σημειωματαριο κηπων

27 Φεβρουαρίου 2010

νεο-πουριτανισμοί, νεο-φασισμοί, νεο-σφετερισμοί – και η μεταμοντέρνα αθωότητα τού λά.ο.σ.

              

   Επειδή δεν πιστεύω πως είναι ακίνδυνες οι κουτοπόνηρες μπουρδολογίες τών ακροδεξιών και εδώ και αλλού (άλλωστε με «κοινά αποδεκτές» κοινοτυπίες – τό -τυ με ύψιλον για να έχει σχέση και με τίς εφημερίδες – σε κοινοτυπίες δηλαδή τής «απλής λογικής», τού «καλού μέσου άνθρωπου», βασίζεται πάντα η ιδεολογία τής καταπίεσης και τής κυριαρχίας),

   και με αφορμή ένα αφιέρωμα στο προτελευταίο (νομίζω) τεύχος (αριθμός 1827) τού περιοδικού Νέα Εστία όπου βρήκα μαζεμένες και δηλώσεις για τά γεγονότα τού περσινού δεκέμβρη *,

   λέω να πω τά εξής  χωρίς μεγάλη άνεση :

   1. usurper (=σφετεριστής) : μ’ αυτήν τήν λέξη τελειώνει τό πρώτο μέρος τού πρώτου κεφάλαιου τού «Οδυσσέα» τού james joyce – τό μόνο, σ’ ολόκληρο αυτό τό, τεράστιο, έργο που συνδέει τό (προηγηθέν) «Πορτραίτο τού Καλλιτέχνη» με τόν (ώριμο) Ulysses, καθώς συνεχίζει για λίγο ακόμη τήν υπόγεια ερωτική σχέση τού Stephen Dedalus με τόν Cranly…

   Από κει κι ύστερα, εισέρχεται για τά καλά ο κύριος Bloom, και μεταφερόμαστε αλλού…

   Γιατί είναι όμως τόσο ξεκάθαρα απεχθής γλοιώδης και αξιολύπητος ο ρόλος τού σφετεριστή ; Σίγουρα η ιδιοκτησία, ακόμα και ιδεών,  δεν είναι κάτι τό οποίο αξίζει να υπερασπιστεί – ή και να σέβεται – κανείς. Οι ιδέες είναι για να κυκλοφορούνε (απ’ αυτούς που τίς αγαπάνε). (Σφετερίζεται κανείς, όμως, έργα : τά οποία ούτε αγαπάει, ούτε καταλαβαίνει, και κατά βάθος τά μισεί καθώς τά ζηλεύει.)

   Ο σφετεριστής πιστεύω δηλαδή ότι δεν πλασάρει, για δικές του, ιδέες άλλων από έρωτα προς αυτές ούτε για να τίς αναπτύξει περαιτέρω… Μού δίνει αντίθετα τήν εντύπωση ανθρώπου που, πάσχοντας από εγγενείς ανασφάλειες, κυριαρχείται από ένα τόσο έντονο σύμπλεγμα κατωτερότητας ώστε πρέπει αφελώς (και αδέξια – για όσους έχουν καλή όραση) να τό μετατρέψει σε σύμπλεγμα ανωτερότητας για να επιζήσει : διότι ο σφετεριστής πάσχει ουσιαστικά από τήν μανία τής εξουσίας – χρησιμοποιεί τίς ιδέες προς όφελος τής (ελαττωματικής) ψυχολογίας του αδιαφορώντας για τά ελαττώματα (ή τά προτερήματα) τών ίδιων τών ιδεών…

   Ας αφήσω λοιπόν κατά μέρος τόν Buck Mulligan (ή χαϊδευτικά Cranly) για τόν οποίο η λέξη usurper ειπωμένη από τόν Stephen ηχεί σταθερά μέσα στα πλαίσια τής (ακόμα) εφηβικής και θυμωμένης σχέσης τους σαν ερωτική σχεδόν υπερβολή, κι ας πάμε στα «πολιτικότερα» :

   2. Μία αποενοχοποιημένη και θρασεία, επιθετική μάλιστα, πολιτική σφετερισμού ιδεών είναι χαρακτηριστικό κατά τή γνώμη μου κάθε κουτοπόνηρου που επιθυμεί διακαώς λοιπόν να έχει «ιδέες» ενώ τό μόνο που έχει είναι απωθημένα προς απόκρυψιν… Μπορούμε δηλαδή να δούμε καθαρά πως στο βάθος τής ψυχολογίας κάθε (για να μιλήσουμε γενικά : ) φασίστα, δεν ενεδρεύει μόνο μια ανασφάλεια, ως προς τήν ποταπότητα τών «ιδεών» του, αλλά και μια μνησικακία ως προς τούς αντιπάλους του οι οποίοι μπορούν να έχουν απόψεις «αυθεντικότερες τών δικών του».
Έτσι, κάνοντας ένα – επιτρεπόμενο, ως συνήθως στην «πολιτική» – λογικό άλμα, μπορούμε να πούμε ότι : Ο σφετερισμός απ’ τή μεριά τών ναζιστών στην γερμανία τής λέξης σοσιαλισμός («εθνικο-σοσιαλιστές») δεν απέχει και πολύ από τόν σφετερισμό εκ μέρους τής ελληνικής ακροδεξιάς τής λέξης λαός (καθότι : λά.ο.σ. = «λαός» αν διαβαστεί με κεφαλαία, και τονιστεί αλλιώς) (=πράγμα στο οποίο επιμένουν, μετά καθόλου αθώας μανίας, ιδρυτής και μέλη τού κόμματος).

   Η εκτίμηση δηλαδή – και ο φόβος – που είχαν προς τόν σοσιαλισμό οι χιτλερικοί συναντά κατά τή γνώμη μου αβίαστα τήν εκτίμηση και τόν φόβο  τών μελών τού λά.ο.σ. προς τήν ίδια την έννοια τού λαού.

   Σαφώς, και στη μία και στην άλλη περίπτωση, υπάρχει μια εξαρχής κακοήθης πρόθεση να «μπερδέψουν» ένα μέρος τού ήδη μπερδεμένου κόσμου (αλλά μήπως κι αυτοί που θα «μπερδευτούν» απ’ τά ίδια συμπλέγματα δεν θα πάσχουν ; – μεταφυσικής υφής ερώτηση… – : δεν θα επιθυμούν δηλαδή να ανήκουν στο (ιεροποιημένο) σύνολο που, αν έχει κάποιο νόημα, αυτό βρίσκεται σίγουρα στον αντίποδα τής δικής τους «ανάλυσης» ; ) (Ως γνωστόν η μετα-μοντέρνα λαίλαπα τής αρλουμπολογίας τού «everything goes» και τού «λέω ό,τι θέλω, κι ό,τι λέω ισχύει» βόλεψε κατεξοχήν τούς κατεξοχήν προ-μοντέρνους…)

   Αν ο «λαός» έχει τό (κολακευτικό) νόημα στο οποίο ο σφετεριστής δηλαδή ποντάρει, τότε σαφώς και δεν σημαίνει ένα σύνολο που φοβάται τόν ίδιο του τόν εαυτό… Όπως και δεν μπορεί ο σοσιαλισμός να ενώνεται με τά δεσμά τού γάμου (μέσω εκείνης τής, υπαρκτής ή νοητής, παυλίτσας) με τήν ιδέα πως η ισότητα για όλους υφίσταται μόνο αν χωρίσουμε πρώτα αυτούς τούς «όλους» σε ανθρώπους και υπανθρώπους, ή πολίτες πρώτης, δεύτερης και τρίτης κατηγορίας.

   3. Τό ερώτημα για μένα είναι γιατί ο σφετερισμός αυτός, μιας λέξης ιερής υποτίθεται για τήν αριστερά^, παίρνει ως απάντηση ένα συγκαταβατικό μόνο «βλάκες είναι δεν ξέρουνε τί λένε» (υπογείως), και επί τής επιφανείας (επί τών παραθύρων τού τζαμιού δηλαδή) ένα τίποτα ;
Μολονότι δεν είμαι φανατική τής τηλεόρασης, νομίζω πως είδα καλά ότι μόνο μεμονωμένες αντιδράσεις έχουν υπάρξει εναντίον αυτής τής επιθετικής κουτοπονηριάς : η σαφής μάλιστα, και με δυνατή φωνή εκπεφρασμένη, προήλθε προεκλογικά αν δεν κάνω λάθος μόνο από τούς οικολόγους – και όχι από στελέχη τής καθιερωμένης μας αριστεράς. Νομίζω πως είδα και μία (αντίδραση) (πολύ, μα πολύ διασκεδαστική) στην (κατά τ’ άλλα πολύ, μα πολύ καταθλιπτική – και σαφώς κυριολεκτική) ζούγκλα τής ιδιωτικής τηλεόρασης, αλλά και αυτή από ιδιώτες : οι οποίοι κατάφεραν ό,τι δεν κατάφεραν οι επίσημοι εκπρόσωποι του λαού  – να κάνουν μέλος τού λά.ο.σ. να χάσει τήν φωνακλάδικη ψυχραιμία του και να αποχωρήσει (όταν τόν είπαν «φασίστα» – άλλο χαρακτηριστικό τού τόπου και τού χρόνου, να μη θέλουν οι φασίστες να λέγονται φασίστες… (τόν είπαν βέβαια και μαλάκα… Αλλά δεν νομίζω ότι τόν πείραξε αυτό τόσο, όσο τό άλλο…))
Αρκεί η «περιφρόνηση» ; Είναι «εμφανές» στους υπόλοιπους δηλαδή τό νόημά της ; Ή μήπως μοιάζει περισσότερο με τό (χαϊδευτικό) usurper τού Στήβεν Δαίδαλου προς τόν Κράνλυ ;

   4. Δεν ξέρω για τήν υπόλοιπη ευρώπη, και όλον τόν άλλο κόσμο, στη χώρα μας όμως  τό φαινόμενο έχει σίγουρα κάποια εξήγηση : Κάποιος είπε (σχετικά πρόσφατα – δεν θυμάμαι ποιος – περί αυτού ντρέπομαι) ότι η ήττα τής αριστεράς μετά τόν εμφύλιο, ήτανε ήττα μόνο στο επίπεδο τής διακυβέρνησης, γιατί στο επίπεδο τών «ιδεών» η «αριστερά» κυριάρχησε όλα αυτά τά χρόνια : και στα γράμματα, και στις τέχνες, και στις «ιδέες» γενικά… Αλήθειες και μεγαλοστομίες, που δεν βρίσκονται και πολύ μακριά από τήν πραγματικότητα, γιατί δεν βρίσκονται και πολύ κοντά στην αλήθεια… Διότι η «αλήθεια» μετά τόν εμφύλιο βρισκόταν πάντα κάτω από τήν μπότα μιας μόνιμης λογοκρισίας – και όσο οι «φορείς» της κινδύνευαν διαρκώς από εξορίες εκτελέσεις και βασανιστήρια – ή αργότερα τή μόνιμη  απειλή τής ανεργίας, και, μέσω αυτής, κάτω από μια μόνιμη τρομοκρατία εξόντωσης – τόσο τά επίσημα κόμματα (σταλινικά από τά γεννοφάσκια τους, αφού τά ίδια φρόντισαν για τήν εξόντωση κάθε «αναρχικής» φωνής εντός και εκτός τους) ή και «αντι–σταλινικά» μετά τήν διάσπαση (για τήν οποία οι πρωτεργάτες της, όπως φάνηκε αργότερα, μετάνιωσαν στην πλειοψηφία τους, και συνεπώς φρόντισαν να διατηρήσουν τόν υπόγειο σταλινισμό τους σαν προσωπικό άλλοθι) – μπορούσαν συνεπώς, μέσα στη θολούρα τής παρανομίας, να φαντάζουν «απελευθερωτικότεροι» τών προθέσεών τους – και συνεπώς : δεν υπήρξε «καθαρή» αλήθεια τής «αριστεράς» στη χώρα μας ποτέ : Υπήρξε μια μίζερη, ομοφοβική, μισογυνική, θρησκευάμενη (μ’ όλον τόν αναγκαίο αντικληρικαλισμό που όμως δεν πολέμησε ποτέ τόν αδιατάρακτα ιερό πυρήνα τής πατριαρχίας – τόν ιερό θεσμό τής οικογένειας) : μια πουριτανική αριστερά, που χρησιμοποιούσε όποτε χρειαζόταν και τά όπλα τών «εχθρών» της για να κρατήσει τά «ζώα» της «στη στρούγκα» όπως είπε (πριν πεθάνει) ο Μάριος Χάκκας…

   Η «στρούγκα» ήταν πάνω απ’ όλα ο αστικός καθωσπρεπισμός, η αστική ηθική, ο αστικός πουριτανισμός, η αστική αποθέωση τής οικογένειας, η αστική λατρεία τής επιτυχίας (βλ. και τήν ανάρτηση για τό βιβλίο τού jacoby). Η λέξη αλήτες άλλωστε και αναρχικοί υπήρξε βρισιά και πολλών «αριστερών» προς τά παιδιά τους – όσα ήθελαν να ξεφύγουν από τή λογική και τή στρούγκα, τού κόμματος τών πατέρων… Και πολλοί από τούς ίδιους βασανισμένους εξορισμένους, φυλακισμένους τών προηγούμενων εποχών αντιμετώπισαν τήν εξέγερση τής Νομικής (και αργότερα τού «Πολυτεχνείου») με τόν όρο «κωλόπαιδα» και με πολύ εχθρικές διαθέσεις – αυτά είναι πολύ κοινές αλήθειες και πολύ κοινοί τόποι για όσους τά έζησαν…
Σήμερα όμως αυτά καλύπτονται πίσω από τό γενικό και βολικό κλισέ ότι (ενώ οι παλιότεροι που κάνανε τό έπος τού ΕΑΜ και τό έπος τών Αγώνων τού 1-1-4, τού Κυπριακού και τής Προίκας στην Παιδεία σάπισαν στις φυλακές) η «γενιά τού Πολυτεχνείου» «αποζημιώθηκε, ανταμείφθηκε και κυβέρνησε», μολονότι δεν είναι βέβαια αυτός ο λόγος… Ασφαλώς, κάποιοι από εκείνη τή «γενιά» κυβέρνησαν, αλλά τούς ήτανε αντιπαθείς κυρίως όσο ακόμα κινδύνευαν ακριβώς… (Άλλωστε οι ίδιοι δεν «κυβέρνησαν» γιατί δεν τούς τό επέτρεψαν οι «συνθήκες» – οι αλλεπάλληλες χούντες – μεταξάς, παπαδόπουλος–ιωαννίδης – δεν θα αρνούνταν να κυβερνήσουν αλλιώς : τό να κυβερνήσουν ήταν ο στόχος – λογικό άλλωστε : Γι’ αυτό και «κυβέρνησαν» στο βουνό…) (Άσε που και για να μην κυβερνήσουν, ούτε και από μακριά, έγινε η τελευταία χούντα).
Αλλά γιατί τόση μνησικακία για όσους βρήκαν μπροστά τους τίς συνθήκες που κι οι ίδιοι θα ήθελαν
 ; Και γιατί αυτή η εθελοτυφλία όταν μιλούν για «γενιά που κυβέρνησε» ; Αυτό ισχύει μόνο ηλικιακά – και εκεί είναι λογικό, συμπεριλαμβάνει και τόν κ. σαμαρά και τόν νεότερο κ. παπανδρέου. Σε επίπεδο ιδεών όμως, δεν κυβέρνησε καμία γενιά τής Νομικής (ούτε τού Πολυτεχνείου) : κυβέρνησαν κατά κανόνα οι σταλινικοί εκείνης τής γενιάς, οι εκφρασμένα δηλαδή φιλοσοβιετικοί, και οπαδοί τότε τού κκε–εξωτερικού, εκείνοι για τούς οποίους ο Γιαν Πάλατς ήταν (ακόμα και μέσα στη φωτιά που τόν έκαιγε) πράκτορας τού ιμπεριαλισμού, ο Κώστας Γεωργάκης (ακόμα και μέσα στη φωτιά που τόν έκαιγε) ανύπαρκτος (μέσω τής σύνδεσής του με τήν (ανύπαρκτη) ένωση κέντρου – τήν οποία θα θεωρούσε όμως υπαρκτή και ο Αλέξανδρος Παναγούλης αργότερα), τά τανκς  θα μπαίνανε χορευτικά στην Πράγα – βάσει τών γραπτών τού Ποιητή (που θα καμάρωνε για τό βραβείο Λένιν (κι αυτός αργότερα)…

 

 

   5. Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο ότι οι  φιλοσοβιετικοί εκείνης τής γενιάς  ήταν κυρίως μαζεμένοι στην σχολή που θα τούς έβγαζε  όλους αργότερα δικηγόρους : Στο ίδιο κτίριο, αλλά στη φιλοσοφική επικρατούσε ο Ρήγας Φεραίος – και οι πολλοί – πάρα πολλοί – ανοργάνωτοι… Στις σκάλες τού κτιρίου τής Νομικής στη Σόλωνος, οι οποίες οδηγούσαν στη φιλοσοφική πρώτα, και ύστερα στη νομική σχολή, και στα χωλ μπροστά από τά αμφιθέατρα, τά κορίτσια και τά αγόρια που τραγουδούσαν μετά τίς αυτοσχέδιες ψηφοφορίες τόν ύμνο τού αλκοολικού αποσπασματογράφου  στην ελευθερία, (και πρόσθεταν  αυτόματα τίς στροφές που βρίσκονται «εκτός» εθνικού ύμνου συμπεριλαμβάνοντας και τήν «φοβέρα» και τήν «σκλαβιά») χτυπούσαν με λύσσα τά πόδια στα ψυχρά πατώματα σηκώνοντας μια θερμή σκόνη που έβγαινε μαζί με τίς θυμωμένες φωνές στη Σόλωνος – και εκεί, στα χωλ αυτά θα άρχιζε σε λίγο να κυκλοφορεί πολύς κόσμος από παιδιά άσχετα με τούς εν ενεργεία φοιτητές που ήταν ούτως ή άλλως άσχετοι με τούς επιμελείς φοιτητές τών προηγούμενων νεκρών χρόνων – με τούς οποίους δεν γνωριζόταν πια σχεδόν κανείς… Απ’ τήν αρχή λοιπόν μέχρι τό τέλος (εκείνων τών «ταραχών») τό πρώτο πάτωμα τής φιλοσοφικής, θα είχε στην κορφή τής σκάλας του ρηγάδες και ανένταχτους ενώ εκείνο τής νομικής  τούς πεντέξη σταλινικούς που θα εφοδίαζαν επί «δημοκρατίας» τόσο τά «αριστερά» κόμματα με (ανανήψαντες) αρχηγούς (αργότερα), όσο και τίς τηλοψίες (και τίς τέχνες) (και ποίησης και πεζογραφίας και σεναρίου) με ανανήψασες θεωρητικά και με καθυστέρηση τριακονταετίας… Έχοντας με καθυστέρηση αναθεωρήσει τόν σταλινισμό τους σιωπηρά όλες και όλοι… Αυτές οι σιωπηλές αλλαγές δεν είναι αναγκαστικά πάντως ειλικρινείς κατά τή γνώμη μου, γιατί η ειλικρίνεια είναι θορυβώδης. Όσο θορυβώδης ήταν ακριβώς η ειλικρίνεια τό ’72 – ’73 τών αντι-εφετζήδων¤ αυτών στην περιφρόνησή τους προς «ρηγάδες» και «παρτσαλιδικούς», πριν συνασπιστούν ως νεο-ιμπεριαλιστές μαζί τους και κλάψουν μαζί τους ως νεοφώτιστοι στο α’ νεκροταφείο για τόν θάνατο τού Αναγνωστάκη.

   Όσοι «ακούστηκαν» λοιπόν ως «γενιά» (και σκίστηκαν να κάνουν πολιτική ή τηλεοπτική ή λογοτεχνική καριέρα) προέρχονται – αποκλειστικά – καμία έκπληξη για όσους ξέρουν λίγο τά πράγματα – από τήν σταλινική μας πάνω απ’ όλα «αριστερά». Αλλά όλα σβήνουνε μπροστά στην καριέρα ενός τής οδοντιατρικής… Ή στην καριέρα τού «βία στη βία» Παναγιώτη, στο μέγαρο τής αγίας παρασκευής… (που στο κάτω–κάτω καλό έκανε στο τζάμι όσο άντεξε να τό βλέπει… ) Δεν μ’ αρέσει να μιλάω με γνώσεις άλλων – και είπα για έλλειψη άνεσης από τήν αρχή… Αλλά έλεος πια με τά ιερά ψέματα που μάς κυβερνάνε…

   Η γενιά τών παιδιών που δημιούργησε τό ξέσπασμα – τήν εξέγερση (με όλη τήν έννοια τής λέξης) τής Νομικής – και μετά (οι ίδιοι λίγο ή πολύ μαζί με ένα, μακρινό ώς τότε, πλήθος παιδιών) τού Πολυτεχνείου, άκουγαν stones και beatles και jimi hendrix, και ήταν έκλυτοι αλήτες και αναρχικοί (για όλους τούς άλλους). Οι οποίοι άλλοι βολεύονταν πίσω από τίς δικτατορίες για να μη φτάσει ώς εδώ τό «νέο» τών «άλλων» εξεγέρσεων – τού Βερολίνου, τού Μπέρκλεϋ, τού Παρισιού –… Αν ήταν δυνατόν να μη φτάσει… Φυσικά και τά ξέρανε όλα… Στις φράουλες και αίμα και στο γούντστοκ δεν έπεφτε καρφίτσα στα σινεμά… Οι εισαγωγείς δίσκων δεν σκέφτονταν ούτε στιγμή να μιλήσουν για οικονομική κρίση – και τό χαρτζιλίκι τότε ήταν πολύ μικρότερο από τό σημερινό. Κι ούτε υπήρχε ενημέρωση μέσω τιβί ή νετ… Πιο ζωντανή εκδοτική κίνηση ίσως κι ώς σήμερα δεν υπήρξε… Βγαίναν κείμενα αναρχικά, τροτσκιστικά, τού μαρκούζε, τού γκουεβάρα (έτσι λεγότανε τότε)… Εκδίδονταν λογοτεχνία νέων παιδιών – χωρίς λεφτά – (οι εκδόσεις κάλβος με τόν  παναγιώτη κονδύλη ακόμα τότε στην ομάδα)… Φυσικά οι τότε σταλινικοί συνεχίζοντας (ως πάντα σταλινικοί) τίς καριέρες τους (με βάση τή λατρεία τής επιτυχίας – βλέπε και τόν jacoby) τά ανακαλύπτουν όλ’ αυτά μετά τό ’89 – τήν καταστροφή δηλαδή γι’ αυτούς [τήν σωτηρία δηλαδή για κάποιους άλλους (λαούς) που έπρεπε πάση θυσία να θεωρούν ώς τότε τίς στάζι «υπηρεσίες προστασίας τού πολίτη»] — «εγώ, εδώ και 10 χρόνια πνευματικός άνθρωπος» καμάρωνε στα τέλη τής δεκαετίας τού ’90 διάσημος εκπρόσωπος αυτού τού «κυβερνητικού» χώρου… Ακριβώς : γίναν «πνευματικοί» άνθρωποι (και εν γένει «άνθρωποι») όταν έγινε σαφές πια τί άνθρωποι ήταν, οι «άνθρωποι» στους οποίους στηρίζονταν για να λένε άλλους ανθρώπους πράκτορες τού εχθρού και προβοκάτορες – και αυτός ο ανθρωπισμός κρατάει καλά : αυτός, ναι, κυβερνάει…

   Ξεχνάει κανείς εξάλλου (από τούς τότε αλήτες) τίς οδηγίες τού «οδηγητή» προς νέους ναυτιλόμενους (επί μεταπολίτευσης κιόλας, πιο πριν δεν υπήρχε τό ένδοξο όργανο) πως «η μουσική ροκ είναι προïόν τού αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, πως οδηγεί σε έκλυση τών ηθών, και πως είναι έκφραση τής αστικής παρακμής»; Να αναλύσει κανείς ψυχαναλυτικά τό θράσος τού κνίτη που μετά τό ’89 πέφτει με τά μούτρα στη γοητεία τού καπιταλισμού, μαθαίνει κάτι κουτσο–αγγλικά, στρογγυλοκάθεται ως αναθεωρημένος καθ–οδηγητής στο ραδιόφωνο, πριν στρογγυλοκάτσει ως αναθεωρών καπιταλιστής στην κυβέρνηση – και θέλει να μάς πείσει ότι αυτός, αγνοώντας τούς φαρακικούς μικρούς του ήρωες άκουγε από τήν κούνια του Leadbelly ?
Μπορεί να αντιλαλούνε μέχρι και σήμερα οι φυλακές από τά χασικλίδικα τών απαγορευμένων ηρώων τού ρεμπέτικου αλλά νά που τώρα κοντεύουν να τούς κάνουν και μαυροσκούφηδες :
όσο «οργανωμένη κομματικά» κοντεύουν να κάνουνε και τήν κιθάρα τού μαύρου αλήτη που σε λίγο θα μάς βγει και αναδρομικά κνίτης.

   Αλλά, για να επανέλθω στο κυρίως θέμα μου (τών – κυρίως – σφετερισμών) :

 

   6. Από πού κι ώς πού θα ενοχληθούν λοιπόν οι (επί τού τζαμιού) («κυβερνώντες» και «μη») αριστεροί από έναν επιπλέον σφετερισμό, αυτόν τής λέξης λαός από τό λά.ο.σ. ; Αυτά είναι μικροπράγματα, ευαισθησίες περί (ασήμαντων εν πάση περιπτώσει) ονομάτων που δεν έχουν θέση στις πολιτικές τής φωτογένειας κατά τή διάρκεια τών αγώνων τηλοψίας : ντρέπομαι κι εγώ που ασχολούμαι ακόμα μ’ αυτό τό θέμα : οι λέξεις, αυτά τά ενοχλητικά πράγματα, έχουν τή σημασία τους μόνο όταν αφορούν σύγχρονα ιστορικά θέματα : τή μικρασιατική καταστροφή, τόν συνωστισμό ή μη στις αποβάθρες τού ’22, τό αν ήταν σχολάρχες ή όχι οι παπάδες (πριν) τό ’21… Τό πώς θα αποδεχτούμε να ονομάζουμε τόν κύριο καρατζαφέρη και τό κόμμα του είναι εξαιρετικά δευτερεύον, στο κάτω–κάτω πρόκειται για μικρό κόμμα, κομματάκι… Κι έχει περάσει (και μάς χωρίζει) πολύς καιρός από τότε, πολύ περισσότερος απ’ ό,τι μάς χωρίζει απ’ τό ’21 και τό ΄22, όταν ιδρυτές και μέλη (και πατεράδες μελών, και οπαδοί, και πατεράδες οπαδών) τού κόμματος συμφωνούσαν με τίς δικτατορίες και τούς γύψους και τίς εξορίες, τίς δολοφονίες τά βασανιστήρια τίς ταράτσες… Σήμερα θέλουν όλοι να λέγονται ο λαός… Επί παπανδρέου (τού β’) νομίζω ήταν που βρήκαν ως νέο όνομα για τήν αστυνομία τό ελάς, και τό κατανοήσαμε και αυτό, ήταν διαφορετικό άλλωστε και τό φύλο : εκείνος ήτανε ο ελάς, παρηγορηθήκαμε ότι υπήρχε διαφορά στο άρθρο και συνεπώς δεν υπήρχε και μεγάλη σχέση – και μάλλον υπερβάλλω λέγοντας ότι παρηγορηθήκαμε, δεν τό σκεφτήκαμε καν… Και ο όργουελ στο 84, και ο μαρκούζε στον Μονοδιάστατο έχουν κάνει (δυσάρεστες) σκέψεις για τή γλώσσα και τή χρήση (και τήν αχρησία της) αλλά δεν κάνω κέφι τώρα να επεκταθώ : αν αύριο η υπηρεσία προστασίας τού πολίτη ή κάνα κόμμα νέας τάξης θελήσει να αυτοαναγορευτεί και εάμ (και θα βρει λέξεις να ταιριάζουν με τά αρχικά, εγώ ξέρω ήδη μερικές αλλά μη δίνω και ιδέες) ιδέα όντως δεν έχω ποιοι θα ενοχληθούν και ποιοι θα αρνηθούν από τηλεοράσεως τό δικαίωμα τού καθενός να ονομάζεται όπως θέλει… Η δημοκρατία δεν κρίνει τίς προθέσεις, ούτε τίς συμβολικές παρενέργειες τών εμπνεύσεων τού καθενός…

   Αυτού τού είδους η δημοκρατία κρίνει άλλα πράγματα, και προστατεύει άλλα πράγματα, κι όχι τίς λέξεις και τά ονόματα τών πραγμάτων… Οι λέξεις και τά ονόματα αποκτούν διευρυμένη σημασία όταν προφέρονται υιοθετούνται και διεκδικούνται από άλλους, εκτός, αλλοεθνείς και αλλόθρησκους… εκεί τσαντιζόμαστε όλοι μαζί^ εδώ γιατί να εκνευριστούμε ; Προέχει η διαφύλαξη τών ιερών και τών οσίων τής κοινωνίας, και σ’ αυτόν τόν αγώνα οι διαφορές με τόν καρατζαφέρη μειώνονται, εξαφανίζονται, οι «κυβερνώντες» σαν να ανήκουν όλοι μαζί σε ένα μόνο κόμμα : Ο μισογυνισμός και τό μίσος προς τούς ομοφυλόφιλους τούς ενώνει… Τό μίσος και ο φόβος για τήν ελευθερία τού έρωτα τούς απογειώνει… Η τρυφερή εμπιστοσύνη στον παρηγορητικό θεσμό τής οικογένειας τούς φτάνει… Ο φόβος προς τήν έκλυση τών ηθών αρκεί και με τό παραπάνω ώστε να ενώσει σύμπαντα τόν λαό κάτω απ’ τή σκέπη τού λά.ο.σ. … Τά «κωλόπαιδα τών εξαρχείων» ενοχλούνε όσο ακριβώς ενόχλησαν και τά «κωλόπαιδα τής νομικής» (που «δεν καταλαβαίνουν τί κάνουνε, και παίζουνε τώρα, ενώ εμείς κινδυνεύουμε – αλλά ούτε οι ασφαλίτες δεν τά παίρνουνε στα σοβαρά» – αυτές οι «κριτικές» λίγο πριν μεταφερθεί η «ευθύνη» για τά «παιχνίδια τών κωλόπαιδων» από τούς ασφαλίτες στην ΕΣΑ). Η ζωντανή πραγματικότητα με λίγα λόγια, αυτή που αναπνέει έξω απ’ τά τζάμια και τούς δεκάρικους τής τηλεόρασης, αυτή που χρησιμοποιεί τίς λέξεις με χιούμορ (αυτο)σαρκασμό και πάθος, και τή ζωή με (ειλικρινή) απαισιοδοξία και (ειλικρινέστερο) θυμό για τήν τελετουργική της ματαίωση, αυτή η ζωντανή ζωή τών ανώνυμων, τών αόρατων και τών άφαντων, ενοχλεί και σήμερα δηλαδή όσο ενοχλούσε από πάντα… Ο κύριος καρατζαφέρης μπορεί να επαινεί λοιπόν δικαίως τό κκε για τήν αυτοπειθαρχία και τήν ηθική του… Ο φόβος για κάθε άλλη «ουσία» πέραν τής ουσίας τής καταπίεσης μπορεί να λειτουργεί δικαίως ως ουσία συγκολλητική… Η κυρία παπαρρήγα μπορεί δικαίως να διαμηνύει προς τήν Ιστορία ότι «στην πραγματική εξέγερση δεν θα άνοιγε ούτε μύτη…» (μυστήρια βιβλία ιστορίας πάντως διαβάζει, αν διαβάζει…) Και τό διήγημα τού Ριζοσπάστη περί «απλού μπάτσου» που βρίσκεται ενώπιον «πλούσιου κωλόπαιδου» μπορεί δικαιότατα να εκφράζει μεγάλο μέρος τού πληθυσμού, πολύ μεγαλύτερο τής εκλογικής βάσης τού «κ.»κ.ε. … Και τά κόκκαλα τού παζολίνι θα ‘χουν κι αυτά τό μικρό δίκιο τους να τρίζουνε – χτυπώντας με συντριβή και για κάποιες δικές του διατυπώσεις – όσο κι αν ειπώθηκαν σε χρόνο ανύποπτο –
   μπορεί να ‘ναι ανύποπτος όμως ο χρόνος ;

 

   7. γι’ αυτό η αριστερά στην ελλάδανομίζω ηττήθηκε τελειωτικά μετά τή μοναδική της νίκη : όταν ήρθε δηλαδή η (περίφημη – και σαν λέξη πολύ ασαφούς νοήματος) «μεταπολίτευση». Η «φωτισμένη» αριστερά (για τήν άλλη δεν έχω διάθεση να συζητήσω άλλο…) ηττήθηκε δηλαδή μέσα σε συνθήκες «ομαλής δημοκρατίας» (όσο και αν…) επειδή δεν μπόρεσε να μετατρέψει τόν αντιδικτατορικό αγώνα (από τόν οποίο ως κκε εσωτερικού και ρήγας φεραίος έβγαινε σαφώς έγκυρη και κερδισμένη) να μετατρέψει εκείνη τήν «ανατρεπτικότητα» σε μια εφ’ όλης τής ύλης ανατρεπτική και αντισυμβατική συμπεριφορά και θεώρηση μέσα στο αστικό καθεστώς «ελευθερίας» στο οποίο βρέθηκε και εξαιτίας τών δικών της αγώνων να ζει… Πλήρωσε με άλλα λόγια τή μεταπολίτευση τήν οποία λίγο–πολύ επεδίωξε… : Ούτε συζήτηση βέβαια ότι πλήρωσε και τή «νομιμοποίηση», σε μια χώρα που από γενέσεώς της τήν κυνηγούσε – δίνοντάς της έτσι τή δυνατότητα να φαντάζει «ανατρεπτική σε όλα», εκεί που ήταν ανατρεπτική μόνο σε αυτά κι αυτά (δηλαδή τά οικονομικά…) Και βέβαια πλήρωσε τόν εγγενή της πουριτανισμό ο οποίος, μέσα στις εφιαλτικές συνθήκες τής διά βίου παρανομίας, κρυβόταν και προστατευόταν από κάθε αμφισβήτηση : οι έλληνες αριστεροί είχαν τή δυνατότητα να «αγνοούν» δηλαδή τίς εξεγέρσεις τών παιδιών που ήθελαν να είναι πιο ελεύθερα στον υπόλοιπο «ελεύθερο» κόσμο… – μέχρι που η εξέγερση τής Νομικής τούς έκανε να δουν – έστω και από τήν κλειδαρότρυπα – τί φάτσα είχαν αυτά τά παιδιά… Να τά σβήνουμε αυτά όσο μπορούμε – μη χάνουμε και τό έδαφος κάτω απ’ τά πόδια μας τώρα που πατάμε καλά…
Έτσι στήνονται οι μυθολογίες περί νοέμβρη και θα στηθούν – μην έχετε καμιά αμφιβολία – και οι μυθολογίες περί δεκέμβρη… χαίρομαι πάντως που δεν έχουν στηθεί ακόμα συγκροτημένες μυθολογίες περί φλεβάρη και μάρτη
μη μιλάμε πολύ και τό γρουσουζέψουμε

  

  

   

σημειώσεις :

* μού σύστησαν τό τεύχος νοεμβρίου (2009) τού περιοδικού νέα εστία, κυρίως για μια «μεταγραφή» και μεταφορά στα καθημάς («λύση στο πρόβλημα τών μεταναστών») τού Ιωνάθαν Τσίφτη (που θέλησε ν’ αποτελέσει αναλογία στην «σεμνή πρόταση εξεύρεσης λύσης για τά παιδιά τών φτωχών στην ιρλανδία» τού αρχικού Τζόναθαν Σουΐφτ)… Τελικά περισσότερο μέ τράβηξε ένα αφιέρωμα στην νεοδεξιά, βασικά με τό άρθρο τού Πιέρ–Αντρέ Ταγκυέφ, αλλά και με μια αναδρομή στις δηλώσεις τού λά.ο.σ. για τόν δεκέμβρη τού 2008 από τόν Δημοσθένη Παπαδάτο–Αναγνωστόπουλο.

^ η αριστερά θα μπορούσε πολύ εύκολα να έχει σ’ αυτήν τήν περίπτωση τό επιχείρημα, ειδικά απευθυνόμενη σε ελληνικό ακροδεξιό κόμμα, ότι αν έχει κανείς τό δικαίωμα να διαλέγει τό όνομά του «ελεύθερα» (επειδή «έτσι τού αρέσει» και ασχέτως αν αυτό αποτελεί σφετερισμό ιερών και οσίων για κάποιους άλλους), τότε χάνει αυτόματα και όλα του τά «δίκαια» όταν εξαγριώνεται για τόν σφετερισμό άλλου ονόματος από μεριάς άλλων.

¤ αντι-εφετζήδες εννοώ τούς φιλοσοβιετικούς που υποστήριζαν τή φοιτητική παράταξη τού κκε–εξωτερικού με τό μεγαλόσχημο όνομα αντι–εφεέ στη δικτατορία. Ο σφετερισμός αυτός και η κλοπή με τό έτσι θέλω τού κύρους και τού ονόματος τής προ–δικτατορικής εφεέ φτάνει βέβαια για να εξηγήσει και τόν άλλο σφετερισμό, εκείνον τού έντυπου τών φοιτητών τού ’63–’65, τής ιστορικής δηλαδή πανσπουδαστικής – που η φήμη της σήμερα έχει θαφτεί κάτω από τήν δόξα τής «πανσπουδαστικής νο. 8» – εκείνης ακριβώς που «τακτοποίησε» τούς φοιτητές τού πολυτεχνείου τό ’73 ως προβοκάτορες και χαφιέδες.

και μια προ–τελευταία σημείωση : δεν νομίζω ότι είναι τυχαίο πως γυναίκες κυρίως από εκείνη τήν προηγούμενη γενιά κυνηγημένων, εκφράζονται σταθερά και αδιατάρακτα με ειλικρινή αγάπη για τή γενιά τών (κυρίως ανένταχτων, στο μεγάλο τους πλήθος) παιδιών τής Νομικής : Έχω στο μυαλό μου τώρα τήν Κίττυ Αρσένη – που η «κυβέρνηση» μπήκε και στο σπίτι της κάποια στιγμή, κι εκείνη γύρισε απ’ τήν άλλη μεριά και συνέχισε να παίζει θέατρο…
άραγε είναι επαρκώς γνωστή, εδωμέσα όσο κι απέξω, εκείνη και τό βιβλίο της Μπουμπουλίνας 18 ;


 

 

και η τελευταία – αχ – σημείωση : καθώς έγραφα τό ποστ, προέκυψε τό θέμα με τήν αφροδίτη τής μήλου που κάνει σεξουαλική χειρονομία προς τόν υπόλοιπο κόσμο– πράγμα που δεν κατάλαβα καθόλου γιατί ήτανε προσβλητικό, τόσο για τήν ίδια τήν αφροδίτη, όσο και για τή μήλο, για τήν ελλάδα, για μένα, ή για τόν άλλο κόσμο : ξέρετε όσοι μπαίνετε στούς κήπους  ότι αποφεύγω τά πολύ εμφανώς επικαιρικά – υπάρχουν άλλα μπλοκάκια, και φίλων, που κάνουν περίφημα αυτή τή δουλειά, και καλύπτουν πιστεύω αυτόν τόν τομέα υπερεπαρκώς – όμως μια που για πουριτανισμούς εδώ ο λόγος, δεν αντέχω να μην επισημάνω τώρα (επιτροχάδην) πόσο προσβλητική ή ανοίκεια θεωρήθηκε ομοθυμαδόν μια χειρονομία που παραπέμπει σε κάποιου είδους απλώς σεξουαλική πράξη – ενώ δεν είδα ας πούμε πουθενά, έστω και μεμονωμένα, να αναγνωρίζεται αυτή η συμπαθής έμπνευση απ’ τήν πλευρά τών ενόχων – να παρουσιάσουν μια γυναίκα θεά τού έρωτα ως εκφραστή τού συνολικού ήθους τής χώρας (μας) : και η γυναίκα αυτή να είναι επιπλέον και τόσο απελευθερωμένηώστε να παίζει στα δάχτυλα τά κλισέτής σύγχρονης ερωτικής κινησιολογίας…  (τό βρήκα χαριτωμένο και ας μείνω εδώ) ( : διότι κατά τ’ άλλα η πρωτοβουλία εμπεριείχε άτσαλα κι αδιάβαστα υπονοούμενα περί συλλογικής ευθύνης ενός λαού – νάτην πάλι η ιερή λέξη – για τά όσα διέπραξαν εκείνοι που τόν λήστεψαν – καθώς στο κάτω–κάτω τή ληστεία εις βάρος μας τήν κάνανε και εμείς πρώτες θα τήν πληρώσουμε πολύ πριν τήν πληρώσει, και αν ποτέ τήν πληρώσει, και κάνας άλλος (λαός). Άσε που ήταν και τελείως άστοχο να ταυτίσουν μια δεξιά κυβέρνηση με τή θεά τού έρωτα)

     

copyright © 2010 hari stathatou for the text

Start a Blog at WordPress.com.