διαβάστε κι αυτό
αναδημοσιεύω εδώ (από ένα (παλιό) γραφτό μου, συντομευμένο κάπως) τήν ιρλανδοαγγλική ιστορία τού έρωτα τής ιζόλδης και τού τριστάνου όπως τήν περιγράφει με τά αρχαία γερμανικά του ο γοδεφρείδος τού στρασβούργου περί τά 1200
τρίτη συνέχεια τού μαρκούζε είχα υποσχεθεί τό ξέρω για τό μετά τό προ–προηγούμενο (επεξηγηματικό) κείμενο αλλά
μεσολάβησε (στο προηγούμενο) ο μεσαιωνικού τύπου αποτρόπαιος θάνατος, και καθώς δεν μπορώ να βλέπω άλλο τήν αγχόνη κάθε που ανοίγω τό βλογ μου, και καθώς ο μαρκούζε αργεί ακόμα λέω να βάλω εδώ μια γνήσια μεσαιωνική αναίρεση :
(…) δεν είναι μόνο οι σκηνές επάνω στο καράβι, αλλά και όλη η υπόλοιπη ιστορία : αρκεί όμως να σκεφτεί κανείς με τί υπέροχα αθώο τρόπο εκμεταλλεύεται ο γοδεφρείδος τή σύμβαση που διαφορετικά θα τόν καθήλωνε με τήν πουριτανική της αγκύλωση : μιλάω για τό αρχικό τό σχέδιο με τό οποίο ξεκινάει αυτός ο έρωτας, σχέδιο που στέλνει παραπέμπει και θυμίζει, ίσια θα ’λεγα, στη διαλεκτική τών σοφιστών : και είναι μάλιστα, λες και αυτός κάνει μια άμεση – και επί λέξει – αναφορά στην υπεράσπιση τού έρωτα εκ μέρους τού γοργία – (τόν οποίο κανείς δεν ξέρει αν τόν είχε καν διαβάσει)
τό αρχικό εύρημα λοιπόν είναι ότι οι δύο εραστές πρώτα αλληλομισούνται, και θα ερωτευτούν αργότερα, μονάχα με τή διαμεσολάβηση τού φίλτρου : τυχαία, θα ’λεγε κανείς ή μάλλον κατά λάθος : αυτό θα γίνει πάνω στο καράβι (σ’ ένα κινούμενο δηλαδή έδαφος που φεύγει και γλιστρά) με τό οποίο ταξιδεύει αυτή να πάει να παντρευτεί έναν άντρα που καθόλου δεν αγαπάει, ούτε τόν ξέρει καν, κοινό μοτίβο αιώνες τώρα στη ζωή τών γυναικών (και όχι απλώς στην τέχνη) : αυτός λοιπόν τήν συνοδεύει προστατευτικά, τό φίλτρο δε από τήν άλλη τό ετοίμασε μια φίλη της για να τό πιούνε ένα βράδυ με τόν άντρα της τόν μέλλοντα, να κάνει όλη τή ζωή τους πιο υποφερτή : στο έργο λοιπόν τό φίλτρο γίνεται ο ιμάντας που τό εκτοξεύει στην πιο ανηθικολόγα λογική, τήν πιο υπονομευτική θεώρηση : ο μεσαιωνικός μας δηλαδή εκμεταλλεύεται με απίστευτο ρεαλισμό και χιούμορ τό λάθος που γίνεται – να πιουν τό φίλτρο ο τριστάνος κι η ιζόλδη, μια μέρα που τό καράβι σταματάει σ’ ένα λιμάνι για ξεκούραση (κι όλο τό πλήρωμα έχει βγει στη στεριά για να διασκεδάσει ή και να ξεκουραστεί) – αυτοί οι δύο δε, μένουνε κατηφείς και άκεφοι επάνω στο κατάστρωμα, και πλήττουνε εκ παραλλήλου και οι δυο θανάσιμα μ’ αυτήν τήν επιπλέον αντιπάθεια που έχουν αναμεταξύ τους :
έτσι, σε μια εντελώς ανθρώπινη προσπάθεια να ξεπεράσουνε τήν αθυμία τους αποφασίζουνε να πιουν κι αυτοί λιγάκι : λίγο κρασί να διασκεδάσουνε σαν άνθρωποι : όμως τό εύρημα αυτό παίρνει τή θέση μίας στέρεης πραγματικότητας, που ξεπερνάει τήν χριστιανική τήν ηθική και συναντάει τήν αρχαία αντίληψη εκείνη για τό δικαιωμένο όσο και ανεξήγητο ταυτόχρονα τού πάθους τού ερωτικού, – πράγμα που η αρχαία λογική τό τακτοποίησε θαυμάσια, αποδίδοντάς το στην παντοδυναμία ενός μικρού παιδιού – ενός θεού – ο οποίος βέβαια ως θεός είναι κι ανίκητος (και επομένως εάν τούς στοχεύσει αυτός δεν έχουνε καμιά ευθύνη εκείνοι πλέον για τό πάθος τους, κι αντίθετα, είναι και επιπλέον απόδειξη θρησκευτικής εντέλει ευσέβειας τό να υποκύψουνε κιόλας στη θέλησή του) – αυτή είναι ακριβώς η υπεράσπιση που κάνει ο γοργίας παίζοντας, όπως λέει και ο ίδιος και για δική του ευχαρίστηση, στο εγκώμιο που έγραψε για τήν ελένη – : και τό οποίο η νεογέννητη κι αθώα σκέψη τού μεσαίωνα, φορτωμένη από τά επιπλέον χριστιανικά που μεσολάβησαν, βρίσκει τόν τρόπο να τό μεταλλάξει και να τό μεταποιήσει και να τό τακτοποιήσει τώρα πια, αποδίδοντάς το σε μια νέου τύπου θεότητα, τήν μεσαιωνικά απολύτως δηλαδή αποδεκτή και ακριβώς ίσως γι’ αυτό επίφοβη μαγεία
η πραγματικότητα λοιπόν αυτής τής ανεξήγητης δύναμης βαραίνει έκτοτε σαν τό πιο ατράνταχτο και οικουμενικό ας πούμε (και λογικό ας πούμε) γεγονός, επάνω στην υπόθεση, έτσι ώστε με τήν ελαφρά αυθαιρεσία τής καταγωγής της να αποκτάει μια τέτοια, λογική όμως, διαύγεια, ώστε να ταυτιστεί θαυμάσια με τήν προηγηθείσα αυθαιρεσία τής θέλησης ενός θεού και εκεί να μείνει
όλο τό υπόλοιπο έργο δεν κουνιέται ρούπι, ούτε αμφισβητεί ποτέ αυτήν τήν αρχή. Αλλά με έναν εξαντλητικό και στέρεο ρεαλισμό, κι ένα αχόρταγο και αυτονόητο (κι ήρεμο) χιούμορ να περιγράφονται μετά όσα προέκυψαν : Ετούτα δε που προέκυψαν είναι σαφή και καθαρά : είναι, με λίγα λόγια, τό τί γίνεται όταν δυο άνθρωποι είναι ερωτευμένοι διαρκώς και επιμόνως, και μονίμως : Εάν μπορούσανε να παντρευτούν, η ιστορία βέβαια θα σταμάταγε, μα τό πολύ ανήθικο όμως τής υπόθεσης είναι ότι εκείνη είναι εκ τών προτέρων σίγουρο ότι θα παντρευτεί έναν άλλον : και όμως, αυτοί οι δύο δεν θα είναι εραστές από μακριά, ούτε και θα πονάν ματαίως (ή πλατωνικώς) ο ένας για τόν άλλον : θα είναι μονίμως και επιμόνως όντως εραστές, κι όλες τους οι ίντριγκες θα είναι αθώα και καθαρά και μόνιμα, προσανατολισμένες εκεί πάνω : πάνω στο πώς θα κοροϊδεύουν δηλαδή συνέχεια τούς άλλους, για να βρίσκονται όποτε μπορούν στο ίδιο κρεβάτι οι δυο μαζί
ας τό ξεκαθαρίσουμε : αμφιβολίες και οδύνες υπάρχουνε συνέχεια στον κόσμο αυτό (τόν μεσαιωνικό…) αλλά όχι, ποτέ, για τό αν αυτό που κάνουνε είναι ή όχι δηλαδή σωστό : αυτό δεν τίθεται ποτέ ούτε αμφισβητείται : ο έρωτας είναι απολύτως νόμιμος, παράνομα είναι τά εμπόδια που τού τίθενται, κι αυτό είναι ένα πράγμα που διαχέεται με τέτοια βίαιη άνεση σε όλο τό βιβλίο ώστε τό μετατρέπει στο πιο έξαλλα ερωτογόνο κείμενο που θα μπορούσε να γραφτεί : και πέρα όμως απ’ αυτό, έχει και τέλειο χιούμορ :
δεν θα καθίσω τώρα εδώ να περιγράψω κείνην τήν καταπληκτική σκηνή που θυμίζει κωμωδία (έχουμε δει παλιά τέτοια σκηνή από τόν γούντι άλλεν) σκηνή που γίνεται στο δωμάτιο τού παντρεμμένου πλέον ζευγαριού : όταν ο τριστάνος κάνει δοκιμές πώς θα προσγειωθεί πηδώντας από μακριά επάνω στο κρεβάτι τής ιζόλδης ώστε να μην πατήσει τήν παγίδα που ’χει απλώσει ο άντρας της κάτω από τό κρεβάτι και τόν πιάσει : περιγραφές λεπτομερείς και ασταμάτητες τών πηδημάτων, τής αποτυχίας, και τά λοιπά
ούτε θ’ ασχοληθώ με κείνην τήν εκπληκτική σκηνή που δίνει μια (πραγματικά ολοκληρωμένη) καλλιτεχνική διάσταση σ’ αυτόν τόν σύζυγο, όταν μετά από πολλές δοκιμασίες και παγίδες που τούς έχει στήσει, και από τίς οποίες αυτοί εξέρχονται (έστω και τελευταία στιγμή έστω και διά τής βίας) (με πλήθος πονηριές) (και τήν καλή τους τύχη – λες κι επιζεί ακόμα η αφροδίτη ως δύναμη μες στον μεσαίωνα) τά βγάζουν πέρα λοιπόν σ’ όλ’ αυτά και εξέρχονται αθώοι, κι όταν τόν έχει πείσει πια η ιζόλδη αυτόν τόν σύζυγο ότι δεν τρέχει τίποτα κι ότι μπορεί ακίνδυνα να τόν αφήσει τόν τριστάνο να ξαναμπεί στ’ ανάκτορο από τήν εξορία που τόν έστειλε
αυτός ο σύζυγος ξάφνου παρατηρώντας τους στο δείπνο διαπιστώνει (με πόσο πόνο ζήλεια και καϋμό) (γιατί είναι και ο ίδιος δηλαδή ερωτευμένος) (χωρίς να έχει πιεί φίλτρο αυτός) ότι καμιά φορά από μακριά όπως κάθονται ο ένας απ’ τόν άλλον στο μεσαιωνικό τραπέζι, σαν τό τραπέζι ενός μοναστηριού, κοιτάνε ο ένας τόν άλλον φευγαλέα με έναν τρόπο που τόν κάνει άνω-κάτω και τόν αναστάτωνε : είναι ερωτευμένοι καταλήγει αυτός τότε μέσα του, πάει τελείωσε, ό,τι κι αν λένε, ο τρόπος που κοιτιώνται είναι ομιλητικός απόλυτα, δεν παίρνει άλλη συζήτηση : τί κάνει λοιπόν τότε αυτός ο τόσο βάρβαρος και μεσαιωνικός δηλαδή άνθρωπος ; απλούστατα σύμφωνα με τά ήθη τους που δυστυχώς ακόμα δεν τά έχουμε, κι είναι χαμένα, τούς παίρνει εκεί παράμερα κι ενώ αυτοί χλωμιάζουνε και κοκκινίζουνε αλληλοδιαδόχως (διότι δεν ξέρουνε τώρα τί τούς περιμένει πια, ένα σωρό ήδη αναγκαστικοί χωρισμοί έχουν προηγηθεί, περάσανε) αυτός τούς λέει: Ακούστε να σάς πω, τώρα επιτέλους τό κατάλαβα, πάει τέλειωσε : εσείς οι δυο είσαστε ερωτευμένοι μην τό αρνιέστε δεν θέλω άλλα ψέματα είσαστε ερωτευμένοι δηλαδή τελεία και παύλα : πρέπει να είσαστε μαζί αυτό είναι όλο. Αυτό που θέλετε λοιπόν, αυτό θα γίνει : Άντε πηγαίνετε στην ευχή και φύγετε από δω.
και τούς διώχνει και τούς δυο πλέον μαζί, να φύγουν ανενόχλητοι από τό παλάτι. Και φεύγουνε πιασμένοι χέρι-χέρι ενώ αυτουνού σπαράζει η καρδιά του : άλλοι καιροί και άλλα ήθη δηλαδή
…η φυγή τών πρωτόπλαστων ; (και ο διωγμός τους από έναν θεό που έχει μετατραπεί τώρα σε σύζυγο ; ) αλλά θα γίνουν όλα τώρα αντεστραμμένα : τώρα θα φύγουν απ’ τήν κόλαση και θα γυρίσουν στον παράδεισο : θα ζήσουνε μέσα στη φύση και στο δάσος μακριά από τά ψέματα, μες στην αλήθεια τήν πρωταρχική : και ξάφνου τήν φοβούνται τήν αλήθεια τήν πρωταρχική : (δεν βλέπουμε σκηνές πορνό εδώ, είναι ο σταντάλ που μάς μιλάει : ) παράδεισος ίσως να μην υπάρχει γιατί κάθε παράδεισος έχει σημαδευτεί από τήν κόλαση που ακολούθησε :
νά η ιστορία που είναι μόνιμα παρόν και μάς κολάζει διασκεδάζοντας : η ενοχή και η ντροπή τούς πιάνει και τούς ξετινάζει πλέον στα σημεία : τώρα που είναι εντελώς ελεύθεροι τό κάνουνε ίσως καλύτερα, αλλ’ όμως δεν κοιμούνται πια αγκαλιασμένοι : Είναι ανάμεσά τους ένα φοβερό σπαθί, τό βάζει εκείνος να κοιμούνται χώρια : (Μπορεί να είναι και η αντιπάθεια τού ανθρώπου που ’μαθε να κρύβεται – και να πιστεύει καταβάθος μοναχά στον φόνο – στον πολιτισμό αυτόν – μια αντιπάθεια για τήν απόλυτη ελευθερία {τής ζωής} που τότε τόν πλακώνει). Μπορεί να είναι, επιπλέον, και μια πρώτη νύξη για τήν αλλοτροίωση που ’χει πλακώσει εμάς αιώνες τώρα – και που όπως λέει και η ψυχανάλυση, τί φίλτρο και ξε-φίλτρο, η απαγόρευση είναι αυτή που σέ καυλώνει πιο πολύ. Μες στον παράδεισο λοιπόν, ανασυστήνουν τελετές μιας κόλασης, γιατί σ’ αυτήν συνήθισαν! τί θαύμα! Όμως, ακόμα κι αν αυτό είναι ένα τέλος μεγαλοφυές, τό έργο δεν τελειώνει εκεί : Όχι, τό έργο είπαμε είναι σταντάλ, δεν θα μπορούσανε μακριά από τήν κοινωνία τών ανθρώπων : Ίσως εδώ ο μεσαιωνικός μας να είναι ο πιο ρεαλιστής απ’ όλους μας : κάτι τούς λείπει, λοιπόν, κι έτσι : κι έτσι γυρίζουν πίσω : τό έργο είπαμε δεν είναι ηθογραφία, είναι φρόϋντ στην καλύτερη του τή στιγμή, μαρκούζε τήν στιγμή του τήν συνηθισμένη
και μήπως δεν είναι σταντάλ, εκείνη η καταπληκτική σκηνή, που ’χει προηγηθεί βεβαίως, όταν σε έναν απ’ τούς αναγκαστικούς τούς χωρισμούς τους που αυτός βρίσκεται εξόριστος σε ένα μακρινό παλάτι, και κάνει ανδραγαθήματα (ως συνήθως τότε αυτοί) και αποκτάει (επειδή τό θέλει, αντί για μια γυναίκα που τού πρόσφεραν) (βέβαια τό μεγάλο δίδαγμα τού γοδεφρείδου, να τό πούμε και αυτό, είναι ότι ο έρωτας μόνο όταν είναι αμοιβαίος έχει νόημα) αποκτάει τότε κείνος ως βραβείο κάτι που είναι δυνατόν να τόν παρηγορήσει έστω και λίγο από τόν πόνο του ; Δεν θα πω τώρα εδώ όλο τό έργο φυσικά, μα τέλος πάντων πρόκειται για ένα μικρό, πολύ μικρό σκυλάκι, που έχει δεμένο στον λαιμό του μ’ ένα φιόγκο ένα κουδούνι μικροσκοπικό κρυστάλλινο, τό οποίο όταν ηχεί, είναι τόσο ωραίος ο ήχος του, ώστε για λίγο είσαι ευτυχισμένος. Και πράγματι, όταν τ’ ακούει ο τριστάνος, ξάφνου γίνεται τόσο καλά : αυτό στην κυριολεξία τόν εκπλήσσει, ναι, γίνεται για λίγο ευτυχής : δεν νιώθεται πια η πληγή. Κι όμως, τί κάνει ; Απλούστατα τό στέλνει σε αυτήν : για να ανακουφίσει εκείνης δηλαδή τόν (βέβαιο) πόνο : Κι αυτή τότε τί κάνει ; Παίρνει έκπληκτη τό δώρο του και γίνεται για λίγο και αυτή ευτυχισμένη (τό δικαιολογεί μάλιστα επιτούτου και στον άντρα της ότι είναι δώρο δήθεν από τήν μαμά) και γίνεται ευτυχισμένη τότε και αυτή όταν έχει μαζί της τό σκυλάκι, κι ακούει κείνο κει τό γυάλινο κουδούνι του. Τί κάνει τότε τελικά ; Τί σκέφτεται ; Τί άλλο να σκεφτεί : απλούστατα, ότι δεν πρέπει να ’ναι ευτυχισμένη από τόν τριστάνο μακριά : λύνει λοιπόν τό καμπανάκι από τόν λαιμό τού πετικρί και τό πατάει τό σπάει με τό παπουτσάκι της και τό κάνει χίλια κομμάτια στα πλακάκια
αυτή είναι η μονογαμική η πίστη σε αυτόν τόν κώδικα : αυτή είν’ η προσήλωση τών εραστών με άλλα λόγια : διάθεση για πίστη υπάρχει, συνεχώς – όμως όχι εκεί που θα ’θελε η ηθική – πίστη στην απιστία όμως μόνο : γιατί ο σύζυγος από τήν άλλη παραμένει δίπλα, μακριά, τόσο μες στο μυαλό τους όσο και στην πράξη τους απατημένος, χωρίς καμιά αμφιβολία, όμως χωρίς καμιά ενοχή επίσης απ’ τήν άλλη, απ’ τή δική τους τή μεριά
δεν πρόκειται να κάτσω τώρα να διηγηθώ και εκείνη τή θαυμάσια και έξοχη ιστορία τής δεύτερης ιζόλδης (με τίς απίστευτες ψυχαναλυτικο–σαιξπηρο–ντοστογιεφσκικές της προεκτάσεις) μια άλλη ιζόλδη που συνάντησε ο τριστάνος σε ένα άλλο παλάτι, όπου ήτανε ξανά φιλοξενούμενος, σε μία άλλη από τίς εξορίες που τόν στείλαν : μία γυναίκα που ’χει τ’ όνομα με λίγα λόγια τής αγαπημένης του – και η οποία, αντίθετα από τήν πανέμορφη ξανθιά του τήν ιζόλδη, έχει απλώς πολύ ωραία κάτασπρα χέρια, ολόλευκα : – ναι βέβαια, δεν πρόκειται να κάτσω να αφηγηθώ τίς καταπληκτικές του ενδοαμφισβητήσεις – που ξεκινάν από τή γλώσσα, με άλλα λόγια τό κοινό τό όνομα, και καταλήγουν σε διατυπώσεις ευρηματικές σαν αυτήν :
«Αχ θε μου έλεος : πώς μέ τρελαίνει αυτό τό όνομα ! Αλλάζει και μπερδεύει τήν αλήθεια με τό ψέμα – μες στο μυαλό μου, και μπροστά στα μάτια μου. Η Ιζόλδη γελάει, τήν ακούν τ’ αυτιά μου, κι όμως ξέρω πού βρίσκεται η Ιζόλδη. Τά μάτια μου που βλέπουν τήν Ιζόλδη, δεν βλέπουν τήν Ιζόλδη. Η Ιζόλδη είναι μακριά μου και κοντά. Φοβάμαι, η Ιζόλδη μέ μαγεύει για δεύτερη φορά. […] Απ’ τήν Ιζόλδη βγήκε η Ιζόλδη. Όταν κανείς τήν φωνάζει αυτήν τήν κοπέλα Ιζόλδη μού φαίνεται ότι ξαναβρήκα τήν Ιζόλδη. Μ’ αυτό ανακατώνομαι εντελώς. Τί περίεργο, να ξαναδώ τήν Ιζόλδη που τήν λαχταρούσα όλον τόν καιρό. Και τώρα βρίσκομαι λοιπόν στο ίδιο μέρος που ’ναι η Ιζόλδη, κι όμως δεν είμαι στην Ιζόλδη κοντά, όσο κι αν είμαι κοντά στην Ιζόλδη. Κάθε μέρα βλέπω τήν Ιζόλδη, κι όμως δεν τήν βλέπω. Αυτό είν’ τό βάσανό μου. Βρήκα τήν Ιζόλδη αλλά όχι τήν ξανθιά που μέ παιδεύει με τόν έρωτα. Αυτή είναι η Ιζόλδη που μ’ έκανε να τά σκεφτώ αυτά, (…) αλλά είναι η άλλη Ιζόλδη όχι η Ιζόλδη η ξανθιά. Πονάω που δεν τήν βλέπω. Όμως, ό,τι μπορώ να βλέπω, κι ό,τι έχει τ’ όνομά της, μ’ όλη μου τήν καρδιά εγώ θέλω να τό ζω : Συνέχεια θέλω να τό σκέφτομαι τό αγαπημένο όνομα που ’δωσε στη ζωή μου τήν χαρά και μ’ έκανε να ζήσω ευτυχισμένος»
η δύναμη τών λέξεων (τής γλώσσας επομένως) διατρέχει τόσο αυτό τό κείμενο που έχει επισημανθεί ήδη από διάφορους. Αλλά εγώ θα πω ένα τώρα μόνο : κάτι που έχει τόσο χιούμορ και σέ σκλαβώνει τόσο – απ’ τήν αρχή κιόλας τής ιστορίας, αν κι είναι ένα κολπάκι με τίς λέξεις μόνο πάλι : και τό δημιουργεί η ίδια η ιζόλδη : Στην αρχή–αρχή ακόμα δηλαδή, όταν δεν αντέχει πια να κρύψει τόν έρωτα που πλέον αισθάνεται (κι ιδέα δεν έχει ότι θα βρει ανταπόκριση) – και έχει πολύ περίεργες προεκτάσεις η σκηνή αυτή : διότι εδωπέρα υπεισέρχεται και ένα αίνιγμα που είναι γλωσσικό. Όμως τό ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι κιόλας ότι στο μεσαιωνικό αυτό τό κείμενο θεωρείται και κανονικό να τού τά ρίξει πρώτη η γυναίκα ενός άντρα : Εφόσον δεν αντέχει δηλαδή άλλο η ιζόλδη αποφασίζει να ριχτεί επάνω στο καράβι στον τριστάνο αυτή :
βρίσκονται και οι δυο τους στο κατάστρωμα. Εκείνος υποτίθεται ότι είναι εκεί για να τήν προστατεύει, όμως μετά από τό φίλτρο επιδιώκουν και οι δυο συχνότερα να βρίσκονται μαζί (μα ιδέα δεν έχει ο καθένας από μόνος του ότι τό ίδιο δηλαδή συμβαίνει και στον άλλον : ) έχουνε τήν εντύπωση ότι υποφέρει ο καθένας μόνος του – έχουν αρχίσει όμως, λόγω φίλτρου, να μην μπορούν να δείξουν πια και τόση έχθρα, και μιλάνε τώρα μεταξύ τους φιλικά : ένα απόγευμα λοιπόν η ιζόλδη δεν αντέχει άλλο (ούτε κι αυτός αντέχει άλλο αλλά τό κρύβει μια χαρά) – λοιπόν εκείνη γέρνοντας καθώς δύει ο ήλιος πάνω στη θάλασσα και ακουμπώντας ξαφνικά τό ξανθό κεφάλι της στο στήθος του, τού λέει παίζοντας με τά ωραία γαλλικά (διότι σε πολλά σημεία τό βιβλίο παίζει με τά γαλλικά – κι αυτή η ακομπλεξάριστη αποδοχή από τήν αρχή – που υπάρχει και στο αγγλικό τών ιπποτών τής στρογγυλής τραπέζης – ότι η αφήγηση ακουμπάει σε ένα βιβλίο προηγούμενο (και μάλιστα ξενόγλωσσο) τό εμπλουτίζει και τό ενδυναμώνει απίστευτα (από άποψη και μοντερνιστική ακόμα) αυτό τό έργο) αποφασίζει επομένως τότε αυτή να τού μιλήσει όσο μπορεί πλαγίως, και με ένα καλαμπούρι που μπορεί να κάνει μοναχά στα γαλλικά – Κύριε, τού λέει επομένως, υποφέρω. – Από τί υποφέρετε πανέμορφη κυρία ; τής λέει αυτός (τώρα δεν μεταφράζω κατά λέξη όπως πριν, αλλά τά παραθέτω από μνήμης), και : – Υποφέρω κύριε από λαμέρ, τού λέει αυτή. Περίεργο, σκέφτεται αυτός, τί είναι τούτο που λέει αυτή τώρα ; Σκέφτεται αμέσως ότι η λέξη έχει τρεις σημασίες – δηλαδή, πολλές : η μία είναι ο έρωτας, κι αυτήν τήν έννοια φυσικά τήν αποκλείει διότι δεν τολμάει καν να τήν σκεφτεί. [ Εδώ έχουμε και μία μαρτυρία γλωσσολογική, απίστευτου ενδιαφέροντος, που θα τήν πούμε αν έχουμε και κέφι παρακάτω : ας πω μονάχα εδώ προκαταβολικά ότι ο έρωτας στα γαλλικά ήταν l’ ameur (κι αυτό είναι τό λαμέρ εδώ) κι amour ήταν η προφορά τής λέξης μόνο στα προβηγκιανά. Η προφορά αυτή επιβλήθηκε όμως αργότερα, σ’ ολόκληρη τή χώρα, κι έτσι επιβεβαιώνεται, ακόμα κι από μία μόνο λέξη, αυτό που λέει κι ο σταντάλ ότι όλα τά ερωτικά τους στη γαλλία τά κληρονόμησαν εντέλει σαν σημαδεμένα από κει – από τήν επαρχία που ’τανε σα στοιχειωμένη απ’ τήν ερωτική τήν ποίηση τών αράβων ]. Η δεύτερη κι η τρίτη λοιπόν έννοια που θα μπορούσε ο τριστάνος να υποθέσει ότι σημαίνει τό λαμέρ, είναι η λέξη πίκρα από τή μια κι από τήν άλλη βέβαια η θάλασσα : (l’ ameir, μάς λέει και μάς εξηγεί μέσα στο κείμενο ο συγγραφέας αναλυτικά (σημάδι ότι απευθύνεται σε μη–γαλλόφωνους κι ότι τό ξέρει) σημαίνει έρωτας, μα και l’ ameir σημαίνει πίκρα, και la meir σημαίνει βέβαια θάλασσα). Σάς πείραξαν, λέει λοιπόν, ωραία μου Ιζόλδη, η θάλασσα κι η πίκρα της ; η θάλασσα και τούτος ο αέρας, μή σάς πίκραναν ; (ρωτάει εκείνος με ταχυκαρδίες) : σβήνοντας έτσι με ταχυκαρδίες τήν τρίτη – ή τήν πρώτη – εκδοχή τής λέξης, που δεν τολμάει καν να τήν σκεφτεί : Και αυτό κάνει βέβαια τήν ιζόλδη να απελπιστεί τελείως, κι ανυπόμονη πια τώρα να ταυτολογήσει (φαινομενικά) εφόσον στην ερώτησή του «υποφέρετε από λαμέρ ή από λαμέρ ; » εκείνη ν’ απαντήσει σαν ταπεινωμένη : – Μα όχι κύριε, υποφέρω από λαμέρ. Όμως αφού έχει διώξει τίς δύο άλλες εκδοχές, γίνεται πλέον φανερό ότι μιλάει με τήν τρίτη – και η ταυτολογία εξαφανίζεται. Ούτε η θάλασσα τής προξενεί λαμέρ, ούτε προέρχεται οτιδήποτε από πίκρα. Τό μόνο πικρό πέλαγος μες στο οποίο πνίγεται είν’ ο έρωτας : έρωτας και μοναχικός κι ανομολόγητος : Κι αυτός μες στην χαρά και μες στο μπέρδεμα όλο αυτό, σκύβει τήν αγκαλιάζει και λιποθυμάνε δηλαδή ο ένας πάνω εκεί στον άλλον όπως θα ’λεγε αργότερα και ο ρεμπώ : Κι εγώ υποφέρω από τό ίδιο πράγμα, λέει. Κι έτσι ξεκίνησαν τά πράγματα…
υπάρχει όμως και μια άλλη εικόνα που μες στην ανακούφιση αυτής τής αναγνώρισης, γλυκά υπεισέρχεται, ξανάρχεται, στρογγυλοκάθεται για μια στιγμή, και κάνει τούτη εδώ τήν πρώτη τους ερωτική επαφή να ολοκληρώνεται μ’ έναν ακόμα πιο ειρωνικό ας πούμε τρόπο : διότι στην αρχή τού ταξιδιού, που ήταν και οι δυο ακόμη υγιείς και αδιάφοροι, και η ιζόλδη απλώς τόνε μισούσε, πολλές φορές προσπάθησε εκείνος να τήν παρηγορήσει για τό ότι πήγαινε να παντρευτεί έναν άντρα που δεν γνώριζε, και ούτε που αγαπούσε καν : και μολονότι ήταν ανηψιός της μακρινός (και ελαφρώς μικρότερος) πολλές φορές προσπάθησε να τήν παρηγορήσει όταν τήν εύρισκε να κλαίει αυτήν, κι έτσι τήν χάϊδευε, και τήν αγκάλιαζε, και τή λυπότανε ειλικρινά : τής χτύπαγε λοιπόν τήν πλάτη ώσπου μια μέρα, εκείνη ξέσπασε, με μια σχεδόν υστερική κακία, και τού είπε : «Πάρε τά χέρια σου επιτέλους από πάνω μου, πάψε να μέ αγγίζεις, μη μέ πλησιάζεις μη μέ ακουμπάς» και ο τριστάνος φυσικά λυπήθηκε πληγώθηκε κι απομακρύνθηκε αμέσως κι απλώς ρώτησε μονάχα όσο μπορούσε κόσμια κι αξιοπρεπώς : – Γιατί Κυρία ; κι αυτή τού απάντησε έξω φρενών – Γιατί μέ εκνευρίζεις σέ σιχαίνομαι. Κι αυτός : – Γιατί ωραία μου Κυρία ; Κι αυτή : – Διότι σκότωσες τόν θείο μου. Και ο τριστάνος : – Αλλά αυτό τό ξεκαθαρίσαμε, ότι έγινε από λάθος. – Τό ίδιο κάνει, είπε αυτή, αν δεν ήσουνα εσύ, δεν θα ’χα βάσανα, κι αυτός απομακρύνθηκε βαρύθυμος και δεν μπορούσε βέβαια ξανά να πλησιάσει