σημειωματαριο κηπων

28 Σεπτεμβρίου 2017

η κυρία Μπούμπουλης

 

 

 

τό σημερινό απόσπασμα από τίς «βιογραφίες αγνώστων» (που παραμένουν ανέκδοτες) έχει γραφτεί μάλλον πολύ πριν από τό 2003 (ημερομηνία κατά τήν οποία οι «βιογραφίες» ολοκληρώθηκαν – και έκτοτε, στο διάστημα που μεσολάβησε έχουν υποστεί σύντομες διορθώσεις και εκτεταμένες περικοπές) : σήμερα λοιπόν που αποφάσισα να τό φέρω σαν ανάρτηση στους «κήπους» και εξ αυτού τό ξαναδιάβασα κι εγώ, ομολογώ μέ ξάφνιασε τό γεγονός ότι δεν χρειάστηκε να κόψω απολύτως τίποτα – μέ ξάφνιασε δηλαδή και ευχάριστα και δυσάρεστα : ευχάριστα γιατί κανένας ακόμα δεν έσπευσε να μού πάρει τή δόξα ως προς τή διαπίστωση τού προβλήματος, και δυσάρεστα γιατί κανένας ακόμα όπως φάνηκε δεν έχει σπεύσει να διαπιστώσει τό πρόβλημα

μ’ άλλα λόγια, τίποτα στη λαμπρή μας χώρα δεν έχει καλυτερέψει ως προς αυτό τό ζήτημα, παρ’ όλα τά φεμινιστικά με τά οποία, εδώ και λίγο καιρό, κάποιες ομάδες γυναικών σάμπως συστηματικά ν’ ασχολούνται, αν και θα τολμούσα να πω ότι (δυστυχώς) μιλάνε με τά εκ νέου σύγχρονα (πάλι) κλισεδάκια, περιοριζόμενες πλέον τώρα κυρίως στα θέματα τού βιασμού : όχι ότι δεν είναι σημαντικότατα τά θέματα τού βιασμού

αλλά τά κλισεδάκια, τουτέστιν οι καραμέλες, έχουν ένα ελάττωμα : μοιάζουν μεν με ομιλία αλλά καταπίνονται γρήγορα, δεν κουβαλούν δε, επί τής ζαχάρεώς τους, ούτε ως δείγμα τό δηλητήριο τής επικινδυνότητας που διαθέτει άφθονο η πρωτογενής και πρωτότυπη σκέψη : υπάρχουν, μ’ άλλα λόγια, καραμέλες που αποκοιμίζουν, όσο «φεμινιστικές» κι αν είναι : (και μεγαλύτερο υπνωτικό από τόν σύγχρονο αμερικάνικο πουριτανισμό επί τού φεμινισμού, δεν υπάρχει : η αντίληψη, φερ’ ειπείν, ότι δεν υπάρχουν φύλα δεν υπηρετεί παρά τό φύλο που (κοινωνικώς) υπερτερεί, και (αντικοινωνικότατα) θέτει τούς κανόνες, κανονίζοντας τί τά φύλα οφείλουν να είναι – και να επιθυμούν – αλλά περί αυτού θα χρειαστεί να κάνω, όποτε η διάθεσή μου τό επιτρέψει, έτερη ανάρτηση – )

εν συντομία όμως, αυτό όμως που εμένα ας πούμε μέ απασχολεί (από πολύ παλιά όπως φαίνεται, φαίνεται από εδώ από εκεί και από αλλού) είναι πόσο ο βιασμός ως έννοια περιβάλλει χώρον τόσο μεγαλύτερον τού σώματος – και πόσο οι πολύπλευρες μορφές βιασμού τής θέλησης γλυστράν επιτήδεια κι αθόρυβα και σχεδόν καλοσυνάτα στη ζωή μας από νωρίς – αποτελώντας έτσι τρόπον τινά τό υπόστρωμα για να ξαπλωθούν πάνω τους μετά όλοι οι «άλλοι» βιασμοί, με όλη τους τήν άνεση, και όλη τους τήν συνεπακόλουθη έλλειψη ενοχής

και ασφαλώς μέ λυπεί που τό θέμα δεν φθάρηκε ήδη από τήν πολλή χρήση ώστε να χρειαζόταν τώρα κάποια επισήμανση να σβήσω, επειδή θα είχε καταντήσει μέσα στα σχεδόν 20 χρόνια που μεσολάβησαν κοινός τόπος

αντίθετα βρήκα κι ένα στοιχείο που θα ήθελα τώρα να προσθέσω : τό καμάρι πλέον τής κυρίας Μπούμπουλης τήν ώρα που τής αλλάζουν ( : πού μόνη της δηλαδή αλλάζει πια) τή δόξα της και τό φύλο : η απόλυτη αυτή αβουλία και αδιαφορία, μ’ άλλα λόγια, τών ελληνόφωνων γυναικών όταν μετατρέπεται σήμερα τό φύλο τού επωνύμου τους σε αντρικό, έχει πάρει πια τή μορφή μιας ειδικής επιπλέον κοκεταρίας, τή «χειραφετημένη» κοκεταρία τής «επιχειρηματίας» και τής «γυναίκας με καριέρα και λεφτά» δικά της (όχι μόνο εντός τής χρεωκοπημένης χώρας, αλλά κι εκείνης με καριέρα στο εξωτερικό)

αλλά βέβαια, όταν αρνούμαστε στην εαυτή μας τήν επίμονη και διεκδικητική ερωτική απελευθέρωση και γινόμαστε ξυνές και καθωσπρέπει κι ανέραστες και ηθικές για να μας αποδεχτούν οι (αντροκρατούμενες) επιχειρήσεις και τά (αντροκρατούμενα) κόμματα, τί είναι μια υποχώρηση στο ονοματάκι μας πια ; στο κατω–κάτω έτσι γινόμαστε άντρες με τά όλα μας

αλλά ορίστε, παραθέτω τό απόσπασμα μυθιστορήματος άνευ άλλης καθυστερήσεως :

 

 

 

 

Αυτό που συμβαίνει με τά αρσενικά, ενώ είναι θηλυκά, ονόματα στη χώρα, αποτελεί ένα εξειδικευμένα γλωσσικό πρόβλημα απολύτως διαφωτιστικό για τή ζωή και τίς απόψεις τού συγκεκριμένου εθνικού κορμού στον οποίο βρίσκομαι και γράφω, ένα πρόβλημα άκρως ιδιόμορφο και τό οποίο η γλωσσολογία, αλλά και η φιλοσοφία εξάλλου, φωτίζει ενγένει :

Δέχονται δηλαδή με μυστηριώδη μεγαλοθυμία και καλοσύνη κι ευαρέσκεια οι γυναίκες (τής συγκεκριμένης αυτής εθνικής καταγωγής, δεν ξέρω τό φαινόμενο να συμβαίνει σε άλλη χώρα – ίσως δεν υπάρχει άλλη εξίσου δουλοπρεπής χώρα) να περιγράφουν εαυτές σα να μιλάνε μια ξένη γλώσσα, που τίς αλλάζει τίς κλέβει, τούς αλλάζει τόν αδόξαστο, τίς κάνει αγνώριστες και γελοίες : τό φαινόμενο βέβαια τό έχω αναπτύξει στη διατριβή μου (επί μακρόν) – μπορώ εδώ μόνο απλώς συνοπτικά να σού πω ποια είναι εν ολίγοις τά περιληπτικά τής ιστορίας συμπεράσματα :

Κατ’ αρχάς τό φαινόμενο αυτό υπάρχει υποτίθεται προς χάριν, και εξαιτίας, τών ξένων που δεν ξέρουν τή γλώσσα καλά : όμως, τό ίδιο αυτό φαινόμενο, κόβεται με τό μαχαίρι και εξαφανίζεται (ακόμα και σαν απλή να πούμε δυνατότητα) όταν κανείς έχει να κάνει με οποιονδήποτε λαό διαθέτει λίγη αξιοπρέπεια (και οπωσδήποτε μερική αυτοπεποίθηση) : οι ρώσοι παραδείγματος χάριν δεν επέτρεψαν ποτέ σε κανέναν να πει τήν ουλάνοβα ουλάνοβ, τήν τσβετάγιεβα τσβετάγιοφ τήν αχμάτοβα αχμάτοβ και τά λοιπά : διότι (στην γλώσσα τουλάχιστον γενικώς) τά πράγματα χαρακτηρίζονται από τήν αξιοπρέπεια (τής ομιλήτριας, και τού ομιλητή που κρύβεται, πάντα συνήθως, πίσω της πλάϊ της και τά λοιπά) και επομένως ο αξιοπρεπής λαός, όταν προκύψει ένας τουρίστας που θέλει να ισοπεδώσει τά πράγματα, και να τά κάνει όλα αρσενικά, θα τού πει : Όχι κύριε, εμείς δεν τό λέμε έτσι, και θα τόν διορθώσει (δεν θα τό θεωρήσει καθόλου δύσκολο δηλαδή και βουνό) : τόσο μόνο χρειάζεται – μια πρόταση τό πολύ δέκα λέξεων : που είναι όμως πολύ αξιοπρεπής – και φυσικά η αξιοπρέπεια είναι μια πολύ μεγάλη (και δύσκολη) υπόθεση :

Για να κάνω μια (πολύ) σύντομη ιστορική αναδρομή (για τούς ξένους που θα διαβάσουν τή διατριβή μου στο εξωτερικό, εφόσον εκεί βρίσκομαι και εκεί γράφω – δεν έρχομαι πλέον στη χώρα αυτή σχεδόν καθόλου, ειδικότερα αφότου κατάλαβα ότι δεν έχω εδώ καν συγγενείς) στην προεπαναστατική της (αλλά και τήν επαναστατική της ακόμα) περίοδο η χώρα αυτή ήταν αξιοπρεπής : η Μπουμπουλίνα ήταν η απολύτως νόμιμη σύζυγος ενός κάποιου Μπούμπουλη κι η Τζαβέλαινα ενός κάποιου Τζαβέλα και ουδείς διανοήθηκε ποτέ να πει Η κυρία Τζαβέλας–Μπότσαρης–Καραϊσκάκης για τή Δέσπω ας πούμε : ήταν εκτός γούστου νόμου και κανόνα δηλαδή αυτό (μέχρι και τόν άγγλο ναύαρχο τζωρτζ εκείνη τήν εποχή τόν λέγανε τζούρτζη, δηλαδή μετατρέπανε και τήν προφορά και τήν κατάληξη κάποιας λέξης ανάλογα με τούς νόμους και τούς κανόνες τής γλώσσας τους, κάνανε δηλαδή αυτοί αυτό που κάνουνε βασικά όλοι) : Όταν όμως η κατάσταση πνίγηκε στις μαλακίες και η επανάσταση τέλειωσε (δεν τό λέω έτσι αυτό, τό λέω πιο κόσμια στη διατριβή μου η οποία απευθύνεται βασικά σε ξένους) αυτοί που επικράτησαν στη θέση τών κλεφτών ήταν κάτι μπούληδες και έτσι προέκυψε μία ιστορία με έλλειμμα μεγάλης αξιοπρέπειας και αυτοπεποίθησης.

Να μην συγκρίνουμε όμως τώρα τή μικρή και ασήμαντη αυτή χώρα με άλλες μεγάλες : οι ρώσοι ας πούμε ήταν πλούσιοι και είχαν και αριστοκρατία (μέχρι και δούλους είχανε), και τούτοι εδώ ήταν νεόπλουτοι φτωχομπινέδες γεννημένοι αλλού υιοθετημένοι χαζοέμποροι και είχαν τό πολύ υπηρετριούλες (απ’ τά νησάκια) : γι’ αυτό και κανένας άντρας από δω, ακόμα και σήμερα (ειδικά μάλιστα σήμερα) δεν έχει τό θράσος να πει στον τελευταίο τουρίστα Όχι εμείς τό λέμε αλλιώς : γι’ αυτό και η Μπουμπουλίνα σήμερα γίνεται η κυρία Μπούμπουλης.

 

 

     

 

 

Όταν όμως τό φαινόμενο αυτό ισχύσει, υπάρχει το εξής ενδιαφέρον : κάνει δηλαδή ξαφνικά τήν εμφάνισή της και μια (φιλοσοφικής καθαρά ποιότητας) αντιπάθεια προς τήν γενική ενγένει πτώση : μια υγιής (οφείλω να πω) αλλά εντελώς υπόγεια αντιπάθεια προς τήν ίδια τήν ιδέα τής γενικής (που είναι μια πτώση βέβαια ιδιοκτησίας και κατοχής) ( : σημειωτέον ότι δεν είναι ελληνικό τό φαινόμενο αυτό, τό ότι η γενική δηλαδή τής κατάληξης σημαίνει ιδιοκτησία και μάλιστα αποκλειστικά αντρική – διότι και οι άντρες ανήκουνε στον πατέρα τους : και, γι’ αυτό, και τό δικό τους επίσης τό όνομα είναι συχνότατα στη γενική – αλλά όμως, ακόμα κι όταν είναι στην ονομαστική τ’ όνομά τους αυτών, είναι και πάλι εννοείται τό όνομα τού μπαμπά – και αυτή τή φορά μάλιστα οικειοποιημένο και υιοθετημένο με τή μορφή τής απόλυτης ταύτισης : με τή μορφή μιας απόλυτης μάσκας δηλαδή που έχει γίνει πια πρόσωπο – και απλώνεται σαν κρέας και σάρκα από πάνω τους).

Μ’ άλλα λόγια η ιδιοκτησία απ’ τή μεριά τού πατέρα έχει γίνει σαν ένα δεύτερο ρούχο στη σκέψη τους, τών αντρών (και γι’ αυτό και είναι εξαιρετικά αξιοπρεπείς και γενναίες οι ελάχιστες περιπτώσεις αυτών πού πήραν (ωριμάζοντας, μόνοι τους) τό όνομα πια, επιλέγοντάς το οι ίδιοι, τής μάνας τους ( : όμως και τών γυναικών διότι για να ’μαστε δίκαιοι πρέπει ν’ αναφέρω εδώ τή φίλη μου τή Νίνα που πήρε τό όνομα και αυτή απ’ τή μάνα της (όταν μεγάλωσε κι αυτή, και άρχισε να γράφει) (και τήν αναφέρω διότι δεν τήν ξεχνάω ποτέ, μια που οι φίλοι είναι το σημαντικότερο πράγμα σ’ αυτή τή ζωή, και οι (λεγόμενοι) συγγενείς είναι πάντα για πέταμα) όπως λοιπόν εκείνος ο φιλόσοφος ο γερμανός (καθόλου τυχαίο βέβαια τό ότι ήτανε γερμανός) που πήρε τό επώνυμο τής μαμάς του, και τό επώνυμό του (τό κανονικό) τό έβαζε στη μέση σαν αρχικό, σαν αυτό που λέμε πατρώνυμο : theodor w. : εδώ όμως υπήρξε μια υπόγεια και ειρωνική, και μάλλον ύπουλη συνέπεια η οποία πιθανώς τού αντόρνο τού ξέφυγε – καθώς στη θέση αυτή, και ως αρχικό, μπαίνει κανονικά τό μικρό όνομα πάντοτε τού μπαμπά, σαν κάτι οικείο και σπιτικό και δικό μας, σαν μια αγαπημένη μνήμη δηλαδή τού μικρού ονόματος τού μπαμπά, και έτσι ξαφνικά τό επώνυμο τού πατέρα του γινότανε (για τόν αντόρνο), μυστικά, από αποκλεισμένο, ακόμα πιο οικείο και συγγενικό).

 

 

 

 

Από τήν άλλη, στα δικά μας τά ελληνικά, η μοναδική και εξαιρετική περίπτωση τού παπαδιαμάντη με τούς διαδοχικούς μετασχηματισμούς τού ονόματός του μέχρι που τελικά μόνος του να βρει (αλλά και όλα μόνος του μήπως δεν τά βρήκε αυτός ; ) ποιο ήταν τό κανονικό όνομά του, είναι πολύ χρήσιμη για όσα λέω εδώ – αλλά πολύ χρήσιμη και για τήν ίδια τήν τέχνη : αυτός λοιπόν στην αρχή έφτιαξε τ’ όνομά του στην γενική (ανήκοντας δηλαδή στον πατέρα του αλλά χωρίς τό επάγγελμα τού πατέρα του (που ήταν παπάς)) ως αλέξανδρος αδαμαντίου (και προσοχή : καθαρεύουσα). Φάση δεύτερη τώρα : βρίσκει άχρηστο τό να κρύβει τό επάγγελμα τού πατέρα του, και έτσι δέχεται τώρα τήν ενοχλητική του αλήθεια και πραγματικότητα (υποκύπτει δηλαδή γενναία (ή και δειλά, δεν έχει καμιά σημασία αυτό) και σε κείνη τήν αρχή τής πραγματικότητας που λέει και η ψυχανάλυση) ως αλέξανδρος παπα–αδαμαντίου (όμως πολλή προσοχή : ξανά καθαρεύουσα). Και ξαφνικά (ίσως είχε προχωρήσει πιστεύω εγώ τότε πλέον τό έργο του) (ή ίσως – και μέσα ακριβώς απ’ τό έργο του – έκανε δηλαδή τότε ολοκάθαρα (κι ολομόναχος) τήν κανονική του τότε πλέον ο ίδιος ψυχανάλυση και είδε ότι ούτε ωφελεί αλλά ούτε και μπορεί πια να κρύβει τήν τάση του για χειραφέτηση – χειραφέτηση από τόν μπαμπά – δηλαδή από κείνο τό υπερεγώ τό οποίο, με τό γράψιμο ούτως ή άλλως, στους μεγάλους συγγραφείς, θαύεται αχρηστεύεται και ξεχαρβαλώνεται – για να βρεθεί τό κανονικό τό εγώ – ) και έτσι : ξαφνικά τό όνομα έγινε απολύτως δικό του, και η γενική καταργήθηκε και μπήκε πια στη ζωή του κανονικά θριαμβεύουσα η απόλυτος ονομαστική : και τότε λοιπόν, ω τού θαύματος, (και επειδή η ψυχολογική αλήθεια συμπλέει με τήν γλωσσική αλήθεια πάντοτε) τό όνομα παίρνει πλέον τήν καθαρή του μορφή, στη δημοτική : και η σοφία τής καινούργιας ετούτης ελευθερίας σου και τής κάθε (πονεμένης) ανάλυσης, είναι να μη φοβάσαι και να μην κρύβεις (πια) τίποτα (μιλώντας εννοείται πάντοτε με γρίφους, όσο γίνεται πιο έντεχνα θέλω να πω κι αινιγματικά (α, εκείνο τό απάνθρωπο ον τού οιδίποδα, η σφίγγα θα μπορούσε να είναι και θεά προστάτισσα κάθε τεχνίτη, αν η ψυχανάλυση είχε λίγο πιο ευρύ πνεύμα και δεν κόλλαγε μόνο στα οικογενειακά.))

Επιπλέον θέλω κάποτε να κάνω μία δουλειά, η οποία θα έχει να κάνει με τήν καθαρότατη (πολύ καθαρή αληθινά) λογική που κρύβεται στις μεταπτώσεις από τήν δημοτική στην καθαρεύουσα τόσο στο έργο τού παπαδιαμάντη όσο και στο έργο τού καβάφη – αλλά επίσης και στη δημοτική τής μητρικής αγραψίας τού σολωμού : αρκεί να πω μόνο εδώ ότι οι μνήμες τού έρωτα, οι μνήμες δηλαδή τής παιδικής ηλικίας, και οι μνήμες συνεπώς τής ζωντανής μ’ άλλα λόγια ζωής, για τόν παπαδιαμάντη είναι πάντοτε δημοτικές : ό,τι έχει δηλαδή πλέον πεθάνει : και αντιθέτως, στη νεκρή γλώσσα εκτίθεται επιμελέστατα η ζωντανή του παρούσα ζωή ως ώριμου ανθρώπου (δημιουργικού δυστυχισμένου κι απολύτως νεκρού) : κάποιος θα μπορούσε να τό περιγράψει αυτό αφελέστερα (και μονοδιάστατα) με τό πως οι διάλογοι, τά λόγια που βγαίνουν απ’ τά πρόσωπα που ’χουν χαθεί, κι ό,τι δηλαδή (εκ τών υστέρων) ζωντανεύει, είναι μονίμως δημοτικό ενώ η αφήγηση τού ανθρώπου που κάθεται σαν νεκρός και τά θυμάται, τά αναλύει τά αναμασά και τά γράφει, είναι πάντοτε καθαρευουσιάνικο (και ειρωνικό). Και μια και μιλάμε για ειρωνεία ας πω και ότι στον καβάφη υπάρχει επίσης αυτό, αλλά ελαφρώς και λίγο αλλαγμένο, καθώς ούτε εκεί δεν ανατρέπεται ποτέ πλήρως η σημασία που παίρνει (σε ένα έργο που συνειδητά εξακτινώνεται κιόλας προς όλο τό σύμπαν) η γλώσσα που πρέπει να μιλούσαν σε ιδιωματική μάλιστα δημοτική η μαμά του και οι άλλοι ενίοτε μέσα στο σπίτι. Όσο δε για τή γλώσσα τού σολωμού, δεν μπορώ να σάς πω εδώ, και αμέσως, όλα τά συμπεράσματά μου, διότι τό βιβλίο αυτό τότε θα φύγει από τή δικιά μου μαμά τελείως – έτσι λοιπόν ας αρκεστείτε μόνο σε ένα, που έχει εμμέσως μόνο σχέση με τή δικιά του μαμά, αλλά σίγουρα, και αμεσότατα, σχέση με τήν ειρωνεία του : είναι λοιπόν περίεργο, (ή και αναμενόμενο δηλαδή) ότι στον σολωμό και στο καθεαυτό σοβαρό του έργο, δεν υπάρχει ειρωνεία : ο αλκοολικός μας δηλαδή και ο κόντες μας ήταν βαρύς και ασήκωτος σαν τό μολύβι όταν έπιανε τό μολύβι του για να αναλύσει τά ανάλαφρα νέφη που έβλεπε μέσα του όταν συνέγραφε – διότι στην ζωή του κατά τ’ άλλα, πριν τσακωθεί με τήν μάνα του, και εξαυτού μάλλον γίνει και αλκοολικός, έκανε (με τούς φίλους του) πλάκες πολλές : σκυμμένος όμως μετά στα χαρτιά του ολοπόρφυρος κι αστράφτοντας μέσα του, τό μυαλό κι η καρδιά του τόν πονούσανε τόσο πολύ που δεν είχε καιρό για αστεία ο βαριόμοιρος – και γι’ αυτό κι είναι και ιδιαίτερα σημαντικό ένα διπλό ας πούμε φαινόμενο που στη συνέχεια προέκυψε : απ’ τή μια τό εντελώς κακιασμένο και πλακατζίδικο στόμα του τό παράπεμψε, ανοίγοντας ένα κρυφό παραπέτασμα, σ’ ένα εντελώς άλλο είδος – μακριά απ’ τή σοβαρή του δουλειά – και τό άσκησε παίζοντας – με τήν έννοια δηλαδή ότι δεν θεωρούσε πως είναι αυτό η μεγάλη του ποίηση : κι ένα σημάδι που μάς άφησε γι’ αυτό είναι ότι όλα αυτά (τά σατιρικά), μα όλα, τά τέλειωσε – δεν έχουμε αποσπασματικότητες ούτε τελειοθηρίες εδώ – και απ’ τήν άλλη, ότι τήν φοβερή του ειρωνεία (που δεν μπορεί και να τήν αφήσει και ήσυχη), (όπως δεν μπορεί να αφήσει ήσυχους και τή μάνα του και τόν αδελφό του – τί αδελφό δηλαδή, νόθο και μπάσταρδο, που τόν πληγώσανε), τήν ξαναβρίσκει αναβαθμισμένη ολόκληρη και σε πεζό : αλλά να πούμε και ότι τό κείμενο αυτό (με τέτοια σιγουρότατη και δημοτικότατη αυτοπεποίθηση που αρνείται να πει τής Ζακύνθου και λέει τής Ζάκυνθος) τό ’χε βέβαια σκεφτεί (και τό ’χε κάνει) μάλλον αφού είχε κατασταλάξει μέσα του και όλη εκείνη η φαινομενικά αγέλαστη φιλοσοφία τών καλών γερμανών – τά υπόλοιπα είναι πόνος ποτό και θαρραλέα (τού παιχνιδιάρικου παιδιού, τού όχι ακόμα πληγωμένου απ’ τή μάνα κι από τόν μπάσταρδο) δημοτική σαν τό άργειε ή τό βιά.

 

 

 

 

Και στα γερμανικά όμως οι γυναίκες με τόν γάμο τους αλλάζαν επώνυμο, και μιλάω για τή γλώσσα τή γερμανική διότι τή γλώσσα αυτή τήν έμαθα κι εγώ με διάφορους δάσκαλους (ενώ ο σολωμός δεν τήν ήξερε και έβαζε φίλους του και τού μεταφράζανε, ήξερε όμως αυτός τά ιταλικά και τόν δάντη, που εγώ δεν τά ξέρω, κι έτσι μπορώ να τά μεταφράζω με αρλούμπες και κατά προσέγγιση, από τίς μεταφράσεις τών άλλων, και όπως δήθεν μού άρεσε (στο πρώτο κεφάλαιο κιόλας αν θυμάμαι καλά)). Στις περιπτώσεις λοιπόν όπου τό όνομα δείχνει κάποιο επάγγελμα αν η γυναίκα τού herr müller, τού μυλωνά να πούμε, δεν ανήκε στον άντρα της αλλά ήτανε πολύ αυτεξούσια θα λεγότανε müllerin – όπως και στα ελληνικά δηλαδή μυλωνού (τό οποίο μπορεί να σημαίνει τόσο τή γυναίκα τού μυλωνά που έτσι μπορεί περήφανη να βάζει τόν άντρα της με τούς πραματευτάδες, όσο και τή γυναίκα πού δουλεύει μόνη τόν μύλο της) στην πραγματικότητα δεν είναι όμως η γυναίκα τού herr müller frau müllerin, κι αυτό κάτι μάς λέει βέβαια – παρόμοιο μ’ εκείνο που μάς λέει – διορθωμένο ή αντίστροφο – και τό ότι η συμβία τού μπούμπουλη ήτανε κάποτε μπουμπουλίνα και τού τζαβέλα τζαβέλαινα, και όχι κυρία μπούμπουλης και κυρία τζαβέλας οι άμοιρες – αλλά είπαμε, δεν υπάρχει πλέον αξιοπρέπεια.

Όμως τό σημαντικότερο είναι ότι πάρα πολλές γυναίκες σήμερα αρέσκονται σ’ αυτή τήν αθλιότητα (και εδώ υπεισέρχεται η Καίτη μας) ενώ είμαι σίγουρη ότι αν στην ουγκάντα (που δεν ρώτησα δυστυχώς ποτέ τόν Ιούλιο) υπάρχει διαφορά στα επώνυμα από τό αντρικό στο γυναικείο, οι ουγκαντέζες δεν θα τό εξαργυρώναν με καμία ξενόφωνη δόξα αυτό, και θα επιμέναν να λένε όλοι οι άλλοι τό σωστό : «Όχι, εμείς τό λέμε αλλιώς» δηλαδή θα τούς έλεγαν (αλλά ξέχασα να τόν ρωτήσω, και μάλλον δηλαδή πιθανώς δεν χρειάστηκε). Αυτές εδώ όμως δεν τίς κολακεύει μόνο τό ότι έτσι τ’ όνομά τους γίνεται σα μια λέξη ξένης γλώσσας αλλά και τό ότι έτσι γίνονται άντρες κι αυτές – και κάνουνε επομένως δηλαδή κι αυτές ό,τι θέλουνε, πάνε στην αμερική όποτε θέλουνε, γίνονται χειρούργοι αν θέλουνε, και είναι άντρες και τό κέφι τους θα κάνουν και θα πουν και μια κουβέντα πριν πεθάνουν. (Αν όμως όλ’ αυτά ήταν πράγματι αληθινά για τή ζωή τους, δεν θα τά είχανε ανάγκη, αυτή είν’ η αλήθεια μας). Αυτό τό σίγμα όμως τό τελικό, τό παράσημο τής αντρειοσύνης τους, αχ, πώς αυτό τό σίγμα τό τελικό (όπως δείξαμε και σε άλλα κεφάλαια ετούτης τής διατριβής) ηχεί τόσο πολύ, έχει έναν ήχο εξόχως βροντερό σ’ αυτή τή γλώσσα : ναι, ηχεί πάντα τόσο πολύ, ακούγεται τόσο πολύ, είναι σαν ένα σύνολο από καμπάνες και όχι μια καμπάνα μόνο, είναι σαν τήν ομάδα εκείνη από καμπάνες που βάραγε ο Κουασιμόδος : και μήπως δεν θα έκανε τότε εξωφρενών ετούτο τό καμπαναριό τήν Μπουμπουλίνα αν τύχαινε κι ανασταινότανε ας πούμε σήμερα, ανασταινόταν σαν μέσα σ’ ένα έργο ας πούμε διαστημικό, και τόλμαγε να τήν αποκαλέσει κάποιος σήμερα κυρία Μπούμπουλης ; Είμαι και κάτι παραπάνω από σίγουρη ότι αν ξαναζούσε σήμερα και είχε και μια έστω ισχνή ανάμνηση απ’ τή ζωή που τήν έκανε να μείνει στα σχολεία μας (ελάχιστη εκπρόσωπος ας πούμε γυναικείου ονόματος) πυρ και μανία θα γινότανε εάν τολμούσε να τήν προσφωνήσει κανείς έτσι : «Τόν κακό σου τόν καιρό, ή τόν κακό σου τόν φλάρο – βλάκα – θα τού έλεγε, από πού ήρθες εσύ και τά ’μαθες τά κορακίστικα, ελληνικά δεν ξέρεις ; » και μπορεί και να τού κοπάναγε και κανένα οικογενειακό κειμήλιο, κάνα τάσι ή κάνα καρυοφίλι από τήν οικογενειακή βιτρίνα στο κεφάλι : «Άκου κυρά Μπούμπουλης χαϊβάνι ταβανόβουρτσα φλουφλοκουραμπιέ και ηλίθιε : από πού μας ήρθες εσύ, ελληνικά δεν ξέρεις, τί ’σαι σύ ξένος είσαι ; » (θα τού έλεγε) : αυτή είν’ η πλάκα, είμαι σίγουρη ότι θα τόν κοίταζε ειρωνικά και (θα ’θελα πολύ να τό έβλεπα αυτό) θα γινότανε από εκατό χωριά θηρίο. (Η πλάκα είναι ότι ούτε αυτή ήξερε καλά ελληνικά γιατί καταβάθος ήτανε αρβανίτισσα.)

 

 

 

 

Αρβανίτισσα όμως ή ξε–αρβανίτισσα τό γεγονός είναι ότι άμα είσαι γυναίκα που έχεις κάνει τή ζωή σου, και είσαι δηλαδή χειραφετημένη, εκνευρίζεσαι πολύ να σού αλλάζουν τό φύλο. Αυτό είναι γεγονός, όπως γεγονός είναι και ότι υπάρχουν και έξυπνες γυναίκες στη χώρα αυτή, δεν είναι όλες δηλαδή ταβανόβουρτσες – όσες ας πούμε με τήν αλλαγή τών νόμων που έγινε κάποτε αποφάσισαν να κρατήσουν τό πατρικό τους όνομα δεν είχαν πρόβλημα αλλαγής φύλου διότι  τίς φωνάζουν τότε όλοι με ένα όνομα αλλιώτικο τελείως διαφορετικό από κείνο τού άντρα τους, και τότε κανένας δεν διανοείται να ρωτήσει «τί τό ’κανες τό σίγμα εκείνο τό τελικό που έχει τό όνομα με τό οποίο φωνάζουμε τόν άντρα σου ; ». Έτσι, η πραγματικότητα δείχνει πως η χειραφέτηση, η ελευθερία ισότης αδελφότης και ο φεμινισμός λύνουν και τά προβλήματα τής γλώσσας.

Επιπλέον τό κατέβασμα τού τόνου στην γλώσσα μας δεν υπάρχει πια : γι’ αυτό και λέγαμε η δικτατορία τού παπαδόπουλου (ενώ για τή γυναίκα του λέγαμε η δέσποινα παπαδοπούλου (μολονότι στο σύνθημα «δε σέ θέλει ο λαός πάρ’ τή δέσποινα και μπρος» δεν αναφερόταν τό επώνυμο (και άργησα κάπως να μάθω ότι τό σύνθημα είχε ξαναειπωθεί πριν τή δικτατορία ως : «δε σέ θέλει ο λαός πάρ’ τή μάνα σου και μπρος» για κείνον τον μαμόθρεφτο βασιλιά που υπήρχε τότε))), έτσι λοιπόν είχαμε ως δικτάτορα τόν παπαδόπουλο, και ως απειλή τό σύνταγμα τού παπαδόπουλου, αλλά τήν κυρία παπαδοπούλου : εδώ φαίνεται και η υποκρισία τών αντρών όσον αφορά τό γλωσσικό μας ζήτημα : τή ζωντάνια τής γλώσσας τή θέλουνε δηλαδή για τούς εαυτούς τους μονάχα, στις αρλουμπολογίες μεν μπορούν να αρχαιολογούν, αλλά όταν πρόκειται για τό όνομά τους ασφαλώς και διεκδικούν τή δημοτική, επιφυλάσσουν δε τήν καθαρεύουσα για τή γυναίκα τους – και φορτώνοντας έτσι τίς γυναίκες τους, δήθεν για λόγους καθωσπρεποσύνης, με μια γλώσσα νεκρή είναι σαν να τούς λένε Εμείς ζούμε και θα ζήσουμε, αλλά εσείς κανονίστε και πάρτε τά μέτρα σας, γιατί κανονικά πρέπει να ’στε νεκρές. Πρόκειται ασφαλώς για μια υπεράσπιση τής δημοτικής στα μουλωχτά και από τήν ανάποδη.

Απ’ τήν άλλη μεριά όμως δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω και μια νοηματική πονηριά που συμβαίνει υπογείως εδώ, με όλες δηλαδή τίς γυναίκες όταν τύχει τό όνομα τού άντρα τους (ή και τού πατέρα – μην τό ξεχνάμε κι αυτό) να είναι σε μια γενική που κατεβάζει απ’ τ’ αρχαία χρόνια τόν τόνο : η πονηριά στην περίπτωση αυτή είναι γλωσσική δηλαδή με τόν πιο εσωτερικό ας πούμε τρόπο : επειδή ακριβώς στην ζωντανή και τήν φυσική μας κουβέντα ο τόνος στην γενική δεν κατεβαίνει πλέον σχεδόν ποτέ, και λέμε ας πούμε τού πόλεμου τού αντίπαλου τού παράδεισου τού απάνθρωπου τού ξενέρωτου τού αβίωτου και τά λοιπά, στην περίπτωση που μιλάμε ξαφνικά μ’ έναν τύπο μιας γλώσσας νεκρής είναι σαν να απονεκρώνεται και να ακυρώνεται και να χάνει τό νόημά της και η ίδια η έννοια τής κτήσεως : ο παλιός νεκρός τύπος δηλαδή απονεκρώνει και τήν ίδια τήν έννοια τής γενικής ως πτώσεως κτητικής και τήν κάνει επομένως ασήμαντη : νά πώς υπεισέρχεται ο χέγκελ στον σωσσύρ : η πονηρία τού λόγου στο πεδίο τής γλώσσας.

 

«βιογραφίες αγνώστων»

 

 

 

 

 

 

φωτογραφιες :
αγγλικα επικαιρα 1913 (κηδεια εμιλυς νταβισον) / edward keating

 

 

 

 

 

 

29 Μαΐου 2016

american stories : θετικισμός και πολυλογίες

 

 

 

 

σα συγγραφέας τά πάω πολύ καλά με τά ψέματα

μία φορά όμως, παλιά, είχα κάνει μια σκέψη που μού φάνηκε ότι θα μπορούσε να γίνει η βάση για ένα μυθιστόρημα διαστημικό – επιστημονικής φαντασίας που λέμε και σήμερα : πώς θα `ταν δηλαδή ένας κόσμος, και τί θα γινότανε σ` αυτόν (και πώς δηλαδή θα αναπτυσσότανε – και πόσο διαφορετικά – και η κοινωνία, και η ιστορία, και η τέχνη μας) εάν η φύση μας ήτανε έτσι φτιαγμένη ώστε να μη χρειάζεται καν να μιλάμε – και συνεπώς να μην μπορούμε να λέμε και ψέμματα : τί θα γινόταν δηλαδή εάν η σκέψη μας ακουγόταν αυτόματα απ` τόν απέναντι, ή και τήν διάβαζε, γραμμένη κάπου, τήν ώρα που εμείς τήν κάναμε, αυτοστιγμεί

πρέπει να πω ότι δεν είναι μόνο η δικιά μου ζωή που μέ οδήγησε σ` αυτή την διαστημική φαντασία, και που για μια στιγμή τή νόμισα εξαιρετική : όχι : μέ απασχολούσε από χρόνια μια μετάφραση τού ευριπίδη, και εκειμέσα υπάρχει αυτός ο προβληματισμός – από τότε – περίπου ολόκληρος :

λέει δηλαδή κάπου η μήδεια : πούστη θεέ, γιατί τούς κάνεις όσους είναι ψεύτες, να μιλάνε όμορφα ; Με ποιο δικαίωμα να έχει ικανότητες ρητορικές ο σκάρτος ; Γιατί να μην μπορούμε να διαβάζουμε στο μέτωπό του, απ` τήν αρχή, ότι έχουμε απέναντί μας έναν ψεύτη δηλαδή ; Γιατί να μη μάς δίνεις μια στιγμή κάποιο σημάδι, με ποιον έχουμε να κάνουμε ;

ο ευριπίδης, καθώς είν` συνοπτικός, και καθώς ελέγχει άριστα βεβαίως τίς ανάγκες μιας θεατρικής παράστασης, τό σταματάει φυσικά εκεί

εγώ περί ψεμάτων όμως θα μπορούσα να συνεχίσω όσο ήθελα : να επιμένω δηλαδή στο πρόβλημα τής σκέψης και τής κάθε της μετάφρασης – αφού ετούτο είναι με μια πρώτη (βιαστική) ματιά τά λόγια : κι αν δεν υπήρχε αυτή η διάσταση, δεν θα υπήρχαμε καθόλου ούτε κι εμείς – γι’ αυτό ήμουν σίγουρη : τά λόγια είμαστε ολόκληροι, από τά λόγια μας αποτελούμαστε, ίσως, μονάχα

δεν θα υπεισέλθω σε φιλοσοφίες περί γλώσσας, και περί τής σχέσης που `χει η σκέψη με τή γλώσσα τώρα – και δεν θα μ` απασχολήσει ούτε τό σε ποιο βαθμό, τό με ποιον τρόπο μεταφράζουμε – θα μέ απασχολήσει όμως τό τί σημαίνει εκείνο τό κενό, εκείνη δηλαδή η σιωπή, ανάμεσα στην σκέψη και τόν ήχο της μετά

διότι, βέβαια, μόνο σιωπή δεν είναι, και μόνο άδειο πράγμα, και κενό, δεν ήτανε αυτό ποτέ : Αν είμαστε ολόκληροι τά λόγια μας, είμαστε ακριβώς γιατί κρατάμε κάποια λόγια μέσα, που δεν μεταφράζονται : δεν είναι τόσο αυτά που κρύβουμε απ` τούς άλλους, είναι κυρίως αυτά που κρύβουμε από μάς (κι εκεί βεβαίως μπαίνει θριαμβευτικά επί σκηνής ο κύριος φρόϋντ) – κι αυτά τά λόγια ασφαλώς δεν είναι λόγια στο αλφάβητο που ξέρουμε : έχουνε χρώματα, εικόνες, μυρωδιές, και πόνο, και αφή, και μνήμη

(τί είν` αυτή η μνήμη, πόσο διαφέρει από τή σκέψη μας ; και πόσο μέσα στα όνειρά μας τήν ακούμε ; ) (καμιά φορά βέβαια – και εδώ είναι που περισσότερο είμαστε ακριβώς εμείς ολόκληροι – τήν έχουμε ακούσει και αλλού – αυτή είν` η πεζογραφία και η ποίηση – αυτή είναι η τέχνη μας και ο χορός κι η μουσική μας)

 

………

 

αυτό πάντως τό οτιδήποτε που μάς αποτελεί δεν γίνεται να βγει έξω ολόκληρο, παρά μονάχα μ` ένα είδος ψέμα – ένα είδος εφεύρεσης με άλλα λόγια : η ίδια η ομιλία αποτελεί, εφόσον είναι μια προσπάθεια να εκφραστεί αυτό τό μέσα σύνολο, μία διαδικασία και μία προσπάθεια (και μια επιτυχία ή μια χονδροειδής απογοήτεψη) απ’ τήν αρχή της καλλιτεχνική θα έλεγα

όλοι μας μ’ άλλα λόγια είμαστε ολόκληροι σε κείνο τό σημείο δηλαδή που δεν μπορούμε σε καμιά περίπτωση να πούμε ακριβώς αυτό που θέλουμε : όχι γιατί δεν έχουμε τά μέσα (τά μέσα – η μίμηση – τόσο κινήσεων, όσο και ήχων – θα ήταν – είναι – επαρκή) αλλά γιατί δεν γίνεται να καταλήξουμε (εύκολα) τί είναι ακριβώς αυτό που θέλουμε : τί είναι ακριβώς αυτό που `χουμε μέσα μας : και τί σκεφτόμαστε εντέλει :

κι αυτό που εμποδίζει πάνω απ’ όλα, δεν είν` η ανεπάρκειά μας να μιμηθούμε τόν εαυτό μας, αλλά η «υπερεπάρκεια» (η ακούραστη, η καταστροφική η προθυμία) τών άλλων να μιμούνται πράγματα, που ξέρουμε πως μες στη φύση δεν υπάρχουν : βέβαια η φύση είναι πια πολύ μακριά από μάς – και πιθανώς αγνώριστη – : ίσως μες στον (αλλόγλωσσο) (και άγνωστό μας πλέον) παράδεισο, όταν μαζεύαμε μονάχα φρούτα (απαγορευμένα ή εφικτά) και ερωτευόμαστε ή πηδιόμαστε μονάχα, ίσως να μη μιλάγαμε πολύ : (μπορεί επιπλέον, εάν μάς βλέπαμε τότε, από μακριά, να λέγαμε ότι απλώς μουγκρίζαμε – μονάχα – αλλ’ όμως σε καμιά περίπτωση προς κάποιου είδους θεό, να πούμε – αν είχαμε ανάγκη από ιδέες (και εξουσίες) ανώτερες, θα ’τανε σίγουρα αυτά γυναίκες και θεές – έτσι μάς δείχνουν τά γλυπτά μας και οι μύθοι μας τουλάχιστον) : αν όμως διαθέταμε και βίντεα τής προϊστορίας αυτής, μπορεί να διαπιστώναμε ότι τά μουγκρητά εκείνα είχαν τόσες διαφορές ανάμεσά τους, και τόσο ενδιαφέρουσες διαφορές, ώστε να μοιάζουνε πραγματικά με άγνωστη μεν τώρα πια για μάς, αλλά απολύτως λογική και δομημένη γλώσσα : έτσι μπορεί να άρχισε η γλώσσα όπως την εννοούμε κι όπως τή μιλάμε δηλαδή

: σα μια ερωτική κραυγή ικανοποίησης : ακολουθεί λοιπόν απλώς στην ιστορία η προσπάθειά μας να τήν ξαναζήσουμε : μπορεί η αρχική αφήγηση – που πουθενά δεν γράφτηκε – να ήτανε μία μίμηση πετυχημένη – άγραφη και πρωτόγονη, αλλά πετυχημένη ασφαλώς – κι ό,τι τήν έκανε αποτυχία, να είμαστε μόνο εμείς μέσα στον χρόνο : αλλά όμως τώρα πια, μόνο αυτό είμαστε εμείς

 

………

 

γιατί σχεδόν δεν γίνεται να θυμηθούμε τί άλλο είμαστε – παρά μονάχα αν αφήσουμε στον εαυτό μας χρόνο πάλι για μια – άλλη τώρα – θεία στιγμή : εκεί που, όχι μόνο ψάχνουμε να βρούμε τόν εαυτό μας, αλλά και να τόν θυμηθούμε ακριβέστερα : εκεί ακριβώς που δεν μπορούμε δηλαδή ούτε να μιλήσουμε ούτε να μεταφράσουμε και που αχρηστευόμαστε σε πρώτη φάση. Σε πρώτη φάση, επειδή είμαστε σε μία φάση ίσως τελική

και έτσι μπαίνει στη σκηνή ο κύριος φρόϋντ κι η ανάλυση – τήν είπε ανάλυση ψυχής γιατί δεν ήξερε τί άλλο να τό ονομάσει, όμως είναι ουσιαστικά η ανάλυση εκείνης τής ολότητας που `χουμε χάσει : εκείνης τής χαράς που απλώς θυμόμαστε (αν τή θυμόμαστε). Και είναι ακριβώς η καταβύθισή μας σε εκείνο τό «κενό», τό άδειο, τό γεμάτο, που δεν λέγεται – κι ίσως δεν νιώθεται κιόλας καλά – και είναι βέβαια, εντέλει, η προσπάθεια να τό μεταφράσουμε κιόλας μόλις τό βρούμε : δεν μεταφράζουμε ποτέ καλά, δεν μεταφράζεται ποτέ καλά, κι αυτή η αποτυχία είναι επίσης ένα είδος σωτηρίας μας : είμαστε πάντοτε πολύ πιο ατέλειωτοι απ` ό,τι γίνεται να βγει αυτό στους άλλους, προς τά έξω, και ακόμα και σ` εμάς τούς ίδιους πιθανόν δεν βγαίνει, γιατί και για τό ασυνείδητό μας είμαστε πια ένα άλλο ένα ξένο κι ένα έξω πια κι εμείς

όμως και η ζωή μας, και η τέχνη μας, στηρίζεται σε κείνην τήν προσπάθεια να αναδυθεί να διερευνηθεί και να μιλήσει σε μετάφραση τό άγνωστο, που αξιολύπητα εκλιπαρούμε να μην μάς πει αλήθεια ακριβώς, να μην μάς πει όμως ούτε και εντελώς χοντροκομμένο ένα ψέμα

 

………

 

μες στους αιώνες γίναν θαύματα φτιάχνοντας από ετούτη τήν ανικανότητά μας ποιήματα. Και ό,τι πιο σωτήριο προέκυψε για αυτόν τόν ταλαιπωρημένο τόν πλανήτη, προέκυψε από τό πείσμα (μερικών) απέναντι σε τούτη τήν αποτυχία τους να μεταφράσουν και τούς ήχους και τά χρώματα σωστά : αυτό που δεν περιέχει λόγια, να αποκτήσει για τούς άλλους μ` άλλα λόγια, λόγια.

αυτό τό πείσμα είναι όμως επικίνδυνο για μια κατασκευή όπως η κοινωνία που ’χουμε, και με ανθρώπους τού δικού μας είδους : Τό πείσμα μας μονίμως να αποτυχαίνουμε να λέμε αυτό που δεν μπορούμε δηλαδή να πούμε, είναι μεν ό,τι ανατρεπτικότερο προέκυψε (αν κι ίσως μόνο για τό ορατό μας παρελθόν και για τό πιο αόρατο τό μέλλον) – αλλά ακριβώς προς τό παρόν έχουμε γίνει πονηροί κι ηλίθιοι, έχουμε εγκαταστήσει τή φτηνότερη (και καταστρεπτικότερη) φιλοσοφία, έχουμε υιοθετήσει τόν καθόλου αθώο κι εντελώς θρασύ θετικισμό ως μάρτυρα τής χαζομάρας μας και της δειλίας μας, είμαστε αξιολύπητα και κατά κράτος ηττημένοι, δηλαδή μισοί :

γι’ αυτό όταν είπε ο αντόρνο – αναφερόμενος στη φράση τού βιτκενστάϊν ότι «για κείνο που δεν μπορείς να μιλήσεις δεν πρέπει να μιλάς» – ότι είναι «απλώς αντίθετη προς τήν φιλοσοφία» (άσχετή της) δεν ξεμπέρδεψε εύκολα ή δογματικά με κάτι πιο περίπλοκο και δύσκολο : έλεγε ο ίδιος κάτι δύσκολο, που εύκολα μπορεί να υπερκεραστεί, αν έτσι έχουμε εμείς αποφασίσει

όμως ακόμα και σ` έναν θετικισμό που έχει νικήσει κατά κράτος, κι ο ίδιος ο βιτκενστάϊν ακόμα απλοποιείται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να γίνει ακόμα βλακωδέστερος : Τό πράγμα έχει μετατραπεί στο ότι οφείλουμε απλούστατα πλέον να τά λέμε όλα : μ` έναν μοιραίο επίσης τρόπο αυτό επιπλέον μετατράπηκε στο ότι : δεν υπάρχει παρά μόνο ό,τι αναδύεται ευκόλως και κοσμίως, και ευκόλως και κοσμίως μεταφέρεται στους άλλους : μεταφράζεται αμέσως, εύκολα, καλά. Η υποβόσκουσα και, ας πούμε ειλικρινής, διάθεση στον θετικισμό (όλες οι καλές προθέσεις φυσικά παρούσες) για καταδίκη τού (μεταφυσικού υποτίθεται) ψεύδους, έχει μετατραπεί τώρα μονάχα σε έναν μηχανισμό λογοκρισίας που αναστέλλει τήν ανάδυση (ή τήν «ανασκαφή» όπως τού άρεσε τού φρόϋντ να τό λέει) κάθε άλλου στρώματος, ή βάθους : από τό «μπορεί να μην γίνεται να τό εκφράσω σωστά και ολόκληρο, αλλά θα τό πω στραβά και μισό», πήγαμε στο «αφού δεν τό `χω ψάξει και δεν το ’χω εντοπίσει, δεν υπάρχει». Κι ακόμα περισσότερο : ο εντοπισμός είν` όχι μόνο άχρηστος, είναι κι ανόητος – και είν’ και βλαβερός

κάποιοι γερμανοί, εκ φραγκφούρτης, ανατρέχοντας στα πιο δικά τους παρελθόντα, διαπιστώσαν ότι ήταν ανατρεπτικότερη η μεταφυσική ας πούμε τού χριστιανισμού απ’ τόν θετικισμό που ενέσκηψε (κηρύσσοντας ανήλεα τήν άτεγκτη υποταγή σε κάθε υπαρκτό παρόν) : καθώς εκείνη τουλάχιστον αναγνώριζε τόν εφιάλτη ετούτου τού παρόντος, και αυτού τού υπαρκτού, εφευρίσκοντας μια άλλη ζωή, καλύτερη – έστω και για τό αόρατο τό μέλλον

εμείς απλώς εξολοθρεύουμε έτσι με τό γάντι, πέρα από τή ζωή μας, κι όλη τήν παρελθούσα κι ένδοξη υποτίθεται φιλοσοφία μας, καθόσον παίρνει η μπάλα και τόν καημένο τόν ηράκλειτο και τό εδιζησάμην του – κατά ειρωνική απολύτως σύμπτωση τήν ίδια εποχή που ’χουμε κρεμαστεί με νύχια και με δόντια από τά αρχαία μας, μια που αισθανόμαστε δικαίως πιο κενοί από κάθε άλλη εποχή στα νέα

 

………

 

λοιπόν όχι μόνο κάθε ανασκαφή και αναζήτηση και ανάλυση είναι εκτός μόδας πλέον και δεν νοείται ότι χρησιμεύει και σε τίποτα, αλλά (πολύ περίεργως) αντί αυτή η τύφλωση, κι η έλλειψη λόγου, να οδηγήσει στη σιωπή, οδήγησε σε μία πολυλογία επιεικώς ακατάσχετη

και τό, ακόμα πιο περίεργο, είναι ότι αυτή η πολυλογία έχει όλα τά σουσούμια μιας προσπάθειας για αυτοεξερεύνηση που εξαπλώνεται με υστερικό σχεδόν τρόπο κατά πλάτος, όντας υποχρεωμένη να αγνοήσει ταυτοχρόνως τήν ίδια τήν (τρομοκρατική γι’ αυτόν τόν καταπτοημένο πληθυσμό) έννοια τού βάθους : και, απ’ τήν άλλη, τό πολύ τραγικό είναι ότι η κατάσταση αυτή ταυτίζεται σήμερα με μια εξόχως και σχεδόν αποκλειστικά γυναικεία πολυλογία : Τό βλέπουμε στο υποτιθέμενο μυθιστόρημα (μιλάμε για διεθνές φαινόμενο – στην ελλάδα τό είδος μιμείται απλώς τά ήδη κατισχύσαντα λανσαρισμένα – κουλτούρα μαζική, πασπαλισμένη με όλα τά μπαχαρικά μιας συμπαθούς, μισής και άθλιας, και αυτοκαταργούμενης χειραφέτησης)

τό βλέπουμε όμως και σ` ένα άλλο είδος που προϋποθέτει και εμπεριέχει τυπικά όλες τίς ιδιότητες τού μυθιστορήματος, και μάλιστα εκείνου τού μυθιστορήματος που ήτανε επίσης «μαζική κουλτούρα» κάποτε στις εφημερίδες : τήν τηλεοπτική σειρά. Να πω ότι είναι εξόχως διασκεδαστικές και ενδιαφέρουσες ορισμένες – αν έχει μάλιστα κανείς υπόψη του από πόσα κύματα (στην αμερική μόνο, εννοείται) περνάνε τά σενάρια ώσπου να εγκριθούν, θαυμάζει τήν επιμονή τών σεναριογράφων (που συχνά είναι γυναίκες) στο να «περάσουν» κάποια «τολμηρότερα» τού συνήθους λόγια, ή πράξεις : θα `λεγε κανείς ότι είναι δώρον–άδωρον, αλλά δεν νομίζω τελικά ότι είναι εντελώς άδωρο τό δώρο : δεν ισοπεδώνονται μέσα στη γενική αρλούμπα και όλα, και ειδικά όσον αφορά τήν όποια ελευθερία τού έρωτα υπάρχουν πράγματα που ακόμα και περασμένα από σαράντα μηχανισμούς ισοπέδωσης, εξακολουθούν να προβάλλουν σαν αγκάθια ή κέρατα : ενοχλούν, κι αυτό ποτέ δεν βλάπτει

η παραπάνω διαπίστωση πρέπει όμως να συνοδευτεί από τό λυπηρό συμπλήρωμα πως τά αγκάθια αυτά λειαίνονται εξαιρετικά μέσω τής ίδιας λογικής τήν οποία υποτίθεται ότι ενοχλούν : όταν ας πούμε ο οργασμός (τών γυναικών : σχεδόν ποτέ οι σειρές δεν μιλάνε για οργασμό αντρών) αντιμετωπίζεται σαν χόμπυ (μίας μεμονωμένης και εκκεντρικής ηρωίδας κατά τά λοιπά απολύτως συμβιβασμένης και συμβιβαστικής) – και η γυναικεία μαλακία αφορά μετ` επιτάσεως αποκλειστικά δονητές που μιμούνται πέη – στα οποία τό μέγεθος έχει βέβαια τή γνωστή σημασία – τότε είναι εκεί ακριβώς, για να τό πούμε απλά, που η αντρική μυθολογία μπαίνει στην κυριολεξία από τήν πίσω πόρτα – και ο έρωτας επανέρχεται ως αποκλειστικά σχεδόν βίτσιο αντρών

όμως άλλο εμένα μού προξενεί απέραντη θλίψη κι απέχθεια : Αυτή η πολυλογία τού «να τά λέμε όλα» εμπεριέχει σπόρους τέτοιας αποβλακωτικής απλοποίησης που καταντάει θα `λεγε κανείς κι ανήθικη : Και εδώ πάλι τό αξιοπερίεργο είναι ότι τό φαινόμενο εξαπλώνεται αγνοώντας κάθε δήθεν εθνική ιδιομορφία με μια διάθεση χειραφέτησης πάλι πιθανόν, αλλά που η επιφανειακότητά της σού φέρνει σύγκρυο : Δεν ξέρω αν επηρέασε τό σήριαλ τίς συμπεριφορές, ή τό ανάποδο, αλλά τό ζήτημα είναι ότι καθιερώνεται ένα είδος ειλικρίνειας που οδηγεί πια όχι σε αυτολογοκρισία απλώς, αλλά σε αυτοευνουχισμό, λοβοτομή : ό,τι δεν γίνεται με λίγα λόγια να μεταφερθεί από τό τηλέφωνο, ή τήν ώρα τού μπαρ, δεν υπάρχει – και έχει κανείς τήν εντύπωση ότι είναι αντιστρόφως και υποχρεωτικό, ό,τι υπήρξε, να μεταφέρεται αμέσως από τό τηλέφωνο, ή τήν ώρα τού μπαρ : Πέρα από τήν ικανότητα τού σύγχρονου, μοντέρνου άνθρωπου να ζει συνεχώς ποζάροντας σαν να έχει μπροστά του μόνιμα έναν φακό (άλλοτε φωτογραφικό και τώρα τηλεόρασης), πρέπει τώρα κιόλας να μιλάει, λέγοντας (και σκεπτόμενος, αφού ό,τι σκέφτεται τό λέει) σαν να απαγγέλλει διαρκώς ένα σενάριο που πέρασε κι από τήν έγκριση (βεβαίως) τών παραγωγών

τό θέμα έχει ατέλειωτες παραλλαγές : Σε κάποιες εκπομπές τύπου big brother (τίς παρακολουθούσα σκεφτόμενη με κατάπληξη τήν κατάπληξη που θα ’νιωθε ο όργουελ από την πανηγυρική αποδοχή ετούτου τού φριχτού ονόματος) οι παίχτες και κυρίως οι παίχτριες αυτοσχεδίαζαν σενάρια πολύ καλύτερα τών ήδη υπαρχόντων, και παίζανε (ζούσαν) μιμούμενοι τούς ηθοποιούς που βλέπουμε στην τηλεόραση, όμως : ακολουθώντας ακριβώς τήν υποκριτική τους είχε κανείς τήν εντύπωση ότι ήταν πολύ καλύτεροι ηθοποιοί από τά πρότυπά τους (τό ξέρουμε δα, ότι στους ηθοποιούς τής τηλεόρασης δεν επιτρέπεται ούτε τόν εαυτό τους δημιουργικά να μιμηθούν)

κι είναι ανήθικο αυτό τό κακό γούστο τελικά, όχι μονάχα από μια άποψη «στενόμυαλα» αισθητική : είναι πράγματι, και σε βάθος, ανήθικο γιατί προσβάλλει μια ανάγκη που ήτανε, όμως, ανά τούς αιώνες, ηθική : να μη μένει η ζωή – τών γυναικών κυρίως, αυτονών κυρίως μοίρα ήταν αυτό – μονίμως στη σιωπή : αυτή η μετατροπή τώρα τής προσπάθειας για ομιλία σε κουτσομπολιό, τσακίζει κόκκαλα

 

………

 

η συνομιλία τής μήδειας με τίς γυναίκες τού χορού εμπεριέχει όχι μόνο τήν απελπισμένη προσπάθεια να εκμαιεύσει η ίδια μια απόφαση από τόν εαυτό της, και τήν έγκριση γι` αυτήν τήν απόφαση από τίς – κατάπληκτες – άλλες (τήν αποσπάει τήν έγκριση αυτή τελικά : κάν` το, τής λεν στο τέλος, δίκιο έχεις – να τόν τιμωρήσεις, έτσι αχρεία που σε κορόϊδεψε), αλλά εκθέτει κυρίως τήν προσπάθειά της να μεταπείσει η ίδια τόν εαυτό της : όμως γι` αυτό έχουμε να κάνουμε με τραγωδία : τά λόγια εδώ δεν είναι «για να είμαστε ειλικρινείς» και να «μη λέμε ψέματα» – αλλά για να μην πεθάνουμε –

η θλίψη όμως εξαφανίζεται (και σαν πρόθεση και σαν αποτέλεσμα) όχι απλώς με τήν ανυπαρξία πια έργων καλών, αλλά με τήν πολυλογία πάνω απ’ όλα τών ζωντανών ηρώων εν ζωή : πολυλογία που ανακουφίζει απλώς ό,τι έχει ήδη ισοπεδωθεί – κι ό,τι δεν κινδυνεύει πια γιατί έχει ήδη πεθάνει –

 

………

 

λοιπόν ως προς τό θέμα τής «αυτόματης» μετάφρασης τών σκέψεων, που έλεγα και στην αρχή για τό διαστημικό μου, κατέληξα (από καιρό) ότι αυτό θα δημιουργούσε έναν εφιάλτη απόλυτης ασυνεννοησίας, έχθρας θυμού και θάνατου. Τό είδος αυτό με τήν φοβερή ειλικρίνεια και τίς φοβερές «μεταφραστικές» ικανότητες, ή θα όδευε ολοταχώς προς εξαφάνιση, ή θα κατέληγαν όλοι φυτά, όπου δεν θα σκεφτόταν πλέον κανείς απολύτως τίποτα

μια απελπισμένη ίσως ομάδα θα ήταν αυτή που θα προσπαθούσε να μάθει να κρύβεται – ιδέα δεν θα `χε ότι αυτό θα οδηγούσε στην «τέχνη» μας – γι` αυτούς θα οδηγούσε απλώς στην επιβίωσή τους –

αλλά αυτή η τάση όλο θα μεγάλωνε (εγώ είμαι αισιόδοξη) και τό είδος θα ανέπτυσσε μια τεχνική να δημιουργεί τέτοια στρώματα σκέψεων (πιο μέσα ή πιο βαθειά ώστε να μην ακούγονται – και να μπορούν να καμώνονται όλοι ότι οι εν λόγω σκέψεις δεν υπάρχουν : ) στρώματα βαθειά χωμένα, που δεν θα ακουγόντουσαν και δεν θα μεταφράζονταν

και, για να προχωρήσω λίγο ακόμα τήν αφήγηση τού διαστημικού μου, που φυσικά ποτέ δεν έγινε, από αυτό τό είδος, που θα είχε αυτήν τήν ειδικά ανεπτυγμένη ανικανότητα, θα προερχόμαστε αργότερα όλοι εμείς

 

 

 

 

(σύνοψη/μεταγραφή από τό παλιότερο βλογ, 2009)

η ξυλογραφία από αμερικάνικη θεατρική αφίσα τού προπροηγούμενου αιώνα

 

 

 

 

 

1 Νοεμβρίου 2014

γυναικεία γλωσσικά : η παρθενογένεση τών μουστακιών και μιας σ@χλαμάρας

 

 

 

 

σκοπεύω να θίξω σήμερα δύο ζητήματα : α) ότι η γυναίκα δεν ισούται με τό μηδέν, και, β) ότι γυναίκα δεν είναι κάποια που τής λείπει κάτι : δεν είναι κάποιος που τού λείπει κάτι

με αφορμή μάλιστα τίς δυο τελευταίες προτάσεις (που συνήθως γράφονται συνοπτικά : κάποιος/κάποια – τό αρσενικό πάντως πρώτο) θα μιλήσω εδώ, στην εισαγωγή, και για τό θέμα αυτής τής φεμινιστικής σαχλαμπούχλας αντί δηλαδή να μιλάμε κανονικά και να παραθέτουμε έστω και τίς δύο εκδοχές (ακόμα βέβαια αργούμε να φτάσουμε στο επίπεδο κάποιων αμερικανών (μόνο σε αμερικανούς τό έχω μέχρι τώρα δει) που βάζουνε μόνο τό θηλυκό (για να τή σπάσουνε σε κείνους που μέχρι τώρα βάζανε μόνο τό αρσενικό)) τό θέμα λοιπόν τής φεμινιστικής αυτής επιπολαιότητας (που δυστυχώς τήν έχει υιοθετήσει και ένα συμπαθέστατο βλογ) αντί να γράφουνε ας πούμε κάποιος και κάποια να γράφουνε κάποι@ : πιθανώς θεωρείται ότι είναι σύντομο και εξόχως ιντερνετικό (εκτός από εξόχως φεμινιστικό) : έχω λοιπόν κι εγώ τήν αφελή (και εξόχως φεμινιστική επίσης) απορία, τουτέστιν : και τότε πώς στον γαμημένο διάβολο τό λέμε ;

ή μήπως δεν τό λέμε ; ή μήπως έχουμε πια τήν εντύπωση ότι τώρα μόνο γράφουμε και πια δεν μιλάμε ; διότι τότε, πρέπει να πω, ότι έχουμε προχωρήσει πια πάρα πολύ, από τήν κοινωνία τού θεάματος δηλαδή στην κοινωνία τού ψευτογραψίματος (για να συμπληρώσω κι εγώ τόν θείο γκυ) : καθότι τό πραγματικό γράψιμο λαμβάνει πάντοτε υπόψη του (αυτό τό έχει αναπτύξει και ο γιώργος κοροπούλης στις πολύ ωραίες εκπομπές του στο τρίτο, δεν θυμάμαι σε ποια, ακούστε τις όλες αν δεν τίς έχετε ακούσει) τό πραγματικό γράψιμο λοιπόν συμπεριλαμβάνει και τόν ήχο τού γραφτού (για να μην πούμε ότι ο πραγματικός ποιητής (εδώ συμπεριλαμβάνονται βέβαια και οι πεζογράφοι – οι πολύ καλοί όμως) δεν μπορεί να γράψει αν δεν ψιθυρίσει έστω αυτά που γράφει – πάντως αν δεν τά ακούσει και δεν τά πει –) : και εν ολίγοις δεν υπάρχει γραπτός λόγος χωρίς τόν προφορικό (καταντήσαμε να λέμε και γνωστά πράγματα)

λοιπόν εμένα μέ θλίβει η προχειρότητα η έλλειψη σκέψης και ο τσαπατσουλισμός στα κατά τή γνώμη μου σημαντικά – τό ’χω πει τόσο για τήν κακή κατά τή γνώμη μου εφαρμογή τού μονοτονικού, και τό λέω ξανά τώρα με τήν ευκαιρία αυτού τού @ , για αυτές τίς άσκεφτες εφαρμογές τού φεμινισμού – τό περίεργο είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις ακούω δικαιολογίες (ρητές ή υπόρρητες) για τό ότι και στις δύο αυτές εφαρμογές κυριότερος λόγος είναι τό να γλυτώσουμε κόπο ή να πετύχουμε συντομία : ας πω για τή «συντομία» λοιπόν ότι αυτή η περίφημη έννοια τής βιασύνης αποτελεί τό αντίστοιχο τής οικονομικής εκμετάλλευσης στο πεδίο τής σκέψης : όταν «συντομεύουμε» τή σκέψη μας τήν καθιστούμε ευθέως εμπόρευμα – και με τήν ίδια ακριβώς λογική η μεγάλη λογοτεχνία – ο προυστ παραδείγματος χάρη – θα έπρεπε να συμπτυχθεί, αντί για κείνους τούς ανοικονόμητους τόμους, σε μία πρόταση : ό,τι θυμάμαι χαίρομαι.

και νά που με τό τρίτο πια ξεμπέρδεψα, και ήδη τό τακτοποίησα (ήταν και τό πιο εύκολο αυτό, πάει τέλειωσε)

 

 

ξεκινάω λοιπόν τώρα από τό δεύτερο, και μετά θα πάω, εννοείται, και στο πρώτο : όταν οι άντρες επομένως δηλώνουν (τό δηλώνουν παντού και πάντοτε, τόσο που δεν χρειάζεται καν ν’ αναφέρω παραδείγματα) ότι μια γυναίκα γίνεται άντρας διά τής προσθήκης πάνω της κάποιου πράγματος δεν κάνουν τίποτα παραπάνω από τό να υποκύπτουν στον υπόγειο εκείνο μισογυνισμό που λέγαμε – για τόν απλούστατο καταρχάς λόγο ότι δεν δείχνουν ποτέ να πιστεύουν, εξίσου και αντιστοίχως, πως κι ένας άντρας μετατρέπεται σε γυναίκα διά τής προσθήκης πάνω του κάποιου πράγματος : όχι, ο άντρας αν γίνει γυναίκα υφίσταται πάντα μια τομή εγχείρηση ή αφαίρεση – όμως, δεν θεωρούν ποτέ ότι μπορεί κι η γυναίκα, αν είναι να γίνει άντρας, να υφίσταται μια αφαίρεση επίσης : γιατί, αν τό θεωρούσανε, τότε αντί να τής βάζουνε μουστάκια (τό λένε και οι πιο καλοπροαίρετοι όπως ο σαραντάκος) θα έπρεπε να πάρουν μια εικόνα από κάτι τουλάχιστον πιο συνηθισμένο αντρικό – να τήν κάνουνε ας πούμε καραφλή, να τής προσθέσουνε τουτέστιν φαλάκρα : όμως, αυτό είναι τό ζήτημα : φαίνεται ότι οι άντρες απεχθάνονται τό γεγονός να σκεφτούν τήν ύπαρξή τους ως μια φύση που κάτι τής λείπει (ακόμα κι αν πρόκειται για τρίχες και μαλλιά) – και να παραδεχτούν έστω και για αστεία επομένως ότι αν κάποιος πρόκειται να μετέχει τής φύσης τους, θα τού αφαιρεθεί κάτι – και κάτι θα χάσει

τό συγκεκριμένο πρόβλημα βέβαια φαίνεται να έχει πολύ βαθιές ρίζες (υποστηρίζω τώρα εγώ) και γι’ αυτό και δεν πρόκειται να τό αναπτύξω εδώ εις μάκρος – αν ήτανε να τό πω όμως περιληπτικά (κείνη η συντομία που λέγαμε) θα έλεγα ότι οι άντρες δεν γίνεται ποτέ να συχωρέσουν τόν εαυτό τους που τό σώμα τους δεν μοιάζει με τής γυναίκας – που δεν τούς έχει χαρίσει τό προνόμιο δηλαδή να διαθέτει τήν φοβερή εκείνη ανωτερότητα και δυνατότητα μυστικότητας αυτάρκειας και απόκρυψης που, αυτονόητα και χωρίς κόπο, διαθέτουν οι γυναίκες : κάποιοι άντρες βέβαια στην πορεία τής ιστορίας μας επί τού πλανήτη είχαν και λίγο μυαλό, και έτσι τό ηρακλείτειο εκείνο (όλοι σέβονται τόν ηράκλειτο, αλλά, παρ’ όλ αυτά, εξακολουθούν να τόν θεωρούνε σκοτεινό) τό όντως περίεργο εκείνο φύση κρύπτεσθαι φιλεί να θεωρείται εν γένει σοφό και σωστό – φτάνει να αποσιωπούν, κι από τόν ίδιο τόν εαυτό τους, τό γεγονός πως είναι αυτό ακριβώς που τούς εμφανίζει τότε σαν τό είδος που υστερεί – σαν τό είδος που η φύση θεωρεί εκ φύσεως ατελές ή δευτερεύον – όχι δηλαδή απολύτως χαρακτηριστικό τού εαυτού της – τής εαυτής της : και η ζήλεια για τό μουνί (αυτό που ο φρόϋντ, σε μια από τίς πιο άδοξες και δειλές στιγμές του, διέστρεψε και γύρισε τούμπα (αλλά με πόση διαφάνεια) επιστρέφοντάς το στις γυναίκες ως ζήλεια για τόν πούτσο) είναι η μία όψη τής ανασφάλειας που αισθάνεται ο μειονεκτών σε κάτι – ο στερημένος κατά τι : έτσι όμως κυρίως προδίδεται η μνησικακία τού άντρα για τίς γυναίκες : από τό γεγονός ότι (ξέρει από τήν αρχή – από παιδί – πως) επειδή τό σώμα του είναι πολύ φανερό, και δεν μπορεί να κρυφτεί, ακριβώς γι’ αυτό, επειδή κάτι δηλαδή τού κρέμεται και εξέχει πολύ, κάτι τού λείπει : είναι δηλαδή αδύναμος και ευάλωτος εφόσον δεν διαθέτει μ’ άλλα λόγια τή δύναμη τής θέλησής του, με τήν έννοια ότι δεν έχει τή δύναμη να εμφανίζει εκείνος όποτε θελήσει τόν (πραγματικό και κρυφό και μυστικό του) εαυτό : τόν ερωτικό του εαυτό : αντίθετα εκτίθεται μόνιμα, είτε έχει επιθυμία, είτε δεν έχει : διότι εάν μεν έχει επιθυμία τρομάζει με τήν ιδέα ότι μετράνε τό μήκος τής επιθυμίας του (οι άλλοι, οι γυναίκες, συγκρίνουν τό μήκος με άλλα μήκη) κι αν δεν έχει επιθυμία, πάλι τρομάζει με τήν τόσο ορατή έλλειψη επιθυμίας που τόν καταδικάζει να εμφανίζεται ως μικρός : αυτά φυσικά δεν θα αποτελούσαν (εγώ είμαι σίγουρη) κανενός είδους ελάττωμα στον παράδεισο, όπου η εύα (ας τήν πούμε έτσι, η εύα η λίλιθ ήρα ίσιδα αστάρτη αφροδίτη) ήταν ελεύθερη, δεν τίθενταν δηλαδή θέμα εξουσίας – και τά πάντα ήταν απλώς καθαρός και αθώος έρωτας : όταν όμως προέκυψε μέσω τού δηλητηριώδους φιδιού η επιθυμία ανισότητας τότε πρέπει να προέκυψε ακριβώς και η γνώση ότι ο εξουσιαστής ήτανε φύσει (από τόν θεό του ! ) κατώτερος : υποκείμενος δηλαδή σε διαρκή κριτική : κι έτσι ξεκίνησε (λέω τώρα εγώ) τό λαμπρό αυτό φαινόμενο τού μισογυνισμού που μάς πλήττει ακάθεκτος ώς τά σήμερα, και γι’ αυτό και τό μίσος εναντίον τών γυναικών αποτελεί (κι ας μη γίνεται ακόμα, τό ξέρω, ευρέως (ή καθόλου) αποδεκτό) τήν πρωταρχική στιγμή, τό αρχέτυπο δηλαδή (τήν πηγή και τό πρότυπο) κάθε ρατσισμού – και τονίζω : όχι μόνο επειδή είναι ο πρώτος χρονικά ρατσισμός στην ιστορία, ούτε μόνο γιατί ασκείται οριζοντίως από όλους τούς άντρες, όλων δηλαδή τών χρωμάτων τάξεων και φυλών – αλλά κυρίως επειδή είναι ο πιο βαθιά θαμμένος – και ο πιο νομοτελειακά άναρθρος ( : αυτή η ρίζα τού μισογυνισμού όπως τήν αναφέρω ας πούμε, αν ειπωθεί σε μια τυχαία παρέα αντρών θα αντιμετωπιστεί με τήν πιο βίαιη και ακόμα και κανιβαλική κοροϊδία – δηλαδή απώθηση – και συγχρόνως και υπογείως θα επικαλεστεί ακόμα και οίκτο – δοκιμάστε το). (Και τό λέω εγώ, δηλαδή εγώ μπορώ να τό λέω, επειδή θεωρώ εξαρχής τή συζήτηση περί τής αξίας ή απαξίας τού μεγέθους ηλίθια, δεδομένου ότι θεωρώ εξαρχής ότι μεγάλο μέγεθος και μικρό μέγεθος ψυχολογικών ή ηθικών παραμέτρων (τής επιθυμίας ή τού ερωτισμού ας πούμε) δεν μετριέται με τό υποδεκάμετρο – όπως δεν μετριέται η δύναμη και η αποτελεσματικότητα ενός θανάσιμου όπλου με τό μήκος του, γιατί τότε θα ήταν στον αιώνα τόν άπαντα θανασιμότερο όπλο τό μακρύ δόρυ από τό κοντό magnum)

όμως, επειδή όλ’ αυτά δεν (πρέπει να) λέγονται ούτε (να) υπάρχουν, ο άντρας όταν «γίνεται γυναίκα» δεν «προσθέτει μουνί» αλλά «κόβει πέος» – λες και η γυναίκα είναι ακριβώς ευνούχα – όπερ και έδει ακριβώς δείξαι ( : τό ότι στην παράδοση τών μέχρι σήμερα μονοθεϊστών διασώζεται δυστυχώς η προσπάθεια και η πρακτική να τήν ευνουχίζουν και εμπράκτως, δεν αφαιρεί αλλά προσθέτει εγκυρότητα στο επιχείρημα, φαντάζομαι είναι σαφές) : αλλά όλη η προσπάθεια τού πατριαρχικού πολιτισμού είναι κατά βάθος αυτή, να μετατρέψει τό ψέμα σε αλήθεια, να κρύψει τό ελάττωμα και τήν έλλειψη πείθοντας τόν εαυτό του ότι αποτελεί προσόν και προσθήκη : εξού και η αλλοφροσύνη τών αντρών για τό ότι έχουνε αυτό τό πράγμα που είναι διαρκώς εκτεθειμένο, τό μετράνε και τό ξαναμετράνε και πείθουν τόν εαυτό τους ότι είναι και επικίνδυνο όπλο – ο αγώνας είναι να μην ειπωθεί ποτέ ότι τό μεγάλο όπλο είναι αντιθέτως αυτό που όλοι φοβούνται, αυτό στο οποίο ευθέως κιόλας επιτίθενται (όμως απέξω–απέξω κάτι μαύρες φυλές τό παραδέχονται, ότι «αν δεν ευνουχίσουν τίς γυναίκες τους αυτές θα τούς επιτεθούν, θα τούς πλήξουν, ή θα τούς κάνουν (κάποιο μυστηριώδες) κακό (στο κρεβάτι)» : ποτέ δεν προχωράνε παραπέρα να εξηγήσουν τί κακό θα κάνει στο αντρικό μουνί τό γυναικείο μουνί – κι αυτή η αποσιώπηση είναι πιστεύω η πιο εύγλωττη, απ’ όλες τίς αποσιωπήσεις) . Μέσα σ’ αυτή λοιπόν τήν παράδοση τής αντρικής νεύρωσης και τής απώθησης προς τήν αλήθεια τού αρχικού φόβου, η γυναίκα πρέπει να μην διαθέτει ακριβώς τίποτα, γιατί τίποτα πάνω της δεν μετριέται – και εκεί λοιπόν εντάσσεται και η περίφημη μυθολογία τής τρύπας : επειδή οι άντρες φοβούνται ακριβώς αυτό που υπάρχει χωρίς να γίνεται αντικείμενο κριτικής (κανείς δεν ψάχνει μια γυναίκα πόσο τήν έχει μεγάλη) φτάνουν στο σημείο να ευνουχίζουν όλοι (εντάξει, μιλάμε για τήν πλειοψηφία, οι εξαιρέσεις τιμούν τούς ελάχιστους εξαιρετέους) τίς γυναίκες – αν όχι όπως οι αφρικανοί, ή οι ασιάτες, πρακτικά – όμως έναρθρα, ιδεατά, με τή γλώσσα : και αγνοώντας αυτό τό αμέτρητο και μυστικό και παντοδύναμο μουνί πηδάνε κατευθείαν στον κόλπο – και ποιητικότατα (η ποίηση ήταν ανέκαθεν τό στοιχείο τους) τό μετασχηματίζουν σε τρύπα : μ’ άλλα λόγια σε κενό : μ’ άλλα λόγια σε τίποτα.*

 

* τρύπα τό λέει κάπου κι ο σαρτρ (νομίζω σε κάποια του επιστολή στην μπωβουάρ (κάτι ήξερε κι αυτή όταν έλεγε ότι οι γυναίκες ζουν τήν τραγωδία όταν ερωτεύονται άντρες να ερωτεύονται έναν εχθρό)) (παρεμπιπτόντως η ίδια έχει πει και για τόν φροϋδικό «φθόνο τού πέους» πως για κάθε μικρό κοριτσάκι «αυτό τό σωληνάκι που κρέμεται από τ’ αγοράκια μέσα απ’ τό παντελονάκι τους δεν έχει τίποτα τό αξιοζήλευτο, αντιθέτως») αλλά και τρύπες βλέπουν παντού αντί για μουνιά και μερικοί σημερινοί προοδευτικοί μάλιστα άντρες (κι ας συγκαλύπτουν τήν τρύπα ποιητικότατα ως ρουφήχτρα) (τριαρίδης)

επειδή όμως οι εξαιρέσεις είναι η παρηγοριά τού πλανήτη, υπάρχουν (υπήρχαν) και τολμηροί άντρες από παλιά, που δεν έβλεπαν τρύπες (ίσως γιατί δεν ήταν ομοφυλόφιλοι και είχαν ερωτευτεί τίς γυναίκες, ακριβώς επειδή είχαν μουνί, και όχι επειδή δεν είχαν τίποτα)

 

κι έτσι, μ’ αυτό τό τίποτα τώρα, περνάμε πια στο πρώτο μέρος τού θέματος επαρκώς προετοιμασμένοι :

η «παραχώρηση» να δοθεί στη γυναίκα (μεγαλόψυχα) κάτι που δεν έχει ο άντρας γίνεται λοιπόν πλέον πονηρά μόνο μέσω τής τεκνοποιΐας – και αυτό ανήκει χρονικά πιστεύω στην ιστορική περίοδο κατά τήν οποία η γυναίκα ηττάται ως ελεύθερο αυτόνομο και ερωτικό υποκείμενο – δηλαδή σα φύση : είναι όμως επίσης κι η στιγμή τής μεγαλύτερης πονηριάς που επιδεικνύει η «πατριαρχία» ( : γι’ αυτό ακριβώς και τό προηγούμενο καθεστώς εγώ δεν θα τό ’λεγα ποτέ «μητριαρχία» – γιατί εκείνη ήταν μια εποχή κατά τήν οποία η γυναίκα ήταν κατεξοχήν φύση όχι λόγω μητρικής ιδιότητας παρά μόνο λόγω ερωτικής δυναμικής (ωραία βέβαια τά λέει στην Η, αλλά και σε άλλα ο ρεμπώ) – ενώ αντίθετα είναι σαφές ότι ο άντρας έχει εξουσία μόνο από τή στιγμή που υπάρχει οικογένεια, όταν ο ίδιος δηλαδή ασκεί τήν εξουσία τού πατέρα) : είναι όμως και μια πονηριά που αναδεικνύει, αν θες και αντέχεις να δεις, θαυμάσια όλες τίς αντιφάσεις τού ψεύδους που προϋποθέτει : κι έτσι οι θρησκείες (οι μονοθεϊστικές σίγουρα) είναι αναγκασμένες να περιβάλλουν τή δήθεν αγιότητα τής γυναίκας με όλα τά δυνατά παράλογα – στα οποία στηρίζεται κατά κάποιον τρόπο και η όλη αντρική μεταφυσική – με παραλογότερο όλων εκείνη τή επίμονη λυσσαλέα μανία με τήν παρθενία – τήν οποία και εξιδανικεύουν σε βαθμό υστερίας. (Δεν χρειάζεται να μιλήσω εδώ για τό ότι οι άντρες αποσιωπούν μετ’ επιτάσεως τή δική τους παρθενία, σα να ’ναι αυτή η «αρχική» ισότητα τών φύλων στον τομέα τής ερωτικής πράξης κάτι που εξαιρετικά τούς ενοχλεί για να μην πω ότι κυρίως τούς ανησυχεί) ( : καθότι η απειρία προϋποθέτει άτομο χωρίς προηγούμενη γνώση και επομένως ανίκανο να κάνει συγκρίσεις μεγεθών – είναι η μόνη περίπτωση δηλαδή κατά τήν οποία οι γυναίκες στο κρεβάτι είναι σχετικά ακίνδυνες – αν η ίδια εμπειρία μεταφερθεί όμως στους άντρες θα σήμαινε τή νευραλγική εκείνη στιγμή κατά τήν οποία τίθεται υπό αμφισβήτηση η δικιά τους ερωτική συνολική αποτελεσματικότητα, και μάλιστα – εφόσον συνήθως τούς ξεπαρθενεύουν γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας (και πολύ συχνά πουτάνες) μετριέται κιόλας, κρίνεται και ταξινομείται (αυτό τουλάχιστον φοβούνται – δεν φαντάζονται βέβαια ούτε κατά διάνοια ότι μπορεί τό ίδιο να ζουν και οι γυναίκες –). (Ο σταντάλ που η κατανόησή του για τό άλλο φύλο είναι περίπου μοναδική, έχει μια ηρωίδα που για να αποφύγει τήν άχαρη διαδικασία όταν θα πάει με τόν εραστή που τής αρέσει, πληρώνει έναν πλανόδιο να τήν απαλλάξει «από αυτό τό άχρηστο βάρος» – και ο φώκνερ που ακολουθεί, με πολύ πολυπλοκότερους μαιάνδρους βάθους σύνταξης και ανάλυσης, βάζει στη βουή και τό πάθος τόν ερωτευμένο με τήν αδελφή του αδελφό να παραπονιέται εντός του ότι «για κείνην» ο παρθενικός της υμένας δεν ήταν κάτι σπουδαιότερο από μια παρανυχίδα). Εν ολίγοις, ένας άνθρωπος που είναι παρθένος δεν είναι καθόλου ανύπαρκτος – είναι αντιθέτως ένα παιδί, με ένα πολύ πρακτικό πρόβλημα – αυτό τό άχρηστο βιολογικό υπόλοιπο, σαν τίς αμυγδαλές που πρέπει απλώς να τίς βγάλει –

νά που όμως στα ελληνικά (μόνο) είναι σε ευρεία χρήση η λέξη «παρθενογένεση» με νόημα άσχετο εντελώς από τά βιολογικά, αλλά – (κυρίως) και – από τά θρησκευτικά και μεταφυσικά προβλήματα που γεννάει στις θρησκείες τό πρόβλημα τής γέννησης τού θεού τους μόνο από γυναίκα : η λέξη παρθενογένεση στην καθημερινή της χρήση στα ελληνικά δεν έχει καμιά έννοια ιερότητας ή σεβασμού (όσο παράλογος κι αν είναι ο σεβασμός σε μια γυναίκα μόνο εάν γεννήσει χωρίς γαμήσι) : έχει αντίθετα τήν έννοια τού εκ τού μηδενός – για τήν οποία έκφραση οι άλλες γλώσσες (τουλάχιστον απ’ όσο ξέρω οι δυτικοευρωπαϊκές) χρησιμοποιούν τό λατινικό «ex nihilo» : όμως, οι δικοί μας έχουν βρει αυτόν τόν ωραίο τρόπο για να επαναλαμβάνουν και να επιβεβαιώνουν τόν μισογυνισμό τους, περήφανα και απολύτως αθώα (γιατί είναι μια έκφραση που, κι αυτό είναι χαρακτηριστικό, τή χρησιμοποιούν όλοι στην ελλάδα, και άντρες και γυναίκες – με απόλυτη κιόλας αθωότητα) ενώ συγχρόνως επιμένουν να καλύπτουν τά νώτα τους αγνοώντας δήθεν τί λένε.

προσωπικά πρωτοσυνάντησα τήν έκφραση στα γραφτά τής γενιάς τού ’30 όπου – τού σεφέρη πρωτοστατούντος («δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη») – μια παρέα αντρών, μεταξύ μας μάλλον μπούληδων επιπλέον και εξόχως πουριτανών – η αντιπάθειά τους για τόν καβάφη δεν κρύφτηκε ποτέ – μάς έκατσαν και στο σβέρκο ως διανόηση σβήνοντας όποιον δεν τούς ταίριαζε και δημιουργώντας μια παράδοση κριτικού και κοινωνικού ήθους που κρατάει ώς τά σήμερα – φυσικά : ίσως γιατί όντας στη μεγάλη τους πλειοψηφία μηδενικά οι ίδιοι απόφευγαν φαντάζομαι όπως ο διάολος τό λιβάνι τόν όρο εκ τού μηδενός – αλλά μόνο γι’ αυτό ;

η φράση «εκ τού μηδενός» ή ex nihilo έχει μια ιστορία στη φιλοσοφία και προέρχεται από τόν επίκουρο (η ελληνική εκδοχή του – «τίποτα δεν γίνεται από τό τίποτα» είπε ο άνθρωπος) και η λατινική του από τόν λουκρήτιο που μετέφερε τήν περί φύσεως φιλοσοφία τού «δασκάλου του» σε στίχους στα λατινικά, κάνοντας έτσι τό nihil ex nihilo γνωστό και παροιμιώδες (σε όλα τά δυτικοευρωπαϊκά) ( : θα μπορούσαμε βέβαια να τό ’χουμε κάνει κι εμείς παροιμία, και να λέμε «μηδέν εκ τού μηδενός», μια που είμαστε σαν έθνος και αρχαιόπληκτοι : αλλά όχι ! Προκειμένου να βρίσουμε τίς γυναίκες, η αρχαιοπληξία μας έρχεται δεύτερη) : για να παραφράσω κι εγώ ένα άλλο παλιότερο δημοφιλές «κανείς δεν έχασε ποτέ φράγκο στην ελλάδα βρίζοντας και υποτιμώντας γυναίκες». Κι έτσι τούς φαίνεται καθωσπρέπει και μορφωμένο να τσαμπουνάνε κι ένα «δεν υπάρχει παρθενογένεση εδώ» και «δεν υπάρχει παρθενογένεση εκεί» όταν θέλουνε να πούνε ότι τίποτα δεν είναι πρωτότυπο, και δεν μπορεί να είναι, ότι όλα έχουνε προγόνους προκατόχους και προλαλήσαντες και ότι τίποτα δεν προέρχεται από τόν εαυτό του (πολλές φορές δηλαδή για να δικαιολογήσουνε απλώς τό ότι κλέβουν : «όλοι κλέβουνε, όλοι έχουν επηρεαστεί από κάπου, δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη», δηλαδή : τίποτα δεν γίνεται εκ τού μηδενός). Και για να τό κάνω λιανά : τό μηδέν αυτό δεν είναι η παντελής έλλειψη γέννησης : τό μηδέν αυτό είναι η γυναίκα : αυτό ακριβώς εννοούμε όταν λέμε ότι «δεν υπάρχει παρθενογένεση» : ότι η γυναίκα είναι μηδέν – και ποια γυναίκα μάλιστα ; Η πιο ιερή : αυτή που γεννάει χωρίς τόν άντρα, ακριβώς για να τήν αποδεχτεί μ’ αυτόν τόν τρόπο (ο άντρας) ως ιερή.

 

 

εδώ να κάνω αναγκαστικά μια μικρή παρέκβαση για τόν επίκουρο ( : κάπου βρήκα να αποδίδουν τό «μηδέν εκ τού μηδενός» στον (κατά πολύ πρωιμότερο) παρμενίδη (μολονότι αμέσως παρακάτω παραθέτουν τόν λουκρήτιο, δηλαδή τόν επίκουρο…) πράγμα που δείχνει ή κακοήθεια και συνειδητή παραχάραξη, ή τουλάχιστον βλακεία και άγνοια, γιατί ο παρμενίδης (που ακολουθεί τόν πυθαγόρα και ακολουθείται (με σεβασμό) από τόν πλάτωνα) μόνο κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατόν να πει : ο παρμενίδης πίστευε στο μηδέν, και μάλιστα επειδή πίστευε στο μηδέν, τό τοποθετεί αξιολογικά πριν από τό έν (τή μονάδα), πόσο μάλλον που πιστεύει ότι ο θεός προέρχεται από τό μηδέν – μ’ άλλα λόγια ο παρμενίδης διδάσκει τό εντελώς αντίθετο από τό «μηδέν εκ τού μηδενός» (ή nihil ex nihilo) πράγμα βέβαια τελικά άσχετο με τή συζήτηση). Τό λέω μόνο και μόνο για να δείξω ότι με τόν επίκουρο συμβαίνουν αυτά – ό,τι καλύτερο έχει πει συνήθως διαστρέφεται, ή – όπως τώρα – αν είναι πολύ διάσημο – γίνεται προσπάθεια να αποδοθεί σε άλλους μόνο και μόνο ίσως για να μην αναφερθεί τ’ όνομά του

ο επίκουρος πίστευε λοιπόν γενικά ότι απ’ τό τίποτα δεν παράγεται τίποτα : απ’ τό τίποτα δεν γίνεται τίποτα – ακόμα καλύτερα, τό τίποτα δεν υπάρχει καθόλου στη φύση – (Γι’ αυτό και τό τίποτα τού θανάτου είναι μια σχετική έννοια στον επίκουρο (παρ’ όλο που αυτό συνήθως αγνοείται – όπως αγνοείται από τή φυσική του φιλοσοφία και η αναρχική εκείνη απόκλιση, μαζί με τό τυχαίο τής κίνησης τών ατόμων, που κατεδαφίζει τήν ολοκληρωτική αναγκαιότητα : η ύλη για τόν επίκουρο είναι διαρκώς κινούμενη άλλωστε) : «άφθαρτός μοι περιπάτει και ημάς αφθάρτους διανοού» έγραψε σ’ έναν αγαπημένο μαθητή του, με τόν οποίο παλιότερα περπάταγαν μαζί στον κήπο – αλλά γι’ αυτά, και για πολλά άλλα που ειπώθηκαν κι έγιναν σ’ εκείνον τόν κήπο πρέπει να αφιερώσω κάποια φορά επιτέλους χωριστή ανάρτηση – μια που κυρίως εκείνον τόν κήπο κατά τό παρελθόν είχα στο μυαλό μου όταν σκεπτόμουν τό όνομα τού παρόντος). Τίποτα δεν βγαίνει λοιπόν απ’ τό μηδέν : nihil ex nihilo, όπως τό διαιώνισε ο λουκρήτιος : τά πάντα βγαίνουν από τά πάντα, θα μπορούσε να τό πει κανείς αντίστροφα (συναντώντας έτσι, πράγμα απολύτως θεμιτό στον επίκουρο, και τόν πανθεϊσμό τού μπρούνο) : Χρειάζεται μεγάλη δόση επομένως μιζέριας για να κάνει κανείς τό διανοητικό άλμα που περιφέρεται περηφάνως στην ελλάδα, και να εξισώσει τή γυναίκα που γεννάει, με αυτό τό τίποτα – ακόμα κι αν, με βάση τόν αντρικό πουριτανισμό, και τούς υπόγειους ευσεβείς του πόθους, αυτή η γυναίκα γεννήσει χωρίς άντρα – χωρίς έρωτα δηλαδή : είτε έτσι είτε αλλιώς, πάντως, για μια γυναίκα μιλάμε, και χρειάζεται μεγάλη δόση μίσους για να τήν μετατρέψουμε σε μηδέν. Και τόσο μεγάλη μάλιστα που να τό τσαμπουνάνε σ’ αυτή τη χώρα, εντελώς αποενοχοποιημένα κιόλας, σε αγαστή σύμπνοια άντρες και γυναίκες μαζί.

και μην ξεχνάμε ότι τήν ίδια τή στιγμή που ταυτίζουμε τήν έννοια «παρθενογένεση» με τήν έννοια «γέννηση εκ τού μηδενός» διαπράττουμε και τό φιλοσοφικό κατόρθωμα να θεωρούμε ότι ακόμα και μέσα από τήν θεοτοκία της η γυναίκα είναι παρ’ όλ’ αυτά ένα τίποτα – κι έτσι η επικίνδυνη ούτως ή άλλως μεταφυσική αντίφαση λύνεται σχεδόν αμέσως, ταυτόχρονα, με τόν πιο αποτελεσματικό τρόπο – κάνοντας μια κωλοτούμπα δηλαδή προς τόν εαυτό της : η γυναίκα, η αιτία τής αμαρτίας, αποτινάσσει τήν αμαρτία αν αρνηθεί τόν έρωτα – αν φτάσει δηλαδή στην υπερβολή να γεννήσει χωρίς καν γαμήσι : Παρ’ όλ’ αυτά, ένα τίποτα ήτανε και ένα τίποτα θα παραμείνει : Κι έτσι, μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια : Εκτός τής ανέραστης θεότητας (που, έτσι κι αλλιώς τίποτα είναι) όλες οι υπόλοιπες γυναίκες μπορούν ελεύθερα να είναι πουτάνες.

δεν έχω ακούσει μέχρι τώρα όμως καμιά γυναίκα να διαμαρτυρηθεί για αυτή τήν κουτοπόνηρη ύβρη, γι’ αυτό γράφω σεντόνια κι εγώ μολονότι καιρό δεν έχω.

 

 

 

 

 

 

 

σημείωση :
όταν γράφω έτσι, υπερασπίζοντας κατά κάποιον τρόπο τίς γυναίκες, αισθάνομαι εντονότατη τήν ειρωνεία τού να τό κάνει κανείς αυτό σε μια χώρα όπου η πλειοψηφία (και γυναικών και αντρών) περιγράφει γλαφυρά τό αντίθετο κάθε έννοιας απελευθέρωσης ή χειραφέτησης (αλλά και ειρωνείας θα’ πρεπε να πω, και αυτοειρωνείας επίσης) : αλλά ησυχάστε : δεν σκέφτομαι τήν πλειοψηφία τών γυναικών όταν υπερασπίζομαι γενικά τίς γυναίκες : ας πούμε εγώ τώρα αυτή τήν εποχή σκέφτομαι κυρίως αυτές τίς κούρδισσες που θυσιάζονται στο αντάρτικό τους – ξέρουν άραγε τί τίς περιμένει (τί ανύπαρκτο ευχαριστώ τίς περιμένει) όταν με τό καλό νικήσουν, επέλθη ειρήνη, τελειώσει ο πόλεμος, και ξαναγυρίσουν στην κουζίνα τους ; – εδώ τό είδαμε, φοβάμαι ότι θα τό δούνε κι αυτές – δυστυχώς

δεν βρήκα τό σχετικό βίντεο (με τήν υπεράσπιση τού ευνουχισμού από αφρικανούς άντρες) – υποψιάζομαι ότι ή εγώ δεν ψάχνω καλά ή για λόγους πολιτικής ορθότητας προωθούνται πλέον μόνο τά βίντεα εναντίον τής «πρακτικής» – πάντως τό μόνο κάπως σχετικό με αυτά που λέω είναι αυτό, στο οποίο βρίσκεται και μια ωραιότατη μαρτυρία (από γυναίκα) περί τού μηδενός τών γυναικών στο 2.20΄ (ταιριάζει γάντι με τήν ανάρτηση όμως τό βρήκα τυχαία) και δυο άλλες ενδιαφέρουσες προτάσεις (στο 4΄ και στο 6.45΄)

εικόνες :
από πάνω : picasso και χρήστος κούρτογλου (τόν οποίο ευχαριστώ για τήν άδεια) collages 11 // picasso διάφορα (τό τρίτο σχέδιο λέγεται δύο γυμνά με μια γάτα) // gustave cοurbet η καταγωγή τού κόσμου (με δικιά μου χρωματική επεξεργασία) // και κάτω (πάλι με μια χρωματική επεξεργασία, από αρχαιοελληνικό αγγείο) : γυναίκα ποτίζει περιχαρής φαλλούς να μεγαλώσουν και να πληθύνουν (η αρχαϊκή εποχή βρίσκεται πολύ κοντά στην προκατακλυσμιαία περίοδο κατά τήν οποία ο γυναικείος ερωτισμός είναι ενεργητικός, σχεδόν επιθετικός, και χωρίς ενοχές)

 

 

 

 

 

 

 

3 Ιουνίου 2013

ελένη βακαλό

.

.

.

. 

φυτική αγωγή

I

Τά φυτά έχουν άλλη απ’ τών ανθρώπων τήν αγωγή
Ότι δεν κινούνται δεν είναι μοναδικό
Ούτε πως δεν αυτοκτονούν
Τά φυτά είναι μονίμως επαναστατικά
Σκεφτείτε πως τήν ώρα τού φεγγαριού αυξάνουνε τά φυτά

.

VII

Ποιες συνήθειες τών φυτών μέ τρομάζουν :
Στα ξερά τά κλαδιά όταν σκάνε τά μάτια
διπλωμένα είναι μέσα τους ένα ένα τά πράσινα φύλλα
– Ίσως είναι γι’ αυτό που δεν ξέρεις τά φυτά αν πεθαίνουν στ’ αλήθεια –
γιατί ένα κλωνάρι καινούργιο
γερό
που ανθίζει
πετάει απ’ τήν ίδια τή ρίζα
και τή θέση τού κορμού που μαραίνεται παίρνει
πάλι είναι φυτά πριν πεθάνουν ο σπόρος τους πέφτει
στην κατάλληλη εποχή θα τά δεις να φυτρώνουν
ή η ρίζα τους μένει
πιο πολλά που γεμίζουνε τότε τόν επόμενο χρόνο μάς δίνει

Η αντοχή τών φυτών μέ ξαφνιάζει
Μερικά με τή ρίζα περνούν προχωρώντας στα θεμέλια
Απ’ τόν κήπο στο πλάϊ
Μία λεύκα μάς φύτρωσε έτσι κι’ είναι τώρα μεγάλη
Τά φυτά δεν τά ορίζεις
Τά κλαδεύεις μονάχα όταν πρέπει
Τί φυτά που απλά τά νομίζουμε όλοι

 

IX

Συνεχίζω περνώντας τό τοπείο τών κάκτων
Στον τόπο εκείνον σήπεται
Στερημένος διεισδύσεως
Κι’ επιμονής· διεισδύσεως προς τήν άνοδο
Τόν χώρο αναπνοής
Απ’ τό πλήθος τών άλλων
Απλώς μεγαλώνοντας να ζητήσει
Σε ανάστημα σώματος
Που χωρίς τούς χυμούς ελάχιστο έχει μείνει
Ο κάκτος
Πιο μαλακός κι’ ευπρόσιτος έχει γίνει

Στα ερπετά περισσότερο μοιάζουν

.

.

η έννοια τών τυφλών

VIII

γνωριμία απ’ τούς ίσκιους

– ή στη μεγάλη αυλή –

Γύρω μου σαν καθόμουνα στην αυλή κι απ’ τούς ίσκιους σημάδια
αγνώριστα ένα–ένα πετούσαν δεν ήξερες ποιο κι από πού
πολύς θόρυβος ξαφνικά σα να είχανε όλα μαζί σηκωθεί, απ’ τά
χέρια, τούς ώμους μου, φεύγοντας
τά ζευγάρια τών άλλων πουλιών μες στο πλήθος τους άγγιζαν φτε–
ρουγίζοντας

Ήταν πάντοτε βράδυ κι ήταν πάντοτε ανήσυχα πρώτα πριν να
πέσει τό φως
Και φανέρωναν τότε μόλις για μια στιγμή σα μια πεδιάδα με ήλιο
ξανά, ανάμεσά της για να περνούν
τά ζευγάρια που πέταξαν, τά σημάδια τών ίσκιων ένα σχήμα κινήσεως
γνωρίζοντας
– αυτά που είχαν
φύγει απ’ τή νύχτα και τά άλλα που έκρυβα σε χιλιάδες φωλιές με
δροσιά –
εκείνα τά ερωτευμένα παιδιά μες στον ίσκιο τους ακουμπώντας τόν
ίδιο καθώς ένα σάλεμα τά παιρνε φεύγοντας
για τούς κόκκινους λόφους που κάπου κλείνουν τή γη

.

.

Ο τρόπος να κινδυνεύομε είναι ο τρόπος μας σαν ποιητές

Σε όλο τό χώρο μου έρχονταν τόσο πολλά. Κι η κυριαρχία τών νέων
δεχόταν απότομα, γρήγορα να περνά τή σκιά τους αφού είχαν
μακρύνει προτύτερα αυτά, τά ηλιόλουστα στο τοπίο τής πτήσης
και στο σώμα τους σκοτεινά

Σ’ αυτό τό δέντρο που χρόνια καθόμουν τόν ήχο του ν’ ανεβαίνει τόν
άκουγα, τόν περίμενα ν’ ακουστεί

Όσα γινήκαν φωνές και τ’ άλλα σιωπή
Θυμηθείτε το αυτό όταν μέ διέτρεχε η σκιά

Εγώ δεν είχα ποτέ μου πολλές άλλες φωνές

Μέσα σε όνειρο βαθύ που βλέπει όνειρο άλλο

.

.

.

δεν έχω τά βιβλία της κοντά μου αυτή τή στιγμή – ό,τι πήρα, τά πήρα από εδώ

.

.

.

και βέβαια δεν θα ασχοληθώ ούτε σήμερα με τό (ηλίθιο εθνικοπρεπές) λυντσάρισμα εναντίον γυναίκας (που συνεχίζεται για χρόνια, αμείωτο, ξεδιάντροπο, ανερυθρίαστο) από ιθαγενείς που σα να λυσσάνε γιατί υπάρχει στη χώρα άνθρωπος, και μάλιστα γυναίκα, με τή γενναιότητα να λέει τή γνώμη της με βάση τήν επιστημoνική της (και κάθε άλλη) τιμιότητα… γιατί από τήν άλλη, οι ιθαγενείς επιμένουνε στα παραμύθια κι είναι και περήφανοι : τά είπε όμως καλά νομίζω για τή μαρία ρεπούση εδώ ο landstreicher

αλλά μή βιαστεί κανείς να πει πως η ταυτόχρονη εκ μέρους μου συζήτηση περί τών δύο τώρα γυναικών – τής μιας που ασχολήθηκε με τή ζωγραφική και τήν ποίηση, και τής άλλης που ασχολείται με τήν πολιτική και τήν ιστορία – είναι αυθαίρετη και άκυρη και άσχετη, γιατί δεν είναι : τό ξέρω και τό έχω δει κι από κοντά τό πώς ένδοξοι εικαστικοί ιθαγενείς κοροϊδεύανε τήν ελένη βακαλό εν χορώ για τίς ακαταλαβίστικες (και επομένως άκυρες) εικαστικές της απόψεις (τίς θαυμάσιες κριτικές της) με όλο τό άρωμα τής αντρικής μνησικακίας μοχθηρίας και μισογυνισμού που έκρυβε τότε αυτό επίσης. Κι αν η ίδια επέζησε με ένα κύρος στον χώρο μόνο τών ποιητών ήτανε λόγω τών διαπροσωπικών της σχέσεων, νομίζω – όπως νομίζω ότι δεν είναι καθόλου σίγουρο πως τό κύρος τής μαρίας ρεπούση στον χώρο τών ιστορικών θα τήν βοηθήσει να επιζήσει και στον άλλον, τής πολιτικής, επίσης

η ίδια η ελένη βακαλό έχει πει βέβαια για μια άσχετη περίπτωση (που είναι και τό πιο γνωστό της ποίημα) :

Θα σάς πω πώς έγινε
Έτσι είναι η σειρά

Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε

Τόσο πολύ λυπήθηκε
Που ύστερα φοβήθηκε

Πριν κοντά του να πλησιάσει για να σκύψει να τόν πιάσει,
σκέφτηκε καλύτερα

Τί τά θες τί τά γυρεύεις

Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω, να
ψυχοπονέσει τόν καημένο.

Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τόν έχω δει

Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε

Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει ;
Και καλά τού κάνουνε αφού ήθελε να παίξει με τούς άρχοντες

Άρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά

Αρχή τού παραμυθιού καλημέρα σας 

.

.

.

διαδικτυωμένα ποιήματά της υπάρχουν εδώ, εδώ, εδώ,
εδώ, και εδώ 

ένα βίντεο με τήν ίδια να μιλάει για τόν εξπρεσιονισμό στη
ζωγραφική, με αφορμή τόν μπουζιάνη, εδώ (από τό 4:14΄)

βιογραφικό και κριτικό σημείωμα εδώ

σελίδα με δύο βίντεα από τό 2ο διεθνές συμπόσιο τό
αφιερωμένο στη μνήμη και τό έργο της εδώ

εδώ στοιχεία και βιβλία

.

.

14 Μαΐου 2013

η πίπα ο πάγκος και τό παγκάκι

.

.

.

.

1 η πίπα και ο πάγκος

   τίς λυπάμαι τίς μεγάλες γυναίκες : άρχισα δηλαδή να τίς λυπάμαι όλες ανεξαιρέτως, από μια εποχή και μετά : κάποτε τίς συχαινόμουνα γιατί μού δημιουργούσαν προβλήματα, ήταν αυτές που είχαν τή μεγαλύτερη ζηλοφθονία και κακία για τή ζωή που (όπως έλεγαν) έκανα, αυτές που, ακόμη κι αν κάποιοι άντρες τής ηλικίας τους ενίοτε μπορεί και να μέ (κατ’ εξαίρεση) συμπαθούσαν, αυτές θα μέ έβλεπαν πάντοτε μέσα απ’ τό πρίσμα τής δικής τους στέρησης, με μίσος σχεδόν – και σίγουρα με αντιπαλότητα : καρφωμένες δηλαδή στον πάγκο τής (ελάχιστης) εξουσίας που τούς παραχωρούσε τό σύστημα στο οποίο είχαν επενδύσει και καταθέσει τή ζωή τους και τό σώμα τους και τό μυαλό τους, όλα ολόκληρα : κολλημένες στον πάγκο τής (μηδαμινής) εξουσίας που τούς είχε παραχωρηθεί με βάση τήν τρέχουσα αντρική ηθική – που τήν είχαν καταπιεί (και τήν είχαν πραγματοποιήσει (σε βάρος τής ζωής τους)) ολόκληρη : τίς έβλεπα με οίκτο αλλά επειδή μέ ενοχλούσαν τίς συχαινόμουνα. Ήταν άλλωστε και θέμα αυτοσυντήρησης να υπερασπίζομαι τήν κατάργηση τής ηθικής που τίς είχε σκλαβώσει – έβλεπα τά χάλια τους – έβλεπα μια ζωή χωρίς έρωτα γεμάτη ιδεοληψίες, θρησκοληψίες, και μίσος : όταν ήμουν μικρή, με βάση τή δύναμη που είχαν όλες οι μεγάλες γυναίκες στην οικογένεια στον δρόμο στην κοινωνία ολόκληρη, με βάση τήν αρραγή ενότητα ηθικής που μέ έπνιγε αλλά ήμουν ανίκανη να κάνω οτιδήποτε εναντίον τους, σαν παιδί αβοήθητη και καθισμένη στον πάγκο τού κατηγορούμενου μονίμως, ανυπεράσπιστη απέναντι στον πάγκο τής εξουσίας τού σύμπαντος κόσμου, ανταπόδιδα τό μίσος με μίσος : έφαγε η μούρη μου χώμα κατά τό κοινώς λεγόμενο, μεγάλωσα, και αυτές σιγά–σιγά έπαψαν να έχουν οποιαδήποτε δύναμη εναντίον μου : άλλαξε τότε αδιόρατα και πονηρά η συμπεριφορά τους – πονηριά οι άνθρωποι διαθέτουν έτσι κι αλλιώς – και από δεικτικές έγιναν σχεδόν ικετευτικές : εκλιπαρούσαν τώρα τήν κατανόησή μου παμπόνηρα : τήν απόκτησαν, τούς τήν έδωσα, σιγά–σιγά : σε ακραίες περιπτώσεις έβγαινε πάλι τό μίσος τους στην επιφάνεια – τό μίσος δεν εξαφανίζεται αν έχει καλούς λόγους να ’χει σχηματιστεί – απλώς θάβεται ή κρύβεται : κι όταν ξεθαβόταν έτσι άτσαλα, τότε έβγαινε και η παλιά δικιά μου αηδία πάλι : αλλά σε γενικές γραμμές τίς καταλάβαινα – τίς καταλάβαινα τόσο όσο δεν κατάλαβαν ποτέ οι ίδιες τόν εαυτό τους ( : υπήρξαν φυσικά και γυναίκες που είχαν επιδιώξει τόν έρωτα τήν ελευθερία ή τήν τέχνη στη ζωή τους – ήταν λίγες αλλά η ιδέα τους μέ στήριζε – η όψη τους ήταν μια ανάμνηση παρηγοριάς – γιατί  βρίσκονταν μακριά κατά κανόνα πάντα πάντως). Άρχισα να μπορώ και να μιλάω μαζί τους – μανία μου ήταν άλλωστε αυτό, τό να μαζεύω ιστορίες – άρχισα να μπορώ να τίς ακούω και να μην εκνευρίζομαι τόσο από τό γεγονός ότι αυτές δεν ήταν σε θέση να μέ ακούνε – κι αν κατά λάθος μέ ακούγανε, έβγαινε πάλι τό ίδιο παλιό μίσος : δεν μέ πείραζε τόσο τώρα : αυτός ο πάγκος, αυτή η ελάχιστη εξουσία που τούς είχε παραδοθεί (να ελέγχουν τή ζωή τών άλλων γυναικών, να φροντίσουν να μη γίνει καμιά τους ευτυχισμένη, να επιβεβαιώσουν τή διαιώνιση τής σκλαβιάς που αυτές τίς ρήμαξε και τίς έθαψε εν ζωή) είχε φαγωθεί είχε σαπίσει είχε γεμίσει σκουλήκια : δεν μ’ ένοιαζε και τόσο που δεν μ’ ακούγανε, είχα αποκτήσει υπομονή και κατανόηση, τό θεωρούσα σχεδόν φυσικό : άκουγα εγώ αυτές ( : και τό κυριότερο : άκουγα τή σιωπή γύρω τους, μια που κανένας ποτέ δεν φαινόταν να τίς είχε ακούσει : χωρίς να τό καταλάβω άρχισα να μισώ περισσότερο τούς άλλους (ακόμα κι εκείνους τούς άντρες που είχαν δείξει πάντα μια επιείκεια προς τή δικιά μου ηθική, ίσως φυσικά ιδιοτελώς) εκείνους τούς άντρες που με τή σιωπή τους έκαναν τή ζωή αυτών τών γυναικών (που μού είχαν κάνει εμένα τή ζωή τόσο δύσκολη) τελείως ανύπαρκτη, που τή σκότωναν πριν πεθάνει και τήν έθαβαν πριν ταφεί (ακυρώνοντας έτσι, θάβοντας στη σιωπή, και τό χειρότερο (σημαντικότερο από μια άποψη) κομμάτι και τής δικής μου ζωής) κι αυτή ήταν η απόλυτη επιτυχία τού όλου συστήματος : η ζωή τόσο εκεινών, όσο και η δικιά μου, να βυθιστεί, στα πιο καίρια σημεία της, εκείνα τά υπόγεια τά ανεπίτρεπτα τά παράνομα ή τά άφωνα, εντελώς στη σιωπή : ήταν λόγοι συμφέροντος : οι εχθροί μου έπρεπε να υπάρχουν ειδαλλιώς δεν υπήρχε ούτε η ζωή που τούς είχε αντιταχθεί.

   αρχές δεκαετίας τού ογδόντα βρέθηκα να μιλάω με μια κυρία τέτοιου είδους, πολύ καθωσπρέπει, που έμενε στην περιοχή τού άγιου παντελεήμονα (άγνωστη λίγο–πολύ τότε αν και εγώ τήν ήξερα πολύ καλά) και τήν άκουσα να μού διηγείται με αδέξια ντροπαλοσύνη (η πολύ αμήχανη αυτή ντροπαλοσύνη συνοδευόταν κι από μια διστακτική απόχρωση αποτυχημένου μοντερνισμού αλλά και έντρομης τόλμης) ένα φριχτό ανέκδοτο, ένα γεγονός δηλαδή που είχε συμβεί σ’ εκείνη τή γειτονιά (που τότε δεν είχε ίχνος αλλοεθνή, όπως κι όλη η ελλάδα κατά μεγάλο μέρος της, τότε) σε κάτι γνωστές της (πολύ μεγάλης ηλικίας γυναίκες κι αυτές, και μάλλον πέραν τού συνήθους θρήσκες : τίς θυμάμαι αμυδρά να τίς σκέφτομαι πάντα στα μαύρα και με μαύρα μαντήλια κιόλας στο κεφάλι – πράγμα που δεν είναι και απόλυτα σίγουρο ότι φορούσαν πραγματικά – μάλλον ήταν ντυμένες αστικά, στα μαύρα, και με τίς μαύρες τσαντούλες στο χέρι (ήταν κάτι σαν αδελφές νομίζω, ή ίσως φίλες, γεροντοκόρες πάντως (γυναίκες δηλαδή που δεν είχαν κάνει ποτέ έρωτα στη ζωή τους, αυτό τό είδος καθημαγμένων ερειπίων, με μια ασαφή και παντελώς άγνωστη εσωτερική ζωή, με μια εσωτερική ζωή αφανή ανάκουστη ανύπαρκτη – ανεπεξέργαστη ακόμα και για τίς ίδιες))) : αυτήν τήν ιστορία επειδή δεν τήν ξέχασα (δεν τα κατάφερα) ποτέ (και μού ’ρχόταν μάλιστα κατά διαστήματα πώς να τό πω, και σαν εφιάλτης, ακόμα και στα όνειρά μου που λέει ο λόγος) προβληματίστηκα πάρα πολύ με ποιον τρόπο θα μπορούσε να τήν γράψει κανείς σε βιβλίο : και σχεδόν πάντα, συνέχεια, ο μόνος συγγραφέας που μού ’ρχόταν στο μυαλό σα βοηθός και μπούσουλας ήταν ο χένρυ τζαίημς (και όχι η τζαίην ώστιν όπως θα μπορούσε κάποιος αρχικά και λογικά να υποθέσει : όχι η θεία τζαίην όπως ούτε κι ο θείος σαίξπηρ εξάλλου – εξαιτίας ακριβώς, ή μάλλον, τού ακραιφνώς σεξουαλικού λεξιλόγιου που θα ’πρεπε να επιστρατέψει αναγκαστικά κανείς, μολονότι η επίμονη εσωτερικότητα που απαιτούσε η αφήγηση κατάγεται και υπάγεται και ανήκει ασυζητητί και στους δύο) : ο χένρυ τζαίημς μάλιστα ίσως εξαιτίας τής «κληρονόμου» του (όπως μάθαμε να λέμε τό washington square του) που έχει να κάνει με μια εντέλει γεροντοκόρη – όπως θα ’λεγε με τό δικό της λεξιλόγιο και η κυρία που μού μίλησε – αλλά νομίζω μάλλον κυρίως εξαιτίας τής απίστευτης ικανότητάς του να εμπλέκει ανθρώπους διαφορετικής κουλτούρας και ήθους με τόν πιο αυτονόητο αποτελεσματικό ήπιο και ταυτόχρονα εφιαλτικό τρόπο : δεν έχω καταφέρει ακόμα να μπορέσω να τό περιγράψω, τό λέω εν συντομία λοιπόν τώρα ως εξής :

   μού λέει η συμπαθής κυρία : εκεί που περπατούσαν στο δρόμο προχτές τή νύχτα (γυρίζοντας δεν ξέρω από πού) τίς σταμάτησαν δύο νέα παιδιά και τούς βουτήξαν τίς τσάντες : κατατρόμαξαν οι κακομοίρες και δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα ούτε ν’ αντισταθούν (και ήταν τά μοναδικά τους λεφτά εκειμέσα μού είπανε – η μια νομίζω παίρνει σύνταξη απ’ τόν πατέρα της ή τόν αδελφό της κι η άλλη δεν θυμάμαι από πού) : καταλαβαίνεις δυο γριές γυναίκες τώρα – τί να κάνουν – τίς σπρώξαν τίς βουτήξαν και τούς πήραν τίς τσάντες : τρόμαξαν, κατατρόμαξαν, βάλαν ίσως λίγο τά κλάματα (δεν θυμάμαι τώρα) αυτοί οι αλήτες τούς έδωσαν καμιά μπουνιά και σφαλιάρα ίσως (δεν θυμάμαι τώρα) πάντως τίς βρίσαν γέλασαν και τίς κορόϊδεψαν, τίς λέγαν συνέχεια κωλόγριες, ή σκέτο γριές. Καταλαβαίνεις οι καημένες τρομάρα που πήρανε, δεν ήταν μόνο που χάσαν τά λεφτά, στεκόντουσαν εκεί έντρομες μπροστά στα παλιόπαιδα και φοβόντουσαν μην τίς σκοτώσουνε κιόλας (ήταν πιασμένες κι απ’ τό χέρι, σκέφτηκα εγώ όπως είμαστε με τίς φίλες μας στο δημοτικό) και τσιμουδιά, δεν μιλάγαν καθόλου, δεν είπανε τίποτα. Αλλά τά παλιόπαιδα δεν φύγανε, βάλαν τά λεφτά στην τσέπη και ύστερα τίς είπαν να γονατίσουν, κι αυτές γονάτισαν τί να κάνουν γονάτισαν υπάκουα στο πεζοδρόμιο μπροστά στα πόδια τους, κι αυτοί τότε άνοιξαν τά παντελόνια τους και τίς είπαν να κάνουν, ξέρεις τί, με τό στόμα να τούς κάνουν… (Ξέραν τί να τούς κάνουν ; είπα εγώ. Δεν ξέραν είπε, πού να ξέρουν, αλλά αυτοί τούς δείξανε, τούς είπαν «στο στόμα σου, βάλτο στο στόμα σου και ρούφα»). Και οι καημένες τό κάναν κι αυτό, τί να κάνουνε (γελάκι από τήν κυρία – είναι χήρα, υπήρξε έγγαμος, αυτή ακόμα κι αν δεν τό ’κανε ποτέ στον άντρα της, τό ξέρει τουλάχιστον –) (Και έγινε όλο αυτό στον δρόμο ; (είπα αφελώς εγώ) δεν φοβόντουσαν μην τούς δει κανείς ; Δεν φοβόντουσαν όπως φαίνεται τά παλιόπαιδα είπε (ή ήταν ξελιγωμένα για τσιμπούκι είπα από μέσα μου εγώ) και έτσι γονατίσαν οι καημένες και άνοιξαν τό στόμα (διστάζει αν πρέπει να γελάσει) και τό έβαλαν μέσα, ξέρεις… και τό έκαναν (γελάει λίγο πιο ελεύθερα) και ύστερα έφυγαν και έμειναν αυτές στο πεζοδρόμιο γονατισμένες και ύστερα σηκώθηκαν, βοήθησαν η μια τήν άλλη να σηκωθεί, και κοιτάχτηκαν (ή δεν κοιτάχτηκαν, είπα μέσα μου εγώ) και σκύψαν τό κεφάλι και συνέχισαν καταλαβαίνεις να πάνε σπίτι (και τό έμαθε χτες από τό τηλέφωνο η τάδε, δηλαδή αναγκάστηκαν και τό είπαν επειδή ήταν τά λεφτά στη μέση και μετά σιγά–σιγά είπαν και τό άλλο) (πήγαν σπίτι τους μάλλον χωρίς να κοιτάζονται, είπα μέσα μου εγώ) (αν μού συνέβαινε εμένα θα ασχολιόμουνα με τό ότι αυτά τά βρωμόπαιδα τά λιμασμένα για τσιμπούκι θα ήταν άπλυτα και θα πρέπει να βρώμαγε η ψωλή τους, αλλά γι’ αυτές τίς δύο τό πρόβλημα πρέπει να ’ταν τελείως διαφορετικό σκεφτόμουνα, και αυτό ήταν που μού φαινότανε εφιαλτικό γιατί αυτό κατά πάσα πιθανότητα αποτέλεσε στο σχεδόν τέλειο τέλος τής στερημένης ζωής τους τήν πρώτη πραγματική γνωριμία με σωματικό και πραγματικό έρωτα (γιατί σκέφτηκα αυτές οι γυναίκες μέσα σ’ όλη τή φριχτή υστερία τους έχουν ζήσει τουλάχιστον μια ομορφιά, έχουν εξιδανικεύσει απόλυτα τήν ψυχή και τό σώμα τού ανύπαρκτου άλλου, εξιδανικεύουν ανενόχλητες και τά αισθήματα και τό μυαλό εκείνου που δεν φάνηκε ή φάνηκε και τόν απόρριψαν και έχουν ηρωοποιήσει τό μηδέν που δεν χάρηκαν (και ξαφνικά, λίγο πριν πεθάνουν, βρίσκονται μπροστά στην βρώμικη ψωλίτσα τού λιμασμένου για οποιοδήποτε γελοίο τσιμπούκι τού οποιουδήποτε πεινασμένου βρωμύλου και είναι αναγκασμένες να αναθεωρήσουν στο παραπέντε εκεί που δεν χωράει αναθεώρηση γιατί δεν χωράει ούτε επαναδιαπραγμάτευση ούτε συγχώρεση ούτε τιμωρία)))

   αυτή η εσωτερική ζωή που η όποια γελοία κερδισμένη ισορροπία της καταρρέει από μια βρώμικη λιμασμένη ελληνική περήφανη μικροψωλή μέ εκνεύρισε επειδή τήν είδα (στην πραγματικότητα τήν άκουσα) να καταρρέει με τέτοιο ταπεινωτικό τρόπο – στην ιστορία, τήν επίσημη ιστορία τών αντρών και τών αειθαλών πολέμων τους, τέτοιες ταπεινωτικές καταρρεύσεις ισοδυναμούν με ηρωισμούς και δάφνες και χρυσές σελίδες (ας θυμηθούμε τό μανιάκι) λοιπόν κατάληξα ότι μέ εκνεύρισε που αυτή η ταπεινωτική κατάρρευση δεν εξισώθηκε ποτέ με τίποτα, και δεν μπορούσε να εξισωθεί : τό ότι άντεξαν τήν ξυνίλα, τό ότι έφτυσαν ίσως φοβισμένες και στα κρυφά παραδίπλα, τό ότι σηκώθηκαν και τούς τρέχανε κάτι υγρά απ’ τό στόμα και τά σκούπισαν κρυφά η μια απ’ τήν άλλη (πώς άραγε ; με τό μανίκι ή βγάλαν κάνα μαντηλάκι ; ) τό ότι γύρισαν σπίτι με τά κεφάλια σκυμμένα και δεν ήταν τό ότι έμειναν άφραγκες και τό τί θα τρώγανε αύριο που τίς ένοιαζε τόσο, όσο τό ότι δεν είχαν λέξεις να μιλήσουν γι’ αυτή τήν ξυνίλα, κι ίσως τό ότι η μία απ’ τίς δύο μίλησε από τό τηλέφωνο τελικά (κι η άλλη ίσως τήν άκουγε καθισμένη απέναντι, με κείνη τήν καταρρακωτική περιέργεια τού τί λέξη θα χρησιμοποιήσει, μήπως ήξερε η άλλη λοιπόν τί λέξη υπάρχει γι’ αυτό ; ) και με τί αφάνταστη ταπείνωση και συντριβή παραδέχεσαι (από μέσα σου : η φαντασία μου δεν φτάνει να τίς βλέπει να τό λεν δυνατά) ότι έχει ενδιαφέρον αυτό τό πράγμα αν γινόταν μ’ αυτόν που αγάπησαν κάποτε και δεν θα μπορέσουν ποτέ να τό ζήσουν με τέτοιο όρο γιατί σε πέντε χρόνια θα πεθάνουν (τό ξέρουν, τό υπολογίζουν περίπου (και δεν υπάρχει περίπτωση να βρουν άντρα τώρα να τό κάνουν με όρους αγάπης ή καύλας γιατί δεν υπάρχουν άντρες στην ηλικία τους διαθέσιμοι αλλά ούτε μπορντέλα, έστω φτηνά μπορντέλα για γυναίκες να πάνε να δουν – και ο πόνος που έρχεται ξαφνικός και ξεπερνάει τήν ταπείνωση τής βίας και τού γονατίσματος είναι τό σφάξιμο στην καρδιά από τήν ανήλεη ήττα τής σιωπής τής ανυπαρξίας και τής αφωνίας τών πράξεων και τών λέξεών τους))

   και τό ότι αυτά δεν πρόκειται να υπάρξουν σε καμιά ιστορία ήταν τό κομμάτι τού εφιάλτη που μ’ απασχόλησε, τό ότι κανείς δεν πρόκειται ν’ ασχοληθεί με τό πώς (σηκώθηκαν κι έφυγαν, με τό πώς σχεδόν δεν μίλησαν για τή γεύση τού βρώμικου υγρού που για μια στιγμή τίς τρόμαξε καθώς τό πήραν σίγουρα για κάτουρο, για τό πώς) θα πάρουν μαζί τους στον τάφο τήν ξυνίλα τής τελειωτικής περιφρόνησης τού σύμπαντος για τό ματαιωμένο αλλά όχι ανύπαρκτο ακόμα στόμα και όνειρο και σώμα : όλοι μπορεί ν’ ασχοληθούν με τά λεφτά που τούς πήρανε, αλλά για τήν καταρρακωτική βρωμοψωλή τό πεινασμένο σκουλήκι που τρώει και τήν τελευταία ομορφιά τής διά βίου στέρησης κι ονείρωξης δεν θα γίνει ποτέ λόγος : αυτή η διά βίου στέρηση πρέπει να υπάρξει (ασφαλώς και πρέπει, ήταν υποχρεωτική για κάτι αιώνες) αλλά δεν πρέπει να τήν συμπονέσουμε ούτε να τήν αναλύσουμε ούτε να τήν δούμε ούτε να τήν ακούσουμε ούτε να τήν μυρίσουμε : σχεδόν δεν έχουμε λόγια γι’ αυτήν : θα προκαλέσει οίκτο, ακόμα και κοροϊδίες, αλλά δεν θα επισύρει ποτέ κατανόηση :

   εξαυτού άρχισε κυρίως να μέ ενοχλεί τό οποιοδήποτε δείγμα αδιαφορίας προς αυτά τώρα επιπλέον τά άηχα : άρχισα να τό παίρνω απόφαση ότι τά άηχα δεν αφορούν μόνο δηλαδή τά παιδιά που στέκονται μπροστά στους μεγάλους άντρες και τίς μεγάλες γυναίκες ούτε μόνο τίς μεγάλες γυναίκες που στέκονται μπροστά στους μεγάλους άντρες σαν μικρά κοριτσάκια (μπροστά στους μεγάλους άντρες και τίς άλλες μεγάλες γυναίκες που τούς κάνουν τή ζωή δύσκολη όπως τό ξέρω καλά) αλλά κι αυτές που περισσότερο απ’ όλες ποτέ μου δεν χώνευα, αυτές που κυρίως δεν χώνευα πια, δηλαδή τίς γριές : αλλά ούτε τά μικρά κοριτσάκια, ούτε οι μεγάλες γυναίκες, ούτε καν οι γριές υπήρχαν εδώ που τά λέμε και πριν καν ποτέ : και όταν ξύπνησαν οι σοφοί τών κομμάτων και γίναν ευαίσθητοι άρχισαν να υπάρχουν πάλι άντρες μόνο φτωχοί και άθλιοι και ξένοι αλλά άντρες μόνο, και τά πάθη τους μόνο, και που καλό και προοδευτικό είναι να τούς λυπηθείς για τά πάθη τους μόνο, αλλά εκείνες δεν φαινόντουσαν πάλι και δεν ακουγόντουσαν πάλι παρά μόνο αν ήταν να πνιγούν στις βάρκες για να τίς λυπηθούνε μετά ως νεκρές ή ετοιμοθάνατες ή ανύπαρκτες ή άφωνες, όπως κι εκείνες που κυκλοφορούσαν εξάλλου με τή μαντήλα είτε εδώ είτε στο βερολίνο ενώ οι άντρες τους που είχαν έρθει στον γενναίο και μοντέρνο μας κόσμο δοκίμαζαν ελεύθερα και κάνα τσιμπούκι απ’ αυτά που στην πατρίδα τους μπορεί και δύσκολα νά ’βρισκαν, και να βλέπω μετά μανίας εκείνες τίς άλλες τίς ντόπιες να κυκλοφορούνε με τή μαντήλα στα βόρεια ενώ κανένας δεν νοιάζεται και τά κόμματα όταν (καταδεχτούν να) μιλήσουν γι’ αυτές να τίς βάζουν ξανά τελευταίες στη σειρά και με (τί εφευρετικό) τόν όρο τόν τιμητικό ως πολύ μειονότητες, και να τίς αναγνωρίσουν πάλι όταν ξανά τούς συμφέρει σαν τό μισό τ’ ουρανού : γιατί έχουν υπάρξει και μαοϊκοί και αριστεροί κάθε είδους και άντρες περήφανοι κι έξυπνοι, κι έτοιμοι για τόν πάγκο τής εξουσίας τους ξανά και ξανά

 

2 ο πάγκος και τό παγκάκι

   τήν κυρία δημουλά ποτέ δεν τήν θαύμασα όσο άλλες έκαναν εσχάτως ως ποιήτρια και δεν τό λέω τώρα, ευτυχώς τό ’χω γράψει πιο πριν (προς τό τέλος αυτού τού ατέλειωτου κείμενου για όσες ενδιαφέρονται χωρίς να ’χουν χρόνο) – για τήν ακρίβεια πολύ παλιά είχα διαβάσει τό «λίγο τού κόσμου» τήν πρώτη της αν δεν κάνω λάθος ποιητική συλλογή που μού τήν είχε συστήσει ένας φίλος τότε που τή δημουλά κανείς δεν τήν ήξερε (όλοι ξέραν τόν άθω δημουλά, τόν άντρα της) και μού είπε μια μέρα : «έχουμε δυο άγνωστες πολύ καλές ποιήτριες πάντως, τήν ελένη βακαλό και τήν κική δημουλά» : η βακαλό κατά τή γνώμη μου είναι πολύ σπουδαιότερη ποιήτρια, αλλά και πιο δύσκολη, εξαυτού εξακολουθεί να είναι και άγνωστη στο πλατύ και τό φαρδύ κοινό

   αυτά γίναν παλιά, και από τή δημουλά μού είχε μείνει εμένα εκείνο τό συ – σι – σι – σι ως ήχος τής βροχής και άλλων πραγμάτων / στη συνέχεια τήν ξέχασα, δεν πολυδιάβαζα και ποίηση / και ύστερα άρχισαν να τήν ανακαλύπτουν πάρα πολλοί : πέθανε και ο άντρας της, και χωρίς να τό καταλάβω έγινε ένας χαμός : στο κείμενο τό δικό μου στην αρχή που ανέφερα (ας τό πω από εδώ για να μην ψάχνετε) έλεγα : «…εννοώ δηλαδή ότι υπάρχουνε σήμερα πλήθος τέτοιες αμετροέπειες που μάς κατακλύζουν σε αυτό τό ζήτημα – δεν μιλάω μ’ άλλα λόγια για κανέναν ποιητή που εγώ θαυμάζω (και τόσο) τυφλά ώστε να μπορώ να καταπιώ (χωρίς να πάθω τόν παιδικό μου κοκκύτη) εκείνα τά «όμηρος δημουλά και σαίξπηρ» και διάφορα άλλα τέτοια, πώς αλλιώς τά είπανε : σίγουρα, έχει μια προσωπική φωνή η συγκεκριμένη γυναίκα, κι αυτό είναι σπουδαίο : λέω όμως απλώς τώρα, επειδή πρόκειται για άνθρωπο που σε λίγο όλοι θα νομίζουμε ότι ήτανε και μεγάλος από τά γεννοφάσκια του : ξέρετε ότι – να τήν πω τήν κακία μου – υπάρχουνε αρκετοί πολύ καλύτεροι σήμερα στην ποίησή μας – εδώ, ζωντανοί – από τήν δημουλά, οι οποίοι όμως αυτή τή στιγμή περνάνε ακριβώς εκείνη τήν περίοδο που πέρασε κι εκείνη – όπου κανείς δεν καταδεχότανε να διαφέρει λίγο απ’ τούς άλλους (πληρωμένους κονδυλοφορεμένους) ντενεκέδες και να δείξει λίγη τόλμη και να πει μια καλή κουβέντα ;…»

   συνεπώς οι καλές κουβέντες που λέγονταν μ’ αφήναν αδιάφορη, και οι κακές που λέγονταν απ’ τή στιγμή που πήγε μ’ ένα κόμμα και δεν πήγε μ’ ένα άλλο, μ’ αφήναν επίσης : και δεν θα είχα καμία διάθεση τώρα ν’ ασχοληθώ αν δεν αναγκαζόμουνα να διαπιστώσω και να προσέξω ότι σε όλα όσα γράφτηκαν κανείς δεν ενοχλήθηκε από τήν επίθεση προς τούς γέρους που περιγράφτηκε λίγο πιο πριν : για τήν ακρίβεια, τά λεγόμενα όπως είδα (εκεί που αρχίσαν φαντάζομαι και οι ερωτήσεις) ήταν :

 

αν έχετε κάτι άλλο ρωτήστε με
μην ξεχνάμε πως οι ξένοι που βρέθηκαν εδώ ήταν λόγω τής φτώχειας τών χωρών εκείνων. Ήλθαν να ζήσουν εδώ πέρα. Οι ξένοι (οι Αλβανοί τουλάχιστον) επιστρέφουν βέβαια στις πατρίδες τους // Θα πρέπει να τό πούμε πάντως και αυτό, πρέπει να πω όμως ότι είναι και ένας συνεχής κίνδυνος, κινδυνεύουν οι ντόπιοι από κλοπές φοβερές ακόμη και στον δρόμο.
Σας λέω ένα πάρα πολύ συγκεκριμένο πράγμα : Πυθίας 42 ήταν τό πατρικό μου όπου ζει σε ένα διαμέρισμα η αδελφή μου. Δύο φορές τήν πήγαν στο νοσοκομείο, δύο φορές τήν παραμόρφωσε ένας έξω από τό σπίτι διότι δεν έβρισκε τά κλειδιά για να μπει μέσα…
Τήν πρώτη φορά και εκείνη και τόν άνδρα της επί δύο ώρες τούς έκλεισαν τό στόμα, τούς έκλεισαν στο μπάνιο και έκλεβαν τό σπίτι ανενόχλητοι.
περιορισμένα περιστατικά ναι αλλά ο φόβος είναι απεριόριστος. Δεν θέλω να πω ότι οι ξένοι τής Κυψέλης είναι και ληστές
πάντως εάν πάει κανείς στην πλατεία της Κυψέλης, δεν έχει χώρο να πατήσει. Στα δε παγκάκια κάθονται άνθρωποι ξένοι – πολύ φυσικό βέβαια πώς να περάσουν τήν ώρα τους – και παίζουν κάτι δικά τους χαρτιά και με χαρτάκια γεμίζει ο τόπος
βεβαίως οι Κυψελιώτες έχουν εκτοπιστεί, αυτό είναι μια πραγματικότητα, βεβαίως τούς αγαπάμε τούς ξένους αφού φύγαν από εκεί για έλθουν και να ζήσουν να δουλέψουν αλλά κάπως πρέπει να μοιραστούν οι χώροι // Εγώ συνήθισα με τούς ξένους, να ξυπνώ και να τούς βλέπω. Έχω συναντήσει πολλούς μαύρους με καρότσια τού σούπερ μάρκετ… έχει όμως κι έναν μόδιστρο πακιστανό η γειτονιά μου που δεν τόν φτάνει κανείς στο διόρθωμα, Φαέθοντος βρίσκεται… και ανδρικά και γυναικεία //

 

   δεν μ’ ενδιαφέρει να υπερασπιστώ ούτε τήν κυρία δημουλά, ούτε όσους τήν κατηγόρησαν, ούτε όσους τήν υπερασπίστηκαν – μ’ ενδιαφέρει να καταλάβω : κι αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι δεν είδα πουθενά, κανέναν, ούτε απ’ τούς μεν, ούτε απ’ τούς δε, να αναφέρει τό περιστατικό τής βίας εναντίον τών ηλικιωμένων ανθρώπων, μολονότι αυτό ειπώθηκε και πρώτο : εστίασε μονομερώς μία (άλλη) γυναίκα στο παγκάκι, και ακολούθησαν όλοι σαν υπνωτισμένοι πάνω σ’ αυτό

   (να προσθέσω σχετικά με τήν ύπνωση επειδή είδα και φωτογραφίες : δίπλα στην κυρία δημουλά λοιπόν καθόταν ο κύριος κουμανταρέας ο οποίος από τηλεοράσεως (και ευθέως και θρασέως και ήρεμα και ψύχραιμα και προετοιμασμένα) προ καιρού είχε εκφράσει τήν άποψη ότι στις γυναίκες μπορεί και να τίς αρέσει να τίς ασκούνε βία : και δεν είδα να γίνεται ούτε τό ένα χιλιοστό τού χαμού και τού ντόρου και τής σάρας και τής μάρας που έγινε τώρα που μία γυναίκα υπονόησε ότι στις γυναίκες μπορεί και να μην τούς αρέσει να τούς ασκούνε βία)

   δεν ξέρουμε να διαβάζουμε, δεν ξέρουμε ν’ ακούμε, και γενικά δεν είναι φαίνεται ο καιρός μας ακόμα – ο πάγκος τής εξουσίας δεν ήταν άλλωστε ποτέ μόνο ο πάγκος τής κυβέρνησης, ήταν κι αυτός ο σκληρός και σκουληκιασμένος τών κομμάτων και τών αντρών και τής αγίας και ομοουσίου αγίας τριάδος και οικογένειας : με τίς υγείες μας, όσο αντέχουμε να τούς ανεχόμαστε

   στη δεκαετία τού ’70 (προς τό τέλος της) και τού ’80 (προς τήν αρχή της) υπήρξε σ’ αυτή τήν έρημη χώρα κι ένα φεμινιστικό κίνημα με φαντασία και, όσο μπορούσα να δω τότε, αυτόνομο (θυμάμαι μια σκούπα και μια λάβρυ – κοιτάξτε για άλλα κι εδώ) : και τώρα βλέπω τίς περισσότερες να κοιμόμαστε λάβρες και να σκουπίζουμε τά δάκρυά μας μόνο για άντρες που δέρνουν κατ’ έθιμο και λιθοβολούν τίς γυναίκες τους, με μαντηλάκι

 

3 τό παγκάκι και η πίπα

   τό περί «αυτονομίας τής τέχνης» είναι ένα αρκετά εκνευριστικό ζήτημα για όποιον δεν βρέθηκε ποτέ στην ανάγκη να ρισκάρει να πει μόνος του τίς αρλούμπες του («μόνος του» εννοώ μόνος του : χωρίς βοήθεια από γραφτά άλλων και επικαιρικές τού κόμματος ή άλλου πάγκου ντιρεκτίβες) : δεν πρόκειται να αναλυθεί εδώ (άλλοι έχουν προσπαθήσει) – εγώ είμαι σε θέση (απ’ τόν δικό μου αυτόν πάγκο) να πω τά εξής :

   τήν ώρα που κάθεσαι να γράψεις (ή να ζωγραφίσεις) απελευθερώνεις τμήματα τού εαυτού σου τά οποία κανονικά δεν μπορούν να λειτουργήσουν στην έξω ζωή : (έτσι ο πικάσο όταν υπήρχε γύρω του ρολόϊ ένιωθε ότι υπάρχει κόσμος στο δωμάτιο) : οι δυνατότητες αυτές όταν ξαναβγαίνεις στον κόσμο κατά κανόνα παύουνε να λειτουργούν και αποσύρονται στα ενδότερα : έτσι ο πάουντ μπορεί στον έξω κόσμο, δηλαδή στο ραδιόφωνο, να λέει αρλούμπες (φασιστοειδείς), ο έλιοτ να γίνεται βασιλόφρων και θρήσκος, ο παπαδιαμάντης ψάλτης στου αγίου ελισσαίου, η έμιλυ μπροντέ ένα κορίτσι στο χωριό που κάνει βόλτες, και η έμιλυ ντίκινσον ένα κορίτσι στην πόλη που ψήνει ωραίο ψωμί. Χρειάζεσαι τό δωμάτιό σου και τήν ησυχία σου για να βγάλεις στην επιφάνεια αυτό τό άλλο κομμάτι που κανονικά στον έξω κόσμο δεν μπορεί να υπάρξει :

I am nobody – who are you ?
Are you nobody too ?

   nobody δεν μπορείς να είσαι έξω – προσπαθείς να είσαι κάποιος, κακήν κακώς. Η διαλεκτική τής αυτονομίας τού απαγορευμένου εσωτερικού σου δυναμικού είναι πολύ πιο πολύπλοκη βέβαια. Χοντρικά όμως, μαύρο–άσπρο όπως συνηθίζουμε να διαβάζουμε τά πράγματα σήμερα, αυτός που είσαι όταν γράφεις είναι ένας άλλος. Αυτό εννοούσε και ο πιτσιρίκος ρεμπώ με τό j’ est une autre – άλλο αν μετά τόν φρόϋντ μπορούμε να τού δώσουμε επιπλέον αποχρώσεις, και να τό καταλάβουμε και καλύτερα

   η κυρία δημουλά μια ζωή, απ’ ό,τι ξέρω, δούλευε στην τράπεζα και στο σπίτι της έπλενε πιάτα, και μπορεί και να μαντάριζε και τίς κάλτσες τού άντρα της – γι’ αυτό και εκτίμησε τόν καλό ξένο ράφτη – άλλο αν κάποιες ώρες κλεινόταν στο δωμάτιό της και έγραφε. Σίγουρα ένα τμήμα τής ίδιας γυναίκας είναι αυτό που τάχτηκε με ένα κόμμα τής δεξιάς, θέλησε να γίνει ακαδημαϊκιά, κι ίσως ελπίζει ότι μπορεί να πάρει και νόμπελ. Τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά όμως δεν υπήρχε, τουλάχιστον όταν έγραφε τά καλύτερά της ποιήματα. Όταν βγαίνει στον δρόμο να μιλήσει για τό παλιό της σπίτι και τή γειτονιά της είναι μια άλλη εν πολλοίς. Η κυρία δαμιανίδη και οι άλλοι (άλλες) που απομόνωσαν ένα κομμάτι απ’ όσα είπε, αγνοώντας ένα άλλο σπουδαιότερο, ποιον εαυτόν έχουν, όταν κλείνονται στο δωμάτιό τους να γράψουν τί ;

   δικαιούμαι να πιστέψω ότι είναι ο εαυτός που αγνοεί τή βία και τήν επίθεση και απομονώνει τόν πάγκο (τί πίπα – )

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

25 Ιανουαρίου 2013

βουλεύτρια ή ανταρτίνα ( : περί ήχων σκιάς)

.

.

   εγκαινιάζω σήμερα μια κατηγορία αναρτήσεων για ένα θέμα που μέ έχει απασχολήσει σκόρπια πολλές φορές, και στα άλλα γραφτά μου και εδωμέσα, τό οποίο θα κωδικοποιηθεί όμως από δω και πέρα ως «γυναικεία γλωσσικά» : πάμε λοιπόν σήμερα με τούς ήχους και τήν (μακριά) σκιά τους :

.

   λίγο πριν αυτοκτονήσει ο ρόμπερτ σούμαν παραπονιόταν ότι τόν κυνηγούσε επίμονα μία νότα (νομίζω η ρε). Έχει κανείς μήπως αμφιβολία ότι αυτή η νότα είχε για τόν σούμαν ένα τελείως διαφορετικό νόημα (επαναλαμβανόμενη κιόλας) απ’ ό,τι θα ’χε ένα ντο ας πούμε ή ένα φα ;

   οι ήχοι ασφαλώς και έχουνε νόημα – τό ζήτημα είναι ότι αυτό τό νόημα σχεδόν ποτέ δεν γίνεται να εκφραστεί με λόγια – δηλαδή με ήχους οργανωμένους : τό νόημα τού ήχου είναι κατεξοχήν ανοργάνωτο αναρχικό και παντοδύναμο – είναι σαν τό όνειρο, απλώνεται σαν παλίρροια παντού – προς στιγμήν. Έχει και χρώματα, αλλά πολύ δύσκολα μπορεί να μεταφραστεί σε λέξεις. Για να μεταφέρουμε τό νόημα ενός ήχου, έχουμε μόνο τή μουσική ή τή ζωγραφική : η λογοτεχνία έρχεται πολύ μετά, και μόνο η πολύ καλή λογοτεχνία μπορεί πραγματικά να προσπαθήσει να μεταφράσει τούς ήχους τών νοημάτων που τήν απασχολούν σε λόγια – και τότε γίνεται μάλλον δυσάρεστη

   οι ήχοι όταν γίνουν λέξη αρχίζουν να οργανώνονται και να παίρνουν μέρος στην κοινωνική ζωή : νέα νοήματα δημιουργούνται απ’ τούς συνδυασμούς τους τότε : κι ένα περίεργο πράγμα που μάς δείχνει η γλώσσα με επιμονή (και για τό οποίο δεν έχω μπορέσει ακόμα να βρω εξήγηση) είναι ότι ο τελευταίος ήχος τής λέξης είναι και ο δυνατότερος, και ότι αυτός μάς μένει : ή, από μια άλλη άποψη, ότι διαλέγουμε να βάλουμε τό πιο ισχυρό νόημα, που μάς ενδιαφέρει περισσότερο απ’ όλα, στο τέλος :

   έτσι λοιπόν η κατάληξη τής λέξης φαίνεται να έχει πάντα φοβερή σημασία (γι’ αυτόν που φτιάχνει τή λέξη, και γι’ αυτόν που τή λέει) παρόλο που υποτίθεται ότι τό βασικό νόημα τής λέξης βγαίνει από τό θέμα της, και ότι η κατάληξη έπεται : παραδείγματα έχουμε γι’ αυτό τό θέμα άφθονα : ειδικά θυμάμαι ότι από τό γουωτεργκαίητ έγινε τό ιρανγκαίητ, και όχι τό ιρανγουώτερ (και παρομοίως τό ρούμπιγκαίητ κι όχι ρούμπιγουώτερ) (όπως έχουμε άλλωστε και τό ελληνοπρεπέστερο βατοπαίδι–γκαίητ (ψάχνοντας στον γούγλη βρήκα κι ένα μπουτάρης–γκαίητ, και υπάρχουν σίγουρα κι άλλα))

   μπορούμε όμως να χορέψουμε στην κυριολεξία καντρίλιες και βαλς και ταγκό, και πολλούς άλλους χορούς μαζί, μιλώντας για τίς καταλήξεις ειδικά στο απεχθές φαινόμενο τών γυναικείων ονομάτων (απεχθές, διότι κανονικά δεν θα ’πρεπε να υπάρχουν καθόλου γυναίκες, ώστε να μην χρειάζεται να κάνουμε τόν κόπο να τίς ονομάζουμε κιόλας)

   καταρχάς και χωρίς πολλή–πολλή προσπάθεια βλέπουμε ότι αμέσως, ανεξαρτήτως θέματος, και με μόνο μας όπλο τήν κατάληξη, θα δίναμε ένα διαφορετικό νόημα στη λέξη αντάρτισσα αν τήν λέγαμε ανταρτίνα ή στην αρχιτεκτόνισσα αν τήν λέγαμε αρχιτεκτονίνα στην τύπισσα αν τήν λέγαμε τυπίνα αλλά και στην σαρανταποδαρούσα αν τήν λέγαμε σαρανταποδαρίνα

   διότι κατά μυστήριο τρόπο η κατάληξη –ίνα έχει ένα νόημα που αφαιρεί δύναμη επικινδυνότητα σοβαρότητα ισχύ και ενέργεια, με άλλα λόγια περιφρονεί γελοιοποιεί ή υποβιβάζει (και βέβαια μπορεί αυτό να προέρχεται όχι μόνο απ’ τόν ήχο της αλλά κι από τήν ιστορία τού ήχου, καθώς προγενέστερες λέξεις σε –ίνα κουβαλάν αμέσως μπροστά μας ένα τραινάκι κι ένα πλήθος από συνειρμούς κουζίνας μπαλαρίνας θεατρίνας και τσαχπίνας, αλλά και πολλούς άλλους υποτιμητικούς ως προς τίς γυναικείες δραστηριότητες ή ιδιότητες χαρακτηρισμούς (και πιθανότατα τό περιφρονητικό νόημα πηγάζει κι από έναν δημιουργικό συνδυασμό όλων αυτών))

   γι’ αυτό τό θέμα άλλωστε (και για άλλα τέτοια σχετικά) έχει υπάρξει και μια ωραιότατη μελέτη γλωσσολογικής ομάδας (μαρία μενεγάκη, λουκία ευθυμίου) με τίτλο «εξουσία και γλώσσα στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία» (2009)

   αναφέρω ενδεικτικά (αντιγράφοντας με τούς τόνους μου, και τά λοιπά μου βίτσια (έλλειψη κεφαλαίων ας πούμε)) :

   «η κατάληξη –ίνα ήταν ήδη σε χρήση για να δηλώσει τίς συζύγους τών αξιωματούχων : υπουργίνα, προεδρίνα, δημαρχίνα || έχουν βεβαίως καταγραφεί και οι τύποι βουλεύτρια (βοσταντζόγλου, 1962), δικάστρια (κριαράς, 1995), νομάρχισσα (κριαράς, 1995) || δεν θα πρέπει βέβαια να παραβλέψουμε τή στάση τών ίδιων τών ελληνίδων, οι οποίες είτε αδιαφορούν θεωρώντας τό ζήτημα τής γλώσσας αμελητέο, είτε προτιμούν συνειδητά να διατηρούν τούς αρσενικούς τύπους τών αξιωμάτων που κατέχουν. Κατά τήν αντίληψή τους, ο τίτλος τους θα υποβαθμιζόταν εάν έχανε τήν αρσενική του μορφή. Ενώ, π.χ. ουδείς διανοήθηκε να θέσει ποτέ θέμα ότι τό εφέτης ομοιοκαταληκτεί με τό υπηρέτης, η γυναίκα φοβάται μήπως τό εφέτρια παραπέμπει στο υπηρέτρια || όπως εύστοχα έγραφε ο γάλλος στοχαστής τού διαφωτισμού ντεστύτ ντε τρασύ : “η ανακρίβεια στη διατύπωση τών νοημάτων γεννιέται πάντοτε από τή σύγχυση τών ιδεών” (destutt de tracy) || η αντίληψη τών ίδιων τών γυναικών, ότι ο,τιδήποτε ανήκει στη σφαίρα τού “θηλυκού” είναι υποδεέστερο, δεν αφορά μόνο τίς ελληνίδες, αλλά είναι διάχυτη και σε άλλες χώρες»

   αλλά και (από τό ίδιο) :

   «τέτοιες λέξεις σε –ινα χρησιμοποιούνται συχνά όταν υπάρχει πρόθεση να δοθεί αρνητική, υποβιβαστική χροιά στο σημαινόμενο (χαραλαμπάκης, 1992:125). Η τρίτη λύση είναι να ακολουθηθεί ο καθιερωμένος γραμματικός κανόνας σχηματισμού θηλυκού τών ουσιαστικών που λήγουν σε –της : καθηγητής/καθηγήτρια. Αυτή τή λύση προκρίνει ο αγ. τσοπανάκης και τήν αντιπαραθέτει στην κατάληξη –ινα, θεωρώντας ότι υπάρχει μια σημαντική “διαφορά ήθους” ανάμεσα σε αυτήν και την –τρια, η οποία “είναι πιο επίσημη, πιο αξιοπρεπής : σπουδάστρια, φοιτήτρια, καθηγήτρια· έτσι και η βουλεύτρια και η επιθεωρήτρια και η δικάστρια ή η εφέτρια θα είναι πολύ πιο επίσημες από τή βουλευτίνα και τήν επιθεωρητίνα, προεδρίνα, εφετίνα, οι οποίες δείχνουν μία οικειότητα και, ενδεχομένως, έλλειψη σεβασμού”. (τσοπανάκης, 1982:336, πρβλ. 251, 326, 327· τσοπανάκης 1994:266).|| Τήν ίδια άποψη έχει εκφέρει και ο κριαράς (κριαράς, 1979:166, 210), ο οποίος κατ’ επανάληψη έχει επισημάνει ότι ο τύπος αυτός συναντάται στην αρχαία ελληνική γραμματεία (κριαράς, 1987:82) || Από τίς τρεις απόψεις που έχουν διατυπωθεί, θεωρούμε ότι η τρίτη έχει τό πλεονέκτημα ότι δεν δημιουργεί πρόβλημα ούτε ως προς τήν κλίση ούτε ως προς τόν αριθμό (η βουλεύτρια / τής βουλεύτριας, πληθυντικός οι βουλεύτριες / τών βουλευτριών), ενώ εναρμονίζεται απόλυτα στο τυπικό τής ελληνικής γλώσσας. Είναι απορίας άξιον με ποιο κριτήριο, από τό ένα μέρος χρησιμοποιείται ο ανακριτής / η ανακρίτρια, ο διοικητής / η διοικήτρια, και από τό άλλο ο βουλευτής / η βουλευτής, ο δικαστής / η δικαστής, ο εφέτης / η εφέτης, ο γερουσιαστής / η γερουσιαστής που, όπως ορθά σημειώνει ο α. τσοπανάκης, “δεν ανταποκρίνονται προς τό γλωσσικό μας αίσθημα”»

.

.

   πρέπει να πω βέβαια, τό γνωστό εξάλλου γενικά, ότι η κατάληξη –ίνα έχει καταγωγή ενδόξως μεσαιωνική – αφού στο βυζάντιο υπάρχουν παλαιολογίνες (σύζυγοι, κόρες, ακόμα και νόθες κόρες, ακόμα και ανηψιές) – έλα όμως που υπάρχουν κι άλλες που διατηρούν ακέραιο τό όνομά τους – όπως η κομνηνή (τήν οποία κανείς δεν διανοήθηκε, απ’ όσο ξέρω, να τήν πει κομνηνίνα – κι ούτε κανείς διανοήθηκε ποτέ να τήν πει με τό όνομα τού άντρα της) : ίσως διότι η κομνηνή ήταν και συγγραφέας και κέρδισε τήν αυτονομία της στην ιστορία και τόν σεβασμό τών συγχρόνων της προς αυτήν τήν αυτονομία, ως δημιουργικό άτομο – παρόλο που ασχολήθηκε με τή βιογραφία τού μπαμπά της – και τό λέω αυτό διότι υπάρχει η αντίληψη (όχι λανθασμένη κατά τή γνώμη μου) ότι στον μεσαίωνα (αλλά και μετά, μέχρι τίς μέρες μας) τό –ίνα σαν κατάληξη στα γυναικεία ονόματα δηλώνει γυναίκα εξαρτώμενη από τήν ύπαρξη τή δραστηριότητα ή τό επάγγελμα ενός μπαμπά ή ενός συζύγου (κλασικό (αντι)παράδειγμα βέβαια εδώ είναι η λασκαρίνα μπουμπουλίνα, ως γυναίκα τού μπούμπουλη, ο οποίος όμως εξαφανίστηκε από τήν ιστορία και τόν θυμόμαστε μόνο ως άντρα τής μπουμπουλίνας) : ένα λοιπόν από τά στοιχεία που κατά τή γνώμη μου συνηγόρησαν στο να μην θεωρηθεί ούτε κατά διάνοιαν υποβιβαστικό τό μπουμπουλίνα για τή λασκαρίνα μας είναι αυτός ο ήχος μπου–μπου που παραπέμπει σε μπουμπουνίσματα, τά οποία όντως μπουμπούνισε η δυναμική αρβανίτισσα στους εχθρούς της – κι από ένα τέτοιο μπουμπούνισμα τών εχθρών της ετελεύτησε τόν βίο και η ίδια – συνεπώς, ακόμα κι αν ενυπήρχε οποιαδήποτε διάθεση υποβιβασμού αρχικά για τήν δυναμική γυναίκα τών δυο σπετσιωτών καπεταναίων, η ίδια με τόν δυναμισμό της εξαφάνισε τόν ήχο ίνα τονίζοντας εμπράκτως τά μπουμπουνίσματα

   δεν θέλω να μπω σε σχολαστικισμούς και ψαξίματα, που τά βαριέμαι κιόλας – προτιμώ να μιλάω μονίμως θεωρητικά : τό –ινα σήμερα τό παίρνω λοιπόν προσωπικά ακριβώς γιατί, θεωρητικά κιόλας, η γλώσσα είναι από μια άποψη παντοδύναμη όχι τόσο γι’ αυτά που λέει όσο γι’ αυτά που δήθεν αγνοεί, και κρύβει ( : και γι’ αυτό, για να τό επεκτείνω λίγο όπως τό ’χω κάνει κι εδώ, τό «μπάτσοι μουνιά» είναι υπογείως, όχι απλώς περιφρονητικό αλλά στην κυριολεξία δολοφονικό καθώς δεν διαδηλώνει τόσο μίσος προς τήν αστυνομία, όσο απέχθεια προς τίς γυναίκες. Όπως ακριβώς τό «μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι» δεν δηλώνει τόσο περιφρόνηση προς τόν φόνο, όσο προς τά ζώα – και αποτελεί διακήρυξη περιφρόνησης ειδικά μάλιστα προς τά γουρούνια, και άρνηση κάθε αισθήματος ενοχής που τά σκοτώνουμε και τά τρώμε (για να μην πω ότι υπάρχει και μια υπόγεια ζηλοφθονία ως προς τήν ευφυία τού συγκεκριμένου ζώου)) : καθότι ο μισογυνισμός βρίσκεται πάνω απ’ όλα στο υπέδαφος – κι αυτοί που υποστηρίζουν ότι μισογύνηδες είναι μόνο όσοι βρίζουν ανοιχτά τίς γυναίκες (σαν μουνόπανα ή μουνιά να πούμε) βλογάν τά γένια τους απλώς – ένα από τά χαρακτηριστικά τής πατριαρχίας είναι να βασίζεται στο αυτονόητο τού μισογυνισμού – εκεί που λειτουργεί τό «συμβολικό» που έλεγε κι ο μπουρντιέ, εκεί δηλαδή που τά πράγματα θεωρούνται φυσικά και καθόλου επιθετικά : άλλωστε, ο ωραίος γάλλος έχει τονίσει πως ακόμα κι ένας άντρας που επιδεικνύει τόν φεμινισμό του θα ’πρεπε, αν ήθελε να είναι πραγματικά φεμινιστής, να είναι πιο σεμνός, και να υποψιάζεται ακόμα και τόν εαυτό του τή στιγμή που καμαρώνει έτσι : ένας πραγματικός φεμινιστής δηλαδή θα σεβόταν πάνω απ’ όλα τίς γυναικείες εμπειρίες που δεν θα μπορέσει ποτέ να έχει : διαφορετικά επιδεικνύει απλώς μια πιο πολιτικώς ορθή μορφή (αποενοχοποιημένου) τραμπουκισμού : είναι τό αντίστοιχο, στον στρέιτ να πούμε, τής αντίληψης ενός μισογύνη γκαίη – ότι η γυναικεία ιδιότητα μ’ άλλα λόγια είναι κάτι σαν ξέφραγο αμπέλι κι όποιος άντρας έχει τήν καλοσύνη να θέλει να μετέχει σ’ αυτήν, τό καταφέρνει αμέσως, αυτομάτως, και χωρίς πολλά–πολλά (είπα τήν ιδέα τού μπουρντιέ με δικά μου λόγια – δεν θυμάμαι πού τή διάβασα) (βιβλία του υπάρχουν πάντως στα ελληνικά)

   σήμερα όμως εν πάση περιπτώσει τό –ίνα είναι σαφές ότι δεν παραπέμπει ούτε στην μπουμπουλίνα ούτε στην παλαιολογίνα (ούτε σε καμιά άλλη μεσαιωνική ή νεότερη αρχόντισσα) : παραπέμπει επιμόνως (για τά δικά μου αυτιά, αλλά όχι μόνο – γιατί αν δεν παράπεμπε εκεί και για τούς άλλους, αν για τούς υπόλοιπους δηλαδή παράπεμπε μόνο στην μπουμπουλίνα, είμαι απολύτως σίγουρη ότι αυτοί οι υπόλοιποι θα ’χαν βρει άλλη κατάληξη να κολλήσουν στις «βουλευτίνες» τους) δεν παραπέμπει λοιπόν στην παλαιολογίνα αλλά στην κουζίνα (και ειδικότερα στο παγκοσμίως δημοφιλώς διεθνές «άντε να πλύνεις κάνα πιάτο») – και αυτό που μού κάνει εντύπωση είναι ότι ο φόβος και η ανασφάλεια προς τίς γυναίκες που αποκτούν δύναμη τόση, ώστε να φτιάχνουν νόμους (να καταφέρνουν να γίνονται δηλαδή βουλεύτριες), είναι διάχυτος όχι μόνο στους άντρες αλλά και στις ίδιες τίς γυναίκες : και ακριβώς επειδή οι ίδιες οι γυναίκες είναι ανασφαλείς ως προς τή δύναμή τους, αυτή η δύναμη εξαερώνεται σ’ ένα τυπικό – ουσιαστικά δεν υπάρχει – : αφού ακολουθούν (και ανήκουν) σε κόμματα αντρών, υιοθετούν τίς λογικές τών αντρών, τίς φιλοδοξίες τους, τούς τρόπους τους, τίς θεωρίες τους και τούς πολέμους τους, τίς στρατηγικές τους τίς τακτικές τους τίς φιλοσοφίες τους και τίς ποταπότητές τους, τούς τραμπουκισμούς τους τίς επιθετικότητες και τούς μισογυνισμούς τους – και είναι νομίζω τοις πάσι κατανοητό (αν και δεν λέγεται) ότι μόνο εφόσον λειτουργήσουν πειστικά και δημιουργικά έτσι, πειθόμενες τοις κείνων ρήμασι, θα βρουν και μια θέση τελικά σε κάποιο κόμμα : οι ίδιες δηλαδή οι γυναίκες δεν ψηφίζουν γυναίκες που δεν είναι άντρες – οι ίδιες οι γυναίκες δεν πιστεύουν ούτε μια στιγμή στην τύχη ή τήν ευτυχία πως θα μπορούσαν πράγματι, σα γυναίκες, να έχουν οποιαδήποτε δύναμη να φτιάχνουν νόμους – και γι’ αυτό ακριβώς λειτουργεί τό φαινομενικά παράδοξο να υιοθετούν μιμούμενες τούς άντρες ένα υποβιβαστικό γυναικείο όνομα –

   δεν είναι όμως παράδοξο και πραγματικά : είπαμε, η γλώσσα λέει αλήθεια ακόμα και (και κυρίως όταν) προσπαθεί να κρύψει μια αλήθεια : οι βουλευτίνες φαίνεται να ξέρουν καλά ότι δεν είναι βουλεύτριες, γι’ αυτό και δεν επιμένουν σ’ αυτόν τόν τίτλο : δεν είναι δικό τους αυτό που κάνουν στη βουλή, δεν τούς ανήκει : όταν έκαναν πράγματα που ήταν δικά τους, και τούς ανήκαν εν όλω ή εν μέρει, οι καταλήξεις τους είχαν έναν ήχο σαφή που δεν διανοούνταν να καταλήξει σε υποκορισμό ή συγκατάβαση ούτε κατά διάνοια : όταν αντισταθήκανε δηλαδή πραγματικά σε κάτι, και με κίνδυνο τής ζωής τους, τό ίνα πήγε πραγματικά περίπατο και μπήκαν μπροστά άλλοι ήχοι : ανταρτίνα δεν ονομάστηκε ποτέ η αντάρτισσα όσους εχθρούς κι αν είχε, διότι κι αυτοί ως αντάρτισσα τήν πολέμησαν

   για να ξαναγυρίσω όμως στην «απλή ζωή» που δεν τά ξέρει ή δεν τά θυμάται (υποτίθεται) όλ’ αυτά : μού κάνει εντύπωση (ευχάριστη πάντως) ότι τό γλωσσικό ένστικτο τού «κάτω» κόσμου, δηλαδή τού άσχετου ανθρώπου που απλώς ζει και μιλάει τή γλώσσα του, ότι αυτό λοιπόν τό γλωσσικό αισθητήριο εξακολουθεί να είναι ζωντανότερο (κι ας είναι κατά κανόνα καπελωμένο από τήν αγλωσσία, τούς νεοκαθαρευουσιανισμούς, και τούς συνακόλουθους σουσουδισμούς τού «από πάνω» (κόσμου)) : εξακολουθεί δηλαδή κατά καιρούς να αντιστέκεται γλωσσικά, και από σκέτο ένστικτο θα έλεγα : έτσι, ενώ οι ίδιοι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι ( –ες ! ) έχουν υποκύψει (οικειθελώς) στο ίνα τους, έχει ήδη αρχίσει να σκάει μύτη ακόμα και στην τηλεόραση (αυτή μέ ενδιαφέρει καθότι αυτή αφορά τήν απλή ζωή, και καθιερώνει τήν απλή συνείδηση) σκάει μύτη λοιπόν και τό «βουλεύτρια» (εγώ τό είδα άπαξ στον «υπότιτλο» κάποιου δελτίου ειδήσεων πριν από καιρό, και αμέσως τό πήρα προσωπικά – υπόθεσα δηλαδή ότι η τολμηρή υποτιτλίστρια τό ’κανε για μένα, για να μού φτιάξει τό κέφι – ελπίζω να μην έχασε εξαυτού και τή δουλειά της) αλλά και τό «τηλεθεάτρια» ( : αυτό τό έχω ακούσει πολλές φορές, και να επαναλαμβάνεται κιόλας, μάλλον διότι θα ήταν ακριβώς γελοίο και για τούς ίδιους τούς τηλεοπτικούς, και τό καταλάβαν εγκαίρως όπως φαίνεται, αν γινόταν «τηλεθεατίνα») αλλά σκάει επισήμως πια μύτη (στην τηλεόραση είπαμε) και τό «εφέτρια» και τό «ανακρίτρια» (τά δύο τελευταία τά άκουσα στις 7 δεκεμβρίου, όπως ευσυνείδητα σημείωσα, από τόν σκάϊ τών 9) : εδώ πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του ότι τά μαζικά μέσα (ενημέρωση και διαφήμιση – βλ. και τή σχετική ανάρτησή μου για τά επέλεγε και επέτρεπε) έχουν λόγους να συμβαδίζουν με τή ζωντανή γλώσσα – όταν αυτό δεν επισείει κάνα σοβαρό κίνδυνο βέβαια πάνω απ’ τά κεφάλια τους –. Θα άξιζε όμως να γίνει σίγουρα μια κοινωνιολογική μελέτη για τό πόσο διαφορετική αντίληψη δύναμης έχουν οι δύο αυτές μεγάλες εξουσίες μεταξύ τους – η βουλή δηλαδή και ο τύπος μας – και ν’ αναρωτηθεί κανείς για τό πόσο, ενώ περιφρονούν αμφότερες τόν «κάτω» κόσμο μονίμως, λειτουργούν πάντως μερικές φορές διαφορετικά ως προς τίς γλωσσικές του (μας) αλήθειες και ανάγκες

   πάντως εγώ προσωπικά (μολονότι χάρηκα από μέσα μου), δεν απόρησα που, ενώ από τό βήμα τής βουλής ο περικλής κοροβέσης εισηγήθηκε πριν από κάτι (λίγα) χρόνια τό «βουλεύτρια», κανείς και καμία από κει μέσα δεν φαίνεται να τόν έχει πραγματικά ώς σήμερα ακούσει. Όμως ο κοροβέσης βέβαια δεν εισηγήθηκε τό βουλεύτρια άνευ λόγου – ας μού επιτραπεί να κάνω και λίγη ψυχανάλυση εδώ ως προς αυτό : ο ίδιος πρόβαλε ένα παραδοσιακά αναμενόμενο, συμβατικό ας πούμε, γλωσσικό σκεπτικό (αυτό που είπαμε και παραπάνω, ότι η κατάληξη –ίνα αφορά συζύγους, και όχι αυτόνομες επαγγελματίες) που θα μπορούσε και να καταρριφτεί αν κάποιος επέμενε, και όντως έσπευσε να τό καταρρίψει ο νίκος σαραντάκος (βασιζόμενος βασικά στην πλειοψηφία κατά τήν ιντερνετική συχνότητα τών τύπων) – ο λόγος όμως που ο κοροβέσης χειραφέτησε μια νευραλγική γυναικεία δραστηριότητα που σχετίζεται με τά κοινά και τούς αγώνες για μια (πανανθρωπίνως) ανθρώπινη ζωή βρίσκεται βαθειά κρυμμένος (πιστεύω εγώ) στο παρελθόν του βασικά και τή μνήμη του : όταν τόν βασάνιζε η χούντα άκουγε άλλες γυναίκες να βασανίζονται δίπλα του – επομένως ξέρει τί θα πει να είσαι ολόκληρος ασυμβίβαστος αξιοπρεπής και παντοδύναμος άνθρωπος ανεξαρτήτως φύλου

.

.

   από τήν άλλη βέβαια, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, γιατί οι τηλεορασάκηδες ενώ καθιερώνουν απ’ τή μια τόσο τολμηρά τό «τηλεθεάτρια», υποτάσσονται από τήν άλλη τόσο πειθαρχημένα, κατά κανόνα μέχρι σήμερα (πλην τής (άγνωστης) υποτιτλίστριας (λέτε να ήταν υποτιτλιστής ; πλάκα θα ’χε) στο γελοιωδέστατο «βουλευτίνα» : αλλά δεν είναι και δύσκολη δα η απάντηση : οι άνθρωποι αυτοί υιοθετούν με τόσο σθένος τόν υποβιβασμό μιας γυναίκας που έχει (έστω και συμβολική) δύναμη, απλώς και μόνο, και ακριβώς και μόνο, γι’ αυτό : διότι με τό να ’σαι τηλεθεατής δεν έχεις βέβαια και καμιά δύναμη σπουδαία, είσαι απλώς θύμα και δούλος, και ως δούλο και θύμα μπορούμε να σού κάνουμε και κάνα κοπλιμέντο (ότι διατηρείς τό φύλο σου, κι ότι αυτό τό φύλο μεγαλόψυχα σού τό αναγνωρίζουμε). Όμως ο συνειρμός μέσω ήχου και κατάληξης – η έστω ακόμα και σκέτη μνήμη γυναίκας που έχει πραγματική δύναμη – α, αυτό φέρνει στο μυαλό πράματα ανοίκεια και απεχθή, θυμίζει άλλες γυναίκες, που ήταν δυνατές όταν πολεμούσαν ως αντάρτισσες παντοδύναμες όταν τίς βασάνιζαν ως αγωνίστριες

   και αυτές οι μνήμες ενοχλούν σε βαθμό αβάσταχτου πόνου τό καθεστώς τών αντρών τό οποίο ως ιδεολογία μιας έντρομης αλλά και ανήλεης πατριαρχίας ζει και βασιλεύει ισχυρό και στην πλειοψηφία τής αριστεράς και όχι μόνο στην ολότητα τής δεξιάς, όπως νομίζουν οι αφελείς και οι άσχετοι

    αλλά σε τελευταία ανάλυση, και στο κάτω–κάτω, τί μάταιη που ήταν αυτή η συζήτηση, αφού σκιαγράφησε περίφημα τό «δυο  γάϊδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα». Όλ’ αυτά θα ανατρέπονταν απλώς ευκολότατα, αν αποφάσιζαν ν’ ανοίξουν και οι γυναίκες τής βουλής δηλαδή τό στοματάκι τους και να διεκδικήσουν οι ίδιες για τίς εαυτές τους τόν σωστό τίτλο και όνομα. Αν οι σημερινές δεν τό κάνουν, προσωπικά (νομίζω ότι) δικαίως, διότι αυτές κάτι φαίνεται πως ξέρουν : κάτι νομίζουν πως ξέρουν δηλαδή, και γι’ αυτό αδιαφορούν τόσο πολύ για τίς λέξεις, τά φαινόμενα και τούς ήχους, που σκιάζουν απλώς τήν ουσία (τής υποτιθέμενης δηλαδή εξουσίας τους)

   δεν παύω όμως να ελπίζω (εγώ, απλώς) ότι κάποτε θα μπουν στη βουλή και πιο περήφανοι άνθρωποι, που αν τίς αποκαλέσει κανείς «βουλευτίνα» θα τού πουν με αξιοπρεπές και ήρεμο ύφος : «βουλεύτρια παρακαλώ.»

   κι αν ο άλλος επιμείνει ή κάνει ότι δεν ακούει, θα τού πουν με πολλή αξιοπρέπεια (και θυμό εντέλει) :  – βουλευτίνα να πεις τή μάνα σου

   διότι είναι και μερικές φορές που οι ήχοι παύουν να είναι σκιές

.

.

.

.

|| οι φωτογραφίες τών κολάζ : κίττυ αρσένη, νατάσα μερτίκα, μαργαρίτα γιαραλή, ρηνιώ μίσσιου : κορίτσια τού αντιδικτατορικού αγώνα, όπως τίς φωτογράφησα κατά τή διάρκεια τού συνέδριου «για τίς γυναίκες στην αντίσταση», λέρος 2005 (τής κίττυς αρσένη έχω συμπεριλάβει και μια νεανικότερη φωτογραφία της, από τήν εποχή που τήν συνέλαβε η χούντα τού ’67) || η φωτογραφία τού περικλή κοροβέση είναι τού 2007 από βιντεοσκόπησή μου στα γραφεία τής εφημερίδας «εποχή» || 

|| κολάζ κορυφής και τέλους : δεκαετία τού ’70, φεμινιστικές συνελεύσεις στην ιταλία, και δεκαετία τού ’40, ελληνίδες αντάρτισσες με τά όπλα τους ||

.

.

.

.

.

.

.

Start a Blog at WordPress.com.