σημειωματαριο κηπων

27 Απριλίου 2013

τό εθνικόν και η αλήθεια τού ερωτικού : σχόλιο πάνω στην αμφιφυλοφιλία τού σολωμού και μία μονίμως παρεξηγούμενη πρόταση*

 

.

.

 

 

κατά τόν κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τόν κύκνο,
κατά τό στήθος τό πλατύ και τό ξανθό κεφάλι

 

   για τήν ερωτική ζωή τού σολωμού δεν ξέρουμε τίποτα (όπως και για όλων τών γυναικών – κυρίως – αλλά και  τών αντρών στις περασμένες εποχές). Άλλωστε ο σολωμός ήτανε τό μπάσταρδο μιας υπηρέτριας και φαντάζομαι ότι πολλές φορές σκέφτηκε με τρόμο πώς γλύτωσε παρά τρίχα τό να μην γίνει ποτέ κόμης και να μείνει για πάντα ένας λούμπεν (σαν τόν κάλβο ας πούμε – με τόν οποίο ενδεικτικά δεν είχε καθόλου καλές σχέσεις) κι επιπλέον μπάσταρδος – συνεπώς είχε παραπάνω λόγους (περισσότερους απ’ ό,τι οι σύγχρονοί του δηλαδή) να κρατάει καλά προστατευμένη τήν ερωτική του ζωή… (ενδόμυχα μπορεί και να φοβότανε μην είχε κληρονομήσει και τήν επιθετική ασυδοσία τού κόμητα μπαμπά του)

   ό,τι συνάγουμε λοιπόν βγαίνει κυρίως από τό έργο του, και στο έργο του είναι αμφιφυλόφιλος (θα λέγαμε σήμερα) – δεν νομίζω ότι υπήρχε ο όρος τότε, αλλά και η ίδια η πρακτική πρέπει να ήταν εντελώς μυστική και παράνομη – έχει γράψει πάντως εξαίρετα ερωτικά προς γυναικεία πρόσωπα (ας ξεχάσουμε για δυο λεπτά τή γυναίκα τής ζάκυθος που μπορεί να είναι και μάσκα για αντρικό πρότυπο) και οι στίχοι τού κρητικού, για κείνη τή «φεγγαροντυμένη» που

«έτρεμε τό δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της»
και
«εκοίταξε τ’ αστέρια, κι εκείνα αναγαλλιάσαν,
και τήν αχτινοβόλησαν και δεν τήν εσκεπάσαν·
κι από τό πέλαο, που πατεί χωρίς να τό σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ανάερα τ’ ανάστημα σηκώνει,
κι ανεί τσ’ αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη,
κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη…»

είναι από τις ερωτικότερες (καθότι και εσωτερικότερες) σίγουρα περιγραφές γυναικών στη γλώσσα μας – από τήν άλλη ο πόρφυρας είναι ένα ποίημα με ξεκάθαρο ερωτισμό γραμμένο όμως για έναν άντρα – κάποιον άγγλο ως γνωστόν που κατασπαράχτηκε στην θάλασσα από καρχαρία (πόρφυρας ήταν η λέξη η επτανησιακή για τό θηρίο ίσως) (και τό ποίημα δεν περιγράφει ανθρωπιστική θλίψη για τό ατύχημα, είναι σαφές)

   τό θέμα θα ’μενε εδώ, αν ο «πόρφυρας» δεν είναι ακριβώς τό ποίημα που προκάλεσε μια έκρηξη νεύρων τού σολωμού (που ήταν και μάλλον διάσημος για τά νεύρα του) και η οποία έγινε έτσι η αιτία για κείνη τή φράση του, που αφού αρχικά αποσιωπήθηκε (και όταν ήμουν εγώ στο σχολείο αποσιωπούνταν ακόμη επισήμως) έγινε ύστερα σιγά–σιγά διάσημη, μεταφερόμενη και μεθερμηνευόμενη, αλλά αποσιωπούμενη και πάλι καθώς κανείς δεν φαίνεται να είναι σε θέση ν’ αντέξει τά αρχικά της συμφραζόμενα

η ιστορία έχει (λοιπόν) (περίπου) σε διαδοχικές εκτελέσεις ως εξής (στη φαντασιόπληκτη μεταγραφή συμφραζομένων τή δικιά μου) :

ένας φίλος του τού παρατηρεί :

«ερωτικό ποίημα, χρυσέ μου, τώρα; τό έθνος περιμένει από σένα και πάλι κάτι εθνικόν»

και ο διονύσιος τού απαντά ως καθόλου ιερομόναχος :

«τό έθνος να μάθει να θεωρεί εθνικόν και τόν έρωτα»
ή :
«αν τού αρέσει η τέχνη μου και τήν περιμένει, τό έθνος να μάθει ότι η τέχνη μου είναι εθνική ακόμα κι αν ασχολείται με τά βίτσια μου»
ή :
«να πάει στο διάλο και τό έθνος κι ο γρύλος του : και η πουστιά μου εθνική υπόθεση είναι»
ή :
«τό έθνος να μάθει να κάνει όχι μόνο πόλεμο αλλά και έρωτα»
ή, πιο περιδιαγραμμάτου :
«τό έθνος να μάθει ότι η τέχνη όταν λέει αλήθεια, όταν είναι δηλαδή μεγάλη τέχνη, είναι γενικώς υπόθεσή του, ασχέτως ηθικότητας ή ανηθικότητας τού περιεχομένου της, ασχέτως εξοικείωσης ή φρικίασης τών εθνικοφρόνων με τίς ιδέες της και αφού είμαι στενεμένος να ξαναπώ τά πράγματα σού λέω να μάθει τό έθνος να ζει υγιεινά, ειδαλλιώς δεν τό βλέπω καλά, κι ας πάνε να τού σηκώσουν τή γλώσσα.»

αυτά για τόν διάλογο, όπως (σεμνότερα, κατά τή μεταφορά τού σεμνότατου πολυλά) μάς παραδίδεται :
«τό έθνος ήθελε δεχθεί καλύτερα ένα ποίημα εθνικό»
«τό έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές»

 

νά και ολόκληρος ο πόρφυρας :

«Kοντά ’ναι τό χρυσόφτερο και κατά δω γυρμένο,
π’ άφησε ξάφνου τό κλαδί για τού γιαλού τήν πέτρα
κι εκεί γρικά τής θάλασσας και τ’ ουρανού τά κάλλη
κι εκεί τραβά τόν ήχο του μ’ όλα τά μάγια πόχει.
Γλυκά ’δεσε τή θάλασσα και τήν ερμιά τού βράχου
κι α δεν είν’ ώρα για τ’ αστρί θε να συρθεί και νά ’βγει.
(Xιλιάδες άστρα στο λουτρό μ’ εμέ να στείλ’ η νύχτα !).
Πουλί πουλάκι που λαλείς μ’ όλα τά μάγια πόχεις,
ευτυχισμός α δέν ειναι τό θαύμα τής φωνής σου,
καλό δεν άνθισε στη γη, στον ουρανό, κανένα.
Δεν τό ’λπιζα να ’ν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο !
Aλλ’ αχ, αλλ’ αχ, να μπόρουνα σαν αστραπή να τρέξω,
Ακόμ’, αφρέ μου, να βαστάς και να ’μαι γυρισμένος
με δυο φιλιά τής μάνας μου, με φούχτα γη τής γης μου !».
Kι η φύσις όλη τού γελά και γένεται δική του.
Eλπίδα, τόν αγκάλιασες και τού κρυφομιλούσες
και τού σφιχτόδεσες τό νου μ’ όλα τά μάγια πόχεις.
Nιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης. 

Aλλ’ απαντούν τά μάτια του τρανό θεριό πελάγου
κι αλιά, μακριά ’ναι τό σπαθί, μακριά ’ναι τό τουφέκι !
Kοντά ’ν’ εκεί στο νιον ομπρός ο τίγρης τού πελάγου·
αλλ’ όπως έσκισ’ εύκολα βαθιά νερά κι εβγήκε
κατά τόν κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τόν κύκνο,
κατά τό στήθος τό πλατύ και τό ξανθό κεφάλι,
έτσι κι ο νιος ελεύτερος, μ’ όλες τές δύναμές του,
τής φύσης από τσ’ όμορφες και δυνατές αγκάλες,
οπού τόν εγλυκόσφιγγε και τού γλυκομιλούσε,
ευτύς ενώνει στο λευκό γυμνό κορμί π’ αστράφτει,
τήν τέχνη τού κολυμπιστή και τήν ορμή τής μάχης.
Πριν πάψ’ η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει:
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τόν εαυτό του. 

Aπομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου,
όμορφε ξένε και καλέ και στον ανθό τής νιότης,
άμε και δέξου στο γιαλό τού δυνατού τήν κλάψα.

 

με τήν ευκαιρία τής ανάρτησης, νά και μερικές επιπλέον παρατηρήσεις (σκόρπιες τώρα όπως μού ’ρχονται, στο μέλλον μπορεί να έχω κι άλλες) :

απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου,
όμορφε ξένε και καλέ και στον ανθό τής νιότης

τονίζω εδώ να προσεχτεί η σολωμική βαρύτητα τής λέξης ξένος (έτσι αυτονόητα και ήπια, και σε γειτονία με τή λέξη καλός (για τή λ. καλός στον σολωμό θα μπορούσε να γραφτεί ολόκληρος τόμος – θυμίζω τή φύση που βρίσκει ως στιγμιαία περιγραφή και αποκορύφωμα (στους ελεύθερους) τήν καλή και τή γλυκειά της ώρα –))

άμε και δέξου στο γιαλό τού δυνατού τήν κλάψα

τονίζω να προσεχτεί ότι κλάψα ονομάζει ο σολωμός εδώ (ψυχρά) τό ποίημα του, και χωρίς ίχνος αυτοέπαινου (προφανώς διότι ξέρει και τήν παρεξήγηση που θα επακολουθήσει) ονομάζει εν συνεχεία δυνατόν τόν εαυτό του…

τονίζω επίσης ότι ο όμορφος νεαρός άγγλος που κατασπαράχτηκε από τόν καρχαρία μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητός ως απομεινάρι μεγαλείου, αλλά ερημιάς γιατί ; τό μεγαλείο είναι η ομορφιά του που χάθηκε αλλά η ερημιά ποια είναι ; (η ερημιά έχει αναφερθεί μια φορά παραπάνω ας θυμηθούμε, σε σχέση με τόν απόμακρο βράχο)

εγώ πιστεύω ότι ο σολωμός με τή λέξη ερμιά περιγράφει τόν εαυτό του σε στενότατη σχέση με τό αντικείμενο τής περιγραφής : όχι για τήν γενική ερμιά που μπορεί να είχε η ζωή του τήν εποχή εκείνη, αλλά για τήν ειδική ερμιά που είχε η επιθυμία του

έτσι αυτή η λέξη ερμιά για μένα είναι μια απ’ τίς λαμπρότερες και αστραφτερότερες στιγμές λειτουργικής (και δη μονολεκτικής) ταύτισης που έχουμε (από καλλιτέχνη) τού εαυτού του με τό έργο του

η σκηνή μάλιστα που βλέπω όταν ακούω αυτό τό «απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς… άμε και δέξου» είναι η εξής : ένας μαυροντυμένος με μακρύ παλτό στέκεται με τά χέρια στην τσέπη και τό κεφάλι χαμηλωμένο προς τήν άμμο και βλέπει μπροστά του, ή φαντάζεται, τό κατασπαραγμένο σώμα ενός όμορφου άντρα – μιας ομορφιάς – : και αυτό που βλέπει μπροστά του συγχρόνως τού φαίνεται ότι είναι τό δικό του κομματιασμένο σώμα, δηλαδή κοιτάζεται με απορία θαυμασμό και τρόμο μες στον καθρέφτη.

.

.

νιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης 

για αυτήν τήν πρόταση ο σολωμός έχει κάνει άπειρες δοκιμές – που σώζονται στα χειρόγραφα – ως όμορφος κόσμος ηθικός κλπ κλπ – μπορεί νά ’χει ενδιαφέρον να δει κανείς τίς μεταβολές και τίς μεταπτώσεις

 .

.

.

.

*

(για όλο αυτό είχα γράψει προ καιρού (με αφορμή τά θυμωμένα, ανυπόμονα, απελπισμένα, ιδιο(αυτο)κριτικά σκατά τού σολωμού στα χειρόγραφά του) και σε υποσημείωση (αλλά δυστυχώς οι υποσημειώσεις υπάρχει μια τάση να θεωρούνται δευτερεύον υλικό, μολονότι στα δικά μου τουλάχιστον (παντός είδους τέλους καιρού σκοπού) γραφτά για τίς σημειώσεις τίς υποσημειώσεις (και τίς παρενθέσεις) (διαπίστωσα καθοδόν και προ καιρού ότι) κρατάω μάλλον τά σημαντικότερα –) είχα γράψει λοιπόν εδώ σε υποσημείωση μια πρώτη παρατήρηση και διευκρίνιση για τήν βιαίως διάσημη αυτή φράση η οποία είθισται να παπαγαλίζεται (μεθερμηνευόμενη, κάθε φορά για διάφορους λόγους) χωρίς όμως ποτέ να έρχεται στην επιφάνεια ο έντονος ερωτισμός της – ή μάλλον η υπεράσπιση από μέρους της τού έρωτα :  βρίσκω λοιπόν χρήσιμο τώρα να επαναδιατυπωθεί, και τήν έκανα έτσι εν συντομία κυρίως θέμα, με τόν σκοπό να προσεχτεί ιδιαίτερα η προκλητική ιδιαιτερότητά της, η επίμονη νεωτερικότητά της, ο ελευθεριάζων μοντερνισμός της και ο βίαιος αντιπουριτανισμός της)
(έλεγα :
«επισημαίνω για τή γενικότερη σημασία τής φράσης τού σολωμού (και προς γνώση τών ακριβών συμφραζομένων της) ότι ο πόρφυραςτηρουμένων όλων τών σολωμικών ιδιωμάτων, αντιστοιχιών, και αναλογιών – πέρα από τό ότι είναι από τά ωριμότερα (και ωραιότερα) γραφτά και σχεδιάσματα, διαπνέεται (ή προέρχεται ή ξεκινάει) και από μία κρυμμένη, υπόγεια, αλλά τελικά σαφή, ομοφυλόφιλη ερωτική διάθεση – δεν είναι αυτό που τό κάνει μεγάλο ποίημα, αλλά είναι σίγουρα αυτό στο οποίο αντέταξε τό εθνικό ο φίλος του, και συνεπακόλουθα και αυτό στο οποίο αντέταξε τό αληθές ο ίδιος ο σολωμός»
και :
«δεν έχει επομένως κανείς παρά να ελπίζει πως κάποτε, έτσι όπως «άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τόν εαυτό του» θα γνωρίσει και τό έθνος, καλύτερα και αληθινότερα, τούς δυο εθνικούς του ποιητές – ο άλλος είναι ο καβάφης …»)

τό απόσπασμα τής διήγησης (στο κεφάλαιο «εθνική η αλήθεια») από τόν αλέξη πολίτη :

«Όταν, γύρω στο 1850, ο Σολωμός έγραφε τόν «Πορφυρά», ένας φίλος του «τού επαρατήρησε», μάς λέει ο Πολυλάς, «ότι τό έθνος ήθελε δεχθεί καλύτερα ένα ποίημα εθνικό. – Τό έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές» απάντησε, ξέρουμε, ευθύς [και ξερά, προσθέτω εγώ] ο Σολωμός. Ξέρουμε όμως και με τί απογοήτευση δέχθηκε τό κοινό όχι μόνον τόν «Πορφυρά», αλλά όλα τά Ευρισκόμενα τού ποιητή.»

 .

.

.

ευτύς ενώνει στο λευκό γυμνό κορμί π’ αστράφτει

.

.

.

 

 

 

8 Απριλίου 2010

εγώ είμαι με τή σαλώμη

  

 

      κατηγορήθηκα από (αγαπημένη) μπλογκοσφαιρίστρια ότι με τήν προηγούμενη ανάρτηση δεν ακολούθησα τό «πνεύμα τών ημερών» πράγμα που πολύ μέ πείραξε : καλά, δεν μέ παρακολουθείτε κι εσείς με τήν ίδια καταναγκαστική (καθημερινή ναι, επί τό πλείστον) επαναληπτικότητα με τήν οποία σάς παρακολουθώ ; μολονότι θα ξέρετε λοιπόν (ευλόγως υποθέτω) ότι δεν ανήκω στην πλειοψηφία, ότι είμαι άθεη, κι ότι συνεπώς δεν έχω θρησκεία, παρολαυτά νομίζω ότι ακολούθησα περίφημα «τό πνεύμα τών ημερών» : ανέβασα δύο (2) αναρτήσεις με επιταφικά μπλουζ, και εδώ και εκεί : διότι πολύ μ’ αρέσει ο επιτάφιος με τίς παμπάλαιες και πρωτόγονες καταγωγές του : δεν συμμετείχα όμως ίσως στην ανάσταση διότι έχω και μία οργανική αντίδραση ως προς τήν έλλειψη λογικής που τήν (παρ)ακολουθεί –  προτίμησα λοιπόν τήν ημέρα εκείνη να ασχοληθώ με τόν αγαπημένο μου νίτσε (παρότι τόν έλεγα και μαλάκα…), να αναρτήσω απόσπασμα βιβλίου μου (εννοώντας κιόλας αν θέλετε «μέσα στο πνεύμα» απολύτως «τών ημερών» ότι αν υπάρχει μετά θάνατον ζωή (αυτή η θανάτω θάνατον πατούσα) δεν θα μπορεί παρά στην τέχνη κυρίως να βρίσκεται), και εξάλλου (μ’ ένα σμπάρο τρία ακριβώς τρυγόνια) να θυμηθώ λίγο και τό (πάγιο) ενδιαφέρον μου για τήν γλώσσα (με τήν καλή έννοια)

      peccavi και mea culpa λοιπόν σίγουρα, και γι’ αυτό ας παρακολουθήσω τώρα κι εγώ λίγο προσεκτικότερα, φανατικότερα, πιστότερα, τό πνεύμα τών ημερών (στη δημόσια σφαίρα, για τήν ιδιωτική λίγο–πολύ σάς μίλησα) που ανήλεα άλλωστε πλέον εκπνέουν :

      (είναι γνωστό ότι εγώ ως άθρησκη δεν γιορτάζω τίς μέρες τών θρησκευτικών εορτών ιδιαίτερα παρεκτός αν μέ παρασύρουν σε ταξιδάκι – αυτή τή φορά οι περισσότεροι φίλοι δουλεύανε και δούλευα κι εγώ – ενδιαμέσως έριχνα όμως καμιά ματιά και στην τηλεόραση : μού έκανε λοιπόν  εντύπωση η εμμονή τών καναλιών τής (θρησκευάμενης και ευσεβούς) πλειοψηφίας να ασχολούνται με τά αμαρτήματα μιας σύγχρονης σαλώμης, η οποία (όπως και η αρχαία ακολουθώντας τίς εντολές και τίς επιθυμίες τής μαμάς και τού μπαμπά) χορεύει μετά μανίας [και υστεροβουλίας (τής γνωστής και αποδεκτής από όλο τό χριστεπώνυμο πλήρωμα υστεροβουλίας –  οικονομικής επιχειρηματικής και καριερικής φύσεως)] τόν χορό της τών επτά πέπλων – με τήν ίδια όμως πάει καιρός που ασχολείται άλλωστε και η αφρόκρεμα τής μπλογκόσφαιρας, και τά συναφή ποστ ανέρχονταν επί έτη φωτός – τών ημερών τής χριστιανικής κατάνυξης μη εξαιρουμένων – στην κορυφή τής  δημοτικότητας τής εδώ ιντερνετικής αμφισβητησιακής και εναλλακτικής ιδεοσφαίρας

      μέσα στα πλαίσια λοιπόν τού πνεύματος τών ημερών μού κατέβηκε η φώτιση και μπόρεσα να συγγράψω κι εγώ σεμνό πονημάτιον – όχι από τά γνωστά μου σεντόνια (θου κύριε φυλακήν τω στόματί μου είναι και η γνωστή σινδόνη στη μέση) à la manière de λιλή ζωγράφου και τού δικού της πονήματος «επάγγελμα πόρνη» : ανεχθείτε με για λίγο κι εμένα λοιπόν (να μιλάω όπως αυτοί στην εκκλησία – με τήν ίδια προφητική έξαρση ιερόν μένος και τά λοιπά…)) 

  

ηθικοί πορνοβοσκοί λαμπερές πορνοβοσκές…

προφήτες μικροηθικής, δούλες τών δούλων…

σάς καταλαβαίνω… Όταν ο αστός κοιτάει τά μούτρα του στον καθρέφτη τρομάζει, πολύ περισσότερο όταν ο καθρέφτης, διά τού ελεγχόμενου ζιγκ-ζαγκ τής τηλοψίας δεν τού δείχνει τήν ασχήμια του ακριβώς αλλά τήν επίφοβη ωραιότητα ενός προσώπου τό οποίο κάνει δημόσια αυτό που ο αστός δεν μπορεί πια να κάνει παρά μόνο κάτω από τό ράσο τού παπά, τήν ψευδο-υγιεινή τής νηστείας και τήν ψευτοεπανάσταση τής ηθικής τού κόμματος

πέσατε να τήν φάτε : ως επαναστάτες και ως χριστιανοί εξίσου : και δεν υπάρχει, λέω εγώ (η άσχετη από μοναξιά) πιο μοναχικό πλάσμα σήμερα στον άρτον σας και στα θεάματά σας από αυτήν, που δεν βρίσκει ούτε τό ελάχιστο σημείο συμπόνιας πουθενά : ακόμα κι οι πορνοβοσκοί της οι ειλικρινείς τήν κοροϊδεύουν… τήν κοροϊδεύουν, είμαι σίγουρη, πιστεύοντας δηλαδή ότι εκμεταλλεύονται τήν εκπαιδευμένη βλακεία της… ακόμα και οι γονείς που τήν βάλανε στον σωστό αυτόν δρόμο τήν αποκηρύσσουν όταν ξεφεύγει από τά μέτρα τής ολιγάρκειας και τής ειλικρινούς αγαμίας – όταν  παίζοντας δηλαδή καλά τόν ρόλο που τής μάθανε δεν παριστάνει ούτε γι’ αστείο ότι είναι κουτσή στραβή ανέραστη και ψεύτρα σαν τά μούτρα τους… δεν παριστάνει ούτε γι’ αστείο ότι χορεύει μόνο για τή μαμά της δηλαδή ή τόν μπαμπά της – ότι χωρίς κέφι χορεύει δηλαδή για να τούς κάνει τό κέφι : και να τούς ακουμπήσει πάνω στον χρυσό δίσκο τά κεφάλια κείνων τών άγνωστων που εικονίζουν οι σημερινοί οβολοί… Αλλά κι εκείνοι εξάλλου που παίζουν τό πουλί τους με τήν εικόνα της τήν κοροϊδεύουν, αφού τελειώσει η διαδικασία, ως σκεύος κενό που δεν έχει τό (λαμπρό) μέλλον (τό δικό τους)… : που δεν θα γίνει δηλαδή ποτέ στέλεχος επιχείρησης άλλης, πέραν τού συνολικού της εαυτού όπως τής καθορίστηκε να είναι (τεμαχισμένος) : Τεμαχισμένος και κερδοφόρος, αλλά τεμαχισμένος δημόσια ενώ εσείς κατακερματίζεστε μόνο στον καμπινέ… Και κερδοφορείτε στα ίδια τζάμια και τούς ίδιους καθρέφτες, μόνο που επειδή δεν έχετε άλλη ωραιότητα από τήν (άσχημη) ηθική σας, δεν θα κερδοφορήσετε ποτέ αρκετά αν δεν γίνετε και περισσότερο πόρνες εντέλει… Όμως μπορείτε ; λοιπόν, δεν μπορείτε, σάς τό λέω εγώ, γιατί θέλει και ταλέντο η ειλικρίνεια στην πορνεία (όπως και στην αλήθεια) κι αυτός είναι ο κυριότερος λόγος τής χολής και τού μίσους και τής κοροϊδίας που χύνετε (δεν έχετε άλλον τρόπο βέβαια να φτάσετε εκεί…) : Διότι ο χορός τής Σαλώμης είναι δύσκολος, κι εσείς δεν έχετε ούτε τό σώμα ούτε τά κότσια : εσείς θα πλουτίσετε μόνο όσο σάς επιτρέψει η μιζέρια τής μοίρας, τής καταγωγής, τής οικογένειας, τών ιδεών και τής προίκας σας

λοιπόν όσο μπορώ τήν καταλαβαίνω : έτσι που παραπατάει, γιατί έχω κάνει πόρνη κι εγώ (εξομολογήσεις σάς κάνω δηλαδή τώρα, ανέξοδες : φυσικά και δεν μού στοιχίζουν τώρα μια που λόγω τών χρημάτων τής πορνείας (ήμουν ωραία κάποτε για όλους, τότε που χόρευα με τά πέπλα μόνο τού σώματος – τώρα που χορεύω με τά ακόμα πιο διάφανα πέπλα τής σκέψης είμαι ωραία για λίγους μόνο – και τυχερούς…) λόγω τών χρημάτων λοιπόν που απόκτησα από τά δικά μου εφτά πέπλα, είμαι πλέον πολύ καθωσπρέπει για τά φοβισμένα αργυρώνητα και εξαργυρωμένα φυλλοκάρδια σας) τότε δηλαδή που τό πρόσωπό μου ήταν ατσάκιστο τόσο, ώστε να μπορώ σήμερα περήφανη για τά τσακίσματά του να γράφω τά βιβλία μου ελεύθερα χωρίς να νοιάζομαι αν θα αρέσουν στους πορνοβοσκούς τής κριτικής σας (σκέψης)…)

μια σαν εμένα πόρνη λοιπόν βλέπω απλώς σήμερα, κι εχτές και αύριο, να μονοπωλεί τά σκάνδαλα άνευ τών οποίων δεν ζείτε ούτε χριστούγεννα ούτε πάσχα μια που έτσι κι αλλιώς δεν έχετε δική σας ζωή : μια πόρνη που έχει τή γενναιότητα (η μόνη με τέτοια γενναιότητα σε μία χώρα περήφανων ηθικών και υπέρ-τό- δέον-επαναστατών ηγετών υπηκόων) να παραδεχτεί δημόσια, στα τζάμια ποζάροντας τής τηλεοπτικής σας εκκλησίας, ότι δεν νηστεύει (τί θάρρος απλησίαστο) κι ότι δεν ζει συνεπώς στην θεοκρατία τής κουζίνας σας… Είναι τό ίδιο ακριβώς στα δικά μου μάτια – τό να φάει σουβλάκι «με τζατζίκι και απ’ όλα» μεγαλοσαββατιάτικα, πριν τήν «ανάσταση», με τό να διαπράξει ενώπιον τού (προσοδοφόρου) φακού τό έγκλημα που εσείς όταν διαπράττετε με τή γυναίκα ή τόν άντρα σας τό κάνετε μόνο αφού έχετε πρώτα προσοδοφορήσει από τήν επιχειρηματική σας ασέβεια,  δείρει πρώτα τά παιδιά σας (στο βωμό τής επιτυχίας τού μέλλοντος (τους)), γαμήσει τούς υπαλλήλους σας (στην ταπείνωση τής ελάχιστης εξουσίας που ελεημόνως σάς διατίθεται), ξεπουλήσει τόν εαυτό σας (στην προίκα τού καλού γάμου που η κουτοπόνηρη γλώσσα (σας) έχει τό δικαίωμα να χρησιμοποιεί ως ευφημισμό για τήν δικιά σας μουλωχτή πορνεία) ή τήν αυτοχειριαστική υποταγή σας στην αξιοσέβαστη νόμιμη και ηθική ισχύ τού αριστεροδέξιου αφεντικού (σας)

θα δυστυχήσετε όμως : θα δυστυχήσετε γιατί δεν έχετε ούτε ίχνος κατανόησης ούτε θλίψης για τά θύματα τής ηθικής μέσω τής οποίας ή φτωχαίνετε ή πλουτίζετε ή νιώθετε κάποιου είδους οργασμό επιτέλους κι εσείς μέσα στα σφιχτά όρια τής ανέραστης ζωούλας τήν οποία περήφανοι περιφέρετε ως (τήν μεγάλη) ζωή εν τάφω – : θα δυστυχήσετε γιατί η αγνωμοσύνη θα σάς γυρίσει στα μούτρα εντέλει όταν ο τάφος τού συστήματος που υπηρετείτε με αυταπάρνηση και βλακεία και (τυφλή) αυτοϊκανοποίηση (η μαλακία τυφλώνει, λέγανε) θα σάς δείξει στον καθρέφτη μια μέρα ότι πόρνες είσαστε μόνο εσείς : – οι υπόλοιπες κάνουν τή δουλειά που σάς χαρίζει τόν ελάχιστο αυτοσεβασμό τόν οποίο  κανείς άλλος δεν θα σάς βοηθήσει να αυταπατηθείτε ποτέ ότι θα μπορούσατε κάποτε (αν ήταν αλλιώς τά πράγματα) όντως να διαθέτετε…

προς τό παρόν φυσικά δεν έχετε τό δικαίωμα : ο αυτοσεβασμός ανήκει στις επισήμως πόρνες – εσείς είσαστε οι πόρνες τού καμπινέ : κρύψτε τήν ντροπή σας στην αγκαλιά τής γυναίκας που σάς παντρεύτηκε για τά λεφτά σας, τού άντρα που σάς παντρεύτηκε για να σάς δείχνει στη γειτονιά στο γυαλί και στην πλούσια θεία του… ασφαλώς και αν μπορέσει ή χρειαστεί ή τής ζητηθεί, ξανά θα κουβαλήσει τό κεφάλι σας σαν γουρουνόπουλο πάνω στον δίσκο η σαλώμη – και θα ’ναι, πριν καν εκείνη τό αγγίξει, όπως πάντα νεκρό, και θα ’ναι όπως πάντα ήτανε ένα κεφάλι μίζερο άχαρο αγάμητο ανέραστο και άσχημο… αν αυτοί οι προφήτες είναι δικοί σας ας είναι αυτή η σαλώμη δική μου…

τής εύχομαι λοιπόν ν’ αντέξει τήν κακία σας… μέσα στην απόλυτη μοναξιά είναι φυσικό ο παράδεισος να τής ανήκει εντέλει, ακόμα κι αν πρόκειται για τόν παράδεισο τής καθαρής διαυγούς και αδιαμεσολάβητης δυστυχίας, ακόμα κι αν δύσκολα υπάρχει τέτοιο πράγμα επί ουρανού κάθε μορφής, αστεριών κάθε είδους,  στερεώματος κάθε υφής, γης κάθε άγνοιας, και κάθε καθρέφτη λαμπρού : τής ανήκει απλώς μετά πόνου αυτό που δεν θα τολμούσατε εσείς ποτέ ούτε να φανταστείτε –  : να παρελαύνουν στο σαλόνι τού ψευτο-γυαλιού σας και τού ψευτο-οργασμού σας οι γραμματείς οι φαρισαίοι και οι πολιτευτές σας, και σαν τούς παπάδες τής εκκλησίας σας τής κοινωνίας σας και τού μυαλού σας άνευ λόγου και λογικής να σάς τόν χαρίζουν…

 

     

 

και δείτε εν κατακλείδι και τήν οπτική τού μεγάλου άντρα ποιητή όταν μπαίνει στη θέση τής μικρής γυναίκας χορεύτριας – όταν μπαίνει όμως ψυχή τε και σώματι :

 

Επάνω σε χρυσό σινί η Σαλώμη φέρνει
τήν κεφαλή τού Ιωάννη Βαπτιστή
στον νέον Έλληνα τόν σοφιστή
που από τόν έρωτα με αδιαφορία γέρνει.

«Σαλώμη τήν δική σου» απαντάει ο νέος
«ήθελα να μέ φέρουνε τήν κεφαλή».
Aστειευόμενος έτσι ομιλεί.
Και τήν επαύριον ένας δούλος της δρομαίος

τής Ερωμένης έρχεται τήν κεφαλή βαστώντας
ολόξανθη επάνω σε χρυσό σινί.
Πλήν τήν επιθυμία του τήν χθεσινή
ο σοφιστής είχε ξεχάσει μελετώντας.

Τά αίματα που στάζουνε βλέπει κι αηδιάζει.
Τό αιματωμένο πράγμα αυτό να σηκωθεί
προστάζει από εμπροστά του, κ’ εξακολουθεί
τού Πλάτωνος τούς διαλόγους να διαβάζει

                                                                                                            κ. π. καβάφης

«σαλώμη» : από τά «κρυμμένα ποιήματα»



  

  

  

  

  

  

  

  

  

  

4 Απριλίου 2010

σεμνή & φιλοσοφική πραγματεία περί fucking ή μαλακίας

 

 

 

  < απόσπασμα από τό [ανέκδοτο] μυθιστόρημα βιογραφίες αγνώστων >

 

 

 μένα βέβαια μέ εκνεύριζε ανέκαθεν η σεμνοτυφία τών μεγάλων ως προς κάποιες λέξεις, αλλά τό πόσο δεν καταλάβαιναν τί ωραίο που είναι να βρίζουν ο ένας τόν άλλον τά αγόρια λέγοντάς τον μαλάκα ποτέ δεν τό κατάλαβα ακριβώς. Στους κήπους εδώ στο παρελθόν έγινε μια συζήτηση για άλλες βρισιές και υποσχέθηκα ότι θα μεταφέρω κι ένα κομμάτι δικού μου βιβλίου που ασχολείται με τή λέξη μαλάκας – ο psi–a μού σύστησε μάλιστα να τό βάλω τίς απόκριες, αλλά τόν φλεβάρη ήταν επίκαιρα άλλα θέματα – σκέφτομαι επομένως ότι τώρα, παραμονές καλοκαιριού – και με τόσο ωραίες μέρες – (εξάλλου αρκετά ασχολήθηκα με τήν επικαιρότητα κάποιων θρησκευτικών θεμάτων (και εδώ και εδώ) κι ας μην είναι ούτε οι επικαιρότητες ούτε τά θρησκευτικά τό φόρτε τών τεχνών – ούτε και τών κήπων) ταιριάζει λοιπόν ένα ηλιόλουστο και ξένοιαστο ποστ.

Διευκρινίζω απλώς για να μην υπάρξει έκπληξη που ξεκινάω βαρύγδουπα, ότι τό κεφάλαιο εκείνου τού βιβλίου είναι σχεδόν εξολοκλήρου αφιερωμένο στον νίτσε, συνεπώς – και επειδή δεν έχω τόν χρόνο ούτε είμαι σε φόρμα να περικόψω και να κάνω διορθώσεις τώρα – παραθέτω τό σχετικό τμήμα ολόκληρο :

(έχει προηγηθεί συζήτηση για τή «γέννηση τής τραγωδίας / από τό πνεύμα τής μουσικής», και για κάποια πράγματα που ο αφηγητής τού βιβλίου θεωρεί φιλοσοφικές αφηρημάδες ή αντιφάσεις)

(για όποιον επίσης είναι αρκετά μαζοχιστής ώστε να θέλει να διαβάσει όλο τό σχετικό κεφάλαιο τού βιβλίου, τού λέω ότι θα τό βρει στα περιεχόμενα υπό τόν τίτλο «σημείωση β’ / jenseits von gut»)

 

 

 

                    

 

 

   οιο είναι δηλαδή τό λάθος που κάνει ο νίτσε από τήν γέννηση τής τραγωδίας ήδη κιόλας ; Μα απλούστατα, τό ότι εκλαμβάνει τό αποτέλεσμα για αίτιο. Κι επίσης, με μια ασυγχώρητη προχειρότητα, γραπώνεται από μια έμπνευση και κολλάει σ’ αυτήν, χωρίς να σκεφτεί παραπέρα : Τού άρεσε η σκέψη ότι η τραγωδία έγινε από τήν μουσική : μοντέρνα σκέψη για τήν εποχή του – αλλά πόσο λίγη για τούς αιώνες που έρχονται : πόσο πολύ σκέψη φιλόλογου που θέλει να σοκάρει τούς άλλους φιλόλογους και πόσο πολύ σκέψη καλαμαρά – που μισεί τούς συναδέλφους του και τό συνάφι του πάνω απ’ όλα.

   Αλλά μην στενοχωριόμαστε : σ’ αυτήν τήν υστερική δισυποστασία τού νίτσε χρωστάμε τό έργο του ίσως ολόκληρο : ο άνθρωπος αυτός δεν μπόρεσε να δει δηλαδή τόν εαυτό του ολόκληρο ούτε μία φορά καθαρά – και καλά έκανε και τό φοβότανε, διότι όπως αποδείχτηκε δεν τό άντεχε. Γι’ αυτό και η εγκυρότητα και τό πανανθρώπινο τής σκέψης του βασίζεται στο ότι δεν είναι ακριβώς σκέψη αλλά και λίγο ποίηση, και κάτι γενικά λίγο πιο χαλαρό, που τού δίνει τή δυνατότητα να κρυφτεί και περισσότερο. <Ως προς τόν νίτσε νομίζω μερικές φορές ότι είναι πολύτιμος επειδή ήταν μ’ άλλα λόγια μόνος πολύ : Αν κατέβαινε ένας διαστημικός δηλαδή ξαφνικά και μάς μελετούσε (μελετούσε τίς προσπάθειές μας να αποδεσμευτούμε από τούς χαλκάδες με τούς οποίους τυλιχτήκαμε) πιστεύω ότι θα ’βρισκε μια πολύ σαφέστερη και καλύτερη έκφραση για όλο αυτό που εννοώ, και θα ’λεγε ίσως κάτι σαν : ο άνθρωπος αυτός προσπάθησε να γίνει τόσο ελεύθερος όσο κατά βάθος δεν άντεχε – και απ’ αυτήν τήν άποψη είναι μοναδική περίπτωση (για τήν ένταση με τήν οποία τό ήθελε αυτό που δεν ήθελε * ) και γι’ αυτό αναμφισβήτητα συμπαθής.

   Πόσο πιο συμπαθής όμως θα ήτανε αν μπορούσε να κοιτάξει τόν εαυτό του και κατάματα καμία φορά και να πει : Είσαι μαλάκας. Η ανικανότητα τού νίτσε να διαγνώσει ότι είναι μαλάκας αποτελεί δηλαδή από μια άποψη τό κέντρο τής τραγωδίας του.>

 

  

  

   Γιατί φυσικά και τόν πείραζε να τό διαγνώσει αυτό : φυσικά : όλους μάς πειράζει. Όμως η τραγωδία τού νίτσε είναι ότι βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στις εποχές εκείνες που από τή μια δεν υπήρχε περίπτωση να τό διαγνώσουν αυτό (που δεν θεωρούνταν δηλαδή ακριβώς ελάττωμα αλλά μάλλον φυσική κατάσταση) και στις εποχές τίς σημερινές που τό διαπιστώνουμε ελεύθερα. Αντιδρούμε βέβαια τότε με διάφορους τρόπους – κι ένα οριακό σημείο για να καταλάβουμε πού χωρίζονται οι δύο εποχές γαμώτο είναι κατά τραγική σύμπτωση ο ίδιος ο νίτσε.

   Όταν τ’ αγόρια λοιπόν λένε μαλάκα τό ένα τό άλλο (μιλώντας ελληνικά) αυτού τού είδους τήν διάθεση είναι που εκφράζουνε : θέλουν οπωσδήποτε ν’ ανήκουνε στην νέα αυτή μετά νίτσε εποχή όπου βλέπουν τόν εαυτό τους καθαρά στον καθρέφτη – μαζί με μια παράλληλη βέβαια δυσφορία προς τά χάλια στα οποία τούς έχει ήδη οδηγήσει αυτή η ζωή : μόνο που αυτή η αυτογνωσία καλύπτεται πίσω από ένα νόημα ειρωνικό και υβριστικό διότι δεν τ’ αντέχει κανείς και όλα

   Υπάρχει όμως εδώ κάτι που έχει σχέση με τήν ίδια τήν αόρατη σχεδόν παρουσία (θα μπορούσε να πει κανείς) τής γλώσσας παντού : ως βρισιά δηλαδή τό μαλάκας νομίζω ότι πολύ άδικα λοιδωρείται, γιατί τό να είσαι μαλάκας είναι πραγματικά μια κατάσταση που αξίζει κάθε λύπηση οίκτο συμπόνια απέχθεια μίσος και χλευασμό, και συνεπώς δικαίως εκσφενδονίζεται τόσο μόνιμα : αντιθέτως βέβαια τό γαμώτο στα ελληνικά δεν αντιμετωπίζεται με τήν ίδια περιφρόνηση,  καθόλου μάλιστα – είναι γνωστό τοις πάσι ότι τό ρήμα γαμάω-γαμώ αποτελεί περήφανη έκφραση επίθεσης μίσους και βίας : έχει σαφώς δηλαδή τάσεις υπονοούμενα δηλώσεις και υποδηλώσεις παραδηλώσεις και συμπαραδηλώσεις επιθετικές βιαστικές σαδιστικές εκδικητικές εχθρικές και νικηφόρες – και αυτό είναι σαφές – οι κατά κανόνα άντρες σ’ αυτή τή ζωή, και σε όλες τίς χώρες, δεν μπορούν να είναι περήφανοι για τίποτα αν δεν τό ταυτίσουν προηγουμένως και δεν τό συνδυάσουν εκ τών υστέρων με καταστροφή πόνο πίκρα μάχη οδύνη και πόλεμο : – η χαρά είναι εξαφανισμένη – δεν θα τό μάθετε τώρα από μένα αυτό – έτσι λέμε η μια τήν άλλη και ο ένας τόν άλλον συνέχεια μαλάκα.

   Πάντως υπάρχει μια διαφορά από τό συνεχές fucking ως βρισιά μέχρι τό αδιάλειπτο μαλάκας ως βρισιά : ως βρισιά δηλαδή προτιμώ τό μαλάκας : δηλαδή τό μαλάκας τό προτιμώ ως βρισιά.

   Εξάλλου τό fucking αποτελεί βρισιά παγκοσμίως, τό μαλάκας όμως είναι αποκλειστικά ελληνική ιδιαιτερότητα : και να μέ συγχωρείτε αλλά εγώ χαίρομαι πολύ γι’ αυτήν τήν διαφορά.

   Και είναι περίεργο εξάλλου που στο σημείο αυτό δείχνουμε και τόση αυτογνωσία ως λαός – διαφορετικά (και από ψυχαναλυτική άποψη) η επαφή μας με (κάθε είδους) (εσωτερική) αλήθεια είναι κάτι προς τό οποίο κλωτσάμε εκ φύσεως εξ ιδιοσυγκρασίας και λόγω (ιστορικού) παρελθόντος – απολύτως δικαιολογημένα δηλαδή : στην περίπτωση επομένως τού μαλάκα είναι ν’ απορεί κανείς γι’ αυτό τό πολύ σωστό μας και πολύ καλό μας γούστο.

 

  

 

   Από τήν άλλη, η υπόγεια τάση για διακρίσεις εναντίον τών γυναικών φαίνεται και εδώ ιδιαίτερα ανάγλυφα – από τό ότι όταν αναφερόμαστε σ’ αυτές χρησιμοποιούμε μια λέξη που προέρχεται μεν από τό μαλάκας αλλά γραμματικά έχει γίνει ένα ρήμα με κατάληξη αξιοθρήνητα παθητικής φωνής (βέβαια οι γυναίκες μεταξύ τους χρησιμοποιούνε τό αρσενικό : μαλάκας : ακριβώς για να ’ναι ενεργητικό) [ Εσχάτως έχω ακούσει και τό μαλάκω : δεν είναι άσχημο κι αυτό (αν και είναι λίγο συγκαταβατικό, συγκαταβατικό δηλαδή ακριβώς επειδή ποζάρει ως ανεπιτήδευτα και αποκλειστικά θηλυκό) ]. Τό μαλακισμένη λοιπόν αυτό που λένε τ’ αγόρια για τίς γυναίκες τούς καλύπτει πρώτον στην ανάγκη τους να θεωρούν ότι οι γυναίκες πάντα κάτι παθαίνουν κι ότι ποτέ δεν ενεργούν, και δεύτερον (στην ανάγκη τους) να επιβεβαιώνουν ακριβώς αυτή τήν εχθρική τους στάση προς κάθε τι γενικά παθητικό.

   εν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε που η ίδια η λέξη παθητικός σ’ αυτή τή χώρα (αλλά και αλλού – και τό pathetic στα αγγλικά σημαίνει ακριβώς εξαθλιωμένος και απαίσιος)  έχει μια καθαρά περιφρονητική σημασία – για να μην πω και υβριστική ( : αυτό είναι εδώ ίσως και τό σπουδαιότερο : είναι ακριβώς αυτό που τούς κάνει να είναι και περισσότερο μαλάκες : ο φόβος τους δηλαδή μήπως ανακαλύψουν τήν ανάγκη τους για αδράνεια άφεση χαλάρωση, για παθητικότητα (βάθος) τεμπελιά απραξία, για ανατροπή αναρχία : όπερ έδει δείξαι : αν μπορούσαν δηλαδή να πάψουν να φοβούνται τίς λέξεις παθητικός ήρεμος χαλαρός αφημμένος γυναικείος οργιαστικός βακχικός ανατρεπτικός αναρχικός και έξυπνος, τότε θα ανακάλυπταν ίσως τόν έρωτα – και θα παύανε να τόν φοβούνται, συνεπώς θα παύανε να ’ναι και μαλάκες )

 

        

 

   Αυτό όμως πιθανώς θα σήμαινε και ότι θα λυνόταν τότε και τό πρόβλημα τού νίτσε – κι ας μην ήξερε εκείνος ελληνικά – δηλαδή δεν ήξερε τά ελληνικά αυτά ώστε να καταλαβαίνει τίς λέξεις που λέμε εδώ τώρα. (Τά αρχαία δεν θα τόν βοηθούσαν καθόλου : έπρεπε να μιλάει δημοτική και να καταλαβαίνει τήν δημοτική με όλη της τήν ειρωνεία τήν δύναμη τήν παθητικότητα τήν ένταση και τό πάθος για να καταλάβει τώρα τί λέμε).

 
 * από ερώτηση ήρωα τού ντοστογιέφσκυ (δεν θυμάμαι ποιού) «θέλει κανείς να θέλει αυτό που θέλει;»
 
 
 ανάρτηση αυτή να θεωρηθεί η 2η γλωσσική τού διπλού σημειωματάριου : η 1η στο έτερον ήμισυ εδώ.
   
      
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Start a Blog at WordPress.com.