τίς τελευταίες ημέρες λοιπόν περνούσα εγώ εδωπέρα προσωπικά μία άσχετη κρίση ένα γκομπλάρισμα πώς τό λένε, ένα μπλακάουτ ή δεν ξέρω πώς αλλιώς κι εγώ να τό πω, και δεν μπορούσα να γράψω σχεδόν τίποτα : επιπλέον δε ό,τι κατάφερα να παραθέσω ήταν συγκεκομμένο, μικρό και μισό, και μία αράδα δηλαδή πιθανώς και μόνο τήν ημέρα ή μια–δύο σελίδες μπορεί να μού συνέβαινε : Αυτό ίσως να μην μπορείς εύκολα να τό δεις, αλλά αν εσύ είσαι επαρκής αναγνώστης και (ποτέ δεν κατάλαβα γιατί βάζουν πάντα πρώτο τό όνομα τού αναγνώστη και μετά τής αναγνώστριας, κάτι τέτοιες συγκατανεύσεις – δήθεν στην πρόοδο – τού φεμινισμού – μού γυρνάνε τ’ άντερα ανάποδα, γιατί από πού κι ώς πού θεωρείται δεδομένο κι ακόμα κι από προοδευτικούς ανθρώπους ότι πρέπει ν’ αναφέρεται τό αρσενικό πάντα πρώτο (και εξάλλου τό να αποδέχεσαι τήν ανδρική λογική μες στον φεμινισμό σου είναι πολύ ισχυρότερο πλήγμα από τό να ’σαι θύμα τής αντρικής λογικής όταν δεν έχεις καν ακόμα επαναστατήσει και χειραφετηθεί)) αν εσύ λοιπόν είσαι επαρκής αναγνώστρια και αναγνώστης, κι εγώ επαρκώς αρχάρια και νεοφώτιστη και ανεπαρκής σε αυτό που κάνω θα μπορέσεις ίσως τότε να διακρίνεις και μόνη σου τίς μικρές ενότητες και τό κομματιαστό και τό αγκομαχητό βάδισμα στις σελίδες που προηγήθηκαν, πριν από δω. Δεν έχει σημασία όμως αυτό. Σημασία έχει ότι κάποια στιγμή λοιπόν κατάλαβα ότι δεν τσουλάει έτσι και δεν πάει άλλο τό πράγμα άλλο πια, και σταμάτησα πριν από μερικές μέρες να γράφω εντελώς για να καταλάβω κι εγώ τί μού συμβαίνει, και πρέπει να πω ότι είχα αυτήν τήν διάθεση να μην συνεχίσω άλλο αυτό τό διήγημα και να τό κόψω σ’ αυτό τό σημείο και να πω Ώς εδώ ήτανε δεν θέλω παραπέρα ιστορίες τής χρονολουλούς, πάμε σ’ άλλα κεφάλαια, πάμε σε ιστορίες με άγνωστους άλλους : Αφού λοιπόν μεσολάβησε μια μεγάλη σιωπή, κατάλαβα ότι βαρέθηκα αυτήν εδώ τήν ιστορία και δεν θέλω να πω για παιδικά καλοκαίρια, κάβες, πούλμαν, ατέλειωτες αμμουδιές και τό μυστήριο τού οδηγού και τών τραγουδιών που έβαζε με τά δισκάκια τά μαύρα σε μια χαραμάδα κοντά στο τιμόνι για να ακούγονται (ήταν όλο κλαψιάρικα : μανούλα θα φύγω θα πάω στα ξένα και τέτοια, κι είχε ένα ύφος κακό όταν μάς κοίταζε όλες εμάς και μιλούσε με άσχημο τρόπο προς τίς γυναίκες που ήθελαν να φέρνουν τό μικρό τους σκυλάκι μαζί τους, κι όπως έλεγε εκείνος τόν σκύλο τους) τό μυστήριο όλων αυτών τών υπέροχων και νεόχτιστων πλαζ κι αμμουδιών και παραλιών και καφενείων και εισόδων και ντουζιερών και διάδρομων ξύλινων πάνω στην άμμο που από τό ένα πηχάκι στο άλλο αφήνανε ένα κενό και αχοβολούσε από κάτω η άμμος σε βουναλάκια, ξύλινων δρόμων που ενώνανε τίς καμπίνες που θα ντυνόσουνα και θα γδυνόσουνα με τήν αμμουδιά, και που όλα τά ξύλα μυρίζανε ήλιο και λάδι τή μαγεία τού ήλιου ανεμπόδιστου ένα ολόκληρο μακρύ καλοκαίρι που θ’ άρχιζε με τήν εποχή τού σχολείου και θ’ άρχιζε και θα ξανάρχιζε και θα ξανάρχιζε με κάθε χρόνο και τάξη ξανά, κατάλαβα μόλις ξαφνικά ότι ένας απ’ τούς λόγους που δεν θέλω να θυμηθώ αυτά τά παιδικά καλοκαίρια είναι ίσως γιατί τό φετεινό μού πήγε άσχημα, και απότυχε, αυτό που μόλις τελείωσε δηλαδή, μια που χωρίσαμε με τόν φίλο που είχαμε πάει μαζί : και θα μού πεις Και τί έγινε, τέτοια έχουμε ζήσει ούτως ή άλλως πολλά, όμως μέ ενόχλησε γιατί όπως παρατήρησα κάθε σκέψη για καλοκαίρι παιδικό μού ’φερνε στο μυαλό και όλα τά άλλα καλοκαίρια, λες και με τήν αναφορά και μόνο μιας λέξης, άμμος ή ήλιος, ή λάδι, πυροδοτούνταν και όλες οι άλλες μυρωδιές και εικόνες μαζί, και λέξεις, και σ’ αυτό τό σημείο λοιπόν αγαπητέ αναγνώστη ή αναγνώστρια πρέπει να σού εκθέσω όλες αυτές τίς σκέψεις που μού ’χαν περάσει και παλιότερα απ’ τό μυαλό σχετικά με τή μνήμη : έτσι, είναι μια φιλική μου στάση ίσως αυτή – γιατί πρέπει να ’χουμε γίνει και λίγο φίλοι τώρα πια ύστερα από τόσα διαβάσματα και τόσα γραψίματα : έχει να κάνει λοιπόν με τή μνήμη τό όλο πράγμα απλούστατα : ανακάλυψα δηλαδή τελειωτικά γιατί υπάρχει η αμνησία και γιατί πονάει η μνήμη τόσο πολύ μερικές φορές : Για τήν ακρίβεια όλ’ αυτά τά ήξερα αλλά τώρα τά ξαναθυμήθηκα και μάλιστα πολύ καλά : άκου λοιπόν και σύ κάτι χρήσιμο για να βγάλεις κι ένα κέρδος τόση ώρα που διαβάζεις τά παραμύθια μου και τά πληρώνεις κι από πάνω, καλά–καλά :
η μνήμη λοιπόν, είναι μια πολύ περίεργη υπόθεση : μοιάζει με τή γλώσσα, μοιάζει με τήν ομιλία έχει να κάνει δηλαδή με μίμηση και με λίγα λόγια με τή μιμική και τό θέατρο και τήν υποκριτική : γι’ αυτό ακριβώς και παρασέρνει όλο τό σώμα μας και όχι μόνο τό μυαλό και τή σκέψη μας, και τά λοιπά. Όταν λοιπόν βυθιζόμαστε στην ανάμνηση μιας υπόθεσης ανασαίνουμε διαφορετικά (όπως ανασαίναμε ακριβώς τότε) και λέμε από μέσα μας εκείνα τά λόγια και κάνουμε από μέσα μας εκείνες τίς χειρονομίες ή γκριμάτσες, και νιώθουμε τά ίδια σφιξίματα από μέσα μας στο στομάχι μας (όπως και τότε) : Γενικά αναπνέουμε και ζούμε τώρα όπως αναπνέαμε και ζούσαμε εκείνον τόν άλλον καιρό : εξ αυτού και η αμνησία έχει έμπρακτους λόγους ύπαρξης σωματικούς, και δεν είναι αυθαίρετη, βασίζεται πάνω στον πόνο, στην αποφυγή δηλαδή, τού πόνου : για όσους φυσικά δεν αντέχουν τόν ατέλειωτο χρόνο (ξανά και ξανά) τήν αιώνια ζωή τών πραγμάτων που έχουν στα χέρια τους, η αμνησία είναι τό καλύτερο φάρμακο : Αν η μνήμη ήταν πρόβλημα μόνο τού εγκεφάλου μας δεν θα υπήρχαν τέτοια προβλήματα : Γι’ αυτό, αυτοί που ’χουν πάθει αμνησία δεν ξεχνάνε πώς γίνεται ας πούμε μία πρόσθεση ή μια αφαίρεση : μπορεί να ξεχνάνε πώς λέγονται, ή ποιοι είναι και ποιοι έπρεπε να είναι μια ζωή για τούς άλλους, και ποιον βλάκα αγάπησαν ή και παντρεύτηκαν, αλλά σπανίως ξεχνάνε πώς γίνεται μια αριθμητική πράξη δηλαδή η πρόσθεση ή ο πολλαπλασιασμός ή η διαίρεση – όχι αν δεν έχουνε, προς αυτό, ειδικό ας πούμε λόγο. Οι λειτουργίες που δεν χρειάζονται συμμετοχή δηλαδή τού σώματός τους ολόκληρου παραμένουν και με τήν αμνησία δραστήριες. Γιατί η μνήμη, αυτό που είναι κυρίως, είναι ότι είναι τό σώμα μας λοιπόν αδιαίρετο ολόκληρο και σφαιρικό : ο κόσμος μάλιστα ολόκληρος : Για να τό πούμε πιο καθαρά ό,τι έχει να κάνει με τόν έρωτα είναι τό σώμα μας, και είναι ολόκληρο πάλι αυτό μνήμη, και δεν είμαστε τίποτ’ άλλο πέρα απ’ τόν χρόνο αυτόν. Γι’ αυτό κι όταν ζούμε πράγματα που δεν τά θέλουμε, αργά ή γρήγορα θα τό πληρώσουμε, αν δηλαδή δεν εξεγερθούμε και δεν αντιδράσουμε, αν δεν πούμε Ώς εδώ, δεν θέλω άλλο, θα τό πληρώσουμε, πολύ ακριβά : καμία μας φράση δηλαδή ή κουβέντα και ιστορία και υπόθεση δεν περιορίζει τή λάμψη της στην στιγμή ακριβώς που τή ζούμε και που νομίζουμε εμείς ότι μόνο τότε γίνεται : όχι όσο είμαστε εμείς ζωντανοί : μπαίνει στο τραίνο τού χρόνου μας και θα τά σέρνουμε εμείς και θα τά κουβαλάμε συνέχεια και κάθε λεπτό γίνεται παρελθόν και μέλλον ταυτόχρονα, η μνήμη είναι ό,τι κάνει τό ανύπαρκτο αιώνιο : γι’ αυτό λοιπόν κι εσύ να φροντίσεις να ζεις έτσι ώστε σε κάθε λεπτό τής ζωής σου, και κουβέντα και σκέψη ή πράξη και κίνηση, η αναπνοή σου να μπορεί να σ’ αφήνει να συνεχίσεις να ζεις : να διαιωνίζεται μ’ άλλα λόγια ευχάριστα : νά μια συμβουλή από μένα, με τήν οικειότητα που αποκτήσαμε πλέον δηλαδή ύστερα από τόσες σελίδες και ύστερα από τόσα λεφτά που έδωσες κιόλας για να μέ αγοράσεις : αυτό είναι τό κυρίως, πιστεύω εγώ, δώρο μου : ετούτη η σκέψη : μην κάνεις ποτέ υποχωρήσεις στις αρχές σου και στο ένστικτο, τό αισθητήριο, τό προαίσθημά σου, αφού τό αναπτύξεις πρώτα καλά : αφού διαβάσεις πρώτα βιβλία πολλά, παίξεις και τρέξεις με παιδιά άλλα πολλά, ακούσεις και δεις μουσική και όλα τά χρώματα : ψάξε τόν εαυτό σου καλά, χόρεψε, σπάσε τό πάτωμα, βεβαιώσου για τό πόσο όλα είναι έρωτας και προχώρα : μην κάνεις υποχωρήσεις όμως, θυσία καμιά : Λέγε : Δεν θέλω, μάθε να χρησιμοποιείς τό ρήμα θέλω και στο αρνητικό, μάθε κυρίως τήν άρνηση, α ναι, μάθε πρώτ’ απ’ όλα κυρίως τήν άρνηση : Γιατί δεν είμαστε παρά ένας ατέλειωτος μονοκόμματος χρόνος κι ο χρόνος αυτός δεν είναι παρά η μνήμη μας – απ’ αυτό είμαστε φτιαγμένοι ολόκληροι, μην κάνεις τό λάθος λοιπόν να νομίσεις πως οτιδήποτε κάνεις δεν έχει σημασία, και μπορείς να τό ξεχάσεις ή να τό διορθώσεις μετά : ούτε ξεχνιέται ούτε διορθώνεται τίποτα : έχεις τή δύναμη να θυμάσαι όλα σου τά λάθη ; Τότε θα τά πας κάπως καλύτερα : γιατί διαφορετικά να τό ξέρεις, για να τ’ αντέξεις θα γίνεις απλούστατα ηλίθιος και θα πάθεις αμνησία, θα προκαλέσεις στον εαυτό σου μια άνοια.
γιατί ότι θα κάνεις λάθη, αυτό είναι σίγουρο, ναι, θα κάνεις λάθη, θα κάνεις (πότε θά ’ρθει αλήθεια η εποχή που οι γυναίκες δεν θα κάνουνε λάθη ; δεν θα κάνουνε λάθη εννοώ εξαιτίας τών φίλων τους, θα κάνουνε λάθη μόνο εξαιτίας τού εαυτού τους όπως όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι) φρόντισε λοιπόν να ’ναι λάθη έξυπνα, λάθη που όταν θα τά θυμάσαι δεν θα σέ κάνουν να θυμώνεις αλλά να χαμογελάς με κάτι σαν κατανόηση (για τόν άνθρωπο που προσπαθούσε τότε μόνος του να μάθει να περπατάει σ’ ένα ξένο και άγνωστο έδαφος πλανήτη, κομήτη) : Κι επίσης κάτι σημαντικό είν’ αυτό : όταν θα σού ’ρχονται στο μυαλό να τά αφήνεις να έρχονται να σέ κατακυριεύουνε να σέ πολιορκούνε, να παίζουνε στερεοφωνικά με όλα τους τά ηχεία ολάνοιχτα μήν σβήνεις τίς μνήμες σου : είμαστε όλοι αυτό τό ηχείο και τά ζούμε όλα ξανά και ξανά όπως όταν μιλάμε : δεν είναι άσχημο να τά αφήνουμε μερικές φορές να παίζουνε πολύ δυνατά : εντάξει, τίς περισσότερες φορές είναι ηχητικό μπαγκράουντ στη ζωή μας ο χρόνος ολόκληρος, είναι sotto voce τά περίπλοκα χρώματα, αλλά αν κάποιες στιγμές ανοίξουμε λίγο περισσότερο τή δύναμη τού ενισχυτή και αφεθούμε μες στο σπίτι να πηγαινοερχόμαστε και ν’ ακούμε τά κομμάτια σαν να τ’ ακούμε ίσως κιόλας για πρώτη φορά, ανακαλύπτουμε τότε διάφορα πράγματα που δεν τά ’χαμε ξανακούσει στις πρώτες εκτελέσεις τους (απασχολημένοι όπως είμαστε πιθανόν να χορεύουμε και τό τραγούδι μάς ξέφυγε) και ανακαλύπτουμε επίσης όργανα που παίζουν και που δεν είχαμε ιδέα ότι έχουνε πάρει μέρος στην εκτέλεση, και μάλιστα με πολύ καλούς εκτελεστές. Καμία εκτέλεση τής μνήμης μας δεν πάει χαμένη : εγώ τουλάχιστον κερδίζω συνεχώς από όλες : Ποιος θα ’θελε να πάθει αμνησία ας πούμε σαν τήν χρονολουλού, και να θυμάται μονάχα πώς βγαίνουν οι τόκοι και πώς γίνεται ο πολλαπλασιασμός κι η αφαίρεση ;
και μήν νομίσεις ότι σβήνοντας κόβοντας δεν θα πονάς ενώ στο ίδιο σημείο η μνήμη πιθανώς θα σέ πόναγε : Τίποτα δεν πονάει περισσότερο από τά κοψίματα τίς τομές τίς ακρωτηριάσεις και τούς ευνουχισμούς : Εγώ δεν έχω μεγάλη πείρα απ’ αυτά βέβαια προσωπικά για να σού πω τή δική μου εντελώς μαρτυρία, μια σκωληκοειδίτη μονάχα έχω αφήσει να μού αφαιρέσουνε αλλά κι αυτή πονάει ακόμα και σήμερα όταν αλλάζει ο καιρός, όμως οι παρατηρήσεις μου προέρχονται κι είναι επισταμένες από τούς άλλους κυρίως στο θέμα αυτό, από τό πώς τούς βλέπω αυτούς να πονάνε και να μην μπορούνε να παρηγορηθούνε με κανένα φάρμακο και αναισθητικό και ναρκωτικό (απ’ αυτά που τούς επιτρέπονται) (τό μεγαλύτερο είναι τό να γίνουν γνωστοί) (ν’ ασκήσουν εξουσία, ν’ ασκήσουν τό μίσος τους (τό μίσος σε όλη τήν έκταση είναι τό μεγαλύτερό τους ναρκωτικό)) χρόνια τώρα τούς βλέπω τίποτα να μην μπορεί να τούς κάνει να ησυχάσουνε που χρόνια τώρα τά ευνουχίσανε όλα και αυτή είναι η δουλειά μου (χρόνια τώρα) να τούς παρακολουθώ στις πιο λεπτές εκφάνσεις αυτής τής κατάστασης, εκεί που εκδηλώνεται και τούς ξεφεύγει η αλήθεια, στη γλώσσα τους :
ναι, όσοι μελετούν τό φαινόμενο μαζί μου, συμφωνούνε σ’ αυτό : η κακία ναρκώνει : Γι’ αυτό και οι περισσότερες κακίες τών ανθρώπων, στην προσωπική τους ζωή, δεν δείχνουν εύκολα τή λογική τους, τήν κρύβουνε, ή τήν μασκαρεύουνε, γιατί τό πραγματικό της πρόσωπο είναι κάτι για τό οποίο ντρέπονται : Ψάξε όμως με προσοχή τή ζωή τού ανθρώπου που φέρεται τόσο σκάρτα στους φίλους του και δείχνει να ικανοποιείται απ’ αυτό, και θα δεις ότι στη ζωή του αυτό είναι η μόνη ικανοποίηση τήν οποία είναι σε θέση να πάρει : Και μάλιστα εκδικείται όχι αυτούς που τού κάναν κακό (αυτούς συνήθως τούς σέβεται και τούς φοβάται) αλλά (κάτι που φαίνεται ανεξήγητο) αυτούς που όχι μόνο δεν τόν πειράξαν, αλλά τού κάναν και κανένα καλό : Ψάξε δηλαδή χωρίς πολλές εξαιρέσεις στην κανονική ζωή τών γνωστών εδώ γύρω σου, και θα τό δεις καθαρά : όσοι είναι γνωστοί δεν έχουν ίχνος μέσα τους πλέον, έχουνε στραγγαλίσει και αποκόψει κάθε περίπτωση μνήμης και έρωτα : γιατί, νομίζεις ότι είναι τυχαίο (ή συμπτωματικό τάχα μου) ότι ο πιο πλήρης (και εξευγενισμένος και λεπτοδουλεμένος) φιλοσοφημένος και διαλεκτικός θεωρητικός τού έρωτα (από παλιά) ήταν συγχρόνως ο απόλυτος εφευρέτης και υποστηρικτής εκείνου τού (με περίεργη σύνταξη) «ζήσε μακριά απ’ τό πλήθος και τό κοπάδι χωρίς να σέ νοιάζει για τό αν σέ ξέρουν ή σέ μαθαίνουν ή σέ γνωρίζουν οι άλλοι» ; Κάνε τή ζωή σου ζωντανό και απλησίαστο για τούς αφελείς και απερίσκεπτους εκτροφείο σκέψης αναρχίας πληρότητας και ευτυχίας, κι αυτή η απομόνωση δεν θα πάει χαμένη, όπως δεν πηγαίνει ποτέ της η επανάσταση εναντίον τών ηλιθίων : ο έρωτας ποτίζει τά εδάφη και τά νερά κι αυτών που τόν φοβούνται, και αλλάζει τό μέλλον κι αυτών που τόν πνίγουν ή τόν αγνοούν : σώσε τόν κόσμο μένοντας μακριά του, σώζοντας τόν εαυτό σου μακριά απ’ τίς αγέλες τής επιφάνειας : Υπάρχει ένα πλήθος και στα υπόγεια άλλωστε : Ναι, λάθε βιώσας : ο χρόνος όλος τότε θα σού ανήκει, κι η αιωνιότητα, γιατί αυτός ο έρωτας δεν θα χαθεί (κι όσο για τή σύνταξη τής μετοχής μ’ αυτόν τόν τρόπο όπου η μετοχή χρησιμοποιείται ως ρήμα και τό ρήμα ως επίρρημα (όπως μαθαίναμε και από τό σχολείο) θα ’χε κανείς να πει πάρα πολλά και δεν είναι εφεύρεση τού επίκουρου αυτή η σύνταξη, απλώς τή χρησιμοποίησε και τήν ενεργοποίησε και τήν έκανε αιώνια στο λάθε του και στο βιώσας του αυτός, με όλη τήν έκλαμψη τής διαλεκτικής του συνοπτικά : σαν μια στενογραφημένη μουσική τών αιώνων) :
και κάτι ακόμα : δεν πρέπει ν’ αφήσεις κανέναν να σέ κλέψει, έχε το υπόψη σου : ακόμα κι αν αυτά που σού παίρνει εσύ θα τού τά ’δινες, δεν πρέπει ν’ αφήσεις κανέναν να νομίζει ότι σέ κλέβει και ότι εσύ σωπαίνεις, όχι, εκεί ακριβώς που χρειάζεται, εκεί ακριβώς δηλαδή που δεν σέ καταλαβαίνει κανείς, να μιλάς : Με τούς όμοιούς σου δεν χρειάζεται μόνο να μιλάς, οι ευγενείς συνεννοούνται μεταξύ τους : Να ’σαι ευγενικός λοιπόν μόνο με τούς ευγενικούς, οι άλλοι θέλουν όμως μαστίγιο : Και μην ξεχάσεις και τήν έκφραση τού ντοστογιέφσκυ στον έφηβο : Μην αφήσεις ποτέ να σέ κλέψουνε γιατί στο τέλος θα σέ κατηγορήσουν για κλέφτη. Μόνο με τό είδος σου να έχεις κοινοκτημοσύνη.
από τίς «βιογραφίες αγνώστων»
τόν οκτώβριο είθισται να ανεβάζω διάφορα επετειακά ή αναμνήσεις διακοπών – αυτή τή φορά έχουμε απλώς ανάμνηση κειμένου
τόν ίδιο μήνα θα ’θελα να προλάβω ν’ ανεβάσω και κάτι περί ρεμπώ (είναι ο μήνας τής γέννησής του – αλλά όχι τόσο γι’ αυτό, όσο γιατί με κάτι βιογραφίες του που διάβασα τώρα σκέφτηκα ότι πρέπει κάτι να πω και για τόν «μη–πιτσιρικά πλέον» ρεμπώ – τόν ώριμο άντρα τουτέστιν στην αφρική τήν αιθιοπία ή τήν αββησυνία πώς διάολο λεγότανε τότε – )
κι έχω στο μυαλό μου και κάτι – αντιπαθέστατα στους περισσότερους – κόβω τό κεφάλι μου – «γυναικεία γλωσσικά» που τά τριγυρίζω από καιρό
ας ελπίσουμε τό βλογ να συνεχιστεί κι εγώ να συνεχίσω, μ’ όλο που άλλα πολλά (μεταξύ αυτών και η δουλειά για να πάνε οι «βιογραφίες αγνώστων» επιτέλους σε έναν (γενναίο και ευγενικό) εκδότη) μέ πιέζουν, εκτός αέρος
φωτογραφίες, επεξεργασμένες από μένα : ezra stoller, joel meyerowitz
.
.
.
.
.
.