σημειωματαριο κηπων

30 Απριλίου 2022

«έκθεση βαθυτυπίας» : καταβύθιση σε μια τρυφερή λύσσα / μια κριτική τού γιάννη στ. γαβαλά

.

.

.

.

   Σε μια εποχή όπως η σημερινή που οι πάντες σχεδόν κάνουν ό,τι μπορούν για να χωρίσουν το άτομο από τα ένστικτά του, το βιβλίο «έκθεση βαθυτυπίας» τής Χάρης Σταθάτου (εκδόσεις «απόπειρα»), ένα μυθιστόρημα γραμμένο με περισσή τέχνη και με μια αταίριαστη για την εποχή μας επιμονή στην προκλητικότητα, όχι μόνο φρεσκάρει μνήμες αδιαλλαξίας άλλων δεκαετιών όταν όλα έδειχναν ένα άλλο μέλλον, αλλά και πετυχαίνει να πείσει πως μια πεισματική και μαχητική άρνηση μπορεί να οδηγήσει σε ένα ποιητικό κείμενο που τείνει στην τρυφερότητα. Η «έκθεση βαθυτυπίας» φλερτάρει με την επαναστατική ουτοπία που ενώ ήδη κρίθηκε θα συντηρείται μέσα από παρόμοιες γραφές, παράλληλα μάς μεταφέρει ένα μέρος από το κλίμα τών ζοχαδιακών 70’ς δίνοντας αφορμή να τα συγκρίνεις με το σήμερα που τα πράγματα είναι πιο άνευρα : σαρωμένες ιδεολογίες, ρυθμισμένες ζωές.

   Το βιβλίο τής Χάρης Σταθάτου δεν μπορεί να κριθεί σωστά αν διαβαστεί λειψά. Από την πρώτη του σελίδα προειδοποιεί τον αναγνώστη για τις δυσκολίες του, για την «εξειδίκευσή» του αλλά και για τη συγγραφική του ανωτερότητα. Ζητά προσήλωση και επιμονή ξεκινώντας από έναν επιθετικό πρόλογο και καταλήγοντας σε έναν θριαμβικό επίλογο. Τα ερωτήματα που θέτει : έρωτας, ποίηση, περιθωριακή και εκλεκτική ζωή είναι λες για να σμικρύνουν την απόσταση τού πραγματικού από τον φαντασιακό κόσμο που στο βιβλίο είναι ο μόνος ισχυρός και σχεδόν αδάμαστος. Οι τρεις ηρωίδες τού βιβλίου : μια γλωσσολόγος, μια ζωγράφος και μια συγγραφέας δεν έλκονται από τον γάμο, την τεκνοποιία, το συμβατικό κοινωνικό αλισβερίσι και προσπαθούν να υποστηρίξουν τις επιλογές τους, να τις προβάλουν προκλητικά, απειλητικά σχεδόν, γνωρίζοντας ότι η «επανάστασή» τους επειδή γεννιέται και συντηρείται μέσα στο όραμα και προτάσσεται τής ουσίας ποτέ δε θα ξεφτίσει. Λίγο νοιάζεται η Χάρη Σταθάτου για τις κατατάξεις, για το αν η τόλμη και η εσωστρέφεια, ξενίζει και σε μερικές περιπτώσεις απενεργοποιεί τον αναγνώστη. Στο βιβλίο δεν καταφεύγει στο στρωτό και πατημένο δρόμο, αλλά σε ένα κόσμο που φωτίζεται από ένα μοναδικό προβολέα : της τέχνης αντί της ζωής, μέσω μιας ανεμπόδιστης και ακομπλεξάριστης λεκτικής ροής χωρίς να κολακεύει ούτε να ρίχνει σκάλα στον αναγνώστη. Εδώ, ενώ οι «μοντέρνοι» λειτούργησαν μέσα στο πνεύμα τής αποδόμησης και της λεκτικής εκζήτησης, έχουμε μια ανάλαφρη, ρέουσα, γεμάτη τρυφερή λύσσα καταβύθιση σε όσο βάθος διαθέτει η επιδερμίδα που όλα τα βλέπει και πρώτη τα αισθάνεται.

   Για τα μίζερα ελληνικά λογοτεχνικά πράγματα αυτό το δεύτερο βιβλίο τής Χάρης Σταθάτου (το πρώτο ήταν οι «προετοιμασίες» από τις εκδόσεις Κέδρος) θα μπορούσε να αποτελεί ορόσημο καθώς στρέφεται στον μοντερνισμό ζόρικα και ισότιμα με τα πρότυπά του, με μια περιφρόνηση στο μακάριο σήμερα κάνοντας τον αναγνώστη να συμπάσχει οντολογικά και αισθητικά. Το ότι δεν είναι εύκολο να εισπράξει κανείς ένα συμπαγή μύθο από στοιχεία που συνθέτουν το βιβλίο δεν σημαίνει πως μπορεί να σου διαφύγει η ουσία που έχει να κάνει και με την αγανάκτηση που προκαλεί ο αποκλεισμός τής γυναίκας από τη διαδικασία τής ιερότητας που αρχετυπικά νοιώθει να της ανήκει.

.

…………………

.

   το παραπάνω κείμενο είναι το κριτικό σημείωμα τού πεζογράφου και ποιητή γιάννη γαβαλά για το μυθιστόρημά μου και δημοσιεύτηκε το 2007 στην εφημερίδα της ελευσίνας «δια ταύτα», στη στήλη του «επί σκοπόν».

.

   όπως βλέπετε, με αυτήν, και την προηγούμενη, ανάρτηση αποφάσισα (μια ολόκληρη 15ετία αργότερα, όχι αστεία…) να φέρω εδώ και τα δύο (μοναδικά) κείμενα που γράφτηκαν γι’ αυτό το βιβλίο που η (επίσημη, εφημεριδική) κριτική αγνόησε πανηγυρικά και αξιαγάπητα / και τα δύο είναι κείμενα συναδέλφων, δηλαδή πεζογράφων συγγραφέων – και πρέπει να πω ότι – άσχετα με το αν συμφωνώ ή όχι με κάθε πτυχή τής ανάγνωσης και τής ερμηνείας τους (άλλωστε δεν μου πέφτει λόγος, και δεν πρέπει να μου πέφτει) – το γεγονός ότι πρόκειται για συγγραφείς, και μάλιστα καλούς, μ’ αρέσει υπερβολικά – ευκαιρία να τους ευχαριστήσω και από δω.

.

.

.

.

.

27 Νοεμβρίου 2021

«έκθεση βαθυτυπίας», σπαραγμός μεταμφιεσμένος σε μανιφέστο ανατροπής / κριτική τού γιώργου συμπάρδη

.

.

.

.

.

Η ΕΚΘΕΣΗ ΒΑΘΥΤΥΠΙΑΣ (Απόπειρα 2006), το δεύτερο µετά τις Προετοιµασίες του 1987 µυθιστόρηµα της Χάρης Σταθάτου, είναι ένα βιβλίο εριστικό, προκλητικό, ένα µυθιστόρηµα που µέσα στα όριά του δηµιουργεί έναν ολόκληρο και καινούργιο –σχεδόν πρωτοφανή, θα έλεγα– κόσµο ο οποίος καταπείθει τον αναγνώστη και εκβιάζει την κατάφαση και την αποδοχή του.

Θέµα του είναι ο έρωτας και η τέχνη. Ο έρωτας που για τους περισσότερους άνδρες συγγραφείς αποτελεί τρόπον τινά και για κάποιους νεφελώδεις λόγους το αυτονόητο υποτίθεται συνώνυµο του θανάτου, για τη γυναίκα συγγραφέα Χάρη Σταθάτου είναι ταυτόσηµος µε την τέχνη. Ο έρωτας για τη Σταθάτου οδηγεί στην τέχνη ενώ και η τέχνη αναπαριστά και –κάτι ακόµα πιο ουσιαστικό– αναπαράγει τον έρωτα που προϋποθέτει.

Στο κέντρο του µυθιστορήµατος βρίσκεται µια θεατρική πράξη η οποία συναπαρτίζεται από εφτά σκηνές και περιβάλλεται από έναν πρόλογο και έναν επίλογο ενώ δύο εκθέσεις (µε την έννοια που δίναµε στη λέξη «εκθέσεις» στα µαθητικά µας χρόνια) λειτουργούν η µια ως εισαγωγή στον πρόλογο και στη θεατρική πράξη και η άλλη ως δεύτερος και τελικός επίλογος. Χρειάζεται ίσως εδώ να ειπωθεί ότι ο κατά τα άνω θεατρικός πυρήνας του µυθιστορήµατος είναι δυνατόν να υπάρξει και ως αυτοτελές θεατρικό έργο και ότι έτσι όπως εγκλωβίζεται στον πρόλογο και στον επίλογο (µέσα σε κλασικά δηλαδή µυθιστορηµατικά εργαλεία) αποτελεί µαζί τους µια µυθιστορηµατική ενότητα, ένα δεύτερο σχεδόν αυτοτελές σύνολο το οποίο µε τη σειρά του περιβάλλεται από την τελική εξωτερική στιβάδα των εκθέσεων-αφηγήσεων. Μυθιστόρηµα «καρπός» θα µπορούσε εποµένως να χαρακτηρισθεί η Έκθεση βαθυτυπίας, περικάρπιο που περικλείει καρπό που περικλείει πυρήνα. Ή αν το δούµε από το κέντρο προς τα έξω, θεατρικό µονόπρακτο µέσα σε παρενθέσεις και εντέλει µέσα σε αγκύλες που επιτείνουν την αίσθηση της σχεδόν µαθηµατικής και εµφανώς εσκεµµένης δοµής και ταυτόχρονα αναδεικνύουν τον γεωµετρικό σχεδιασµό και την αποδεικτική δεινότητα της συγγραφέως.

.

Τα πρόσωπα του έργου

Τρία είναι τα ορατά και κατονοµαζόµενα πρόσωπα του µυθιστορήµατος: η συγγραφέας του πρόλογου, του θεατρικού και του επίλογου Νίνα, η γλωσσολόγος Λίζα και η ζωγράφος Μάχη. Συντάκτρια της εισαγωγικής καθώς και της τελικής έκθεσης (των «µαθητικών» δηλαδή, σύµφωνα µε όσα είπαµε, εκθέσεων) είναι µια ανώνυµη γυναίκα, ίσως η συγγραφέας Νίνα, ίσως µια άλλη τέταρτη γυναίκα όπως θα ήθελε και όπως µας αφήνει να υποθέσουµε η ίδια η Σταθάτου µε τις γλωσσικές επεξηγήσεις που προτάσσει στο βιβλίο της. Το ίδιο συµπέρασµα προκύπτει αν λάβουµε υπόψη µας και την τέταρτη φιγούρα που αχνοφαίνεται στο βάθος του πίνακα του Max Beckmann µε τον τίτλο «Τέσσερις γυναίκες» και ο οποίος πίνακας είναι βέβαιο ότι κάθε άλλο παρά τυχαία χρησιµοποιείται στο εξώφυλλο του βιβλίου.

Το ερώτηµα εάν το συγκεκριµένο έργο του Beckmann προ–υπήρξε ως κατά έναν τρόπο πηγή έµπνευσης για τη συγγραφέα της Βαθυτυπίας ή βρέθηκε να ταιριάζει µε όσα έγραψε εκ των υστέρων ή σε κάποιο στάδιο της γραφής είναι µάλλον αδιάφορο. Το ίδιο κατά τη γνώµη µου αδιάφορο είναι και το ερώτηµα εάν η συντάκτρια των δύο εκθέσεων είναι η Νίνα ή κάποια άλλη, τετάρτη, ανώνυµη γυναίκα και ανώνυµο προσωπείο της Σταθάτου: συντάκτρια και κατασκευάστρια των εκθέσεων αλλά και ολόκληρου του µυθιστορήµατος, ακόµα και αν η ορθογραφία στα επί µέρους τµήµατα διαφέρει, µοιάζει να είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Και δεν εννοώ τη συγγραφέα της Βαθυτυπίας αλλά το ένα και µοναδικό ουσιαστικά πρόσωπο που άλλοτε διοχετεύεται και παίρνει τη µορφή της ανώνυµης αφηγήτριας των εκθέσεων κι άλλοτε της Νίνας που έχει πάντοτε για φίλες της τη Λίζα και τη Μάχη και όχι κάποια τρίτα πρόσωπα και η οποία παρά τις ορθογραφικές διαφοροποιήσεις µιλάει και εκφράζεται µε έναν ιδιαίτερο αλλά και ίδιο τρόπο και είναι φορέας των ίδιων ιδεών.

Στο πρώτο µέρος του βιβλίου δύο φίλες, η ανώνυµη συντάκτριά του για την οποία µιλήσαµε και η ζωγράφος Μάχη, συζητούν για την ερωτική περιπέτεια µιας κοινής γνωστής τους, της Λίζας που ζει στη Γερµανία. Της Λίζας η οποία για έναν ασήµαντο λόγο, για ένα τίποτα «απ’ αυτά που ’χει ανεχτεί από τους άλλους τους άσχετους µε την οκά» (σελ. 36), χωρίζει από τον γερµανό φίλο της αλλά εξακολουθεί να ζει σε διαφορετική πόλη της ίδιας χώρας µόνο και µόνο για να ακούει τη γλώσσα του Γερµανού της. Τόσο τρελά είναι ερωτευµένη µαζί του.

Την ίδια ουσιαστικά ιστορία, αλλά µε διαφορετικά πρόσωπα στους ρόλους και µε διαφορετικά δεδοµένα, ξανακούµε και στο δεύτερο µέρος του βιβλίου, στον πρόλογο. Η συγγραφέας Νίνα (η οποία όπως είπαµε είναι και η συγγραφέας του προλόγου), η γλωσσολόγος Λίζα που έχει επιστρέψει στο µεταξύ από το εξωτερικό και η ζωγράφος Μάχη συναντώνται και συζητούν µεταξύ άλλων και για κάποιο νεαρό και ταλαντούχο ζωγράφο, γνωστό της Μάχης, που ενώ δεν έχει καταφέρει ακόµη να µπει στη Σχολή Καλών Τεχνών (και δεν το έχει καταφέρει ακριβώς επειδή είναι ταλαντούχος), κερδίζει την εκτίµηση και την αγάπη µιας καθηγήτριας της σχολής η οποία του δίνει πρόσβαση στα υλικά της σχολής και του επιτρέπει να παρακολουθεί τα µαθήµατά της. Και αυτό µέχρι που τα αισθήµατα της ερωτευµένης καθηγήτριας πληγώνονται από το γεγονός ότι ο νεαρός προθυµοποιείται να καλέσει στο εργαστήρι του και να δείξει όλη τη µέχρι τότε δουλειά του σε µια άλλη, ακόµα µεγαλύτερης ηλικίας γυναίκα, διάσηµη ζωγράφο από το εξωτερικό.

Με αφετηρία την παρεξήγηση που δηµιουργείται ανάµεσα στο νεαρό και την καθηγήτριά του και µε τα ίδια σχεδόν δεδοµένα υλικά του παραπάνω µύθου, η Νίνα χτίζει το έργο της, δηλαδή τη θεατρική πράξη που καταλαµβάνει το τρίτο µέρος του µυθιστορήµατος: σε µια γκαλερί όπου εκτίθενται τα έργα βαθυτυπίας (ή χαρακτικής, αν προτιµάτε) µιας καθηγήτριας Σχολής Καλών Τεχνών στην οποία δίνει το όνοµα της Μάχης, έρχεται καθηµερινά µια γλωσσολόγος µε το όνοµα Λίζα για να θαυµάσει τα χαρακτικά και να πείσει τελικά τη χαράκτρια για τα ευγενή αισθήµατα ενός νέου εξαιρετικού ταλέντου και παρόµοιας συµπεριφοράς µε τον νεαρό του προλόγου. Η ανιδιοτέλεια, τα επιχειρήµατα και τα ειλικρινή αισθήµατα από τα οποία εµφορείται η θεατρική Λίζα θα κινητοποιήσουν τη θεατρική Μάχη και θα οδηγήσουν τις δύο γυναίκες σε µια βαθιά, εξοµολογητική φιλία, σε έναν εναγκαλισµό και σ’ ένα φιλί ερωτικό.

Στον επίλογο (στο τέταρτο µέρος του βιβλίου), η Νίνα µε την πρωτοπρόσωπη πάντοτε αφήγησή της µας ξαναγυρίζει στις ηρωίδες έτσι όπως τις γνωρίσαµε στον πρόλογο και στις πραγµατικές τους διαστάσεις ενώ και η ιστορία της για τον νεαρό ζωγράφο προσγειώνεται στην πραγµατικότητα: στις αντιδραστικές απόψεις και τη σεξιστική συµπεριφορά του όντως ταλαντούχου νεαρού, στη στάση ζωής και τις κάθε άλλο παρά ιδανικές δράσεις του που προλέγουν ένα µέλλον στο οποίο πρόκειται να κάνει ό,τι και οι υπόλοιποι ταλαντούχοι ζωγράφοι: «Αυτοί που δίνουνε την εντύπωση ότι ζωγραφίζουνε µόνο και µόνο για να ’χουν να κάνουνε κάτι ώσπου να πεθάνουν» (σελ. 332).

Την ανώνυµη αφηγήτρια της πρώτης έκθεσης τη συναντάµε και στο τελευταίο µέρος του βιβλίου να συνεχίζει τον µονόλογο και την περιπλάνησή της. Η φωνή του άγνωστου στην όψη γκαλερίστα που αδίκως την είχε γοητεύσει από τηλεφώνου στην αρχή του βιβλίου, γίνεται τώρα φωνή άλλης τάξεως. Γίνεται µια ποιητική συλλογή την οποία θα της χαρίσει η φίλη της Λίζα γραµµένη από έναν άγνωστο άνδρα ποιητή που ζει στο Βερολίνο και µιλάει µε τη δική της γλώσσα – τη γλώσσα της αφηγήτριας και τα αισθήµατα της αφηγήτριας. Και ενώ τα ποιήµατά του είναι σαν να τα έχει γράψει η ίδια και εκείνος να της τα έκλεψε και σαν να είναι εκείνος αυτή, από αλληλεγγύη στη γυναίκα σύντροφό του κι ακόµα περισσότερο λόγω του βάσιµου φόβου της διάψευσης και της µαταίωσης, η συνάντηση της αφηγήτριας µε τον ποιητή δεν πραγµατοποιείται και περιγράφεται όπως ίσως θα γινόταν (αν γινόταν) σε ένα επίπεδο φαντασιακό.

.

Μορφές του έρωτα

Ο µοναδικός χειροπιαστός έρωτας και η µοναδική πραγµατωµένη ερωτική σκηνή του βιβλίου, υπάρχει, εσκεµµένα και πάλι, ανάµεσα σε δύο άτοµα του ιδίου φύλου, σε δύο άνδρες που αγγίζονται και κοιτάζονται σε ένα µπαρ του Βερολίνου. Αχνή ελπίδα και υπόσχεση ετεροφυλόφιλης προσέγγισης ο αιµοµικτικός έρωτας αδελφής µε αδελφό που κι αυτής όµως η πραγµατοποίηση εναποτίθεται σε κάποιο µελλοντικό αφήγηµα της ανώνυµης ηρωίδας και στις µελλοντικές, φυσικά, συγγραφικές της διαθέσεις. Προς το παρόν και µέσα στα όρια της Έκθεσης βαθυτυπίας οι άνδρες «καµαρώνουν για τον έρωτα που κάνουνε λες και δίνουνε µάχη» λες και «νικήσανε κάποιον» (σελ. 339). «Τι ερωτική εποχή είναι αυτή» αναρωτιέται ήδη από το πρώτο µέρος του βιβλίου η ίδια ανώνυµη γυναίκα «όταν ο έρωτας κρατάει µόνο όσο κρατάει η παιδική µας η άγνοια;». Στην παιδική ηλικία η άγνοια και στην εποχή της ετοιµότητας «η απόλυτη φρίκη: οι καταστροφές, τα ολοκαυτώµατα: τότε είναι που µπορείς να πεις ότι πια ερωτεύεσαι». Κι ύστερα; Ύστερα έρχεται η εποχή της «απόλυτης και ώριµης νέκρας» (σελ. 47).

Την ερώτηση του Κώστα Ταχτσή στα Ρέστα (1972) (στο αυτοβιογραφικό του αφήγηµα «Η πρώτη εικόνα»), το ρητορικό εκείνο «µα πόσο αρρενωπότερος µπορούσα να γίνω, και πόσο θηλυκότερος», που δεν περιµένει απάντηση αφού η απάντηση είναι δεδοµένη και αυτονόητη, είναι µια ερώτηση την οποία πιστεύω ότι µε τον ίδιο εµφατικό τρόπο θα µπορούσε να υποβάλει διά στόµατος οιασδήποτε των ηρωίδων της και η Χάρη Σταθάτου. Οι αγοραίες ανδρικές εκφράσεις των γυναικών της, όπως το «πάµε για αγόρια και τεκνά», το «πηδάµε και κανένα αγοράκι» ή το «φύγαµε µάγκες» και τα παρόµοια, καθώς και η πλήρης αντιστροφή των ρόλων µε τις γυναίκες να απαξιώνουν τους συνοµήλικους και πολύ περισσότερο τους µεγαλύτερους και να κυνηγούν τους µικρότερους σε ηλικία άνδρες και να περιφρονούν όλη τη µέχρι σήµερα τέχνη των ανδρών που είναι «µια λαµπερή κρίση τρέλας, µια σχιζοφρένεια (…) µια διαρκής βαβούρα» (σελ. 200) αποτελούν µέρος και µόνον της επιθετικής και αρρενωπής εκδοχής του θηλυκού εαυτού, το αρνητικό µιας φωτογραφίας που όταν τελικά αποτυπώνεται (και αποτυπώνεται στην Έκθεση βαθυτυπίας) αποκαλύπτει την άφατη πίκρα και τις βαθιές πληγές των γυναικών ηρωίδων και της συγγραφέως.

Η µητριαρχία την οποία επαγγέλλεται η Χάρη Σταθάτου που θα έρθει µετά από µια επανάσταση, όχι των όπλων αλλά µε την αποτύπωση της θετικής όψης των πραγµάτων και των τραυµάτων εκείνων τα οποία έχουν χαραχθεί µε οξύ στο σώµα και στην ψυχή των γυναικών της, µε την ειρηνική επανάσταση που από τη φύση τους είναι γυναίκες («εµείς, η επανάσταση που είµαστε εµείς, που ακόµα δεν φαίνεται, είπε η Μάχη, αυτό που λέµε, που ακόµα δεν το ακούνε» σελ. 333), δεν είναι η γνωστή παλιά µητριαρχία. Είναι µια πρωτάκουστη µελλοντική Γυναικών Αρχή, είναι εκ πρώτης όψεως µια µητριαρχία χωρίς µητέρες, µε γυναίκες που αρνούνται να γεννήσουν. Οι ηρωίδες της Χάρης Σταθάτου δεν µεµψιµοιρούν και δεν κλαυθµυρίζουν, το αντίθετο: αποσιωπούν µε υψηλοφροσύνη τον σπαραγµό τους και τον µεταµφιέζουν σε εξαγγελία ενός µανιφέστου συνολικής και απόλυτης ανατροπής.

.

Απελευθερωτική πρόζα

Με δεδοµένη την τέτοια οπτική όσον αφορά το επικείµενο µέλλον των γυναικών, η ρητά εκπεφρασµένη πρόθεση της Σταθάτου (διά στόµατος και των δύο αφηγητριών της) να µη φτιάξει καινούργιες ιστορίες αλλά να κατανοήσει –που σηµαίνει να κατανοήσει κριτικά και από τη σκοπιά του φύλου της– τις ήδη υπάρχουσες ιστορίες είναι εύλογη. Η Σταθάτου αρνείται να κατασκευάσει τις δικές της ιστορίες όχι γιατί απεχθάνεται τις κατασκευές κι αφού σε οµολογηµένες κατασκευές κι η ίδια καταφεύγει, αλλά γιατί θέλει να αποδιαρθρώσει και να ανατρέψει τις ήδη υπάρχουσες. Αρνείται να κατασκευάσει ιστορίες γιατί έχει την έπαρση να πιστεύει και την ικανότητα να αποδεικνύει ότι παίρνοντας «αφορµή κι από ’να κουκούτσι» που πέφτει κάτω µπορεί να φτιάξει µια ιστορία (σελ. 380).

Παρόµοια στάση τηρεί η συγγραφέας και όσον αφορά το γλωσσικό της εργαλείο. Οι προκλητικές και µερικές φορές εξεζητηµένες επαναλήψεις, οι αλλεπάλληλες παρενθέσεις και τα επιτηδευµένα σηµεία στίξης σε συνδυασµό µε την απόλυτη προφορικότητα του γραπτού της καταδεικνύουν την αριστοκρατική άρνησή της να προβεί σε οποιουδήποτε είδους παραχώρηση στην ευκολία. Μαρτυρούν και για την άρνησή της να γοητεύσει τον αναγνώστη µε τα δοσµένα και µέχρι σήµερα εν χρήσει µέσα της λογοτεχνίας. Και όµως. Αρνούµενη τη λογοτεχνικότητα η Σταθάτου φτάνει µε τον δικό της προσωπικό τρόπο σε µια άλλου είδους λογοτεχνικότητα, δηµιουργεί µια πληθωρική αλλά και απελευθερωτική πρόζα όπου όλα λέγονται µε το όνοµά τους και όπου ακούµε, όπως σπάνια τυχαίνει να ακούµε, τις γυναίκες να µιλούν µε τη γλώσσα τους. Αρνούµενη τη µυθοπλασία, δηµιουργεί ένα πολυσύνθετο είδος µυθιστορήµατος του οποίου η συστροφική και ανακυκλούµενη αφήγηση διαπλέκεται µε το δοκίµιο και οι απόψεις των ηρωίδων της για τις τέχνες και την ανθρώπινη κατάσταση µε τα ολωσδιόλου πειστικά και πολύ πραγµατικά τους βιώµατα και πάθη.

Η κατάδυση στην παιδική ηλικία των ηρωίδων που επιχειρείται στο πρώτο και στο δεύτερο µέρος της Έκθεσης Βαθυτυπίας πιστεύω ότι αποτελεί ένα από τα κλειδιά για την κατανόησή της. Για την κατανόηση όχι µόνον της φύσης της θεατρικής τέχνης, της τέχνης του µυθιστορήµατος και της καλλιτεχνικής δηµιουργίας γενικότερα, έτσι όπως την αντιλαµβάνεται η Σταθάτου, αλλά και του τρόπου µε τον οποίον προσλαµβάνει και αποτυπώνει η συγγραφέας τον κόσµο της. Έναν κόσµο αφιλόξενο και σε πολλές περιπτώσεις σκληρό για το φύλο της που συχνά την οδηγεί στην απαισιοδοξία και συχνότερα στις υπερβολές του επαναστατηµένου και διαµαρτυρόµενου ανθρώπου. Όµως η Χάρη Σταθάτου γνωρίζει ότι δεν είναι όλη η τέχνη των ανδρών µια σχιζοφρενής βαβούρα, είναι συγγραφέας και γνωρίζει ότι ένας κόσµος χωρίς µητέρες και χωρίς παιδιά είναι ένας κόσµος χωρίς την παιδική ηλικία την οποία νοσταλγεί και ότι η νοσταλγία της είναι κατά βάθος η νοσταλγία του έρωτα. Και γι’ αυτό το βιβλίο της τελειώνει µε µια µεγαλειώδη παρέλαση διαµαρτυρίας και µε µια ιδιαίτερα τρυφερή και συγκινητική σκηνή κεντρική φιγούρα της οποίας δεν είναι µια µητέρα αλλά ένας πατέρας που προστατεύει και προτάσσει τη δίχρονη κορούλα του.

Η Έκθεση βαθυτυπίας, ακόµα κι αν δεν επαληθευτεί σε όλες τις προβλέψεις της όσον αφορά τη γυναίκα και τη θέση της σ’ έναν µελλοντικό κόσµο, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον µυθιστόρηµα, ένα βιβλίο επίµονο, απαιτητικό, που όµως πλουτίζει και αποζηµιώνει κι ανταµείβει τον αναγνώστη πλουσιοπάροχα.

.

.

.

μικρή διευκρίνιση – επειδή δεν με έχετε συνηθίσει να βάζω κείμενα για μένα σ’ αυτό το βλογ – αλλά, βλέπετε,


από τους «επαγγελματίες κριτικούς» κανείς δεν είχε κέφι ν’ αγγίξει αυτό το βιβλίο : ευτυχώς δηλαδή που υπάρχουν και γενναίοι συνάδελφοι, ο εξής ένας : ο γιώργος συμπάρδης (εξαίρετος, ο ίδιος, πεζογράφος) έγραψε αυτό το κείμενο για την «έκθεση βαθυτυπίας» μου το 2007, την ίδια τη χρονιά τής έκδοσης τού βιβλίου – και πρέπει να τον ευχαριστήσω συν τοις άλλοις και για τη διεισδυτική (και γεμάτη φαντασία, συγγραφέας άλλωστε είναι και ο ίδιος) ματιά του –

(το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε τον σεπτέμβριο τού 2007 στο περιοδικό «εντευκτήριο», τεύχος 78, αλλά από τον φετεινό οκτώβριο βρίσκεται και στο τελευταίο του βιβλίο, όπου ο γιώργος συμπάρδης έχει μαζεμένα τα κριτικά του δοκίμια με τον τίτλο «Σκόρπια. / κείμενα για συγγραφείς και βιβλία» – εκδόσεις «μεταίχμιο»)

κι έτσι, χαίρομαι επιπλέον και για το ότι, με την ευκαιρία αυτής της έκδοσης μπόρεσα να έχω τώρα την κριτική του και στην ψηφιακή της μορφή, ώστε να την βάλω στο βλογ.

.

.

.

.

.

.

11 Αυγούστου 2015

«έκθεση βαθυτυπίας» revisited

 

 

 

 

 

Δεν μπορώ να καταλάβω, όχι τούς συγγραφείς που δεν έχουν αυτοειρωνεία, αλλά τίς αναγνώστριες που δεν πιστεύουν ότι υπάρχουν συγγραφείς που έχουν. Κι όμως, οι συγγραφείς κατά κανόνα έχουν αυτοειρωνεία γιατί απλούστατα ειρωνεύονται τήν όλη διαδικασία τής περιγραφής βασικά (και αρχικά, και γενικά). Δεν υπάρχει περίπτωση να επιχειρήσει δηλαδή να κατέβη κανείς όλα αυτά τά σκαλιά που φτάνουνε ώς τόν άδη μιας καθαρής και αστραφτερής κατάστασης, και να δει τήν ολοκάθαρη φιγούρα μιας πραγματικότητας, χωρίς να θέλει να σκάσει στα γέλια.

Και βέβαια, αυτό που συνήθως ονομάζει ο συγγραφέας «εαυτό του» ή «εαυτή του» συμπεριλαμβάνεται στα θεάματα που αντικρύζει μέσα σ’ αυτό τό δωμάτιο, όπου δεν υπάρχουν καθόλου καθρέφτες. Δεν εννοώ καθόλου μ’ αυτό ότι όταν διαπιστώνει ο αναγνώστης αυτοειρωνεία σ’ έναν συγγραφέα, παραπλανάται απ’ τό ψεύτικο προσωπείο που η συγγραφέας τού παρουσιάζει για πρόσωπο – αλλά τό τελείως αντίθετο : ότι είναι αδύνατο να υπάρξει προσωπείο ψεύτικο, κι ότι οι μάσκες είναι τά πιο πραγματικά όντα – και τό γεγονός ότι εκεί κάτω στα τάρταρα δεν υπάρχουν καθρέφτες δεν σημαίνει παρά τό ότι κατεβαίνοντας – ή επιχειρώντας να κατεβούμε, ή απλώς «θέλοντας» να κατεβούμε, έχουμε κάνει ήδη τό πρώτο βήμα (που δεν χρειάζεται καν άλλο, είναι και τό τελευταίο) για να περάσουμε μέσα από τόν καθρέφτη.

Είμαστε μέσα του, είμαστε πίσω του, συνεπώς τό «μπροστά» δεν έχει κανένα νόημα – και ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια.

Όταν όμως παίρνεις τήν κατάσταση στα σοβαρά, και δεν καταλαβαίνεις πόσο αστεία είναι, είναι φυσικό να πιστεύεις ότι τήν παίρνει στα σοβαρά και ο άλλος.

Προκειμένου για τήν «έκθεση βαθυτυπίας» μου ας πούμε, μού έκανε εντύπωση πόσο, όλοι όσοι τήν έκριναν (εννοώ προφορικώς – αλλά και γραπτώς, οι δύο ( 2 ) κριτικές που υπήρξαν (επιεικείς έως επαινετικές, από σοβαρούς γνώστες (δηλαδή συναδέλφους) δεν έχω παράπονο) – )* ξέχασαν να διαγνώσουν πόσο τό βιβλίο λειτουργεί ουσιαστικά με τή μέθοδο τού κόμιξ (κι όπως τό κόμιξ λέει μια ιστορία μ’ ένα μέσο εκτός ιστορίας – μεταφέροντάς το απλώς στο πλατώ τών εικόνων – έτσι και η «βαθυτυπία» μου (τί αστείος, τί ειρωνικός τίτλος ! ) μετέφερε τά λόγια στο πλατώ μιας σκηνής, που περιγράφεται με λόγια.) Συν τό ότι προσπαθούσε να περιγράψει με λόγια και τή ζωγραφική – κι αυτό ήταν ένα επιπλέον στοιχείο τού κόμιξ – πολύ αστείο φυσικά –

Αυτός που κάνει τό βιβλίο αλλάζει 3 φορές πλατώ, μόνο και μόνο για να μπερδέψει τούς άλλους με τά ψέμματα που σκοπεύει να πει. Κι αν δεν πονηρευτείς (επειδή είσαι αθώος – αν και, σαν αναγνώστης τής λογοτεχνίας δεν θα ’πρεπε) από τό «εγώ» που στην αρχή χρησιμοποιεί, θα έπρεπε να αρχίσεις να πονηρεύεσαι όταν τό «εγώ» γίνεται ένας άλλος, και μετά, στο «θεατρικό έργο», 2 άλλοι. Αλλά, τί τά θέλεις, σού δίνει αρκετά κλειδιά, φτάνει να είσαι πρόθυμος να καταλάβεις ότι ειρωνεύεται. Είναι λυπηρό να μη θέλεις να δεις ότι στήνει κάτι τερατώδεις ιστορίες στην αρχή, για να δικαιολογήσει μερικά τερατώδη ψέμματα που θα πει στο τέλος.

Ακόμα κι ο τίτλος είναι ένα ψέμμα : στήθηκε μόνο και μόνο για να δουλέψει ένα καλαμπούρι, κάπου στη μέση. Για «έκθεση χαρακτικής» τόν υπολόγιζα (και άλλωστε και η χαρακτική αντιστοιχούσε σε κάποιο παιδικό παιχνίδι στη μέση). Αλλά η βαθυτυπία γινόταν πιο αστεία, και μού άρεσε περισσότερο : Ασήμαντα είν’ αυτά, αλλά πρέπει να θυμάσαι ότι υπάρχει πραγματικά πάντως η βαθυτυπία σαν μέθοδος χαρακτικής : radierung λέγεται γερμανικά, και άλλα ονόματα στα γαλλικά και αγγλικά – Όπως εξηγείται και μέσα στο βιβλίο, με τή βαθυτυπία «χαράζει» ένα υγρό.

Προσωπικά, απ’ όλες τίς χαρακτικές, μ’ αρέσουν οι ξυλογραφίες. Καμμιά άλλη χαρακτική δεν μ’ αρέσει. Η βαθυτυπία δεν μ’ αρέσει καθόλου.

Η μέθοδος τής βαθυτυπίας περιγράφεται εδώ :

 

 

 

 

{ και μια που μπήκε βιντεάκι, ας μιλήσω λίγο και για τό διαδίκτυο :

Από τό ιντερνέτ δεν περίμενα εξαρχής τίποτα – μπήκα πολύ αργά – και τό ’09 μπορείς ήδη να έχεις καταλάβει τί συμβαίνει όταν ξεκινάς σαν μπλόγκερ – εγώ λίγο πριν είχα φτιάξει τίς «απολίτιστες τέχνες» με pdf αποσπάσματα από εκδομένα κι ανέκδοτα και τά άφησα να τσουλήσουν. Τσούλησαν σιωπηλά πολύ. Ξεκινώντας τά μπλογκ δεν έβαλα ούτε τά στοιχεία τών βιβλίων μου, τό αποφάσισα πάρα πολύ αργότερα, όταν έγινα ελαφρώς αδιάφορη, και κατάλαβα ότι δεν θα θεωρηθεί διαφήμιση – δεν θα θεωρηθεί απολύτως τίποτα : σχεδόν δεν θα τό προσέξει κανείς. (Ακόμα δεν ξέρω αν τό ’χει προσέξει κανείς). Αυτούς που ξεκινούν λογοτεχνική καριέρα με δημόσιες σχέσεις μέσω διαδικτύου τούς βλέπω με αλαζονεία συγκατάβαση και θαυμασμό. Τό κυριότερο είναι ότι κάτι πάντα πετυχαίνουν – και στη χώρα αυτή οι κλειστοί κύκλοι και οι κλίκες αποδίδουν – είναι γνωστό αυτό – εξαρτάται βέβαια τί θέλει κανείς. Εγώ μια φορά μόνο θέλησα να δώσω ένα εκδομένο σ’ έναν άνθρωπο που τόν συμπαθούσα ως μπλόγκερ γιατί ασχολιόταν κάπως μοναχικά με τή λογοτεχνία, και αρνήθηκε με τόσο έντονο τρόπο, που τρόμαξα. Υπόθεσα πως υπόθεσε πως ήθελα να τόν υποχρεώσω να γράψει για τό βιβλίο, και δη να τό διαβάσει κιόλας. Μέ πείραξε λίγο είν’ η αλήθεια, αυτό – αλλά τό ξεπέρασα. Έκτοτε έχω δει να διαφημίζει στη σελίδα του διάφορες μπαγκατέλες – να ’ναι καλά. Ελπίζω μόνο να μην τίς διαβάζει. Τά μπλογκ τά έκανα για να μπορώ να γράφω και γι’ αυτά που δεν γράφω, να μιλάω και γι’ αυτά που δεν μιλάω στα βιβλία μου – ή τουλάχιστον γι’ αυτά που δεν μιλάω με τόν ίδιο τρόπο. Γραφτά από εκδομένα μου δεν έχω βάλει σχεδόν καθόλου, καμιά φορά βάζω κανένα απόσπασμα από τά ανέκδοτα, για να τό μετρήσω, να τό ζυγίσω και να δω αντιδράσεις – καμιά φορά και λόγω επικαιρότητας, εν είδει επιφυλλιδογραφίας – έχω ξεπέσει τόσο πολύ. Τό διαδίκτυο μάς κάνει εύκολους και φτηνούς, όπως και να τό κάνουμε. Κυρίως τό φέϊσμπουκ βέβαια, αλλά γι’ αυτό θα μιλήσω επιτούτου άλλη φορά – Είμαι καινούργια, και έχω φρέσκιες εντυπώσεις από κει. Τά κείμενα τά «καθαρά» λογοτεχνικά μου, έχουν τή μικρότερη ανταπόκριση πάντως απ’ όλα (και σε σχόλια ( : τα σχόλια ήταν τό σημαντικότερο και τό πιο ενδιαφέρον για μένα, από τά έθιμα τής μπλογκόσφαιρας) αλλά και σε λάϊκ, μια που μιλάμε για τά εδώ ενγένει ήθη. Χαίρομαι πάντως έτσι κάποιους που διαφέρουν (ξέρουν αυτοί) – και τούς ευχαριστώ) (ένα πράγμα επιπλέον που έμαθα στην μπλογκόσφαιρα είναι ότι είναι μεγάλη μαγκιά να γράψεις σχόλιο – πρώτος και μόνος – όταν δεν έχει μιλήσει άλλος, να «κάνεις λάϊκ» πρώτος και μόνος, όταν δεν έχει κάνει άλλος. Ναι, έχει και η μπλογκόσφαιρα τή μαγκιά της. Και στη δικιά μου περίπτωση, σ’ αυτό τό μπλογκ, μαγκιά έχουν οι λίγες και ο καλός.) Αυτό λοιπόν ουσιαστικά είναι τό κέρδος που έχει περάσει στο βιβλίο τών εσόδων μου (εντός τού μπλογκ) αυτά τά χρόνια. Ελπίζω να τά πούμε κάποτε με τούτους τούς happy few και από κοντά –

ας τήν κλείσω αυτήν τήν παρένθεση. }

 

Τά εξώφυλλα τών βιβλίων μου δεν μ’ αρέσανε ποτέ :

Τή μία φορά δεν είχα καμία συμμετοχή (ο εκδότης μού τό παρουσίασε έτοιμο (φτιαγμένο από τόν πολύ καλό του εξωφυλλά) μ’ ένα χαμόγελο ώς τ’ αυτιά, και ντροπιασμένη επειδή ο άνθρωπος είχε βάλει ένα σωρό λεφτά (γράφω και ογκώδη) για να βγάλει τό βιβλίο, παρέλειψα να τού πω ότι είχε κάνει μια μεγαλοπρεπή γκάφα : Η ζωγραφική τού εξωφύλλου ήταν αυτό ακριβώς που κορόϊδευε και μισούσε εντός τού βιβλίου η αφηγούμενη, ως τέλειο κιτς.) (Στο πρώτο μου μυθιστόρημα αφηγείται σε α΄ πρόσωπο μία επαγγελματίας ζωγράφος – τό εξώφυλλο θα ’πρεπε να ’ναι σεζάν ή γενικά κυβισμός – Έτσι πήρα τό πρώτο μάθημα πώς μπορούνε οι ευσυνείδητοι και πετυχημένοι επαγγελματίες στον χώρο τού βιβλίου να ασχολούνται με τά βιβλία χωρίς να τά διαβάζουν, ούτε καν χιαστί.)

Στο δεύτερο, τό εξώφυλλο ήταν αποτυχία γιατί μού ζήτησαν τή γνώμη μου – Ήθελα μαξ μπέκμαν, και προτίμησα να γίνουν τά γράμματα «ξύλινα» που λέμε στη δημοσιογραφία (δηλαδή πολύ μεγάλα) για να ταιριάζουνε με τήν εποχή. Επιπλέον οι εκδότες είχαν διάθεση να πειραματιστούν μ’ έναν καινούργιο τους εξωφυλλά (δεν ξέρω αν θα πετύχαιναν περισσότερο χρώματα και γράμματα με τόν καθιερωμένο) : στην πραγματικότητα τελικά τό παίξαμε κορώνα–γράμματα, ανάμεσα σε μεγάλα και σε μικρά γράμματα και βγήκαν τα μεγάλα. Τώρα δεν μ’ αρέσουν καθόλου, μοιάζουν με αφίσα κινηματογράφου – και τά χρώματα μού φαίνονται επίσης αλλοιωμένα, αντί να ’ναι μπέκμαν να είναι δηλαδή όπως στις (γιγαντο)αφίσες τού βακιρτζή.

Σ’ αυτό που σκοπεύω να βγάλω τώρα, θα κάνω απλώς τόν σταυρό μου.

Τό βιβλίο πάντως, παρ’ όλο που απέξω είναι κινηματογραφικό ως μη ώφειλε, από μέσα είναι αψόγως θεατρικό ως ώφειλε και παραώφειλε : θέλω να πω ότι διατηρεί όλες τίς συμβάσεις τής καλής τυπογραφίας (έριξα και προσωπική δουλειά) (ακόμα δεν έχω βρει ούτε ένα τυπογραφικό λάθος : κατόρθωμα για βιβλίο τετρακοσίων σελίδων στα ελληνικά) και επέμεινα να μπούνε υπέρτιτλοι ουσιαστικοί στα κεφάλαια (και όχι για τό θεαθήναι : μού φαίνεται ότι μέ κοροϊδεύουν σαν αναγνώστρια βιβλία που διατηρούν τήν ωραία σύμβαση τών υπέρτιτλων, επαναλαμβάνοντας απλώς από τήν αρχή μέχρι τό τέλος τό όνομα τού συγγραφέα και τό όνομα τού πονήματος.)

Τό βιβλίο τό είδα στον ύπνο μου, και τό ’γραψα μέσα σε μέρες ουσιαστικά, μονοκοπανιά. Μού πήρε ελάχιστο χρόνο η πρώτη γραφή, ίσως 40 μέρες, τόσο θυμάμαι τίς μέτρησα μετά, και τώρα πια μού φαίνεται και μένα απίστευτο. Αλλά ήταν μια εποχή που μπορούσα να γράφω χωρίς εξωτερικούς περισπασμούς, είχα αυτήν τήν τύχη. Νόμιζα ότι είχα ξεμπερδέψει, όταν μού ’ρθε σαν εφιάλτης τώρα, κι όχι απλώς σαν ανώδυνο όνειρο η πραγματική ολοκλήρωσή του. Η τελική επεξεργασία κράτησε φυσικά περισσότερο, πάντα κρατάει. Η δακτυλογράφηση και οι διορθώσεις είναι τό πιο βαρετό μέρος, και παίρνουν καιρό. Αν και έχουν μια ανταμοιβή, τό βλέπεις από πολύ μακριά, και μπορείς να γελάς ακόμα περισσότερο μαζί του.

Έκανα 6 χρόνια να βρω εκδότη και τό λάθος είναι εν μέρει και δικό μου – και πάντα θα είναι : διότι έχω τήν ακλόνητη πεποίθηση (καθότι δεν μπορώ ούτε κατά διάνοια να γράψω αλλιώς) ότι ο συγγραφέας δεν είναι ούτε διαφημιστής ούτε ψώνιο ούτε ζητιάνος ούτε ζήτουλας ούτε υπηρέτης, ούτε χρωστάει χάρη σε κανέναν, ούτε οφείλει να παίζει στα δάχτυλα τίς δημόσιες σχέσεις και προπάντων να διαφημίζει τά εξώλης και προώλης προϊόντα του : αυτά είναι ιδιότητες που οφείλουν να έχουν οι εκδότες, κι εγώ τό μόνο που οφείλω να παίζω στα δάχτυλα είναι τή δουλειά που (φαντάζομαι ότι) κάνω : ως άνθρωπος με πολύ καλή κακή μνήμη έχω λοιπόν κρατήσει όλα τά ονόματα τών εκδοτών που αρνήθηκαν να βγάλουν τό βιβλίο πριν καν τό διαβάσουν (διότι δεν τούς σύστησε ο πρώτος τυχών διάσημος να τό «προσέξουν» και τό βιβλίο πήγαινε μόνο του, με αυτοκτονική επιμονή, ως ώφειλε (ως αξιοπρεπές τουτέστιν άτομο, στοιχείο, και προϊόν, πολιτισμένου και εξώλης και προώλης πολιτισμού)) – και φαίνονται αυτά, πολύ δυστυχώς : η φωτοτυπία τού δακτυλόγραφου επιστρεφόταν άθικτη, καθότι δεν διαβάζει κανείς λογικός έλλην ούτε πρώτη αράδα αν δεν τόν σπρώξει άλλος έλλην φαντασμαγορικός (ίσως τήν πρώτη αράδα να τήν διαβάζουν) (οι δικές μου πρώτες αράδες όμως δεν παραπέμπουν σε μεγάλη διασκέδαση – η μεγάλη διασκέδαση έρχεται πολύ αργότερα, όπως πάντα). Έχω τακτοποιήσει τά πράγματα ειδικά γι’ αυτό τό βιβλίο και οι εκδότες που αρνήθηκαν να εκδόσουν τήν «έκθεση» θα μπουν στη διαθήκη μου, και δεν θα μπορέσουν να εκδόσουν ποτέ δικό μου βιβλίο ακόμα κι αν τά τινάξω αύριο από αυτοκινητιστικό.

Τό βιβλίο άρεσε περισσότερο στους άντρες φίλους μου, παρά στις γυναίκες – αλλά οι λίγες γυναίκες που τό εκτίμησαν τό βρήκαν, με επιμονή, φεμινιστικό. Βρίσκομαι σε δύσκολη θέση σ’ αυτές τίς περιπτώσεις και δεν τούς λέω ότι θεωρώ τόν όρο «φεμινιστικό μυθιστόρημα» εξίσου, αν όχι και περισσότερο άνευ νοήματος (σαφούς) από τόν όρο «φεμινιστική μουσική», ή «φεμινιστική ζωγραφική». Πάντως ο εκδότης που τελικά τό έβγαλε – μη συνεισφέροντας στα έξοδά του, καθόλου – δεν ήθελε να έχει τήν τιμή να εκδόσει «φεμινιστική ζωγραφική». «Μη λες ότι είναι φεμινιστικό τό βιβλίο» μού έλεγε, με πολύ αυστηρό ύφος. Δεν έλεγα, ούτε λέω.

Ήταν η πιο δύσκολη περίοδος, και η χειρότερη ίσως τής ζωής μου (εκτός από μετά που συνέβη ένας θάνατος). (Ο θάνατος). Δεν είχα καμία διάθεση να δω κανέναν, να μιλήσω με κανέναν, ούτε παρουσίαση έκανα. Τό ’στειλα απλώς παντού, τό πήραν όλοι και όλες. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να έχει δικαιολογία. Φυσικά όλοι πάμε στην τιμή και τήν υπόληψή μας σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Δεν μέ συνδέει τίποτα μ’ αυτή τή χώρα, πέρα απ’ τή γλώσσα που μιλάω, – και τούς φίλους που απόμειναν. Υπάρχει πιο ευτυχισμένος άνθρωπος ; Ελπίζω να βρω εκδότη για τό επόμενο – που ν’ αναλάβει τά έξοδα, γιατί δεν έχω πια φράγκο :

Από τότε ονειρεύτηκα άλλο ένα βιβλίο – αλλά εκείνο ήτανε σενάριο, τεραστίων διαστάσεων. Τό ’βαλα κάτω και τού ’κανα και ντεκουπάζ. Αλλά δεν σκοπεύω να τό κάνω τίποτα – σιγά μην ασχοληθώ με τό σινεμά – Έχουν άλλα σειρά, να καθαρογραφούν, να δακτυλογραφηθούν, και είναι πολλά (γράφω με τό χέρι βλέπετε). Ειδικά ένα απ’ όλα τό κάνω πολύ κέφι. Αλλά γενικά όλα καλά είναι, γελάω πολύ.

 

 

 

 

* (Μόνο ένας άνθρωπος σ’ αυτόν τόν κόσμο έχει πέσει μέσα ως προς τά γραφτά μου κι αυτός είναι τόσο σημαντικός, κι όχι μόνο για μένα, που αρνούμαι να γράψω τ’ όνομά του γιατί θα νομίσει κανείς πως τά γράφω όλ’ αυτά, μόνο και μόνο για να συμπεριλάβω αυτήν τήν παρένθεση σε σημείωση. Όμως, δύο πράγματα που έχει πει μέ στηρίζουν, και θα μέ στηρίζουν για πάντα. Τό πρώτο δεν τό λέω με τίποτα. Τό δεύτερο είναι τό «Μη σε νοιάζει που σέ αγνοούν. Να μην επέμβη στη δουλειά. Διαχειρίσου το.»)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

27 Μαρτίου 2014

πάνω στο χαλί

 

 

 

 

αναδημοσίευση από τό e–περιοδικό στάχτες (και η εικόνα από εκεί) τού ποιητή / εικαστικού στράτου φουντούλη / αγριμολόγου :

.

   όμως ωραία δεν ήτανε πάνω εκεί στο χαλί ; όπως καθόμαστε ; που ακουμπάγαμε ο ένας πάνω στον άλλο ; και γινόμαστε αμέσως φίλοι διατηρώντας τήν αφόρητη μοναξιά μας καθώς μάς είχαν ρίξει εκεί οι μεγάλοι να τά βγάλουμε πέρα μόνοι μας μέσα σ’ ένα πηγάδι από πλήθος, και δεν έχουμε τότε τήν αίσθηση ότι είμαστε παιδιά αλλά ότι είμαστε στον μεγάλο καινούργιο κόσμο ότι είμαστε ο μεγάλος καινούργιος κόσμος, ότι είμαστε ο κανονικός κόσμος εμείς, καθισμένοι εκεί στο χαλί στο ύψος σχεδόν τού χαλιού έτοιμα να μιλήσουμε αλλά μην ξέροντας τή γλώσσα ακόμα, προσπαθώντας να μάθουμε τή γλώσσα για πρώτη φορά γιατί τότε συναισθανόμαστε για πρώτη φορά έτσι όπως είμαστε ο ένας πλάϊ στον άλλον ότι η γλώσσα που μιλούσαμε μέχρι τώρα στο σπίτι ήταν ανεπαρκής κι ότι υπάρχει μια γλώσσα που τή μιλάνε όλοι παρέα φωνάζοντας, κι ότι υπάρχει μια γλώσσα που τή φωνάζουμε όλοι ζητώντας αν και δεν ξέρουμε ακόμα τί πρέπει λοιπόν να ζητήσουμε, ότι υπάρχουνε γλώσσες λοιπόν ατελείωτες που πρέπει να τίς μιμηθούμε και από μέσα του ο καθένας είναι σίγουρος ότι μόνο αυτός δεν τίς ξέρει ότι μόνο αυτός καθυστέρησε κι ότι όλοι οι άλλοι είναι ένα σύνολο πέρα απ’ αυτόν, που ’χει αρχίσει πιο πριν, προχωρήσει πιο πριν, μάθει πράγματα απολύτως πιο πριν, κι έτσι εκεί στο χαλί τραγουδώντας κοιτώντας αντιγράφουμε μυστικά και επίφοβα ο ένας τόν άλλον μαθαίνοντας και τήν γλώσσα τού τρανταχτού γέλιου και τήν γλώσσα τού τρανταχτού φόβου και τού τρανταχτού ουρλιαχτού και τού θόρυβου τού τρανταχτού και τού ομαδικού και τής διασκέδασης τής τρανταχτής και τής ομαδικής και τής αποδοχής και τής αναμονής και τής υπομονής

   και τών ανακρίσεων τών τρανταχτών

   και τών εκπλήξεων τών τρανταχτών που θα μάς πέσουν στο κεφάλι από τό άγνωστο μαύρο σκοτεινό εκείνο τετράγωνο τής μαύρης τρύπας εκείνης τής σκηνής

   και τής ανάκρισης τής σκοτεινής

   κι αυτός ο κόσμος είναι για πρώτη φορά τόσο γεμάτος από άγνωστες γλώσσες κινήσεις συμπεριφορές

   και ανακρίσεις

   και αν θυμάσαι κρυφοκοιτάζαμε ο ένας τόν άλλον να δούμε τί έπρεπε να κάνει και πώς έπρεπε να φερθεί και ένιωθες μέσα απ’ αυτήν τήν μίμηση συμπεριφορών μια συντροφικότητα κάπως περίεργη – αυτή πιστεύω εγώ είναι η πρώτη μορφή γλώσσας που τή μαθαίνεις μέσα σε μια συντροφικότητα πηγαδιού στο οποίο σέ πετάν δια τής βίας : η γλώσσα τού μπάρμπα–μυτούση

   ναι συντροφικότητα στη δυστυχία και τήν αγωνία

   και έτσι λοιπόν μαθαίνουμε πρώτα να ουρλιάζουμε για να αρχίσει τό έργο, και να φωνάζουμε : ύστερα να τραγουδάμε : ύστερα να χειροκροτάμε, ή μάλλον να χτυπάμε τά χέρια μας ενώ τραγουδάμε : τό θυμάσαι τό τραγούδι που μάς έβαζε μια κυρία να λέμε ; μια κυρία μπροστά που μάς έδινε τόν τόνο και που χτύπαγε τά χέρια της για να μάθουμε να τά χτυπάμε τά χέρια κι εμείς, μια ψηλή κυρία : Δε μού λες, λες αλήθεια να ’χαμε συναντηθεί καμία φορά, λες να ’χαμε κάτσει και δίπλα–δίπλα ; Μη μού πεις, τί μαγεία αυτά τά τεράστια σώματα από λιλιπούτεια πλάσματα μες στο σκοτάδι, δηλαδή σιγά–σιγά τρεμόσβηναν τά φώτα και χαμήλωναν μέχρι να γίνει τό σκοτάδι τέλειο και να φωτιστεί ξαφνικά εκειπάνω ψηλά η σκηνή : όμως ενώ όσο ακόμα είχε φως περιεργαζόμαστε εμείς τά περήφανα μέλη τού γενναίου καινούργιου κόσμου που μόλις είχε βγει απ’ τ’ αυγό (και γι’ αυτό ήταν τό σημαντικότερο πράγμα τό να είναι τό μέγεθός σου ελάχιστο) όμως με τ’ απόλυτο ξάφνου σκοτάδι, ξάφνου τά ουρλιαχτά μας γινόντουσαν πραγματικά ουρλιαχτά, δηλαδή γνήσια απόλυτη και ώριμη πλέον σιωπή, σαν να ξέραμε τί θα συμβεί πλέον στο μέλλον

   και ότι θ’ αρχίσει κανονικά η ανάκριση : (Τό ξέραμε κι αυτό, ή τό μαθαίναμε : κι αν δεν τό ξέραμε τήν πρώτη φορά τό ’χαμε μάθει πια τή δεύτερη)

   και έτσι λοιπόν είμαστε πάλι ζωάκια που μυρίζαμε τό ένα τό άλλο πάνω κεί στο χαλί για να ξεπατικώσουμε φωνές και να μάθουμε επιτέλους τή γλώσσα με τήν οποία έπρεπε να μιλήσουμε σ’ αυτόν τόν κωλόγερο

   ώστε να ξέρουμε μετά πώς να ουρλιάξουμε όταν θα άρχιζε πια μετά κανονικά η ανάκριση που δεν ξέραμε σε ποιο κεφάλι θα πέσει – και η οποία από τήν αρχή κρεμόταν πάνω εκεί στα κεφάλια μας – περισσότερο απ’ όσο κρεμόταν η ίδια η ωραία αυτή σου σκηνή

   και τής οποίας η ώρα θα ερχότανε κάποτε βέβαια και τελικά ήρθε : Ορίστε λοιπόν ανυπόμονη : τώρα είναι η ώρα της, τώρα που ανοίγει και φωτίζεται η σκηνή ψηλά εκεί πάνω κι όχι τόση ώρα, που φαγώθηκες λες κι ήθελες να μού κόψεις τήν όρεξη τή ρέντα και τόν ειρμό : είχα ρέντα, ωραία δεν τά ’πα, ε ; Πώς μού ’ρχόντουσαν έτσι ωραία οι ιδέες : δεν τά ’χω ξαναπεί αυτά έτσι ωραία αν θες να ξέρεις. Ήμουν σε φόρμα μέ ενέπνεε τό περιβάλλον : Λέγε λοιπόν τώρα, άσχετη που μόνο εσύ θέλεις να μιλάς : πολυλογού που δεν ξέρεις ούτε καν τήν σειρά τών πραγμάτων : ακόμα δεν έμαθες τρόπους ; δεν έμαθες τίποτα ανεπίδεκτη ; Λέγε λοιπόν : Τί σέ πείραζε από τήν ανάκριση ; Δεν έτρωγες όλο τό φαΐ σου κακό κορίτσι ;

   και γιατί δεν ήσουν ήσυχο παιδί Μπετούλα ; Γιατί στενοχώρησες τή μαμά σου Νικολάκη ; Και γιατί δεν έπεσες νωρίς για ύπνο χτες Γιαννάκη ;

   και γιατί τρως τά νύχια σου Βασιλάκη ; Και γιατί στενοχωρείς τή γιαγιά σου Δημητράκη ;

   και γιατί κουνάς τά πόδια σου όταν τρως Φωτεινούλα ;

   και γιατί ρουφάς τή μύτη σου όταν σού μιλάει ο μπαμπάς Αργυρούλα ;

   και γιατί έσπασες τό ωραίο πιάτο απ’ τόν μπουφέ Γιαννούλα ; Και γιατί ζωγραφίζεις στον τοίχο με τά χρωματιστά μολύβια που σού πήρε ο θείος Μαχούλα ; Και γιατί χορεύεις όλη τήν ώρα Ισιδωρούλα ;

   και γιατί μικρή Ντιάνα κυνηγάς τ’ άλλα παιδάκια ;

   και γιατί μικρή Ελένη κυνηγάς τά αγοράκια ; Τό σοκ δεν ήταν τόσο, η διαπόμπευση δεν ήταν τόσο επειδή ήξερε τί έχω κάνει και μέσα στο σπίτι κιόλας τό οποίο ήταν πολύ μακριά και στο οποίο ήμουνα σίγουρη ότι δεν είχε έρθει ποτέ αυτός ο διαολικός μπάρμπας επίσκεψη, κι ούτε καν τό ότι ήξερε καλά και φώναζε κιόλας δυνατά τ’ όνομά μου, μπροστά σε όλους, άσχετα από τό αν αυτοί δεν τό ξέρανε (κι αυτό ήταν η μόνη μου παρηγοριά (κι άρχισα σιγά–σιγά να μαθαίνω ότι αυτό ήταν κι η παρηγοριά και τών άλλων επίσης, κι έτσι, αντί να μάς ενώνει οτιδήποτε πάνω εκεί στο χαλί που ωραία εσύ τό αναγόρευσες σε σπουδαίο και ηρωικό και περίφημο, μάς χώριζε ακριβώς και μάς σκέπαζε προστατευτικά και μάς κουκούλωνε τό ότι είμαστε απόλυτα ξένοι και ότι ξένοι ελπίζαμε για πάντα να μείνουμε) (τό ότι δεν είχαμε και δεν θα είχαμε, αν είμαστε έστω ελάχιστα μέσα στην ατυχία μας αυτή τυχεροί, καμιά με κανέναν εκεί απόλυτα σχέση)) όχι λοιπόν τόσο τό ότι έλεγε εκεί ενώπιον όλων όλα τά φοβερά και φριχτά που ’χα κάνει, όσο τό ότι συμφωνούσε απολύτως δηλαδή με τή μάνα μου στο ότι αυτά ήταν όντως φοβερά και φριχτά : και αυτή ήταν μια μεταφυσικής τρομαχτικής ισχύος νίκη που αυτή κατάφερε αποδεδειγμένα εναντίον μου και τήν οποία αμέσως κατάλαβα ότι δεν θα τής συγχωρέσω ποτέ. Αν κάτι έμαθα εγώ τότε, επειδή τά είπες τόσο ωραία και γλαφυρά προηγουμένως, δεν ήταν ούτε να μιλάω πάνω κεί σε εκείνο εκεί τό χαλί ούτε να γελάω ούτε να κλαίω αλλά να κρύβομαι ακριβώς μες στο πλήθος, πάνω εκεί στο χαλί, αν κάτι μού ’μαθε δηλαδή αυτός ο παλιόγερος δεν ήταν κανενός είδους κοινά ιδιώματα γλώσσες και λοιπά και λοιπά και πολύ λυπάμαι αν σέ στενοχωρώ γλωσσολόγα μου, αλλά τό ότι μες στο πλήθος χάνεσαι, ότι μπορεί να λουφάξεις και να κάνεις τόν ψόφιο κοριό μες στο πλήθος. Κι αυτό γιατί σύντομα (πανικόβλητη όπως ήμουν και συνεπώς και γι’ αυτό και μόνο πανέξυπνη) διαπίστωσα ότι δεν κοιτούσε καν προς τή μεριά που καθόμουνα όταν μιλούσε για μένα ο μυστήριος πάνινος πάνσοφος αλλά τελείως αλλού και μέ παρηγόρησε (πολύ χαιρέκακη παρηγοριά, σημείωσέ το σέ παρακαλώ) τό ότι δεν ήμουνα μόνη μου στην συγκλονιστική αυτή ψυχρολουσία αλλά τό ότι όλοι κοιτούσαμε μέσα στα δήθεν γέλια που νόμιζες εσύ ότι μάς ένωναν, απλώς ποιος ψυχρολουζότανε κάθε φορά ή ποιος είχε ήδη ψυχρολουστεί και ακριβώς τό ότι δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τίποτα ήταν τό μόνο που μάς παρηγορούσε επίσης : έτσι ακριβώς μάθαμε να κρυβόμαστε μέσα στο πλήθος κυρία μου (σημείωσέ το : εντελώς κουτοπόνηρα) και να χαιρόμαστε με τήν αόρατη αλλά σίγουρη (και πρόσεξε : όσο πιο αόρατη τόσο πιο σίγουρη, όσο πιο πολύ γελούσαμε τόσο πιο πολύ πονούσαμε) δυστυχία ο ένας τού άλλου :

   και με τήν ακόμα πιο αφόρητη δυστυχία (ανατριχιάζω και μόνο που τό θυμάμαι, θυμάσαι ; ) κάποιων ακόμα περισσότερο δυστυχισμένων – τά θυμάσαι αλήθεια αυτά τά κακόμοιρα – που σαν υπνωτισμένα από τά πάνινα χέρια και τό πάνινο κεφάλι πάνω εκεί στη σκηνή, σαν μαγεμένα με τό στόμα ανοιχτό μόλις ακούγανε τ’ όνομά τους τού απαντάγανε κιόλας : τί φρίκη. Και μόλις καταλαβαίναν τό λάθος τους κοιτάζανε γύρω : ντρεπόντουσαν, πόσο ντρεπόντουσαν : και μεις χαιρόμαστε πόσο χαιρόμαστε (που υπήρχανε κάποιοι που τήν είχαν πατήσει : επιβεβαιώνοντας ότι εμείς δεν τήν πάθαμε : ) έτσι επιβεβαιωνόταν η αντίληψη (που ακολουθεί τόν κόσμο σ’ όλη του τή ζωή) (και για τήν οποία ο κόσμος, εμείς (δηλαδή οι έξυπνοι που μετράμε τά λόγια μας και δεν μιλάμε με ξένους ούτε στον δρόμο ούτε στο πεζοδρόμιο ούτε στις γκαλερί) καμαρώνουμε) περί τής δικής μας εξυπνάδας εφόσον υπάρχει η χαζομάρα τών άλλων : Εμείς είμαστε οι έξυπνοι δηλαδή κυρία ζωγράφα μου απλώς και μόνο διότι υπάρχουνε κι οι άλλοι που, εφόσον είναι παραδομένοι στην μαγεία τού θέατρου τού σκοταδιού και τής τέχνης, είναι χαζοί. Πόσο πρέπει να αγαπούσαν τά κακόμοιρα αυτά τό θέατρο και πόσο να θεωρούσαν σωστό τό αυταπόδεικτο που δεν υφίσταται πουθενά όμως πλέον, δηλαδή να πάρουνε αυτό τό πράγμα τό αστείο στα σοβαρά – και να ’ναι ειλικρινέστατα εκειπέρα εκεικάτω μαζί του : νομίζω αυτοί είναι στους αιώνες τών αιώνων αμήν και για τόν αιώνα τόν άπαντα οι πιο απόλυτα γνήσιοι τίμιοι παραδομένοι δηλαδή και μαγεμένοι στη μαγεία του θεατές

   που όμως δεν πηγαίνουν ποτέ τους στο θέατρο : δεν πρέπει να ξαναπήγαν ποτέ από τότε δηλαδή διότι πρέπει να τούς έγινε μάθημα : ναι, φρίκη : πόσο πρέπει να τό μισήσαν αυτοί ακριβώς τότε τό θέατρο, ε ; Αυτοί οι τόσο τέλεια παραδομένοι και γνήσιοι αυτοί οι πιο τίμιοι απ’ όλους όπως λές θεατές βάζω στοίχημα ότι δεν πηγαίνουν πλέον ποτέ τους στο θέατρο

   χα. Λες να μην πηγαίνουνε πλέον, να μην ξαναπήγαν ποτέ από τότε ; Λες δηλαδή να μην υπάρχει ούτε ένας ; ούτε ένας ; ούτε μία ποτέ ;

   πιστεύω λοιπόν ότι αυτό ήταν ένα απ’ τά πιο δύσκολα μαθήματα που έπρεπε μετά μεγαλώνοντας όλοι – αν είμαστε λίγο τυχεροί φυσικά – να ξεμάθουμε : αν τό ξεμάθαμε φυσικά, αν θελήσαμε να τό ξεμάθουμε φυσικά, κι αν μπορέσαμε – είναι κι αυτό – να τό ξεμάθουμε, είναι κάτι που μοιάζει λίγο με τό πώς πρέπει να ξεμάθουμε να ζωγραφίζουμε μετά, όταν πάμε μετά εκεί στο σχολείο

   ή με τό πώς πρέπει να ξαναμάθουμε να μιλάμε μετά, αφού αφήσουμε μετά εκεί τό σχολείο, αφού πάψουμε να γράφουμε τίς εκθέσεις που γράφαμε δηλαδή εκεί στο σχολείο

   δεν ξέρω εσύ πάντως πότε κατάλαβες ακριβώς τί συμβαίνει και τί χρωστάς στη μαμάκα σου, αλλά εγώ τό χρωστάω στον αδελφό μου αυτό : μάλιστα, τόν πιτσιρίκο :

   στην αρχή ήμουνα μόνη, ολομόναχη πάνω εκεί στο χαλί όπως λες και εσύ. Έφαγα όλες αυτές τις ψυχρολουσίες εκεί ολομόναχη – κι έντρομη

   τό κακόμοιρο

   κατάλαβα όμως καλά τί συμβαίνει όταν άρχισε πλέον να παίρνει η μάνα μου και τόν αδελφό μου μαζί : Βέβαια είχα μεγαλώσει κι εγώ πλέον τότε λιγάκι : Και για όλα έφταιγαν αυτές οι κουίντες που δεν ξέρω πώς τά λέτε καλά στο θέατρο εσείς – αυτή η αυλαία τέλος πάντων εκεί, η κουρτίνα, όχι η μικρή η ασήμαντη αυτού τού ασήμαντου μικρού παράθυρου που ήταν τό κουκλοθέατρο αλλά η άλλη, η μεγάλη, η μαύρη, που μπερδευόσουνα και χανόσουνα μέσα της που σέ περίμενε, μαύρη μυστηριώδης ακίνητη παλλόμενη μετά τήν μεγάλη γυάλινη είσοδο αν θυμάσαι μάς περίμενε ακίνητη, και ήταν αυτή η είσοδος τής σπηλιάς με τήν οποία αν μπλεκόσουνα έμπαινες μέσα, μέσα στην τεράστια αίθουσα αυτή με τά παιδιά εκεί χαμηλά στα χαλιά, και όλον τόν κόσμο εκεί χαμηλά στα χαλιά,

   και όλες τίς πολύχρωμες φωνές και τά γέλια και τά τραγούδια και τήν αναμονή χαμηλά στα χαλιά : και τόν καινούργιο κόσμο που κοιτούσε τριγύρω να δει τούς άλλους καινούργιους που θα καθόντουσαν κι αυτοί εκεί χαμηλά στα χαλιά –

   όμως, όμως, πριν μπεις μέσα, ήταν αυτή η κυρία εκεί στο χωλ αριστερά και μού πήρε τόσον καιρό τόσο απίστευτα ηλίθιο καιρό να καταλάβω ότι τήν ώρα που η μάνα μου μ’ έσπρωχνε μες από τήν κουρτίνα και μού ’λεγε, Προχώρα και θά ’ρθω εγώ μετά να κάτσω πίσω με τούς μεγάλους, καθώς εγώ προχωρούσα μες απ’ τήν βελουδένια υφή προς τό βελουδένιο χαλί, αυτή έδινε σ’ ένα χαρτί γραμμένα χαρτί και καλαμάρι τά χαφιεδίστικά της στην κυρία αυτή που ήταν στο χωλ και τήν είσοδο : Γι’ αυτό ήταν αυτή η κυρία στο χωλ και τήν είσοδο : για να παίρνει πληροφορίες για μάς, κι όχι για να παίρνει εισιτήριο. Κι όταν μάς πήγε μια μέρα η μαμά μου με τόν αδελφό μου μαζί, τόν έσπρωξα τότε μια μέρα μέσα από τήν κουρτίνα κι εγώ με τό χέρι μου κι έμεινα πίσω για λίγο με τή μαμά μου εγώ, και τήν κυρία αυτή στο χαμηλό τραπεζάκι, και τότε άκουσα τό φριχτό προεόρτιο τού θεάτρου : τότε άκουσα τούς απαίσιους ψίθυρους τότε άκουσα τόν κοφτερό ψίθυρο (κοφτερό πιο πολύ, ζεματιστό πιο πολύ, επειδή ήταν χαμηλόφωνος σιωπηλός χαμογελαστός δημητράκης φωτεινούλα ισιδώρα αργυρούλα και γιαννάκης και κωστάκης μάχη νίκος και ανθούλα – ονόματα συριστικά σαν δαγκώματα σε λίγο φιδιού, υπόκωφα σαν κατραπακιά σε λίγο από γκιλοτίνα) που τίς ένωνε όλες αυτές τίς μαμάδες με τά υπέροχα κασκόλ μαντίλια παλτά αρώματα νάϋλον χρώματα καμηλό και καρρώ μάλλινα χρώματα που περιμένανε συνωμοτικά όλο ψίθυρο στη σειρά υπομονετικά μιλώντας σιγανά μεταξύ τους κι ανταλλάσσοντας κασκόλ και καρρώ και πουά και τουήντ κι ήταν αυτή αυτονών η συμμετοχή κι η δημιουργία που θα είχαν ποτέ τους αυτοί με τήν τέχνη, ψίθυροι ήταν η τέχνη τους, σφυρίγματα μες στα τουήντ κατραπακιές στη σειρά μέσα στο φωτεινό μεσημέρι (νομίζω ότι μάς πηγαίνανε πάντα χειμώνα) μεσημέρι που έλαμπε πάντως από τή μυρωδιά (και τήν σκόνη) τών διαστημικών τών διαπλανητικών χριστουγέννων –

από τό μυθιστόρημα «έκθεση βαθυτυπίας», εκδόσεις «απόπειρα» 2006

 

 

 

 

 

 

 

 

  

3 Ιανουαρίου 2014

μία κυρία

.

.

 

 

   η γάτα μου τούς είχε καταλάβει πολύ καλύτερα από μένα, όλα τά χρόνια που ζήσαμε μαζί, και γι’ αυτό δεν τούς χώνευε. Τούς πατούσε κάτι δαγκωνιές, και καθόταν πάνω τους με όλο της τό βάρος, και κοιτώντας πέρα μακριά, τόν απέναντι τοίχο, σαν να τήν απασχολούσε ένα φιλοσοφικό πρόβλημα, ακριβώς πάνω σ’ αυτούς που ήξερε ότι δεν ήτανε άξιοι να καταλάβουν τήν αξία μας. Όταν μιλούσαν συνέχεια αυτοί, και στα δικά μου αστεία δεν γελούσαν καν, απασχολημένοι με τά σοβαρά προβλήματα τής ελληνικής ενδοχώρας, εκείνη τριβόταν πάνω μου, σκαρφάλωνε στον ώμο μου, έχωνε τό πρόσωπό της στα μαλλιά μου και μού ’λεγε : σού τό ’πα, μόνο εγώ σ’ αγαπάω χαζή, αυτοί όλοι είναι ματαιότης ματαιοτήτων. Μού έγλυφε τόν λαιμό και τά μάγουλα μ’ αυτήν τήν αγκαθωτή γλώσσα και κόλλαγε τό κεφάλι της στο κεφάλι μου με μανία, σπρώχνοντας κιόλας, ήθελε πάρα πολύ να ενώνονται οι σκέψεις μας συνεχώς. Κι όταν περπατούσαμε μέσα στο σπίτι, εγώ χαμηλότερα, περπατώντας στο παρκέ, κι αυτή γαντζωμένη με τά νύχια απ’ τόν ώμο μου, σαν γεράκι, δεν υπήρχε περιθώριο θλίψης : έχωνε τό στόμα της μες στα μαλλιά μου σαν να μού έλεγε μυστικά που θα μού δίνανε δύναμη : ο απόλυτός της ρεαλισμός, κι η απόλυτή της περιφρόνηση προς τούς άλλους ήταν κυρίως που μέ δυνάμωναν : μού θύμωνε μόνο όταν μ’ έβλεπε να καταρρέω από λύπη, γινόταν έξω φρενών. Ξανάβαζε τά γέλια, όταν τής χαμογελούσα : γέλια λιτά, μετρημένα. Δεν τής άρεσαν οι αισθηματικές υπερβολές, και σ’ αυτό ακόμα μού ’χε κάνει μαθήματα, αποφασισμένα και πεισματικά πεζογραφίας

   η κατάμαυρη καρβουνιασμένη της φάτσα έβγαζε φωτιές λαμπυρίζοντας σαν μαύρη τρύπα ενός γαλαξία όταν περιπολούσε πάνω στα χαρτιά μου : τά ’γλυφε κιόλας και τά πατούσε με ευχαρίστηση μαλακά, σαν να τούς έδινε θάρρος όταν ήταν ήδη πετυχημένα

   τό κριτήριό της ήταν ορθότατο : θυμάμαι πόσο περιφρονητικά ή μάλλον με οίκτο μέ είχε κοιτάξει όταν αποφάσισα να βοηθήσω εκείνον εκεί τόν ποιητή στο διαζύγιο που τού έτυχε : δεν τής έδωσα τότε σημασία – ε δεν θα ’χε δίκηο και σε όλα – και όμως είχε : είχε απόλυτο δίκηο σε όλα: είχε απόλυτο δίκηο όταν αυτόν ειδικά δεν τόν καταδεχόταν καθόλου, και όταν ερχόταν στο σπίτι αυτός αυτή πήγαινε και κρυβόταν κάτω απ’ τόν καναπέ και παραφύλαγε με μάτι φθονερό μοχθηρό ανυπόμονο να φύγει για να βγει πάλι έξω αυτή : εκεινού δεν είχε καταδεχτεί ούτε στα γόνατά του να κάτσει για να τόν ενοχλήσει ποτέ όπως τούς άλλους : περίεργο πράγμα, δεν τού ’χε καμία εκτίμηση, γινόταν με μια περίεργη συνέπεια έξω φρενών κάθε φορά που αυτός έμπαινε μέσα στο σπίτι : Τό κατάλαβε ώς κι ο Τάκης, που δεν πρόσεχε γενικώς τίποτα : Φαίνεται ότι δεν αγαπάει τόν υπερρεαλισμό στην ποίηση, είπε μια φορά, αυτό τό ζώο. Αυτό τό ζώο όμως άλλα έλεγε και μάλλον δεν τήν ενοχλούσε ο σουρεαλισμός, διότι έναν άλλον σουρεαλιστή (αλλά πολύ ειλικρινή αυτόν χωρίς πλούσια γυναίκα και χωρίς επιτυχία στα βιβλία του) όποτε ερχόταν στο σπίτι, αυτόν και στενά τόν πολιορκούσε και πάνω του καθόταν και τό χέρι τού έγλυψε δυο–τρεις φορές. Ίσως ήταν η φωνή, ίσως τήν επηρέαζαν κι αυτήν οι φωνές τί να πω, ίσως η φωνή τού πρώτου να ήταν αντιπαθής γενικά (που και ήταν) (έτσι, γεμάτη αυτοθαυμασμό και στόμφο και ξεστομίζοντας συνεχώς μεγαλοστομίες) ενώ η φωνή τούτου τού δεύτερου ήτανε χαμηλότερη και υπερβολικά γεμάτη αυτοαμφισβήτηση. (Μολονότι δεν είχα καμιά διάθεση να ασχοληθώ με τήν ποίηση τόν δεύτερο τόν συμπαθούσα, αν και πήγε γρήγορα στην αμερική. Μού είχε στείλει μάλιστα και μερικά γράμματα τότε. Τού έκανε εντύπωση ας πούμε μεγάλη – σαν παιδί λίγο ήτανε – πόσο θεσμοθετημένο στην κανονική ζωή τού μέσου αμερικανού ήταν ένα ενδιαφέρον ακομπλεξάριστο για τά χρήματα : είχε πάει στο σπίτι ενός μεγάλου τους ποιητή κι ο ξεναγός αφού τούς έδειξε ολονών τά δωμάτια, για ένα πράγμα κυρίως τούς ενημέρωσε : για τό πόσα δολλάρια ή πόσα σεντς τήν ημέρα έβγαζε γράφοντας εκείνος προς τό τέλος τής ζωής του στο σπίτι αυτό)

   αυτός όμως δεν τήν ενόχλησε ποτέ, και μόνο τόν άλλον (και μάλιστα τή μέρα που ήρθε καταπτοημένος λόγω διαζυγίου να ζητήσει εκείνη τή χάρη) δεν τόν ήθελε ούτε ζωγραφιστό να τόν βλέπει : εκείνη μάλιστα τή συγκεκριμένη μέρα επειδή ήτανε και κλαμένος, τού πάτησε και μια δάγκα στο χέρι όπως τό ’χε να κρέμεται από τήν καρέκλα : δεν ήταν όμως αυτός ο λόγος που τόν λυπήθηκα, όχι, θα τήν πάταγα ούτως ή άλλως, κι ας μην μεσολαβούσε η οδυνηρή της μουσούδα, που μ’ έκανε να είμαι συνεχώς μ’ ένα μπουκάλι οινόπνευμα στο χέρι για να φροντίζω τούς ξένους : τό επικίνδυνο στόμα της μιλούσε αλλιώς : Τόν μισούσε απ’ ό,τι κατάλαβα μάλλον επειδή τώρα εύρισκε δυσάρεστη μια γυναίκα που εξαιτίας της είχε σνομπάρει όλον τόν κόσμο παληότερα : αυτά η γάτα μου δεν τά καταλάβαινε, δεν είχαν καμιά λογική, κι εκείνη ήταν οπαδός τού διαφωτισμού – άλλωστε μού τό ’χε κάνει σαφές ότι έβλεπε θαυμάσια και στο σκοτάδι – όλος ο κόσμος ήταν διαρκώς φωτισμένος γι’ αυτήν : και φώτιζε κι η ίδια άλλωστε τό σκοτάδι έτσι που λάμπαν τά μάτια της μέσα στη νύχτα : μόνο τό φως λοιπόν αποδεχόταν ως αρχή, κι ας ήταν έτσι ολοσκότεινη η ίδια με αυτή τή γούνα : ίσως κιόλας γι’ αυτό να τήν έγλυφε με τέτοια μανία σαν να ’θελε να τή μαδήσει και τήν έκανε με τό σάλιο της να γυαλίζει έτσι που να βγάζει κι αυτή αστραπές :

   όχι, θα τήν πατούσα με όλους, θα τούς λυπόμουνα όλους, ούτως ή άλλως, ήμουνα τελειωμένη περίπτωση τελειωμένος βλάκας που θα ’λεγε κι αυτή, δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα μου να τό πάρω απόφαση δηλαδή ότι βαρέθηκα : πόσο αντέχει ένας άνθρωπος, πόσα αποθέματα δύναμης να ’ναι βλάκας, μέσα σ’ έναν κόσμο πανέξυπνων, έχει ; Ώσπου ξαφνικά όλα σού γίνονται δυσάρεστα αφόρητα και ανούσια και απεχθή, μονοκόμματα : και ως συνήθως αν έχεις δείξει μεγάλη κατανόηση, ξαφνικά τή χάνεις όλη μαζί και παίρνει η μπάλα και μερικούς αθώους αν υπάρχουν (θεωρητικά μιλάμε εγώ δεν ξέρω κανέναν, δεν ήξερα τότε κανέναν αθώο). Τότε, τό μόνο που ήξερα ήταν ότι τούς βαρέθηκα : βαρέθηκα αφάνταστα δηλαδή τήν ευαισθησία τους, τόν πόνο τους, τίς κουβέντες τους, τήν πολυλογία τους : τή φοβερή πολυλογία τών ανθρώπων που κάνουν συνέχεια τόν δάσκαλο και δεν ακούνε κανέναν άλλον – πώς μπορείς να ’σαι δάσκαλος έτσι ; τό δασκαλίκι δεν είναι να χαϊδεύεις μονάχα τόν εαυτό σου συνέχεια με ευχαρίστηση, αλλά να κοιτάς και τόν άλλον καμία φορά : τό δασκαλίκι δεν είναι να λες συνέχεια τά ίδια και τά ίδια, είναι να εμπνέεσαι κι απ’ τόν άλλον τόν αδαή, καμία φορά : τό δασκαλίκι χρειάζεται δύο, με έναν μόνο δεν γίνεται, τίποτα δεν γίνεται μόνο με έναν, με έναν γίνεται μόνο μία μαλακία : κι αυτοί μιλούσανε μόνο με τόν εαυτό τους συνέχεια, όσοι κι αν ήτανε δηλαδή μέσα στο σπίτι, όσο πολύ κι αν φωνάζανε : μιλούσανε μόνο με τόν εαυτό τους συνέχεια : εμ δεν υπάρχει έρωτας έτσι, αυτό τούς έλεγε δηλαδή με τόν τρόπο της, με τό αθώο της κι επικίνδυνο αυτό στόμα εκείνη : (κι αυτή ήξερε από έρωτα, μού τό ’χε αποδείξει : τόν χαιρόταν τόσο πολύ, που είχα μείνει ξερή : είχαμε κάνει ειδικό ταξίδι για να μού τό αποδείξει, και μολονότι ώσπου να τήν πάμε στο εξοχικό κατουρήθηκε πάνω της, ύστερα εγώ καθόμουνα και τή θαύμαζα νύχτες ολόκληρες (μόνη μου γιατί ο Τάκης κοιμότανε) : ήτανε σα λιοντάρι : και σα λιοντάρι ακολούθησε μόνο τά γούστα της : έδιωξε πολλούς περιβόητους εραστές καλλονούς, και κράτησε μόνο έναν αδύνατο και αισθητικά είν’ η αλήθεια άψογο λεπτοκαμωμένο κι ερωτευμένο αφάνταστα μαζί της ποιητή – ή πεζογράφο : μού τόν έφερε να τόν γνωρίσω κιόλας : ύστερα πηδιόταν μπροστά μου και μέ κοιτούσε καλά–καλά, μόνο που δεν μ’ έβλεπε τότε, εκείνες τίς ώρες απολάμβανε αυτό τό χάσιμο τού κόσμου απ’ τά μάτια της χωρίς καμιά ενοχή : δεν υπήρχε τίποτα για τό οποίο να ντρέπεται εκείνη, αντιθέτως, μού έδινε μαθήματα και συμπεριφοράς σε όλα, ήταν ο παράδεισος ενσαρκωμένος ξανά τό μυαλό της : τή ζήλευα τότε πολύ.) Γι’ αυτό και δεν ήταν αχάριστη – όπως αυτοί που ποτέ δεν μού είπαν Τί ωραίο φαΐ είν’ αυτό αλλά τρώγανε τού σκασμού και μιλούσαν συνέχεια για τά δικά τους ποιήματα ο ένας κι ο άλλος – και σέ κάναν να συχαίνεσαι αυτήν τή μανία τους ν’ ασχολούνται μόνο με τή δικιά τους ενδοχώρα – τί λέξη κι αυτή – λες και δεν υπήρχε άλλη χώρα στον κόσμο : εμένα (κι αυτήν) μάς ενδιέφερε όμως ο κόσμος ολόκληρος). Αυτή δεν έκανε τίποτ’ άλλο λοιπόν απ’ τό να μού γουργουρίζει με ευχαρίστηση εκκωφαντικά κάθε τόσο αν τής τό ’φτιαχνα πάντα καλό τό φαΐ : ήταν η μεγαλύτερή της ευχαρίστηση, εκτός απ’ τόν έρωτα, τό να λέει Ευχαριστώ για τό φαΐ που τής δίνεις να τρώει : τό να λέει Ευχαριστώ τήν ευχαριστούσε τό ίδιο, αν όχι και περισσότερο, απ’ τό ίδιο τό φαΐ ώρες–ώρες μού φαίνεται : και δεν ήταν παρά ένας σαφής υλισμός και αυτό, λογικό, ορθολογιστικό, διαφωτιστικά άψογο : Τά Ευχαριστώ, ως μεθεόρτια τής ευχαρίστησης, επεκτείνανε τήν ίδια τήν ευχαρίστηση για ώρα πολλή : τό πλάσμα αυτό ζούσε μονάχα για να απολαμβάνει αυτά που δικαιούνταν απ’ αυτή τή ζωή κι εμένα πάνω απ’ όλα : δεν μέ υποτιμούσε, ούτε μέ θεωρούσε υπηρέτρια, παραδουλεύτρα ή σκλάβα της : αντιθέτως, μέ τοποθετούσε σ’ ένα βάθρο πολύ υψηλό βάζοντάς με ισάξια και ισότιμη στη ζωή της με τήν ίδια της τή ζωή που έπρεπε να είναι γεμάτη φυσικά άνεση χώρου και απολαύσεις : όχι τόσο επειδή τής έκανα τά χατήρια λοιπόν όσο γιατί τό ’βλεπα αυτό τό πράγμα με τόν ίδιον τόν τρόπο κι εγώ, είχα τήν εκτίμησή της νομίζω

   αλλά και με τόν Τάκη η σχέση της ήτανε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, δεν μπορούσες να πεις : τόν κοιτούσε με υποψία, τόν ενοχλούσε, αλλά και τόν αγαπούσε αφάνταστα : τόν αγαπούσε επειδή εκείνος αγαπούσε εμένα όμως – (αυτό μού τό ’χε ξεκαθαρίσει μια φορά απ’ αυτές που μού μίλησε για αρκετή ώρα στο αυτί). (Μετά δεν καταδέχτηκε να ξαναασχοληθεί με τό ίδιο θέμα. Μολονότι οπαδός τής πεζογραφίας, εισήγαγε επιμόνως σ’ αυτό τό είδος όλην τήν οικονομία τής ποίησης). Όταν έγραφε εκείνος, πήγαινε και καθόταν στα γόνατά του για να τόν ενοχλήσει και να τόν αναγκάσει να απομακρύνει τό σώμα του απ’ τό τραπέζι, ώστε να χωρέσει και τό κεφάλι της, να κοιτάει τά γραφτά. Τότε τού κάναμε και τήν εξής πλάκα εμείς πολλές φορές τού Τάκη : καθώς καθόντουσαν έτσι και γράφανε οι δυο τους περνούσα εγώ περαστική έξω απ’ τήν πόρτα και τής φώναζα Κυρία μου έλα να φας και τότε αυτή τού ’δινε μια κλωτσιά στα γόνατα, και τιναζόταν κάτω απ’ τό τραπέζι εγκατέλειπε τήν ανάγνωση κι έτρεχε πίσω από τή φτέρνα μου μουγκρίζοντας. Και καθώς ασχολιόμαστε μετά μες στην κουζίνα κι οι δυο να τακτοποιήσουμε τό φαγητό της ωραία στα πιάτα, και να τό μυρίσουμε κιόλας καλά–καλά, διασκεδάζαμε ταυτοχρόνως – κι ίσως και τό περιμέναμε κιόλας για να γελάσουμε τότε – αυτή μάλιστα γέλαγε τρίβοντας τό μέτωπό της και χτυπώντας το στα πόδια μου ώσπου να μπορέσει να ριχτεί στο φαΐ – που ακούγαμε τόν άλλον από μέσα να κάνει τήν καρέκλα του πίσω έξω φρενών (κατά βάθος ίσως ήθελε να κάνει ένα διάλειμμα για να σηκωθεί και να ξεμουδιάσει) τιναζόταν λοιπόν τότε χτύπαγε τά χέρια του και φώναζε από μέσα (τόσο δυνατά όμως που τόν ακούγαμε πάντα) : Ε όχι, αυτό δεν τό δέχομαι. Κι ύστερα ερχόταν στην κουζίνα και τήν έβλεπε να τρώει. Έκανε τόν ψόφιο κοριό αυτή και δεν τού ’δινε σημασία : Αυτός τότε συνέχιζε : – Μα δε μού λες (έλεγε θυμωμένος) (μερικές φορές νομίζω μάλιστα ότι ήτανε κιόλας στ’ αλήθεια θυμωμένος) πώς καταλαβαίνει τί τής λες ρε γαμώτο ; ξέρει ελληνικά ; Θα τής τό κάνω κι εγώ για να δω : Πήγαινε και τής τό ’κανε πολλές φορές – και κυρίως όταν αυτή καθόταν στην αγκαλιά μου όταν διάβαζα αλλά κι άλλες, που τήν έβλεπε να κάθεται ήσυχη κάπου : Περνούσε δήθεν αδιάφορα μπροστά μας, και πηγαίνοντας προς τήν κουζίνα έλεγε : – Κυρία της έλα να φας. Φυσικά πλήρης σιωπή και περιφρόνηση ακολουθούσε, και κανείς δεν κουνιότανε : απλώς, επειδή ήταν πολύ αστείο και επειδή εγώ γελούσα πολύ, αν τήν είχα στην αγκαλιά μου έκανε τότε αλλεπάλληλες κωλοτούμπες εκείνη γυρνώντας μια δεξιά και μια αριστερά και τρίβοντας τή μουσούδα της παντού όπου εύρισκε γεμίζοντάς με τρίχες και σηκώνοντας μάλιστα και τά πόδια ξεδιάντροπα στον αέρα ώστε να χαιρετούσε όπως θα ’λεγε κι εκείνος ο ποιητής με τά πόδια τόν ήλιο* (τίς λάμπες δηλαδή και τό ταβάνι σ’ αυτήν τήν περίπτωση). Ο άλλος καθόταν και περίμενε λίγο μες στην κουζίνα κι ύστερα ερχόταν και μάς εύρισκε έξω φρενών : – Τί ; δεν κουνήθηκες ; (τής έλεγε). Ε, λοιπόν όχι, αυτό δεν τό δέχομαι. (Παίρνοντας μυρωδιά εκείνη απ’ τό ύφος του σταματούσε τότε τίς φούρλες και τόν κοιτούσε με πρόκληση. Ακολουθούσε ο εξής διάλογος : – Εμένα γιατί δεν μ’ ακούς όταν σού μιλάω ελληνικά ; έλεγε αυτός. (Σιωπή από τή μεριά της). – Γιατί εσύ δεν τό πιστεύεις μέσα για μέσα ότι ξέρει ελληνικά, απαντούσα εκ μέρους αυτηνής εγώ. Και η σεκάνς τελείωνε καθώς αυτός απομακρυνόταν χτυπώντας τά χέρια του πάλι και λέγοντας ξαναπηγαίνοντας προς τό γραφείο : (είχε τελειώσει τό διάλειμμα) : Ε όχι, αυτό δεν τό δέχομαι.)

   (να συμπληρώσω πριν τήν αφήσω (για εδώ), ότι τής άρεσαν όλα τά είδη μουσικής προτιμούσε όμως περισσότερο απ’ όλα τά μπλουζ και τίς σονάτες για πιάνο, τά κρουστά τήν έκαναν να σηκώνει τό κεφάλι με περιέργεια και να περιμένει κάτι για τή συνέχεια, κι επειδή δεν τό ’βρισκε συνήθως ξανακοιμόταν, τά βιολιά δεν τής πολυάρεσαν και τά πνευστά έτσι κι έτσι. Τό σαξόφωνο όμως τής άρεσε. Τής άρεσε κι η μάριαν φαίηθφουλ η φωνή της πάρα πολύ έτσι βραχνή που ήτανε. Ήτανε η καλύτερή της συμφωνούσαμε απολύτως στα γούστα)

   μείναμε πάνω απ’ τόν τάφο της με τόν Τάκη αρκετή ώρα – περίεργο πόσο μικρό χώρο έπιανε ακίνητο αυτό το αεικίνητο όμορφο σώμα

 

 

 

 

από τήν έκθεση βαθυτυπίας

.

.

.

*ζήσης οικονόμου «ναυσικά»

.

.

.

.

.

.

κ α λ ύ τ ε ρ η   χ ρ ο ν ι ά   ό λ ε ς   α ς   έ χ ο υ μ ε 

.

.

.

.

.

.

Start a Blog at WordPress.com.