διαχωριζε βεβαιοτατα τις συνθηκες), και εξαυτού θεωρηθηκε προδοτης (ω τής θείας αφέλειας) προδοτης δηλαδη τής ίδιας του τής φιλοσοφίας, δηλαδη προδοτης τού εαυτου του

τού επεβληθη επι ποινη θανατου (εδω δυστυχως κυριολεκτουμε) λογοκρισια, στην αιθουσα του και στο μάθημά του στο πανεπιστημιο : τού επιτέθηκαν βιαιως λεκτικα, και βάλθηκαν προσφυως και κατι φοιτητριες να τον «προκαλεσουν» γυμνοστηθες (ουδεν καινον υπο τον ηλιον, και οι φεμεν ακομα εχουνε παρελθον) : (στην ιδια συνεντευξη αν θυμαμαι καλα, ο αντορνο δεν διστασε καθολου να δειξει μια ελαφρότατη πικρια ειδικα γι’ αυτο : «να το κανουν αυτο σε μενα, που εχω εκφρασει στη θεωρια μου αυτα κι αυτα για τον ερωτα …»)

τον γιουχαρουν ανηλεως και τον λυντσαρουν ηθικως

ο ανθρωπος συνεπως που, παρατριχα, εξαιτιας και τής σκεψης του, κοντεψε να γινει ψητος απο τους πατεραδες τους, κινδυνευει τωρα απο τα καλόπαιδά τους που γιναν, εξαιτιας ακριβως τής σκεψης του, άνθρωποι κι αυτοι τωρα και φιλοσοφουν. Ο αντορνο κατα τη γνωμη μου αρνειται ουσιαστικα να δει αυτην την πραγματικότητα με αταραξια (αν, ακομα και για τον επικουρο, θα μπορουσε πια κατι τετοιο να ηταν δυνατον). Αρνειται να δεχτει επιπλεον οτι τα καλομαθημενα αυτα μπορει να τον εχουν διαβασει και να τον εχουν καταλαβει. (Ως προς το δευτερο δεν θα ειχε αδικο)

εντουτοις, καταρχας, δεν τα θεωρουσε καλομαθημενα – ιδιαιτερα μετα τη δολοφονια τού φοιτητη μπένο όνεζοργκ απο την αστυνομια διατυπωσε ευθαρσως την αποψη οτι οι φοιτητες ηταν «οι νεοι εβραιοι» στη γερμανικη κοινωνια

αρνειται παντως να δεχτει λογοκρισια για 2η φορα στη ζωη του, στην ιδια τη χωρα του, στην οποια μολις εχει επιστρεψει, ευτυχης που ο φασισμος της εχει ηττηθει. Και οταν βρισκει τον αυταρχισμο μπροστα του υπο το θεωρητικο μαλιστα αλλοθι τής δικης του φιλοσοφιας, αντιδρα και τραγικα και διαλεκτικα ταυτοχρονως : διεκδικει τό δικαίωμά του «να μιλαει μολονοτι δεν γουσταρει να πεταει πετρες» και ζηταει (να προστατεψει το δικαιωμα του αυτο) το κρατος που διαδεχτηκε τον φασισμο ο οποιος τού ειχε αρνηθει το ιδιο δικαιωμα.

το πραγμα επιζηταει βεβαια μυθιστορηματικου μεγεθους διαπραγματευση : αναμεσα στους φοιτητες που καθονται αλαζονικα και κοροϊδευτικα στην καρεκλα του και δεν τον αφηνουν ν’ ανέβη στην εδρα του και να διδαξει, ειναι πρωην αγαπημενοι του φοιτητες. Το γεγονος πως «ο τεντυ» ζηταει απελπισμενα τη βοηθεια μιας (ομολογουμενως αμηχανης – εχουν τραγικη πλακα καποιες φωτογραφιες…) αστυνομιας κανει τον γυρο τού κοσμου σε επιχαίροντα σκανδαλοθηρικα εντυπα, που τασσονται τωρα με το μερος των φοιτητων που θελουν κατα τ’ άλλα να τούς σπασουν τα τζαμια…

κανείς πιστευω δεν περιμενε τη συνεχεια. Παιρνει αδεια και παει με τη γυναικα του διακοπες στην αγαπημενη τους ελβετια, εκει παθαινει ενα εμφραγμα, αλλά εννοει παρ’ ολ’ αυτα ν’ ανέβη ενα βουνο, παθαινει κι ενα δευτερο εμφραγμα, και τελος. Στην κηδεια φιλοι του δεν επιτρεπουν στους πρωην «αγαπημενους φοιτητες» που τωρα προσερχονται (προφανως κεραυνοβολημενοι – δεν ειναι ευκολο να αισθανεσαι δολοφονος – ) να περασουν στον χωρο της ταφής. Υπαρχει μια φωτογραφια με τον χορκχάϊμερ που βασταει κατι χαρτια (προφανως), και διπλα του την γκρέτελ (την γυναικα τού αντορνο στην οποια οφειλουμε εν πολλοις, μην το ξεχναμε, τη «διαλεκτικη τού διαφωτισμού» και γραφτα τού μπένγιαμιν, και η οποια θα επιχειρουσε να αυτοκτονησει αμεσως μετα αλλά ευτυχως (για μάς) θα επιζουσε, θα τακτοποιουσε πληθος γραφτα τού αντρα της και τού μπενγιαμιν επι 24 ακομα χρονια, και θα εφευγε τελειωτικα το ’93) να κατεβαινουν κατι σκαλια και να ριχνουν χωμα στον ταφο του. (Θα ’λεγα οτι ακριβολόγως και καίρια η κορδελα πανω στο φέρετρό του γραφει : «στον φιλοσοφο τής αρνητικης μουσικης μας»)

 

 

 

 

 

(η αλληλογραφια με τον μαρκουζε)

με τον μαρκουζε ο αντορνο αλληλογραφησε ειδικα για τα θεματα τών φοιτητικων εξεγερσεων (ο μαρκουζε την εποχη εκεινη ηταν στην καλιφορνια βρισκοταν στο επικεντρο τών «ταραχων» και υποστηριζε το φοιτητικο κινημα εμπρακτα, με κινδυνο αρκετες φορές και της ζωης του). Εξαυτου η αλληλογραφια τους εχει τεραστιο και φιλοσοφικο ενδιαφερον. Πρεπει κανείς να εχει υποψη του παντως οτι ο μαρκουζε ηταν μεγαλυτερος, ειχε διαφορετικες προσωπικες εμπειριες, ηξερε και απο οδοφραγματα (ειχε παρει μερος στην επανασταση τών σπαρτακιστων) και συνεπως η αντιληψη του ηταν (συνοπτικά θα ’λεγε κανεις) πως «και τα κοκτέϊλ μολότωφ» μπορουν να «πραγματοποιησουν τη φιλοσοφία» ενίοτε.

το τελευταιο γραμμα τού αντόρνο στον μαρκουζε πανω σ’ αυτη την υποθεση (η αλληλογραφια διαβαζεται σε λινκ στο τέλος τής αναρτησης, και ειναι στα αγγλικα) εχει ημερομηνια 6 αυγουστου 1969, και τελειωνει με μια υποσημειωση οτι δακτυλογραφηθηκε απο τη γραμματεα του – την ιδια μερα ο αντορνο θα παθαινε την τελικη καρδιακη προσβολη και συνεπως την ωρα που ο μαρκουζε διαβαζε το γραμμα, ο 66χρονος τεντυ πρεπει να ηταν ηδη νεκρος.

απο μια οντως λοιπον μυθιστορηματικη διαπραγματευση που εχει υπαρξει, ανεκδοτη – παραθετω εδω ενα μικρο τμημα – ως μικρο φορο τιμης – οχι στον μηνα μαϊο, και ολους τους αλλους μηνες (οπου παντα κατι συμβαινει) – αλλά στον φιλοσοφο τής αρνητικης μουσικης μας

 

 

 

 

(ο αντορνο στην κουζινα)

…δεν νομίζω λοιπόν ότι ζήσανε άλλοτε ποτέ φιλόσοφοι μεγαλύτερη απογοήτεψη απ’ αυτή : γιατί κι ο μπρούνο ακόμα πάνω εκεί στην πυρά με τά κόκκαλα τσακισμένα από τά βασανιστήρια θα μπορούσε (καθώς ούρλιαζε χωρίς να τό θέλει που καιγόταν αργά) θα μπορούσε να έχει εκεί τήν ελπίδα ότι τό μέλλον θα είναι δικό του : (κι ας αργεί και αυτό ακόμα πολύ : ) η μεγαλοφυία του δηλαδή πρέπει να τό ’ξερε κατά βάθος καλά ότι time was on his side και τό ότι οι άλλοι ήτανε out of time με όση δύναμη δηλαδή επί τού παρόντος κι αν είχανε, είμαι σίγουρη λοιπόν ότι ήξερε ο μπρούνο όταν καιγότανε πως τό μέλλον ήταν δικό του και ότι θα τόν αγαπήσουμε και θα τόν καταλάβουμε (κάποιοι) κάποτε πάρα πολύ : όμως τούτοι εδώ όντας με τόν φριχτότερο τρόπο δηλαδή γερμανοί, όντας δηλαδή, κι επιμένοντας να ’ναι, δηλαδή γερμανοί με τόν καλύτερο τρόπο σε μια εποχή που η ζωή τους θα ήταν μοναχά ασφαλής αν ήτανε με τόν χειρότερο, ζήσαν τήν τραγικότερη στιγμή τής φιλοσοφίας ολόκληρης :

δηλαδή τή στιγμή κατά τήν οποία βλέπεις τή σκέψη σου να γίνεται αποδεκτή μ’ έναν τρόπο που σού προκαλεί και σύγκρυο και φόβο και τρόμο και δέος : Και τότε είναι που είναι ακόμα πιο δύσκολο να διατηρήσεις τήν κριτική σου ματιά προς τά πράγματα και να πεις Στο μέλλον θα μέ καταλάβουν καλύτερα : Πώς να τό πεις όταν τό μέλλον έχει ήδη έρθει επί τού παρόντος ολόκληρου, και πώς να ελπίσεις ότι θα έρθει ένα άλλο μέλλον τότε επί (τούτου) τού μέλλοντος

– αν και ελπίζω ότι μπορεί να κατέφυγε σε αυτή τή σκέψη και εκείνος πριν να πεθάνει κι αυτός δηλαδή – αν και ο τρόπος που πέθανε (και τό ίδιο τό γεγονός ότι πέθανε, χωρίς βέβαια να τόν σκοτώσει τυπικά και κανείς) δείχνουνε άλλα : και τό μόνο που μού μένει εμένα να ελπίζω τώρα είναι να πάνε στην κόλαση αυτοί όλοι που τόν σκοτώσανε : να είναι τώρα σ’ αυτήν τήν ωραία τους κόλαση καθισμένοι απέναντι από τήν τηλεόραση, και με τίς παντόφλες τους – γιατί τόν σκοτώσαν, και είναι από κείνους τούς φόνους όπου δεν πέφτει ξύλο κι όπου όλα είναι αθώα και καθαρά και αγνά κι ασφαλή : κι αυτοί είναι οι χειρότεροι και οι πιο βρώμικοι φόνοι γιατί δεν λερώνεις ούτε τά χέρια σου ούτε τό πουκάμισό σου ούτε τά πόδια σου ούτε και τά παπούτσια ή τίς κάλτσες σου, αλλά μόνο τό στόμα σου και τή γλώσσα σου έχεις λερώσει, και τό μυαλό σου ολόκληρο, αλλά εκείνα δεν φαίνονται κι έτσι είσαι αθώος, κι όχι μόνο αθώος αλλά και οπαδός :

 

 

 

 

 

Τή φαντάζεσαι τότε τή θλίψη του ; (γύρισε και είπε ειδικά στη Μάχη κοιτώντας την : ) τή φαντάζομαι εκείνη τή θλίψη και παθαίνω κατάθλιψη, πρόσθεσε. Και παθαίνω κατάθλιψη πιο πολύ γιατί τρέμω τήν ιδέα που ξαφνικά μού καρφώθηκε, (όταν τό σκέφτηκα για πρώτη φορά τότε αυτό), ότι κατά πάσαν δηλαδή πιθανότητα (γιατί δεν φαντάζομαι ούτε κατά διάνοιαν ότι θα ’μουν εγώ η τυχερή κι η εξαίρεση – και αυτή είν’ η φρίκη μου) κατά πάσα δηλαδή πιθανότητα, εκειπέρα με τά κωλόπαιδα αν ήμουν κι εγώ, θα ’μουν ίσως κι εγώ τό ίδιο ηλίθια : μή σού πω ότι μπορεί να ’χα και τή βλακώδη ιδέα να ξεπροβάλω και η ίδια μπροστά του γυμνή : έχει μια βλακώδη φυσικά γοητεία όταν είσαι μικρή να τά βάζεις με όλους κι όποιον πάρει κατόπιν ο χάρος, δεν τούς δικαιολογώ δηλαδή αλλά σκέψου κι αυτούς : έπρεπε να δείξουν κάπου κι αυτοί ότι επαναστατούν δηλαδή, κι ότι ξέρουν τί κάνουνε, κι ότι είναι σκληροί, χωρίς να ’χουν συμπόνοια ή ευγνωμοσύνη καμμιά : έχετε προσέξει ότι (μέχρι τώρα) στην επανάσταση η κακία περνιέται για φοβερή καλοσύνη ; (είπε και σκούπισε τά χέρια της)

που όμως δήθεν δεν φαίνεται ; διότι εκεί υπάρχει δήθεν ας πούμε και ένα μυστήριο ; διότι έχουμε ανάγκη δήθεν κι εμείς από ένα μυστήριο ; είμαστε ακόμα πολύ μονοκόμματοι για να γίνουμε διαλεκτικοί θα περάσουν αιώνες παιδάκια μου, και ορίστε η φρίκη μας : είμαστε ακόμα πολύ μονοκόμματοι, και αυτό μέ τρομάζει : γιατί είμαστε ό,τι κι οι άλλοι ακόμα, και γινόμαστε ίσως μονάχα η φόδρα τους, και φαινόμαστε ίσως από τήν ανάποδη, και η φαντασία θ’ αργήσει να πέσει στο πιάτο μας και στα κεφάλια μας : και δεν βγάζω τόν εαυτό μου απέξω κι εγώ, είπε, (όπως βλέπετε) έχω υπάρξει ηλίθια κι εγώ, όμως έλεος πια, πιθανόν δηλαδή εγώ τότε αυτόν ειδικά και να τόν λυπόμουνα : αλλά δεν λυπάμαι πια σήμερα αυτούς, κι αυτό μόνο και μόνο γιατί δεν βγήκε ούτε ένας να ζητήσει συγνώμη, κι είναι όλα αυτά τά κωλόπαιδα κρυμμένα και προστατευμένα εκεί στο σπιτάκι τους και κοιτάνε φορώντας τίς καρώ παντόφλες τους τήν τηλεόραση κι όχι πλέον κωλόπαιδα πια αλλά σχεδόν και κωλόγεροι και με τίς καριέρες τους και δεν ξέρουνε τίποτα πια, δεν θυμώνται ή δεν ξέρουνε τίποτα για τόν φόνο αυτοί πια

διότι προσέξτε (είπε, και μάς κοίταξε τόσο καλά που για λίγο σταματήσαμε να πλένουμε πιάτα) αν ο νίτσε μες στην απελπισία του ξεφούρνισε (αν τό ξεφούρνισε κιόλας έτσι ακριβώς, διότι έχει γίνει τόσο διάσημο που εγώ τό συχαίνομαι) ότι εκείνο που δεν τόν σκοτώνει τόν δυναμώνει, έπεσε έξω και εκείνον νά που τόν σκότωσε : αυτό που δεν τόν σκότωσε, νά που τόν σκότωσε

όμως εκείνος ο μικρούλης ο τέντυ (όπως τόν λέγανε) (οι φίλοι του δηλαδή εννοώ) (μονάχα δηλαδή ο χορκχάϊμερ επιτρεπότανε, αλλά εκείνος μπορούσε μια κι ήτανε ο φίλος του και τόν αγαπούσε, να τόν αποκαλεί δημοσίως να πούμε δηλαδή έτσι), εκείνος ο τέντυ ούτε κατά διάνοιαν δεν σκοτώθηκε από τίς γυμνόστηθες, θα ’ταν ηλίθιο (πρόλαβε απλώς και είπε σε μια του συνέντευξη «δεν ντραπήκαν να τό κάνουν αυτό σε εμένα» φυσικά και τόν πείραξε, αφού θα τόν πείραζε κάθε τι βλακώδες αν ερχόταν στα μάτια του (ήταν και αριστοκράτης πολύ καταβάθος και η κακογουστιά ασφαλώς θα τόν πείραζε)) σκοτώθηκε όμως μόνο όταν τού απαγορέψαν ξανά να μιλάει : ποιανού ; αυτουνού : και ποιοι ; οι γιοι τών μπαμπάδων τους : εκεί ένιωσε τήν ανάγκη φυσικά να προστατευτεί (μέσω τών μπαμπάδων) απ’ τούς γιους τών μπαμπάδων

διότι όταν οι μπαμπάδες κι οι γιοι γίναν ίδιοι και τού απαγορεύαν δηλαδή να μιλάει κι οι δυο, πολύ λίγο τόν ένοιαζε αν οι μπαμπάδες ήταν δηλωμένοι εχθροί και οι γιοι δηλωμένοι οπαδοί : μες στην καρδιά του θα χτύπησε τότε (από απελπισία και θυμό) μια καμπάνα που θα είπε περίπου τά εξής :

ε, για σταθείτε λιγάκι, για μία στιγμή : μονά–ζυγά δικά σας εσείς συνεχώς θα τά έχετε ; και η χώρα αυτή θα είναι μόνο δικιά σας ακόμα ; κι εγώ θα ’μαι συνεχώς στο δικό σας τό έλεος ; κι αυτή δεν θα είναι ποτέ η δικιά μου η χώρα ; ούτε τώρα ακόμα ; επί μπαμπάδων σας εγώ στη σιωπή, και επί υμών ξανά στη σιωπή ; κι έτσι στράφηκε να προστατευτεί : από τούς μπαμπάδες ξανά : και δεν ήταν αστείο αυτό, ούτε αυτή τή φορά :

εγώ ναι, είμαι σίγουρη ότι αυτό που τόν θύμωσε δεν ήταν μόνο ο φασισμός αυτονών να τού πάρουν τήν αίθουσα και τή θέση του και να μην τόν αφήσουν να μιλήσει ούτε να κάνει τό μάθημα – που κι αυτό θα ’ταν λόγος δηλαδή αρκετός για έναν τέντυ που μόνο για κείνο τό μάθημα κινδύνεψε πριν από λίγα χρόνια από τούς μπαμπάδες τους να γίνει ψητός, και για έναν τέντυ εξαιτίας τού οποίου (εξαιτίας μ’ άλλα λόγια τής σκέψης του) οι γιοι τών μπαμπάδων είχαν τήν άνεση να ξυπνήσουν και να κάνουνε ότι διαφέρουνε από τούς μπαμπάδες τους τώρα αυτοί :

φυσικά όλ’ αυτά θα ’ταν λόγος πολύ αρκετός, αλλ’ αυτό που (πιστεύω εγώ) (είπε, κοιτώντας μια στιγμή τό ταβάνι) πιο πολύ τόν σακάτεψε τόν μικρούλη τόν τέντυ που ’χε πια μεγαλώσει και γεράσει και φυσικά κουραστεί ήταν κάτι που η καμπάνα αυτή στο αυτί τού ψιθύρισε μόνο (γιατί δεν τολμούσε αυτό να τό φωνάξει παρά μόνο στ’ αυτί) : γιατί μόνο εκείνο τόν πλήγωνε ίσως πολύ πιο πολύ : γιατί εκείνο τόν πλήγωσε δηλαδή, και στο τέλος, και στη μέση, και στην αρχή : τά κωλόπαιδα, τίποτα δεν καταλάβανε ! τά κωλόπαιδα, δεν είχαν έλεος ! τά κωλόπαιδα, σαν τούς μπαμπάδες τους, τό ίδιο ανήλεοι ήταν κι αυτοί ! (Γιατί φυσικά εκείνος δεν θα μπορούσε, δεν θα καταδεχόταν ποτέ να τό πει ούτε και στον εαυτό του τό επιχείρημα, που μπορούμε όμως και τό λέμε εμείς : η φαντασία τούς μάρανε ! η φαντασία στην εξουσία τού εαυτού τους τούς μάρανε)

διότι αλήθεια τί θα πει φαντασία ; (είπε) : τό ’χετε άραγε ποτέ σας σκεφτεί ; είναι άραγε αλήθεια η φαντασία τό αντίθετο μοναχά τής βλακείας και αυτό είναι μόνο ; (Φαντασία θα πει, είπε η άλλη, βγάζοντας τά χέρια από τίς τσέπες τού σακκακιού της και ξεκολλώντας από τό κούφωμα που ακουμπούσε τής πόρτας, να καταλάβεις ότι πεινάμε) (τό ξέρω, είπε πολύ βιαστικά και απότομα λίγο, αλλά προηγουμένως πεινούσαμε επίσης και δεν μάς λυπόσουνα ούτε εσύ)

λοιπόν, εν ολίγοις, πιο πολύ μ’ ενοχλήσαν εμένα οι φωτογραφίες από τήν κηδεία : η ερήμωση, η θλίψη τού άλλου που πήγε με τά χαρτιά του στο χέρι λες και κρατιόταν ακόμα από τά χαρτιά που τούς ένωναν, η ερήμωση τής γυναίκας που τού ’χε (λυσσώντας και προστατεύοντας περισσότερο αυτόν απ’ ό,τι τήν εαυτή της τήν ίδια) αφοσιωθεί, η ερήμωση εκείνων τών δυο δηλαδή πλάϊ–πλάϊ κατεβαίνοντας μετά τήν κηδεία, τά σκαλιά : κι ύστερα μια άλλη φωτογραφία με τήν ερημιά τού προαύλιου μακρυά απ’ τόν κόσμο πιο πέρα και πιο έξω από τό τοιχαλάκι όπου χωρίς να μπορούμε ν’ ακούμε δηλαδή τίς κουβέντες τίς βλέπουμε όμως, απειλητικά να αιωρούνται (και με πόση ένταση και σπαραγμό και μετάνοια αλλά τόσο αργά τώρα πια) από τούς φοιτητές τούς αγαπημενους και τούς οπαδούς : που επεδίωξαν να βρεθούνε στην τελετή (και που οι άλλοι βέβαια και καλά κάνανε, δεν τούς αφήσανε) :

 

 

 

 

πόσο θα ’θελα να ’ξερα τώρα πόσο τρέχουνε εκείνοι πια σήμερα (και που δεν έχουν κάνει ούτε ένα στο εκατομμύριο από ό,τι και κουράστηκε κι έκανε ή σκέφτηκε αυτός) πόσο τρέχουνε εκείνοι πια σήμερα να πετάνε πετρούλες σε διαδηλώσεις ή τίς βλέπουνε άραγε με τίς παντόφλες τους τυλιγμένοι αυτοί στις κουβέρτες τους από τήν τηλεόραση μες στα σπιτάκια τους ; με τ’ απαίσια έπιπλα κι αν τούς περνάει ποτέ, όπως είναι νεκροί ζωντανοί, από τό μυαλό :

«εγώ ο ασήμαντος ο αστός ήμουν κι εγώ μια φορά φοιτητής και μάλιστα σκότωσα έναν φιλόσοφο ; τί σπουδαίος που είμαι ; γιατί τόν ανάγκασα να κάνει ακριβώς εκείνα τά πράγματα που δεν τά ήθελε ; και να φέρει και τήν αστυνομία στο αμφιθέατρο για να μπορέσει να μάς μιλήσει ξανά ; κι από τή λύπη του ύστερα πήρε μια άδεια και ύστερα πήγε στο σπίτι και πέθανε ; κι επομένως εισήλθα κι εγώ στην αθανασία για μία φορά ; και στον κόσμο επίσης και τής επανάστασης, όχι με τή φαντασία μου βέβαια όπως νομίζαμε, αλλά με τή βλακεία μου σίγουρα για μία φορά ; τί σπουδαίος που είμαι ; και πόσο περήφανος που δεν έχω πάει δηλαδή να πνιγώ ;

και έχω ένα σπίτι και κάθομαι ; και είμαι στα χρόνια του και ίσως βλέπω τώρα πια τηλεόραση ; Ναι ίσως κάπου υπάρχουνε ακόμα ελάχιστοι που θα θέλανε να τόν έχουν για χρόνια ακόμα μερικά ζωντανό : Να τούς πει αυτονών αυτός κι άλλα : Ίσως να ’χε ακόμα να γράψει και άλλα : Εξαιτίας μου όλα αυτά όμως νά που δεν γίνανε : Είμαι πρόσωπο ιστορικό επομένως κι εγώ».

βιογραφίες αγνώστων»)

 

 

 

 

 

η λεζαντα της φωτογραφιας στον ευτυχη αστικο τυπο :

την περασμενη τριτη οι φοιτητες εμποδισαν, με συμβολικες τρυφεροτητες [ οι ευγενικες εφημεριδες εννοουν εδω οτι καποιες φοιτητριες τρεξαν να του «επιτεθουν» γυμνοστηθες ], τον «στοχαστη και καθοδηγητη φιλοσοφο» του αριστερου φοιτητικου κινηματος τεοντορ β. αντορνο, 65 χρονων, να μπει στο αμφιθεατρο VΙ του πανεπιστημιου της φραγκφουρτης προκειμενου να συνεχισει τις παραδοσεις τού μαθήματός του «εισαγωγη στη διαλεκτικη», αφου πρωτα σκόρπισαν στην αιθουσα φεϊγβολαν που εγραφαν «ο αντορνο ως θεσμος ειναι νεκρος».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

απο την τελευταια (στην κυριολεξια) αλληλογραφια αντορνο–μαρκουζε, της οποιας τον συνδεσμο  υποσχεθηκα στην αναρτηση, και η οποια θα αξιζε (ειρησθω εν παροδω) να μεταφραστει καποια στιγμη ολοκληρη – δεν θα ’ταν μεγαλο σε εκταση το βιβλιαρακι, αλλά σε σημασια θα ’ταν τεραστιο, οπως ειπα παραπανω ακομα και απο φιλοσοφικη σκοπια – (εδω οι αγγλοι παραθετουν την αλληλογραφια μεταφρασμενη απο τα γερμανικα) :

τα τελευταια λογια στο τελευταιο γραμμα του αντορνο προς τον μαρκουζε

(μπορειτε να προσεξετε – περα απο το (σπαρακτικο) «οπως σού ειπα χερμπερτ και στο τελευταιο γραμμα μου, πρεπει να ’χεις υποψη σου οτι ο τεντυ διανυει τα μαυρα του τα χάλια (θα στο επιβεβαιωσει και ο μαξ) : ώς τα μεσα του αυγουστου εσυ θα ’χεις ζησει την πληρη αναρρωση, και χαιρομαι γι’ αυτο, αλλά εγω δεν θα ’χω ζησει καμιά» – ριξτε μια ματια και στην τελευταια του αποστροφη για τον «κοκκινο ντανυ» – πόσο διορατικη θα ελεγα) :

… Herbert, I really cannot come to Zurich or Pontresina. As I indicated in my last letter, you really do have to reckon with a badly damaged Teddie, as Max will confirm. By the middle of August you will already have an ample convalescence behind you, and I am glad for you; but I will not have had mine. However, I think that this rather rationalized egoism is legitimate, and, happily, your sentence about the identity of the distance between Pontresina and Zermatt is reversible. And here, one has, as you well know, infinitely more calm and peace than in Engadin. After all, we came to meet you here. Do you find it so terrible here ever since? And you surely must agree that there is no doubt that we need to talk to each other?—I think that I told you already that I will be in Venice from the 5 to 9 September (Hotel Regina); and here until 27 August.

Warmest greetings, from Gretel and Inge as well.

Yours
Teddie

I have a few things to tell you about Danny–le–rouge: just slapstick comical stuff. That must really have been a loveliness of street battles with him involved. And in Frankfurt he still counts as one of the more humane. Quel monde!

Copied from a hand–written draft
With friendly greetings
(Hertha Georg, secretary)

 

 

 

 

 

σ’ αυτο το βιντεο βλεπετε το 2ο μερος μιας ταινιας
αφιερωμενης στον τεοντορ βιζενγκρουντ αντορνο,
απ’ οπου και τα στιγμιοτυπα που απομονωσα για
χαρη αυτης της αναρτησης

 

 

 

 

 

 

η πανω φωτογραφια ειναι φυσικα τού henri cartier–bresson : η σορβονη κατειλημμενη κατα την εξεγερση του μαΐου και του ιουνιου του 1968

 

 

 

 

8 Δεκεμβρίου 2015

χέρμπερτ μαρκούζε – ή η επανάσταση στον παράδεισο / τό βίντεο «herbert’s hippopotamus» και μια μεταγραφή του /

 

 

 

 

το περιφημο (τωρα πια) αυτο βιντεακι, διαρκειας κατι παραπανω απο μια ωρα, φιλοδοξησε με τα λιγοστα μεσα που ειχε τοτε στη διαθεση του ο σκηνοθετης του (φοιτητης ακομα) να εξερευνησει τη ζωη του χερμπερτ μαρκουζε στην καλιφορνια (ζωη επικινδυνη, απ’ την οποια δεν ελειψαν και οι απειλες για δολοφονια του (σε σημειο που οι φοιτητες ειχαν οργανωσει βάρδιες μερα–νυχτα γυρω απο το μικρο του σπιτι) – και δεν ελειψε καν ο (μετεπειτα παγκοσμιως δυστυχως γνωστος) ροναλντ ρηγκαν (τοτε κυβερνητης της καλιφορνιας) που του εκανε την τιμη να του επιτεθει προσωπικα (ειναι απολαυστικα τα αποσπασματα που δειχνουν εναν ρηγκαν ηπιως εξωφρενων και αποβλακωμενο, που δεν καταλαβαινει καν περι τινος ακριβως προκειται)

η ταινια εγινε το 1996 απo τoν paul alexander juutilainen και εξεταζει τη ζωη του μαρκουζε στο πανεπιστημιο τού σαν ντιεγκο, την κρισιμη (κυριως) διετια 1968–1969 : περιλαμβανονται σκηνες απο επικαιρα τής εποχης, συνεντευξεις, το ξεσαλωμα των εφημεριδων και του στρατου εναντιον του μαρκουζε (ωραιες σκηνες : μελη της «αμερικανικής λεγεωνας» να περιερχονται την πολη μαζευοντας υπογραφες για την απολυση του απο το πανεπιστημιο) – και συζητιεται επισης η συναντηση τοτε της κριτικης θεωριας με τα προβληματα του τριτου κοσμου, το φεμινιστικο κινημα, και το (σε μεγαλη εξαρση τοτε – δυστυχως μόνο τοτε –) αντιπολεμικο κινημα.

στη διαδικτυακη σελιδα τού χερμπερτ μαρκουζε, ο χαρολντ (εγγονος του απο την πρωτη του γυναικα (ο μαρκουζε παντρευτηκε τρεις φορες αλλά ειχε μόνο εναν γιο τον πέτερ απο τον πρωτο του γαμο με τη μαθηματικο sophie wertman που πεθανε το 1951)) ο οποίος την εφτιαξε και την επιμελειται, γραφει :

« εχω κανει μια περιληψη αυτης της ταινιας (που διαρκει μια ωρα και 9 λεπτα) ωστε αν θελετε μπορειτε να τη χρησιμοποιειτε σαν οδηγο, για το ποια κομματια να ξαναδειτε – και τη χωριζω σε 6 μερη ως εξης :

Ι – μαης τού ’68 – ο μαρκουζε γινεται ο συμβολικος ηγετης τών κινηματων διαμαρτυριας στον κοσμο

ΙΙ – ο χερμπερτ σαν ανθρωπος και σα δασκαλος

ΙΙΙ – οι προσπαθειες να τον απομονωσουν και να τον φοβισουν

IV – η χρηση βίας, η αποφαση να τον ξεφορτωθουν

V – η δικη της αντζελας (νταιηβις), και σχετικα με την κοινωνικη ανυπακοη

VI – η επομενη μερα, και η κληρονομια που μας αφησε »

(απο την αρχικη ταινια, στο βιντεο (αναφερει ο χαρολντ οτι) λειπουν λιγα λεπτα απ’ το τελος, εξαιτιας τεχνικων προβληματων)

εδω η σελιδα, με την εκτενη περιληψη – αν και η χρονομετρηση δεν συμπιπτει με αυτο που βλεπω εγω

 

…………………..

 

ειχα αποφασισει λοιπον να μεταφρασω καποια απ’ οσα περιλαμβανει ο λεπτομερης αυτος καταλογος περιεχομενων – αλλά οταν ξαναδα το βιντεο και εκανα μια συγκριση ειδα οτι δεν υπαρχει απολυτη αντιστοιχια μ’ αυτα που γραφει (ισως ο εγγονος μαρκουζε ειχε υποψη του καποια αλλη βερσιον (αναφερει, αν δειτε, αρκετες)) και ετσι παραθετω απλως μια γενικη επισκοπηση (μπορει βεβαια να καταφερω καποτε να το υποτιτλισω το βιντεο (τοτε δλδ που θ’ ανεβασω και κατι άλλα, δικης μου κοπής που τα εχω και περιμενουν))

 

……………………

 

καταρχην ομως ας κανω μια γενικη διακηρυξη αρχων : δεν πιστευω οτι ενας καλος φιλοσοφος γινεται καλυτερος αν συμμετεχει στους αγωνες στον δρομο, οπως δεν πιστευω κι οτι ενας που αγωνιζεται στους δρομους μετατρεπεται εξαυτου σε καλον (ή καθολου) φιλοσοφο – ο αντορνο, ας πουμε, αρνηθηκε να τρεξει στους δρομους (ειχε το σκεπτικο του – και το πληρωσε ακριβα (δλδ με τη ζωη του (τα ’χω πει καπου (και το λεω για οσες τα αγνοουν) – και εν παση περιπτωσει η αλληλογραφια μαρκουζε–αντορνο επι του θεματος ακριβως αυτου, υπαρχει ακομα, και αξιζει τον κοσμο να διαβαζεται – οχι για καναν άλλο λογο αλλά ακριβως επειδη τα επιχειρηματα και των δύο ειναι εξισου και πειστικα και χρησιμα)) αλλά ο αντορνο πεθανε με τραγικο τροπο, (ισως) επειδη οι φοιτητες του ειχαν καλομαθει με τον μαρκουζε να τρεχει – και μην ξεχναμε οτι ο τριτος (και γεννητορας) της παρεας μαξ χορκχαϊμερ ειχε διατυπωσει κατι πολυ καλο επ’ αυτου : « ποιος λεει οτι και η σκεψη δεν ειναι μια μορφη πραξης ; » – ακριβως. Με τον μαρκουζε εχουμε ομως μια εξαιρετικη κι ισως μοναδικη περιπτωση στη φιλοσοφια – ο μαρκουζε ειχε παρει μερος εξαλλου απο παλια, στα νιατα του, και στα οδοφραγματα της επαναστασης στη γερμανια – και αυτο δεν ειναι ουτε συγκρισιμο ουτε συνεκτιμαται, οταν μιλαμε για τη φιλοσοφια : ας το θεωρησουμε λοιπον απλως και ασυγκριτο, και ανεκτιμητο, και ας (τού) ειμαστε ευγνωμονες.

και μια που η κουβεντα γι’ αυτους τους δυο, ας προσθεσω και κατι (που δεν το ειδα στο βιντεο) : διαβαζοντας καποτε την «αλληλογραφια με τους γονεις» του αντορνο ειχα ανακαλυψει οτι ο ιπποποταμος ητανε αγαπημενο ζωο και για τον «τεντυ» – μαζι με την καμηλοπαρδαλη που αρεσε παρα πολυ στην «γκρετελ» – : ετσι οι συγγενειες φαινεται οτι (εξισου οπως και οι διαφορές) απλωνονταν μεγαλοθυμα αναμεσα στα μελη της κριτικης σχολης, και επεκτείνονταν αδιάκριτα μεχρι και τις μασκωτ τού καθενος

για οσους ενδιαφερονται, εδω ειναι το εξωφυλλο απο το βιβλιο, με εναν ιπποποταμο και μια καμηλοπαρδαλη, που σταλθηκαν (απο την αμερικη στους γονεις (του αντορνο)) υπο μορφην καρτας

 

………………………

 

[ και τωρα ακολουθει διπλοσεντονο – που, οσων τ’ αγγλικα ειναι καλυτερα απο τα δικα μου, δεν χρειαζεται να το διαβασουν – απ’ αυτους δεκτές ευχαριστως και διορθωσεις για λεξεις που τυχον μου ξεφυγανε ]

 

στην αρχη λοιπον ακουγεται διαμαρτυρόμενη η φωνη καποιου (αργοτερα αυτος ο καποιος θα εμφανιστει και δια ζωσης κι ετσι πληροφορουμαστε οτι ειναι αμερικανος λεγεωναριος) που κλαιγεται : «ειχαμε ταραχες στη ρωμη εμφανιστηκε ο μαρκουζε, γιναν μετα ταραχες στο παρισι, να ’σου κι ο μαρκουζε, γιναν φοιτητικες ταραχες στο βερολινο, να ’σου παλι κι ο μαρκουζε»

βλεπουμε την αντζελα νταιηβις να μιλαει λιγο για το γεγονος οτι ο μαρκουζε ηταν συνεχως παρων στο φοιτητικο κινημα

προβαλλονται σκηνες απο το παρισι τού ’68

ο καναδος φιλοσοφος andrew feenberg (που ειχε υπαρξει μαθητης του μαρκουζε) σχολιαζει πως ο μαρκουζε ειχε θεωρηθει ηθικος αυτουργος για τις ταραχες και βλεπουμε φωτογραφιες αρθρων με τιτλους που τον χαρακτηριζουν «ειδωλο των εξεγερμενων φοιτητων»
«υπηρξαν εφημεριδες που γραψανε οτι οι ταραχες ξεκινησανε εξαιτιας του βιβλιου “ο μονοδιαστατος ανθρωπος”»

ο μαρκουζε βιντεσκοπημενος σε συνεντευξη : «πιστευω οτι φταιει ακριβως η κοινωνια της αφθονιας για το γεγονος οτι βλεπουμε να υπαρχει αυτη η τρομαχτικη αισθηση δυσφοριας»

ο καθηγητης λογοτεχνιας fredric jameson θυμιζει οτι ο μαρκουζε συνομιλουσε με ανθρωπους της αμερικανικης κοινωνιας που θεωρουνταν επικινδυνοι, οπως τον h. rap brown (μαυρο ακτιβιστη και προεδρο τοτε της «συντονιστικης επιτροπης των φοιτητων για τη μη–βία» (και εν συνεχεια και επ’ ολιγον συνεργατη των μαυρων πανθηρων)) που ειχε πει το διαβοητο οτι «η βία ειναι τοσο αμερικάνικο προϊον οσο και η μηλοπιττα» και με κατι τετοια οι αμερικάνικες εφημεριδες ξεσαλωσαν πως «ο μαρκουζε καλει σε γενικη κατεδαφιση της αμερικανικης κοινωνιας»

μεσολαβουν αποσπασματα συνεντευξεων με τον τοτε πρυτανη της σχολης william mcGill, που θα μπλεκοταν χωρις να το θελει ο κακομοιρης με την υποθεση του μαρκουζε στο πανεπιστημιο

και βλεπουμε κεινον τον βετερανο της αμερικανικης λεγεωνας να κλαψουριζει οτι οπου γινεται ταραχη ή εξεγερση παγκοσμιως «νασου κι ο μαρκουζε» – η οργανωση των βετερανων κατοπιν αυτου αναλαμβανει την πρωτοβουλια να μαζεψει υπογραφες για την απομακρυνση του απο το πανεπιστημιο

ο πρυτανης αποκαλυπτει οτι η οργανωση των βετερανων (που ειχε μεγαλη δραση επι μακαρθισμου) τού εστειλε γραμμα προσφεροντας του 20 χιλιαδες δολλαρια για να αγορασει το συμβολαιο του μαρκουζε με τη σχολη ( : «μα δεν μπορεις να αγορασεις το συμβολαιο ενος καθηγητη… ουτε με επαγγελματιες ποδοσφαιστες δεν γινονται τετοια πραματα… και το πανεπιστημιο ειναι πιο σοβαρος χωρος στην κοινωνια…») – το θεμα περναει στις εφημεριδες

συζητησεις με τον συγγραφεα reinhard lettau, για τον μαρκουζε στην ευρωπη, τις διαφορές της ζωης στην αμερικη, μικρη ιστορια τού σαν ντιεγκο – συζητησεις με παλιους φοιτητες του

φραση του μαρκουζε απο το 1967 : «η εκπαιδευση σημερα οφειλει να ασχολειται και με το μυαλο και με το σωμα, να ενδιαφερεται και για τη λογικη και για τη φαντασια, να ικανοποιει τις αναγκες τοσο της νοησης οσο και των ενστικτων»

σκηνες απο διαλεξη τής αντζελας νταιηβις το 1991 στο χαρβαρντ σχετικα με την καταληψη τού γραφειου τού πρυτανη, ως διαμαρτυρια για τις δυσκολιες που συναντουσαν στη δημιουργια τού «κολλεγιου λουμούμπα / ζαπάτα» που σχεδίαζαν να φτιαξουν : «– Ηταν κι ο μαρκουζε κει ; – Φυσικα ! Ηταν ο πρωτος που ηρθε (στην καταληψη)» λεει η νταιηβις

στη διαρκεια της καταληψης εσπασε μια πορτα

αφηγειται ο πρυτανης mcGill : «ελαβα μια ωραια ημερα ενα γραμμα με μια επιταγη ανωνυμη, οπου καποιος πληρωνε για την αντικατασταση της σπασμενης πορτας»

αφηγηση πρωην φοιτητων του ( : του καθηγητη, πλεον, λογοτεχνιας carlos blanco και της γυναικας του iris) οτι τα λεφτα για την αποκατασταση της πορτας τα εβαλε ο μαρκουζε – συνεχιζουν αφηγουμενοι για τις διδακτικες πρακτικες του : «πρεπει να κανουμε σημερα πλατωνα – ναι να κανουμε πλατωνα – πρεπει ομως να διαβασουμε και τον φανόν –»

ο πρωην φοιτητης του peter zelin μιλαει για την αγαπη του μαρκουζε για τους ιπποποταμους – πρεπει να ’χε στο γραφειο του καμια τριανταρια πηλινα και πορσελανινα ιπποποταμακια, με διαφορα χρωματα και στασεις – «περιεργο ζωο» ελεγε, «εχει τον παραλογισμο ενσωματωμενο πανω του» – ελεγε επισης οτι ενσαρκωνει τις δυνατοτητες της ανθρωπινης φαντασιας : σε σχεση μαλιστα με το περιρρεον τοτε συνθημα τού γαλλικου μαη «αναζητειστε το αδυνατο» ο μαρκουζε ελεγε οτι ο ιπποποταμος ηταν η ζωντανη ενσαρκωση τού αδύνατου. Κι ελεγε επισης οτι οπως ο ιπποποταμος ενωνει την ξηρα με τη θαλασσα, επικοινωνοντας και με τα δυο, ετσι και το πανεπιστημιο επρεπε να ενωνει τον μεσα με τον εξω κοσμο, διαχεοντας τη γνωση.

ο πρωην φοιτητης του barry shapiro δειχνει το γραφειο τού μαρκουζε και τη θεα απο κει προς την υπολοιπη πανεπιστημιουπολη οπου γινονταν οι καθιστικες διαμαρτυριες εναντια στον πολεμο του βιετναμ, και θυμαται να βλεπει τον καθηγητη του κατω στο campus αυτο να μιλαει για τον πολεμο ( : «θελουν να μας κανουν συνεργους τους, σκοτωνουνε στο ονομα μας») (στο ενδιαμεσο βλεπουμε αστραπιαια τον μαρκουζε με την ντουντουκα να μιλαει στο campus)

σκηνες απο φοιτητικες διαδηλωσεις

ο μαρκουζε απανταει στον δρομο σε δημοσιογραφο που τον ρωταει αν οι ταραχες στο πανεπιστημιο βλαπτουν την εκπαιδευτικη κοινοτητα : «βία ασφαλως και δεν ασκουν οι φοιτητες, βία ασκουν οι νομοι που εναντιωνονται σ’ αυτα που προσπαθουν να προστατεψουν οι φοιτητες» «και αν αυτες οι, καταστρεπτικες δραστηριοτητες οπως λετε, εχουν σκοπο να σταματησουν τον πολεμο ειναι απολυτα δικαιωμενες.»

φοιτητης αυτοπυρπολειται διαμαρτυρομενος για τον πολεμο του βιετναμ

κι αλλες φοιτητικες διαδηλωσεις

ο ροναλντ ρηγκαν (κυβερνητης της καλιφορνιας) στελνει τον στρατο στο πανεπιστημιο (ο πρυτανης λεει : «φαινοταν ενας μοντερνος ανθρωπος, αλλά μου ’κανε εντυπωση που δεν ειχε καταλαβει τιποτα απ’ ο,τι συνεβαινε»)

ο ρηγκαν δινει συνεντευξη στο μπερκλεϋ – λεει στους φοιτητες οτι το πανεπιστημιο ειναι ιδιωτικη περιουσια. Ενας καθηγητης του λεει «πρεπει ν’ ακουσουμε ομως τούς φοιτητες». Ο ρηγκαν αποχωρει απο την αιθουσα.

ο πρυτανης αφηγειτα πως ο ρηγκαν του ειχε πει : «τούς ξερω καλα ολους αυτους τούς κουμουνιστες απο τοτε που ημουνα στο χολυγουντ» : «δεν καταλαβαινουν αυτοι παρα μόνο τη βία – ε, βία θα τούς δωσω κι εγω»

ο ρηγκαν στη συνεντευξη : «να διαπραγματευτω ; για τι πραγμα ; τι εννοεις να διαπραγματευτω ; »

ο shapiro για τον μαρκουζε και για την παντελη ελλειψη σεβασμου που τού εδειξε ο ρηγκαν («στο κατω–κατω ηταν μια προσωπικοτητα με διεθνες κυρος και δεν ηταν καν κομμουνιστης»)

η συνεντευξη του σπιρο αγκνιου στην τηλεοραση : «εχουμε εναν εξτρεμιστη καθηγητη που δηλητηριαζει στην κυριολεξια, εχει δηλητηριασει πολλα νεανικα μυαλα με μπουρδες», και : «οι νεοι να μαθαινουν να ’ναι παραγωγικοι ανθρωποι κι οχι να καθονται και να εξεταζουν τα κινητρα της ανθρωπινης υπαρξης.»

οι απειλες για τη ζωη του (αποκομματα εφημεριδων) – ο shapiro αφηγειται πώς οργάνωναν βάρδιες για να τον φυλανε στο σπιτι του – γιατι ηταν η εποχη της δολοφονιας τού malcolm x (τον απριλιο τού ’68) και τού ρομπερτ κεννεντυ (τον ιουνιο τού ’68) – και τον ιουλιο άρχισαν οι απειλες κατα της ζωης τού μαρκουζε

σκηνες επικαιρων απο τις δολοφονιες –

ο μαρκουζε φευγει απ’ το σαν ντιεγκο και μενει καπου στην κεντρικη καλιφορνια

μικρη αναδρομη στη σχολη της φραγκφουρτης – επισκεψη τού σκηνοθετη στο «ινστιτουτο κοινωνικων ερευνων» – τα διαβατηρια του μαρκουζε : το γερμανικο, το αμερικανικο, το διαβατηριο του εξόριστου και του μεταναστη

πισω στην αμερικη / τα απειλητικα σημειωματα : «στον αναρχικο αθεο δολοφονο που τον πληρωνει ο λαος της καλιφορνιας» «ο χιτλερ τελικα ειχε δικιο, ο χερμπερτ να ξεκουμπιστει στη ρωσια…» γραμμα απο την κου–κλουξ–κλαν : «βρωμερο γουρουνι κουμουνιστη» «σου μειναν 72 ωρες, ερχομαι να σε σκοτωσω» «ο μαρκουζε δινει στους νεους ναρκωτικα – σεξ εξεγερση και μαρξιστικη ιδεολογια»

η τελευταια σελιδα απο τον «μονοδιαστατο ανθρωπο», οπου το βιβλιο κλεινει με τη φραση τού μπενγιαμιν : «μόνο για λογαριασμο εκεινων που δεν εχουν καμια ελπιδα, ειναι που μια ελπιδα μας εχει δοθει.»

για τον μπενγιαμιν και την αυτοκτονια του

συντομο πλανο του μαρκουζε απο ψηλα και πισω, να μιλαει με φοιτητες

η αντζελα νταιηβις για την αδελφη της, φάνια, που ηταν επισης μαθητρια τού μαρκουζε και χτυπηθηκε απο την αστυνομια και μετα τη συλλαβανε κιολας – ο ο μαρκουζε εδωσε την εγγυηση για να βγει η φανια απο τη φυλακη

βιντεοσκοπημενη συνεντευξη τού μαρκουζε : «δεν μ’ αρεσουν οι φτηνες ψυχολογικες ερμηνειες που δεν εχουν καμια εφαρμογη στην περιπτωση τού φοιτητικου κινηματος» (ο δημοσιογραφος τού ειχε πει οτι πιθανως οι φοιτητες να ξεδινουν ψυχολογικα μεσω των διαδηλωσεων) : «η λογικη αυτη αγνοει και περιφρονει και τα κινητρα και τους σκοπους τών εξεγερμενων : και υπαρχει μια τεραστια διαφορα απο την αμυντικη ώς την επιθετικη βία» (σκηνες απο ειρηνικες αντιπολεμικες εκδηλωσεις στο πανεπιστημιο) : «οι φοιτητες ειναι απολυτως ειρηνικοι, τραγουδανε μπητλς, αυτο δεν ειναι βία (συνεχιζει ο μαρκουζε), ειναι αντιδραση στη βια, ειναι αντι–βία» (χαμογελαει) / –Δηλαδη η αντι–βια κατ’ εσας ειναι οκεϋ, επιμενει ο δημοσιογραφος / Μαρκουζε (παντα χαμογελωντας : δεν ειναι το ζητημα αν ειναι ή δεν ειναι οκεϋ, το προβλημα ειναι αν, και πότε, ειναι απαραιτητη. Απαραιτητη για να διατηρησεις τη ζωη σου ζωντανη, και αυτα τα οποια πιστευεις.» (Ολη η συζητηση αυτη απο το 35.16΄ ώς το 39.00΄)

αποφαση των φοιτητων για απολυτως σιωπηλη διαδηλωση κατα του ρηγκαν, με αφορμη την αποφαση να στρατολογει η cia πρακτορες απο τους φοιτητες (σκηνες απο επικαιρα της εποχης : ο ρηγκαν λεει στον δημοσιογραφο «δεν θα με πειραζε αν οι φοιτητες καταλαβαίναν τι γινεται, αλλά δεν εχουν ιδεα» «εδωπερα εξελισσεται συνωμοσια για την καταστροφη του πανεπιστημίου»)

44.55΄ : (24 οκτωβριου 1969) λογος τού μαρκουζε στους φοιτητες : «πιστευω οτι ο αγωνας τωρα μολις ξεκιναει ν’ αρχιζει – ο αγωνας εναντιον ολων εκεινων, και τού καθενα, που θελει να μετατρεψει το αμερικανικο πανεπιστημιο σε σχολη εκπαιδευσεως για να πειστει η κοινωνια να τεθει στην υπηρεσια της ασφάλειας των πλουσίων και της ευημερίας των πλουσίων – μεσα απ’ την καταπιεση και την υποδουλωση ολόκληρου του λαου»

η αντζελα νταιηβις, που μιλησε επισης την ιδια μερα στη συγκεντρωση μετα τον μαρκουζε, περιγραφει πώς, ενω ο ιδιος δεν συμφωνουσε καθολου με την αποφαση της να γραφτει στο κομμουνιστικο κομμα, δεν αλλαξε σε τιποτα τη σταση του απεναντι της, και την υποστηριξη που της προσφερε

(δικη της αντζελα νταιηβις και διαδηλωσεις)

απ’ την αλλη μερια ολοι ενωμενοι κατα του μαρκουζε – η αμερικανικη λεγεωνα, ο πάπας, η πραβδα, ο άγκνιου, ο ρηγκαν – ολοι εξω φρενων με τον «διαφθορεα της νεολαιας»

(μαγνητοσκοπημενες σκηνες του μαρκουζε στο αμφιθεατρο)

ο πρυτανης πρεπει ν’ αποφασισει τι θα κανει με τον μαρκουζε – ανακοινωνει οτι αποφασισε να τον ξαναπροσλαβει για το ’69–’70 (ηθελε λεει να του δωσει συνταξη αλλά «χωρις να τον προσβαλει») και ανακοινωνει οτι ολοι οι μεγαλης ηλικιας καθηγητες πρεπει να φευγουν για να δινουν τοπο στους νεους – ισχυριζεται οτι αλλωστε ο μαρκουζε πεθανε μετα απο 3–4 χρονια (ο σκηνοθετης juutilainen διευκρινιζει οτι στην πραγματικοτητα ο μαρκουζε, που ητανε τοτε 70, εζησε άλλα δεκα χρονια.)

μαγνητοφωνημενη η φωνη του μαρκουζε, σε συνεντευξη στο ραδιοφωνο : «δεν ηταν ο ζητημα αν θα με ξαναπροσλαβει ο πρυτανης, το ζητημα ητανε οτι πιστευω πως δεν εχω τελειωσει ακομα τη δουλεια μου, κι οτι εχω ακομα κατι να διδαξω παρ’ ολη τη βιολογικη μου ηλικια.»

 

 

(οπως ειπα, το βιντεο τελειωνει πριν την κανονικη ολοκληρωση τής ταινιας – απο τα περιεχομενα τού χαρολντ μαρκουζε στη σελιδα που ανεφερα στην αρχη, μεταφερω εδω μια ιδεα για ο,τι επακολουθησε στο μερος που χασαμε :

ο macGill γινεται προεδρος του πανεπιστημιου κολουμπια
ο ρηγκαν επανεκλεγεται κυβερνητης της καλιφορνιας
ο μαρκουζε σε συνεντευξη στην τηλεοραση λεει οτι ποτε δεν θεωρησε τον εαυτο του «πατερα» της νεας αριστερας
και απορει αν τον καταλαβαινουν καλα
πεθαινει πριν δει τον ρηγκαν να γινεται προεδρος της αμερικης

ακουγεται τελος η φραση του :
«καθε εκπραγματισμος ειναι μιας μορφης αμνησία – η μνημη αντιθετα τροφοδοτει τον ποθο να απαλειφθει ο πονος και να παγιωθει η ηδονη.»)

 

 

 

πρωτη δημοσιεψη : facebook ( : εδω δλδ ακολουθειται η αντίστροφη απο τα ειωθοτα πορεια – αλλά καθως προσωπικα στη σελιδα μου στο φ.μπ. ανεβαζω και μεγαλυτερα κειμενα – μερικα απ’ αυτα πιστευω οτι πρεπει να τα μεταφερω και εδώ.)

 

εδω πληροφοριες για τον φιλλανδο–δανο σκηνοθετη paul alexander juutilainen που γι’ αυτο το ντοκυμαντερ (την πρωτη του εξαλλου δουλεια, οσο ηταν ακομα φοιτητης) κερδισε καμια εικοσαρια βραβεια παγκοσμιως, συμπεριλαμβανομενου ενος emmy και μιας διακρισης το ’98 στις καννες

 

 

 

 

 

 

 

 

1 Απριλίου 2014

καθρέφτης στο νερό : μια σημείωση για τόν νάρκισσο

 

 

 

με αφορμή ένα περασμένο σχόλιο (δηλαδή μια υπόσχεση στη ρενάτα) θα εκθέσω εδώ μερικές γενικές περιρρέουσες αντιπαθείς νεφελώδεις και εντελώς προσωπικές απόψεις για ένα θέμα τής ψυχανάλυσης που μέ απασχολεί από παλιά (πολύ παλιά) και παρόλ’ αυτά δεν βρήκα ποτέ τόν χρόνο να τό θίξω εδωπέρα (κάποιες νύξεις του υπάρχουν μόνο στην λολίτα) :

να πω αρχικά (και πάλι) ότι διαφωνώ οριζοντίως καθέτως πλαγίως βουστροφηδόν και περιδιαγραμμάτου για ορισμένες ορολογίες που ο φρόϋντ εισήγαγε στην ψυχανάλυση από τήν ελληνική αρχαιότητα, και οι οποίες στη συνέχεια πήραν τή θέση κλισέ – κακοχωνεμένων κιόλας [ εν παρενθέσει : πιστεύω πως όλο αυτό οφείλεται στο ότι ο φρόϋντ δεν ήξερε καλά τήν ελληνική γραμματολογία, άλλωστε δεν διάβαζε ελληνικά και μάλλον δεν διάβαζε ούτε λατινικά, οι γνώσεις του ήταν μέσω τών γερμανικών – πράγμα πολύ επικίνδυνο, καθώς δεν μπόρεσε έτσι να ξεπεράσει (από μια άποψη δεν μπόρεσε και να υποπτευθεί) τήν εξιδανικευτική, ρωμαϊκής καταγωγής, ευρέως δυτικοευρωπαϊκή, οπτική τού μετέπειτα μονοθεϊστικού και χριστιανικού κόσμου (ημών συμπεριλαμβανομένων) για τά ελληνικά πράγματα τής αρχαιότητας – οπτική δηλαδή η οποία πολύ μικρή σχέση έχει με τά ελληνικά πράγματα τής κλασικής (και τής προκλασικής) αρχαιότητας – (αλλά αυτό είναι μια άλλη, πολύ φαρδειά και πλατειά, συζήτηση) ] :

ας ξεκινήσω λοιπόν (εισαγωγικά, δεν είν’ αυτό τό θέμα μου) με τό πιο εύκολο, τόν οιδίποδα : επειδή τό «οιδιπόδειο σύμπλεγμα» όντας ένας από τούς δύο βασικούς πυλώνες τής σκέψης του (τού φρόϋντ) (ο άλλος είναι ο ερωτισμός τών παιδιών) έχει καθιερωθεί σαν τό κατεξοχήν αντρικό σύμπλεγμα : έτσι όμως συσκοτίζεται τό γεγονός πως, αν πρόκειται να βρούμε οπωσδήποτε κάποιο σύμπλεγμα με βάση τή σκέψη τού σοφοκλή, θα ’πρεπε μάλλον να προσανατολιστούμε προς ένα σύμπλεγμα καθαρά γυναικείο και να τό ονομάσουμε συνεπώς και ιοκάστειο, διότι ο οιδίποδας ο κακομοίρης δεν έχει ιδέα (σ’ όλη τή διάρκεια τής τραγωδίας) για τό τί κάνει, και ούτε επεδίωξε ποτέ να γαμήσει τή μάνα του : αντιθέτως, η ιοκάστη ξέρει πολύ καλά, από μια στιγμή και μετά τουλάχιστον, τί γίνεται και τί κάνει – και κατά πάσα πιθανότητα κιόλας τήν έχει καταβρεί, και τής αρέσει : αυτό που φοβάται είναι μόνο η αποκάλυψη, γιατί ξέρει ότι δεν θα τό αντέξει (ούτε και θα τό συχωρέσει) ο γιος της αλλά και όλοι οι άλλοι : εξού και (όποιος διαβάσει τόν οιδίποδα τύραννο τό βλέπει σαφώς) προσπαθεί να αποτρέψει τή λύση τού αινίγματος, με διάφορες δήθεν άγνοιες κολπάκια και τρικλοποδιές – και κάποια στιγμή προβλέποντας τί μπορεί να συμβεί αν η διαδικασία διαλεύκανσης τού εγκλήματος βαδίσει κανονικά προς τή λύση και τό τέλος, λέει στο γιο της : Καλά, μην κάνεις έτσι, και ποιο αγόρι δεν ονειρεύτηκε κάποια στιγμή ότι πηδάει τή μάνα του… (για τήν ακρίβεια σὺ δ᾽ εἰς τὰ μητρὸς μὴ φοβοῦ νυμφεύματα : πολλοὶ γὰρ ἤδη κἀν ὀνείρασιν βροτῶν μητρὶ ξυνηυνάσθησαν)

 

ο φρόϋντ παιδί

 

αυτά εισαγωγικά : ας πάμε στο ακόμα πιο αντιπαθητικό τώρα θέμα, τόν νάρκισσο :

όταν πρωτομελέτησα τή μυθολογία, πριν από αρκετά χρόνια, κυρίως μέσω τού όμηρου και τού απολλόδωρου, τά ’χασα με τό πόσο οργανωμένη είναι : αυτό οφείλεται, έχω καταλήξει, στο ποσό τού χρόνου που τή στηρίζει ώσπου να παγιωθεί ( : γραφές επί γραφών, παραδόσεις επί παραδόσεων (θυμίζουν όλ’ αυτά τίς διαδικασίες τών δημοτικών τραγουδιών, κι ακόμα και τών ομηρικών επών), και τελικά κάποιος συμπιλητής που έφτασε ώς εμάς με τό κύρος μιας αυθεντίας, συζητήσιμης : οφείλουμε συνεπώς να βρούμε ποιος μπορεί να ήταν ο πυρήνας τού προβλήματος (γιατί ασφαλώς η μυθολογία, με μια μορφή πρωτογενούς και ακατέργαστης (δηλαδή αυθεντικής και αυθόρμητης) φιλοσοφικής διάθεσης, προβλήματα λύνει)) : βυθιζόμενη εκειμέσα, αισθάνεσαι λοιπόν σα να μην υπάρχει τίποτα τυχαίο, τίποτα δευτερεύον, όλα σα να έχουν μια τόσο εξωφρενικά ξεκάθαρη σημασία που λες και πρόκειται για μαθηματικές εξισώσεις : όταν κοιτάμε τόν νάρκισσο, λέω λοιπόν τώρα, ότι πρέπει να είμαστε διπλά προσεκτικοί :

τί μάς μένει δηλαδή σήμερα απ’ αυτό τό μυστήριο παιδί που βυθίζεται ερωτευμένο στην εικόνα του (και εδώ, στο ερωτευμένο, πιστεύω ότι πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία) – πέρα από τίς μυθολογικές παραλλαγές (πολλές απ’ αυτές πολύ μεταγενέστερες, έως και ρωμαϊκές) τής ιστορίας του ; ο νάρκισσος παρασύρεται κοιτάζοντας τόν εαυτό του σ’ ένα αντικαθρέφτισμα μες στο νερό : (είναι εντέλει ερωτευμένος, ή δεν είναι – και με ποιον ; θα πω τά δικά μου αφού πρώτα παραθέσω μερικά αποσπάσματα από τό «έρως και πολιτισμός» τού μαρκούζε, μια που εκείνος έδωσε τή διαυγέστερη και γενναιότερη ερμηνεία σε ό,τι μπορούμε άνετα να θεωρήσουμε (εφεξής) ανατρεπτικότητα τής ιστορίας, τής φύσης, και τής λογικής τού νάρκισσου (παίρνω από τό όγδοο κεφάλαιο στο eros and civilization «the images of orpheus and narcissus» (στοιχεία για τήν ελληνική μετάφραση στο τέλος*)) :

«οι κατηγορίες με τίς οποίες η φιλοσοφία αντιλήφθηκε τήν ανθρώπινη ύπαρξη έχουν διατηρήσει τή σύνδεση μεταξύ λόγου και καταπίεσης : οτιδήποτε ανήκει στη σφαίρα τής αισθητικότητας, τής ηδονής, τής ορμής, έχει τή χροιά ότι είναι ανταγωνιστικό προς τόν λόγο – ότι είναι κάτι που πρέπει να υποταχθεί, να περιορισθεί. Η καθημερινή γλώσσα έχει διατηρήσει αυτήν τήν αξιολόγηση : Οι λέξεις που ισχύουν γι’ αυτή τή σφαίρα έχουν τόν ήχο τού κηρύγματος ή τής αισχρολογίας /…/ η δυσφήμηση τής αρχής τής ηδονής απόδειξε τήν ακατανίκητή της δύναμη· η αντίθεση σ’ αυτή τή δυσφήμηση γίνεται εύκολα αντικείμενο γελοιοποίησης… /…/ Όταν ο φρόϋντ υπογράμμισε τό θεμελιακό γεγονός ότι η φαντασία διατηρεί μιαν αλήθεια που είναι ασυμβίβαστη με τόν λόγο, ακολουθούσε μια μακρόχρονη ιστορική παράδοση. Η φαντασία είναι γνωστική εφόσον συντηρεί τήν αλήθεια τής Μεγάλης Άρνησης /…/ Στην περιοχή τής φαντασίας, οι παράλογες εικόνες τής ελευθερίας γίνονται έλλογες και τό «κατώτερο βάθος» τής ικανοποίησης τών ενστίκτων παίρνει μια νέα αξιοπρέπεια /…/ Ο ορφέας και ο νάρκισσος (σαν τόν διόνυσο με τόν οποίο συγγενεύουν) /…/ δεν έγιναν οι ήρωες τού δυτικού κόσμου : Η δικιά τους εικόνα είναι η εικόνα τής χαράς και τής πλήρωσης· η φωνή τους είναι εκείνη που δεν διατάζει αλλά τραγουδάει· η χειρονομία τους είναι εκείνη που προσφέρει και δέχεται /…/ Ο νάρκισσος /…/ ονειρεύεται [ paul valéry : narcisse rêve au paradis /…/ ] Οι εικόνες τού ορφέα και τού νάρκισσου /…/ υπενθυμίζουν τήν εμπειρία ενός κόσμου που δεν είναι στη φύση του να υποταχθεί και να ελεγχθεί αλλά να απελευθερωθεί /…/ τά πράγματα τής φύσης γίνονται ελεύθερα να είναι ό,τι είναι. Αλλά για να είναι ό,τι είναι   ε ξ α ρ τ ώ ν τ α ι   από τήν ερωτική στάση : Δέχονται τό   τ έ λ ο ς   τους μόνο μέσα σ’ αυτή. /…/ Στη θράκη [ο νάρκισσος] βρίσκεται σε στενή σχέση με τόν διόνυσο /…/ Ζει σύμφωνα μ’ έναν έρωτα δικό του, και δεν αγαπά τόν εαυτό του μόνο /…/

Ίσως τώρα μπορούμε να βρούμε κάποια υποστήριξη για τήν ερμηνεία μας στην έννοια τού π ρ ω τ ο γ ε ν ο ύ ς   ν α ρ κ ι σ σ ι σ μ ο ύ   τού φρόϋντ /…/ η ανακάλυψή του σήμαινε περισσότερα από τήν προσθήκη ακόμα μιας φάσης στην ανάπτυξη τής λίμπιντο· μαζί της εμφανίστηκε τό αρχέτυπο μιας άλλης υπαρξιακής σχέσης προς τήν   π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α. Ο πρωτογενής ναρκισσισμός είναι περισσότερο από αυτοερωτισμός· αγκαλιάζει τό ‟περιβάλλονˮ, ανακατεύοντας τό ναρκισσιστικό εγώ με τόν αντικειμενικό κόσμο. /…/ ‟Αρχικά τό εγώ περιέχει τά πάντα /…/ Τό αίσθημα τού εγώ, τού οποίου έχουμε επίγνωση τώρα, είναι έτσι μόνο ένα συνεσταλμένο απομεινάρι ενός πολύ πιο εκτεταμένου αισθήματος – ενός αισθήματος που   α γ κ ά λ ι α ζ ε   τ ό   σ ύ μ π α ν /…/ˮ [ : φρόϋντ ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας ] Ο φρόϋντ περιγράφει τό ‟ιδεατό περιεχόμενοˮ τού επιζώντος πρωτογενούς αισθήματος τού εγώ σαν ‟απεριόριστη προέκταση και ενότητα με τό σύμπανˮ (ωκεάνειο συναίσθημα). Και διατυπώνει τή γνώμη πως τό ωκεάνειο συναίσθημα επιζητά να επαναφέρει τόν ‟απεριόριστο ναρκισσισμόˮ. Τό χτυπητό παράδοξο ότι ο ναρκισσισμός, που συνήθως γίνεται αντιληπτός σαν εγωιστικό αποτράβηγμα από τήν πραγματικότητα, εδώ συνδέεται με τήν ενότητα προς τό σύμπαν, αποκαλύπτει τό νέο βάθος τής αντίληψης : Πέρα από κάθε ανώριμο αυτοερωτισμό, ο ναρκισσισμός σημαίνει μια θεμελιακή συγγένεια με τήν πραγματικότητα εκείνη η οποία μπορεί να παραγάγει μιαν ολοκληρωτική υπαρξιακή τάξη 20. Μ’ άλλα λόγια, ο ναρκισσισμός μπορεί να περιέχει τό σπέρμα μιας διαφορετικής αρχής τής πραγματικότητας : /…/ μετασχηματίζοντας αυτόν τόν κόσμο σε ένα νέο τρόπο τού είναι.

Οι ορφικές – ναρκισσιστικές εικόνες είναι εκείνες τής Μεγάλης Άρνησης /…/

Η κλασική παράδοση συνδέει τόν Ορφέα με τήν εισαγωγή τής ομοφυλοφιλίας. Σαν τόν Νάρκισσο, απορρίπτει τόν κανονικό Έρωτα, όχι για ένα ασκητικό ιδεώδες, αλλά για έναν πιο πλήρη Έρωτα. Σαν τόν Νάρκισσο, διαμαρτύρεται ενάντια στην απωθητική τάξη τού διαιωνιστικού σεξουαλισμού. Ο Ορφικός και Ναρκισσιστικός Έρωτας είναι μέχρι τό τέλος η άρνηση αυτής τής τάξης – η Μεγάλη Άρνηση. /…/ Η ζωή τού Νάρκισσου είναι η ζωή τής   ο μ ο ρ φ ι ά ς   κι η ύπαρξή του είναι   ο ν ε ι ρ ο π ό λ η μ α. /…/»

 

 

και μια από τίς σημειώσεις που ο μαρκούζε παραθέτει σ’ αυτό τό κεφάλαιο : «20 στο σύγγραμά του ‟η καθυστέρηση τής εποχής τής μηχανήςˮ ο hanns sachs έκανε μιαν ενδιαφέρουσα προσπάθεια να αποδείξει ότι ο ναρκισσισμός ήταν ένα ουσιώδες μέρος τής αρχής τής πραγματικότητας μέσα στον ελληνικό πολιτισμό. Εξέτασε τό πρόβλημα τού γιατί οι έλληνες δεν ανάπτυξαν μια μηχανική τεχνολογία, παρόλο που είχαν τήν τεχνική ικανότητα και τίς γνώσεις που χρειάζονταν. Οι συνηθισμένες οικονομολογικές και κοινωνιολογικές εξηγήσεις δεν τόν ικανοποιούσαν. Αντί γι’ αυτές, εξέφρασε τή γνώμη ότι τό ναρκισσιστικό στοιχείο που επικρατούσε στον ελληνικό πολιτισμό ήταν εκείνο που εμπόδιζε τήν τεχνολογική πρόοδο. Η λιμπιντική κάθεξη τού σώματος ήταν τόσο δυνατή, που αντιμαχόταν τή μηχανοποίηση και τήν αυτοματοποίηση. (1933)»

 

 

 

επανέρχομαι στα δικά μου, αν και θα μπορούσα να σταματήσω εδώ : προσωπικά, πίσω από τήν ύστερη (υπόγεια) αντιπάθεια τού φρόϋντ (στη χειρότερή της τότε μορφή, τή μορφή μιας συγκατάβασης) για τόν νάρκισσο βλέπω κλισέ και πουριτανισμούς τού ώριμου άντρα τής πατριαρχίας : καταρχάς στην πατριαρχία ο καθρέφτης θεωρείται ιδιαίτερα γυναικείο σύνεργο – συνεπώς ο νάρκισσος (αν και αγόρι) θαυμάζοντας τό πρόσωπό του πρέπει να έχει (όντως έχει) γυναικεία χαρακτηριστικά (αυτό που λέει ο μαρκούζε για τή σχέση τού νάρκισσου με τόν διόνυσο δεν πρέπει να τό ξεπεράσουμε στα πεταχτά : ο διόνυσος είναι κι εκείνος ένας θεός αμφίσημος, με προβληματική ταυτότητα – άντρας και γυναίκα μαζί : άντρας τυπικά, γυναίκα ουσιαστικά – αλλά γι’ αυτό χρειάζεται ολόκληρη, άλλη, ανάρτηση) (υπαινικτικά και ελάχιστα για τίς «βάκχες» έχω γράψει εδώ)

έτσι ο φρόϋντ απόδωσε εντέλει στον νάρκισσο χαρακτηριστικά που έβλεπε να έχουν αυτοί που θα λέγαμε σήμερα ωραιοπαθείς και εγωμανείς προσωπικότητες, και μ’ αυτήν τήν έννοια χρησιμοποιείται σήμερα σαν κλισέ ο ναρκισσισμός. Δεν ξέρω πόσο καταβάθος φοβήθηκε και δίστασε να επιμείνει εντέλει στο ότι ο παιδικός ερωτισμός ο οποίος στα δικά του (τού φρόϋντ) τά νιάτα αποτέλεσε τή ραχοκοκκαλιά τής θεωρίας του, σχετιζόταν απόλυτα με κείνον τόν αρχικό, αρχαίο, νάρκισσο – και όχι με τήν εικόνα τού δύστυχου που έβλεπε καθημερινά να σπαράζει στο ντιβάνι του, με μια πληγωμένη, αδιέξοδη εγωμανία. Ότι ο παιδικός ερωτισμός σχετιζόταν δηλαδή με τόν έφηβο νάρκισσο ο οποίος διατηρούσε με πείσμα άφθαρτη τήν αίσθηση (που ο ίδιος ο φρόϋντ τήν είχε ονομάσει παλιά ωκεάνεια) τού να κολυμπάει στο σύμπαν σε μια αποθέωση πανερωτισμού : ακολούθησε μ’ άλλα λόγια ο γερασμένος φρόϋντ που γινόταν όλο και περισσότερο από (τολμηρό) παιδί, διστακτικός (και ρεαλιστής) άντρας

 

sigmund freud εισαγωγή στον ναρκισσισμό

 

όμως αλλοίμονο αν συρρικνώσουμε τό θάμβος τού μυθικού νάρκισσου στην αξιολύπητη (μισή, ούτε καν μονή) διάσταση τού ωραιοπαθή που ασχολείται πληκτικά με έναν (ευνουχισμένο, πραγμοποιημένο, διασυρμένο στις δημόσιες σχέσεις) εαυτό (με στόχο τήν αναγνώρισή του ως πετυχημένου από μια διασυρμένη πραγμοποιημένη ευνουχισμένη κοινωνία) : και που είναι ευτυχής μόνο όταν κοιτάζει τή φάτσα του στο τζάμι τού καθρέφτη ή θαυμάζει τή φωτογραφία του στον τοίχο τού φέϊσμπουκ : ο άνθρωπος αυτός δεν έχει έρωτα για τίποτα – ούτε καν για τόν εαυτό του – γιατί δεν έχει εαυτό : ένα άδειο κουτί έχει, με μια κοινωνικά αποδεκτή ταμπέλα, που τό περιφέρει επιδιώκοντας να εκμαιεύσει μ’ αυτό τό άλλοθι τά ελάχιστα υποκατάστατα ηδονής που τού απομένουν : ασκώντας μ’ άλλα λόγια εξουσία όπου μπορεί – συνηθέστερα και ευκολώτερα στον στενό κοινωνικό του περίγυρο και τούς οικείους του, ή αν είναι τυχερός και στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο – και τότε δυστυχούμε εμείς που τούς τρώμε στη μάπα σαν πετυχημένους πολιτικούς ή πετυχημένους πνευματικούς ανθρώπους. Τό είδος αυτό (κοινότατο και συνηθέστατο, ρενάτα,) έχει πολλά κοινά με τόν φασίστα (άσχετα από τό ποιο κόμμα υποστηρίζει) : γιατί, αυτός ο άνθρωπος, εξίσου όπως και ο φασίστας, έχει τήν εντύπωση ότι κινδυνεύει από παντού, ότι όλοι τού επιτίθενται, ότι είναι μονίμως αμυνόμενος, κι ότι έχει μονίμως δίκαιο : πρόκειται για τήν ψυχολογική πανούκλα που συνήθως θέλει διακαώς να κυβερνήσει, αν δεν κυβέρνησε, να γίνει γνωστός αν δεν έγινε, να κάνει λεφτά αν δεν έκανε

και μην κάνουμε τό λάθος να τόν μπερδέψουμε με τόν απλό εγωιστή : γιατί κι ο εγωισμός είναι πιο ενεργητικός δημιουργικός και απαιτητικός απ’ ό,τι ζητάει αυτή η μόνιμη καταβύθιση στην αλλοτροίωση : ο εγωιστής θέλει ακόμα και κλέβοντας να μαθαίνει, γιατί έτσι μεγαλώνει τόν εαυτό του – ο εγωμανής δεν θα παραδεχτεί ποτέ ότι κάτι δεν τό ξέρει γιατί όλα όσα δεν ξέρει τού φαίνονται επικίνδυνα καθώς τόν αντιμάχονται, κάθε τι ξένο τού είναι εκ τών προτέρων εχθρικό καθώς ολόκληρος ο κόσμος τού είναι ξένος : δεν αγαπάει κανέναν κόσμο όπως δεν αγαπάει και τήν ομορφιά, όπως δεν αγαπάει τελικά ούτε τόν εαυτό του : γιατί δεν είναι σε θέση ν’ αγαπήσει απλώς τίποτα (εξαυτού δεν έχει φαντασία και στον έρωτα, είναι πληκτικός στο κρεβάτι όσα ακροβατικά, μιμούμενος τίς ταινίες τής τηλεόρασης, και να κάνει, κι ας πηγαίνει στα ραντεβού του, όπως λέει κι ο μαρκούζε, φορώντας τό αποσμητικό τής μόδας) : για τόν υστερικό αυτού τού είδους η μόνη κατάσταση άξια λόγου που υπάρχει είναι η οποιαδήποτε μορφή άσκησης εξουσίας – είπαμε, δεν διαθέτει φαντασία μνήμη ή κρίση ώστε να ξεχωρίζει τά μεγέθη : τό μόνο λοιπόν που επιζητά είναι να ξεχνάει, μέσω τής μόνιμης ενασχόλησης με τόν εαυτό του, ότι δεν έχει εαυτό : φυσική συνέπεια είναι να μισεί θανάσιμα (δεν μπορεί ούτε να τό κρύψει) οποιονδήποτε υποψιαστεί ότι έχει αυτοεξαιρεθεί απ’ τόν ευνουχισμό αυτής τής ωριμότητας, (τού ρεαλισμού και τής επιτυχίας) : ας μη γελιόμαστε, ο ωραιοπαθής άνθρωπος τόν μισεί τόν νάρκισσο, καθόλου δεν τού μοιάζει

 

από τήν άλλη μεριά, τό παιδί αυτό (πολλές φορές μέ προβλημάτισε, και έτσι προσπάθησα να τό ανακαλέσω) τί ακριβώς κάνει όταν περιεργάζεται τήν εικόνα του στον καθρέφτη ; λοιπόν για να μιλήσω εντελώς πρακτικά, πιστεύω ότι προσπαθεί να δει αυτό που βλέπει πάνω του ο κόσμος, και κυρίως αυτό που θα ερωτευτεί σ’ εκείνο, εκείνος, ο αχανής και άγνωστος, με τόν οποίο τό παιδί είναι ήδη ερωτευμένο : μέσω τής αντανάκλασης, και τού καθρέφτη, και τού νερού, μπαίνει στη θέση εκείνου που θα τόν δει, ονειρεύεται εκείνον που θα τόν ονειρευτεί, φαντάζεται με λίγα λόγια τόν ίδιο τόν έρωτα, είναι γεμάτο με λίγα λόγια από τήν αναπόληση εκείνου τού έρωτα προς τό σύμπαν : και μ’ αυτήν τήν έννοια παραβλέπει περιστασιακά υποκείμενα (και αντικείμενα) επιθυμίας : γιατί, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι ο νάρκισσος είναι μόνο παιδί (όπως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παιδί, σχεδόν μωρό, είναι και ο ίδιος ο έρωτας) και μπορεί να φαντάζεται ή να ονειρεύεται τόν έρωτα παντοδύναμον, δεν έχει μάθει ακόμα : η παντοδυναμία τής επιθυμίας του αντανακλάται στην εικόνα που βλέπει στο νερό και η εικόνα τού επιστρέφει τόν έρωτα τόν οποίο ακτινοβολεί ο ίδιος : ο νάρκισσος είναι ο έρωτας στην καθαρή του μορφή γιατί βυθίζεται αθώα στην αναπόληση ενός έρωτα συνολικού, μιας αυθεντικής κι αυθόρμητης παιχνιδιάρικης παιδικής παρτούζας – εξού και δεν τού χρειάζονται τά μεμονωμένα άτομα που τόν πολιορκούν με διάθεση αποκλειστικότητας (η αποκλειστικότητα κι ο ασκητισμός ως βασική ηθική τού πολιτισμού – στον οποίο ο νάρκισσος δεν θέλει (κι από μια άποψη δεν μπορεί κιόλας) να ανήκει)

και έτσι, βυθισμένος στην ελευθερία, φαντάζεται τό αντικείμενο τής ερωτικής του επιθυμίας με τόν πιο ενεργητικό και ευρηματικό τρόπο, γίνεται δηλαδή ο ίδιος εκείνος ο άλλος που τόν κοιτάει στο μέλλον : ο νάρκισσος βλέπει τόν εαυτό του ακριβώς σαν αντικείμενο ερωτικής επιθυμίας, επειδή είναι τό υποκείμενο αυτής τής αρχικής, τής πρώιμης, και τής ατέλειωτης

και η στιγμή τού καθρεφτίσματος είναι και η στιγμή που τό υποκείμενο ακριβώς χάνεται : περιδιαβάζοντας τόν εαυτό του και τόν άλλον μαζί, και καθώς γίνεται ο ίδιος ένας άλλος (νάτος πάλι ο πιτσιρίκος και ο έφηβος τής σαρλβίλ) είναι, αυτό τό παιδί, ο πιο αναρχικός ερωτευμένος γιατί είναι ερωτευμένος πέραν εαυτού : αυτή τήν ανατρεπτική εποχή τής παιδικής αναζήτησης ο έρωτας λειτουργεί στ’ αλήθεια, εξαφανίζοντας δηλαδή τίς διακρίσεις τών σωμάτων

απ’ αυτήν όμως τήν άποψη, και απ’ αυτή ακριβώς τήν ηλικία, τό παιδί (και ο νάρκισσος) είναι ορκισμένοι εχθροί τής πατριαρχίας, και είναι και για τήν ίδια τήν πατριαρχία ξένο σώμα κι επίφοβο (και γι’ αυτό δεν πρέπει να επιζήσει) : η λογική τών ιεραρχήσεων που στερεώνει τά θεμέλια τής εξουσίας θέλει τόν έρωτα διαδικασία μεταξύ σαφώς διαχωρισμένων φύλων και εαυτών : δεν πρέπει λοιπόν να επιζήσει – στη λογική τής κυριαρχίας ο άνθρωπος πρέπει να ωριμάσει να ξεχάσει και να σβήσει αυτό τό παιδί από τήν ιστορία του (η μετέπειτα μυθολογία που θα επικρατήσει για τήν αθωότητα και τήν αγνότητα τών παιδιών είναι τό κυρίαρχο όπλο σ’ αυτόν τόν ανελέητο πόλεμο μνήμης, που εξαφανίζει εκείνη τή συμπαντική ολότητα από τό προσκήνιο : τά όπλα εναντίον τού νάρκισσου θα είναι και απλούστερα και ευκολότερα) :

θα τόν συκοφαντήσουν απλώς ως ανίκανο, καταργώντας τά στοιχεία τών δύο εαυτών που ο νάρκισσος χαίρεται – και τού θεατή και τού θεώμενου : όμως ο νάρκισσος θα επιμείνει στη φαντασία – όσων επιμένουν : θα εξακολουθεί να βλέπει τόν εαυτό του στο υγρό στοιχείο που θα τού επιστρέφει τήν αιώνια επιθυμία του – και θα πνίγεται μέσα σ’ αυτά τά νερά : ο ωραιοπαθής θα αρκεστεί στον καθρέφτη τού λακάν, ένα σκέτο τζάμι : αυτός δεν πεθαίνει ποτέ, δηλαδή δεν τελειώνει : τό υγρό στοιχείο έχει εξατμιστεί, ο ίδιος δεν μπορεί ούτε να χύσει : έξαλλος, γιατί τό σκέτο τζάμι δεν επιστρέφει παρά μόνο απουσία, φτάνει τότε στο άλλο άκρο τού εκκρεμούς : θα σάς σκοτώσω όλους, λέει, κι αυτό είναι τό μόνο που απομένει όταν ο έρωτας δεν είναι πια εκεί : έτσι γεννιέται ο πολιτισμός μας

 

 

     

 

 

   * για τήν ελληνική μετάφραση τού μαρκούζε χρησιμοποίησα τήν έκδοση : herbert marcuse «έρως και πολιτισμός», μετάφραση ιορδάνη αρζόγλου, «κάλβος» 1970

 

  πηγή φωτογραφίας

 

 

 

 

 

 

24 Μαρτίου 2011

walter benjamin για τό χασίς

 

        

 

δεν είναι επετειακό τό κείμενο, σήμερα τέλειωσε και σήμερα ανεβαίνει
όποιος θέλει κακόμοιρα αφιερώματα στην κακόμοιρη οδύσσεια τών άλλων ελληνικών ας πάει στο περσινό

 

   η σχέση τών μελών τής κριτικής θεωρίας μεταξύ τους θα αποτελούσε από μόνη της θαυμάσιο και ογκώδες μυθιστόρημα : και η σχέση τού μπένγιαμιν με τούς υπόλοιπους τής παρέας, άλλο ένα : η σχέση ανάμεσά τους είναι με τόν πιο χαρακτηριστικό τρόπο διαλεκτική, πλήρως και παραδειγματικά : και σχεδόν μπορεί να εικονιστεί όχι ως διαφορετικές πλευρές νομίσματος (μια μεταφορά τής οποίας τήν σχέση με τή διαλεκτική αρνήθηκε εξαρχής και εγκαίρως ο χέγκελ) αλλά ως σφαίρα, ως διαστημικό σώμα σχεδόν, όπου ο χώρος ο χρόνος και η διάσταση τού έρωτα υπάρχουν εξίσου σε κάθε της σημείο όσο και στην άϋλη περιβάλλουσα αύρα της – σφαιρική ίσως κι αυτή επίσης – με τήν προϋπόθεση ότι η σφαίρα ως σχήμα δεν είναι παρά μια αμήχανη εικονοποιΐα σύμπαντος

   αν είναι λοιπόν απολύτως ξεκάθαρο ότι ούτε η «σχολή τής φραγκφούρτης» δεν επρόκειτο να υπάρξει ως σχολή, ούτε η κριτική θεωρία θα είχε καν αυτό τό όνομα, χωρίς τόν χορκχάϊμερ, άλλο τόσο είναι σίγουρο – και ο ίδιος ο χορκχάϊμερ θα ήταν ο πρώτος που θα τό δεχόταν ευμενώς – ότι και η σχολή και η θεωρία δεν θα μπορούσαν να σταθούν αν ήταν ολομόναχος : ο χορκχάϊμερ υπάρχει εξίσου μέσα από τήν επίδραση που άσκησε στον αντόρνο, ο αντόρνο εξίσου μέσα από τά όσα πρόσθεσε στον χορκχάϊμερ, ο μαρκούζε εξίσου μέσα από όσα (ύστερα από τήν εμπειρία (του) τής επανάστασηςκαι) μέσω τής ασυμβίβαστα πολύπλοκης ιδιοσυγκρασίας του πρόσθεσε στον εαυτό του και στους άλλους : είναι όμως πραγματικά πολύ δύσκολο να σκεφτούμε τόν αντόρνο ειδικά χωρίς τόν μπένγιαμιν –

   φανατικοί τής «απελευθέρωσης από τήν κυριαρχία» – πιστεύω τόν μόνο φανατισμό που επέτρεψαν στον εαυτό τους – τά μέλη τής σχολής τής φραγκφούρτης προστατεύοντας σταθερά τήν προσωπική τους ζωή από τά μάτια τού «κοινού τους» πραγματοποιούσαν στο επίπεδο τής ιδιωτικότητας τήν ίδια απέχθεια προς τή μαζική κουλτούρα και τίς εύκολες λύσεις που αποδείκνυαν έμπρακτα στον χώρο τής θεωρίας όταν αρνούνταν να γίνουν εύκολα κατανοητοί. Εκείνος που εξέδωσε τά περισσότερο «προσωπικά» εν πάση περιπτώσει γραφτά όσο ζούσε ήταν ο αντόρνο, κι ήταν ακριβώς αυτός που είχε τήν στενότερη διανοητική επαφή με τόν μπένγιαμιν, ο οποίος μολονότι ανεχώρησε νωρίτατα αυτοκτονώντας στα πυρηναία ήταν εκείνος που είχε προλάβει να γράψει και να εκδόσει ανενδοίαστα, σχεδόν καθαρή, λογοτεχνία. Στην πραγματικότητα μπορεί να πει κανείς ότι όσο ο μπένγιαμιν οφείλει τήν αποφασιστική αποκάλυψη τού μαρξισμού για τή ζωή του σε μια γυναίκα, τιθασσεύοντας έτσι τίς μεταφυσικές του αλματώδεις διαθέσεις, άλλο τόσο ο αντόρνο βρήκε σ’ αυτή τήν ακομπλεξάριστη διπλή υπόσταση τού μπένγιαμιν τόν δρόμο που θα τόν έκανε να αποδεχτεί χωρίς ενοχές τήν (παιδιόθεν) ροπή του προς τήν τέχνη, ύστερα από τήν καταιγιστική εμπειρία τού απελευθερωμένου κριτικού μαρξισμού τόν οποίο απέπνεε, σχεδόν μονόχνωτα, ο χορκχάϊμερ

   τώρα πια έχουμε, μετά τόν εορτασμό τό 2004 στη γερμανία (κυρίως βέβαια) τών 100 χρόνων απ’ τή γέννησή του, όπου εκδόθηκαν άφθονα βιβλία σχετικά με τόν adorno (είτε περί αυτού είτε δικά του), ένα γοητευτικό του κείμενο για τά παιδικά του χρόνια (τίς καλοκαιρινές οικογενειακές διακοπές στο amorbach / Kindheit in Amorbach) που αν δεν μεταφραστεί σύντομα ίσως μεταφράσω εγώ για εδώ κάποια κομμάτια του, σήμερα όμως έχω στα χέρια μου ήδη μεταφρασμένο ένα άλλο γοητευτικό κείμενο – τού μπένγιαμιν αυτό – απ’ τό οποίο μπορώ να παραθέσω αποσπάσματα : πειράματα κυρίως με τό χασίς αλλά και άλλα. Έχει γίνει η σκέψη ότι τέτοιες εμπειρίες είχαν όλοι τους κάποια στιγμή (ή κατά περιόδους), ο μπένγιαμιν όμως όπως φαίνεται ασχολήθηκε σχολαστικά : τίς μελέτησε και τίς κατέγραψε

   πρόκειται για ένα βιβλίο συντριπτικής ειλικρίνειας και συχνά συντριβής : ένα μυαλό που μελετάει τά όριά του με προυστική λεπτολογία και παράλληλα με συχνά σχεδόν αγγλοσαξονικό κέφι

   για τίς υπόλοιπες πληροφορίες σάς παραπέμπω στο ίδιο τό βιβλίο : κυκλοφόρησε πριν δυο μήνες από τίς εκδόσεις «πλέθρον / μαρτυρίες» 
   η μετάφραση είναι τού θεόδωρου λουπασάκη
 

 

   οι άνθρωποι που τώρα μόλις – ή μήπως ήταν πριν δυο ώρες; – μέ είχαν παρασύρει ολόκληρο στη μαγεία τους ήταν σαν να είχαν σβηστεί με σφουγγάρι. «Από αιώνα σε αιώνα τά πράγματα γίνονται όλο και πιο ξένα», σκέφτηκα

   άρχιζε τώρα και τό παιχνίδι που θα βαστούσε για πολύ, αυτό τού να εμφανίζεται με κάθε καινούργιο πρόσωπο μπροστά μου ένας γνωστός μου· συχνά γνώριζα τ’ όνομά του, συχνά πάλι όχι· η αυταπάτη εξαφανιζόταν όπως εξαφανίζονται οι αυταπάτες στα όνειρα, δηλαδή όχι ντροπαλά και συμβιβαστικά αλλά φιλικά και χαρμόσυνα

   κοίταξα τόν κατάλογο, τί άλλα είχε κοντά σ’ αυτό τό πιάτο, σκόπευα να τά παραγγέλνω τό ένα μετά τό άλλο, έπειτα έπεφτε τό μάτι μου σ’ αυτό που βρισκόταν παραπάνω, και παραπάνω, μέχρι που ο κατάλογος τέλειωσε. Κι αυτό όχι μόνο από βουλιμία αλλά κι από μια έκδηλη ευγένεια για τά φαγητά που δεν ήθελα να τά προσβάλω αποκρούοντάς τα

   προχωρούμε, ανακαλύπτουμε όμως προχωρώντας όχι μόνο τούς δαίδαλους τού λαβύρινθου όπου νικήσαμε τόν εαυτό μας αλλά δοκιμάζουμε αυτή τήν ευτυχία τής ανακάλυψης κυρίως στο φόντο εκείνης τής άλλης ρυθμικής μακαριότητας που συνίσταται στο ξετύλιγμα ενός κουβαριού. Μια τέτοια σιγουριά για τό έντεχνα τυλιγμένο κουβάρι που ξετυλίγουμε – μήπως αυτό δεν είναι η ευτυχία κάθε παραγωγικότητας, τουλάχιστον τής πεζογραφικής; Και υπό τήν επήρεια τού χασίς είμαστε δοσμένοι στην απόλαυση, όντα τής πεζογραφίας στο αποκορύφωμα τής δύναμής τους

   δεν υπήρχαν όμως μόνο γνωστοί. Εδώ, στη φάση όπου είχα βυθιστεί βαθιά στο μεθύσι, γλίστρησαν μπροστά μου δύο φιγούρες – μικροαστοί, αλήτες, πού να ξέρω – «ο Δάντης κι ο Πετράρχης»

   οι ντόπιοι εκεί σα να μη μού μιλούσαν ξαφνικά αρκετά καλά γαλλικά. Είχαν μείνει στο επίπεδο διαλέκτου. Τό φαινόμενο τής αλλοτρίωσης που ίσως υπήρχε εδώ και που ο Κράους διατύπωσε όμορφα λέγοντας : «Όσο πιο κοντά κοιτάς μια λέξη, τόσο πιο μακρινή σού φαίνεται», μοιάζει να εκτείνεται και σε οπτικό επίπεδο. Όπως και να ’χει, ανάμεσα στις παρατηρήσεις μου βρίσκω τήν εκπληκτική σημείωση : «Πώς αντέχουν τά πράγματα στα βλέμματα;»

   κοιτάζοντας τά κρόσσια που κυματίζαν στον άνεμο δοκίμασα μια τέτοια ερωτική ευτυχία που πείστηκα ότι τό χασίς έκανε τή δουλειά του. Και όταν θυμάμαι αυτή τήν κατάσταση, θέλω να πιστεύω ότι τό χασίς ξέρει να πείθει τή φύση να μάς επιτρέπει τό σκόρπισμα τής ίδιας μας τής ύπαρξης – αυτό τό οποίο γνωρίζει ο έρωτας αλλά λιγότερο εγωιστικά απ’ αυτόν
   όπως δηλαδή τόν καιρό που αγαπάμε η ύπαρξή μας γλιστράει από τή φύση έτσι όπως γλιστράνε τά χρυσά νομίσματα από τά δάχτυλα που δεν μπορούν πια να τά κρατήσουν και τ’ αφήνουν να τούς πέσουν, για ν’ αγοράσουν με τόν τρόπο αυτόν κάτι καινούργιο : έτσι ακριβώς μάς ρίχνει τώρα εμάς μέσα στην ύπαρξη με τά χέρια της ορθάνοιχτα – χωρίς να μπορεί να ελπίζει τίποτα, ούτε να περιμένει

…………………………………………..

   ποιητικές προφάνειες σε φθογγολογικό επίπεδο : κάποια στιγμή διατυπώνω τόν ισχυρισμό ότι απαντώντας σε μια ερώτηση θα είχα ακριβώς χρησιμοποιήσει τή φράση μεγάλη διάρκεια μόνο αν θα είχα (για να τό πω έτσι) τήν αντίληψη μεγάλης διάρκειας στους φθόγγους και τών δύο λέξεων. Έχω τήν αίσθηση ότι αυτό είναι ποιητική προφάνεια
   αλληλουχία· διάκριση : με τό γέλιο έχεις τήν αίσθηση ότι φυτρώνουν στους ώμους φτερά. Γέλιο και φτερούγισμα συγγενικά … Είναι σαν να χορεύει ο νους στις μύτες τών ποδιών
   σού προκαλεί κατάπληξη πόσο μακροπερίοδος είναι ο λόγος σου. Και τούτο, μαζί με οριζόντια έκταση και (βέβαια) με γέλια

   ο θερμοθάλαμος τής σόμπας γίνεται γάτα

   με δυσφορία και βαρυθυμία παρακολουθώ τίς σκέψεις τών άλλων

   μού φάνηκε όσο δεν λέγεται αφόρητο να κουβεντιάζω για πράγματα πρακτικά, τό μέλλον, τά δεδομένα, τήν πολιτική. Είσαι δέσμιος τής διανοητικής σφαίρας, όπως καθηλώνονται κάποτε αυτοί που έχουν έμμονη ιδέα με τή σεξουαλική : η διανοητική σφαίρα σέ απομυζά

   δυσπιστία απέναντι στο φαγητό

   μια ορισμένη και πολύ τονισμένη συναισθηματική πτώση είναι ότι διαπιστώνεις σε πολλές περιπτώσεις : «δεν είναι δυνατόν να έχεις στα σοβαρά αυτή τήν εμφάνιση»

……………………………………………… 

   αρχίζεις γενικά να παίζεις με χώρους. Η αίσθηση τού προσανατολισμού παραπλανάται

   ο χώρος μεταμφιέζεται μπροστά μας, βάζει πάνω του, σαν να ’ναι ένα κατσαρό πράγμα, τίς φορεσιές τών ψυχικών διαθέσεων

   τά πράγματα είναι μόνο μαριονέτες

   δεν θέλεις να ξεκόψεις απ’ αυτή τήν κόλαση

   η ελπίδα ως προσκεφάλι σου τώρα μόνο αρχίζει να λειτουργεί
   η πρώτη μέθη μού γνώρισε τήν αστάθεια τής αμφιβολίας· η αμφιβολία βρισκόταν, ως δημιουργική απουσία διαφοράς, σ’ εμένα τόν ίδιο. Τό δεύτερο όμως πείραμα έκανε τά πράγματα να μοιάζουν αμφίβολα
   εγχείρηση στα δόντια. Αξιοπρόσεκτη μετάθεση μνήμης. Ακόμη και τώρα δεν μπορώ να ελευθερωθώ από τήν ιδέα ότι τό σημείο τής εγχείρησης βρισκόταν αριστερά 

   η εγγύτητα τού θανάτου διατυπώθηκε για μένα χθες στην πρόταση : Ο θάνατος βρίσκεται ανάμεσα σ’ εμένα και στη μέθη μου
   η εικόνα τής δέσμευσης στον εαυτό μου : κάποια πνευματικά πράγματα «γίνονται από μόνα τους λέξεις», όπως κατά τά άλλα κάνουν, ας πούμε, κάποιοι έντονοι πονόδοντοι κ.λπ. Όλα τά αισθήματα, και προπαντός τά πνευματικά, έχουν μια ακόμη πιο έντονη κλίση και παρασύρουν στο κρεβάτι τους τά λόγια

   ο Μπλοχ ήθελε να αγγίξει τό γόνατό μου. Τό άγγιγμα τό αισθάνομαι ήδη προτού γίνει, τό νιώθω ως εξαιρετικά δυσάρεστη προσβολή τής αύρας μου. Για να τό καταλάβει κανείς αυτό πρέπει να συνυπολογίσει ότι όλες οι κινήσεις μοιάζουν να αποκτούν μεγαλύτερη ένταση και να είναι περισσότερο σχεδιασμένες, και ότι ήδη ως τέτοιες τίς αντιλαμβάνεται κανείς με δυσαρέσκεια
   επίπτωση : ίσως μια κάποια εξασθένηση τής βούλησης. Τό ψυχαναγκαστικό όμως αίσθημα παίρνει τό πάνω χέρι όταν σβήνει η επίδραση. Έχει άραγε να κάνει με τό χασίς, τό γεγονός ότι τήν τελευταία φορά (παρά τή συνηθισμένη κατάθλιψη) η γραφή μου κινούνταν ανοδικά, κάτι που ποτέ άλλοτε δεν είχα ξαναδεί να γίνεται;

   ο συμπότης δεν έχει καλά–καλά ανοίξει τό στόμα του και η απογοήτευσή μας δεν έχει όρια. Τά λόγια του ούτε καν συγκρίνονται με ό,τι θα τού εμπιστευόμασταν με τόση προθυμία χίλιες φορές αν είχε κρατήσει τό στόμα του κλειστό. Μάς απογοητεύει επώδυνα με τό να ξεγλιστράει απ’ ό,τι μεγαλύτερο υπάρχει για να ελκύσει όλα τά μάτια στον κόσμο : από εμάς τούς ίδιους
   όσον αφορά όμως εμάς, όταν εμείς οι ίδιοι ξεγλιστράμε και πηδάμε από τό αντικείμενο τής συζήτησης, τό αίσθημα που αντιστοιχεί στη ρήξη τής επαφής, επί φυσικού επιπέδου, έχει κάπως τήν εξής όψη : αυτό για τό οποίο ακριβώς σκοπεύουμε να μιλήσουμε, αυτό και μάς βάζει συνεχώς σε πειρασμό· ό,τι η πρόθεσή μας φαντάζεται, σ’ αυτό ανοίγουμε ερωτικά τά χέρια. Όμως, δεν τό ’χουμε καλά–καλά αγγίξει και μάς απογοητεύει σωματικά. Τό αντικείμενο τής προσοχής μας μαραίνεται έξαφνα με τό άγγιγμα τής γλώσσας

   κάποιος έβαλε στο χέρι μου, κατά τη σατανική φάση, ένα βιβλίο τού Κάφκα : Παρατήρηση. Διάβασα τόν τίτλο. Τότε, όμως, αμέσως αυτό τό βιβλίο έγινε για μένα ό,τι γίνεται ένα βιβλίο που κρατά ένας ποιητής για τόν πιθανόν ελαφρώς ακαδημαϊκό γλύπτη που έχει αναλάβει να φτιάξει τόν αδριάντα αυτού τού ποιητή. Εντάχθηκε αμέσως στην πλαστική δομή τού προσώπου μου, και έτσι μού υποτάχθηκε κατά τρόπο κτηνώδη και απόλυτο, πολύ περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε να τό κάνει η πιο δυσμενής κριτική
   τά πράγματα όμως εξελίσσονταν και διαφορετικά : σα να μέ κυνηγούσε δηλαδή τό πνεύμα τού Κάφκα και τή στιγμή που μέ άγγιζε να γινόμουν πέτρα, όπως η Δάφνη που τό άγγιγμα τού Απόλλωνα τή μεταμόρφωσε σε δέντρο

…………………………………………..

   σε σχέση με τό προηγούμενο, τό σημερινό μεθύσι αντιδρά όπως ο Καλβίνος απέναντι στον Σαίξπηρ. Είναι ένα μεθύσι καλβινιστών

   εξατμίζομαι από τή γη. Βαθμίδα ενδιάμεση. Ακτίνες νηφαλιότητας

   χθόνιος. Μάς είδα να περνάμε κάτω από μία σκάλα για να πάρουμε, κατά κάποιον τρόπο, τή θέση μας κάτω από τή γη

   έντονο αίσθημα συνέχειας, που μέ κάνει εξαιρετικά ευτυχή : αυτές οι ακτές εκεί κάτω με τόν Άρνο να τίς διαρρέει. Είναι τό ίδιο νερό, μόνο που εδώ λέγεται Σπρέε

…………………………………………..

   γίνεσαι τόσο ευαίσθητος : φοβάσαι μην τυχόν σού κάνει κακό μια σκιά που πέφτει στο χαρτί. Η ναυτία εξαφανίζεται. Διαβάζεις τίς γραμμένες φράσεις στα ουρητήρια. Δεν θα μού έκανε εντύπωση αν κάποιος απ’ όλους αυτούς μέ πλησίαζε. Μια όμως που δεν τό  κάνουν, δεν μ’ ενοχλεί καθόλου. Έχει όμως πολύ θόρυβο για μένα εκεί

…………………………………………….

   ακόμη περισσότερο μπορούμε λοιπόν να τονίσουμε αυτό που τόσο στις δηλώσεις τής Γκ. όσο και στη μνήμη μου έχει μείνει ως πυρήνας αυτού τού πειράματος. Πρόκειται για τά όσα ανέφερα σε σχέση με τήν ουσία τής αύρας. Όλα όσα είπα είχαν μια πολεμική αιχμή κατά τών θεοσοφιστών, η απειρία και η ασοφία τών οποίων μού ήταν στο έπακρο απωθητικές, και αντιδιέστειλα από τρεις απόψεις – μολονότι βέβαια όχι σχηματικά – τή γνήσια αύρα προς τίς συμβατικές τετριμμένες αντιλήψεις τών θεοσοφιστών. Πρώτον, η αύρα εμφανίζεται σε όλα τά πράγματα. Όχι σε ορισμένα μόνο, όπως φαντάζονται οι άνθρωποι. Δεύτερον, η αύρα αλλάζει εξ ολοκλήρου και εκ βάθρων με τήν κάθε κίνηση που κάνει τό πράγμα τό οποίο περιβάλλει. Τρίτον : με κανένα τρόπο δεν μπορούμε να σκεφτούμε ότι η γνήσια αύρα είναι αυτή η τόσο ωραία πνευματιστική ακτινοβόλος μαγεία που φαντάζονται και περιγράφουν τά χυδαία μυστικιστικά βιβλία. Τό χαρακτηριστικό τής γνήσιας αύρας είναι μάλλον τό κόσμημα, ένας κύκλος σαν μενταγιόν που μέσα του βρίσκεται χυμένο τό πράγμα ή τό ον, σαν να βρίσκεται μέσα σε θήκη. Ίσως τίποτα δεν δίνει μια τόσο σωστή ιδέα για τή γνήσια αύρα όσο οι πίνακες τού ύστερου Βαν Γκογκ, όπου σε όλα τά πράγματα – αυτή τήν περιγραφή θα μπορούσες να κάνεις για τούς πίνακες – η αύρα έχει ζωγραφιστεί μαζί τους

   ακόμη πιο αξιοπρόσεχτο είναι, ίσως, ένα κατοπινό φαινόμενο που αναδύθηκε μπροστά μου ακούγοντας τή φωνή τής Γκ. Ήταν η ώρα που είχε πάρει μορφίνη κι εγώ, χωρίς να ξέρω τό παραμικρό για τή δράση αυτού τού ναρκωτικού, εκτός ίσως από τά βιβλία, τής περιέγραψα διεξοδικά και όπως έπρεπε τήν κατάστασή της στηριζόμενος – σύμφωνα με τά όσα ισχυριζόμουν – στον έντονο τόνο τής φωνής της. Κατά τά άλλα, αυτή η στροφή – η παρέκκλιση τού Ε. [egon wissing] και τής Γκ. [gert wissing] στη μορφίνη – ήταν για μένα, κατά μία έννοια, τό τέλος τού πειράματος, όπως και να ’χει όμως και μια αποκορύφωσή του. Τό τέλος, επειδή με τήν τεράστια ευαισθησία που προκαλεί τό χασίς κάθε έλλειψη κατανόησης απειλεί να φέρει τήν οδύνη. Όπως πράγματι υπέφερα εγώ που «οι δρόμοι μας θα είχαν χωρίσει». Αυτή ήταν, δηλαδή, η διατύπωσή μου

   δυο λόγια για τά χαρακτηριστικά τής ζώνης τών εικόνων. Ένα παράδειγμα : όταν μιλάμε σε κάποιον κι εκείνη τήν ώρα τόν βλέπουμε να καπνίζει ένα τσιγάρο, να περιφέρεται στο δωμάτιο κ.λπ., δεν απορούμε που, παρ’ όλη τήν προσπάθεια που καταβάλλουμε μιλώντας του, έχουμε ακόμη τήν ικανότητα να παρακολουθούμε τίς κινήσεις του. Όμως, εντελώς διαφορετικά θα είχε τό πράγμα αν οι εικόνες που σχηματίζονται μπροστά μας τήν ώρα που μιλάμε σε έναν τρίτο προέρχονταν από εμάς τούς ίδιους. Αυτό φυσικά αποκλείεται κατά τήν τρέχουσα συνειδησιακή κατάσταση. Αντίθετα, τέτοιες εικόνες προκύπτουν υποθετικά ή και διαρκώς, παραμένουν όμως τότε ασυνείδητες. Τά πράγματα όμως είναι διαφορετικά στη μέθη τού χασίς. Μπορεί τότε, όπως ακριβώς απέδειξε αυτό τό βράδυ, να υπάρξει μια θυελλώδης παραγωγή εικόνας, ανεξάρτητα από κάθε άλλη σταθεροποίηση και κάθε άλλον προσανατολισμό τής παρατηρητικότητάς μας. Ενώ οι εικόνες που αναδύονται ελεύθερα, και τίς οποίες με κανέναν τρόπο δεν προσέχουμε, μένουν συνήθως ασυνείδητες, υπό τήν επήρεια τού χασίς οι εικόνες προφανώς δεν χρειάζονται ούτε τό ελάχιστο τής προσοχής μας για να παρουσιαστούν μπροστά μας. Μπορεί πάντως η παραγωγή εικόνων να φέρει στο φως πράγματα τόσο έκτακτα και με τέτοια ταχύτητα ώστε, καθαρά λόγω τής ομορφιάς και τής αλλόκοτης υφής αυτών τών εικόνων, να μην μπορούμε να κάνουμε άλλο από τό να τίς παρατηρούμε
   κάθε λέξη που άκουγα από τόν Ε. – όπως τή διατυπώνω τώρα με μια κάποια ετοιμότητα που έχω να αναπαράγω διατυπώσεις τού ίδιου τού χασίς σε κατάσταση διαύγειας – μέ έστελνε λοιπόν σ’ ένα μακρύ ταξίδι. Για τίς ίδιες τίς εικόνες λίγα πια μπορώ να πω. Ήταν τέτοια η τεράστια ταχύτητα με τήν οποία εμφανίζονταν, σε μικρά πάντως, σχετικά, μεγέθη, και εξαφανίζονταν … τείχη, για παράδειγμα, ή θόλοι ή κάποια φυτά

   ένα ανήκουστο κύμα γέλιου ξέσπασε ανάμεσα στους άλλους, όταν μίλησα για τήν «παρακμή τής ζαχαροπλαστικής τέχνης»

…………………………………………..

   κατάθλιψη από τό χασίς, που πάει βαθιά χωρίς να βρίσκει πάτο. Αισθάνομαι σφόδρα ερωτευμένος με τήν Γκ. Παρατημένος έξω από κάθε μέτρο στην πολυθρόνα μου· υποφέρω που είναι μόνη της με τόν Ε. Κι όμως, κατά περίεργο τρόπο τή ζήλευε, απειλούσε συνεχώς ότι θα πηδήσει απ’ τό παράθυρο αν τόν εγκαταλείψει. Δεν τόν άφησε όμως. Σίγουρα υπάρχουν ήδη οι στέρεες βάσεις τής θλίψης μου

   η λύπη μου είναι τέτοια που πρέπει, για να μπορώ να ζω, να αρέσω συνεχώς

   ανεμόμυλοι που γονατίζουν από ένα παιδικό βιβλίο

   οι εικόνες θέλουν μόνο να ρέουν, δεν δίνουν δεκάρα για τίποτα

   η ανάμνηση είναι ένα λουτρό

   ειπώθηκε τότε : «Τό να καρφώνεις σχέδια στον άνεμο είναι μία αθλητικώς σωστή εκδήλωση»

   αργότερα : «Θα ’θελα να γράψω κάτι που να βγαίνει απ’ τά πράγματα, όπως τό κρασί απ’ τά σταφύλια»

 

 

 

περί τής αυτοκτονίας

 

 

περιδιάβαση προς τόν τάφο του στα πυρηναία (επάνω στην πλάκα έχει γραφτεί
η φράση του (από τίς «θέσεις για τήν έννοια τής ιστορίας»,
VII )) : «δεν υπάρχει
κανένα στοιχείο τού πολιτισμού που να μην είναι ταυτόχρονα και στοιχείο τής βαρβαρότητας»

es ist niemals ein Dokument der Kultur, ohne zugleich ein solches
der Barberei zu sein (Geschichtsphilosophische Thesen)

 

 

 

φιλμάκια για τό δοκίμιο τού μπένγιαμιν «τό έργο τέχνης τήν εποχή
τής τεχνικής αναπαραγωγιμότητάς του»

 

 

 

 

 

 

 

 

σύνδεσμοι

ολόκληρο τό «πρωτόκολλο» (στα αγγλικά) για τά πειράματα με χασίς όπιο και μεσκαλίνη που έκαναν (1927 – 1934) ο μπένγιαμιν και οι φίλοι του, μεταξύ τών οποίων ήταν και ο άλλος γερμανός φιλόσοφος ernst bloch 
μια σελίδα για τόν μπένγιαμιν
διεθνής εταιρεία μπένγιαμιν
ο μπένγιαμιν στη wiki ελληνικά, και αγγλικά
βιβλία τού μπένγιαμιν μεταφρασμένα στα ελληνικά
μία μελέτη περί τού βιβλίου στα αγγλικά («Hashish in Berlin : an Introduction to Walter Benjamin’s Uncompleted Work On Hashish») 
για τό βιβλίο επίσης ανάρτηση εδώ

 

 

 

τμήμα τού προλόγου από τήν αγγλική έκδοση τού βιβλίου :

 

  

  

 

  

 

 

 

12 Φεβρουαρίου 2011

ο υποδιοικητής και η λογοτεχνία (ή : ο άμλετ τού υποδιοικητή)

 
   

. 

«για τήν επόμενη επανάσταση ο πλανήτης θα συνεννοηθεί μέσω ίντερνετ» είχε πει παλιά ο υποδιοικητής…
: η αίγυπτος μάλλον δεν είναι η αρχή αλλά είχε τόση φαντασία : κι είμαστε ακόμα στην αρχή

 

υποσχέθηκα πέρσι να μεταφράσω τή συνέντευξη που πήρε ο κολομβιανός συγγραφέας γκαμπριέλ γκαρσία μαρκές από τόν μεξικάνο υποδιοικητή μάρκος, και να τήν βάλω στην ίδια ανάρτηση με τό κεφάλαιο τού «μονοδιάστατου άνθρωπου» τού γερμανού χέρμπερτ μαρκούζε, που θα ακολουθούσε, περί τέχνης και αισθητικής : νομίζω όμως ότι τής αξίζει εντέλει, και στην αρχή τού χρόνου, χωριστή ανάρτηση

{ η αρχική σελίδα «writings of subcommander marcos of the ezln» στο διαδίκτυο, που περιείχε διάφορα γραφτά τού υποδιοικητή και από τήν οποία πρωτοδιάβασα τή συνέντευξη (και έδωσα ένα πρώτο δείγμα της εδώ) έχει όπως φαίνεται κατέβει (ή επισκευάζεται…)· εντέλει βρήκα τή συνέντευξη στο αμερικάνικο περιοδικό nation στο τεύχος τής 2 ιουλίου 2001 (διαβάζεται ευκολότερα και από εδώ) (τό περιοδικό αναφέρει ότι πρόκειται για τμήμα μεγαλύτερης συνέντευξης που είχε πάρει από τόν υποδιοικητή, νωρίτερα τόν ίδιο χρόνο, τό περιοδικό cambio με τή συνεργασία τού  μαρκές)· διαβάζετε επίσης τήν ίδια συνέντευξη στ’ αγγλικά και σ’ αυτό τό μπλογκ

τελικά όμως βρήκα ολόκληρη τή συνέντευξη (στα αγγλικά, και σε μια λίγο διαφορετική μετάφραση) στο περιοδικό new left review (τεύχος 9, μάϊος – ιούνιος 2001) που δίνει και τήν πληροφορία ότι : «this interview was first published in «revista cambio», bogotá, 26 march 2001» με τόν υπότιτλο «interviewed by garcía márquez and roberto pombo just after the ezln’s entry into mexico city, marcos explains the strategy of zapatista patience and the literary origins of a revolutionary militant»

 (μπορεί επομένως, τώρα που τή βρήκα ολόκληρη, κάποια άλλη φορά να μεταφράσω και τό πρώτο μέρος τής συνέντευξης, που δόθηκε από τόν μάρκος αμέσως μετά τήν είσοδο τού ezln στην πόλη του μεξικού) }

 

          
        
η φωτογραφία από τήν ισπανική σελίδα τής συνέντευξης,
         ευγενής παραχώρηση τού τσαλ, ευχαριστούμε

.

βρίσκετε ακόμα τόν καιρό να διαβάζετε μέσα σ’ όλες αυτές τίς φασαρίες ;

ναι, γιατί αλλιώς… τί θα κάναμε ; παλιότερα στους άλλους στρατούς οι στρατιώτες ξέκλεβαν χρόνο για να καθαρίσουν τά όπλα τους και να ανασυγκροτηθούν… τά όπλα μας εμάς είναι τά λόγια μας, και τό οπλοστάσιό μας τό χρειαζόμαστε ανά πάσα στιγμή και πρέπει να τό φροντίζουμε

όλα όσα λέτε – και ως μορφή και ως περιεχόμενο – δείχνουν γερό λογοτεχνικό υπόβαθρο από τή μεριά σας. Πού οφείλεται και πώς τά καταφέρατε ;

από τά παιδικά μου χρόνια προέρχεται. Στη οικογένειά μου οι λέξεις είχαν αξία πολύ ιδιαίτερη. Βγήκαμε στον κόσμο μέσω τής γλώσσας. Δεν μάθαμε να διαβάζουμε στο σχολείο, μάθαμε ανάγνωση διαβάζοντας εφημερίδες. Και μάς έμαθαν και οι δύο, και η μητέρα μου και ο πατέρας μου, να διαβάζουμε βιβλία – τά οποία μάς αποκάλυψαν από πολύ νωρίς άλλα πράγματα. Ήταν σαν με τόν ένα ή τόν άλλο τρόπο να αποκτήσαμε τήν επίγνωση πως η γλώσσα δεν ήταν και τόσο τρόπος για να επικοινωνούμε αναμεταξύ μας όσο κυρίως τό μέσο για να χτίσουμε κάτι. Ήταν δηλαδή περισσότερο ευχαρίστηση και λιγότερο καθήκον ή υποχρέωση. Από τήν άλλη, όταν έρχεται η εποχή τής παρανομίας, που ’ναι ένας κόσμος στον οποίο οι αστοί διανοούμενοι δεν συμμετέχουν, τά λόγια δεν απολαμβάνουν και τής μεγαλύτερης εκτίμησης. Υποβιβάζονται, θεωρούνται δευτερεύοντα. Όμως μόλις μπεις στις κοινότητες τών ιθαγενών η γλώσσα γίνεται καταπέλτης : συνειδητοποιείς ότι υπάρχουν πράγματα που οι λέξεις σου δεν μπορούν να τά πουν, κι αυτό σέ κάνει να θες να αναπτύξεις τίς δυνατότητες τής γλώσσας σου, να παλέψεις με τίς λέξεις – να γυρνάς και να ξαναγυρνάς στις λέξεις για να τίς οπλίσεις και τίς αφοπλίσεις

δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνέβη και τό αντίστροφο – δηλαδή αυτός ο έλεγχος και η γνώση τής γλώσσας ακριβώς να έκαναν δυνατή τήν πραγματοποίηση μιας νέας φάσης για τόν αγώνα ;

μα είναι σαν ένα μπλέντερ, δεν ξέρεις με ποια σειρά ρίχτηκαν μέσα τά πράγματα, καταλήγεις όμως να ’χεις στα χέρια σου στο τέλος ένα κοκτέϊλ

να ρωτήσουμε γι’ αυτή τήν οικογένεια ;

ήταν μια αστική οικογένεια. Ο πατέρας μου που ήταν η κεφαλή της είχε κάνει δάσκαλος σε χωριά τήν εποχή τού lázaro cárdenas τότε που, όπως μάς έλεγε, κόβαν τ’ αυτιά τών δασκάλων που κατηγορούνταν για κομμουνιστές. Η μητέρα μου ήταν επίσης δασκάλα στην επαρχία μέχρι που έφυγε. Και σιγά–σιγά γίναμε μια οικογένεια μεσοαστική – δεν είχαμε οικονομικά προβλήματα. Όλ’ αυτά βέβαια στις επαρχίες, όπου ο μορφωτικός σου ορίζοντας καθορίζεται από τίς κοινωνικές σελίδες τής τοπικής φυλλάδας. Ο έξω κόσμος κι η μεγάλη πόλη, η πόλη τού μεξικού, είχαν εκείνη τή φοβερή γοητεία εξαιτίας τών βιβλιοπωλείων τους. Γίνονταν όμως και γιορτές βιβλίων στις επαρχίες και έτσι μπορούσαμε ν’ αγοράσουμε μερικά πράγματα. Ο γκαρσία μάρκες, ο φουέντες, ο βάργκας λιόσα – ασχέτως με τίς ιδέες του – για να αναφέρω λίγους μόνο, μάς επισκέφτηκαν μέσω τών γονιών μου. Αυτοί μάς βάλαν να τούς διαβάσουμε. Με τά «εκατό χρόνια μοναξιάς» καταλάβαμε τί ήταν οι επαρχίες εκείνα τά χρόνια, και ο «θάνατος τού αρτέμιου κρουζ» μάς έδωσε να καταλάβουμε τί έγινε με τήν μεξικάνικη επανάσταση. Τό «dias de guardar» τού carlos monsiváis μάς εξήγησε τί συνέβαινε με τήν αστική τάξη. Όσο για τήν «πόλη και τά σκυλιά», αυτό ήταν από μια άποψη τό πορτραίτο μας αν και ελαφρώς απογυμνωμένο. Όλα υπήρχαν εκειμέσα. Βγαίναμε έξω στον κόσμο βυθιζόμενοι στη λογοτεχνία. Και λέω ότι αυτό μάς σημάδεψε : η είσοδός μας στον κόσμο δεν έγινε μέσα από τά επίκαιρα τών εφημερίδων αλλά με ένα μυθιστόρημα, με ένα δοκίμιο ή με ένα ποίημα : αυτό μάς έκανε τελείως διαφορετικούς. Μέσα απ’ αυτόν τόν καθρέφτη, σαν ένα πρίσμα, οι γονείς μου θέλησαν να αντικρύσω εγώ τόν κόσμο, κατά τόν ίδιο τρόπο που άλλοι δίνουν στα παιδιά τους ως πρίσμα τά μέσα μαζικής ενημέρωσης ή ένα μαύρο γυαλί μέσα από τό οποίο δεν μπορείς να πάρεις καν χαμπάρι τί γίνεται γύρω σου

 κι ο δον κιχώτης πού βρισκόταν μέσα σ’ όλ’ αυτά τά διαβάσματα ;

όταν ήμουν δώδεκα χρονών μού χαρίσανε ένα υπέροχο βιβλίο με χοντρό εξώφυλλο – ήταν ο «δόν κιχώτης τής μάντσα». Τόν είχα διαβάσει, αλλά πιο παλιά, σε μια απ’ αυτές τίς παιδικές εκδόσεις. Ήταν ένα βιβλίο ακριβό κι ένα δώρο πολύτιμο – κάπου πρέπει να υπάρχει ακόμα. Ο σαίξπηρ έφτασε ακριβώς μετά. Αλλά αν ήταν να μιλήσω για τή σειρά με τήν οποία ήρθανε τά βιβλία, πρώτη ήταν η λατινοαμερικάνικη έκρηξη, ύστερα ο θερβάντες, ύστερα ο garcía lorca, κι ύστερα ήταν μια εποχή με ποίηση μόνο. Επομένως λοιπόν, είσαι κι εσύ [δείχνοντας τόν μαρκές] εν μέρει υπεύθυνος για όλ’ αυτά

υπήρχαν οι υπαρξιστές και ο σαρτρ πουθενά σ’ όλ’ αυτά ;

όχι. Αυτά αργήσανε : σαφέστατα, και στον υπαρξισμό, και, πριν απ’ τόν υπαρξισμό, στην επαναστατική φιλολογία φτάσαμε όταν είχαμε πλέον αρκετά διαβρωθεί – όπως θα λέγαν οι ορθόδοξοι : συνεπώς τήν εποχή που πήγα στον μαρξ και τόν ένγκελς είχα πια διαφθαρεί εντελώς από τήν ειρωνεία και τό χιούμορ τής λογοτεχνίας

δεν διαβάζατε πολιτική θεωρία ;

αρχικά, όχι : από τ’ αλφαβητάρι μου μεταπήδησα κατευθείαν στη λογοτεχνία και πολύ αργότερα στα θεωρητικά και πολιτικά κείμενα – αυτά τά ’πιασα τήν εποχή περίπου τού γυμνασίου

οι συμμαθητές σας πιστεύανε ότι είσαστε, ή μπορεί να γίνετε ποτέ, κομμουνιστής ;

μπα δεν νομίζω, τό πιο πολύ που μού ’χαν πει ήταν ότι ήμουνα σα ραπανάκι : κόκκινος απέξω κι άσπρος από μέσα

τί διαβάζετε τώρα ;

έχω πάντα πλάϊ μου τόν δον κιχώτη και κουβαλάω μαζί μου συνήθως και τίς τσιγγάνικες μπαλάντες (τό romancero gitano) τού garcía lorca. Ο δον κιχώτης είναι τό καλύτερο βιβλίο που υπάρχει στον κόσμο για τήν πολιτική θεωρία, κι ακολουθούν ο άμλετ και ο μάκβεθ. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να κατανοήσει κανείς τήν τραγωδία και τήν κωμωδία τής πολιτικής κατάστασης στο μεξικό από τόν άμλετ, τόν μάκβεθ, και τόν δον κιχώτη. Αξίζουν πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε πολιτική ανάλυση

γράφεις με τό χέρι ή στον κομπιούτερ ;

στον κομπιούτερ. Μόνο σ’ αυτή τήν πορεία έγραψα πολύ με τό χέρι, γιατί δεν είχα τόν χρόνο να δουλέψω κανονικά. Κανονικά γράφω ένα πρώτο πρόχειρο, κι ύστερα τό διορθώνω και τό διορθώνω και τό ξαναδιορθώνω. Θα νομίζετε ότι κάνω πλάκα αλλά συνήθως είναι έτοιμο στην έβδομη διόρθωση

τί βιβλίο γράφετε τώρα ;

ήθελα να γράψω μια τρέλα, ένα πράγμα παράλογο : να εξηγήσω τόν εαυτό μας στον εαυτό μας από τήν πλευρά τού εαυτού μας, τό οποίο είναι κατ’ ουσίαν αδύνατο. Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε και να διηγηθούμε τό παράδοξο που αποτελούμε : γιατί ένας επαναστατικός στρατός δεν στοχεύει στην κατάληψη τής εξουσίας, και γιατί ένας στρατός δεν πολεμάει – εφόσον αυτή είναι η δουλειά του… Όλα τά παράδοξα τού κόσμου που αντιμετωπίσαμε : τό πώς μεγαλώναμε, τό πώς δυναμώναμε, μέσα σε μια κοινότητα τόσο απόμακρη και αποξενωμένη απ’ τήν κατεστημένη κουλτούρα

αν όλοι ξέρουν ποιος είσαι τότε προς τί η μάσκα ;

κομμάτι κοκεταρία. Πάντως ούτε ξέρει κανείς ποιος είμαι ούτε νοιάζεται. Αυτό που μετράει εδωπέρα είναι τό ποιος είναι ο υποδιοικητής μάρκος τώρα, κι όχι τό ποιος ήταν ξεκινώντας.

 

 

αυτός λοιπόν ο άνθρωπος εμένα μ’ αρέσει και μού εμπνέει εμπιστοσύνη όχι μόνο γιατί αγαπάει τήν τέχνη (καθόλου δεν είθισται), αλλά και γιατί έχει χιούμορ και δεν έχει καθόλου σοβαροφάνεια : πέρα από τό ότι έχει και μια πολύ καλά οργανωμένη αναρχική συνείδηση, που για μένα συμπυκνώνεται (τό ’χω πει τού λόγου μου αλλού  : δεν υπάρχει κατάργηση τής εξουσίας αν δεν καταργηθεί πρώτα η δικιά σου) στη φράση when we say “no” to leaders, we are also saying “no” to ourselves.

πιστεύω λοιπόν ακράδαντα [και όχι γιατί έχω παρακολουθήσει κάθε πτυχή τής πορείας του – συγγραφέας είμαι, και τό σταθερό ενδιαφέρον μου είναι η λογοτεχνία, η οποία όπως είπε και ο ezra pound είναι εργασία πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και ένα επάγγελμα κερατένιο τό οποίο σού ζητάει κάθε μέρα να είσαι στη διάθεσή του, και απορώ πώς βρίσκω καιρό ν’ ασχολούμαι και με τό μπλογκ – αλλά τέλος πάντων αφού ασχολούμαι έστω και με διαλείμματα και με τό μπλογκ ας συμπληρώσω τή σκέψη μου η οποία είναι ότι : ]

ο υποδιοικητής δεν θα προδώσει ποτέ όσα αγαπάει και είμαι σίγουρη πως θα επιμείνει ώς τό τέλος σ’ αυτά που τόν συνδέουν με τόν κόσμο (και όχι σ’ αυτά που θα τόν συνέδεαν με μια καριέρα * ) και ότι επομένως αξίζει τόν κόπο να τόν αγαπάει κανείς : διότι ενσαρκώνει μιαν ελπίδα για τόν αιώνα και τήν χιλιετία που μπήκε : τήν ελπίδα ότι η επανάσταση, η εξέγερση, η αλλαγή στο μυαλό τήν καρδιά και τή ζωή μας, δεν θα γίνει με μέτρο τά συνηθισμένα ώς τώρα – δεν θα γίνει με μέτρο δηλαδή μόνο τήν πείνα αλλά και τήν υπόλοιπη ανθρώπινη κατάσταση : τό να είσαι γυναίκα, παιδί, ομοφυλόφιλος, μαύρη, κίτρινη, κόκκινη, να αγαπάς τήν τέχνη, να μη θέλεις να δουλέψεις για τό κράτος, να μη θέλεις να δουλέψεις για κανέναν – να θέλεις να ζήσεις ελεύθερη κι ευτυχισμένος *

 

                 

 

*  τέτοια πράγματα δεν θα κατορθωθούν βέβαια με τά ανέκδοτα τού περιοδεύοντος σοφού τών βαλκανίων : (τόν όρο «βαλκάνιος» τόν χρησιμοποιώ, όπως ξέρουν όσοι μέ διαβάζουν, ως ηθική κατηγορία και όχι γεωγραφική : ο όρος βαλκάνιος σημαίνει για μένα δηλαδή τόν κακομαθημένο άντρα, λευκής ή άλλης φυλής, που δεν θέλει να ξεκολλήσει από τόν  μισογυνισμό και τήν ξενοφοβία στα οποία τόν έμαθε η οικογένεια και η λοιπή κοινωνία, ακόμα και η αριστερά στην οποία μπορεί να ανήκει, και ο οποίος θεωρεί κάποιου είδους συνδιαλλαγή με τήν εξουσία, επίσης φυσιολογική για τή ζωή του : ακόμα και τό να γίνει εξουσία ο ίδιος δεν τό θεωρεί συνεπώς αποτρόπαιο, αλλά αποτέλεσμα σοφής κατάληξης, σοφής θεωρίας, και σοφής καριέρας.) Και για να ολοκληρώσω ένα προηγούμενο σχόλιo με τήν ευκαιρία : Ένας τέτοιος άντρας είθισται να χρησιμοποιεί τή θεσμοθετημένη βία κατά τού (άλλου) μισού τού πλανήτη, ως ευκαιρία για να γελάσει παρέα με τό (ελεήμον) κοινό του : και δεν τόν αθωώνει τό ότι εξηγεί στο τέλος (3.13΄ λεπτό) – επειδή φοράει και τή μάσκα τού αμερικανού ή τού ευρωπαίου τέλος πάντων – πως «και οι γυναίκες λένε τέτοια ανέκδοτα» : οι γυναίκες μπορεί να λένε, αυτός δεν επιτρέπεται να λέει –

   αλλά οι ευαισθησίες, και η χειραφετημένη συνείδηση, είναι σαφές ότι δεν διδάσκονται (αν δεν έχεις ήδη μέσα σου μια καταραμένη προδιάθεση για τέτοια πράγματα) : ο άντρας αυτού τού είδους γελάει λοιπόν αθώα, και αν τού κάνεις κριτική θα σού πει ότι είσαι και κατά τού γέλιου. Αν ήταν όντως φιλόσοφος όμως, και όχι πασίχαρος περιπλανώμενος δερβίσης, θα τό ήξερε : όπως τό ήξερε καλά ο (ανθρωπολόγος, και καθόλου φιλόσοφος) πιερ μπουρντιέ, που διακήρυξε ότι τό να μιλάει εξ ονόματος τών γυναικών ένας άντρας, είναι έμπρακτη συμμετοχή σε μια μορφή συμβολικής βίας, κατά τήν οποία τό να γίνεις αυτές είναι εύκολο, και είναι ζήτημα δικής σου απόφασης : γιατί (συμβολικά) η ιδιότητα τού «άλλου» είναι ξέφραγο αμπέλι  στη διάθεσή σου – εφόσον είσαι άντρας –

   η πραγματικότητα είναι ανήλεη όμως – δυστυχώς : άλλο λοιπόν εκ γαλλίας κι άλλο εκ σλοβενίας, όπως άλλο εκ κολομβίας κι άλλο εκ μεξικού, ή αργεντινής ( : και πάλι, ηθικής κατηγορίας είναι τά ονόματα τόπων, όχι γεωγραφικής … )

   έτσι τό μεξικό ξάφνου (μπορεί να) έρχεται πολύ κοντά μας – και μάλιστα πολύ κοντύτερα από τή γειτονιά μας τών βαλκανίων : Γιατί ο μεξικάνος διανοούμενος που συμπάσχει με τούς άφωνους στην πατρίδα του και τόν άλλο πλανήτη, δεν φοράει τή μάσκα για να πάρει (και να σφετεριστεί) τή φωνή τους ώστε να κάνει καλύτερη καριέρα σε, οποιοδήποτε, πανεπιστήμιο : φοράει τή μάσκα ως ηχείο, αντηχείο και τηλεβόα, τής φωνής τών άλλων – όταν λέει «είμαι γυναίκα εδώ» και «ομοφυλόφιλος εκεί» τό κάνει δηλαδή με κίνδυνο τής ζωής του, και γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει ανέκδοτο : μπορούμε όμως να τόν αγαπάμε

   να τόν αγαπάμε και να τόν θαυμάζουμε (βέβαια) σε πείσμα τών υποκωμικών και υπερκωμικών υπανάπτυκτων φιλοσοφούντων (τό λινκ παραπέμπει σε συνέντευξη για τήν οποία καμάρωσε προ καιρού η εφημερίδα «αυγή»)

    

 

 

 

τό κείμενο που ακούγεται είναι μια συντομευμένη παραλλαγή ενός ποιήματος που δόθηκε αρχικά ως απάντηση από τόν υποδιοικητή
όταν κάποιοι (ευφυείς) κυκλοφόρησαν τή φήμη ότι είναι ομοφυλόφιλος μπας και τόν μειώσουν λίγο στη συνείδηση τών «οπαδών του»
– ως αναρχικός είμαι σίγουρη ότι σιχαίνεται, τόσο τήν τελευταία  λέξη όσο και τήν πραγματικότητα που υπονοεί :
«ναι, ο μάρκος είναι ομοφυλόφιλος… ο μάρκος είναι γκαίη στο σαν φραντσίσκο μαύρος στη νότια αφρική μετανάστης από τήν ασία
στην ευρώπη… αναρχικός στην ισπανία… εβραίος στη γερμανία… τσιγγάνος στην πολωνία… κομμουνιστής τήν εποχή
τού ψυχρού πολέμου και ζωγράφος χωρίς έργα και χωρίς γκαλερί : ειρηνιστής στη βοσνία, νοικοκυρά πνιγμένη στη μοναξιά τό σαββατόβραδο
σ’ όλες τίς γειτονιές και τίς πόλεις τού μεξικού… απεργός… μικροδημοσιογράφος… μια γυναίκα μόνη στο μετρό στις 10 η ώρα τό βράδυ…
είναι ένας αγρότης χωρίς γη, ένας εργάτης χωρίς δουλειά, ένας θλιμμένος φοιτητής, ένας συγγραφέας
που δεν έχει ούτε βιβλία ούτε αναγνώστες, και, φυσικά, είναι ένας ζαπατίστας
στα βουνά τού μεξικού : ο μάρκος είναι ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος
σ’ αυτό τόν κόσμο : είναι οι μειονότητες αυτού τού κόσμου, που καταπιέζονται, που βρίσκονται
στο περιθώριο, που άλλοι τίς εκμεταλλεύονται :
που κάποια στιγμή αντιστέκονται και λένε ‘ώς εδώ’…
ναι, είναι οι μειονότητες που τώρα αρχίζουν
να μπορούν να μιλάνε, και οι πλειονότητες
που καλά θα κάνουν να σκάσουν και ν’ αρχίσουν ν’ ακούνε… είναι
οι άνθρωποι που συναντούν μπροστά τους
τή μισαλλοδοξία και που ψάχνουν να βρουν
έναν τρόπο να εκφραστούν… Ο μάρκος
είναι αυτό που κάνει τήν εξουσία να
ξεβολεύεται, και τήν ήσυχη συνείδηση αυτών που έχουν τήν εξουσία να ανησυχεί»

 

      

 

1 Ιουνίου 2010

ινφάντες κι ιντιφάντες

  

όταν οι εβραίοι (μπορούν να) πατάνε πάνω στη φρίκη που έζησαν (ως άτομα) από τόν φασισμό για να μετατραπούν οι ίδιοι (σαν κράτος) σε φασίστες, τότε ο Λόγος (που θα ’λεγαν και οι φιλόσοφοι) τουλάχιστον αποσβολώνεται. Και δεν ισχύει ούτε καν αυτό που είπε κάποτε ο τέοντορ αντόρνο (από τούς στυλοβάτες μαζί με τόν χέρμπερτ μαρκούζε και τόν μαξ χορκχάϊμερ τής «κριτικής θεωρίας» με τήν οποία σάς απασχολώ στα τελευταία ποστ, και θα συνεχίσω… αλλά αυτή εδώ η παρένθεση μού επιβάλλεται, είναι  κατανοητό) ότι «μετά τό άουσβιτς δεν μπορεί να γραφτεί πια ποίηση» : είναι μάλλον αναγκασμένος να υποστηρίξει κανείς ότι – με όσα γίνονται εδώ και χρόνια στην παλαιστίνη – χάνει τά λόγια της και τραυλίζει και η ίδια η Ιστορία

(δεν ξέρω πόσοι και πόσες θυμούνται ότι η ελληνίδα συγγραφέας λιλή ζωγράφου που είχε γράψει κάποτε τό βιβλίο «μίκαελ – ποιος σαν τόν θεό» για τά βασανιστήρια τών εβραίων από τούς ναζί (ένα βιβλίο σπουδαίο για ένα παιδί που θα τό διάβαζε τότε, αν είχε μάλιστα διαβάσει πιο πριν και τόν «τελευταίο τών δικαίων» τού αντρέ σβαρτς-μπαρτ, που θα είχε σημαδέψει τελειωτικά τήν ψυχολογία του κάνοντάς το να ζει στον ύπνο του και στον ξύπνο του τήν φρίκη τών πάλαι ποτέ ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, με τήν μοναδική (παιδική – και έτσι αυτά συγχωρούνται) τότε αυταπάτη ως παρηγοριά, ότι επρόκειτο για τελειωτικά τελειωμένες φρίκες) αρνήθηκε η τίμια γυναίκα μετ’ επιτάσεως να τό επανεκδόσει με τόν ίδιο τίτλο αργότερα, όταν είχαν αρχίσει πια τά όργανα τής αναπάντεχης καινούργιας κτηνωδίας  στην παλαιστίνη – και τό βιβλίο σήμερα κυκλοφορεί με τό όνομα «οι εβραίοι κάποτε»)

διότι βέβαια : οι εβραίοι κάποτε δεν μπορεί (ως πραγματικότητα) να δικαιολογεί τούς εβραίους σήμερα (ή ποτέ)… η ιστορία τών ατόμων (και τών λαών) δεν είναι δυνατόν να χρησιμεύει ως δικαιολογία – αν θέλουμε να μιλάμε για Ιστορία κι όχι για (θλιβερά λειψή κιόλας) ψυχοθεραπεία αξιολύπητων ψυχασθενών που διακατέχονται από τήν απλούστερη  και συνηθέστερη μεν εξουσιομανία τήν οποία μπορούν όμως αυτοί να κρύβουν πίσω από συμπλέγματα περασμένων μεγαλείων που δηγώντας τα να κλαις : η ιστορία μπορεί να χρησιμέψει (αν ποτέ χρησιμέψει…) ως μνήμη συγκροτημένη και ανήλεη που θα ακονίσει τήν κριτική μας ικανότητα και τή λογική μας (αν μπορούμε να τήν έχουμε και να τήν διατηρούμε), δεν είναι όμως η ιστορία άσυλο κατά συρροήν  δολοφόνων – και δεν παρέχει η μνήμη κανένα συχωροχάρτι

δεν αισθάνομαι ότι μπορώ να πω τίποτ’ άλλο σήμερα. Παραθέτω έτσι απλώς ένα κείμενο σχετικό (αφιερωμένο στις νεκρές και στους νεκρούς – παλαιστίνιους και μη – άλλωστε είμαστε υποχρεωμένοι πια να είμαστε όλοι παλαιστίνιοι όπως κάποτε (θεωρούσαμε) (ακόμα και όσοι ζήσαμε κατόπιν εορτής) ότι είμασταν όλοι εβραίοι), που οι φίλοι τού περιοδικού «σημειώσεις» έκριναν άξιο προδημοσίευσης από ένα βιβλίο μου ανέκδοτο πριν κάτι μήνες – και προτιμώ να αφήσω αυτό να μιλήσει τώρα αντί για μένα

(και μη μού πείτε ότι γίνομαι μάντης κακών, γιατί δεν μπορώ άλλωστε κιόλας… η φρίκη είναι ένα βήμα μπροστά μας πάντοτε…)

     

vienne la nuit

           Σού φέρνει θλίψη να τελειώνει ένα βιβλίο ακόμα κι αν ξέρεις ότι πάντα ήξερες ότι δεν θα τό εκδόσεις ποτέ: Είναι ένα είδος φυγής ο αποχωρισμός σου από ένα πείραμα που στη διάρκειά του πέρασες τόσα και είδες εικόνες που δεν μπορούσαν να σέ κάνουν να γελάσεις πολύ, όμως άλλες φορές χαμογέλασες κιόλας με κάποιους – όμως πέρα, στην έξω ζωή, αυτή δηλαδή που συνεχιζότανε έξω όσο έγραφες, όλα ήταν μάλλον (συνέχεια) χειρότερα: Ας γυρίσω λοιπόν πάλι για λίγο στη γλώσσα που είναι ένα θέμα που μέ παρηγορεί έστω ελάχιστα:

           Ας ξαναγυρίσω λοιπόν σε μία σημείωση που κράτησα δηλαδή στην αρχή και στις μέρες που πέσανε τά αεροπλάνα και σκότωσαν τούς νεοϋορκέζους (κι αντί να τιθασσευτεί τότε τουλάχιστον ο (κάθε) πόλεμος ξεκίνησε και νέος γύρος με σκοπό να διαιωνιστούνε οι θάνατοι ευκαιρία περίφημη) και ξέσπασε έτσι η νέα (αυτή) ιντιφάντα, όπως πάντα τή λέγανε στα εδάφη τά κρίσιμα: Δυστυχισμένη ιστορία, ατέλειωτη: Κι όμως, είναι περίεργο, εμένα αυτή η τόσο τρομερή λέξη μού ’φερνε πάντα στο μυαλό κάτι ευχάριστο: Από τήν πρώτη φορά που τήν άκουσα (πριν χρόνια πολλά) ήμουνα μάλιστα σε διακοπές, είχε συμπέσει να είναι και καλοκαίρι, τό θυμόσαστε τότε, κι ήταν ακριβώς για όσους ξέρανε λίγο τά πράγματα που έμοιαζαν με τό μεσολόγγι αυτοί: Έτσι όπως είχαν κλειστεί πολιορκημένοι και προσηλωμένοι όλοι μέσα τους, και επαναλαμβανότανε πάλι η ίδια (αιώνια) ιστορία: τά μάτια όλων επάνω τους και οι άνθρωποι τρώγαν ποντίκια. Απεσταλμένοι από χώρες πολλές και κλεισμένοι εκειμέσα κι αυτοί, κάποτε λεγόντουσαν ιδεαλιστές ή φιλέλληνες: από τίς τηλεοράσεις τούς βλέπαμε δηλαδή κάθε μέρα, μάλλον κάθε απόγευμα μετά τήν ηλιοθεραπεία τό μπάνιο τή θάλασσα, χωριάτες τουρίστες ξένοι και ντόπιοι ερωτευμένοι κι ανέραστοι, όλοι μαζί καθισμένοι στα καφενεία με τούς καφέδες αποσβολωμένοι όλοι είχανε (τή μνήμη ή τήν επίγνωση) ότι όλα είχανε πάλι συμβεί και κοιτούσαν στην οθόνη τήν γυάλινη τά πρόσωπα που στέλνανε τώρα οι οπερατέρ, και μέσα σε όλα τά άλλα τά πρόσωπα σιωπηλά και τά πρόσωπα αυτών τών παιδιών: χλωμά και απορημένα βουβά και ανέγγιχτα: σαν μεσολόγγι ακριβώς: όλου τού κόσμου τά μάτια στραμμένα επάνω τους, με τήν ίδια ηρεμία ή ψυχρότητα σαν μεσολόγγι, όλοι (οι λογικοί) ήταν μαζί τους τό ίδιο κλίμα όπως με τούς φιλέλληνες (τρέχαν να παν να κλειστούν εκειμέσα και άλλοι πολλοί) (ήταν λίγοι που νοιάζονταν όχι για τά αρχαία και τίς ιστορίες αλλά θέλαν να πάνε με τούς κλεισμένους αυτοί) (που τρώγαν ποντίκια) και τό μάτι τώρα τού φωτογράφου να επιμένει (γενναία) να μεταφέρει, και μάτι και χέρι γενναίο που κινδυνεύει για να μεταφέρει, να γίνει τό μάτι σου: ζεις τήν πολιορκία από απόσταση, αλλά ακόμα κι αν δεν θέλεις τή ζεις. Έχεις δηλαδή τίς εικόνες που ακόμα κι αν εσύ δεν μπορείς, οι άλλοι τίς βλέπουνε: και τό ξέρεις αυτό και έτσι θα τίς δεις και μην βλέποντας.

           Γιατί τότε εμένα η λέξη ιντιφάντα μού φάνηκε απ’ τήν πρώτη στιγμή που τήν άκουσα περιέργως καλή και γλυκειά; Μ’ απασχολούσε τό ζήτημα δηλαδή για καιρό ώσπου (φέτος) κατάλαβα, μόλις έγινε η δεύτερη και τά είδα όλα πάλι ξανά: λες και με τήν επανάληψη ξεκαθάρισε η μνήμη (ή η λογική και η κρίση μου) και κατάλαβα πως, όπως ήμουν και έρμαιο τών ήχων μονίμως τήν είχα ενώσει απλώς στο μυαλό μου με τή λέξη ινφάντα: αυτό που πάνω απ’ όλα δηλαδή τότε είδα πως εμένα μέ θύμωσε ήταν τά κοριτσάκια: και γυναίκες και άντρες, φυσικά και παιδιά αλλά δεν υπήρχαν παιδιά: τά αγόρια ήτανε σαν απ’ τήν αρχή (τής ζωής τους ; ) άντρες όλα με απόφαση μέσα στο μάτι, πολεμούσαν κι αυτά (τί απόγνωση και τί μίσος εκείνο στο μάτι) κι έτσι πάνω απ’ όλα λοιπόν κοριτσάκια: μια μικρή ελισάβετ που δεν θα γινότανε να αφεθεί σαν τούς άντρες να πολεμήσει εκείνη ποτέ: με τή φρίκη λοιπόν τώρα τής θλίψης τής διπλής ήδη μέσα στο μάτι της, κι από τώρα με τό μαντηλάκι αυτό στο κεφάλι της μικρή τί μικρή, μια πριγκήπισσα τής ανισότητας μέσα στην ανισότητα που τούς σκέπαζε όλους, πόση θλίψη η μικρούλα στο μάτι απ’ τή φρίκη (μέσα κι όχι απλώς γύρω ή πάνω της) που τούς σκέπαζε όλους: Διότι εκείνες (οι άλλες) πριγκήπισσες (εκεινού τού ζωγράφου) (ντυμένες με τά πλούσια ισπανικά τους φορέματα) δεν στερήθηκαν (ούτε κι αυτές) σε επίγνωση μιας κάποιας θλίψης μολονότι (φυσικά) πλουσιότερες και (σχετικά) δυνατότερες θα μπορούσανε αυτές να ονειρεύονται – άχρηστα πράγματα (όπως τό ν’ αλλάξουν τό σπίτι τους με ένα σχέδιο ή να στείλουν τήν νταντά ή τή μάνα τους να κοιμηθεί στο ντουλάπι) – (αν τίς θύμωνε κάποια τους, με τή λίγη τους δύναμη πριν να αποδειχτούν και εκείνες παντελώς πια αδύναμες και αποδεχτούν τήν αδυναμία αυτή με θυμό ή με θλίψη (αλλά όπως και να ’χει αδύναμες τώρα μεγάλες κι αυτές)) (να ερωτεύονται άλλον να παντρεύονται άλλον να πεθαίνουνε όλοι από έρωτα κι από ζωή κι ο δον κάρλος κι αυτές και ο πόζα) όμως έτσι μικρές θα μπορούσαν τουλάχιστον μέσα στο σπίτι τους να κάνουνε σχέδια και ασφαλώς να ποζάρουνε και στον ζωγράφο ελαφρώς θυμωμένες: Ενώ αντίθετα τά κοριτσάκια που έβλεπα στην τηλεόραση μες στο κάδρο κι αυτό τό γυαλί δεν θυμώνανε καν με τήν μάνα τους γιατί ήταν εκεί κάθε μέρα στην αγκαλιά της (με τό μαντήλι κι οι δυό) ή στεκόντουσαν κρατημένα απ’ τή φούστα της και πλάϊ στα πόδια της (σκεπασμένα καλά, με τά δικά τους επίσης τά λιλιπούτεια ποδαράκια σκεπασμένα καλά (πώς να τρέξεις να πετάξεις πέτρες και να πολεμήσεις με τό φόρεμα να σέ μπερδεύει να μπλέκει στα πόδια σου – εκ γενετής επομένως ότι δεν είναι για πόλεμο, να τό μαθαίνουνε και να τό ξέρουνε και τά ρούχα και τά χέρια και τά πόδια αυτά)) και μάς κοιτούσαν κοιτώντας μονάχα τήν μαύρη απέναντι τή μηχανή που στερέωνε με τό πρόσωπό του στο δικό τους τό πρόσωπο ένας ξένος και άγνωστος: απορούσαν λοιπόν επομένως με τά μαύρα τά μάτια τους απορούσαν και αυτό μάς έλεγαν για τό μαύρο τό σύννεφο που τούς έπεσε στη δικιά τους ζωή – τόσο άχρηστο – χωρίς κούνια και χωρίς κρεβατάκι – μικρά και σοφά: κι όμως ίσως που δεν θα προλάβουνε να γίνουνε ούτε καν εφτά χρόνων: τί ποιητές και τί μουσικοί: τί ζωγράφοι και τί πεζογράφοι: ούτε καν εφτά χρόνων: Πού να τούς βρεις τώρα, σε ποιους τάφους και σε ποιες λογικές, σε ποιες πιθανότητες όταν δεν θα προλάβουν να γίνουνε ούτε καν εφτά χρόνων.

           Μού φαινόταν λοιπόν ότι η λέξη ιντιφάντα αυτές πάντα σήμαινε, κάτι σαν γλωσσικό και θρήνο και πένθος, επάνω σ’ αυτές, και μόνο επάνω τους, σ’ αυτές τίς πριγκήπισσες και τίς άγνωστες, τίς βασίλισσες τής καταστροφής στο πλινθόκτιστο σπίτι που τό βλέπανε πώς γκρεμιζότανε, ή τό περιμένανε και τό φοβόντουσαν και τό φανταζόντουσαν πως θα γκρεμιζότανε, πριν προλάβουνε καν να τό ζήσουν και να τό γνωρίσουνε κι όχι να κάνουνε και τά σχέδιά του και να τά δώσουν μετά στη μαμά, με αλλαγμένη ίσως τότε αδιόρατα τήν περίπλοκη εκείνου τού σπιτιού διαρρύθμιση και τό κρεβάτι αυτηνής από μία τρελλή τους κι ανόητη σαν ίσως έμπνευση μέσα στο κοίλωμα και τού βράχου και τού ντουλαπιού και τής μίας ντουλάπας με τόν μεσαιωνικό ουρανό σαν τό φέρετρο οι βασίλισσες τής καταστροφής και τού σκοταδιού και τού κρύου, τού νερόλακκου και τού ποντικιού, που κανείς δεν τίς ξέρει και θα μείνουν ατέλειωτα άγνωστες στον αιώνα που παίζει μαζί τους φριχτότερα κι ας περνάει τό πρόσωπό τους για μία στιγμή (αδιόρατη) από τόν φακό: επειδή θα πεθάνουν τήν άλλη στιγμή: κι όμως έτσι πανέμορφες και κοντές και μικρούλες αιώνια, αιώνια μικρές, αριστοκράτισσες τού χρόνου τού ανόητου ακόμα μικρές, με τά φαρδιά τους φορέματα να κρύβουν και τά πόδια τους και τά μαλλιά και να φεύγουν να στέλνουν τό βλέμμα τους από τά δικά τους ματαιωμένα ανάκτορα στα δικά μας ούτε καν μες στα σπίτια αλλά στην μηχανή, που κολλάει τό δικό της τό πρόσωπο στο δικό τους τό σπίτι και έτσι περνούν από τά δωμάτια και κοιτάζουνε και εξερευνούνε όχι εμένα αλλά τίς κούκλες που διέσωσα περιεργάζονται τά βιβλία που έσωσα ρίχνουν ματιές στο μηχάνημα άπληστα τής μουσικής και τραντάζονται θέλοντας η καθεμιά να χορέψει, και βλέπω πώς βλέπουν μ’ αυτά τά τεράστια μάτια ό,τι καν δεν τούς έλειψε γιατί δεν θα τό γνωρίσουν ποτέ, ό,τι καν δεν τούς κλέψανε γιατί δεν τό είχαν δεν τό έχουν και δεν θα τό έχουν ποτέ, μ’ αυτά τά τεράστια μάτια που δεν θα προλάβουν να γίνουν ούτε καν εφτά χρόνων και που δεν θα τόν έχουν τόν χρόνο να σκεφτούνε τό δέντρο τού χρόνου επειδή αυτές ζούνε κάτω του, επειδή αυτές ζούνε μέσα του εκεί, πριν τελειώσει για κείνες η νύχτα πριν τελειώσει για κείνες η ξαγρύπνια κι ο έρωτας, αξημέρωτες άϋπνες ατελείωτες αναπαλλοτροίωτες ινφάντες τού μέλλοντος.

(απόσπασμα από τό ανέκδοτο μυθιστόρημα «βιογραφίες αγνώστων», δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «σημειώσεις» τεύχος 70, δεκέμβριος 2009)

            

30 Μαΐου 2010

herbert marcuse «ο μονοδιάστατος άνθρωπος» / 2η συνέχεια

 

        

 

στην πρώτη συνέχεια, εκτός από μια μικρή δικιά μου εισαγωγή και τά πρώτα αποσπάσματα απ’ αυτό τό (ιστορικό αλλά ολοζώντανο) (και διάσημο (όσο κι αν τό ίδιο αντιστέκεται σ’ αυτού τού είδους τούς χαρακτηρισμούς)) βιβλίο, υπάρχουν στο τέλος και μερικοί σύνδεσμοι – πράγμα που θα συνεχίζεται σε κάθε ανάρτηση αφιερωμένη στον μονοδιάστατο άνθρωπο (άνθρωπο για όλες τίς εποχές (δυστυχώς) ουσιαστικά) τού χέρμπερτ μαρκούζε : στο σημερινό ποστ πρόσθεσα στο τέλος κι άλλα βιβλία του που έχουν εκδοθεί στα ελληνικά (να σημειώσω μόνο ότι η πρώτη εμφάνιση τού μαρκούζε στην ελλάδα έγινε στις αρχές τής δεκαετίας τού ’70 από τίς εκδόσεις κάλβος (τό έρως και πολιτισμός – τώρα υπάρχει σε μια επανέκδοση τής δεκαετίας τού ΄80) και είχε βγει κι ένα μικρό βιβλιαράκι στις εκδόσεις «ρόμβος» (ήτανε, αν θυμάμαι καλά, συμπίλημα κάποιων δοκιμίων του με τόν τίτλο «εξέγερση–αναρχισμός–μοναξιά» (δεν υπάρχει πια) : δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι οι εκδόσεις έρασμος είναι κυρίως που έβγαλαν συστηματικά βιβλία τής κριτικής θεωρίας – (δέστε για παράδειγμα μερικούς τίτλους  εδώ, εδώ και εδώ) όλες εκείνες τίς δεκαετίες πριν γίνει η «σχολή τής φραγκφούρτης» πλατύτερα γνωστή στην ελλάδα, και εκδοθούν κάποια «μεγάλα» έργα της (όπως η διαλεκτική τού διαφωτισμού τών χορκχάϊμερ & αντόρνο) και από «μεγάλους» εκδότες
η «κίνηση» (μια που μιλήσαμε και για γκουγκλίσματα αρκετά ώς εδώ) μού δείχνει ότι σάς ενδιαφέρει, κι ας διαβάζετε (οι περισσότεροι ή) οι περισσότερες (βλέπω μόνο αριθμούς!) χωρίς να γράφετε – δεν έχει σημασία, εγώ έτσι κι αλλιώς θα συνεχίσω : και για όσες και όσους μού έγραψαν, και για όσους διαβάζετε σιωπηλοί – για μένα είναι απόλυτα κατανοητές και σεβαστές και οι δύο στάσεις – εξάλλου δεν απόβλεψα στις έτοιμες δημοφιλίες ούτε στα προσωπικά μου γραφτά, τώρα, και με αφορμή τόν μαρκούζε, θα ενδιαφερθώ για τά τέτοια ;

 

 

 

πρώτο μέρος / η μονοδιάστατη κοινωνία / κεφάλαιο 1 : οι καινούργιες μορφές ελέγχου (συνέχεια)

 

είναι χαρακτηριστικός για τή σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία ο τρόπος που καταπνίγει τίς ανάγκες εκείνες που ζητούν απελευθέρωση – μαζί και τήν ανάγκη απελευθέρωσης από κάθε άνεση, ανάπαυση και κομφόρ – και παράλληλα στηρίζει και δικαιολογεί τήν καταστροφική δύναμη και τήν καταπιεστική λειτουργία τής κοινωνίας τής αφθονίας. Ο κοινωνικός έλεγχος γέννησε τήν ακατάπαυστη ανάγκη να παράγεται και να καταναλώνεται τό περιττό, τήν ανάγκη τής αποκτηνωτικής δουλειάς που δεν είναι πραγματικά αναγκαία, τήν ανάγκη μορφών ξεκούρασης που υποβοηθούν και οξύνουν αυτή τήν αποκτήνωση, τήν ανάγκη να διατηρούνται απατηλές ελευθερίες, όπως η ελευθερία τού ανταγωνισμού ανάμεσα σε τιμές απ’ τά πριν καθορισμένες, η ελευθερία ενός αυτολογοκρινόμενου τύπου, η ελευθερία τέλος να διαλέγεις ανάμεσα στις μάρκες και στα γκάτζετς.

περιχαρακωμένη από ένα καταπιεστικό σύνολο, η ελευθερία μπορεί να γίνει αποτελεσματικό όργανο καταπίεσης

η δυνατότητα να εκλέγεις ελεύθερα αφέντες δεν εξαλείφει ούτε τούς αφέντες ούτε τούς δούλους

κι αν τό άτομο εκδηλώνει τό ίδιο με τή σειρά του τίς ανάγκες που άλλοι τού επέβαλαν, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αυτόνομο, απλούστατα σημαίνει ότι ο έλεγχος είναι αποτελεσματικός

ο ετεροκαθορισμός δεν αρχίζει τή στιγμή που γίνεται μαζική παραγωγή ραδιοφώνων και μηχανών τηλεόρασης, τών οποίων ο έλεγχος γίνεται εξάλλου συγκεντρωτικά. Όταν οι άνθρωποι μπαίνουν σ’ αυτή τή φάση, έχουν από πολύ πριν αλλοτριωθεί. Εκείνο που έχει τώρα σημασία είναι ότι αμβλύνεται η αντίθεση (ή η σύγκρουση) ανάμεσα στο δυνατό και στο διαδεδομένο, ανάμεσα στις ικανοποιημένες ανάγκες και στις ανάγκες που δεν έχουν ικανοποιηθεί. Αυτό που ονομάζουν εξίσωση τών τάξεων φανερώνει εδώ τήν ιδεολογική του λειτουργία : τό γεγονός ότι ο εργοδότης κι ο εργάτης βλέπουν τό ίδιο πρόγραμμα στην τηλεόραση, ότι η δακτυλογράφος ντύνεται τό ίδιο καλά με τήν κόρη τού διευθυντού της, ότι ο Νέγρος διαθέτει Κάντιλακ, κι ότι όλοι διαβάζουν τήν ίδια εφημερίδα, δεν σημαίνει κι ότι οι τάξεις εξαφανίστηκαν. Αντίθετα δείχνει μέχρι ποιο βαθμό οι καταπιεζόμενες τάξεις συμμετέχουν στις ανάγκες και τίς ικανοποιήσεις που εξασφαλίζουν τή διατήρηση τών κυρίαρχων τάξεων

μπορεί να γίνει διάκριση ανάμεσα στην ψυχαγωγία και στους εκνευρισμούς που προσφέρει τό αυτοκίνητο ; ανάμεσα στις φρικαλεότητες τής αρχιτεκτονικής και στις ανέσεις που δίνει ; ανάμεσα στη δουλειά για τήν εθνική άμυνα και στη δουλειά για να συσσωρεύουν κέρδη τά τραστ ; ανάμεσα στην προσωπική μας ηδονή και στα εμπορικά και πολιτικά συμφέροντα που σχετίζονται με τήν αύξηση τών γεννήσεων ;

βρισκόμαστε μπροστά σε μια απ’ τίς θλιβερότερες πλευρές τής αναπτυγμένης βιομηχανικής κοινωνίας : τόν ορθολογιστικό χαρακτήρα τής ανορθολογικότητάς της

στο βαθμό που μετατρέπει τόν κόσμο–αντικείμενο σε διάσταση τού ανθρώπινου πνεύματος και σώματος, η ίδια η έννοια τής αλλοτρίωσης γίνεται προβληματική. Οι άνθρωποι αναγνωρίζουν τούς εαυτούς τους στα εμπορεύματά τους, βρίσκουν τήν ψυχή τους στο αυτοκίνητό τους, στην ταινία υψηλής πιστότητας που έχουν, στο σπίτι τους με τά δύο επίπεδα, στον τεχνικό εξοπλισμό τής κουζίνας τους

σήμερα ο τεχνικός έλεγχος έχει γίνει η ενσάρκωση τής Λογικής, είναι στην υπηρεσία όλων τών ομάδων, όλων τών κοινωνικών συμφερόντων – έτσι ώστε κάθε αντίθεση να μοιάζει ακατανόητη και κάθε αντίσταση αδύνατη

η πνευματική και συναισθηματική άρνηση τού κονφορμισμού θεωρούνται σαν δείγμα νεύρωσης και αδυναμίας

τό άτομο έχει κατακτηθεί  ο λ ο κ λ η ρ ω τ ι κ ά  από τή μαζική παραγωγή και διανομή, και η βιομηχανική ψυχολογία έχει από πολύ καιρό ξεπεράσει τά όρια τού εργοστασίου

η απώλεια εκείνου τού πνεύματος όπου η αρνητική σκέψη εύρισκε τή δύναμή της – τήν κριτική δύναμη τού Λόγου – είναι τό ιδεολογικό αντίκρυσμα τής υλικής διαδικασίας με τήν οποία η βιομηχανική κοινωνία αμβλύνει και συμφιλιώνει τίς αντιθέσεις

η έννοια τής αλλοτρίωσης γίνεται προβληματική όταν τά άτομα ταυτίζονται με τήν ύπαρξη που τούς επιβάλλεται, και αφενός πραγματοποιούνται και αφετέρου ικανοποιούνται μέσα σ’ αυτήν. Η ταύτιση αυτή δεν είναι απατηλή· είναι πραγματική. Αυτή όμως η πραγματικότητα δεν αποτελεί παρά ένα ακόμα πιο προχωρημένο στάδιο αλλοτρίωσης· έγινε μ’ άλλα λόγια ολοκληρωτικά αντικειμενική – και τό αλλοτριωμένο υποκείμενο απορροφήθηκε από τήν αλλοτριωμένη του ύπαρξη : Δεν έχει πια παρά μία μόνο διάσταση, σε οποιοδήποτε τόπο και υπό οποιαδήποτε μορφή. Τά επιτεύγματα τής προόδου δεν φοβούνται μη συναντήσουν ιδεολογική αμφισβήτηση και εξάλλου αδιαφορούν για τή δικαίωσή τους : η «πλαστή συνείδηση» τού ορθολογισμού μετατράπηκε ενώπιον τών δικαστών της σε συνείδηση αληθινή

τά προϊόντα πλάθουν και καθορίζουν μια ψυχολογία. Διαμορφώνουν μια πλαστή συνείδηση που είναι ανίκανη να νιώσει τήν πλαστότητά της. Κι όταν τά προϊόντα αυτά γίνουν προσιτά σ’ ένα μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων και σε πολυπληθέστερα κοινωνικά στρώματα, τότε η δημοσιότητα δημιουργεί έναν τρόπο ζωής. Είναι ένας τρόπος ζωής καλύτερος από τόν προηγούμενο, και γι’ αυτό, επειδή είναι καλύτερος, αντιστέκεται σε κάθε ποιοτική αλλαγή. Έτσι διαμορφώνεται η  μ ο ν ο δ ι ά σ τ α τ η   σ κ έ ψ η  κ α ι   σ υ μ π ε ρ ι φ ο ρ ά

η «ριζική αλλαγή τού τρόπου σκέψης μας» βρίσκεται στον τρόπο που τό κυρίαρχο σύστημα εναρμονίζει όλες τίς ιδέες και τίς προσδοκίες μ’ αυτές που τό ίδιο παράγει, στον τρόπο που τίς απορροφά και στον τρόπο που απαλλάσσεται απ’ όσες είναι ασυμβίβαστες μ’ αυτό. Η εγκαθίδρυση αυτής τής μονοδιάστατης πραγματικότητας δεν σημαίνει ότι βασιλεύει ο υλισμός, ότι οι πνευματικές και μεταφυσικές ενασχολήσεις και οι μποέμικες εκδηλώσεις εξαφανίστηκαν. Αντίθετα, κυκλοφορούν πολλά «ας προσευχηθούμε μαζί αυτή τήν εβδομάδα», πολλά «γιατί να μη δοκιμάσουμε τόν Θεό;», πολλά Ζεν, πολύς «υπαρξισμός», πολλοί «μπήτνικς». Αυτές όμως οι μορφές διαμαρτυρίας και υπέρβασης δεν αντιμάχονται τό στάτους κβο, δεν αρνούνται. Αποτελούν μάλλον τό τελετουργικό μέρος ενός πρακτικού μπηχαβιορισμού, τήν ανώδυνη άρνησή του, αφομοιώνονται απ’ τό στάτους κβο γρήγορα κι αποτελούν μέρος τής υγιεινής του δίαιτας.

η μονοδιάστατη σκέψη ευνοείται συστηματικά από τούς χειριστές τής πολιτικής και από τούς προμηθευτές μαζικής πληροφορίας που οι χειριστές αυτοί έχουν στη διάθεσή τους

η κίνηση τής σκέψης αναχαιτίστηκε με φραγμούς που εμφανίζονται σαν όρια τού ίδιου τού Ορθού Λόγου

ο θεωρητικός Λόγος συμμαχεί με τόν πρακτικό Λόγο. Η κοινωνία μάχεται κάθε ενέργεια, κάθε εκδήλωση αντιπολιτευτικού χαρακτήρα· συνακόλουθα, οι έννοιες που εκφράζουν αυτές τίς εκδηλώσεις φαίνονται απατηλές, έχουν χάσει τή σημασία τους. Η ιστορική υπέρβαση μοιάζει πολύ με υπέρβαση μεταφυσική, για τήν επιστήμη λοιπόν και τήν επιστημονική σκέψη είναι ύποπτη.

η «απάτη τού Λόγου» είναι ο Λόγος που εξυπηρετεί, όπως τό έχει κάνει συχνά μέχρι σήμερα, τά συμφέροντα τής καθεστηκυίας τάξης

έρχεται σε σύγκρουση με τήν ελεύθερη σκέψη και συμπεριφορά όταν αυτή προσπαθεί να διασταλεί από τή δοσμένη πραγματικότητα και να συλλάβει τίς απαγορευμένες εναλλακτικές λύσεις. Ο θεωρητικός και ο πρακτικός Λόγος, ο ακαδημαϊκός και ο κοινωνικός μπηχαβιορισμός έχουν κοινό πεδίο δράσης : τήν εξελιγμένη κοινωνία όπου η επιστημονική και τεχνική πρόοδος γίνεται όργανο καταπίεσης

ο όρος «πρόοδος» δεν είναι ουδέτερος όρος· είναι μια κίνηση προς σκοπούς ειδικούς που τούς καθορίζουν οι διάφοροι τρόποι βελτίωσης τής ανθρώπινης ζωής. Η προχωρημένη βιομηχανική κοινωνία βρίσκεται κοντά στο στάδιο εκείνο όπου, αν διαρκέσει η πρόοδος, η τωρινή διεύθυνση και οργάνωσή της θα αναστατωθούν. Τό στάδιο αυτό θα έρθει όταν η υλική παραγωγή θα αυτοματοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό που θα είναι δυνατό να ικανοποιηθούν όλες οι βασικές ανάγκες, με χρόνο εργασίας ελάχιστο

στο επίπεδο αυτό, η τεχνική πρόοδος θα υπερφαλαγγίσει τό χώρο τής αναγκαιότητας όπου ήταν μέσο εκμετάλλευσης και καταπίεσης, και όπου η λογική της περιοριζόταν σε καλούπια. Η τεχνολογία τότε θα υποταχτεί στο ελεύθερο παιχνίδι τών δυνατοτήτων τού ανθρώπου στην πάλη για τήν ειρήνευση τής φύσης και τής κοινωνίας. Ο Μαρξ ένα τέτοιο στάδιο οραματιζόταν όταν μιλούσε για τήν «κατάργηση τής εργασίας»

μια ποιοτική μεταβολή θα απαιτήσει ακόμα τή μεταβολή τών τεχνικών βάσεων που στηρίζουν αυτή τήν κοινωνία – τών τεχνικών βάσεων που επιτρέπουν στους οικονομικο–πολιτικούς θεσμούς να επιβάλλουν στον άνθρωπο μια «δεύτερη φύση». Η τεχνική τής βιομηχανοποίησης είναι τεχνική πολιτική, και, σαν τέτοια, έρχεται σε άμεση αντίθεση με τούς στόχους τού Λόγου και τής Ελευθερίας

σ’ αυτό τό στάδιο αντί για αφθονία και ελευθερία έχουμε εισβολή τής καταπίεσης σ’ όλες τίς σφαίρες τής ατομικής ζωής, ενσωμάτωση από μέρους της κάθε αντίθετης τάσης, και απορρόφηση όλων τών κινημάτων ιστορικής αμφισβήτησης. Ο τεχνολογικός ορθολογισμός εκδηλώνει τόν πολιτικό του χαρακτήρα όταν γίνεται ο μέγας αγωγός τής τελειότερης καταπίεσης, οικοδομώντας έναν βαθειά ολοκληρωτικό κόσμο

(συνεχίζεται)
© για τή μετάφραση : «herbert marcuse / ο μονοδιάστατος άνθρωπος» μετάφραση μπάμπη λυκούδη / εκδόσεις παπαζήση 1971
1η έκδοση : one–dimensional man © boston : beacon 1964 (και : 1968, 1991 με καινούργια εισαγωγή τού douglas kellner)

 

 

       

 

 

 

σύνδεσμοι :

η international marcuse society, κατάλογος με βιβλία τού μαρκούζε στα ελληνικά, η σελίδα του από τό σάιτ τού douglas kellner τό αφιερωμένο στην κριτική θεωρία (και η εισαγωγή τού ίδιου για τόν μαρκούζε εδώ)

 

 

 

  

  

 
     marcuse@history.ucsb.edu

 

 

 

 

 

Επόμενη σελίδα: »

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: