σημειωματαριο κηπων

4 Αυγούστου 2016

καλοκαίρι με παλτά / μικρή καλοκαιρινή ιστορία

 

 

 

 

θα παω (ελεγα, λοιπον) στο νησι που μια χρονια αγαπησα πολυ κι απο τοτε το ξεχασα. το ξεχασα χωρις να το ξεχασω. ηταν αξεχαστο γιατι σε κεινο το νησι επιβεβαιωσα εντελως και τη θεωρια μου, οτι οι αντρες μάς μιλανε μόνο και μόνο γιατι μας θεωρουν δοχειο (νυκτος ή ημερας δεν εχει σημασια) (πορσελάνινο ή πλαστικο δεν εχει σημασια), παντως δοχειο για να μηρυκαζουν, και εν συνεχεια να απορριπτουν, τις ζωες τους. δεν χρειαζομουνα το νησι για να το επιβεβαιωσω, ειχα τον καλυτερο μου φιλο που μπορουσε να μιλαει για βδομαδες χωρις διακοπη, κι οταν μιλουσε ο αλλος, κοιτουσε το ρολοϊ του – καμια φορα μαλιστα ελεγε και το καταπληκτικο «μου το ’χεις ξαναπει αυτο», ποιος ; αυτος που διηγοταν τις ιδιες ιστοριες ακαταπαυστα και ακουραστα – αλλά το ειχα αρχικα αποδωσει σε συγγραφικη ιδιομορφια (οταν γνωρισα αλλους απο την οικογενεια καταλαβα οτι ηταν απλως οικογενειακο ελαττωμα – κι αυτο οσο κι αν θελω δεν μπορω να το συχωρεσω – τους ανθρωπους που δεν διορθωνουν τα κληρονομικα τους ελαττωματα καταβαθος τούς περιφρονω : κι ομως αυτος ηταν ο καλυτερος μου φιλος. η ζωη μας ειναι γεματη παγιδες και αντιφασεις).

ομως εκεινον τον αυγουστο που θα πηγαινα μόνη μου στο νησι θα επιβεβαιωνα τη θεωρια μου με τον πιο γελοιο τροπο – δηλαδη με τον πιο γελοιο ανθρωπο – παρ’ ολο που το πραγμα συνεβη τη νυχτα κατα την οποια συνεβησαν και πραγματα εξωτικα και ολως εξαιρετικα. αρχικα λοιπον κι ενω ειχα κατσει εξω–εξω σε μια μικρη μπαρα για να κοιταω τη θαλασσα (δεν ειχε σκοτεινιασει ακομα εντελως) ηρθε απροσκλητος και μου κολλησε κεινος ο βλαχος ο γελοιωδεστατος κι αρχισε να μου αφηγειται τη ζωη του, καθήμενος απεναντι μου και ξεκινωντας λες και γνωριζομαστε κι απο πριν, και να μου κανει και υποδειξεις για τη δικια μου ζωη – το ιδιο εκεινο βραδυ ομως που τον ξεφορτωθηκα και χωθηκα βαθυτερα, στην πιο μεσα μπαρα του μπαρ, θα ’ρχοντουσαν να με βρουνε και κεινοι οι δύο. μού ειναι αδυνατον να θυμηθω τί μού ειπε ο βρωμικουλης, αλλά μού μίλαγε λες και τού ειχα δωσει καμιά αδεια, και δύο πλεον μόνο πράγματα θυμαμαι καλα – ενα απ’ τη μεση κι ενα απ’ το τελος τής παρλαπίπας – διοτι ηταν και τα δύο εξαιρετικα : οχι, το ενα δεν ηταν απ’ τη μεση, ηταν σχεδον στην αρχη, σχολίασε τον τροπο μου στην αμμουδια ο βλακας, διοτι κεινη τη μερα εχοντας ξεχασει να παρω μαζι μου πετσετα και ψαθα βγαινοντας απ’ το νερο ξαπλωσα πανω στο μπλουτζην μου, αφου το εστρωσα πρωτα καλα, και η συγκεκριμενη αμμουδια οντας η μονη για τους τσίτσιδους στο νησι ητανε πηχτρα, και προφανώς καπου βρισκοτανε ο πανιβλαξ και με κοιταζε, κι ετσι λοιπον δεν ειχε αρχισει ακομα καλα–καλα να μιλαει και πεταξε την πρωτη του σοφια «ηταν πολυ ωραια ετσι που ξαπλωσες πανω στο μπλουτζην σου, αλλά να μην το ξανακανεις γιατι μπορει να παρεξηγηθεις». απο ποια γκράβαρα ειχε κατεβη ο μπασμενος (ηταν και λιμος και κοντος) και ποιος του’δωσε το δικαιωμα να κατσει μπροστα μου, ετσι που μου ’κοβε κιολας τη θέα και δεν μ’ αφηνε και να πιω και με την ησυχια μου ; εχω μαθει να ταξιδευω συχνα μόνη και ξερω ολα τα προβληματα, ομως τα προβληματα συνηθως ειναι άλλα και οχι να κατσει απροσκλητος ενας μπουφος στο τραπεζι σου και να σου διηγειται τη ζωη του και να σου κανει και υποδειξεις – τον αφησα να μιλαει πετωντας του πού και πού διαφορα ειρωνικα χμ και χμ τα οποία εν τη ρυμη και τω κατακλυσμω τού λογου του ουτε που τ’ ακουγε, ουτε και που τα καταλαβαινε, και στο τελος επειδη κατεβηκα απ’ το σκαμνι κι ετοιμαζομουνα να φυγω, εκανε το αλλο, πολιτογραφημενο εντελως σ’ αυτου του ειδους τον πληθυσμο : προσποιηθηκε οτι ο χωρισμος γινοταν απο δική του επιθυμια και επιταγη και πεταξε το υστατο μεγαλειωδες : «θα μπορουσα να σου μιλαω για ωρες αν δεν επρεπε να φυγω τωρα, αλλά πραγματικα θα μπορουσα να σου μιλαω για ωρες». το ον νομιζε οτι ετσι μου ’κανε και φιλοφρονηση προφανως. πηγα πιο μεσα να κατσω και να πιω με την ησυχια μου στο βαθος τού μπαρ κοιταζοντας τους καθρεφτες.

τοτε (κι αφου ειχε σκοτεινιασει για τα καλα) ξαναρθανε οι ψυχαναλυτες. «ξαναρθανε» θα πει ξαναρθε ο ενας που τον ειχα ζησει στο καραβι, τους αλλους δεν τους ηξερα (η μια ηταν γυναικα, αυτη γρηγορα αφαιρεθηκε και πηγε αλλού), κι ο αλλος που δεν τον ηξερα ηταν αυτος ουσιαστικα που ηρθε. περιεργο, διεσχισε ολη την εκταση του μπαρ εις βαθος (πλατος δεν υπηρχε) κι ηρθε και κουρνιασε πλαϊ μου με τον πιο περιεργο τροπο, κουρνιασε σαν παλιος φιλος, σαν πουλι, σαν παρηγοριά, δεν ξερω πώς το λενε αυτο, κουρνιασε παντως μ’ εναν τροπο που εδιωξε ολα τα κακα, και ουτε μιλησε ουτε τιποτα άλλο για λιγο, μόνο ακουμπησε σχεδον τον εναν ωμο του στον ωμο μου και σχεδον αγγιχτήκαν τα κεφαλια μας και ηταν ομορφος πολυ. μεχρι που ηρθε και ο αλλος, αυτος που τον ειχα ζησει στο καραβι και σταθηκε λιγο πιο πισω αυτος κι εβγαζε το μπουφαν του, και τοτε ο ψηλος κι ο ομορφος (κι ο αλλος απο το καραβι ομορφος ηταν, αλλά ητανε λιγο κοντοχοντρος, και εξαυτου πολυ σεξυ) και μου ειπε «εμεις εδω ξερεις ειμαστε ψυχαναλυτες» «ολοι ; » τού λεω – «ολοι», μου λεει, – και τοτε ειπα να τον γελασω λιγο και του ειπα «τοτε να φοραμε τα παλτα μας σιγα–σιγα και να φευγουμε» και τοτε υψωσε τη φωνη και φωναξε στον αλλον που ακομα ηταν πισω μου «ακους τι λεει ; να φορανε τα παλτα τους λεει σιγα–σιγα και να φευγουνε» και γυρισα και γω να κοιταξω τον αλλον, να δω αν με θυμοτανε απο το καραβι, κι αυτος φτιαχνοντας τα μανικια τού μπουφαν του και κοιτωντας τα εξεταστικα με τα ματια χαμηλωμενα ειπε «να βγαζετε τα παλτα σας και να μενετε» – κι αυτα γινανε, κι ετσι πιασαμε την κουβεντα.

καταλαβα οτι με θυμοτανε απο το καραβι και πώς θα μπορουσε να μη με θυμαται, γιατι καθομαστε σε δυο παγκακια που ειχαν κοινη την πλατη και αυτος μεν μιλουσε με κατι γαλλους εγω δε με κατι παιδια που πηγαινανε για μυκονο και κάθονταν στα αντικρυνα μου παγκακια και μόνο αργοτερα ηρθε και καθισε στα ποδια του δικου μου τού παγκου (που δεν χωραγε κιολας, γιατι ειχα φορεσει το σληπινγκ μπαγκ κι ημουνα ξαπλωμενη καταμηκος) αλλά αυτος ο βλαχος ηρθε να κατσει στα ποδια μου και δεν πηγε να κατσει με τα παιδια που ητανε γκαιη και βαλθηκε να με στριμωξει και να μπει στην κουβεντα και ειχε κι ενα σκυλακι φλώρικο, και αρχισε να λεει οτι δεν του αρεσουν οι γατες και τοτε πηρα τελειως αναποδες κι αρχισα να τον κοροϊδευω κι οσο αυτος ελεγε «καθολου δεν μ’ αρεσουν, τις πειραζεις κι αυτες βγαζουνε αμεσως νυχι και σου κανουν ετσι» κι εγω του ελεγα με ειρωνεια «ενω εσεις, μολις σας επιτεθει ανθρωπος αμεσως του χαμογελατε και γυριζετε και το αλλο μαγουλο» αλλά ο στουρνος οπως ολοι οι στουρνοι δεν ακουγε τι του ελεγες, απλως ελεγε αυτος τα ιδια και ακουγε μόνο τον εαυτο του, και μενα το αλλο μου αυτι ητανε γυρισμενο και προς τα πισω εκει που ο γεματουλης μιλουσε γαλλικα κι ελληνικα αναμιξ, με κατι γαλλους, κι ειχε βαλει και το μπρατσο του πανω στην πλατη του παγκου κι ετσι το χερι του ηταν ριγμενο στη μερια μου σα να θελει να μου πει, και το κοιταζα γιατι ητανε πολυ ωραιο χερι, και στη διαρκεια της νυχτας που ολοι κοιμωνται κι ειναι η καλυτερη μου και μενω ξυπνια στο καταστρωμα για να τους χαζευω, τον ειδα απ’ τη μια στιγμη στην αλλη να ξεφυτρωνει ακινητος σε εναν στυλο του καραβιου και να κοιταει μονόπαντα και τοτε συνειδητοποιησα οτι ητανε κοντοχοντρος αλλά δεν επαυε να μου αρεσει, μολονοτι δεν ημουνα σιγουρη οτι ηταν αυτος, γιατι ειχε πολυ σκοταδι σ’ αυτο το μερος. αλλά το οτι ηταν εντελως προσηλωμενος μού αποδειχνε οτι ηταν αυτος. Και ηρθε πολυ φυσικο να μιλησουμε για το καραβι και κεινος πρωτος μου ειπε κοιταζοντας με απο τον καθρεφτη «ωραια το παλευες με τον βλαχο, αλλά δεν επαιρνε χαμπαρι αυτος, αχρηστο πηγε» κι εγω του ειπα για να διωξω τη χαρα μου επειδη ειχα χαρει που με προσεχε «αλλά κι εσυ καημενε, σου ειπε ο κακομοιρης ο γαλλος ‘αερολιμανι’ και τον αποπηρες τοσο» γιατι οντως μιλαγανε καποια στιγμη για αεροδρομια και ο γαλλος εφτιαξε αυτη τη λεξη και μου ’κανε εντυπωση πόσο αναισθητα και  κοφτα τον διορθωσε αμεσως ο αλλος : οχι, αεροδρομιο, ουϊ αεγοδγομιο, ειπε κι αυτος ντροπιασμενος, και εγω του το κρατουσα. κι αυτος μου ειπε τοτε αμεσως «α, δεν εχω υπομονη τωρα πια» κι υστερα, στριβοντας απ’ τον καθρεφτη και κοιτωντας με ειπε «εισαι παρατηρητικο κοριτσι ομως» και «αυτο ελειπε» ειπα εγω, και γελασαμε. και οπως τους ειχα τον εναν απο αριστερα και τον αλλον απο δεξια σκεφτομουνα τι ωραια που θα ηταν να συνεχιζαμε και στο κρεβατι ετσι αλλά δεν το συνεχισα γιατι ηξερα οτι δεν γινεται, δεν συνεχισα τη σκεψη δηλαδη γιατι ηξερα οτι αν συνεχιζα τη σκεψη θα γινοτανε εντελει και πραξη, και ξερω πως αυτο δεν γινεται, δηλαδη οχι οτι δεν γινεται καθολου (γινεται και παραγινεται) αλλά με ανθρωπους τετοιους που ειναι και αστοι αλλά και καλλιεργημενοι μαζι και μαζι σ’ ενδιαφερουν κιολας και οι δύο, αμα γινει, αμεσως το πραγμα (θελουμε – δε θελουμε) μετατοπιζεται ξαφνικα σε αλλη πλατφορμα – και α, δεν μ’ αρεσει καθολου αυτη η πλατφορμα, ειναι μια πλατφορμα που καταβαθος βρωμαει το παρκε της κατι σαν αλλοιωση σαν περιφρονηση και δεν ειχα καμία διαθεση να τα μυρισω αυτα τωρα, ασε που αν δεν βρωμησει αλλοιωση και περιφρονηση θα βρωμησει ερωτες και τσακωμους, πραγματα εξισου δυσκολα για τα οποία δεν αντεχα τωρα, κι ετσι αφησα τον ψηλο να κανει λιγο πισω και κρατησαμε τα κρεβατια μας χωριστα σαν καλοζυγισμενα χωραφακια.

και να που τωρα ο χοντρουλης που η νυχτα μαζι του ηταν τοσο απογειωμενη, κι ειχε και ολα τα παραφερναλια που πρεπει να ’χει μια ωριμη νυχτα, εχει φυγει πηγε ο χαζος και πεθανε, και ο ψηλος ειναι φιλος μου

 

κι ετσι λοιπον σκεφτομαι να ξαναπαω στο νησι

 

 

 

 

(ελαφρα προσαρμοσμενη παλια αναρτηση στο φεϊσμπουκ – εξαλλου γι’ αυτο δεν μπορω να σας τη στειλω μετα της ημερομηνιας ουτε και των σχολίων – δεν πειραζει (ενα απο τα θλιβεροτερα χαρακτηριστικα τής ζουκεμβέργιας εφευρεσης ειναι να χανονται αλυπήτως τα παλαιοτερα – : αμερικάνικος θετικισμος : «η μερα κι ο αιωνας, ειναι η στιγμη» ( : εγω κραταω αντιγραφα απλως…)))

 

 

 

 

 

 

Start a Blog at WordPress.com.