σημειωματαριο κηπων

26 Νοεμβρίου 2015

για τόν «έρασμο», τίς «σημειώσεις», και τή «σχολή τής φραγκφούρτης»

 

 

 

 

αναδημοσιεύω σήμερα αποσπάσματα από τό κείμενο τού φώτη τερζάκη «ένα παράδειγμα : τό περιοδικό σημειώσεις στην ελλάδα» που γράφτηκε για τό περιοδικό «πλανόδιον» τό 1996 και αναδημοσιεύεται στο τρέχον τεύχος τού περιοδικού «πανοπτικόν» τό αφιερωμένο στον γεράσιμο λυκιαρδόπουλο

καθότι έχουμε να κάνουμε με μια θαυμάσια εισαγωγή (τήν πρώτη και μόνη απ’ όσο ξέρω ώς τώρα) για τήν ιστορία και τό ιστορικό αυτής τής πολύτιμης παρέας από ποιητές και φιλόσοφους, που έδρασαν σιωπηλά και επίμονα για χρόνια γνωρίζοντάς μας τή σκέψη τών άλλων σιωπηλών και επίμονων, τής κριτικής θεωρίας, τήν οποία και μάς παρέδωσαν – με διορατική επιμονή και γενναιοδωρία – στα ελληνικά πρώτοι, και για χρόνια μόνοι, από τίς εκδόσεις «έρασμος» τό από κάθε άποψη γενναίο και από κάθε άποψη αγαπημένο παρακλάδι τού περιοδικού «σημειώσεις»

(οι λίγοι τονισμοί στο κείμενο είναι δικοί μου)

 

 

[ ] Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι η χαμηλόφωνη επανάσταση για την οποία θέλουμε να μιλήσουμε εδώ, εκ μέρους μιας ομάδας ανθρώπων από την οποία αργότερα αναδύθηκε ο κύκλος τού περιοδικού Σημειώσεις, ξέσπασε μέσα στους κόλπους μιας ορισμένης αριστερής διανόησης κατά τη δεκαετία τού ’50 κυρίως σαν ένα ρεύμα αισθητικής αντιπολίτευσης. Όμως για να κατανοήσουμε τη σημασία αυτού τού φαινομένου πρέπει να πάμε πιο πίσω, προκειμένου να ανιχνεύσουμε τις γνήσια πολιτικές του ρίζες. Από την ίδρυση τού ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος (1918) υπήρξαν στο εσωτερικό του μικρές ομάδες δυναμικής αριστερής αντιπολίτευσης, αρχικά σε θέματα που αφορούσαν τον εθνικισμό και τον πόλεμο, κι εν συνεχεία σε θέματα εσωτερικής οργάνωσης και δημοκρατικής δομής. Οι κυριότερες τέτοιες τάσεις, που επρόκειτο ν’ αναπτυχθούν από τη δεκαετία τού ’20 και μετά, ήταν οι Τροτσκιστές (με σημαντικότερη ηγετική φυσιογνωμία τον Παντελή Πουλιόπουλο) που έμελλε να εκκαθαριστούν οι μισοί από τούς Γερμανούς στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και οι υπόλοιποι από τούς σταλινικούς εκτελεστές τής Ο.Π.Λ.Α., οι Αρχειομαρξιστές, οι οποίοι αφού θα γνώριζαν και αυτοί προηγουμένως άγριες εκ τών ένδον διώξεις θα έδιναν στον εμφύλιο την υποστήριξή τους στον Εθνικό Στρατό, και η μικρή ομάδα γύρω από τον διεθνιστή αγωνιστή Άγι Στίνα (ψευδώνυμο τού Σπύρου Πρίφτη) η οποία θα έγραφε μία από τις σημαντικότερες, και τις πιο συγκινητικές σελίδες στην ιστορία τού ελληνικού εργατικού κινήματος : τροτσκιστής αρχικά, έδωσε αγώνα ενάντια στις εθνικιστικές τάσεις τής κομμουνιστικής ηγεσίας, εργάστηκε εναντίον κάθε εθνικού πολέμου δημιουργώντας επιτροπές συνειδητοποίησης Ελλήνων και Τούρκων στρατιωτών κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, πράγμα που θα έκανε και πάλι στην κατοχή ανάμεσα στους Γερμανούς και Ιταλούς στρατιώτες, και ταυτόχρονα αγωνίστηκε σκληρά εναντίον τής σταλινοποίησης τού κόμματος που άρχισε σταδιακά μετά το Συνέδριο τού 1924· εκδιωγμένος από το κόμμα μετά το 1931, και ανάμεσα στους εκτελεστές τού Ζαχαριάδη και τους βασανιστές τού Μεταξά, θα συνεχίσει να συσπειρώνει γύρω του μια χούφτα έντιμων αγωνιστών αφοσιωμένων στη διεθνή επανάσταση κάτω από τη σημαία τής Τετάρτης Διεθνούς, για να συνειδητοποιήσει γύρω στα χρόνια τού πολέμου ότι και οι πραγματικές του αποκλίσεις από τον Τροτσκισμό ήταν μεγάλες· απομονωμένος αλλά απτόητος, έχοντας επανειλημμένα δραπετεύσει από φυλακές και διαφύγει σίγουρες εκτελέσεις, θα συνεχίσει να κρίνει την καταστροφική πολιτική τού κομμουνιστικού κόμματος και να διαπαιδαγωγεί νεαρούς επαναστάτες και διανοούμενους. Είναι γνωστό πόσο ισχυρή ήταν η πνευματική του επιρροή σε ανθρώπους που αργότερα επρόκειτο να διαμορφώσουν εξέχουσα θεωρητική φυσιογνωμία, όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης.

Υπάρχει μια αόρατη γενεαλογική γραμμή που συνδέει τον κύκλο τού περιοδικού Σημειώσεις (που τυπικά θα συγκροτηθεί μετά τη μεταπολίτευση τού 1974) με πρόσωπα όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης και ο Παναγιώτης Κονδύλης (παρόλες τις πολύ διαφορετικές κατευθύνσεις που ακολούθησε η σκέψη τους), και αυτή η γραμμή φτάνει μέχρι τον Ά. Στίνα. Ανάμεσα στους νέους που σύχναζαν στον κύκλο τού Στίνα, και που συχνά συνέβαλλαν στη διαμόρφωση τών πολιτικών του θέσεων, ήταν ο Κ. Καστοριάδης, ο Αντώνης Λαυραντώνης και ο Μανώλης Λαμπρίδης (ψευδώνυμο τού Μανώλη Λεοντάρη, που ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός τού ποιητή και από τον ιδρυτικό κύκλο τών Σημειώσεων Βύρωνα Λεοντάρη). Ο Καστοριάδης, μετά τη μετανάστευσή του στη Γαλλία, ακολούθησε τη γνωστή σταδιοδρομία τού φιλοσόφου και θεωρητικού τής αυτονομίας επεξεργαζόμενος μέσ’ από τις σελίδες τού Socialisme ou Barbarie ιδέες που αποτελούσαν κοινή κληρονομιά τής ομάδας την οποία συζητάμε· ο Α. Λαυραντώνης, ένα πνεύμα ζοφερό αλλά οξύτατο και βαθιά διαλεκτικό, παρόλο που ποτέ δεν έγραψε (εκτός από μια περίφημη αλληλογραφία του με τον Καστοριάδη στα χρόνια τής δικτατορίας που δυστυχώς χάθηκε), άσκησε μια σωκρατική επιρροή στους κύκλους του και απευθείας μαθητής του μπορεί να θεωρηθεί ο Π. Κονδύλης, τού οποίου η φιλοσοφικά επεξεργασμένη κυνική (στα ίχνη τού Hobbs) θεωρία τής ισχύος, όπως και ο λεπτός σαρκασμός τού ύφους του, φέρουν τη σφραγίδα τού ζοφερού πεσιμισμού τού Α. Λαυραντώνη· ο Μανώλης Λαμπρίδης, τέλος, συνεργάτης τού τροτσκιστικού Μαρξιστικού Δελτίου στα χρόνια τού ’50 (μαζί με Βερούχη, Χατζημιχελάκη, κ.ά.), ήταν εκείνος ο οποίος ξεκίνησε την αισθητική αντιπαράθεση με τον σταλινισμό τής «επίσημης» αριστερής κριτικογραφίας μέσ’ από τις σελίδες τής Επιθεώρησης Τέχνης την ίδια εποχή. Ήταν ο πρώτος που, από μια ριζοσπαστική αριστερή σκοπιά, θα υποδεχόταν τον σουρρεαλισμό και ορισμένες τάσεις τής καλλιτεχνικής πρωτοπορίας ως επαναστατικά (με την πολιτική έννοια τού όρου) φαινόμενα, που θα έδειχνε τη σημασία τών ποιητών τής λεγόμενης παρακμής, όπως ο Καρυωτάκης και η γενιά τού ’20, και που θα εκδήλωνε γενικά μια μεγάλη ευαισθησία στην εκτίμηση τών σχέσεων μεταξύ αισθητικής καινοτομίας και πολιτικού ριζοσπαστισμού. Γύρω από τον Μανώλη Λαμπρίδη και κάτω από την αδιαμφισβήτητη πνευματική του επιρροή διαμορφώνεται ένας κύκλος νεωτέρων, οι οποίοι είναι ακριβώς οι άνθρωποι που από το 1973 θα πλαισιώσουν το περιοδικό Σημειώσεις.

Μεγαλύτερος από αυτούς, και κατά κάποιον τρόπο ποιητικό και ηθικό ίνδαλμα μερικών από τούς νεώτερους, ήταν ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ένα πρώιμο ποιητικό ταλέντο και ταυτόχρονα οξύτατος κριτικός νους που συνδύαζε – συνδυάζει ακόμη – μιαν αυθεντική λαϊκή ευαισθησία μ’ ένα στοιχείο υψηλού διανοητικού ελιτισμού. Ο Γ. Λυκιαρδόπουλος εμφανίζεται ήδη στα τέλη τής δεκαετίας τού ’50 δημοσιεύοντας στη Νέα Εστία, την Εφημερίδα τών Ποιητών, την Επιθεώρηση Τέχνης και το Μαρξιστικό Δελτίο. Ειδικά η Επιθεώρηση Τέχνης και οι εκεί πολεμικές θα γίνουν αφορμή να συσταθεί – με την έννοια μιας διανοητικής συγγένειας – αυτή η παρέα. Στο 7º τεύχος (1955) ο Μ. Λαμπρίδης δημοσιεύει ένα ριζοσπαστικό άρθρο με τίτλο «Ιl gran rifiuto», και υπότιτλο «Καβάφης, Βάρναλης, Καρυωτάκης και η παρακμή» το οποίο, ως πρόκληση στον σταλινισμό τής Επιθεώρησης Τέχνης, ξεσήκωσε οργισμένες αντιδράσεις εκ μέρους τών Τ. Βουρνά και Μ. Μ. Παπαϊωάννου, και αργότερα τού Μ. Αυγέρη, τροφοδοτώντας μια υψηλόφωνη συζήτηση που κράτησε για αρκετά τεύχη. Στο 29º τεύχος (1957) στη συζήτηση μπαίνει ο Μανόλης Αναγνωστάκης με το άρθρο του «Προβλήματα σοσιαλιστικού ρεαλισμού» υπερασπίζοντας τις θέσεις τού Μ. Λαμπρίδη. Το 1963 ξεσπάει μια δεύτερη συζήτηση τής οποίας το έναυσμα θα δώσει ο μικρότερος αδελφός τού Μ. Λαμπρίδη, ο Βύρων Λεοντάρης, ο σημαντικότερος ίσως ποιητής τής δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς και ένας εξέχων κληρονόμος τού καρυωτακισμού, με το περίφημο άρθρο του «Η ποίηση τής ήττας». Ο Τ. Βουρνάς θα επιτεθεί στο γνωστό ύφος δίνοντας αφορμή στον Β. Λεοντάρη για μια δευτερολογία, ενώ η συζήτηση θα προκαλέσει την παρέμβαση τού Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου με το άρθρο «Η ποίηση τής ήττας, σύγχρονη αντιστασιακή ποίηση». Το σήμα είχε δοθεί, ένας πνευματικός κύκλος είχε γεννηθεί : το 1961 οι αδελφοί Λεοντάρη, ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος μαζί με δύο νεώτερους ποιητές που θα γίνουν αναπόσπαστα μέλη τής ομάδας, τον Στέφανο Ροζάνη που θα αναπτύξει σημαντικό φιλολογικο–κριτικό έργο στη σκιά τού Ρομαντισμού και τον ψυχίατρο Μάριο Μαρκίδη, και ο Ν. Παντής εκδίδουν ένα περιοδικό συλλογικής έκφρασης που φιλοδοξούσε να είναι ο αριστερός αντίποδας τής Επιθεώρησης Τέχνης, τις ιστορικές Μαρτυρίες (λίγο αργότερα ο Μ. Αναγνωστάκης θα εκδώσει και αυτός στη Θεσσαλονίκη την Κριτική, στην οποία αρθρογραφούν σποραδικά τα περισσότερα από τα μέλη τού κύκλου τών Μαρτυριών). Μετά το ιδεολογικό άνοιγμα που κάνει το 1965 η Επιθεώρηση Τέχνης (χάρη στην πρωτοβουλία τών Κουλουφάκου – Ραυτόπουλου) η παρέα επανέρχεται στους κόλπους της αναστέλλοντας προς στιγμήν την έκδοση τών Μαρτυριών. Αυτές θα επανεκδοθούν βγάζοντας δύο τεύχη μεταξύ 1966 και 1967 ως Μαρτυρίες Β΄, για να σταματήσουν οριστικά με το πραξικόπημα και την απριλιανή δικτατορία. Περίπου ένα χρόνο πριν ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος έχει μπαρκάρει στο εμπορικό ναυτικό (σα ναύτης, και αργότερα ασυρματιστής) απ’ όπου θα επιστρέψει μόνο το 1975, υπό δραματικές συνθήκες, για ν’ αναλάβει την έκδοση τού περιοδικού Σημειώσεις και τη συνδεδεμένη με τον κύκλο τού περιοδικού εκδοτική «Έρασμος».

Παρά το χάσμα που επέβαλε η δικτατορία, υπήρξαν ορισμένες παράνομες εκδοτικές δραστηριότητες, καθώς και η (νόμιμη) έκδοση ενός τεύχους με τίτλο Προτάσεις, που πρέπει να θεωρηθεί ακριβώς ως προάγγελος τών Σημειώσεων. Όταν πάντως το 1973, πριν ακόμα τη μεταπολίτευση, καταργήθηκε ο νόμος περί λογοκρισίας, η ομάδα ανασυγκροτείται και αποφασίζει την έκδοση ενός καινούργιου περιοδικού : πρόκειται αυτή τη φορά για τις Σημειώσεις, και την ομάδα αποτελούν οι Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Βύρων Λεοντάρης, Στέφανος Ροζάνης, Μάριος Μαρκίδης, Ανδρέας Μυλωνάς και Ρένα Κοσσέρη. Παρόλο που οι δύο τελευταίοι θα πάψουν να εμφανίζονται με κείμενά τους στις σελίδες τού περιοδικού λίγο αργότερα, ενώ δύο ποιητές, ο Τάσος Πορφύρης και ο Μάρκος Μέσκος θα εμφανίζονται σποραδικά με ποιήματά τους, ο αρχικός πυρήνας παραμένει αρραγής σε μιαν αξιοθαύμαστη εκδοτική προσπάθεια, με πενιχρά έως ανύπαρκτα μέσα, με τις πλάτες περιφρονητικά στραμμένες στη δημοσιότητα και με μια αισθητική και θεωρητική ποιότητα που δεν συγκρίνεται με κανενός απολύτως συγχρόνου τους εντύπου, η οποία συνεχίζεται απρόσκοπτα μέχρι σήμερα έχοντας εκδόσει 45 μικρά τεύχη, από τα οποία τα 17 πρώτα είναι εδώ και χρόνια εκτός αγοράς.

 

 

Όλα αυτά τα λέμε για να μπορέσει να φανεί καθαρά η ιστορία αυτού τού πνευματικού κύκλου την οποία φαίνεται ότι ακόμα και οι (λιγοστοί) σημερινοί αναγνώστες τους αγνοούν, αλλά και για να τεκμηριώσουμε την αναλογία που θέλουμε να υποδείξουμε μ’ ένα στοιχείο που μάς φαίνεται τρομερά ουσιώδες : τη συγκεκριμένη πολιτική ρίζα και την πολυεπίπεδη προσωπική στράτευση τής σκέψης αυτής και αυτών τών ανθρώπων. Γιατί και η Σχολή της Φρανκφούρτης, για την οποία μιλάμε σήμερα συχνά με λόγια τών οποίων το βάρος δεν έχουμε ζυγίσει, δεν ήταν ακαδημία. Παρότι πανεπιστημιακοί καθηγητές, οι πρωτεργάτες της ενεπλάκησαν στην περιπέτεια τής δημιουργίας της ακριβώς για να δραπετεύσουν από τα στεγανά ενός ημι–φεουδαρχικού γερμανικού ακαδημαϊκού κατεστημένου – και γνωρίζουμε πώς μέχρι σήμερα οι πανεπιστημιακοί θεσμοί παραμένουν εχθρικοί απέναντι στο είδος τής σύνθετης και γεμάτης φαντασία έρευνας τής οποίας υπόδειγμα μπορούμε να θεωρήσουμε εκείνη που διεξήγαγε το ιστορικό Ινστιτούτο τής Φρανκφούρτης. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό : η Σχολή τής Φρανκφούρτης προπάντων γεννήθηκε, επωάστηκε, γαλουχήθηκε μέσα στη μεγάλη παράδοση τού ευρωπαϊκού επαναστατικού κινήματος, και βλέπει κανείς με ποιους τρόπους η προϊστορία της υπήρξε κρίσιμα συνδεδεμένη με τις εκδιπλώσεις τού εργατικού κινήματος και τού επαναστατικού Μαρξισμού τών χρόνων τού μεσοπολέμου. Και ακόμη πιο πέρα, η σκέψη αυτή στάθηκε για τούς πρωτεργάτες της μια τρομερή αφιέρωση ζωής, πληρωμένη – όπως καθένας γνωρίζει σήμερα – με αληθινό αίμα. Το αίμα και η αγωνία δεν μπορεί να μετρηθεί παρά μόνο με αίμα και αγωνία, πράγματα ολότελα ξένα για τούς σημερινούς ακαδημαϊκούς που επιζητούν να κάνουν δημόσιες σχέσεις ως διαχειριστές τών ιδεών της – [ ] Όμως το πνεύμα, και προπάντων το είδος τού πνεύματος για το οποίο μιλάμε εδώ, βρίσκεται αλλού.

Η συγγένεια τού κύκλου τών Σημειώσεων με το ρεύμα τών ιδεών που εκπροσώπησε η Σχολή τής Φρανκφούρτης έχει βέβαια μία προφανή πλευρά : το ότι ένα μέρος τού έργου τής τελευταίας έχει μεταφραστεί, εκδοθεί, σχολιαστεί και ενσωματωθεί κριτικά μέσ’ από γραπτά και δημοσιεύσεις τού περιοδικού και τών εκδόσεων «Έρασμος» – και δεν γνωρίζω άλλο νεοελληνικό εκδοτικό ή πνευματικό φορέα που να έχει κάνει τίποτε ανάλογο σε έκταση και σε βάθος. Όμως η ουσιώδης συγγένεια βρίσκεται ακόμη πιο βαθιά, και αφορά μια επιλογή υπαρξιακή και κοσμοθεωρητική, αισθητικούς τρόπους και συναφείς θέσεις από τις οποίες κανείς στοχάζεται και μιλά. Θα αναφέρω δύο μόνο τέτοια στοιχεία, για να κλείσω μ’ αυτόν τον τρόπο αυτή τη μικρή αναφορά.

Ο κύκλος τών Σημειώσεων, όπως κι εκείνη η ομάδα τών Γερμανοεβραίων φυγάδων, έχει τις ρίζες του μέσα σ’ ένα επαναστατικό όραμα απολύτρωσης που στα νεανικά τους χρόνια μπόρεσε για μια στιγμή να ενσαρκωθεί από την πολιτική αριστερά, όμως ανδρώθηκε, ωρίμασε μέσα στην οδυνηρή επίγνωση μιας ήττας : είδαν τις πολυτιμότερες ελπίδες τους να συντρίβονται από μια ιστορική εκδίπλωση που οδηγούσε αντί στην απελευθέρωση σε μιαν αύξουσα βαρβαρότητα, είδαν τούς πολιτικούς τους εχθρούς και φίλους να βρίσκονται σαρκαστικά στο ίδιο εντέλει στρατόπεδο, και από αυτή τη θέση έκαναν τη σκέψη το έσχατο όπλο τής απελπισίας που χτυπάει απεγνωσμένα προς όλες τις κατευθύνσεις, δίχως κανένα έρεισμα ισχύος, δίχως την αναμονή αρωγής ή δικαίωσης από πουθενά, και – το τραγικότερο – δίχως ελπίδα.

Μέσα από μια τέτοια θέση, από την άλλη μεριά, ούτε στιγμή δεν αρνήθηκαν τις πολιτικές προϋποθέσεις τής ίδιας τους τής απελπισίας, αλλά παρέμειναν πάντα στρατευμένοι μ’ έναν ιδιότυπο τρόπο : αρνούμενοι (κατά τρόπο εντυπωσιακά όμοιο μ’ εκείνον τού Χορκχάιμερ ή τού Αντόρνο) όλες τις αναπόφευκτες εξουσίες που συνεπάγεται η άμεση πολιτική δράση, αναδιπλώθηκαν – ή μήπως βρίσκονταν εξαρχής εκεί ; – στην αισθητική σφαίρα τής έκφρασης υποδεικνύοντας διαρκώς, με την ίδια τους τη γραφή, την απολυτρωτική σημασία που κλείνει μέσα της η αυθεντική αισθητική μορφή. Ο αγώνας για την αισθητική έκφραση γίνεται όχι υποκατάστατο, αλλά η ίδια η καρδιά, η πεμπτουσία τού πολιτικού αγώνα, αν βέβαια εκείνο που διακυβεύεται σ’ έναν τέτοιο αγώνα είναι η ανθρώπινη ελευθερία και η ανθρώπινη ευτυχία. Εδώ λοιπόν (όπως και στα όψιμα κυρίως γραπτά τού Αντόρνο) βρίσκουν το αρχιμήδειο σημείο τους ένας ορισμένος ασκητισμός, ως πεισματική άρνηση τής συμμετοχής στην πολυτελή εκπόρνευση που ενορχηστρώνουν τα μαζικά μέσα, κι ένας ανυποχώρητος αισθησιασμός τής ζωής και τής αληθινής χαράς, μέσ’ από τούς δρόμους τής νοσταλγίας ως επίκληση σ’ εκείνο που έχει πια εξαφανιστεί, και σ’ εκείνο που θα μπορούσε ακόμη και τώρα να υπάρξει. Λιγότερο φιλόσοφοι αλλά περισσότερο ποιητές από τούς στοχαστές τής Φρανκφούρτης, πιο εσωστρεφείς και χαμηλόφωνοι αλλά δίνοντας μια ισοσθενή λειτουργία σε όλες τις πλευρές τής πνευματικής τους έκφρασης, ο κύκλος τού περιοδικού Σημειώσεις μοιάζει να ενσαρκώνει εκείνο που οι πρωτεργάτες τής Σχολής τής Φρανκφούρτης πίστευαν για τούς εαυτούς τους : τούς τελευταίους ανθρώπους, τούς τελευταίους στοχαστές και δημιουργούς που ταυτόχρονα συνιστούν ολοκληρωμένες πνευματικές περιπτώσεις, αληθινούς θεματοφύλακες μιας εικόνας τού ανθρώπου που βουλιάζει στο τέλμα ενός κόσμου αιχμάλωτου τών πιο εφιαλτικών του ονείρων.

 

 

 

 

 

 

12 Αυγούστου 2014

βύρωνα λεοντάρη, μικρά αλλά μεγάλα πεζά

 

 

 

 

η ασθένεια προς θάνατον επελαύνει μονίμως ακάθεκτη όπως φαίνεται, πάνω και γύρω μας, και μέ αναγκάζει να διακόψω τήν επ’ ολίγον αδιάκοπη παράθεση λόγων τού συνοφρυωμένου προτεστάντη δανού, για να θυμηθούμε (και πάλι επ’ ολίγον) έναν άλλον αυστηρό, αλλά γλυκύτατο, άθεο (ελληνικότατης, αυτή τή φορά, καταγωγής) : ο θάνατος τού βύρωνα λεοντάρη πλήττει ερωμένες κι εραστές και τής ποίησης και τής νόησης (στις κριτικότερες και λαμπρότερες στιγμές τους) σ’ αυτόν τόν φτωχό και μουντό τόπο

ελάχιστη απότιση μνήμης λοιπόν, αποσπάσματα από τό δοκιμιακό του έργο, που θα τά ξεκινήσω αλλοιώνοντας ελαφρώς τή σειρά με τήν οποία τά κείμενα αυτά εκδόθηκαν, ξεκινώντας δηλαδή με ένα σημαδιακό (κατά τή γνώμη μου) κείμενο τού ’75 τό οποίο δεν βαδίζει απλώς χειροπιασμένο με τήν πικρή σατιρική διάθεση τού κίρκεγκωρ στα κείμενά του εναντίον τών συγχρόνων του «κριτικών», αλλά παρακολουθεί και περιγράφει (και συνοδοιπορεί, θα ’λεγε κανείς, περίφημα, με) τόν γενικότερο εξευτελισμό τής ελληνικής «πνευματικής» ζωής στις δικές μας, αυτοκρατορικής αθλιότητας και ξηρότητας, ημέρες :

 

 

 

 

τό πνευματικό imperium

 

Η πραγματικότητα μισεί αυτούς που δεν τήν αποδέχονται ως αναγκαιότητα και ιστορία. Η πνευματική αγορά σέ εκδικείται όταν τήν αγνοείς. Απρόκλητα και αυθαίρετα σέ ταξινομεί μέσα της, σέ ανθολογεί, σέ μελοποιεί, σέ μεταφράζει, σέ συζητεί, σέ βιογραφεί, σέ νεκροτομεί και σέ καταβροχθίζει στα κανιβαλικά συμπόσια τών λειτουργιών και εκδηλώσεών της. Βλέπεις τήν υπογραφή σου σε διακηρύξεις που δεν υπέγραψες και δεν βλέπεις τ’ όνομά σου κάτω από δικά σου κείμενα, σού αποδίδουν ιδέες που δεν πρεσβεύεις και σού αρνούνται τίς δικές σου, φέρεσαι απών εκεί που είσαι παρών και αντίστροφα από βαθμοφόρους τού πνεύματος. Όλη αυτή η παραμόρφωση, γιατί η αγορά και ο στρατώνας τού πνεύματος θέλουν να εκβιάσουν τή συμμετοχή σου στην περιοχή τους για τή νομιμοποίηση και συντήρηση τών θεσμών και τών μηχανισμών τους.

Ενώ είναι γνωστές οι θέσεις ορισμένων ποιητών πάνω στο θέμα «Πολυτεχνείο», κατά τής επαίσχυντης παραποίησης μιας γνήσιας επαναστατικής πράξης που «κρατικοποιείται» και καταντάει «εθνική επέτειος», εμφανίζεται στις προθήκες τών βιβλιοπωλείων και κυκλοφορεί ένα πολυτελέστατο – και πανάκριβο – λεύκωμα σαν καταστόλιστος δίσκος γραφείου κηδειών, όπου καταχωρούνται στίχοι (άσχετοι φυσικά προς οποιαδήποτε θεματογραφία τού «πολυτεχνείου»)  κ α ι  αυτών τών ποιητών, με τά ονόματά τους, χωρίς καμμιά προηγούμενη άδειά τους και χωρίς καν να ερωτηθούν, έτσι που δημιουργείται η εντύπωση ότι μετέχουν κι αυτοί (σε κραυγαλέα αντίθεση προς τίς θέσεις τους), σ’ αυτή τήν επίσημη τελετή που διαστρέφει τήν ουσία τής εξέγερσης στο αντίθετό της.

Τό θέμα, φυσικά, δεν έχει σημασία από τήν άποψη τών εντυπώσεων αλλά ως έκφραση τού πνευματικού imperium. Οι υπεύθυνοι τής έκδοσης τού λευκώματος ξέρουν πολύ καλά ότι ορισμένοι ποιητές και ορισμένα έργα, απ’ όπου σταχυολόγησαν στίχους, δεν μπορούν να συμβιβαστούν με παρόμοια καμώματα. Λειτούργησαν όμως και ενήργησαν αναγκαστικά, και ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε προθέσεις, κάτω από τή νομοτέλεια τής περιοχής τους.

Παρόμοιες εκδόσεις εντάσσονται στα πλαίσια τής διαμάχης μεταξύ ελαφράς φιλολογίας (επιθεώρηση, λαϊκός περιοδικός τύπος) και τής «σοβαρής τέχνης» (ποιητές τής καριέρας, σεναριογράφοι, θεατρογράφοι, λιμπρετίστες κ.λπ.) για τή διανομή τών κερδών τής – νομιμοποιημένης πια απ’ όλους – καπηλείας τού Πολυτεχνείου. Είδαμε με πόση μανία και πανικό οι εκπρόσωποι τής σοβαρής τέχνης αντέδρασαν κατά τής δραστήριας επιθεωρησιακής εκμετάλλευσης, αιφνιδιασμένοι γιατί αυτοί δεν ήταν ακόμη έτοιμοι να διαθέσουν στην αγορά τά (προχρονολογημένα συνήθως στις περιπτώσεις αυτές…) έργα τους.

Αυτό όμως που περισσότερο ενδιαφέρει, είναι ότι τό λεύκωμα αποτελεί μιαν ακόμη προκλητική επίδειξη ισχύος τών εκπροσώπων τής κρατούσας σήμερα  ποίησης  απέναντι  στην  αυθεντική  ποίηση,  έναν  αληθινό    π ν ε υ μ α τ ι κ ό    ι μ π ε ρ ι α λ ι σ μ ό. Γιατί σήμερα κρατούσα ποίηση δεν είναι πια η ποίηση τού Α ή Β ποιητή, αλλά η στιχουργία τών σοβαροφανών πολιτικών τραγουδιών και τά λιμπρέτα αντιστασιακών ορατορίων «προοδευτικών» ημιμουσουργών και ημιμουσικών. Η στιχουργία που, διαπράττοντας τίς πιο φρικαλέες παραποιήσεις, απομιμήσεις, λεηλασίες, διασκευές και κάθε είδους ανόσιες επιμειξίες σε βάρος ξένων   α υ θ ε ν τ ι κ ώ ν   ποιητικών κειμένων, και αλλοιώνοντας κι αυτή τή συχνά ποιητική ψυχή τών στιχοποιών, προσφέρει μια «ποίηση» εύπεπτη, κατάλληλη για μαζική κατανάλωση. Χρησιμοποιώντας ένα τοτεμικό βυζαντινο–αντιστασιακό λεξιλόγιο συναντά τήν ντρεσαρισμένη δεκτικότητα και ερεθίζει τήν ευνουχισμένη επαναστατικότητα ενός φιλότεχνου και κηδειόφιλου κοινού. Είμαστε στην εποχή που τό επαναστατικό κίνημα εκφυλίζεται σε «πολιτιστικό». Η   μ ε λ ο π ο ί η σ η   τ ή ς   ι δ ε ο λ ο γ ί α ς   προσδίδει σ’ αυτήν έναν εμβατηριακό (δηλαδή ακόμη πιο   υ π ο δ ο υ λ ω τ ι κ ό   για τίς μάζες) χαρακτήρα και αποτελεί επιστροφή στην πρωτόγονη αντίληψη για τήν επιτάχυνση τής πορείας τής ιστορίας με ρυθμικά παλαμάκια… Αυτή η στιχουργία, ακολουθώντας τόν δρόμο που άνοιξε η ελαφροσοβαρή μουσική, έχει εξασφαλίσει απόλυτη αυθαιρεσία απέναντι σε κάθε τί τό αυθεντικό και κατοχυρώνει όλο και ασφαλέστερα τά οικονομικά της οφέλη. Ξέρει πως τά αυθεντικά έργα δεν έχουν καμμιά προστασία – εκτός από τήν προστασία τού… να είναι άγνωστα… Τό τέρας που ονομάζεται «πνευματική ιδιοκτησία» (ιδιοκτησία και «πνευματική» γίνεται ; ) ελλοχεύει και θρέφεται μόνο στα γραφεία καλλιτεχνικών οργανισμών, εκδοτών, εταιρειών δίσκων και ταινιών κ.λπ. Τό έργο τέχνης δεν προστατεύεται παρά μόνο αφού γίνει εμπόρευμα, όπως δεν προστατεύεται και η προσωπικότητα τού καλλιτέχνη αλλά μόνο τό προσωπείο του. Αντίθετα, προστατεύεται και πολύ αποτελεσματικά μάλιστα, η κάθε εμπορικά επιτυχημένη παραποίηση αυθεντικών έργων, καθώς και ο παραχαράκτης τους από τυχόν άλλους επίδοξους σφετεριστές. Η συμφωνία αριθ. 40 τού Μότσαρτ δεν προστατεύεται, προστατεύεται όμως τό «χασάπικο 40».

Από τήν αυθεντικότητα ώς τόν κοινωνικό του μύθο ο καλλιτέχνης χάνει κάθε αυτοπροσδιορισμό. Χάνει συνήθως και τή μόνη ευκαιρία του, να στρέψει πίσω και να γίνει στήλη άλατος. Τά κριτήρια τού ετεροπροσδιορισμού του ήταν ανέκαθεν μπάσταρδα, κι όσοι τά χρησιμοποιούν είναι ακριβώς αυτοί που λιγότερο πιστεύουν σ’ αυτά. Γιατί βέβαια, ο Σαρτρ δεν είναι η άρνηση τού νόμπελ, ούτε ο Μπέκετ η αποδοχή του. Ο Σολωμός δεν είναι η δίκη του με τή μάνα του, ούτε ο Σεφέρης κι ο Νερούντα η διπλωματική τους ιδιότητα, ούτε ο Θεοδωράκης οι πολιτικές του δηλώσεις. Ο καλλιτέχνης δεν είναι όλα αυτά. Είναι   π α ρ’   ό λ α   α υ τ ά.  Αν εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται παρόμοια κριτήρια για τόν καλλιτέχνη (κριτήρια κοινωνικής, ερωτικής, πολιτικής συμπεριφοράς κ.λπ.) είναι για να εξασφαλίζεται η συνεχής κοινωνική επιτήρησή του, ο «κοινωνικός έλεγχος» και η παντοτινή υποδικία του. Και, βέβαια, σε περίπτωση δίκης, αυτή κερδίζεται πάντοτε από τήν πολιτεία, τήν εκκλησία και τό κόμμα.

«Αγώνας για μια χαμένη υπόθεση…» χαρακτηρίζεται η εκδοχή να υπάρχει κανείς έξω από τίς θεσμοποιημένες λειτουργίες τής πνευματικής πραγματικότητας και γενικά έξω από τήν «περιοχή τού πνεύματος» που είναι τό πνεύμα οργανωμένο σε imperium. Μετά από αιώνες ανθρώπινης δουλείας έχουμε κάπως καταλάβει τή σημασία τής θρησκευτικής εξουσίας και τής πολιτικής εξουσίας,  δεν  έχουμε  όμως  ακόμη  συλλάβει τή  φρίκη  τής  π ν ε υ μ α τ ι  κ ή ς   ε ξ ο υ σ ί α ς,  παρόλο που θα ’πρεπε να μάς είχαν υποψιάσει καθιερωμένοι πια όροι που χρόνια τώρα φιδοσέρνονται ανάμεσά μας, όπως π.χ. «πνευματική   η γ ε σ ί α», «χώρος τού πνεύματος και τής τέχνης» κ.λπ.

Αυτή η «χαμένη υπόθεση» είναι πολύ παλιά, όσο και η περιπέτεια τού ανθρώπου. Δεν μιλώ για λογαριασμό άλλων, συλλογίζομαι όμως πόσοι και πόσοι άνθρωποι, αρνούμενοι αυτόν τόν θεσμικό χώρο (στρατώνα – αγορά) τού πνεύματος και τής τέχνης, αμφισβητώντας κάθε αυθεντία και προπαντός τήν αυθεντία τού εαυτού τους, χωρίς να επιβάλλει ο ένας στον άλλον τά κριτήριά του, χωρίς επιταγές πίστεως, συνομιλούν και συζητούν τήν έγνοια τους για μιαν άλλη εκδοχή τής ανθρώπινης ουσίας στη διερεύνηση τής σχέσης ελευθερίας και τέχνης. Είναι φυσικό οι άνθρωποι αυτοί να μην κατέχουν θέσεις στο πνευματικό imperium και να μην είναι «εισηγμένοι» στο χρηματιστήριο τών πνευματικών αξιών. Αυτό ακριβώς είναι όμως που δεν ανέχεται η αγορά τού πνεύματος.

«Κάποιος επιτέλους πρέπει να μιλήσει για τόν ποιητή Ρ… Χρόνια κυκλοφορεί ανάμεσά μας προσφέροντας πολύτιμες καταθέσεις, τεκμήρια αδιάσειστα τής πολύπλευρης ευαισθησίας του… κ.λπ κ.λπ.». Έτσι ακριβώς αρχίζει μια κριτική σε σύγχρονο περιοδικό. Πρόκειται για   τ υ π ι κ ή   κριτική αντιμετώπιση ποιητή εκτός αγοράς. Δεν χρειάζεται καμμιά υπογράμμιση για να διακρίνει κανείς τό τυπικό λεκτικό («κυκλοφορεί»… «πολύτιμες καταθέσεις»…) τής κρατούσας πνευματικής νοοτροπίας, που όχι μόνο αποδέχεται τήν πνευματική αγορά ως   α γ ο ρ ά   αλλά και θεωρεί αυτονόητο και αναγκαίο τόν χαρακτήρα της αυτόν. Πρέπει λοιπόν να γίνεται λόγος για τόν Α ή Β ποιητή. Και γιατί «πρέπει» ; Πρέπει, διότι : οι ποιητές είναι οι αναγκαστικοί καταθέτες τού ψυχικού αργυρίου τους. Δεν έχουν δικαίωμα στη σιωπή ή τή μοναξιά – άλλωστε θα τούς καταβληθούν οι τόκοι τους… Τό αντίθετο θα διατάρασσε τήν ομαλή λειτουργία τού συστήματος. Πρέπει, διότι : στο σύστημα αξιών είναι απαραίτητη η αξιολόγηση. Υπάρχει ανάγκη για «μεγάλους» και «μικρούς» ποιητές, για «εθνικούς ποιητές» ή για maudits. Κι ακόμη, πρέπει διότι : ο πολιτισμός μας «θέλει να ζήσει και θα ζήσει» και η τέχνη να βαδίσει τά μεγάλα ιστορικά πεπρωμένα της…

Δεν αμφισβητώ σε κανέναν τό δικαίωμα να μιλάει για τούς άλλους. Όποιος όμως μιλάει ενταγμένος στο πνευματικό imperium δεν μπορεί να αποφύγει ούτε τήν παραποίηση τών άλλων ούτε τήν παραποίηση τού εαυτού του. Γιατί προσπαθεί να επεκτείνει σε άλλους τή νομοτέλεια τής δικής του περιοχής. Τό αποτέλεσμα θα είναι πάντα να καταλήξει σ’ ένα λιβανωτό κανόνων πίστεως, σε συνθηματολογία για μιαν ολοκληρωτική και αυτάρεσκη υποταγή και πρόσδεση τής ουσίας τού ανθρώπου στην αναγκαιότητα, υποταγή που υποτίθεται (σύμφωνα με κομψούς διαλεκτικούς κομφορμισμούς) ότι άγει στην κατάλυσή της.

Αλλά επιτέλους πια: Δ ε ν   υ π ά ρ χ ε ι   α ν α γ κ α ι ό τ η τ α   π ο υ   ν α   κ α τ α λ ύ ε ι   τ ή ν   α ν α γ κ α ι ό τ η τ α.

Είναι θλιβερό να μιλάει κανείς για έγνοιες που τού είναι ξένες. Καιρός να μιλήσουμε για ό,τι έχει απομείνει δικό μας, μοναξιές στο πέλαγος, χωρίς επικοινωνία με παράκτιους σταθμούς, χωρίς να παίρνουμε απ’ αυτούς τό στίγμα μας, χωρίς αναφορές στην «πνευματική επικράτεια».

Θα προβληθεί σίγουρα η αντίρρηση πως, είτε τό θέλει κανείς είτε όχι, η όποια στάση του «σε τελευταία ανάλυση» δεν είναι κι αυτή παρά συμμετοχή δηλαδή ένταξη στο πνευματικό imperium. Είναι πασίγνωστη αυτή η στοργική παρατήρηση. Αλλά   δ ε ν   ενδιαφέρει η «τελευταία ανάλυση». Αν αδειάσει ο άνθρωπος απ’ τίς αντινομίες του, τή μοναξιά του και τόν καημό τής ελευθερίας, δεν απομένει παρά ένα σκιάχτρο. Η «τελευταία ανάλυση» είναι δόγμα τής ανελευθερίας, ολοκληρωτισμός, είναι πυρηνική σχάση, θάλαμος αερίων, απόλυτη απανθρωπία. Ενδιαφέρει τό δικαίωμα της αντινομίας, να υπάρχουμε και να μην υπάρχουμε. Ενδιαφέρει τό δικαίωμα να μη μετατρέψουμε τό προσωπικό μας χάος σε τάξη, αναγνωρίζοντας τό ίδιο δικαίωμα σ’ όλους τούς ανθρώπους – και αυτό δεν είναι ίσως και τόσο μάταιο…

 

πρώτη δημοσίευση, περιοδικό «σημειώσεις» τεύχος 5 (1975)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

{ θα συνεχιστεί }

 

 

12 Φεβρουαρίου 2013

περιοδικό «σημειώσεις» #61 : ανδρέα κίτσου – μυλωνά / γραφτά

.

    

.

Εγώ    Έγραψα όλα τά βιβλία που είχα διαβάσει
Έγινα   /  μανιτάρι  /   Τί έγινε
Δεν υπήρξε μια κίνηση χωρίς στίχο ή άλλη έκφραση
Μόνο τά βιβλία που έχω διαβάσει υπάρχουν
Όλα τά άλλα δεν είναι βιβλία
Ας στέλνουν σινιάλο που βυθιζόμαστε
Μέσα στην αγάπη μας  βοήθα Παναγιά  όλα τά ποιήματα όλων τους
Πια τώρα   όλα   έγιναν όλα
Ποιο είναι τό πρώτο ποίημα πού κρύβεται
Τό πρώτο ποίημα και η δόξα   κανένα πρώτο πρώτο ποίημα 

                                                                                  (δεκέμβριος 1980)

.

.

   συνεχίζοντας τό αφιέρωμα στο αφιερωματικό τεύχος τών «σημειώσεων» για τόν ανδρέα κίτσο – μυλωνά, βάζω σήμερα ψήγματα από κείμενα τού ίδιου τού αντρέα που παρατέθηκαν εκεί : οι δυο αυτές αναρτήσεις δεν υποκαθιστούν φυσικά σε καμία περίπτωση τό ίδιο τό τεύχος – είναι απλώς κάτι σαν ελάχιστη συζήτηση και ανάμνηση που ανακαλεί τήν τίμια μορφή η οποία εννιά χρόνια τώρα εξακολουθεί να μάς λείπει – και βέβαια τά κείμενα είναι αποσπασματικά όχι μόνο διότι τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τό ίδιο τό τεύχος αλλά και διότι τό ίδιο τό τεύχος είναι σχετικά ογκώδες

   όμως η ανθολόγηση που κάνω σήμερα θα είναι αποσπασματική και για έναν άλλον εσωτερικότερο λόγο : παραθέτω τά κομμάτια τών γραφτών του που μού θυμίζουν τήν ίδια τήν ιδιοσυγκρασία τού αντρέα ως ομιλητή, ιδιοσυγκρασία γεμάτη πρωτοτυπία και πείσμα πέρα από τήν γλαφυρή τόλμη (για παράδειγμα, οι στίχοι «Εγώ έγραψα όλα τά βιβλία που είχα διαβάσει | Μόνο τά βιβλία που έχω διαβάσει υπάρχουν | Όλα τά άλλα δεν είναι βιβλία» είναι οι καταλληλότεροι για να φέρουν ζωντανό τόν αντρέα μπροστά μας, κάπως σαν αινιγματικό και μαζί πεισματάρη να μιλάει γερμένος στην συνηθισμένη του πολυθρόνα παραδοξολογώντας ενίοτε ειρωνικά και δογματίζοντας ενίοτε με κέφι…)

.

.

   τό αφιερωματικό τεύχος τών «σημειώσεων» έχει δύο μέρη (για να αναφερθώ και λίγο αναλυτικότερα στα περιεχόμενά του) : τό πρώτο είναι κείμενα για τόν αντρέα από φίλους ή γνωστούς (και απ’ αυτό τό μέρος παράθεσα αποσπάσματα στην προηγούμενη ανάρτηση) και στο δεύτερο (με τόν τίτλο «ανδρέας θ. κίτσος–μυλωνάς κείμενα : α΄ δοκίμια / β΄ ποιήματα») περιλαμβάνονται 14 ποιήματα δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα, χρονολογημένα ή μη (τά χρονολογημένα καλύπτουν τήν περίοδο 1980 – 2004), και πεζά (κριτικά) κείμενα με ημερομηνίες (δημοσίευσης) 1971, 1976, 1977, 1978, 1981, 1982, 1983 και 1984. Απ’ αυτά :
   τά περισσότερα είναι δημοσιευμένα σε (αρκετά πρώιμα) τεύχη τού περιοδικού «σημειώσεις» (τεύχος 8, μάϊος ’76 : «τό σώμα τού ποιητή (γράμμα)» / τ. 10, δεκέμβριος ’76 : «στίχοι μιας ποιητικής» (σημ. μπλογκ : κείμενο για τόν βύρωνα λεοντάρη) / τ. 11, ιούνιος ’77 : «εισαγωγικές παράγραφοι στον ‘προσκυνητή’» (σ. μπλ.: σολωμός, βάρναλης) / και τ. 22, νοέμβριος ’83 : «περίληψις προηγουμένων» (σ. μπλ.: καβάφης))
   δύο είναι δημοσιευμένα στα «πρακτικά συμποσίου ποίησης» («η πολιτική συνάντηση κριτικής και ποίησης», δεύτερο συμπόσιο ιούλιος 1982 / «θεωρήσεις τού δημοτικού τραγουδιού», τέταρτο συμπόσιο ιούλιος 1984)
   ένα δημοσιευμένο στην εφημερίδα «καθημερινή» («η λέξη χωρίς τό πράγμα (η κριτική δύναμη τής ελληνικής γλώσσας)» 26 ιανουαρίου 1981)
   ένα δημοσιευμένο στον τόμο «φώτα ολόφωτα / ένα αφιέρωμα στον παπαδιαμάντη και τόν κόσμο του», ΕΛΙΑ 1981 («παράγραφοι» / και έλαβεν εκάτερος τό ίδιον εαυτού πράγμα)
   ένα δημοσιευμένο στο περιοδικό «χάρτης» τεύχος 1 ιούλιος 1982 («παράγραφοι / νίκος φωκάς : ο μύθος τής καθέτου»)
   ένα γραμμένο τό 1978 αδημοσίευτο («παράγραφοι / “κατά τό πρόσωπο ανέμου” τού στ. ροζάνη»)
   και ένα στον τόμο «προτάσεις, μελέτες για τήν ποίηση» μάιος 1971 («παράγραφοι»)

.

.

   να προσθέσω κάτι ακόμα στα αρχικά που είπα, και μετά θα σάς παραδώσω στα αποσπάσματα : ο αντρέας, ως (εξαιρετικός να τό πω κι αυτό) νομικός, πιστεύω ότι είχε απόλυτη επίγνωση τής παραδοξότητας (ακόμα και από άποψη δικαιωμάτων να πούμε) που ενείχε η πρόταση «εγώ έχω γράψει τά βιβλία που μ’ αρέσουν» : (νομίζω ότι τόν θυμάμαι να τό λέει, με τό γνωστό του φιλοσοφικής απόχρωσης πείσμα, ασχέτως δηλαδή τού παραπάνω ποιήματος…) Παρόλ’ αυτά δεν ήτανε επικαλούμενος κάποια ποιητική άδεια που τό έλεγε – ο αντρέας, όπως και ολόκληρη η παρέα αυτή, η αποτελούμενη κατά βάθος και κατά βάση από ποιητές, αντιπαθούσε και αντιπαθεί τήν ποιητικότητα, και στα λόγια και στα έργα : νομίζω επειδή δεν διεκδικεί επιείκεια αλλά αυστηρότητα και κριτική διάθεση και για τόν εαυτό της και επομένως και για τούς άλλους – και η ποιητικότητα, ως γνωστόν, προσβλέπει σε κάποια συναισθηματική, μέσω μιας δεσμευτικής αναφοράς στην αισθητική, συγκατάθεση : όχι, η πρόταση τού αντρέα δεν ήτανε τόσο αισθητικής όσο φιλοσοφικής θα ’λεγα διάθεσης : άλλωστε η ομάδα τών «σημειώσεων», έχοντας εκδόσει (σε χρόνο για τά ελληνικά πράγματα άκρως ανύποπτο) μέσω τού «έρασμου» τόν μαξ χορκχάιμερ και τούς άλλους τής σχολής τής φραγκφούρτης, ήξερε πολύ καλά να εκτιμήσει κείνη τήν απόφανση τού ιδρυτή τής κριτικής θεωρίας (αν τό θυμάμαι καλά τώρα…) : «στην παρούσα φάση αλλοτρίωσης τού ατόμου από τήν κυριαρχία, τό πείσμα μπορεί να αποκτήσει μια δυνάμει πρωτογενή φιλοσοφική διάσταση» : τό να θεωρείς πεισματικά δικό σου λοιπόν τό έργο τέχνης που θεωρείς άξιο λόγου είναι η άλλη πλευρά τής εξαφάνισης τής μεταμοντερνικής ισοπέδωσης – και είναι η υπεράσπιση τής τέχνης στην δυναμικότερη μορφή της : τό να «συμμετέχεις στην κατασκευή τού έργου» είναι δηλαδή επίσης η άλλη όψη τού να είσαι επαρκής αναγνώστης (ή «αρκετός» που θα έλεγε και ο σολωμός), είναι η ίδια η προϋπόθεση εντέλει για να καταλάβεις τό έργο : τό να τό ολοκληρώνεις – υπό καθεστώς πραγματικής ιδιοκτησίας… Εξάλλου ο αντρέας δεν επιδείκνυε ποτέ ευαισθησία, επιδείκνυε (με όλη τήν αυτοειρωνεία που είχε τήν ικανότητα επίσης να επιδεικνύει) πρακτικότητα – και μέσω τής προσήλωσής του στα πρακτικά γινόταν και κάτι άλλο, αν ήθελες ή μπορούσες ή είχες τήν ευκαιρία να τό δεις : Μια φορά, επί παραδείγματι, βγαίνοντας από τό γραφείο του με τόν στέφανο τασσόπουλο (συγγραφέα, καβαφιστή, και φίλο του, ο οποίος και μού είπε αργότερα τήν ιστορία) περπατούσε στη σόλωνος μιλώντας, ως συνήθως, ενώ γύρω ήταν πολύς κόσμος και ο αντρέας φαινόταν απασχολημένος αποκλειστικά με τή συζήτηση – παρόλ’ αυτά σε μια στιγμή είπε, εξίσου σοβαρά σαν να συνέχιζε τό προηγούμενο θέμα «αυτό τό κοριτσάκι έχει χαθεί» και συμπλήρωσε : «αυτό τό κοριτσάκι τώρα θα κλάψει». Και έδειξε στον φίλο του ένα μικρό παιδί που στεκόταν στον τοίχο μιας πολυκατοικίας ακίνητο – εκείνος όμως δεν είδε τότε αυτό που ο αντρέας έβλεπε : δεν έχει τίποτα, κάποιον περιμένει, τού είπε – «όχι, όχι, θα κλάψει, τώρα θα κλάψει» επέμενε ο αντρέας – «πάμε να τού μιλήσουμε, τό κοριτσάκι θέλει να κλάψει, γιατί έχει χαθεί» : και έτσι πήγαν να τού μιλήσουν : με τό που τό ρώτησαν αν τού συμβαίνει τίποτα και κάθεται έτσι μόνο του στην άκρη τού δρόμου, τό κοριτσάκι όντως έβαλε τά κλάματα. (Η συνέχεια τής ιστορίας είναι πρακτικά λογική – η υπόθεση τής μικρής απασχόλησε για όλο τό υπόλοιπο μεσημέρι τούς δυο τους, μέχρι να βρεθεί, μέσω τής αστυνομίας, η ανησυχούσα και τρελαμένη μήτηρ. Αλλά αυτό που έχει σημασία είναι [αυτό που, όπως μού είπε, άφησε κατάπληκτο και τόν συνομιλητή του όσο και αν τόν γνώριζε : ] η ετοιμότητα τού αντρέα, παρόλα τά σοβαρά εκείνη τήν ώρα ας πούμε φιλοσοφικά και λοιπά συζητητικά του ενδιαφέροντα, να συμμετάσχει αυτονόητα στην περιβάλλουσα ζωή τού πεζοδρομίου γύρω του, και να ’ναι σε θέση μάλιστα να μπει στον ψυχισμό ενός μικρού παιδιού με τέτοια διαισθητική ορθότητα.)

   Γι’ αυτόν, και για πολλούς άλλους τέτοιους λόγους, είναι που πιστεύω ότι τό «εγώ έχω γράψει όλα τά βιβλία που μ’ αρέσουν» (αυτό εννοούσε δηλαδή λέγοντας «που έχω διαβάσει» : ο αντρέας δεν (κατα)δεχόταν ως γνωστόν να διαβάσει ( : να θεωρεί δηλαδή ότι διάβασε) βιβλίο αν δεν τό θεωρούσε εκ τών προτέρων άξιο «να τού αρέσει») μπορεί και πρέπει να διαβαστεί σαν ομολογία όχι απλώς αισθητικής εκτίμησης αλλά (πάνω απ’ όλα) υπόγειας ψυχολογικής συμπάθειας (ταλαιπωρημένης ταύτισης) με τόν δημιουργό τού εκάστοτε (αγαπημένου) έργου.

   θα μπορούσα να προσθέσω εδώ και άλλα, από τήν δική μου ας πούμε γνωριμία με τόν κύκλο τών σημειώσεων, εμπλοκή που χρωστάω καταρχάς (να τό πω κι αυτό) στην μαρία μυλωνά και τήν αδηφάγο φιλαναγνωσία της (η οποία έχω τήν υποψία ότι αποτελούσε ένα είδος αναγνωστικής ασφάλειας και εισόδου στα βιβλία που θα τού άρεσαν, για τόν ίδιο τόν αντρέα), και πάνω απ’ όλα γι’ αυτό (που αρχικά μέ εξέπληξε και ύστερα μέ στήριξε) δηλαδή τή γενναιοδωρία (πρωτοφανή κιόλας, δεδομένης τής μικροψυχίας τού σχετικού χώρου εν ελλάδι), τήν καλλιτεχνική ακριβώς δηλαδή γενναιοδωρία τόσο τού αντρέα όσο και τού όλου κύκλου μέσα στον οποίο σαν να ’ταν φιλοσοφικό αισθητικό και ψυχικό του καταφύγιο κινούνταν, και τόν οποίο (κύκλο) θα υπερασπιζόταν είχες τή εντύπωση, αν ποτέ χρειαζόταν, είτε με τό γνωστό μειλίχιο ύφος του είτε με τό άλλο τό στεντόρειο, αλλά πάντως με τό γνωστό του πείσμα, και με τήν ίδια εντέλει ταλαιπωρημένη ταύτιση με τήν οποία θεωρούσε δικά του όλα τά βιβλία που είχε διαβάσει

   (αλλά όχι σήμερα, ούτε εδώ : όπως δεν πρόκειται να πω τίποτ’ άλλο σήμερα και για τόν στέφανο τασσόπουλο που διάλεξε κι αυτός να φύγει έναν επίσης φλεβάρη, φέτος).

.

   σάς παραδίνω τώρα στα αποσπάσματα :

.

.

   Στην αποκαταστημένη πλέον μεταπολεμική τέχνη η γραφή ήταν κομματική εξομολόγηση, καθώς τό ποιητικό γεγονός ήταν συνδεδεμένο με τήν κομματική εκδοχή τών πραγμάτων που κάλυπτε και τούς ισχυρισμούς τής ατομικής οπτικής. Από τίς ενδογενείς αντιφάσεις τής κομματικότητας προέκυψε η ποιητική τής διάψευσης, ένας σταλινικός ναρκισσισμός /…/ Η σύγχρονη κομματική εκδοχή για τήν κοινωνική προοπτική τής γραφής βρήκε τήν έκφρασή της στη συγκρατημένη αισθητικοποίηση τών λαθών /…/ Η κομματικά δοσμένη άφεση αμαρτιών είναι η υπεριστορικότητα τής ανθρώπινης ευθύνης. Και η Τέχνη δεν ήταν ποτέ περισσότερο από σήμερα τέχνη τού κόμματος. Τό άλλο είναι πολιτικά στραγγαλισμένο έστω κι αν μέσα από ένα αισθητικό κρύψιμο δικαιώνεται στην περιθωριακή του επιβίωση. /…/

   Στο σημείο αυτό λειτουργεί και η ποιητική τού Βύρωνος [Λεοντάρη] καθώς συνδέει απολύτως τήν ατομική συνείδηση με τήν κοινωνική της πρόφαση που εξανάγκασε τό έργο του σ’ ένα μεταξύ που δεν αξιώνει τήν αισθητικοποίηση τού ατομικού, ακριβώς διότι διευρύνει τούς προκαθορισμούς τού κοινωνικού είναι μέσα από τήν αδιαμφισβήτητη ηθική του, που δεν νοείται σαν κομματικό κακό αλλά σαν διαύγεια και αγρύπνια τής σκέψης. Στο σημείο αυτό έρχεται και η έξοχη διαπίστωση τού Λυκιαρδόπουλου : «Οι ανεύθυνοι θύτες δεν αθωώνονται, η αθωότητα είναι τό έγκλημά τους», που αφενός διαπερνά τήν ογκώδη ιστοριογραφία τών τύψεων και εξάλλου προκαλεί μια διεύρυνση τού προβληματισμού για τή στράτευση τής τέχνης. /…/

   Οι νέες μορφές έκφρασης, η είσοδος τού μοντέρνου στην τέχνη τού κόμματος ήταν μετάθεση τής προβληματικής τής αριστεράς στην αισθητική. /…/

   Η ποίηση τού Βύρωνος συμβάλλει στο να διακρίνουμε σήμερα τήν εναντίωση τής κακής ιστορίας με τήν ωραία περιγραφή της. /…/

Τρομάζουμε όχι γι’ αυτό που κάποτε υπήρξαμε
αλλά γι’ αυτό που δεν υπήρξαμε 

   /…/ Η μαρξιστική σκέψη δεν μπόρεσε να κατακτήσει ένα δικό της ύφος : η άνεση τής γραφής της παραπέμπει στην αδιέξοδη αυτή κατάληξη, που συνιστά τόν πυρήνα όλων τών κριτικών τού μαρξισμού μέσα από τίς διάφορες αναθεωρήσεις του. Ύφος εδημιούργησαν οι αναιρέσεις τού μαρξισμού, που ήταν και η ουσιωδέστερη έκφρασή του καθώς αρνούνταν να δουν στον μαρξισμό ένα λαϊκιστικό μοντέλο για τήν προσιτότητα τής κατανόησης και τής χώνευσης τών μαζών. Στον λαϊκισμό αυτόν περνάνε αμέσως μορφές τέχνης που συνιστούν μια ψευδή επαναστατικότητα τής έκφρασης. Ο ποιητής έχει να κάνει δρόμους προς τά πίσω για να κερδίσει τό έργο του από τήν απειλή και τή βία τής ομαδοποίησης /…/ Εννοούμε πως η επιστροφή είναι βασανισμός, όχι ανάπαυση. Επιστροφή στην πρώτη ουσία μιας ποιητικής πράξης καθώς η επανάσταση, που δεν δικαιώνει τό πένθος παραδοχής τών αντικειμενικών συνθηκών. Η ήττα, σαν νόμιμη συγκεφαλαίωση τού πνεύματος μιας εποχής είναι η αγωνία να μη χαθεί τό κέντρο, η μυστική ακολουθία τών αξιών και τό πέρασμά τους στο παρόν.

Στη δεύτερη διάστασή του με τήν ποίηση
και σε καμιά νεότητά του πια…

   Επιστροφή – η βαθύτερη ταπείνωση τού ποιητή και η ανεπιτήδευτη ερημιά του, ερήμην τής χημικής συντήρησης τών ιδεών. Απ’ τήν ορθοστασία στην ψυχοστασία.

Στίχοι μιας Ποιητικής (περιοδικό «σημειώσεις», τ. 10, Δεκέμβριος 1976)

 

 

 

 

 

   Η προβληματική για τήν έκλειψη τού Λόγου θέτεται όχι άμεσα απ’ τήν κοινωνική πραγματικότητα, αλλά από τήν ποίηση. Και οι φιλοσοφίες που επισήμαναν είτε υπονόησαν τό τέλος τού Λόγου, μέσα από τήν ποίηση ξεκίνησαν ή άντλησαν επιχειρήματα. Αυτή η συγκέντρωση επιχειρημάτων παρουσιάζεται σαν μία θεωρία που ασκείται και δοκιμάζει τήν αντοχή της πάνω στις πνευματικές δραστηριότητες τού ανθρώπου. Στο βαθμό που εμφανίζεται επιστημονικοποιημένη δεν θα μάς απασχολήσει. /…/

   Χωρίς τή δυνατότητα μυθολογικής κάλυψης τού παρόντος, χωρίς να μπορεί να υπάρξει παρά σαν ιδεολογική έκφραση – η ποίηση οχυρώνεται στις τελευταίες λέξεις, τίς μη εκμεταλλεύσιμες συντάξεις, στις λέξεις που μπορούν ακόμα και αρνούνται. Από τό Λόγο στο είδος και από τό είδος στο προϊόν–πράγμα.

Παράγραφοι («Προτάσεις», Μελέτες για τήν Ποίηση, Μάϊος 1971)

 

 

 

 

 

   Τήν ώρα που ήμασταν στη γιορτή ήταν βαθειά η ερήμωση για μια γιορτήν αλλού. Βέβαια οι ποιητές τής γενιάς μου έχουν σπασμένο γυαλί χωμένο στο σώμα. /…/ Νόμιζα πως προσπάθησα να ήξερα ακόμα μια φορά τή μνήμη μέσα σ’ αυτά κοιτάζοντας προς μιαν απέναντι παραλία τού ίδιου. Και τό σώμα ήταν χωρίς κανένα σολωμισμό, από μιαν επιβίωση φτιαγμένη από τά αναγνώσματα τού Χαλανδρίου /…/

   Η μόνη ελευθερία που είχε ο ποιητής ήταν στην μεταφυσική του – χωρίς λέξεις στίχους και ρυθμούς, σε ένωση με αυτό που ήθελε να μιμηθεί και που και αυτό είναι μίμημα. Τό μελλοντικό ταξίδι είναι σ’ έναν κόσμο παρελθόντος. Τό ποίημα που παίρνει η εξουσία έχει χάσει τή βαθύτερη γνωσιολογική ποιότητα, τήν ουσία που απευθύνεται σε ένα μη ομαδικό τρόπο κατανόησης. /…/ Η ποίηση είναι τό τελευταίο εγώ, τυφλό και αμετάδοτο καθώς καμμιά αγοραπωλησία δεν πραγματοποιείται με αυτήν. /…/ Ο ποιητής ανθολογείται και τό ποίημα και η συνειδησιακή άνοιξη ξαναγυρίζει χαρτόμαζα στη βιομηχανική αναπαραγωγή τής ποίησης. /…/ Η ποίηση ακόμη σαν μάρμαρο τού χρόνου είναι ανάμεσα στις ανάσες τών ανθρώπων. Άκυρη σε μιαν άκυρη εποχή.

Τό Σώμα τού Ποιητή (Γράμμα) (περιοδικό «σημειώσεις», τ. 8, Μάϊος 1976)

 

 

 

 

   Φοβισμένοι τής γραφής : Ας θεωρήσουμε τόν σολωμισμό σαν τήν αποφασισμένη αναφορικότητα σ’ ένα εθνικό Απόλυτο. Βέβαια σε κάθε γενεά κάποιος – αποφασίζουν – μάς εκφράζει. Ο Σολωμός κηδεύει αυτές τίς αποφάσεις.

   Γενεά – άπραγη ζωή. Στην ιδεολογία τής γενεάς προσθέτεται η πίκρα τού περάσματος στα γράμματα, όχι σε έργα, η παυμένη νιότη. Η κατάταξη τών γενεών, προσδιορίζει και επιβεβαιώνει τήν καταπίεση που μετατρέπει τήν ορμή και τό πάθος σε κατάσταση. Η ηλικία οριζόμενη σαν γενεά ορίζεται μέσα από τήν εξαφάνισή της σε κάποια σελίδα τής ιστορίας (τής λογοτεχνίας ή όποιου άλλου Δημαρά).

   Ο Σολωμός σαν εθνική τύψη αποδεικνύει τό κατασκεύασμα που είμαστε, τήν επανάσταση που δεν κάναμε, τή ζητούμενη γλώσσα – δύο αιώνες απολογούμαστε γι’ αυτά. Η πρόσφατη ιστοριογραφία καταλήγει σε γενική θεωρία τών τύψεων. /…/

   Μια εφηβεία που αρνείται τήν ωρίμανση : τά κείμενά μας εννοούν πως η σχηματοποίηση τών ιδεών σαν ακύρωση τού σκέπτεσθαι μέσα στην κοινή συνεννόηση τών σκεπτομένων προετοιμάζει τόν ολοκληρωτισμό. /…/

   Μέσα από ποια κρυπτική ζήτηση καταλήγει κανείς στη γλώσσα του ; Η ζήτηση τού φύλου (Γλώσσα τού Χαίλντερλιν, τού Σολωμού). Και η ιδεολογική τύψη γίνεται επιστημονική έρευνα. Η σύγχρονη ελληνική γραφή είναι τό νταηλίκι τών κοινότοπων ιδεών. Αναζητείται ένα κέντρο για να επενδυθεί με ιδέες. Τά πράγματα ανήκουν στην απόφαση γι’ αυτά και ο γραφέας βρίσκει τό άλλο διά τού άλλου γραφέα. Κλειστά όλα μπροστά στο βίωμα και όπου αυτό οδηγεί. /…/

Εισαγωγικές Παράγραφοι στον «Προσκυνητή» (περιοδικό «σημειώσεις», τ. 11, Ιούνιος 1977)

 

 

 

 

   Τό ποίημα «Κατά τό πρόσωπο ανέμου» δίνεται σαν αλληλεγγύη μιας (μη ομιλούσας) ελληνικής γλώσσας, αλλά γραφομένης προς μιαν (ομιλούσα) ξένη γλώσσα αλλά μη γραφομένη. Η σημασιοδότηση ενός αρχετυπικού κέντρου είναι αδύνατη. Και τό κέντρο ανύπαρκτο.

   Η πολλαπλότητα τών σημασιών καραδοκεί τό συμπέρασμα – όταν αυτό είναι ξένο – δηλαδή όταν ο Ιωσήφ θα κρατήσει Ιησού νεκρό. Μην ομιλούμε για πρόβλημα μεταγλώττισης ξένων όρων. Ιδού :

   Δος μοι τούτον τόν ξένον, όν ομόφυλοι μισούντες θανατούσιν ως ξένον· δος μοι τούτον τόν ξένον, όν ξενίζομαι βλέπων τού θανάτου τό ξένον· δος μοι τούτον τόν ξένον, όστις οίδε ξενίζειν τούς πτωχούς και τούς ξένους· δος μοι τούτον τόν ξένον, όν Εβραίοι τω φθόνω απεξένωσαν κόσμω· δος μοι τούτον τόν ξένον, ίνα κρύψω εν τάφω, ός ως ξένος ουκ έχει τήν κεφαλήν πού κλίνη· δος μοι τούτον τόν ξένον…

   Παράγεται γραμματική άφυλη. /…/

   Οι λέξεις όμως είναι ιδιοκτησία όσων παιδεύονται για τό νόημά των. /…/

   Να λησμονήσω γράφοντας τό ξένον τού κόσμου.

Παράγραφοι («Κατά τό πρόσωπο ανέμου» τού Στέφανου Ροζάνη) (αδημοσίευτο, 12/10/78)

 

 

 

 

   Κάθε φιλοσοφία τής γλώσσας και κάθε θεωρία για τή γλώσσα παραδίδεται από τή γλώσσα, έστω και αν αυτή υπόκειται σαν αντικείμενο, έστω κι αν υπερβαίνει τίς θεωρήσεις της με τή διάρκειά της. Τό Σαν μεταφυσικό κριτήριο αγγέλλεται από μια πλατωνικής καταγωγής πρόταση : «Αυτό που λέγουν οι λέξεις δεν λέγεται με λέξεις». Η γλώσσα που μιλήσαμε και αγαπήσαμε είναι ένα «ποτέ πια», αλλά αυτό που αγαπήσαμε στη χαμένη πια γλώσσα είναι ένα «όχι ακόμα» που σύρει σε έλεγχο όλη τή διάρκεια τού ανθρώπου. Ενώπια σε αυτό τό Σαν μεταφυσικό κριτήριο ίσταται κάθε γλώσσα και μάλιστα όταν τό αγνοεί ή τό παραγνωρίζει. Τούτο πάλι, δένεται μοιραία με τίς νέες λέξεις και σημασίες που τίς οικειώνεται στην εσχατολογική προοπτική τής γλώσσας, στην οποία συνανήκει. Δεν γράφεται η ιστορία δίχως εσχατολογία και γλώσσα δίχως ιστορία. /…/

   Σήμερα ο αναρχισμός παρουσιάζεται να παίρνει επάνω του τήν ευθύνη τού μηδενός και τήν ελπίδα τής εσχατολογικής δικαιώσεως για τίς αποτυχίες τής ενσαρκωμένης στην επαναστατική πράξη ανθρώπινης μοίρας. Αυτοκρίνεται και κρίνει τήν ιστορική του προοπτική ανοιγόμενος σε μια μεθοδολογία που απορρίπτει τό θετικιστικό ή αναλυτικό πρότυπο για να πραγματοποιήσει τό αισθητικό ξαναδιάβασμα όλων τών μεσαιωνικών θεολογικών προτάσεων που κάνουν τήν επανάσταση μεταφορά στη γη τής κινήσεως τών άστρων. /…/

Η Λέξη Χωρίς τό Πράγμα / η κριτική δύναμη τής ελληνικής γλώσσας (εφημερίδα «Καθημερινή», 26 Ιανουαρίου 1981)

 

 

 

 

   Αν θελήσουμε να οριοθετήσουμε τόν Παπαδιαμάντη, θα υπακούσουμε αναγκαστικά στη σολωμικής καταγωγής θεωρία και ιστορία τής νεοελληνικής λογοτεχνίας. Κυριαρχεί μια σολωμική αισθητική πάγια (που πλησιάζει τό κλασικό) που κρίνει. Τά ρήγματα σ’ αυτήν από έργα ως τού Κάλβου, τού Καρυωτάκη και τού Καβάφη άνοιξαν περισσότερο τήν οπτική της. Μοιραία και ο Παπαδιαμάντης προσδέθηκε σ’ αυτήν τήν αισθητική, εξαιτίας τής απουσίας θεμελίου. Οι αισθητικές μορφές όμως που κινούνται και κανοναρχούν στο έργο του δεν υποβάλλουν Σολωμό. Όσο κι αν προσδιορίζεται από στοιχεία τής εποχής του, φεύγει για να παραμείνει στην αγωνία τής ενότητας, τήν περιοχή τών Παπαρρηγοπούλου και Ζαμπελίου με έμφαση στο καθαρά ελληνικό στοιχείο. Τό λεχθέν «ελευθερία και γλώσσα» δεν τόν αφορά. Εισερχόμενος με τήν περισσότερη αμεσότητα στη λογοτεχνία, παραπέμπει σε μια υπερβατική ενότητα τού εγκοσμίου. Η ενότητα αποτελεί τό θεμέλιο και τήν ιστορική του προοπτική. Η κοινότης στην οποία μεγάλωσε, συνιστά τήν ενσάρκωση τής ενότητας. Τό βλέμμα εκείνο ήταν η τελευταία συγκεντρωμένη ακτίς τής ψυχής του. Η Κακιούσα τή νύχτα τής Ανάστασης διαγράφει συγκρίσεις που προϋποθέτουν έναν κοινό τόπο θεωρίας. Τά πράγματα εξελίσσονται, πλέκονται, συνθέτουν Ανάσταση. Σταύρωση και Ανάσταση στον Παπαδιαμάντη δεν φαίνονται, αυτά δεν είναι για τή λογοτεχνία. Η γοητεία τής πλοκής αντιτάσσεται στη στατικότητα και τήν παραμονή τού Παπαδιαμάντη στη θεία λειτουργία του, από τήν οποία απουσιάζει τό δράμα και τό μυστικό, είναι όμως πρόσφορη στο πανηγύρι. /…/

   Ο ελληνικός αναρχισμός προκύπτει από τή συνάντηση με τή γλώσσα σε όλη τήν ιστορική της διαδρομή και δημιουργεί απ’ αυτήν τή ζητητική βίωση έναν τόπο, μια μέθοδο μέσα απ’ τήν οποία θα μπορούσε η λογοτεχνία μας να αυθυπερβαθεί και να βγει σε ορίζοντα. Σήμερα πάντως ο Παπαδιαμάντης, ο Κάλβος, ο Καρυωτάκης, ο Καβάφης κάνουν να μη σημαίνει η θεωρία και η ιστορία τής ελληνικής λογοτεχνίας. Ο θάνατος τής Φραγκογιαννούς και τής Ακριβούλας αφήνει μιαν αναρχική εικόνα τού κόσμου. Η πλοκή και τό κακό ταυτίζονται. Και η μοναδικότητα τού Παπαδιαμάντη συνίσταται στο να είναι γλώσσα, αφού έτσι μπορούμε να ονομάσουμε ό,τι δεν μπορούμε να εκφράσουμε. Αναπτύσσεται εντός μας με τόν χρόνο που αναπτυσσόμεθα. Κάθε διάβασμά του πλεονεκτεί γιατί χρονίως μάς ξανακερδίζει καταφάσκοντας τό παρόν τής ανάπτυξης για να επιστρέψει σε ό,τι ήταν : γλώσσα. Κάθε ανάγνωσή του, αν έχει προηγηθεί μάλιστα λατρευτική παιδική ηλικία, τόν ανασύρει από τόν προσωπικό κόσμο τού αναγνώστη και εκεί τόν αφήνει πάλι. /…/

   ο Παπαδιαμάντης είναι τρόπος ριζικός.

   Αν ο Παπαδιαμάντης είναι γλώσσα («ο Παπαδιαμάντης είναι φυσικό φαινόμενο», Τ. Άγρας) τό πλέον ανήκει στη συγκρισιμότητα τών μοναδικοτήτων τής λογοτεχνίας μας και στη δυστυχία τους ν’ ακούν τό θρόισμα τού πνεύματος στην σύγκρουση με τήν αμαρτία. Στη λευκότητα τού Κύτους τό άσπρο χρώμα αίρεται. Δεν είναι απαραίτητο, αφού δεν έχουμε θεμέλιο, να λιποψυχούμε με τή μεγάλη λογοτεχνία ή ν’ αντιπαραθέτουμε σ’ αυτήν τόν Παπαδιαμάντη. Ο Παπαδιαμάντης υπερέβη ένα τέτοιο πρόβλημα. /…/

   Η θεωρία τής ενότητος περιρρέει τό έργο του χωρίς να γίνεται ιδεολογία. Η παράλληλη ανάγνωση τής εισαγωγικής περιγραφής στη Μαυρομαντηλού με Τό μοιρολόι τής φώκιας θα μάς φέρει στις τελευταίες σελίδες τής Φόνισσας. Στο τέλος η Φραγκογιαννού συναντάται με τήν αρχή της (τό πράγμα και τό γράμμα). Τό μεταξύ θείας και ανθρωπίνης δικαιοσύνης αποτελεί τήν τοπική τού Παπαδιαμάντη. /…/

…εβούτα, ανέδυεν, εκρύπτετο, εφαίνετο, σχεδόν
           δεν εκινείτο επαισθητώς, ούτε επτοείτο…

   Ο Παπαδιαμάντης επανέρχεται άμωμος μετά από κάθε κρίση τής γραφής σαν ο μακάριος άγριος που σαρκάζει κι ευλογεί. Όλες οι ταξινομήσεις τού Παπαδιαμάντη έγιναν ακολουθώντας τήν παλιά ανέφελη γραμμή τού να βρεθεί μια θέση περίπου εκτός λογοτεχνίας, στα πλαίσια τής ιδιοτροπίας που επέβαλε η μίμηση ξένων έργων, ενώ η κρίση τού πεζού λόγου ζητούσε να λυθεί με τήν περισσότερη μεταφυσική. Ο Παπαδιαμάντης ξεφεύγει ως τό μαυροφόρον θαλασσοπούλι. /…/

   Βρίσκουμε τόν Παπαδιαμάντη μόνο του, γιατί θέλουμε να ξεχάσουμε τή λογοτεχνία μας και ξέρουμε ότι η αγιότης του προέκυψε από τήν απόκοσμη υπεράσπιση τού εγκοσμίου, είναι γλώσσα… εις τό πνεύμα του τό υποβρύχιον τού ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις… Ξέρει να πιεί, ξέρει να ψάλει κι ακούγεται η κένωση τής φλάσκας στον ουρανίσκο του εν Διονύσω και Χριστώ. /…/ : ο διχασμός τού 1821 και η ψευδής ζωή μας. Ο Παπαδιαμάντης περισσότερο από όποιον άλλο εβίωσε τό θείο ποτήριον : Θεία λειτουργία και πανηγύρι, η τραγωδία γίνεται τραγούδι. Αν ο Παπαδιαμάντης – κι οπωσδήποτε όχι αυτός μόνον – μετά τόσα χρόνια αποτελεί   τ ρ ό π ο,  τότε η ανάγνωση τής ελληνικής γραμματείας αναιρεί τή συγκοπή και αποκαθιστά τά πράγματα για ένα νέο ξεκίνημα. Ο τρόπος του είναι τού πιστού εραστού που περιμένει να τελειώσουν οι άλλοι ερασταί, για να συναντηθεί με τήν αγαπημένη. Εύρισκε φρικώδη ζέστην εις τήν χιόνα.

Παράγραφοι / και έλαβεν εκάτερος τό ίδιον εαυτού πράγμα (από τόν τόμο Φώτα Ολόφωτα, Ένα αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και τόν Κόσμο του, ΕΛΙΑ, 1981)

 

 

 

 

   /…/ θα ήθελα να παρατηρήσω ότι η κριτική τής ποίησης δεν μπορεί να παίξει ευρύτερο και σημαντικότερο ρόλο απ’ όσο η ίδια η ποίηση. Ότι ο αναγνώστης τού ποιήματος είναι ο επαρκής αναγνώστης που θα παρακολουθήσει και τήν κριτική. Δεν ξέρω αν πρέπει να προχωρήσουμε και στη θέση ότι κάθε εποχή είχε τήν ποίηση και τήν κριτική που τής ταίριαζε, θέση που υπακούει απολύτως στην εγελομαρξιστική αισθητική, /…/ Αναμφισβήτητα τό ποίημα με τή βοήθεια ή δίχως τής κριτικής παίρνει κάποτε τό δρόμο προς τά Σούσα, αλλά στα χέρια τής εξουσίας έχει χάσει τή βαθύτερη γνωσιολογική και γλωσσική ποιότητα, τήν ουσία που απευθύνεται σ’ ένα μη ομαδικό τρόπο κατανόησης. Η ποίηση μπορεί να αμύνεται όσο οι λέξεις της αρνούνται. Η δυνατότητα τής κριτικής να παρακολουθήσει τή μέσα στη γλώσσα γλώσσα, τήν ποίηση και τόν ποιητή στη σχέση του με τό έργο του, προσκρούει στη μεσολαβητική δραστηριότητα αυτής τής ίδιας. /…/

Η Πολιτική Συνάντηση Κριτικής και Ποίησης (πρακτικά δεύτερου συμποσίου ποίησης, σ. 181, Ιούλιος 1982)

 

 

 

 

   Και μετά τήν [εφετεινή] επέτειο και σε προσεχείς τό 1993, τό 2003 έφηβοι τούς δικούς του στίχους αλλιώς θα λένε ενώ η βιβλιογραφία θα παρακολουθεί τή δεξιότεχνη κριτικογραφία αναπαραγόμενη από τήν προκατάληψη τού ίδιου τού έργου : οποιοδήποτε κείμενο για τόν Κ.Π.Κ[αβάφη] απαντά στη δική του προκατάληψη με τίς τύψεις που αυτή δημιουργεί και κάνουν να βλέπεις παντού τόκο, όχι τή σχέση τού κεφαλαίου με τήν Τράπεζα τού μέλλοντος, τούς τρόπους παραγωγής του, και ίστανται εμπόδια σε κάθε προσέγγιση, έστω και αν επαυξάνουν τήν πρώτη ύλη. /…/

   Η ποίηση τού Κ.Π.Κ. κατάντησε· έγινε ανάγνωση ενώ ήθελε αντιγραφή, τήν ερωτικότερη στιγμή σ’ ένα ποίημα, ως περιέχοντος και περιεχομένου και αβίαστη αποστήθιση /…/ Η παγκόσμια αγορά, που αντικατέστησε τό Μέγα Πανελλήνιον, και στην οποία κυκλοφορεί (τώρα πια) άνετα τό έργο του, εξαφάνισε τόν τόνο τού έργου που συνείρε τήν αντιγραφή και τό λεύκωμα στην εμπράγματη, βιωματική και ομιλιακή, χρήση του. Τό ζεύγος κρυμμένα – ελεύθερα, παρά τή θέληση τού Κ.Π.Κ. για άπλωση και πελατεία, είναι μέσα στην προκατάληψή του να κρατηθεί εντεύθεν τού μηνύματος. Παριστάμεθα μάρτυρες, στα πάθη τής ποίησής του, στη δίωξη που υφίσταται από τήν ανάγνωση και τήν ερμηνεία και τούς ποικίλους τρόπους κυκλοφορίας τού προσώπου του. /…/

   Η βιβλιογραφική συσσώρευση ας μην κάνει να πιστεύουμε ότι παραμένει ζωντανός ή ανάμεσά μας. Κείμενα και σχόλια επισωρεύονται επί άλλων και όλα υπερασπίζονται τή διάρκεια ενός διαλόγου, που από τήν έναρξή του μέχρι τίς μέρες μας φαίνονταν να γίνεται αυτός η πρώτη ύλη. Απεκλήθη καβαφολογία, σε αντίθεση προς τίς ελάχιστες σελίδες που στη διαδρομή τού καβαφικού έργου μπορούν να σταθούν αυθεντικές και χωρίς φόβο στην ειρωνεία που τό ίδιο τό έργο υποβάλλει. Σ’ αυτούς που κρατούν ζωντανό τόν ποιητή και αυτές [οι σελίδες] και όσα ο ποιητής σχόλια παρέδωσε δεν χρειάζονται. /…/ Τά κείμενα αυτά, προσπαθώντας να  καλύψουν σχολικά και γραμματικά και κάποτε ταξικής ποιότητας αδιέξοδα, στην καλύτερη περίπτωση μοιραία καταλήγουν να συμπληρώσουν κάποιες από τίς αναγκαίες σημειώσεις, σ’ ένα ποίημα, ανακαλύπτοντας μιαν άλλη, αντί τής παραδομένης, φράση τού Φιλόστρατου ή τού Παπαρρηγόπουλου. /…/

   Τό έργο τού Κ.Π.Κ. συντελείται ως περίληψις προηγουμένων. /…/

   Ξεκίνησε λόγιος αλλά έφθασε ποιητής, διαφορίζοντας τή  γέννηση από τή γένεση, τή σάρκα από τήν ενσάρκωση. Γένεση και ενσάρκωση δεν απορρέουν από τήν ολότητα  Πάθος / Γλώσσα / Ιστορία. Αποτελεί περίληψη προηγουμένων  χωρίς συνέχεια.

Περίληψις Προηγουμένων (περιοδικό «σημειώσεις», τ. 22, Νοέμβριος 1983)

 

 

 

 

   Τό δημοτικό τραγούδι, ως (ενδεχομένως) ανώνυμη ποίηση, όχι ως τραγούδι, από τήν ώρα που εμφανίζεται στη συστηματικότερή του και πλέον (εκδοτικά) επιστημονική μορφή, συγκινείται με τήν (ενδεχομένως) προσωπική ποίηση και δυναμική παρουσία τού Διονυσίου Σολωμού /…/ και κινεί (αυτό – και όχι ο Σολωμός) Ποίηση και Κριτική σε μια παράλληλη, δηλούμενη ή υπόδηλη για τόν Σολωμό ανάγνωση και ανασκόπηση. Ως εκ τούτου οι θεωρήσεις τού δημοτικού τραγουδιού από τόν Ζαμπέλιο και τόν Αποστολάκη επιλέγονται για τόν αυτοκριτικό τους προσδιορισμό, που έκαναν, ανεξάρτητα από τίς απηχήσεις, είτε τό δημοτικό τραγούδι είτε τόν Σολωμό, κάποτε και τό δημοτικό τραγούδι μαζί με τόν Σολωμό, αφετηριακά γεγονότα τής ποιήσεώς μας /…/

   Η σημασία τήν οποία ο Ζαμπέλιος απέδωσε εις τό Ρήμα (Βυζαντιναί Μελέται, «Γλώσσης Περιπέτειαι», σελ. 668) προκύπτει από τήν εξονυχιστική αναζήτηση ενός μουσικού γλωσσικού ρυθμού, ο οποίος όσο και αν παραπέμπει στην αρχαία μετρική, δεν παύει να είναι δημιούργημα τού ελληνικού Μεσαίωνος. Η θεωρία του για τήν προσωδία και ιδιαίτερα για τή «δύσπνοια τής προσωδίας» και τήν εξαφάνισή της, που θα τής άξιζε ιδιαίτερη ανάπτυξη, και η πρώτη εξήγηση τού πολιτικού στίχου, σε αντιδιαστολή με τά μιμήματα τής αρχαιότητος από τή μεριά τών λογίων, αποτελούν τίς προϋποθέσεις τής θεωρίας του για τό δημοτικό τραγούδι. Γενική αρχή διέπουσα τή θεώρηση τού Ζαμπελίου είναι «όπου λαός, εκεί και ποίησις». Ο Ζαμπέλιος είναι λόγιος τού εσωτερικού : η γέννηση και διαμονή του στην Επτάνησο και η καλλιέργεια τής γλωσσολογίας, ο ιδιότροπος εγελιανισμός του τόν βοηθούν να περάσει και σε θεωρητική υπεράσπιση τής Δημοτικής Λυρικής. Τέτοια που δεν έκαναν οι περισσότεροι λόγιοι – αν και σ’ αυτούς διαπιστώνουμε ένα διχασμό. Τό ΣΤ΄ κεφάλαιο τών Σκέψεων είναι από τά σημαντικότερα δοκίμια για τό δημοτικό τραγούδι και τό ΙΑ΄ είναι ένα σπουδαίο μνημείο λόγου. Στις Σκέψεις θα συζητηθεί για πρώτη φορά τό εκδοτικό πρόβλημα τών σολωμικών καταλοίπων και θα εντοπισθεί η  περίοδος Κερκύρας σαν εποχή τού δράματος και τής Καταστροφής. Η ειρωνεία του για τόν Σολωμό μέσω Πολυλά θυμίζει Αποστολάκη κρίνοντα Παλαμά. /…/

   Οι περιπέτειες τής γλώσσας («Γλώσσης Περιπέτειαι») έχουν τελειώσει με τήν Αναγέννηση, έστω και αν «είμεθα Έλληνες ελέω διπλωματίας». Η μακριά πορεία τού Ζαμπελίου μέσα στο παρελθόν τής ελληνικής συρρικνώνεται σ’ έναν αισθητικό κανόνα. Ό,τι υπάρχει γύρω μας σε ποίηση είναι τά δημοτικά τραγούδια, ιδίως τά άσματα τών κλεφτών. /…/ Ό,τι επιζεί από τόν Σολωμό θα συνεκδίδεται  με τά δημοτικά τραγούδια, ό,τι δεν θα συνεκδίδεται, συνδέεται με τά αδιέξοδα τής γραμματείας μας. Δεν πρόκειται περί λάθους, όπως τόν κατέκριναν ότι διέπραξε, πρόκειται περί τής εφαρμογής τών απόψεών του. Στο «Κλίμα» Ζαμπελίου ανήκουν οπωσδήποτε ο Παπαδιαμάντης και ο Κ. Π. Καβάφης.

   Ο Αποστολάκης φθάνει στο δημοτικό τραγούδι μετά και διά τού Σολωμού και παραμένει μέχρι θανάτου πιστός στο ζεύγμα δημοτικό τραγούδι και Σολωμός. Ενώ με τόν Σολωμό επιχειρεί να συγκροτήσει ένα εθνικό απόλυτο, ένα εθνικό Υπέροχο, επιστρέφει στην εξέταση τού δημοτικού τραγουδιού σαν στην παιδική ηλικία, αφού η προσωπική του ερμηνευτική, όση δεν ανήκει στην παράξενη σύνθεση τών Καρλάυλ–Πόε–Καντ, διαμορφώνεται από τόν παιδικό τρόμο. Η θεωρία του για τή λέξη : «Ακόμη θυμούμαι τόν τρόμο, που είχε πάρει η παιδική ψυχή από τό στόμα τής μάνας στη λέξη κατάρα /…/ και με τή λέξη Χάρος».

   Αν θεματίζεται τό δημοτικό  τραγούδι πλάι στον Σολωμό είναι διότι συζεί με τόν Σολωμό, αλλ’ όχι ως τραγούδι. Ο Αποστολάκης, τής καλής γενιάς τού Νικολάου Πολίτη, από τόν παιδικό τρόμο περνά στην τρομοκρατία. Δεν είδε πουθενά τό τραγούδι και είδε τή γλώσσα σαν μορφή. Είναι ο πλέον απομόναχος δημοτικιστής (και σε ό,τι αφορά τό κλέφτικο τραγούδι η εργασία του παραμένει μεγαλοφυής) και θα έφτανε να καταργήσει τή γραφή, διότι αυτή δεν είναι η αλήθεια. Τό προφορικό είναι άχρονο, είναι υπέροχο, είναι απόλυτο, είναι η παιδική μας ηλικία. Τό γνήσιο είναι η προφορικότητα, η ιδέα δεν εγκλείεται στα γράμματα. Η τρομοκρατία προκύπτει από τή λατρεία τής προφορικότητας και ασκείται εγγράφως, διά τής γραφής και διά τού νόμου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε τό λόγιο τής αφηγήσεως και τό δημοτικό τών διαλόγων στους πρώτους μας πεζογράφους. Ο Σολωμός, έτσι, θα γίνει τό πράγμα τής λέξης. Κανείς δεν κινδυνεύει από τόν Σολωμό στο πεδίο τής Ζωής, ο κίνδυνος και η τρομοκρατία τού Σολωμού ασκείται με τούς όρους τού απολύτου τής ποιήσεως. Ο Σολωμός γίνεται ενσάρκωση και προφορικότητας και γραφής, η μόνη ενσάρκωση. /…/

   Τό ζεύγος δημοτικό τραγούδι – Σολωμός σχηματίζεται συγχρόνως με τό ’21. Πόσο έζησε, αν επιζεί, είναι πρόταση προς συζήτηση. Αν βέβαια μιλήσουν και πουν και οι ποιητές. /…/ Και σε μια αναφορά στο ημερολόγιό του ο Σεφέρης (8 Μαΐου 1945) δηλώνει τήν αποστροφή του σε μια κατασκευασμένη εθνική γιορτή, όμοιος με τόν Γέροντα τού Βλαχογιάννη : «Τό μόνο που μέ συγκίνησε, ήταν ένας τυφλός, παίζοντας στη φυσαρμόνικά του τόν Ύμνο καθώς προχωρούσε σέρνοντας τά πόδια του».

   Ο Βλαχογιάννης έγραφε για τήν Έξοδο, που τό δημοτικό τραγούδι τή ζωντάνευε και ο Σεφέρης έγραφε για τόν Ύμνο λίγους μήνες μετά που άνοιγε ορίζοντα για τελευταία φορά τό δημοτικό τραγούδι. Και εννοώ τό ΕΑΜ.

Θεωρήσεις τού Δημοτικού Τραγουδιού (πρακτικά τέταρτου συμποσίου ποίησης, τ. 69 επ., Ιούλιος 1984)

.

.

.

Η σάρκα είναι γενική στα ξένα ποιήματα
Με πόθο έφευγ’ άφηνα τό σώμα και η αγνότης
Επιστρέφει ως τίμημα τής σάρκας
Όταν έχουμε ποθήσει γενικά
Τό σώμα μου είναι τό ποίημά μου
Επιστρέφω σε άλλα σαρκώματα τού νου 

Ας κοιμούντ’ ευτυχισμένα όσα αγαπήσαμε.

                                             (αχρονολόγητο)

.

.

.

   «ας κοιμούνται ευτυχισμένα όσα αγαπήσαμε» λοιπόν ; ας τελειώσει έτσι τό αφιέρωμα στο τεύχος 61 τού περιοδικού σημειώσεις, μια ανάρτηση ως μνήμη πένθους μέσα σ’ ένα πένθος παρόν (αλλά γι’ αυτό, σε επόμενο – μόλις μπορέσω) 

.

.

.

.

.

.

 

Start a Blog at WordPress.com.