σημειωματαριο κηπων

11 Σεπτεμβρίου 2021

πρώτο κεφάλαιο : δίδυμοι

.

.

.

.

                                   

   Και δεν είχα αρχίσει ακόμα καλά–καλά να καταλαβαίνω ότι είναι δύσκολο να γράψεις για ένα γεγονός αμέσως μετά από τό γεγονός – κι ότι πρέπει ν’ αφήσεις να περάσει καιρός ώστε τό γεγονός να παγώσει – όταν πέσαν εκείνοι οι πύργοι – οπότε αμέσως αποφάσισα να συμπεριλάβω μερικά κι απ’ αυτό, και ίσως η μεγαλύτερη συνεισφορά τών αμερικάνικων πύργων στο έργο μου να ήταν ακριβώς αυτό, τό ότι αποφάσισα δηλαδή να συμπεριλάβω και αυτήν τήν ιστορία (αλλά και άλλα γεγονότα που θα συμβαίναν όσο θα γραφόταν τό βιβλίο) στο βιβλίο μου. Σ’ αυτό βέβαια θα έκανα και διάφορες αλχημείες και επιλογές (γιατί διαφορετικά θα ξεχνούσα τελείως τό θέμα μου και θα καθόμουν να γράψω αλλονών χρονολόγια) (και τότε ποιός θα τήν άκουγε τήν Νίνα, όταν για τήν βιογραφία έχει τόσα περί ευκολίας να πει, σκέψου τί κακίες θα ’λεγε για τίς ημερολογιακές καταγραφές γεγονότων)

   επειδή εγώ αυτήν τήν πόλη τήν είχα αφήσει κι ερχόμουνα λίγο–λίγο, ενώ κάποιοι άλλοι τήν είχαν μονίμως στην πλάτη τους – έτσι λοιπόν τήν τελευταία φορά που κατέβηκα από τό βερολίνο στην αθήνα (και είχα περάσει προηγουμένως κι απ’ τήν μαγική πόλη που τήν έλεγα μικρή παλιά μονάχο) (κι απ’ όπου μού ερχόντουσαν πάντοτε, σταλμένα από τή δεύτερη μαμά, τά πιο ωραία παιχνίδια) άνοιξα το ραδιόφωνο ν’ ακούσω και μουσική (γιατί τό ραδιόφωνο ήταν τό μόνο πράγμα που μέ συνέδεε με τόν έξω κόσμο εδώ) κι επειδή πρέπει πάντα ν’ ακούω όταν ετοιμάζομαι εγώ να δουλέψω μουσική – αλλά τό πρόγραμμα που παίζει εδώ τή μουσική μου έχωνε και διάφορα θρήσκα και καθυστερημένα κάθε τόσο ανάμεσα, κι έτσι αναγκαζόμουνα να ακούω ανάμεσα στον μπετόβεν και τόν μπαχ και διάφορα φιλοπαπαδικά : συνηθισμένη δηλαδή από τήν πολιτισμένη μου τήν ευρώπη είχα ξεχάσει ότι εδώ κυβερνάνε οι παπαδόφιλοι – κι έτσι άλλαξα σταθμό και γύρισα τό κουμπί στις ειδήσεις, και νά που τότε μόλις είχε γίνει στην νέα υόρκη η καταστροφή κι έπεσα πάνω στις πρώτες εκείνες ανακοινώσεις για τό αεροπλάνο τό γεμάτο φιλοπαπαδικούς και οι φωνές όλων ήταν τόσο αναστατωμένες και τό δεύτερο αεροπλάνο δεν είχε κάνει ακόμα τήν εμφάνισή του και θα συγκρουότανε με τόν δεύτερο πύργο σε λίγα λεφτά, κι έτσι θα τό ζούσα κι αυτό τότε όπως κι οι άλλοι κι εγώ μαζί, ζωντανά πολύ : επιπλέον μελέτησα από άποψη γλωσσική τήν αμηχανία τών ανθρώπων αυτών τών μεμέ (η λέξη μεμέ για τά όργανα απ’ όπου εξακοντίζεται η αναγκαστική πολυλογία αυτών τών ανθρώπων βγαίνει φυσιολογικά από τά αρχικά της αλλά αποφεύγουνε όλοι (εκτός από μένα) να τή λένε γιατί παραπέμπει σα λέξη σε κείνη τήν λεξούλα τήν ερωτική που λέγαμε όταν είμαστε όλοι παιδιά (για τά βυζιά τών μεγάλων – και ως γνωστόν οτιδήποτε έχει σχέση με τό σώμα μας που έχει οποιαδήποτε σχέση με τόν έρωτα πρέπει να αποσιωπείται (και να μεταμφιέζεται) στον κόσμο αυτόν – και να προκαλεί και ντροπή, αλλά είπαμε, δεν θα ασχοληθώ με τά επαγγελματικά μου τώρα)) όλοι λοιπόν στα μεμέ εκείνο τό απόγευμα ξεχάσαν στο πι και φι τίς επιδείξεις γλωσσομάθειας με τίς οποίες μιλάνε συνήθως (καθότι η γλώσσα τους όπως κάθε άλλη μικρή και άγνωστη γλώσσα βρίσκεται σε ανυποληψία, η οποία είναι τόσο μεγαλύτερη όσο όλοι υποστηρίζουν ότι τή θαυμάζουν (φτάνει να είναι νεκρή) (γιατί η ζωντανή γλώσσα βέβαια είναι επικίνδυνη και έχει ειρωνεία και χιούμορ – στα υπόγεια όμως μόνο, όπου κανένας δεν είναι γνωστός και κανείς φακός δεν ρίχνει φως, εκεί η γλώσσα ζεματάει από ειρωνεία και χιούμορ και κοροϊδίες) (αλλά είπαμε, δεν θα ασχοληθώ με τά επαγγελματικά μου τώρα)) – μιλάγαν λοιπόν όλοι πολύ έντρομοι και πολύ κανονικά – κι όταν είσαι με τό στόμα ανοιχτό δεν προλαβαίνεις να κάνεις επίδειξη γνώσεων και πάνε όλ’ αυτά περίπατο και στον αγύριστο : μάλιστα μια από τίς πιο καταπληκτικές προτάσεις που είχα διαβάσει ήταν η περιγραφή τής γυναίκας εκείνης στο βιβλίο της όπου μιλούσε για τά βασανιστήρια που γινόντουσαν επί χούντας, και σε κάποια σελίδα μιλώντας για τά ουρλιαχτά τού φίλου της που τόν ακούγανε φυλακισμένες όλες σε ένα άλλο δωμάτιο τήν ώρα που αυτοί τόν βασανίζανε στην ταράτσα είπε Η κερκυραϊκή προφορά τού τάδε εξαφανιζότανε όταν ούρλιαζε : εγώ δεν έχω ακούσει καταπληκτικότερη πρόταση. Αυτή η πρόταση είναι μάλιστα επιπλέον και φοβερά χρήσιμη στη γλωσσολογία διότι αποδεικνύει (μ’ ένα φριχτό φυσικά παράδειγμα) ότι οι διαφορές απ’ τή μια γλώσσα στην άλλη είναι μόνο τής επιφάνειας κι ότι οι διαφορές υπάρχουν μόνο όταν λέμε διάφορα αδιάφορα πράγματα ή και τελείως ψέματα, και ζούμε δηλαδή στολισμένοι και φωτιζόμενοι στην επιφάνεια – κι όταν κατερχόμαστε στα βάθη και τήν αλήθεια (που μπορεί να βρίσκεται και σε μία ταράτσα) οι διαφορές πάνε πάντα περίπατο

   κι έτσι μιλώντας τότε για τήν καταστροφή είχαν βρει τώρα όλοι τή φυσική τους γλώσσα. Αλλά είπαμε, δεν θα ασχοληθώ με τά επαγγελματικά μου τώρα

   απλώς αυτό ήταν που θύμιζε κάτι σαν μια τρύπα μέσα από τήν οποία σκύβεις και κοιτάς σαν μέσα από έναν φακό ή ένα καλειδοσκόπιο (μού ’χε φέρει εμένα η δεύτερη μαμά ένα τέτοιο παιχνίδι από τό μονάχο όταν ήμουν μικρή) και ξαφνικά βλέπεις αστραπιαία ένα φως γεμάτο χρώματα και σού φαίνονται άγνωστα μόνο και μόνο επειδή νόμιζες ότι δεν θα είχε παρά μόνο μαύρο στις διάφορες αποχρώσεις του τό σκοτάδι αυτό.

     

(μέρος τού πρώτου κεφαλαίου, από τις «βιογραφίες αγνώστων»)

                                   

.

.

.

.

.

.

Start a Blog at WordPress.com.