η απεχθεια μου για τον πλατωνα βασιζεται σε παρα πολλα πραγματα, αλλά στο παραμυθακι του της σπηλιας συμπυκωνονται ισως τα περισσοτερα απ’ αυτα – ομως πριν συνεχισω για εναν ανθρωπο που δεν μ’ αρεσει και που δεν αγαπω (αρκετα πρωτοφανες θα ελεγα αυτο για τους εδω κηπους) θα ’θελα να ξεκαθαρισω οτι δεν (θα) ειναι αυτο ενα κειμενο για τον πλατωνα, διοτι τοτε θα ’πρεπε να το κανω και λιγο μεγαλυτερο – ειναι απλως ενα κειμενο που ξεκινησε απο μια σκεψη του βιτκενσταϊν. που ετυχε να διαβασω προσφατα και που μού θυμισε την «σπηλια» τού π., καθως επισης (μού θυμισε) και το πόσο αντιπαθω εξισου και τον κυριο β.
επισης, πριν συνεχισω θα πρεπει να ομολογησω οτι οταν απεχθανομαι πολυ εναν ανθρωπο, μού ειναι αδυνατο να τον διαβασω πραγματικα : ετσι, παρ’ολο που πηρα οταν πρωτομπηκα στο πανεπιστημιο να τον διεξελθω (και μαλιστα απο μεταφραση ειχα να διαβασω μόνο τον συκουτρη (τον ειχα ηδη απο την πατρογονικη βιβλιοθηκη για να πω την αληθεια αυτον) (τα άλλα τ’ αγορασα μόνη μου απο την «οξφοδη» που δεν εχει μεταφραση : ηταν ομως ακομα προσφατο το σχολείο, και η περιρρεουσα αποψη, φροντιστων καθηγητων και ημων των ιδίων, οτι ο πλατωνας δηλαδη ητανε ευκολος (σε αντιθεση π.χ. με τον θουκυδιδη) : και συνεπως θα ειμαστε τυχερες αν μας επεφτε αγνωστο θεμα απ’ αυτον στις εξετασεις για τις σχολες
(η αληθεια ειναι (για να κουτσομπολεψω και λιγο) οτι απ’ αυτον μάς επεσε, εγραψα επομενως μαλλον καλα αφου πηρα ετσι και τα ουρανοκατεβατα λεφτα της υποτροφιας – (μόνο εκθεση δεν μπορεσα να γραψω καλα, ειχα εξαλλου και μια λόξα να μη θελω να γραφω καλα, δεν μπορουσα αλλωστε κιολας να γραφω καλα – επομενως λογικα εχασα την πρωτη θεση, αλλά δεν ειχε σημασια, οι δεκα πρωτοι παιρναν ολοι τα (ουρανοκατεβατα ή οχι – καποιοι δηλαδη ξεραν οπως εμαθα αργοτερα οτι υπηρχαν) : τα λεφτα της υποτροφιας τα πηραμε λοιπον ολες ετσι κι αλλιως) και κλεινει εδω το κουτσομπολιο))
θα πω λοιπον μερικα αυθαιρετα δικά μου (αυθαιρετα διοτι δεν προκειται ουτε να βαλω σημειωσεις απο πού τα πηρα, ουτε να κατσω να τα εξηγησω ιδιαιτερα – τα λεω για μενα και για οποιαν αλλη πιθανον (θα) θελει να διασκεδασει – και ουτε προκειται να ξαναπαρω τα βιβλια τωρα για να κατσω να επαληθευσω τις διατυπωσεις : τα λεω οπως τα θυμαμαι απο τοτε που τα διαβασα για πρωτη και, κατα κανονα, για τελευταια φορά)
Ο πλατωνας λοιπον, για να ξεκινησω ετσι χοντρικως και χονδροειδως, ειναι (κι ας μην ομολογειται γενικως, εγω το ξερω και το λεω – κι ας με πιστεψουν οσες θελουν – και οσες μπορουν) ειναι και αποτελει το κεντρο της ανδροκρατιας, το κεντρο και την κορυφη της πατριαρχιας του μισογυνισμου και της θεωρητικης και φιλοσοφικης (και εμπρακτης τελικα, μια που «και η σκεψη πραξη ειναι» που ’πε κι ενας αγαπημενος γερμανος) της θεωρητικης και φιλοσοφικης λοιπον καταδίκης του ερωτα : και απ’ αυτην ακριβως την αποψη πιστευω οτι ο πλατωνας προετοιμασε θαυμασια τον χριστιανισμο – εχουν επομενως δικιο οσοι καταφευγουν στο ιδεολογημα του «ελληνοχριστιανικου» αποτετοιου – διοτι δεν προκειται ακριβως για ιδεολογημα, ειναι η ζοφερη πραγματικοτητα, για την ελλαδα και τις υπολοιπες χωρες του πλανητη, τουλαχιστον τις δυτικες
επειδη ομως ειναι και πολυ καλος συγγραφεας – για να πουμε την αληθεια ειναι ενα θαυμα στην πεζογραφια ο κυριος, απο μια συγκεκριμμενη αποψη – και πιθανως το υποψιαζεται και επομενως το χρησιμοποιει με οση χαιρεκακια διαθετει – και διαθετει μπολικη – επιχειρει επομενως και τολμαει να τ’ αγγιξει ολα με ανεση, και, αν μπορει (ελπιζει οτι μπορει – και η ιστορια εδειξε οτι μπορει) να τα καταδικασει ολα, τα σχετικα με το σωμα μας, τελειωτικα –
το μπορεσε καταρχας διοτι ητανε, ειπαμε, ευφυης στην πεζογραφια (οχι στους τυπικους διαλογους του ( : εκει εξευτελιζει εντελως την ιδια την εννοια της διαλεκτικης – οπως ειχε ηδη προσεξει το μικρο (και ενιοτε εντελως ανευ χιουμορ) κοριτσακι που ημουνα καποτε – μια φορα το ειπα μαλιστα στην ταξη μας στη δασκαλα μας του γυμνασιου (καναμε αν θυμαμαι τον «πρωταγορα») : «ο σωκρατης κυρια, αυτος ειναι ομως που φερεται σα σοφιστης, αυτος μπερδευει, παραπλανα και εξευτελιζει τον διαλογο» (παραβλεπω εδω, και προσπερναω με επιεικεια, τη χειριστη γνωμη που μας ειχανε φυτεψει για τους σοφιστες – δεν μπορουμε να τα προβλεψουμε και ολα –) και εισεπραξα ενα «κατσε κατω σταθατου, δεν ξερεις τι λες», ακολουθουμενο απο βροντερους γελωτες – σκασιλα μου βεβαια ελαφρως, για να μην πω οτι γελασα επισης με τον εξωφρενων θυμο της και τις κοκκινιλες της, αστειοι ανθρωποι ενιοτε αυτοι οι εντελως αδιαβαστοι και αμορφωτοι, και ανεραστοι και ασωματοι (θα επανελθουμε στο ασωματο γι’ αυτο το βαζω), καθηγητες))
το συμποσιο ομως ειναι ενα κατεξοχην μυθιστορηματικο εργο, κι ας ποζαρει για διαλογος (ειναι κι αυτο ενα απο τα ευφυη πεζογραφικα του κολπακια) και δεν υπαρχει ιχνος εκει απο τους συνηθισμενους εξευτελιστικους τής εννοιας τού διαλόγου διαλόγους (εξευτελιστικους εντελως : «ετσι δεν ειναι ; » να λεει ο σπουδαιος δασκαλος, «ετσι ειναι βεβαιως» να απανταει ο παντα αφελης μαθητης / «μηπως εχεις αντιρρηση ; » να λεει ο σπουδαιος δασκαλος «προς θεου οχι» να λεει ο παντα αφελης μαθητης / κλπ, κλπ) : εδω αντιθετα εχουμε αλλεπαλληλες αφηγησεις, παραλληλες και διασταυρούμενες, μεσα σ’ εναν κυκλο φιλων, λιγο–πολυ ισότιμων και ομότιμων και εντελως ανέντιμων στην αντρολαγνεία τους, και μεσα σ’ εναν ενιαιο χωρο οπου ολοι καθονται και τρων και πινουν και συμβαινουν και απροσδοκητα να πουμε, οπως η εισοδος του μεθυσμενου αλκιβιαδη και η ερωτικη του εξομολογηση προς τον σωκρατη (δυο περιβοητοι μισογυνηδες που θριαμβευουν ετσι, ο καθεις με τον τροπο του) – και ακομα και η μοναδικη εισοδος της μόνης γυναικας στην παρεα γινεται μεσω αφηγησης του αφηγούμενου – δεν υπαρχει πραγματικη γυναικα πουθενα – αλλά και η ιδια η διοτιμα δεν ειναι καν γυναικα, ειναι δηλαδη η γυναικα οπως την θελουνε οι αιωνες που ηδη εχουν ερθει κι οι αιωνες που θά’ρθουνε, «ιερεια», ορκισμενη στη θρησκεια αυτων των αντρων, οπως τη θελει η θρησκεια αυτων των αντρων – και ηδη το «ιερο» ειναι το υπουλοτερο οργανο του μισογυνισμου της αντροκρατιας : η «διοτιμα» (μεσω της αφηγησης δηλαδη του σωκρατη) οχι μόνο δεν την αρνειται αλλά την επεκτεινει και την εμπλουτιζει –
αλλά αρκετα για το συμποσιο – αυτο θελει αλλη αναρτηση : για την πεζογραφικη του αξια ομως μπορω να πω (με το χερι στην καρδια, και το μουνι) οτι το εργο ειναι (θα μπορουσε να πει κανείς) η αρχη και η μεση και το τελος της πεζογραφιας ανα τους αιωνες (που ηρθαν και θά’ρχονταν), ασχετως εννοω του περιεχομενου – περιεχει δηλαδη τα παντα ως κειμενο, και το μοντερνο, και το μεταμοντερνο, και ο,τι αλλο θες – : απο αποψη πεζογραφικη δηλαδη το «συμποσιο» ειναι η συνοψη του μυθιστορηματος εν κινησει : ποιος θα μπορουσε να προβλεψει καλυτερα τη διαπραγματευση του 1ου ή του 3ου προσωπου στην αφηγηση, τους ελιγμους της αφηγησης της ιδιας ; Ενας συνανταει εναν, τυχαια στον δρομο, και του ζηταει να του αφηγηθει κατι που του ειπε ενας αλλος, τυχαια στον δρομο, κι αυτος του λεει πως ο,τι (νομιζει οτι) ξερει ειναι απολυτως ανακριβες διοτι αυτος που ειχε παρευρεθει στο γεγονος και τού το αφηγηθηκε, του αφηγηθηκε προ χρονων πολλων πραγματα που ειχανε γινει προ χρονων πολλων – και παντως εντελει τού λεει τι εγινε σε κεινο το παρτυ, με το νι και με το σιγμα : σοβαρες ενστασεις επομενως για τη μνημη του – αλλά και για την πιστοτητα της μεταφορας (απο το 1ο στο 2ο στο 3ο προσωπο) μπορουν να εγερθουν – αλλά : Ποιος ειναι εντελει ο αφηγητης εδω ;
και επιπλεον, ο χρονος που μεσολαβει απο το γεγονος στην αφηγηση και την αναμνηση (και την αναβιωση του) τι ρολο παιζει σε οσα (υποτιθεται οτι) ειπώθηκαν ;
Ευρηματα με λιγα λογια εξοχωτατα.
(ιδου σταδιον δοξης λαμπρον λοιπον και για τον κυριο βιτκενσταϊν, που θελει να εξηγησει τη γλωσσα με τα μαθηματικα – απωθωντας εμφανως την «ψυχολογια» οπως τη λεει – και ξερει αυτος γιατι (εχει τη σπηλια του))
το ζητημα ειναι οτι ο πλατωνας δεν αρκειται (καθολου μα καθολου) να θριαμβευει στην πεζογραφια, και να διαπραγματευεται ετσι, με το μαλακο (με το πολυ μαλακο) τα θεματα που πρεπει να σκοτωσει, και πανω απ’ ολα τον ερωτα (βαζοντας μαλιστα να τον «υπερασπιζεται» (δηλαδη να τον καταδικαζει) ακριβως μια γυναικα – συνηθισμενες κουτοπονηριες των αντρων – ειπαμε, ο πλατωνας τούς εμπεριεχει ολους τους μισογυνηδες και του παρελθοντος και του μελλοντος – γι’ αυτο τον διασωσανε οι καλογέροι – που καψανε ολους τους αλλους
(σκεφτομαι καμια φορα τι θα ειχε γινει αν ειχε (για καποιους μυστηριους λογους) αντιστραφει τελειως η κατασταση και οι καλογέροι σωζανε ολο το εργο του επικουρου (ηταν και ο πολυγραφοτερος αλλωστε ολων) και απο τον πλατωνα ειχαμε μόνο ο,τι εχουμε σημερα απο τον επικουρο : δηλαδη δυο γραμματακια και μια διαθηκη – καθως και μερικες παρεξηγησεις – ή εμμετρες ερμηνειες – οπαδων και θαυμαστων – αλλά δεν εχει νοημα να ονειρευομαι.))
ομως για το «συμποσιο» δεν θα πω άλλα εδω – εχω να πω πολλα αλλά χρειαζομαι περισσοτερο χωρο (και φυσικα θα ’θελα κι αλλο χρονο) : αρκει ομως σημερα να πουμε οτι βαζοντας μια γυναικα να εκφρασει τις πλατωνικες αποψεις για τον ερωτα, ο κυριος πλατων καταφερνει το μνημειωδες – να πεισει ολους τους αντρες (και, κανονικοτατα, και τις γυναικες) οτι καλα κανει ο ερωτας και εχει ευνουχιστει απο μόνος του, εχοντας διαγραψει καθε ατιθασσο στοιχείο του, στοιχείο που θα θυμοταν δηλαδη ακομα την προηγηθεισα βακχεία – δηλαδη τον ερωτα στην πραγματικα γυναικεια και αντι–κοινωνικη του διασταση
Εκει λοιπον που ειναι λιγοτερο προστατευμενος (δεν ενδιαφερεται καν ο ιδιος να προστατευτει δηλαδη) ο πλατωνας ειναι στα «καθαρα» πολιτικα του – ενα απ’ τα πρωτα αποσπασματα που μ’ εκαναν να τον σιχαθω πραγματικα ηταν εκεινο το «οι δουλοι να ’ναι απο διαφορετικες χωρες για να μη μιλουν την ιδια γλωσσα» (αλλο σταδιο δοξης λαμπρον και για τον κυριο βιτκενσταϊν βεβαια εδω, να μας πει οτι ουτως ή αλλως κανενας δεν μιλαει την ιδια γλωσσα με κανεναν – κι αν δεν τον βολευε στην παρουσα συζητηση αυτο, να το αναθεωρουσε παρευθυς, και με ευστροφία, ως την ιδια γλωσσα εχουμ’ ολοι μας (αναθεωρουσε κι ευκολα ο τυπος))
ομως ολ’ αυτα τα γραφω πανω απ’ ολα για να καταληξω στην πιο κουτοπονηρη (και εγκληματικη, θα μπορουσε να πει κανείς – αλλά κυριως στην πιο πανανθρωπινως (και ακριτως) θαυμαζόμενη, παρεξηγουμενη και αποβλακωτικη) αλληγορια του, αυτην της σπηλιας
και τη θυμηθηκα διοτι επεσε στα χερια μου προχτες ενα αποσπασμα του κυριου βιτκενσταϊν που ειναι λες βγαλμενο απο τα μαθηματα του κυριου πλατωνα ακριβως : και ειδικα απο το μαθημα τού σπηλαίου : (το βρηκα στα αγγλικα και συνεπως στα αγγλικα το παραθετω, δεν νομιζω ομως στα γερμανικα να ’λεγε τα αντιθετα) :
«It is possible to imagine a case in which I could find out that I had two hands. Normally, however, I cannot do so. «But all you need is to hold them up before your eyes!»—If I am now in doubt whether I have two hands, I need not believe my eyes either. (I might just as well ask a friend.)» ( * )
(τα πλαγια ειναι δικα του)
Το πιστευω λοιπον απολυτα, οτι του ηταν αδυνατο, σε τελευταια αναλυση και οχι απλως λογικο επιχειρημα, να φανταστει πως εχει δυο χερια : ακομα κι αν τα σηκωσει δηλαδη και τα φερει μπροστα στα ματια του, δεν υπαρχει κανενας λογος που να τον πειθει οτι και τα ματια του τελικα δεν ψευδονται :
καθοτι ο κυριος βιτκενσταϊν ειναι ο ιδιος ο ανθρωπος της σπηλιας του πλατωνα χωρις να ντρεπεται καθολου – φτιαχνει ολοκληρη φιλοσοφια με τα οσα ενα, κατ’ αυτον τον τροπο στερημενο απο ολες του τις αισθησεις, υποκειμενο θα ελεγε : θα ελεγα για την ακριβεια οτι ειναι ο ανθρωπος της σπηλιας του πλατωνα «με σαρκα και οστα», αν δεν ηταν αυτο ακριβως αντιφατικο μαζι και οξυμωρο για να μην πω και γελοίο : οι ανθρωποι της σπηλιας του πλατωνα (αλλά, εντελει, ολοι οι «ανθρωποι» του πλατωνα) δεν εχουν ακριβως ουτε σαρκα ουτε οστα :
ο ανθρωπος της σπηλιας του πλατωνα ειναι ο ενγενει ανθρωπος του πλατωνα και εκτος σπηλιας – αυτον υποστηριζει αυτον γουσταρει για τους αιωνες που θά’ρθουνε, και αυτον θελει ( : και αυτος ηρθε οντως για τους αιωνες που ηρθανε) : τον παραθετει βεβαια σαν στοιχείο μιας αλληγορίας, για να καλυψει την υπερβολη, αλλά η αλληγορία ειναι και η επιθυμια του : ανθρωποι χωρις σωμα χωρις αισθησεις και χωρις ερωτα – συνεπως ανθρωποι στους οποίους το σωμα τους δεν μιλαει – και δεν εχει τιποτα να αποδειξει
ειναι πεποιθηση (ευτυχως, οχι μόνο δική) μου οτι αυτα τα οποία προβαλλει καποιος στην πραγματικοτητα, ως πραγματικοτητες, ειναι κομματια απο τον εαυτο του
και σαν ανθρωπος που ηρεμα αυτονοητα, και χαρουμενα, επικοινωνουσε με το σωμα του απο παιδι, ξερω οτι θα ηταν αδυνατο να με πεισει καποιος οτι ειμαι σκια – κι οτι το ιδιο ειναι και οι απεναντι : ακομα κι αν οι απεναντι δηλαδη ηταν, ή φαινονταν σα σκιες, εγω θα ηξερα οτι δεν ημουνα – γιατι θα ημουνα εκεινο το πραγμα («πραγμα» πριν τις λεξεις) που καυλωνε και ηθελε να παιζει και να ερωτευεται – αρα δεν μιλαει για μενα ο κυριος πλατωνας
εξαλλου ολοκληρη αυτη η πλατωνικη σκηνοθεσια μεσα στη σπηλια δεν θα αλλαζε καθολου αν αντι για ανθρωπους στα τοιχωματα της, ο φιλοσοφος μας, ειχε σταυρωσει ακινητα σιωπηλα και μεταλλικα ρομποτ – διοτι ειναι αποψη και επιθυμια του ιδιου οτι οι ανθρωποι δεν εξεγειρονται δεν διαμαρτυρονται και δεν αντιδρουν με λιγα λογια, κατα κανενα τροπο στο αλυσοδεσιμο τους
κι αν εκλαμβανουν τη ζωη συμφωνα με αυτο που βλεπουν απεναντι – και οχι συμφωνα μ’ αυτο που αισθανονται (αληθεια τι αισθανονται ; αισθανονται τιποτα ; τι λενε ; μιλανε με κανεναν ; – ή δεν εχουν καν ακομα τη γλωσσα ; ή την ειχαν και τη χασανε ; και απο ποια ηλικια αλυσοδεθηκανε ; ητανε ποτέ δηλαδη προηγουμενως ελευθεροι ; κι αν αλυσοδεθηκανε απο νεογεννητοι, πώς μεγαλωσανε, και ποιος τους ταΐζει ; ή δεν χρειαζονται καν φαΐ ; ή δεν χεζουνε καν, και δεν κατουρανε ; ) το ζητημα ειναι οτι για χαρη τους ο φιλοσοφος μας δεν περιγραφει παντως το ανθρωπινο ειδος, αλλά αυτο που θα ηθελε να ισχυσει – και αυτο που εντελει οντως κατισχυσε : τους ανθρωπους ως αναισθητα και ανεραστα και αμιλητα μελη μιας κοινωνιας ενος θεαματος καποιων σκιων
γι’ αυτο και ειναι ουσιαστικα εντελως δευτερευον το παιχνιδι που παραθετει (πολυ εξυπνο ομως οντως, και πολυ σατανικο – και πολυ χαιρεκακο) με το φως και το σκοταδι : αν βγαιναν εξω θα τυφλώνονταν, αν ξαναμπαιναν μεσα δεν θα βλεπαν τιποτα : αυτα ειναι ακριβως τα παιχνιδακια του κυριου πλατωνα και οι, ιδιοφυεις ομολογουμενως, αντιπερισπασμοι του – γιατι αυτο το οποίο θελει να τονισει ειναι αυτο το οποίο ακριβως διεξερχεται επιτροχαδην, χωρις να το τονιζει καθολου (διοτι αυτο το οποίο τονιζεις αποκταει ξαφνικα μια σημασια, και γινεται ο αντιπαλος, και ως αντιπαλος εχει ηδη κερδισει το παιχνιδι, εστω και κατα το ημισυ : ομως ο πλατωνας δεν θελει, προς θεου, ποτέ, να υπαρξει αυτος ο αντιπαλος – μην τυχον αλλωστε και βρει και τη φωνη του ξαφνικα) : αυτο το οποίο διεξερχεται λοιπον επιτροχαδην, και δεν επιθυμει να το τονισει διολου, ειναι να επιζησουν αυτοι οι ανθρωποι, που δεν αισθανονται τιποτα – γιατι ετσι πρεπει να ειναι οι ανθρωποι
αδιαμαρτυρητοι απεναντι και στο φως και στο σκοταδι, τυφλοι και σιωπηλοι και υπακουοι – καποια στιγμη βεβαια που πηγε να κανει τον μαγκα στην ενεργο πολιτικη με κατι τετοιες αποψεις, κόντεψαν να τον φανε λαχανο και το ’βαλε στα ποδια κι εβγαλε και τον σκασμο –
αλλά ας ξαναφτιαξουμε λιγο, ετσι για πλακα, τη σκηνοθεσια της σπηλιας βαζοντας αλυσοδεμενους στους τοιχους της οχι ανθρωπους, αλλά άλλα ζωα : (στο τελος παραθετω εναν συνδεσμο για να διαβασετε αν θελετε ολο το αποσπασμα στο πρωτοτυπο και στη μεταφραση του σκουτερόπουλου) : ας δουμε λοιπον την πλατωνικη «πραγματικοτητα» των αισθησεων και των ψευδαισθησεων με «αλλου ειδους ζωα» : διανοειστε να ειχαν αλυσοδεθει δηλαδη γατες στο σπηλαιο ; αχαχα : και να καθοντουσαν ακινητες και σιωπηλες και να κοιτάζαν φιλοσοφικα τις σκιες απεναντι ;
βεβαια το γελιο θα μας βγει ξυνο, διοτι οντως η πλατωνικη ζωολογια επισκιασε για αιωνες τα παντα : και για αιωνες μαθαμε οτι δεν ειμαστε ζωα, και συνεπως δεν εχουμε αδιαπραγματευτες επιθυμιες –
ετσι ακριβως κι ο κυριος βιτκενσταϊν σ’ ενα άλλο του αποσπασμα, καπου αλλού, λεει κατι φαινομενικα λογικο : οτι ακομα και αν μιλουσε ενα λιονταρι δε θα το καταλαβαιναμε – κι εγω σου λεω ομως οτι το καταλαβαινουμε ηδη περιφημα, οσο ακριβως μάς καταλαβαινει κι αυτο – εξαλλου καπου αλλού τον βρηκα να συμφωνει, αντιφασκοντας περηφανα (και σιωπηλα βεβαια) : «(A child has much to learn before it can pretend). A dog cannot be a hypocrite, but neither can he be sincere.» ( ** )
(τα πλαγια δικα μου)
ειναι με λιγα λογια επειδη ειμαστε ζωα, μεχρι να παψει αυτη η εκφραση να ειναι υβρις, που μπορουμε ακομα και να αντιφασκουμε, και να αναθεωρουμε, αλλά σε καμμία περιπτωση να μη μιλαμε καθολου.
τελειωνοντας λοιπον αυτα τα ανοργανωτα και σκορπια αλλά ακρως ειλικρινη (ειπαμε, με το χερι στην καρδια και το αιδοιο – για να το θεσω τωρα πιο καθωσπρεπει), ας κλεισω με μερικες συναφεις αλλά πολυ αρχικες, και γι’ αυτο πολυ αφελεις πιθανον αποριες μου : μού εκανε δηλαδη εντυπωση απ’ την πρωτη στιγμη που το διαβασα, πώς σε αυτο το στησιμο της σκηνοθεσιας μες στη σπηλια, ενας φιλοσοφος που εχει κλιση ιδιαιτερη στους διαλογους των ανθρωπων δεν σκεφτηκε οτι θα μπορουσαν καποια στιγμη οι βασανισμενοι ν’ αρχισουν μεταξυ τους να μιλανε – ή εστω να μουγκριζουν – με προβληματισε δηλαδη οτι ο πλατωνας μολονοτι τούς ειχε ακινητους δεν τούς ειχε βαλει φιμωτρο και δεν τούς ειχε κλεισει το στομα : κι ομως αυτοι δεν μιλαγανε – οχι μόνο για να παραπονεθουν ή να κλαψουν ή να ουρλιαξουν, αλλά για να ανταλλαξουν εντελει αποψεις περι τού πώς βλεπει ο καθενας (ή η καθεμια : υπηρχαν αραγε και γυναικες ; δεν μας το διευκρινιζει αυτο ο κυριος) πώς και τί βλεπει ο καθενας στις σκιες εκει απεναντι, και τί διαφορές διακρινει
και επισης, με αποβλακωσε, η πληρης αποσιωπηση, και αγνοηση της δυνατοτητας, ακομα κι αυτοι οι ευνουχισμενοι ανθρωποι να μη βλεπανε τις ιδιες σκιες ολοι να περνουν απεξω : πρωτον, διοτι η θεση τους θα ’ταν διαφορετικη μεσα στη σπηλια, και δευτερον γιατι θα ειχαν άλλα πραγματα ο καθενας μεσα του για να προβαλλουνε πανω στις σκιες – κανενας ανθρωπος βλεπετε δεν μπορει να ευνουχισει κανεναν ανθρωπο απολυτως : ενα κομματι της προσωπικοτητας του, των αισθηματων του και των αναγκων του, παντα θα μεινει – κι αν κρινουμε απο τον ιδιον τον κυριο πλατωνα αυτο που μπορει να μεινει μπορει να ειναι και ιδιαιτερα επιθετικο : ο μόνος πετυχημενος ευνουχισμος ειν’ ο θανατος : και ο θεωρητικος της απολυτης εξουσιας, ηθελε, παρ’ ολ’ αυτα, τους ανθρωπους του ζωντανους – δεν θα του αρκουσε να κυριαρχησει σε σκιες πεθαμενες.
(*) μεταφρασμενος στα αγγλικα βιτκενσταϊν, σ. 114 pdf / σελιδα βιβλιου αγγλικης μεταφρασης 221*
(**) μεταφρασμενος στα αγγλικα βιτκενσταϊν, σ. 118 pdf / σελιδα βιβλιου αγγλικης μεταφρασης 229*
οι «φιλοσοφικες ερευνες» του βιτκενσταϊν σε μια ελληνικη μεταφραση
το «συμποσιο» στη μεταφραση του Ιωάννη Συκουτρή
το αποσπασμα για τη σπηλια στη μεταφραση του Ν. Μ. Σκουτερόπουλου