σημειωματαριο κηπων

18 Ιανουαρίου 2015

ο διαχεόμενος φασισμός και ο μέσος έλληνας ήρωας (σχόλιο στο βιβλίο «μάρτυς μου ο θεός»)

 

 

 

είχα γράψει προ καιρού ένα σχόλιο στην καινούργια μου σελίδα για τό βιβλίο «μάρτυς μου ο θεός», και τό ονόμασα συνοπτικά (και, ίσως για κάποιες, αινιγματικά) «ο φασίστας ήρωας με τίς παντούφλες» –

γι’ αυτό σήμερα επανέρχομαι εδώ λιγότερο υπαινικτικά και θα επεκταθώ κιόλας λίγο

καταρχήν, επειδή στους «κήπους» δεν συνηθίζω να ασχολούμαι με λογοτεχνία πολύ πρόσφατη (και συνεπώς θα μπορούσε να εκληφθεί ως έπαινος, απ’ τή μεριά μου, για τό βιβλίο, τό να ασχολούμαι εδώ μαζί του) πρέπει να πω ότι δεν έχω καθόλου τέτοια πρόθεση. Ούτε αυτό πάλι σημαίνει ότι δεν βρίσκω πράγματα που θα μπορούσαν να επαινεθούν στο βιβλίο – τό αντίθετο. Αλλά τό κυριότερο πρόβλημα που εγείρει τό ζήτημα αυτού τού εκτεταμένου διηγήματος/μονολόγου, που βραβεύτηκε ως μυθιστόρημα, δεν αφορά κατά τή γνώμη μου καθόλου τήν καθεαυτό λογοτεχνική του αξία αλλά τήν ομοφωνία, τήν πάνδημη αποδοχή, και τήν υπερβολή τών επαίνων που συνόδεψαν τήν έκδοσή του – κυρίως μάλιστα μια φράση που είδα να επαναλαμβάνεται, με διθυραμβικό πρόσημο, ότι περιγράφει τόν μέσο έλληνα. Αυτό ήταν και παραμένει για μένα σημαντικό, παρ’ όλο που με τόν καιρό τό βιβλίο έχει πάψει να θορυβεί (μετά και τό ευρωπαϊκό βραβείο που τό συνόδεψε, και τίς φιλόδοξες μετατροπές του σε θεατρική παράσταση) (σημ. : «είναι τής μόδας αυτή η πρακτική προώθησης και διαφήμισης πεζογραφημάτων εσχάτως (πάει μαζί με τίς ‟παρουσιάσειςˮ, και να μού τό θυμηθείτε, στο τέλος οι παρουσιάσεις θα περιέχουν αυτομάτως και τή θεατρική μεταγραφή (τού πεζού»))) : παραμένει επομένως σημαντικό μόνο τό φαινόμενο που αφορά σχεδόν αποκλειστικά τήν κοινωνία : τών απερίσκεπτων ή σκεπτομένων, κρινόντων, διαβαζόντων και γραφόντων

θέλω να πω ότι αν τό βιβλίο μού τό σύσταιναν (όπως και έγινε άλλωστε, και γι’ αυτό τό διάβασα) και στη συνέχεια παρακολουθούσα να τό υποδέχεται πλήρης σιωπή (κάτι που γίνεται συχνά αλλά με βιβλία συχνά καλύτερα) τότε πιθανόν θα ένιωθα εγώ τόν πειρασμό να πω ότι έπρεπε να βρεθεί και κάποιος να πει μια καλή κουβέντα. Και τότε τό πρόβλημά μου θα ήταν ακριβώς ότι θα είχα να πω καλές κουβέντες : γιατί πρόκειται για ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα, και, τό κυριότερο, πολύ ευχάριστα – μόνο που (και αυτό είναι από μια άποψη σήμερα τό θέμα μου) αυτή η ευχαρίστηση δεν είναι τό μεγαλύτερό του προσόν αλλά μάλλον τό μεγαλύτερό του ελάττωμα και, για να εκφραστώ και λίγο δογματικά, τό μεγαλύτερό του έγκλημα

 

 

όταν έβαλα λοιπόν για τίτλο τόν «φασίστα ήρωα με τίς παντούφλες» δεν παρέπεμπα ούτε άνευ σκέψης ούτε άνευ λόγου στην παλιά ελληνική ταινία, με (τόν πολύ καλό κωμικό σαν πρωταγωνιστή και) τό αρκούντως για εμπορικό σινεμά μελετημένο σενάριο : Άλλωστε η ταινία δεν έβγαινε από τά όρια τής μόνιμης ιεροτελεστίας τού παλιού «καλού» ελληνικού σινεμά : σέρβιρε τό εθνικοπατριωτικό συντηρητικό και ηθικοπλαστικό της μήνυμα με τήν επιτήδεια ταχυδακτυλουργία τής ενεσούλας (ας πούμε «θεραπείας») που περνάει στον οργανισμό τό δηλητήριο με τή γλυκιά γεύση τού αλληλέγγυου και παυσίπονου υπνωτικού. Αυτή ήταν όμως, γενικά, η αφελής πλευρά και εποχή τής αυθεντικής ελληνικής μετεμφυλιακής προπαγάνδας – ο καλός αγνός στρατιωτικός, φτωχός πλην τίμιος, και ήρωας πλην αφανής και άσημος, σε εκκωφαντική αντιδιαστολή με τό διεφθαρμένο σύστημα τής πολιτικής εξουσίας, και εν τέλει τής συνολικής κοινωνίας – ακόμα και τής οικογένειάς του. Η θεραπεία λειτουργούσε τόσο καλά ώστε επαναχρησιμοποιήθηκε, με λιγότερα προσχήματα (και ασφαλώς πιο άγαρμπα) και σε τηλεοπτική πλέον μορφή, με τόν γνωστό «άγνωστο πόλεμο» επί χούντας – μόνο που εκεί οι ήρωες είχαν βγάλει τίς παντούφλες κι είχαν ξαναφορέσει τά άρβυλα

οι αναλογίες σταματούν βέβαια εδώ γιατί τό βιβλίο είναι καλύτερης ποιότητας και από τά δύο παραπάνω παραδείγματα. Και αυτό ακριβώς είναι τό «στοιχείο εναντίον του» ή τό «έγκλημα» τού συγγραφέα του. Για να αναφέρω μια πιο κολακευτική (και για τούς δυο μας) αναλογία : θυμάμαι ένα δοκίμιο τού φραγκφουρτιανού φιλόσοφου λέο λόβενταλ, και μια αφήγηση (ίσως τού μαρκούζε) περί αυτού (πιθανόν εδώ) : Όταν, προπολεμικά ακόμα, ο χάμσουν έχαιρε γενικής εκτίμησης, ο löwenthal έδωσε στο περιοδικό τής σχολής τής φραγκφούρτης τό zeitschrift für sozialforschung για έκδοση ένα δοκίμιό του με τό οποίο διέβλεπε και ανέλυε τόν υπόγειο φασισμό τού συγγραφέα τής «πείνας» (δυστυχώς δεν μπορώ να παραπέμψω ακριβέστερα, πάνε χρόνια που τό ’χω διαβάσει, νομίζω ότι ήταν εδώ). Αν θυμάμαι καλά, σ’ αυτήν τήν έκδοση στα ελληνικά, υπήρχε και η αφήγηση (τού μαρκούζε ; ) περί τού επεισοδίου : Η ομάδα τής «σχολής» αντέδρασε αρχικά και δεν ήθελε με τίποτα να δεχτεί τήν ανάλυση και τήν άποψη τού λέβενταλ, και (ο αφηγούμενος) θυμάται πόσο αργότερα συγκλονίστηκαν όταν αναδύθηκε και έγινε στην εντέλεια σαφής η φασιστική στην πράξη στράτευση τού χάμσουν

οι συγκρίσεις είναι ανοίκειες, τό ξέρω, ούτε εγώ είμαι λόβενταλ, ούτε ο μάκης τσίτας χάμσουν, αλλά τό λέω για να πω τό εξής : η «παγίδευση» στην περίπτωση τής «πείνας» είναι ότι ο ήρωας δεν είναι φασίστας – αντιθέτως είναι ένας άνθρωπος που υποφέρει. Ο «φασισμός» τού έργου τέχνης αναδύεται μέσα από άλλα κανάλια, και όχι απευθείας (σίγουρα θα τό βάραινα πολύ τώρα αν μιλούσα για τόν περίτεχνα εισαγόμενο στον οργανισμό αντισημιτισμό μέσω τών κάντος τού πάουντ). Αλλά για να μιλήσω για τό βιβλίο που λέω, ο δικός του φασισμός είναι ακόμα πιο ύπουλος, και υπογείως και υπεργείως : Ο ήρωας είναι αδικημένος από τή φύση και (μονίμως) αδικούμενος απ’ τούς ανθρώπους – ένας, κατά κάποιον τρόπο ανάπηρος άνθρωπος, άσχημος χοντρός και ανέραστος. Με αυτό τό θαυμάσιο εναρκτήριο λάκτισμα ο τσίτας δικαιώνει εν συνεχεία τόν ρατσισμό του επικαλούμενος τά πιο κοινά αντιρατσιστικά αντανακλαστικά τού κοινού του. Ποιος θα διανοούνταν να κατακρίνει ένα τέτοιο πλάσμα ; Πώς θα μπορούσαν οι «απόψεις» ενός αποτυχημένου να είναι επικίνδυνες ; (θυμίζει αυτό λόγους περί «δυστυχισμένων παιδικών χρόνων» κάποιων τεράτων ; Ασφαλώς τό βιβλίο δεν σκοπεύει να θυμίσει κάτι τέτοιο : η «θεραπεία» τήν οποία επιχειρεί έχει πολύ χαμηλότερη, και γι’ αυτό εξίσου πονηρή στόχευση). Η ηπιότητα και η μετριοφροσύνη τών φιλοδοξιών επενεργούν σε βάθος, ακριβώς επειδή εμφανίζονται ως αδύναμες και ασήμαντες. Τό δηλητήριο δεν αλλάζει σύσταση, έχει όμως ακόμα πιο γλυκιά γεύση. Ο «ήρωας» τού μάκη τσίτα είναι αδύναμος, και έτσι μπορεί να μονολογεί δυνατά, είναι καταπιεσμένος και συνεπώς τό μίσος του διεκδικεί τό δικαίωμα να καταπιέζει, είναι γλαφυρός συνεπώς μπορεί γλαφυρά να είναι ρατσιστής και μισογύνης, είναι διαβασμένος και καλός στη δουλειά του, συνεπώς η κατάρρευσή του μάς παρασέρνει στην αναντίρρητα πολιτισμένη οδύνη της

και προκύπτει, για μένα, τό εξής ερώτημα : πόσο δικαιολογείται μια κοινωνία κρινόντων και διαβαζόντων, να καταπίνει αμάσητο ένα ιδεολογικό υπόβαθρο τουλάχιστον ύποπτο, αν όχι εκπεφρασμένα ρατσιστικό, τήν ίδια στιγμή που τό «μέσο» πλήθος από τούς ίδιους διανοούμενους και διαβάζοντες, δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του για τόν απευθείας εκφραζόμενο πάσης φύσεως ρατσισμό όταν είναι δηλαδή σαφώς «λούμπεν ακροδεξιάς», και όχι φίνας λογοτεχνικής κοπής ; Φυσικά τό έδαφος στο οποίο πατάω είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Θα μπορούσε να μυρίζει, αυτού τού είδους η ρητορική, μια ηθικολογία «σοσιαλιστικορεαλιστικής» καταγωγής – τό να περιγράψει κάποιος έναν ανθρωπάκο ή ένα κάθαρμα είναι απολύτως κανονικό στην τέχνη – και, επιπλέον, εάν τέτοιου είδους καθάρματα είναι συνηθισμένα σε μια κοινωνία, αποτελεί τουλάχιστον υποκρισία η ενόχλησή σου αν τούς βλέπεις ν’ αντανακλώνται στον καθρέφτη τού έργου τέχνης. Αυτή εξάλλου είναι και η λογική τού συγγραφέα όπως βγαίνει από τά μετριόφρονα και συμπαθή λεγόμενά του – εκτός κειμένου. Τό πρόβλημά μου δεν είναι εκεί : αν τό βιβλίο (υποθετικά, λέμε τώρα) συναντούσε πάνδημη εχθρότητα και κατακραυγή «διότι περιγράφει ως μέσο έλληνα ένα κάθαρμα» ή «ένα φασιστοειδές ανθρωπάκι» εγώ ομολογώ ότι θα έβγαινα με πολύ ύφος να τούς κουνήσω τό δάχτυλο (από τό σεμνό αυτό βλογ) πως είναι υποκριτές, αφού αυτός ο φασίστας και τό ανθρωπάκι μπορεί, σε μεγάλο ποσοστό, να είναι πράγματι ο μέσος έλληνας. Συνεπώς για να μη θεωρηθώ σχιζοφρενής, πρέπει να καταφέρω να εξηγήσω ότι δεν με ενοχλεί «ο ήρωας ως φασίστας μέσος έλληνας» αλλά ακριβώς τό γεγονός ότι θεωρείται ανθρωπάκι και κάθαρμα και μέσος έλληνας αυτός ο ήρωας, χωρίς όμως να θεωρείται φασίστας. Δεν ξέρω πόσο λεπτή ή αδιόρατη, και εν τέλει άκυρη, μπορεί να θεωρηθεί αυτή η διαφορά

όπως έλεγα πάντως και στο σχόλιό μου στο φέϊσμπουκ θα μπορούσε, και ίσως θα έπρεπε, να έχει επομένως με αυτή τήν αφορμή συζητηθεί τό βιβλίο σε συνδυασμό και με τήν εκ διαμέτρου αντίθετη καλλιτεχνικά, αυστηρή διαπραγμάτευση ενός εξίσου «ποταπού ήρωα» από τόν αλέξανδρο κοτζιά, στο μυθιστόρημά του «αντιποίησις αρχής» – και θα ’ταν τότε και μια αφορμή να ξαναθυμηθούμε, τέτοιες μέρες με τούς φασίστες που ξαναζητούν τήν ψήφο τού «μέσου έλληνα ήρωα», εκείνο τό καλό μυθιστόρημα – για τό οποίο, επειδή έχω ομολογήσει ότι δεν κατάφερα να τό διαβάσω ολόκληρο, («τόσο φριχτός ήταν ο ‟ήρωάςˮ του» (και ότι, επιπλέον και εξαυτού, τό θεωρούσα έπαινο προς τό βιβλίο (τού κοτζιά) τό ότι δεν κατάφερα ήρεμα να τό διαβάσω)) παραθέτω εδώ λίγα απ’ όσα έχει πει σχετικά ένας κριτικός του :

«ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, επιχειρεί να εισχωρήσει στο σπασμένο μυαλό ενός παρακρατικού σκουπιδιού, και να μάς αφηγηθεί τήν ιστορία τών γεγονότων τού Πολυτεχνείου που σημάδεψαν τήν πτώση τής χούντας τών συνταγματαρχών μέσα από τά κομμάτια και θρύψαλα τής ‟λογικήςˮ του (…) Περνούν κεφάλαια επί κεφαλαίων και σελίδες πάνω σε άλλες σελίδες, κι αγωνιά ο αναγνώστης να παρακολουθήσει αυτό τό ασυνάρτητο παραμιλητό, αυτό τό συνονθύλευμα γλωσσικών ιδιωμάτων, γλωσσών, ιδιολέκτων, εκφράσεων τής πιάτσας (…) Και ξαφνικά, κάπου στη μέση τού βιβλίου ο συγγραφέας παίρνει τήν κινηματογραφική κάμερα τής αφήγησης από τόν σπασμένο καθρέφτη τής πίσω πλευράς (…) και κινεί τήν κάμερα σε πανοραμικά εξωτερικά πλάνα τής ξεσηκωμένης Αθήνας, κάνει θεαματικά τράβελινγκ και βουτιές πάνω από τίς ταράτσες και τίς λεωφόρους τού κέντρου τής Αθήνας (…) Κι αφού μάς δώσει μία πανοραμική εικόνα τών γεγονότων τού Νοέμβρη τού 1973, ο αφηγητής ξαναβυθίζεται στο μυαλό τού ετοιμοθάνατου πλέον (…) που παραληρεί, ανακατεύοντας Γερμανούς, αντάρτες, Άγγλους, χουντικούς, τήν Ασφάλεια, τά Υπουργεία, τίς παρακρατικές οργανώσεις που διοικούν υπόγεια, φυλακισμένους, πόρνες, νταβατζήδες (…) Μόνο που τώρα η αφήγηση είναι πιο ενδιαφέρουσα, αφού έχουμε δει πλέον τή συνολική εικόνα, έχουμε εξοικειωθεί με τήν ιδιόλεκτο τού αντι–ήρωα (…) κι ανυπομονούμε για τό επόμενο τράβελινγκ, για τό επόμενο πανοραμικό πλάνο, πριν βυθιστούμε για άλλη μια φορά στο χάος τού εγκεφάλου του (…)»

μπορεί υποθέτω να δει κανείς, και απ’ αυτό μόνο τό απόσπασμα, για ποιες «ομοιότητες» (και ποιες διαφορές) μιλάω. Αλλά δεν θέλω να σταθώ περισσότερο εδώ : τό σημαντικό για μένα είναι κάτι άλλο : Αυτό τό «σταμάτημα» και τό «ξαναξεκίνημα» τής αφήγησης που κάνει ο κοτζιάς, από άλλη οπτική γωνία κάθε φορά, είναι ίσως τό κλειδί για τήν αφηγηματική ευφυία ενός κειμένου, και τή «σωτηρία» τής «αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο» ως αντικειμενικής υπόθεσης : πρόκειται βέβαια για πανάρχαιο αφηγηματικό κόλπο (υπάρχει ήδη στον όμηρο) και λειτουργεί πάνω απ’ όλα ως υπέρτατη ειρωνεία η οποία καταργεί και ακυρώνει ό,τι σημαντικότερο (από μια άλλη άποψη) ο ίδιος ο συγγραφέας πετυχαίνει : τήν, μέσω τής αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο, απόλυτη νομιμοποίηση τής οπτικής τού ήρωα – γιατί μέσω τών «άλλων» παραδίπλα αφηγήσεων ακριβώς εγκαθιδρύεται η απαξίωση και η αμφισβήτηση τής γενικής του αλήθειας – ώστε η τελική αλήθεια τού κειμένου να αποκτήσει μια πλατύτερη και πιο αντικειμενική λογική : η μετάβαση στην οπτική ενός άλλου «σχετικοποιεί» δηλαδή αυτόματα τήν ειλικρίνεια τού μονόλογου. Δεν υπάρχει πραγματικά καλός συγγραφέας που να μην τό έχει τουλάχιστον υπόψη του αυτό (οι «πολύ καλοί» τό εκμεταλλεύονται πλήρως) Ας μην νομίσει δηλαδή κανείς ότι ο «εσωτερικός μονόλογος», στις λαμπρές του εννοώ στιγμές, δεν εμπεριέχει αυτό τό κόλπο. Αλλά γι’ αυτό θα χρειαζότανε ένα άλλο ποστ

πάντως, στο αφήγημα για τό οποίο μιλάω σήμερα, ο μονόλογος εκμεταλλεύεται πλήρως τή μεταφυσική (και με μάρτυρά του τόν θεό) ισχύ αυτής τής έλλειψης κάθε αντίλογου : και, επιπλέον, σε σχέση με τήν «γενική οργάνωση» τού βιβλίου η οποία επίσης επαινέθηκε, εντελώς επιπόλαια κατά τή γνώμη μου, θα έλεγα ότι τό πόνημα δεν είναι καθόλου τόσο «άνευ ελαττωμάτων» όσο τό παρουσίασαν – ούτε από άποψη σύλληψης δηλαδή ούτε από άποψη εκτέλεσης. Ο ίδιος ο μονόλογος που σέ κρατάει στην αρχή με τή (χειμαρρώδη ομολογουμένως) γλαφυρότητά του και τή γλωσσική του εφευρετικότητα, ακολουθεί μεν αρχικά ορισμένους δεδομένους κανόνες «εσωτερικής ροής» με ανακλήσεις παρελθόντος – οι οποίες όμως, όσο πάει, χαλαρώνουν τούς δεσμούς τους με τό αρχικό «σχέδιο» ώστε να καταλήξουν σε μια ευκολία και μια ανοργανωσιά που δύσκολα πείθει ως αποτέλεσμα παράκρουσης και διαταραχής τού αφηγούμενου – πρόκειται μάλλον για ευκολία και βαρεμάρα τού γράφοντος. Ίσως γι’ αυτό η πρόταση, με τη μορφή κραυγής «ααααα» τού ήρωα στο τέλος, με τόν εύκολο και φτηνό νατουραλισμό της – που προσπαθεί όμως να εκμαιεύσει από τή μεριά τού αναγνώστη τήν τελική του συγκατάθεση – δεν κάνει ουσιαστικά τίποτ’ άλλο παρά να εκλιπαρεί ακριβώς για τήν απόσυρση κάθε ένστασης : μέσω τής ταύτισης πλέον τού (βιαστικού και μαθημένου στα εύκολα) αναγνώστη (ταύτιση όχι πια με τόν ήρωα αλλά με τόν ίδιον τόν συγγραφέα – ο οποίος μέσω αυτής τής μονομπλόκ αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο δεν μάς έδωσε ούτε μία στιγμή, ούτε καν ειρωνικά, τή δυνατότητα να τόν διαχωρίσουμε από τόν αφηγούμενο). Αυτή η (φαινομενικά) συγγραφική ατεχνία δεν είναι δηλαδή ακριβώς αποτέλεσμα «έλλειψης ταλέντου» αλλά απλώς τό σημείο όπου ο συγγραφέας ταυτίζεται (και δεν θέλει και να τό αρνηθεί) υπογείως και απόλυτα με τόν εαυτό του

γι’ αυτό και τό τελικό επεισόδιο με τά δώρα (παντούφλες ή ό,τι άλλο, δεν θυμάμαι) μολονότι αρχικά «συγκινητικό», καταρρέει σε αυτήν τήν πλήρη αμηχανία τέλους. Εν τέλει δεν καταδέχομαι τώρα να ασχοληθώ περισσότερο με τόν γενικό μικρομεγαλοαστικό ηθικισμό, πουριτανισμό, και τόν συνακόλουθο μισογυνισμό ενός κειμένου, που μάς φέρνει κατακέφαλα, μέσα από τό (υποτίθεται) ρεαλιστικό του περίβλημα, και τό γελοιωδώς σουρεαλιστικό συμβάν η ευσεβής και θεούσα αδελφή τού ήρωα να μετατρέπεται σε θεοτική πουτάνα : προφανώς βέβαια για τόν συγγραφέα η πουτανιά τών γυναικών είναι η ύστατη κατάπτωση : διότι στους άντρες ήρωές του υπάρχουν και αποχρώσεις – αλλά οι ψυχολογικές μονομανίες τού συγγραφέα είναι σα να προσπαθούν να αποενοχοποιηθούν τήν ώρα που ο μισογυνισμός του αγγίζει τά όρια τού ηλιθιωδώς γελοίου

όπως είπα λοιπόν και στο σχόλιο, τό αν ο συγγραφέας τού «μάρτυς μου ο θεός» (και ο τίτλος είναι μάλλον τό πιο πετυχημένο σημείο τού βιβλίου) είναι πράγματι μυθιστοριογράφος, δηλαδή συνέγραψε έργο φαντασίας και δεν έβγαλε απλώς τά σώψυχά του σε κοινή θέα, σε μια περίοδο τής ελληνικής ζωής κατά τήν οποία αυτά τά σώψυχα μπορούν να περάσουν ως συμπαθείς περιπέτειες ενός καλού και απλού βλάκα, θα τό δείξει με τά επόμενα – κάποιο απ’ τά οποία θέλω να φαντάζομαι ότι θα είναι ο εσωτερικός μονόλογος μιας γυναίκας που μόνο άντρες καθάρματα θα συναντάει στη ζωή της. Ώς τότε θα απολαμβάνουμε (και θα βλέπουμε και στο θέατρο) τόν ευνουχισμένο μέσο έλληνα ως γενικό κανόνα για τούς ομόφυλους τού τσίτα στη χώρα.

 

 

 

 

  

εικονογράφηση / αριστερά δημήτρη σαπρανίδη, αντιδικτατορική αφίσα (επεξεργασμένη) «bus only» / δεξιά φωτογραφίες josef koudelka ισπανία, η 2η : «παμπλώνα, καρναβάλι 1972» / κριτικοί διθύραμβοι εδω και εδω

 

 

 

 

 

 

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: