.
.
τό τεραστίων διαστάσεων αισθητικό και ιδεολογικό αποκούμπι τής χώρας ο παρθενώνας (για χάρη τού οποίου όλοι οι άλλοι λαοί τής υφηλίου έχουνε φάει τά βελανίδια με τό κουτάλι) καλό θα είναι να θυμόμαστε πού και πού ότι ήταν ένας ναός αφιερωμένος ειλικρινά σε θεά, δηλαδή θεότητα γυναικεία : και ειλικρινά θα πει όχι ως άλλοθι καλογερικό και κουτοπόνηρο, όχι «περιβόλια» που τά «αφιερώνουμε» σε νεότερη γυναικεία ανακάλυψη – δηλαδή τώρα γυναίκα εξ ανάγκης και εκ μεταφοράς – μόνο και μόνο για να απαγορέψουμε μετά τήν είσοδο εκειμέσα στον μισό και παραπάνω (γυναικείο) πληθυσμό τού πλανήτη
όμως η ελληνική κοινωνία που ξυπνάει με τόν εφιάλτη τής νέας φτώχειας, νομίζω ότι κοιμάται τόν παλιό ύπνο τού δικαίου : και τό πιο δυσοίωνο είναι ότι τώρα, έχοντας δίκιο σε πολλά (κι αυτό είναι τό χειρότερο, με τήν έννοια ότι πιστεύει πως αφού έχει δίκιο σε πολλά δεν χρειάζεται να διορθωθεί σε τίποτα) φοβάμαι ότι βυθίζεται ακόμα πιο αθώα στην υποκρισία και τήν αυταρέσκεια που τήν διακατέχανε παλαιόθεν : εννοώ τό είδος εκείνο τής αναιδούς μισαλλοδοξίας και τού περήφανου μισογυνισμού που διέτρεχε τήν ιδιοσυγκρασία της από τά αρχαία εκείνα χρόνια, όταν οι άπλυτοι αθηναίοι εμπόροι πετάγαν τίς ντομάτες τους στον ευριπίδη γιατί τούς χαλούσε τή ζαχαρένια με τίς εκάβες, τίς μήδειες, και τίς τρωάδες του
και από τά ίδια εκείνα αρχαία χρόνια, όταν οι αρχιτέκτονες και οι γλύπτες (οι οποίοι ονειρεύτηκαν τά αγάλματα μέσα κι έξω απ’ τόν περί ού ο λόγος παρθενώνα) παίξαν τό κεφάλι τους στην κυριολεξία κορώνα–γράμματα μια που οι λοιποί ιθαγενείς (ανεβασμένοι στα γύρω δέντρα και τρώγοντας βελανίδια) θέλησαν να τούς πάνε και σε δίκη και να τούς εκτελέσουν για κλοπή υλικών
θα έπρεπε βέβαια να γίνει κάποτε συνείδηση (και όχι μόνο σ’ αυτή τή χώρα) πόσο κούφιο είναι να περηφανεύεσαι για κάτι που ούτε έκανες ο ίδιος, αλλά ούτε καν σέβεσαι αυτόν που τό κάνει σήμερα – (πόσο μεγάλο είναι άραγε ειδικά στην ελληνική κοινωνία τό ποσοστό τών πατεράδων και τών μανάδων που ονειρεύονται, ή έστω ανέχονται, καριέρα καλλιτέχνη για τά παιδιά τους;) – και είναι σκληρό βέβαια, δεν έχω αντίρρηση, να τούς τσουβαλιάζει κανείς όλους σε μια εποχή δυστυχίας – όταν η δυστυχία χτυπάει τούς πιο αδύναμους και συνεπώς τούς πιο απαίδευτους, και επομένως υποτίθεται τούς πιο δικαιολογημένα αδαείς – αλλά από τήν άλλη εκνευρίζομαι κιόλας με τή διαρκή αδαοσύνη τών αδύναμων που τούς κάνει να ενστερνίζονται (μ’ ένα είδος μαζοχισμού θα έλεγα) όλες τίς πραγματικότητες και τίς απόψεις που δουλεύουν συστηματικά εναντίον τους : και που τούς έκανε, μεταξύ τών πολλών άλλων, όλα αυτά τά περασμένα χρόνια, να πέσουν τόσο εύκολα θύμα πεπαιδευμένων καθηγητάδων τού κατηχητικού, οι οποίοι (έχοντας θητεύσει ταπεινά στους παπάδες μια ζωή και) έχοντας στεριώσει τήν καριέρα τους, επίσης ταπεινά, σε μία χούντα – απ’ τήν οποία ούτε και ενοχλήθηκαν ούτε και τήν ενόχλησαν – κι έχοντας διδάξει επιπλέον με αργά και συστηματικά, τηλεοπτικής λογικής, μαθήματα έναν ολόκληρο λαό να ντρέπεται για τή φυσική του γλώσσα και να προσπαθεί να σουσουδίσει αξιολύπητα για να τήν μιλήσει πιο καθωσπρέπει – βλέπουν τώρα τήν καριέρα τους να απογειώνεται στις λαμπρές (και ελπίζουν καταβάθος όχι και τόσο πρόσκαιρες) υπουργικές δάφνες
αλλά δεν φταίνε φυσικά μόνο αυτοί – δεν έχουν πέσει θύμα δηλαδή τών παπάδων και τών παπαδοδασκάλων μόνο οι απαίδευτοι και οι αδαείς : αλίμονο, εδώ υπάρχει γενικότερη σύμπνοια και συμφωνία : αριστερόστροφη και δεξιόστροφη σύμπνοια και συμφωνία, πολύ πριν τήν καταραμένη τήν κρίση
λέω λοιπόν σήμερα να πιάσω μια πτυχή τού θέματος – εκείνη που κουνάει ως λεπτομέρεια σατανική, εκφραστικότατα όμως κατά τή γνώμη μου (ζωγραφίζει στην κυριολεξία), τήν ουρά τού διαβόλου :
.
.
η θρασύτατη και ξεδιάντροπη ρατσιστική διάκριση κατά τών γυναικών, τήν οποία εκφράζει λοιπόν πανηγυρικά η συνεχής διατήρηση τής απαγόρευσης εισόδου σε μια περιοχή τής χώρας που ελέγχεται από ταλιμπάν καλογήρους, η ύπαρξη δηλαδή τού άβατου στο «άγιον» όρος, αποτελεί απλώς έναν (δηλητηριώδη) καθρέφτη μέσα στον οποίο εικονίζονται οι πάντες : όχι μόνο όσοι τό υπερασπίζονται αλλά και όσοι τό ανέχονται (σιωπηρώς – ή θορυβωδώς, όπως έγινε με τήν ψήφο τής πολιτικάντικης ηγεσίας μας παραδείγματος χάριν, από δεξιότατα έως αριστερότατα, στα ευρωπαϊκά όργανα [*] (και τότε η εδώ κοινή γνώμη με προεξάρχοντες τούς τηλεοπτικούς ασώματους εγκεφάλους επιδόθηκε μάλιστα σε λεκτικό λυντσάρισμα τής ελληνίδας βουλεύτριας που, μόνη από τή χώρα, υποστήριξε τήν κατάργηση τού άβατου – λεσβία τήν είπαν, ότι έχει μουστάκια τής είπαν, ότι είναι άσχημη είπαν (πράγμα που επιπλέον δεν συνέβαινε) και φυσικά τό πλήρωσε, εξαφανιζόμενη ύστερα κομματικώς, κλπ κλπ – δεν βρίσκω δυστυχώς τίποτα σχετικό στο γιουτούμπ, αλλά εγώ τουλάχιστον τά θυμάμαι καλά))
τή δεκαετία τού ’80 πάντως είχε γίνει μια εκτενέστατη συζήτηση, και παράθεση στοιχείων, σε μια σειρά από τεύχη τού περιοδικού «αντί» – δεν θυμάμαι λεπτομέρειες και δεν πρόκειται να πάω να κάνω αποδελτίωση τώρα (τά τεύχη πάντως υπάρχουν, για όποιον ενδιαφέρεται) : Θυμάμαι όμως πολύ καλά, γιατί αυτό μού έκανε εντύπωση αφού δεν τό ήξερα, ότι τό «άβατο» όπως αποδείχτηκε συνιστά παρανομία και παράβαση όχι μόνο με μέτρο τόν πολιτισμό τής ευρώπης τής γαλλικής επανάστασης και τής κοινωνίας τών πολιτών, αλλά και με μέτρο τήν ίδια τή δικιά του ρατσιστική απαρχή – καθώς η εναρκτήρια λογική του ήταν η απαγόρευση εισόδου (λογική παρόμοια σημερινών ιρανών ταλιμπάν, ας σημειωθεί) προς κάθε αγένειον, δηλαδή άνθρωπο που δεν είχε ή δεν άφηνε γένια – δηλαδή και άντρες και παιδιά και τών δύο φύλων, και φυσικά και γυναίκες –
τό αρχικό ας πούμε λοιπόν σκανδαλώδες σ’ αυτήν τήν ιστορία είναι ότι η εναρκτήρια αυτή απαγόρευση με τήν πάροδο κάποιων αιώνων ανέστειλε όλα της τά (άναρθρα) άρθρα εκτός εκείνου που αφορούσε τίς γυναίκες – μετατρεπόμενη έτσι, σε αγαστή συμφωνία με τό γενικό ήθος τής χώρας, σε ρατσισμό και αντισυνταγματική διάκριση αποκλειστικά κατά τών γυναικών
δεν θα ασχοληθώ με τά παιδαριώδη και ηλίθια «άλλοθι» που έχουν κατά καιρούς προβληθεί ως προς τό πόσο κακό θα έκανε στους καλογέρους ο πειρασμός τής γυναικείας μορφής περιφερόμενης στα χωράφια τους : είναι σαφές ότι οι ασκητές επιδιώκουν τούς πειρασμούς για να τούς υπερβαίνουν προς δόξαν τών (άφυλων) αγγέλων – αλλά στην περίπτωση αυτή τά ασκητικά ήθη απλώς συνεχίζονται με περισσότερη ειλικρίνεια (όπως και υποκρισία εκ παραλλήλου) – καθώς «πειρασμό» αποτελεί γι’ αυτούς μόνο τό αντρικό σώμα, και έτσι τούς άντρες ακριβώς (γενειοφόρους και αγένειους) επέτρεψαν στον εαυτό τους να τούς χαίρονται γύρω τους οι καλογέροι : τίς γυναίκες εξακολουθούν να αποκλείουν επειδή πρωτίστως οι γυναίκες δεν τούς ενδιαφέρουν ως ερωτικό αντικείμενο – και δευτερευόντως επειδή έτσι επιβεβαιώνουν πανηγυρικά τόν μισογυνισμό τόσο τής θρησκείας τους, όσο και τής χώρας η οποία τούς ανέχεται (από αριστερά ώς δεξιά, είπαμε). Οι πονηριές δε περί ονομασίας τού χωραφιού τους με τό όνομα γυναικείας θεότητας (λογαριασμός εκ μεταφοράς, είπαμε) είναι για να πείθει τούς ήδη δελεασμένους ηλίθιους, και πάλι επομένως δεν θα ασχοληθώ ( : άλλωστε τό μασκάρεμα παράλληλα με τήν γελοιοποίηση, ή τήν απομίμηση, «γυναικείων» συμπεριφορών είθισται να αποτελεί ήθος και έθιμο για μια κατηγορία αντρών ρατσιστών, ομοφυλόφιλων και μη)
αυτό που εμένα όμως μέ ενδιαφέρει είναι οι παρεξηγήσεις που υφίστανται ως προς τό τί σημαίνει αυτό τό όρος (δηλαδή τά επί τού όρους) όχι μόνο για τίς γυναίκες ασφαλώς (δηλαδή, υποθέτω), αλλά στην περίπτωσή μας ιδιαίτερα για τίς γυναίκες, και βεβαιότατα και ιδιαιτερότατα για μένα :
.
.
.
μικρή προσωπική ιστορία τής ζωγραφικής
.
ο μανουήλ πανσέληνος είναι ένας από τούς σημαντικότερους ζωγράφους τού ευρωπαϊκού μεσαίωνα (και κατά τή γνώμη μου ο ωραιότερος) και μάλιστα ο πρώτος εξαίρετος ευρωπαίος ιμπρεσιονιστής : πάνω του πάτησε ο κρυπτικός κατά κάποιον τρόπο ιμπρεσιονισμός τού θεοτοκόπουλου ώσπου να τόν ανακαλύψουν οι γάλλοι και να τόν καταστήσουν φανερότατον με τήν αποθέωση τού χρώματος από τόν σεζάν μέχρι τόν βαν γκογκ και πάει λέγοντας ώς τά σήμερα :
πιθανώς η αποθέωση τού χρώματος (αλλά και η υποκειμενικότητα τής προοπτικής και ο συνεπακόλουθος κυβισμός) που χαρακτηρίζει τή ζωγραφική τού Πανσέληνου, αλλά και τήν ενγένει ζωγραφική τής μακεδονικής σχολής (η οποία συμπεριλαμβάνει μέσα της χρονικά τήν παλαιολόγεια αναγέννηση ( ≈ 800 – 1200), η οποία συμπίπτει χρονικά με τήν πρώτη επίσης αναγέννηση τού δυτικού μεσαίωνα (τροβαδούροι, δάντης ( ≈ 1100 – 1300))) αποτελεί κληρονομιά και λογική συνέχεια τής αρχαίας ζωγραφικής που ήταν εξίσου ιμπρεσιονιστική και γεμάτη χρώμα, όπως αποδεικνύεται από τά λίγα (λόγω χρόνου) διασωθέντα, και κυρίως τίς επιτάφιες ζωγραφιές στο νεκροταφείο δημητριάδας στη θεσσαλία : αν πάτε σήμερα στο μουσείο θα δείτε μερικούς μονέ και μερικούς ρενουάρ εκειπέρα – και επειδή οι ανασκαφές συνεχίζονται, πιστεύω ότι θα έχουμε συνέχεια τέτοιες εκπλήξεις : ήδη οι τοιχογραφίες τών «βασιλικών» τάφων στη μακεδονία, πάλι έναν ένδοξο ιμπρεσιονισμό επιδεικνύουν : Η αποθέωση τού χρώματος είναι λογικό να κυριάρχησε βέβαια στη ζωγραφική μιας χώρας με τό ανήλεα διάφανο φως και τήν ανήλεα εξαντλητική φιλοσοφική διάθεση τού παγανιστικού ελληνικού χώρου : αντίθετα, στη δύση (συμπεριλαμβανομένης και τής συγγενικής ιταλίας) τό χρώμα σκουραίνει, και με τόν χριστιανισμό βασιλεύει απρόσκοπτα η φωτοσκίαση, που έχει και σαφή ιδεολογική καταγωγή : τήν εκ μιας πηγής εκπορευόμενη μίζερη «φωτεινότητα» τού αγίου πνεύματος, που μισεί και απωθεί τήν ύλη σαν τίς αμαρτίες της. Τό χρώμα όμως ως η άλλη όψη τού χρόνου και τού χώρου, τό χρώμα ως ουσία τής ύλης, είναι και πανθεϊστικό και άθεο : εξαυτού, με τήν επάνοδό του επανέρχεται στη δύση και η επανάσταση τού ανθρώπινου σώματος (δεν είναι καθόλου τυχαία πιστεύω η συνειδητή ή ασύνειδη επιστροφή τού πικάσο, ωριμάζοντος και ανακαλύπτοντος τόν αισθησιασμό τών γυναικών (του) και τήν προοπτική τής αφαίρεσης, σε αρχαϊκά σχήματα)
φυσικά η συζήτηση είναι τεράστια και έχει και πολλές άλλες παραμέτρους, εδώ θίγω ένα μόνο της μέρος που έχει σχέση με τήν βυζαντινή ζωγραφική και τόν μεγαλύτερό της μάστορα, τόν κυρ–μανουήλ πανσέληνο
τό σωζόμενο έργο τού κυρ–μανουήλ όμως είναι οι τοιχογραφίες του σ’ ένα ωραιότατο αρχιτεκτονικό βυζαντινό κατασκεύασμα όπου στεγάζονται σήμερα οι διοικητικές υπηρεσίες τών καλογέρων, τό επιλεγόμενο και «πρωτάτο» – και όπου δεν μού επιτρέπεται λοιπόν εμένα να πατήσω τό πόδι μου, και να τίς δω από κοντά : ούτε εγώ, ούτε οι άλλες γυναίκες τής ευρώπης και τού πλανήτη
και πώς λοιπόν τόν έμαθα; Κάποτε είχε γίνει μια πολύ ωραία έκδοση, και από κει απλώς τόν βρήκα : όπως με τόν ίδιο τρόπο βρήκα και τόν άλλο αγαπημένο μου, τόν max beckmann : δύο παρόμοιες εκδόσεις μεγάλου σχήματος, σε στρατσόχαρτο σχεδόν, που μού κάναν κλικ από τίς στοίβες τών παλιών αζήτητων σε κάτι βιβλιοπωλεία – ο μπέκμαν από τά χρόνια τού γυμνασίου και ο πανσέληνος από τά χρόνια τών (ασπούδαχτων) σπουδών –
και τόν μεν μαξ μπέκμαν τόν είδα αργότερα και από πολύ κοντά σε κάτι μουσεία, αλλά τόν κυρ–μανουήλ πανσέληνο δυστυχώς δεν μπορώ :
.
.
έτσι σήμερα έχω καταλήξει και χωρίζω πλέον, λόγω και τής σχετικής πείρας από τίς συζητήσεις που έχω κάνει, τούς άντρες στην ελλάδα σε δύο βασικότατες κατηγορίες : αυτούς που σ’ όλα αυτά απαντάνε «δεν πειράζει, εσείς θα τούς βλέπετε από φωτογραφίες», και σ’ όλους τούς άλλους – που είναι σαφώς από λιγότεροι έως ελάχιστοι, αλλά είναι και οι πραγματικοί φίλοι –
.
.
.
μικρή παρέκβαση περί αναπαραγωγής
.
ο ηλίθιος άνθρωπος έχει πάντα τήν εντύπωση ότι η ιστορία θα τόν συχωρέσει, γιατί αυτός διαφέρει από τούς άλλους : για να μην πω ότι πιστεύει ότι η ιστορία θα τού έδινε, αν μπορούσε, και βραβείο : άσε που πιστεύει ότι ζει πάντα τήν πιο πολιτισμένη ζωή, και λυπάται όλους τούς προηγούμενους – τούς βλέπει με συγκατάβαση, ακόμα κι αν τούς «θαυμάζει» : αλλά τό ίδιο και οι γυναίκες, πιστεύουν ότι αυτές, τώρα, είν’ ελεύθερες σε αντιδιαστολή μ’ όλες τίς προηγούμενες που δεν ήταν : έτσι ο αστός τής κλασικής αθήνας τής επέβαλε τό άβατο στην πολιτική ζωή ή στην παρακολούθηση τών αγώνων, πιστεύοντας ότι ασκεί απλώς ένα κεκτημένο του δικαίωμα διότι είναι πολιτισμένος – και εκ παραλλήλου όταν οι γυναίκες κέρδισαν τήν ψήφο στην πολιτική ζωή πίστεψαν επίσης ότι είναι τώρα πιο ελεύθερες απ’ τίς προηγούμενες και συνεπώς πιο πολιτισμένες, όταν τούς επιτράπηκε να παρακολουθούν τούς αγώνες πίστεψαν ότι είναι πιο ελεύθερες πια, όταν τούς επιτράπηκε η είσοδος στα άβατα τών πανεπιστημίων πίστεψαν ότι τώρα είναι πραγματικά πιο ελεύθερες, κι όταν τούς επιτράπηκε να σπουδάζουν στις σχολές καλών τεχνών και να έχουν πρόσβαση και σ’ εκείνο τό απαράμιλλο άβατο τών γυμνών μοντέλων, ειδικά τού αντρικού, πίστεψαν ότι τώρα ήταν επιτέλους ελεύθερες και επιτέλους πλέον πολιτισμένες : κάθε προηγούμενη εποχή ήταν μια σκλαβιά που ξεπεράστηκε, εκείνοι ήταν αξιολύπητοι, ετούτοι εδώ είναι επιτέλους κανονικοί : κοιτάνε τούς προηγούμενους με οίκτο. Δεν ξέρουν με πόσο οίκτο θα τούς κοιτάξουν οι επόμενοι αυτούς εδώ –
προσωπικά με τή φωτογραφία έχω εξαιρετικές σχέσεις, και ειδικότερα με τή μαυρόασπρη φωτογραφία – τό ίδιο όπως και με τά παλιά «επίκαιρα» στο σινεμά
αλλά η φωτογραφία τού έργου τέχνης είναι μια πολύ ειδική ιστορία και περικλείει πλήθος φαινόμενα, πολλά από τά οποία ανέπτυξε με τή συγκινητική του ιδιοφυία ο βάλτερ μπένγιαμιν στην πασίγνωστη «τέχνη τήν εποχή τής τεχνικής αναπαραγωγιμότητάς της» : όπως όμως τού συνέβη και με τήν περίπτωση τού σινεμά, έπεσε και εκεί στα αναπόφευκτα για κάθε εναργή κριτική κενά αέρος εξαιτίας ακριβώς τού ειδικού ιστορικού του χρόνου : έδωσε ας πούμε μεγάλη σημασία στο γκρο–πλαν, πιστεύοντας ότι έτσι ο θεατής θα ελέγχει και θα κρίνει εναργέστερα τήν υποκριτική τού ηθοποιού (αφού θα παρακολουθεί κριτικά όλες τίς λεπτομέρειες στην έκφραση τού προσώπου) και δεν έζησε αυτήν τήν ιστορία αρκετά, για να δει τό γκροπλάν ακριβώς να γίνεται τό όχημα με τό οποίο αναστέλλεται κάθε κριτική διάθεση και λειτουργία, καθώς είναι τό κυρίως μέσο με τό οποίο υπνωτίζεται ο θεατής και μπαίνει ως πρόβατο επί σφαγήν στην προπαγανδιστική φιλοδοξία τής μαζικής κουλτούρας : για τήν περίπτωση όμως τής εύκολης μαζικής πρόσβασης στη γνώση τού έργου τέχνης μέσω τής φωτογραφικής του αναπαραγωγής έχουμε άλλη μία, πολύ αξιόπιστη, εξύμνηση από έναν σημερινό (και πολύ αγαπημένον μου, επίσης) ζωγράφο, τόν david hockney : ο χόκνεϋ εξάλλου είναι γνωστός για τήν μετά μανίας χρησιμοποίηση κάθε νέου, και νεότερου, και νεότατου, τεχνικού μέσου στην ίδια τήν πραγματοποίηση τής δουλειάς του : και τά φωτογραφικά του κολλάζ είναι εξαίρετα – πρέπει να έχουν ήδη δημιουργήσει σχολή :
.
.
σ’ ένα κείμενό του για τήν μεγάλη σημασία στον πολιτισμό μας (και για τόν ίδιον, όταν ήταν παιδί) τής διακίνησης τών ζωγραφικών έργων μέσω φωτογραφιών τά λέει λοιπόν πολύ καλά και νοιώθω να χρωστάω τήν ίδια χάρη που λέει κι αυτός, στην τεχνική εξέλιξη που μού έδωσε τή δυνατότητα από μικρή να βλέπω πίνακες απρόσιτους, τότε που δεν μπορούσα να πάω σ’ όλα τά μουσεία (κάτι που ισχύει σε μεγάλο βαθμό και σήμερα) : εντούτοις και αυτός, όπως κι ο μπένγιαμιν, παράβλεψε τό πόσο κιτς μπορεί να γίνει ένα έργο, μέσα ακριβώς από τήν μαζική του αναπαραγωγή, και λόγω τής αυταπάτης ότι έτσι είναι εύκολα προσβάσιμο και συνεπώς κατανοητό : ένα άλλο στοιχείο που τό διαπιστώνεις με τόν καιρό είναι ότι η μαζική παραγωγή υφίσταται η ίδια ταξικούς διαχωρισμούς, έχει δηλαδή η ίδια έναν, ενσωματωμένο στα ίδια της τά μέσα, ταξικό χαρακτήρα – και ενώ από τή μια μεριά δημιουργεί εκδόσεις ακριβές που φροντίζουν για τήν πιστότητα, τουλάχιστον τών χρωμάτων (είναι όμως ακριβώς πανάκριβες) από τήν άλλη μοιράζονται στο πλατύ κοινό φωτογραφίες που φτηναίνουν τήν πρώτη ύλη : και φτηναίνει τόσο η πρώτη αυτή ύλη (προϊούσης τής ιστορίας) ώστε να αλλοιώνει χωρίς σπουδαίους ενδοιασμούς τά χρώματα – εξίσου με τήν εκ τών προτέρων αυτονόητη αλλοίωση ούτως ή άλλως τών μεγεθών : και, όπως ακριβώς έκανε τό γκροπλάν, η μαζική αυτή αναπαραγωγή ασκεί κι έναν καταστροφικό υπνωτισμό στην κριτική ικανότητα τού θεατή καθώς αυτάρεσκα πλέον ο αστός που μαθαίνει τήν γκουέρνικα από μια φτηνή κάρτα αρκείται, πραγματικά και μεταφορικά, σ’ αυτό τό μέγεθος και αδιαφορεί κυριολεκτικά για τό πραγματικό : τό μέγεθος συρρικνώνεται όντως – και υπάρχει πια πιθανώς ως δυνατότητα μόνο για ένα παιδί που θα είναι ήδη όμως καλλιτέχνης, και μεγαλώνοντας θα επιδιώξει να πάει σ’ ένα μουσείο και να βρει εκεί τά πραγματικά δικά του μεγέθη.
η εμπιστοσύνη αυτή, όλων μας λίγο–πολύ, στην τεχνική αναπαραγωγή είναι ίδιον τής δικιάς μας ιστορίας, και καταρρέει μόνο στην άμεση επαφή με τό πραγματικό έργο : αλλά αυτή η επαφή είναι ακριβώς που δεν επιδιώκεται πλέον ουσιαστικά, διότι δεν θεωρείται καν απαραίτητη : τό μέγεθος τού όντως έργου, τό αν είναι σε ξύλο σε μουσαμά ή αν είναι τοιχογραφία, τό πάχος τού χρώματος, η κίνηση τού πινέλου, τό είδος τού βερνικιού, αποσπούν τό υπνωτισμένο μάτι από τήν αυτάρκεια μιας ζωής που παραβλέπει γενικά τέτοιες λεπτομέρειες, καθώς η μόνη λεπτομέρεια που έχει ζωτική σημασία για τή ζωή τού αστού είναι τό ύψος τών σκαλοπατιών που τόν χωρίζουν από τήν εξουσία τήν οποία ελπίζει ότι μπορεί να διεκδικήσει
αυτό τό ζώο πιστεύει όντως ότι είναι αθάνατο, κι ότι η ιστορία τό δικαιώνει συνεχώς : όταν εκφέρει λοιπόν τήν άποψη ότι «σού απαγορεύεται να πας εκεί, αλλά δεν πειράζει, εμένα μού επιτρέπεται, κι έτσι – όλα καλά – και στο κάτω–κάτω υπάρχουν και οι φωτογραφίες» λέει κάτι πολύ περισσότερο από τό «μή μέ βλέπεις που ζω σήμερα, είμαι τό αιώνιο καθίκι που ήμουν και πριν δέκα αιώνες» :
λέει επιπλέον : ό,τι καλύτερο παρήγαγαν αυτοί οι αιώνες δεν μέ αφορά
γι’ αυτό και δεν τόν ενοχλεί η αντισυνταγματικότητα τού άβατου, και γι’ αυτό μπορεί «να ’ναι» αριστερός αλλά παρ’ όλ’ αυτά να μην τά βάζει με τήν εκκλησία «όταν δεν χρειάζεται» ( : διότι χρειάζεται μόνο εκεί που όλο αυτό αφορά τήν τσέπη του, όπως όταν σκέφτεται τό «βατοπέδι», παραδείγματος χάριν)
οι έλληνες άντρες φίλοι τού «άβατου» στη σημερινή ελλάδα, δεν είναι μόνο ηλίθιοι ούτε μόνο ρατσιστές, και δεν πατάνε μόνο στην ανυπαρξία ενός φεμινιστικού κινήματος που θα ’λεγε στους καλογέρους ότι αν θέλουν να είναι ασκητές να πάνε να ζήσουν στην έρημο τού σινά παραδείγματος χάρη, και ν’ αφήσουν τά έργα τέχνης στην ησυχία τους αφού δεν ξέρουν καν να τά εκτιμήσουν : πατάνε σε μια ευρύτερη αντίληψη πολύ χαρακτηριστική τής ελληνικής πραγματικότητας ότι τά έργα τέχνης δεν χρειάζονται καν εκτίμηση : και από κανέναν – πολύ περισσότερο από τίς γυναίκες –
.
.
παρεμπιπτόντως επιπλέον, προσωπικά δεν ξαφνιάστηκα όταν πριν κάποια χρόνια είδα σ’ ένα βιβλίο (που έβγαλε η «εστία» (νομίζω) κι ήταν γραμμένο από γυναίκα (νομίζω) – δεν μπορώ να τό ξαναβρώ τό βλέπω να ’χει θαφτεί, δεν ήταν και δημοφιλές ούτε κι εύκολο τό θέμα του) μια μελέτη που περιελάμβανε μεταξύ άλλων στοιχείων για τή βυζαντινή ζωγραφική κι έναν φετφά που έβγαλαν οι παπάδες και απαγόρεψαν τή ζωγραφική τού πανσέληνου, επιβάλλοντας διά νόμου στο εξής από κάποιον αιώνα και μετά, οι αγιογράφοι να ζωγραφίζουν με τήν «φλωρεντινή» τεχνοτροπία η οποία βασιζόταν στη φωτοσκίαση (τό ιταλιστί κιαροσκούρο) καταργώντας έτσι τή ζωγραφική τού χρώματος : με τή δικαιολογία κιόλας, αν θυμάμαι καλά τήν (κριτικοτεχνική) διατύπωση, ότι η φλωρεντινή ζωγραφική προάγει τήν μεταφυσικότητα τού έργου : όπερ και έδει απλώς δείξαι –
πάντως τό χρώμα που όλους αυτούς, ελληνοέλληνες και ρατσιστές, θρήσκους και πολιτικάντηδες και καθηγητάδες και αριστεροδέξιους θα τούς θάψει, δεν θα ’ναι ούτε τό μαύρο τής κακιασμένης τους συνείδησης ούτε τό άσπρο τών ανύπαρκτων ματιών τους, αλλά τό κίτρινο τών ράβδων χρυσού για τό οποίο και μόνο νοιάζονται : γι’ αυτό και δεν μπορούν να καταλάβουν, δεν τό χωράει ο νους τους, πώς μπορεί κανείς, πέρα από τήν έγνοια για τήν αποκατάσταση τής νομιμότητας και τού «ελευθερία και ισότης», να νοιάζεται για τήν κατάργηση τού «άβατου» και επειδή θέλει να έχει πρόσβαση σε έργα τέχνης
όσο για τούς καλογέρους, αυτοί να πάνε στην έρημο τής συρίας ή τής παταγονίας ή τού σινά ή τής σαχάρας ή τού λος άντζελες τέλος πάντων να ασκητέψουν, μ’ ένα μπογαλάκι ψωμί αν θέλουν να ’ναι πραγματικά ανενόχλητοι κι αν τούς ενοχλούν οι γυναίκες – και να πάψουν να παίρνουν τά λεφτά μας και τά λεφτά τής υπόλοιπης ευρωπαϊκής ένωσης μια που κατά τό μεγαλύτερο μέρος τους είναι λεφτά γυναικών, που δεν βλέπω να τά βρίσκουν και βρώμικα κι ακάθαρτα σ’ αυτήν ειδικά τήν περίπτωση – κι αν τούς αρέσει πολύ κάποιο έργο απ’ αυτά που ’χουν γύρω τους, όσα δεν καταστρέψανε, απ’ αυτά δηλαδή που κάποιοι τεχνίτες φτιάξαν σε πείσμα τους, και προς δόξαν τής τέχνης, να τό πάρουν στο μπογαλάκι τους και να τό βλέπουν από φωτογραφίες
ασιχτίρ αβατοκαθίκια
.
.
.
.
.
.
[*] για τή συζήτηση στα ευρωπαϊκά όργανα περί τού «άβατου» (1997 και 2003) βρίσκονται μερικά εδώ (πηγαίνετε στην υποδιαίρεση «τό άβατο και η ευρωπαϊκή ένωση») | βρήκα επίσης άλλες δύο συνεντεύξεις (εκτός από αυτήν που ήδη έβαλα, στο 10%) τής ευρωβουλεύτριας άννας καραμάνου που, μόνη στην ελλάδα, υποστήριξε τήν κατάργηση – οι οποίες δίνουν (λίγο) τό κλίμα (και τήν αναστάτωση) τής εποχής εδώ και εδώ | για τά βιβλία που ανάφερα : βάλτερ μπένγιαμιν «τό έργο τέχνης τήν εποχή τής τεχνικής αναπαραγωγιμότητάς του» (κάλβος, 1978) | τό βιβλίο που είχα βρει μικρή (ανδρ. ξυγκόπουλου – φ. ζαχαρίου / a. xyngopoulos – ph. zachariou) «manuel panselinos» ) υπάρχει ακόμα (τώρα και διαδικτυακά) | και τό βιβλίο που είχα βρει για τόν max beckmann υπάρχει επίσης
για τήν παλιά συζήτηση περί «άβατου» στο περιοδικό «αντί» μπορείτε να βρείτε εδώ (μαζί με τό τελευταίο γράμμα τού, χρόνια πολλά πολύτιμου, χρήστου παπουτσάκη για τό κλείσιμο τού περιοδικού (λίγο πριν πεθάνει)) πληροφορίες για τά τεύχη τούς τόμους του, και πώς μπορούν να βρεθούν
για τόν πανσέληνο τά πιο αξιόπιστα που βρήκα στο νετ είναι εδώ (αγγλικά) | και στη wiki μόνο στα ρώσικα!
συζήτηση επίσης περί άβατου στο βλογ τού «ροΐδη» όπου ενδιαφέρον έχουν και τά, παντός χρώματος, σχόλια (2008)
για τό εξαιρετικό μουσείο τού βόλου (όπου βλέπετε και τίς ζωγραφιστές επιτάφιες στήλες τής δημητριάδος, τού 3ου προχριστιανικού αιώνα – από τά ελάχιστα τόσο καλά συντηρημένα δείγματα αρχαίας ζωγραφικής, η οποία δεν έγινε από «μεγάλους» τεχνίτες και συνεπώς αποτελεί και μαρτυρία για τούς «κοινούς αισθητικούς τόπους τής εποχής» : για αυτές ακριβώς τίς στήλες πρέπει να έχουμε και τή σκληρότητα να ευγνωμονούμε τή φτώχεια τών νεκρών και τών συγγενών τους – που δεν είχαν τά λεφτά για να παραγγείλουν μαρμάρινες ή πέτρινες επιτάφιες πλάκες – και οι οποίες διασώθηκαν λόγω τού κεριού με τό οποίο οι φτωχοί τεχνίτες τής εποχής τίς κάλυπταν για να τίς συντηρήσουν) πληροφορίες εδώ
και η έκπληξη : «Man or Metaphor : Manuel Panselinos and the Protaton frescoes» : μια μελέτη (στα αγγλικά) που (δεν τήν έχω διαβάσει και) τήν βρήκα απλώς ψάχνοντας : γραμμένη από τόν matthew j. milliner, να ’ναι καλά τό παιδί – (ο τίτλος θα μπορούσε να μεταφραστεί «Άνθρωπος ή Μεταφορά : ο Μανουήλ Πανσέληνος και οι τοιχογραφίες τού Πρωτάτου»)
.
.
.
.
πηγές φωτογραφιών : αρχαιοελληνικά αγγεία εδώ, εδώ, και εδώ | για τόν «τάφο τής κρίσεως» από τήν νάουσα εδώ
.
.
.
.
.
.
.
.