σημειωματαριο κηπων

15 Ιανουαρίου 2018

αποκολοκύνθωσις, ή κολοκύθια με τή ρίγανη

 

 

 

 

καθόμουνα σ’ ένα καφενείο που στο μπαρ του βάζει ωραία μουσική κυρίως πριν αρχίσει η φασαρία τό βράδυ, και πίνοντας έναν καφέ στα ενδιάμεσα κάτι τρεξιμάτων διάβαζα τό τελευταίο τεύχος τού new york review of books που είχε ένα άρθρο για τόν σενέκα, και πάνω κει μού ήρθαν κάτι σκέψεις, και λέω να τίς ανακοινώσω

εγώ δεν χωνεύω τούς στωικούς, διότι δεν μ’ αρέσει η φιλοσοφία τους, και εκνευρίζομαι που συνηθίζουν να τούς αναφέρουν μαζί με τούς επικούρειους (εξαφανίζοντας με τόν τρόπο αυτόν, υπούλως, τόν επίκουρο – πράγμα συνηθισμένο, και όχι μόνο στα ελληνικά (προσφάτως κάτι έβλεπα κάπου για τόν λουκρήτιο (κάποια αγγλική μετάφραση ίσως, δεν θυμάμαι) και δεν πήρε τό μάτι μου ούτε μία γραμμή για τόν επίκουρο – ενώ ο συμπαθέστατος ρωμαίος απλώς μετέφερε – όπως είναι βέβαια γνωστό – (μετέφερε εντέχνως και πολύ ωραία) στα λατινικά τή φιλοσοφία τού δασκάλου του))

εν πάση περιπτώσει στα διάφορα συμπιλήματα φιλοσοφίας ή τά εγκυκλοπαιδικά τοιαύτα, αν κοιτάξεις τά κεφάλαια, όλα σχεδόν χωρίς εξαίρεση αναφέρουν τόν κλάδο «στωικοί και επικούρειοι» (και μ’ αυτήν τή σειρά) και βάζοντάς τους και τούς δύο μαζί στα περιεχόμενα (χωριστά δηλαδή από τούς «προσωκρατικούς» και χωριστά κι από τά (θεωρούμενα) θηρία, τόν πλάτωνα και τόν αριστοτέλη – τούς οποίους επίσης δεν τούς χωνεύω (τόν πρώτο μάλιστα καθόλου))

θα μού πεις, τί μάς ενδιαφέρουν εμάς (εσένα δηλαδή) αυτά : δεν λέω ότι ενδιαφέρουν κανέναν, τή γνώμη μου λέω

και τή λέω τή γνώμη μου με αφορμή τόν σενέκα για τόν οποίον είπαμε διάβαζα στο καφενείο, διότι απ’ όλους τούς στωικούς αυτός είναι ο μόνος που συμπαθώ

να σημειώσω ότι δεν τόν συμπαθώ για τίς φιλοσοφικές του πραγματείες, αλλά για τό θέατρό του, δηλαδή τίς αντιγραμμένες απ’ τά ελληνικά τραγωδίες του

τίς οποίες, επίσης όπως και τίς διατριβές του, δεν τίς έχω βεβαίως μελετήσει, όμως τό θέατρό του μ’ αρέσει περισσότερο από τίς διατριβές του για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο

(εδώ πρέπει να πω, μέσα σε παρένθεση, πως έχω τήν (αμετακίνητη πλέον, μετά από χρόνια πολλά στριφογυρίσματος) άποψη ότι σαν άνθρωποι τού δυτικού πολιτισμού, έχουμε αποκλειστικά σχέση με τούς ρωμαίους και όχι με τούς έλληνες : και τό ίδιο συμβαίνει και στην υπόλοιπη ευρώπη (και τήν αμερική) : η αρχαϊκή ελλάδα δηλαδή και ο εξαυτής «κλασικός» πολιτισμός δομήθηκε πάνω σε καταστάσεις που μάς είναι πλέον εντελώς άγνωστες – ψήγματά του ανασκάπτουμε μόνο, διαβάζοντας κάποια κείμενα ή βλέποντας κάποια γλυπτά και λοιπά έργα τέχνης – γι’ αυτό και μερικές μορφές αυτής ακριβώς τής τέχνης μάς είναι περίπου ακατανόητες (οι «βάκχες» π.χ., ή ακόμα και η «μήδεια» ή η «φαίδρα» – δεν είναι σύμπτωση ότι μιλάω για έργα τού ευριπίδη κυρίως : άλλωστε αυτός είναι που παρεξηγήθηκε κατεξοχήν, μέχρι ακόμα και στην προσωπική του ζωή)

για να μην πω τίποτα τώρα για τά κυκλαδικά ειδώλια, και τό τί αρλούμπες λέγονται γι’ αυτά, και τό παρατραβήξω και χάσουμε τόν ειρμό

αλλά ακόμα κι ο όμηρος θέλω να πω, μάς είναι εν πολλοίς ακατανόητος – και είναι προς τιμήν τού πλάτωνα που εκείνος τόν κατάλαβε τόσο καλά, ώστε να τόν αντιπαθήσει σφόδρα (παρέα με τήν αντιπάθειά του για τίς τραγωδίες – ιδιαίτερα φαντάζομαι τού ευριπίδη)

όμως αυτά, για να τά κάνω λιανά θα πρέπει να γράψω ένα βιβλίο που δεν τό ’χω γράψει ακόμα, και συνεπώς δεν περιμένω να είμαι ιδιαίτερα πειστική – τό μόνο που μπορώ να κάνω τώρα είναι να πω εντελώς περιληπτικά πως η αρχαϊκή εποχή, όντας βεβαίως η εποχή τής θριαμβευτικής νίκης τών φοβισμένων και εκδικητικών αντρών επί τών λυσσασμένων και μαινάδων γυναικών, είναι ακόμα πολύ κοντά εντούτοις σ’ αυτόν τόν γυναικείο ερωτισμό, αυτόν ακριβώς που η καταστολή του (μόνο) έχει φτάσει ώς εμάς – με κυριότερο (και ενδοξότερο) έργο της (τής καταστολής) ακριβώς τήν τραγωδία : μην ξεχνάμε ότι όλ’ αυτά ξεκίνησαν με τήν εφεύρεση ενός νέου θεού που προσπάθησε να συμβιβάσει τά ασυμβίβαστα : ήταν άντρας που γεννήθηκε από άντρα και όμως ντυνόταν χτενιζόταν και συμπεριφερόταν σα γυναίκα, τίς γυναίκες υπερασπιζόταν καθώς οι βάκχες κι οι μαινάδες ήταν οι υπερασπιστές του (τουτέστιν εικόνες γυναικών από τήν προ πατριαρχίας εποχή) και ο διόνυσος λειτούργησε αποτελεσματικά έτσι, σαν αποενοχοποιητικό άλλοθι, ώστε να μετατρέψει τήν καταστολή τού γυναικείου ερωτισμού στο ενδοξότερο επίτευγμα τής πατριαρχίας που ενέσκηψε, βλοσυρή και εκδικητική : τή δημιουργία τής τραγωδίας

έτσι η φάση τής γυναικείας ελευθερίας που προηγήθηκε, κάτι αιώνες και ίσως και χιλιετίες πριν, είναι ζωντανή και παρούσα στην αρχαϊκή ελλάδα, ακριβώς μέσω τής λυσσασμένης άρνησής της – και αυτό είναι που δεν υπάρχει στη ρώμη : οι ρωμαίοι δεν έχουν δηλαδή τέτοια προβλήματα (ή τουλάχιστον δεν τά έχουν μ’ αυτήν τήν ένταση, που τά είχε ο ελλαδικός χώρος) : ανήκουν εξαρχής στην πατριαρχία, ο πουριτανισμός τους είναι διάχυτος σε όλην τους τήν κοινωνία, γι’ αυτό και οι γυναίκες κέρδισαν εκεί μεγαλύτερες θέσεις κι ελευθερίες – δεν θεωρούνταν πια σχεδόν καθόλου επικίνδυνες : κλείνει η παρένθεση)

εμείς λοιπόν είμαστε άνθρωποι τής ρώμης : και αυτό που μ’ αρέσει στον σενέκα είναι ότι τό πράμα αυτό αναδεικνύεται στις τραγωδίες του περίφημα : ο σενέκας παίρνει ένα κείμενο γεμάτο ειρωνικές αμφισημίες όπως τή μήδεια τού ευριπίδη, π.χ., και τό μετατρέπει σε θρίλερ και σε γκραν–γκινιόλ και σε γουέστερν : εκθέτει τά αίματα, εκθέτει τίς σφαγές, εκθέτει τό μίσος – όλα επί σκηνής – δεν έχει ενοχές, δεν καταλαβαίνει καν γιατί πρέπει να κρύψει οτιδήποτε – δεν καταλαβαίνει καν, θα έλεγε ένας κλασικός αθηναίος, περί τίνος ομιλεί :

κι έτσι ο σενέκας είναι, με λίγα λόγια, απολύτως σημερινός, μ’ ένα τρόπο (για μάς ακριβώς σήμερα) απλό και κατανοητό

 

 

 

 

και τώρα εγώ προσπαθώ να θυμηθώ γιατί έγραψα τά παραπάνω και απορώ : επειδή τά ’γραψα για να μιλήσω για μια μόνο λέξη, τήν αποκολοκύνθωση – και μιλώντας για τήν αποκολοκύνθωση να υποστηρίξω ότι, ενώ  μάς είναι αδύνατο, τόσο εμάς όσο και τών άλλων δυτικών (και περισπούδαστων ελληνιστών μάλιστα), να καταλάβουμε όλοι μαζί τούς αρχαϊκούς, έχουμε μερικές φορές εμείς (ακόμα κι αν δεν είμαστε ούτε ελληνιστές, ούτε καν φιλόλογοι) κάτι περίεργα αβαντάζ στον ελλαδικό χώρο, λόγω γλώσσας :

τό άρθρο που διάβαζα για τή ζωή και τά έργα τού σενέκα που μεταφράστηκαν, (για πρώτη φορά όλα, όπως έμαθα, στην αγγλοσαξονική – κι όταν λέμε «όλα» εννοούμε και τά  φιλοσοφικά και τά θεατρικά του μαζί, διότι επί έτη πολλά τά θεατρικά του τά θεωρούσαν κατώτερα και ανάξια τής φιλοσοφίας του, και πολύ τά περιγελούσαν) (στην νεοελληνική δεν νομίζω να έχουμε φτάσει καν σ’ αυτό τό σημείο) ήταν συμπαθέστατο και πολύ κατατοπιστικό

(παρένθεση δεύτερη : για τή ζωή τού σενέκα, και ιδιαίτερα τά παιδικά του χρόνια και τά χρόνια τής εφηβείας του και τών σπουδών του, δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα – ενώ αντίθετα έχουμε πληροφορίες για τήν καριέρα του δίπλα στον κλαύδιο και στον νέρωνα (που τότε μάλιστα έκανε και τά πολλά λεφτά – ο σενέκας) : καθώς όμως ήταν συνηθισμένο στους ρωμαίους τών ανώτερων τάξεων (ο σενέκας προερχόταν από ευγενή ρωμαίον τής ισπανίας, και ευγενή ισπανίδα (ήταν δηλαδή κατά μεγάλο μέρος ισπανός) (είχε μάλιστα γεννηθεί στην κόρδοβα (τί περίεργο)) και στη ρώμη πήγε (τόν κουβάλησε, όπως είπε, η θεία του στα χέρια της) όταν ήταν πέντε χρονών – όπως λοιπόν ήταν συνηθισμένο στους καθωσπρέπει μορφωμένους ρωμαίους, να μαθαίνουν ελληνικά, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι κι αυτός είχε μάθει – πολύ περισσότερο για να διαβάσει και τίς τραγωδίες τους, και να κάνει πάνω κει τίς παραλλαγές του

η σχέση του με τούς αυτοκράτορες, που τού έτυχαν στη ζωή του, είχε σκαμπανεβάσματα – ο κλαύδιος παραλίγο να τόν δολοφονήσει – εξαιτίας τού μίσους που τού είχε (τού σενέκα) η γυναίκα του, τού κλαύδιου (η μεσσαλίνα) – τού έσωσε όμως (ο κλαύδιος) τή ζωή, απλώς εξορίζοντάς τον : από τήν άλλη, τόν όρισε δάσκαλο τού νέρωνα (μάλλον δηλαδή η δεύτερη γυναίκα του (τού κλαύδιου) η αγριππίνα, τό ’κανε αυτό, αλλά δεν πειράζει – μαθαίνουμε και τή δύναμη που μπορούσαν να έχουν οι αυτοκρατόρισσες στη ρώμη…) πράγμα που έκανε τόν σενέκα παντοδύναμο όταν ο νέρων ανέλαβε τά καθήκοντά του – κι όμως αυτό δεν εμπόδισε τόν νέρωνα όντως και αποτελεσματικά πλέον να τόν δολοφονήσει ( : στα ρωμαϊκά αυτό μεταφράζεται «να τόν αναγκάσει να αυτοκτονήσει»)

ο κακομοίρης ο σενέκας ήταν ένας διχασμένος άνθρωπος (και ποιος δεν είναι – αλλά αυτός παραήτανε) : με τόν θάνατο τού κλαύδιου ανέλαβε να γράψει τό (παραδοσιακά απαραίτητο) κείμενο τής «αποθέωσής» του, και τό ’γραψε – μάς παραδίδεται όμως και μία σάτιρα πάνω στο ίδιο θέμα, η οποία καθόλου δεν έχω καταλάβει αν ήτανε τό ίδιο τό κείμενο τής «αποθέωσης» ή ένα παράλληλο απόκρυφο κείμενο που με τό όνομα «αποκολοκύνθωση» έκανε σκόνη μετά θάνατον τόν καημένο τόν κλαύδιο – (εδώ να θυμηθούμε κι έναν άλλον που έγραψε εκ παραλλήλου με τά «επίσημά» του, και κάτι «απόκρυφα» –  βυζαντινόν, και κάτι αιώνες αργότερα, αυτόν) – κλείνει η παρένθεση)

όπως και να ’χει όμως τό πράγμα, κι ό,τι ελληνικά κι αν έμαθε ο σενέκας, τό γεγονός είναι ότι έφτιαξε σίγουρα μια ελληνική λέξη – υπόθεσε δηλαδή (υποθέτω) τήν ελληνική εκδοχή – διότι τήν χρησιμοποίησε στο έργο του εκλατινισμένη ως αποκολοκύνθωση : τουτέστιν apocolocyntosis

και λέω έφτιαξε μια λέξη γιατί μολονότι η λέξη είναι ωραιότατη στα ελληνικά (και η μεταγραφή της πολύ κωμική, έτσι που είναι σχεδόν ακαταλαβίστικη στα λατινικά) δεν βρήκα πουθενά κάποιο στοιχείο ότι η λέξη υπήρχε πριν τή φτιάξει ο σενέκας : έφτιαξε λοιπόν μια λέξη, τήν αποκολοκύνθωση, για να κοροϊδέψει έναν αυτοκράτορα (από τόν οποίο είχε δει και κάνα καλό, βρίζοντάς τον έτσι πάνω στη στιγμή που πέθανε, ενώ κολάκευε συγχρόνως από τήν άλλη έναν άλλον αυτοκράτορα από τόν οποίο θα ’βρισκε και τόν θάνατο (αυτό βέβαια όμως δεν τό ’ξερε ακόμα))

εγώ, βέβαια τώρα, δεν είμαι φιλόλογος, αλλά μού φαίνεται ότι πρόκειται για μια ωραιότατη ελληνική λέξη – όμως τή μεγάλη της  αποτελεσματικότητα τήν έχει ακριβώς ως, δήθεν, λέξη μεταφρασμένη : καθότι αποκτάει έτσι μια ειρωνική μεγαλοπρέπεια, κι αυτό είν’ ένα κόλπο που μοιάζει λίγο με τά δικά μας όταν μιλάμε με πασίγνωστες αγγλικές εκφράσεις γράφοντάς τες στα ελληνικά, και με τήν προφορά τού αγράμματου

 

 

 

ο λόγος όμως για τόν οποίο ξεκίνησα να γράφω αυτό τό ποστ είναι μια παράγραφος, στη μέση τού ωραίου άρθρου τού nyrb για τόν σενέκα : «τό περίεργο πάντως», λέει στο άρθρο («a stoic in nero’s court»)  ο συγγραφέας του (james romm), «είναι πως πουθενά εν πάση περιπτώσει μέσα στο έργο δεν αναφέρονται κολοκύθια»

και καθώς η «αποκολοκύνθωσις» μεταφράζεται αμερικανιστί «pumpkinification» οι αμερικανοί ελληνιστές διερωτώνται μ’ άλλα λόγια «πού στο  διάολο είναι τά pumpkins μέσα στο κείμενο – τουτέστιν διερωτώνται «τί διάολο νόημα έχει ο τίτλος τού έργου» (και, συμπερασματικά : «τί διάολο νόημα έχει τό ίδιο τό έργο» : «–the title is an enigma» λέει σοβαροφανέστατα ο καημένος ο αμερικανός, «since the work contains no mention of pumpkins –» (καταλαβαίνω ότι περίμενε να δει κάποια αναφορά στις κολοκύθες τής αμερικανικής αποκριάς)

επομένως, τί να τούς πεις τώρα ; να πεις στους  αμερικανούς και άλλους ειδικούς περί τήν αρχαιότητα, να πα’ να μάθουνε νέα ελληνικά ;

και όμως, κάτι τέτοιο πρέπει τελικά να τούς πεις :

διότι (και εδώ ας κάνω κι εγώ τή δικιά μου παράβαση) : η ιστορία αυτή γράφτηκε σήμερα δηλαδή, μόνο και μόνο για να δηλώσει πως όσοι ασχολούνται με τ’ αρχαία ελληνικά πρέπει να ξέρουν και νέα : κι ότι καμία νεκρή γλώσσα δεν σού λύνει όλα τά αινίγματα που η λογοτεχνία της θέτει, αν δεν μελετήσεις με σεβασμό και τή ζωντανή συνέχειά της στο, οποιοδήποτε, παρόν της – και μάλιστα κατά προτίμηση ανάμεσα σε αγροίκους και αμόρφωτους ομιλητές – ή απλώς παιδιά  : κατά μυστήριο δηλαδή τρόπο, τόσο οι αρχαίοι αθηναίοι όσο και οι αρχαίοι λατίνοι (μάς λέει, σοβαρότατα, ο σενέκας ότι θα) καταλαβαίνανε κάτι που ισχύει και σήμερα στους δρόμους τής αθήνας – ενώ στους βρετανούς και τούς γαλάτες πρέπει να τό κάνεις λιανά, και πάλι δεν είναι σίγουρο ότι θα σέ πιστέψουν : τά κολοκύθια με τή ρίγανη δηλαδή.

 

 

 

 

 

φωτογραφία : anthony friedkin

λεξικό : liddell–‎scott

κυκλαδικό

 

 

 

 

 

 

19 Μαρτίου 2012

τά αβατοπαίδια

.

                   

.

   τό τεραστίων διαστάσεων αισθητικό και ιδεολογικό αποκούμπι τής χώρας ο παρθενώνας (για χάρη τού οποίου όλοι οι άλλοι λαοί τής υφηλίου έχουνε φάει τά βελανίδια με τό κουτάλι) καλό θα είναι να θυμόμαστε πού και πού ότι ήταν ένας ναός αφιερωμένος ειλικρινά σε θεά, δηλαδή θεότητα γυναικεία : και ειλικρινά θα πει όχι ως άλλοθι καλογερικό και κουτοπόνηρο, όχι «περιβόλια» που τά «αφιερώνουμε» σε νεότερη γυναικεία ανακάλυψη – δηλαδή τώρα γυναίκα εξ ανάγκης και εκ μεταφοράς – μόνο και μόνο για να απαγορέψουμε μετά τήν είσοδο εκειμέσα στον μισό και παραπάνω (γυναικείο) πληθυσμό τού πλανήτη

   όμως η ελληνική κοινωνία που ξυπνάει με τόν εφιάλτη τής νέας φτώχειας, νομίζω ότι κοιμάται τόν παλιό ύπνο τού δικαίου : και τό πιο δυσοίωνο είναι ότι τώρα, έχοντας δίκιο σε πολλά (κι αυτό είναι τό χειρότερο, με τήν έννοια ότι πιστεύει πως αφού έχει δίκιο σε πολλά δεν χρειάζεται να διορθωθεί σε τίποτα) φοβάμαι ότι βυθίζεται ακόμα πιο αθώα στην υποκρισία και τήν αυταρέσκεια που τήν διακατέχανε παλαιόθεν : εννοώ τό είδος εκείνο τής αναιδούς μισαλλοδοξίας και τού περήφανου μισογυνισμού που διέτρεχε τήν ιδιοσυγκρασία της από τά αρχαία εκείνα χρόνια, όταν οι άπλυτοι αθηναίοι εμπόροι πετάγαν τίς ντομάτες τους στον ευριπίδη γιατί τούς χαλούσε τή ζαχαρένια με τίς εκάβες, τίς μήδειες, και τίς τρωάδες του

   και από τά ίδια εκείνα αρχαία χρόνια, όταν οι αρχιτέκτονες και οι γλύπτες (οι οποίοι ονειρεύτηκαν τά αγάλματα μέσα κι έξω απ’ τόν περί ού ο λόγος παρθενώνα) παίξαν τό κεφάλι τους στην κυριολεξία κορώνα–γράμματα μια που οι λοιποί ιθαγενείς (ανεβασμένοι στα γύρω δέντρα και τρώγοντας βελανίδια) θέλησαν να τούς πάνε και σε δίκη και να τούς εκτελέσουν για κλοπή υλικών

   θα έπρεπε βέβαια να γίνει κάποτε συνείδηση (και όχι μόνο σ’ αυτή τή χώρα) πόσο κούφιο είναι να περηφανεύεσαι για κάτι που ούτε έκανες ο ίδιος, αλλά ούτε καν σέβεσαι αυτόν που τό κάνει σήμερα – (πόσο μεγάλο είναι άραγε ειδικά στην ελληνική κοινωνία τό ποσοστό τών πατεράδων και τών μανάδων που ονειρεύονται, ή έστω ανέχονται, καριέρα καλλιτέχνη για τά παιδιά τους;) – και είναι σκληρό βέβαια, δεν έχω αντίρρηση, να τούς τσουβαλιάζει κανείς όλους σε μια εποχή δυστυχίας – όταν η δυστυχία χτυπάει τούς πιο αδύναμους και συνεπώς τούς πιο απαίδευτους, και επομένως υποτίθεται τούς πιο δικαιολογημένα αδαείς – αλλά από τήν άλλη εκνευρίζομαι κιόλας με τή διαρκή αδαοσύνη τών αδύναμων που τούς κάνει να ενστερνίζονται (μ’ ένα είδος μαζοχισμού θα έλεγα) όλες τίς πραγματικότητες και τίς απόψεις που δουλεύουν συστηματικά εναντίον τους : και που τούς έκανε, μεταξύ τών πολλών άλλων, όλα αυτά τά περασμένα χρόνια, να πέσουν τόσο εύκολα θύμα πεπαιδευμένων καθηγητάδων τού κατηχητικού, οι οποίοι (έχοντας θητεύσει ταπεινά στους παπάδες μια ζωή και) έχοντας στεριώσει τήν καριέρα τους, επίσης ταπεινά, σε μία χούντα – απ’ τήν οποία ούτε και ενοχλήθηκαν ούτε και τήν ενόχλησαν – κι έχοντας διδάξει επιπλέον με αργά και συστηματικά, τηλεοπτικής λογικής, μαθήματα έναν ολόκληρο λαό να ντρέπεται για τή φυσική του γλώσσα και να προσπαθεί να σουσουδίσει αξιολύπητα για να τήν μιλήσει πιο καθωσπρέπει – βλέπουν τώρα τήν καριέρα τους να απογειώνεται στις λαμπρές (και ελπίζουν καταβάθος όχι και τόσο πρόσκαιρες) υπουργικές δάφνες

   αλλά δεν φταίνε φυσικά μόνο αυτοί – δεν έχουν πέσει θύμα δηλαδή τών παπάδων και τών παπαδοδασκάλων μόνο οι απαίδευτοι και οι αδαείς : αλίμονο, εδώ υπάρχει γενικότερη σύμπνοια και συμφωνία : αριστερόστροφη και δεξιόστροφη σύμπνοια και συμφωνία, πολύ πριν τήν καταραμένη τήν κρίση

   λέω λοιπόν σήμερα να πιάσω μια πτυχή τού θέματος – εκείνη που κουνάει ως λεπτομέρεια σατανική, εκφραστικότατα όμως κατά τή γνώμη μου (ζωγραφίζει στην κυριολεξία), τήν ουρά τού διαβόλου :

.

     

.

   η θρασύτατη και ξεδιάντροπη ρατσιστική διάκριση κατά τών γυναικών, τήν οποία εκφράζει λοιπόν πανηγυρικά η συνεχής διατήρηση τής απαγόρευσης εισόδου σε μια περιοχή τής χώρας που ελέγχεται από ταλιμπάν καλογήρους, η ύπαρξη δηλαδή τού άβατου στο «άγιον» όρος, αποτελεί απλώς έναν (δηλητηριώδη) καθρέφτη μέσα στον οποίο εικονίζονται οι πάντες : όχι μόνο όσοι τό υπερασπίζονται αλλά και όσοι τό ανέχονται (σιωπηρώς – ή θορυβωδώς, όπως έγινε με τήν ψήφο τής πολιτικάντικης ηγεσίας μας παραδείγματος χάριν, από δεξιότατα έως αριστερότατα, στα ευρωπαϊκά όργανα [*] (και τότε η εδώ κοινή γνώμη με προεξάρχοντες τούς τηλεοπτικούς ασώματους εγκεφάλους επιδόθηκε μάλιστα σε λεκτικό λυντσάρισμα τής ελληνίδας βουλεύτριας που, μόνη από τή χώρα, υποστήριξε τήν κατάργηση τού άβατου – λεσβία τήν είπαν, ότι έχει μουστάκια τής είπαν, ότι είναι άσχημη είπαν (πράγμα που επιπλέον δεν συνέβαινε) και φυσικά τό πλήρωσε, εξαφανιζόμενη ύστερα κομματικώς, κλπ κλπ – δεν βρίσκω δυστυχώς τίποτα σχετικό στο γιουτούμπ, αλλά εγώ τουλάχιστον τά θυμάμαι καλά))

   τή δεκαετία τού ’80 πάντως είχε γίνει μια εκτενέστατη συζήτηση, και παράθεση στοιχείων, σε μια σειρά από τεύχη τού περιοδικού «αντί» – δεν θυμάμαι λεπτομέρειες και δεν πρόκειται να πάω να κάνω αποδελτίωση τώρα (τά τεύχη πάντως υπάρχουν, για όποιον ενδιαφέρεται) : Θυμάμαι όμως πολύ καλά, γιατί αυτό μού έκανε εντύπωση αφού δεν τό ήξερα, ότι τό «άβατο» όπως αποδείχτηκε συνιστά παρανομία και παράβαση όχι μόνο με μέτρο τόν πολιτισμό τής ευρώπης τής γαλλικής επανάστασης και τής κοινωνίας τών πολιτών, αλλά και με μέτρο τήν ίδια τή δικιά του ρατσιστική απαρχή – καθώς η εναρκτήρια λογική του ήταν η απαγόρευση εισόδου (λογική παρόμοια σημερινών ιρανών ταλιμπάν, ας σημειωθεί) προς κάθε αγένειον, δηλαδή άνθρωπο που δεν είχε ή δεν άφηνε γένια – δηλαδή και άντρες και παιδιά και τών δύο φύλων, και φυσικά και γυναίκες –

   τό αρχικό ας πούμε λοιπόν σκανδαλώδες σ’ αυτήν τήν ιστορία είναι ότι η εναρκτήρια αυτή απαγόρευση με τήν πάροδο κάποιων αιώνων ανέστειλε όλα της τά (άναρθρα) άρθρα εκτός εκείνου που αφορούσε τίς γυναίκες – μετατρεπόμενη έτσι, σε αγαστή συμφωνία με τό γενικό ήθος τής χώρας, σε ρατσισμό και αντισυνταγματική διάκριση αποκλειστικά κατά τών γυναικών

   δεν θα ασχοληθώ με τά παιδαριώδη και ηλίθια «άλλοθι» που έχουν κατά καιρούς προβληθεί ως προς τό πόσο κακό θα έκανε στους καλογέρους ο πειρασμός τής γυναικείας μορφής περιφερόμενης στα χωράφια τους : είναι σαφές ότι οι ασκητές επιδιώκουν τούς πειρασμούς για να τούς υπερβαίνουν προς δόξαν  τών (άφυλων) αγγέλων – αλλά στην περίπτωση αυτή τά ασκητικά ήθη απλώς συνεχίζονται με περισσότερη ειλικρίνεια (όπως και υποκρισία εκ παραλλήλου) – καθώς «πειρασμό» αποτελεί γι’ αυτούς μόνο τό αντρικό σώμα, και έτσι τούς άντρες ακριβώς (γενειοφόρους και αγένειους) επέτρεψαν στον εαυτό τους να τούς χαίρονται γύρω τους οι καλογέροι : τίς γυναίκες εξακολουθούν να αποκλείουν επειδή πρωτίστως οι γυναίκες δεν τούς ενδιαφέρουν ως ερωτικό αντικείμενο – και δευτερευόντως επειδή έτσι επιβεβαιώνουν πανηγυρικά τόν μισογυνισμό τόσο τής θρησκείας τους, όσο και τής χώρας η οποία τούς ανέχεται (από αριστερά ώς δεξιά, είπαμε). Οι πονηριές δε περί ονομασίας τού χωραφιού τους με τό όνομα γυναικείας θεότητας (λογαριασμός εκ μεταφοράς, είπαμε) είναι για να πείθει τούς ήδη δελεασμένους ηλίθιους, και πάλι επομένως δεν θα ασχοληθώ ( : άλλωστε τό μασκάρεμα παράλληλα με τήν γελοιοποίηση, ή τήν απομίμηση, «γυναικείων» συμπεριφορών είθισται να αποτελεί ήθος και έθιμο για μια κατηγορία αντρών ρατσιστών, ομοφυλόφιλων και μη)

   αυτό που εμένα όμως μέ ενδιαφέρει είναι οι παρεξηγήσεις που υφίστανται ως προς τό τί σημαίνει αυτό τό όρος (δηλαδή τά επί τού όρους) όχι μόνο για τίς γυναίκες ασφαλώς (δηλαδή, υποθέτω), αλλά στην περίπτωσή μας ιδιαίτερα για τίς γυναίκες, και βεβαιότατα και ιδιαιτερότατα για μένα :

.

.

 

   

.

      μικρή προσωπική ιστορία τής ζωγραφικής

.

   ο μανουήλ πανσέληνος είναι ένας από τούς σημαντικότερους ζωγράφους τού ευρωπαϊκού μεσαίωνα (και κατά τή γνώμη μου ο ωραιότερος) και μάλιστα ο πρώτος εξαίρετος ευρωπαίος ιμπρεσιονιστής : πάνω του πάτησε ο κρυπτικός κατά κάποιον τρόπο ιμπρεσιονισμός τού θεοτοκόπουλου ώσπου να τόν ανακαλύψουν οι γάλλοι και να τόν καταστήσουν φανερότατον με τήν αποθέωση τού χρώματος από τόν σεζάν μέχρι τόν βαν γκογκ και πάει λέγοντας ώς τά σήμερα :

   πιθανώς η αποθέωση τού χρώματος (αλλά και η υποκειμενικότητα τής προοπτικής και ο συνεπακόλουθος κυβισμός) που χαρακτηρίζει τή ζωγραφική τού Πανσέληνου, αλλά και τήν ενγένει ζωγραφική τής μακεδονικής σχολής (η οποία συμπεριλαμβάνει μέσα της χρονικά τήν παλαιολόγεια αναγέννηση ( ≈ 800 – 1200), η οποία συμπίπτει χρονικά με τήν πρώτη επίσης αναγέννηση τού δυτικού μεσαίωνα (τροβαδούροι, δάντης ( ≈ 1100 – 1300))) αποτελεί κληρονομιά και λογική συνέχεια τής αρχαίας ζωγραφικής που ήταν εξίσου ιμπρεσιονιστική και γεμάτη χρώμα, όπως αποδεικνύεται από τά λίγα (λόγω χρόνου) διασωθέντα, και κυρίως τίς επιτάφιες ζωγραφιές στο νεκροταφείο δημητριάδας στη θεσσαλία : αν πάτε σήμερα στο μουσείο θα δείτε μερικούς μονέ και μερικούς ρενουάρ εκειπέρα – και επειδή οι ανασκαφές συνεχίζονται, πιστεύω ότι θα έχουμε συνέχεια τέτοιες εκπλήξεις : ήδη οι τοιχογραφίες τών «βασιλικών» τάφων στη μακεδονία, πάλι έναν ένδοξο ιμπρεσιονισμό επιδεικνύουν : Η αποθέωση τού χρώματος είναι λογικό να κυριάρχησε βέβαια στη ζωγραφική μιας χώρας με τό ανήλεα διάφανο φως και τήν ανήλεα εξαντλητική φιλοσοφική διάθεση τού παγανιστικού ελληνικού χώρου : αντίθετα, στη δύση (συμπεριλαμβανομένης και τής συγγενικής ιταλίας) τό χρώμα σκουραίνει, και με τόν χριστιανισμό βασιλεύει απρόσκοπτα η φωτοσκίαση, που έχει και σαφή ιδεολογική καταγωγή : τήν εκ μιας πηγής εκπορευόμενη μίζερη «φωτεινότητα» τού αγίου πνεύματος, που μισεί και απωθεί τήν ύλη σαν τίς αμαρτίες της. Τό χρώμα όμως ως η άλλη όψη τού χρόνου και τού χώρου, τό χρώμα ως ουσία τής ύλης, είναι και πανθεϊστικό και άθεο : εξαυτού, με τήν επάνοδό του επανέρχεται στη δύση και η επανάσταση τού ανθρώπινου σώματος (δεν είναι καθόλου τυχαία πιστεύω η συνειδητή ή ασύνειδη επιστροφή τού πικάσο, ωριμάζοντος και ανακαλύπτοντος τόν αισθησιασμό τών γυναικών (του) και τήν προοπτική τής αφαίρεσης, σε αρχαϊκά σχήματα)

   φυσικά η συζήτηση είναι τεράστια και έχει και πολλές άλλες παραμέτρους, εδώ θίγω ένα μόνο της μέρος που έχει σχέση με τήν βυζαντινή ζωγραφική και τόν μεγαλύτερό της μάστορα, τόν κυρ–μανουήλ πανσέληνο

   τό σωζόμενο έργο τού κυρ–μανουήλ όμως είναι οι τοιχογραφίες του σ’ ένα ωραιότατο αρχιτεκτονικό βυζαντινό κατασκεύασμα όπου στεγάζονται σήμερα οι διοικητικές υπηρεσίες τών καλογέρων, τό επιλεγόμενο και «πρωτάτο» – και όπου δεν μού επιτρέπεται λοιπόν εμένα να πατήσω τό πόδι μου, και να τίς δω από κοντά : ούτε εγώ, ούτε οι άλλες γυναίκες τής ευρώπης και τού πλανήτη

   και πώς λοιπόν τόν έμαθα; Κάποτε είχε γίνει μια πολύ ωραία έκδοση, και από κει απλώς τόν βρήκα : όπως με τόν ίδιο τρόπο βρήκα και τόν άλλο αγαπημένο μου, τόν max beckmann : δύο παρόμοιες εκδόσεις μεγάλου σχήματος, σε στρατσόχαρτο σχεδόν, που μού κάναν κλικ από τίς στοίβες τών παλιών αζήτητων σε κάτι βιβλιοπωλεία – ο μπέκμαν από τά χρόνια τού γυμνασίου και ο πανσέληνος από τά χρόνια τών (ασπούδαχτων) σπουδών –

   και τόν μεν μαξ μπέκμαν τόν είδα αργότερα και από πολύ κοντά σε κάτι μουσεία, αλλά τόν κυρ–μανουήλ πανσέληνο δυστυχώς δεν μπορώ :

.

                                            

.

   έτσι σήμερα έχω καταλήξει και χωρίζω πλέον, λόγω και τής σχετικής πείρας από τίς συζητήσεις που έχω κάνει, τούς άντρες στην ελλάδα σε δύο βασικότατες κατηγορίες : αυτούς που σ’ όλα αυτά απαντάνε «δεν πειράζει, εσείς θα τούς βλέπετε από φωτογραφίες», και σ’ όλους τούς άλλους – που είναι σαφώς από λιγότεροι έως ελάχιστοι, αλλά είναι και οι πραγματικοί φίλοι –

.

.

     

.

      μικρή παρέκβαση περί αναπαραγωγής

.

   ο ηλίθιος άνθρωπος έχει πάντα τήν εντύπωση ότι η ιστορία θα τόν συχωρέσει, γιατί αυτός διαφέρει από τούς άλλους : για να μην πω ότι πιστεύει ότι η ιστορία θα τού έδινε, αν μπορούσε, και βραβείο : άσε που πιστεύει ότι ζει πάντα τήν πιο πολιτισμένη ζωή, και λυπάται όλους τούς προηγούμενους – τούς βλέπει με συγκατάβαση, ακόμα κι αν τούς «θαυμάζει» : αλλά τό ίδιο και οι γυναίκες, πιστεύουν ότι αυτές, τώρα, είν’ ελεύθερες σε αντιδιαστολή μ’ όλες τίς προηγούμενες που δεν ήταν : έτσι ο αστός τής κλασικής αθήνας τής επέβαλε τό άβατο στην πολιτική ζωή ή στην παρακολούθηση τών αγώνων, πιστεύοντας ότι ασκεί απλώς ένα κεκτημένο του δικαίωμα διότι είναι πολιτισμένος – και εκ παραλλήλου όταν οι γυναίκες κέρδισαν τήν ψήφο στην πολιτική ζωή πίστεψαν επίσης ότι είναι τώρα πιο ελεύθερες απ’ τίς προηγούμενες και συνεπώς πιο πολιτισμένες, όταν τούς επιτράπηκε να παρακολουθούν τούς αγώνες πίστεψαν ότι είναι πιο ελεύθερες πια, όταν τούς επιτράπηκε η είσοδος στα άβατα τών πανεπιστημίων πίστεψαν ότι τώρα είναι πραγματικά πιο ελεύθερες, κι όταν τούς επιτράπηκε να σπουδάζουν στις σχολές καλών τεχνών και να έχουν πρόσβαση και σ’ εκείνο τό απαράμιλλο άβατο τών γυμνών μοντέλων, ειδικά τού αντρικού, πίστεψαν ότι τώρα ήταν επιτέλους ελεύθερες και επιτέλους πλέον πολιτισμένες : κάθε προηγούμενη εποχή ήταν μια σκλαβιά που ξεπεράστηκε, εκείνοι ήταν αξιολύπητοι, ετούτοι εδώ είναι επιτέλους κανονικοί : κοιτάνε τούς προηγούμενους με οίκτο. Δεν ξέρουν με πόσο οίκτο θα τούς κοιτάξουν οι επόμενοι αυτούς εδώ –

   προσωπικά με τή φωτογραφία έχω εξαιρετικές σχέσεις, και ειδικότερα με τή μαυρόασπρη φωτογραφία – τό ίδιο όπως και με τά παλιά «επίκαιρα» στο σινεμά

   αλλά η φωτογραφία τού έργου τέχνης είναι μια πολύ ειδική ιστορία και περικλείει πλήθος φαινόμενα, πολλά από τά οποία ανέπτυξε με τή συγκινητική του ιδιοφυία ο βάλτερ μπένγιαμιν στην πασίγνωστη «τέχνη τήν εποχή τής τεχνικής αναπαραγωγιμότητάς της» : όπως όμως τού συνέβη και με τήν περίπτωση τού σινεμά, έπεσε και εκεί στα αναπόφευκτα για κάθε εναργή κριτική κενά αέρος εξαιτίας ακριβώς τού ειδικού ιστορικού του χρόνου : έδωσε ας πούμε μεγάλη σημασία στο γκρο–πλαν, πιστεύοντας ότι έτσι ο θεατής θα ελέγχει και θα κρίνει εναργέστερα τήν υποκριτική τού ηθοποιού (αφού θα παρακολουθεί κριτικά όλες τίς λεπτομέρειες στην έκφραση τού προσώπου) και δεν έζησε αυτήν τήν ιστορία αρκετά, για να δει τό γκροπλάν ακριβώς να γίνεται τό όχημα με τό οποίο αναστέλλεται κάθε κριτική διάθεση και λειτουργία, καθώς είναι τό κυρίως μέσο με τό οποίο υπνωτίζεται ο θεατής και μπαίνει ως πρόβατο επί σφαγήν στην προπαγανδιστική φιλοδοξία τής μαζικής κουλτούρας : για τήν περίπτωση όμως τής εύκολης μαζικής πρόσβασης στη γνώση τού έργου τέχνης μέσω τής φωτογραφικής του αναπαραγωγής έχουμε άλλη μία, πολύ αξιόπιστη, εξύμνηση από έναν σημερινό (και πολύ αγαπημένον μου, επίσης) ζωγράφο, τόν david hockney : ο χόκνεϋ εξάλλου είναι γνωστός για τήν μετά μανίας χρησιμοποίηση κάθε νέου, και νεότερου, και νεότατου, τεχνικού μέσου στην ίδια τήν πραγματοποίηση τής δουλειάς του : και τά φωτογραφικά του κολλάζ είναι εξαίρετα – πρέπει να έχουν ήδη δημιουργήσει σχολή :

.

      

.

   σ’ ένα κείμενό του για τήν μεγάλη σημασία στον πολιτισμό μας (και για τόν ίδιον, όταν ήταν παιδί) τής διακίνησης τών ζωγραφικών έργων μέσω φωτογραφιών τά λέει λοιπόν πολύ καλά και νοιώθω να χρωστάω τήν ίδια χάρη που λέει κι αυτός, στην τεχνική εξέλιξη που μού έδωσε τή δυνατότητα από μικρή να βλέπω πίνακες απρόσιτους, τότε που δεν μπορούσα να πάω σ’ όλα τά μουσεία (κάτι που ισχύει σε μεγάλο βαθμό και σήμερα) : εντούτοις και αυτός, όπως κι ο μπένγιαμιν, παράβλεψε τό πόσο κιτς μπορεί να γίνει ένα έργο, μέσα ακριβώς από τήν μαζική του αναπαραγωγή, και λόγω τής αυταπάτης ότι έτσι είναι εύκολα προσβάσιμο και συνεπώς κατανοητό : ένα άλλο στοιχείο που τό διαπιστώνεις με τόν καιρό είναι ότι η μαζική παραγωγή υφίσταται η ίδια ταξικούς διαχωρισμούς, έχει δηλαδή η ίδια έναν, ενσωματωμένο στα ίδια της τά μέσα, ταξικό χαρακτήρα – και ενώ από τή μια μεριά δημιουργεί εκδόσεις ακριβές που φροντίζουν για τήν πιστότητα, τουλάχιστον τών χρωμάτων (είναι όμως ακριβώς πανάκριβες) από τήν άλλη μοιράζονται στο πλατύ κοινό φωτογραφίες που φτηναίνουν τήν πρώτη ύλη : και φτηναίνει τόσο η πρώτη αυτή ύλη (προϊούσης τής ιστορίας) ώστε να αλλοιώνει χωρίς σπουδαίους ενδοιασμούς τά χρώματα – εξίσου με τήν εκ τών προτέρων αυτονόητη αλλοίωση ούτως ή άλλως τών μεγεθών : και, όπως ακριβώς έκανε τό γκροπλάν, η μαζική αυτή αναπαραγωγή ασκεί κι έναν καταστροφικό υπνωτισμό στην κριτική ικανότητα τού θεατή καθώς αυτάρεσκα πλέον ο αστός που μαθαίνει τήν γκουέρνικα από μια φτηνή κάρτα αρκείται, πραγματικά και μεταφορικά, σ’ αυτό τό μέγεθος και αδιαφορεί κυριολεκτικά για τό πραγματικό : τό μέγεθος συρρικνώνεται όντως – και υπάρχει πια πιθανώς ως δυνατότητα μόνο για ένα παιδί που θα είναι ήδη όμως καλλιτέχνης, και μεγαλώνοντας θα επιδιώξει να πάει σ’ ένα μουσείο και να βρει εκεί τά πραγματικά δικά του μεγέθη.

   η εμπιστοσύνη αυτή, όλων μας λίγο–πολύ, στην τεχνική αναπαραγωγή είναι ίδιον τής δικιάς μας ιστορίας, και καταρρέει μόνο στην άμεση επαφή με τό πραγματικό έργο : αλλά αυτή η επαφή είναι ακριβώς που δεν επιδιώκεται πλέον ουσιαστικά, διότι δεν θεωρείται καν απαραίτητη : τό μέγεθος τού όντως έργου, τό αν είναι σε ξύλο σε μουσαμά ή αν είναι τοιχογραφία, τό πάχος τού χρώματος, η κίνηση τού πινέλου, τό είδος τού βερνικιού, αποσπούν τό υπνωτισμένο μάτι από τήν αυτάρκεια μιας ζωής  που παραβλέπει γενικά τέτοιες λεπτομέρειες, καθώς η μόνη λεπτομέρεια που έχει ζωτική σημασία για τή ζωή τού αστού είναι τό ύψος τών σκαλοπατιών που τόν χωρίζουν από τήν εξουσία τήν οποία ελπίζει ότι μπορεί να διεκδικήσει

   αυτό τό ζώο πιστεύει όντως ότι είναι αθάνατο, κι ότι η ιστορία τό δικαιώνει συνεχώς : όταν εκφέρει λοιπόν τήν άποψη ότι «σού απαγορεύεται να πας εκεί, αλλά δεν πειράζει, εμένα μού επιτρέπεται, κι έτσι – όλα καλά – και στο κάτω–κάτω υπάρχουν και οι φωτογραφίες» λέει κάτι πολύ περισσότερο από τό «μή μέ βλέπεις που ζω σήμερα, είμαι τό αιώνιο καθίκι που ήμουν και πριν δέκα αιώνες» :

   λέει επιπλέον : ό,τι καλύτερο παρήγαγαν αυτοί οι αιώνες δεν μέ αφορά

   γι’ αυτό και δεν τόν ενοχλεί η αντισυνταγματικότητα τού άβατου, και γι’ αυτό μπορεί «να ’ναι» αριστερός αλλά παρ’ όλ’ αυτά να μην τά βάζει με τήν εκκλησία «όταν δεν χρειάζεται» ( : διότι χρειάζεται μόνο εκεί που όλο αυτό αφορά τήν τσέπη του, όπως όταν σκέφτεται τό «βατοπέδι», παραδείγματος χάριν)

   οι έλληνες άντρες φίλοι τού «άβατου» στη σημερινή ελλάδα, δεν είναι μόνο ηλίθιοι ούτε μόνο ρατσιστές, και δεν πατάνε μόνο στην ανυπαρξία ενός φεμινιστικού κινήματος που θα ’λεγε στους καλογέρους ότι αν θέλουν να είναι ασκητές να πάνε να ζήσουν στην έρημο τού σινά παραδείγματος χάρη, και ν’ αφήσουν τά έργα τέχνης στην ησυχία τους αφού δεν ξέρουν καν να τά εκτιμήσουν : πατάνε σε μια ευρύτερη αντίληψη πολύ χαρακτηριστική τής ελληνικής πραγματικότητας ότι τά έργα τέχνης δεν χρειάζονται καν εκτίμηση : και από κανέναν – πολύ περισσότερο από τίς γυναίκες –

.

    

.

   παρεμπιπτόντως επιπλέον, προσωπικά δεν ξαφνιάστηκα όταν πριν κάποια χρόνια είδα σ’ ένα βιβλίο (που έβγαλε η «εστία» (νομίζω) κι ήταν γραμμένο από γυναίκα (νομίζω) – δεν μπορώ να τό ξαναβρώ τό βλέπω να ’χει θαφτεί, δεν ήταν και δημοφιλές ούτε κι εύκολο τό θέμα του) μια μελέτη που περιελάμβανε μεταξύ άλλων στοιχείων για τή βυζαντινή ζωγραφική κι έναν φετφά που έβγαλαν οι παπάδες και απαγόρεψαν τή ζωγραφική τού πανσέληνου, επιβάλλοντας διά νόμου στο εξής από κάποιον αιώνα και μετά, οι αγιογράφοι να ζωγραφίζουν με τήν «φλωρεντινή» τεχνοτροπία η οποία βασιζόταν στη φωτοσκίαση (τό ιταλιστί κιαροσκούρο) καταργώντας έτσι τή ζωγραφική τού χρώματος : με τή δικαιολογία κιόλας, αν θυμάμαι καλά τήν (κριτικοτεχνική) διατύπωση, ότι η φλωρεντινή ζωγραφική προάγει τήν μεταφυσικότητα τού έργου : όπερ και έδει απλώς δείξαι –

   πάντως τό χρώμα που όλους αυτούς, ελληνοέλληνες και ρατσιστές, θρήσκους και πολιτικάντηδες και καθηγητάδες και αριστεροδέξιους θα τούς θάψει, δεν θα ’ναι ούτε τό μαύρο τής κακιασμένης τους συνείδησης ούτε τό άσπρο τών ανύπαρκτων ματιών τους, αλλά τό κίτρινο τών ράβδων χρυσού για τό οποίο και μόνο νοιάζονται : γι’ αυτό και δεν μπορούν να καταλάβουν, δεν τό χωράει ο νους τους, πώς μπορεί κανείς, πέρα από τήν έγνοια για τήν αποκατάσταση τής νομιμότητας και τού «ελευθερία και ισότης», να νοιάζεται για τήν κατάργηση τού «άβατου» και επειδή θέλει να έχει πρόσβαση σε έργα τέχνης

   όσο για τούς καλογέρους, αυτοί να πάνε στην έρημο τής συρίας ή τής παταγονίας ή τού σινά ή τής σαχάρας ή τού λος άντζελες τέλος πάντων να ασκητέψουν, μ’ ένα μπογαλάκι ψωμί αν θέλουν να ’ναι πραγματικά ανενόχλητοι κι αν τούς ενοχλούν οι γυναίκες – και να πάψουν να παίρνουν τά λεφτά μας και τά λεφτά τής υπόλοιπης ευρωπαϊκής ένωσης μια που κατά τό μεγαλύτερο μέρος τους είναι λεφτά γυναικών, που δεν βλέπω να τά βρίσκουν και βρώμικα κι ακάθαρτα σ’ αυτήν ειδικά τήν περίπτωση – κι αν τούς αρέσει πολύ κάποιο έργο απ’ αυτά που ’χουν γύρω τους, όσα δεν καταστρέψανε, απ’ αυτά δηλαδή που κάποιοι τεχνίτες φτιάξαν σε πείσμα τους, και προς δόξαν τής τέχνης, να τό πάρουν στο μπογαλάκι τους και να τό βλέπουν από φωτογραφίες

   ασιχτίρ αβατοκαθίκια

.

.

.

.

.

.

[*] για τή συζήτηση στα ευρωπαϊκά όργανα περί τού «άβατου» (1997 και 2003) βρίσκονται μερικά εδώ (πηγαίνετε στην υποδιαίρεση «τό άβατο και η ευρωπαϊκή ένωση») | βρήκα επίσης άλλες δύο συνεντεύξεις (εκτός από αυτήν που ήδη έβαλα, στο 10%) τής ευρωβουλεύτριας άννας καραμάνου που, μόνη στην ελλάδα, υποστήριξε τήν κατάργηση – οι οποίες δίνουν (λίγο) τό κλίμα (και τήν αναστάτωση) τής εποχής εδώ και εδώ | για τά βιβλία που ανάφερα : βάλτερ μπένγιαμιν «τό έργο τέχνης τήν εποχή τής τεχνικής αναπαραγωγιμότητάς του» (κάλβος, 1978) | τό βιβλίο που είχα βρει μικρή (ανδρ. ξυγκόπουλου – φ. ζαχαρίου / a. xyngopoulos – ph. zachariou)  «manuel panselinos» ) υπάρχει ακόμα (τώρα και διαδικτυακά) | και τό βιβλίο που είχα βρει για τόν max beckmann υπάρχει επίσης

για τήν παλιά συζήτηση περί «άβατου» στο περιοδικό «αντί» μπορείτε να βρείτε εδώ (μαζί με τό τελευταίο γράμμα τού, χρόνια πολλά πολύτιμου, χρήστου παπουτσάκη για τό κλείσιμο τού περιοδικού (λίγο πριν πεθάνει)) πληροφορίες για τά τεύχη τούς τόμους του, και πώς μπορούν να βρεθούν

για τόν πανσέληνο τά πιο αξιόπιστα που βρήκα στο νετ είναι εδώ (αγγλικά) | και στη wiki μόνο στα ρώσικα!

συζήτηση επίσης περί άβατου στο βλογ τού «ροΐδη» όπου ενδιαφέρον έχουν και τά, παντός χρώματος, σχόλια (2008)

για τό εξαιρετικό μουσείο τού βόλου (όπου βλέπετε και τίς ζωγραφιστές επιτάφιες στήλες τής δημητριάδος, τού 3ου προχριστιανικού αιώνα – από τά ελάχιστα τόσο καλά συντηρημένα δείγματα αρχαίας ζωγραφικής, η οποία δεν έγινε από «μεγάλους» τεχνίτες και συνεπώς αποτελεί και μαρτυρία για τούς «κοινούς αισθητικούς τόπους τής εποχής» : για αυτές ακριβώς τίς στήλες πρέπει να έχουμε και τή σκληρότητα να ευγνωμονούμε τή φτώχεια τών νεκρών και τών συγγενών τους – που δεν είχαν τά λεφτά για να παραγγείλουν μαρμάρινες ή πέτρινες επιτάφιες πλάκες – και οι οποίες διασώθηκαν λόγω τού κεριού με τό οποίο οι φτωχοί τεχνίτες τής εποχής τίς κάλυπταν για να τίς συντηρήσουν) πληροφορίες εδώ

και η έκπληξη : «Man or Metaphor : Manuel Panselinos and the Protaton frescoes» : μια μελέτη (στα αγγλικά) που (δεν τήν έχω διαβάσει και) τήν βρήκα απλώς ψάχνοντας : γραμμένη από τόν matthew j. milliner, να ’ναι καλά τό παιδί – (ο τίτλος θα μπορούσε να μεταφραστεί «Άνθρωπος ή Μεταφορά : ο Μανουήλ Πανσέληνος και οι τοιχογραφίες τού Πρωτάτου»)

.

.

  

.

.

πηγές φωτογραφιών : αρχαιοελληνικά αγγεία εδώ, εδώ, και εδώ | για τόν «τάφο τής κρίσεως» από τήν νάουσα εδώ

.

.

.

.

.

.

.

.

1 Μαρτίου 2012

η λολίτα

.

.

.

.

   είχα πάρει τή «λολίτα» να τή διαβάσω μικρή, αφενός γιατί βρισκόταν στη βιβλιοθήκη και αφετέρου γιατί βρισκόταν στα κρυμμένα τής βιβλιοθήκης ( : τό κρύψιμο είχε σκοπό να προστατέψει εμένα από επικίνδυνα διαβάσματα – αλλού έχω πει και θα λέω μάλλον για καιρό λεπτομέρειες γι’ αυτήν τή φοβερή (επίφοβη θαυμάσια καταπληκτική αφελή) διαδικασία τής ανακάλυψης, μπορώ απλώς τώρα να δηλώσω, έτσι για τήν ιστορία, ότι στα κρυμμένα ανακάλυψα μια φορά κι έναν ντοστογιέφσκυ – ας προσθέσω επίσης, για να κλείσω, ότι εμένα πάντως δεν μέ ανακάλυψε ποτέ κανείς (εγώ κρυβόμουν καλύτερα δηλαδή απ’ όλους…) : η «λολίτα» λοιπόν ήταν σε μια φτηνή έκδοση, μ’ ένα κακόγουστο εξώφυλλο, υποτίθεται πολύ τολμηρό, και είχε και τό ειδικό γόητρο τού βιβλίου που είχε περάσει από δίκη για ν’ απαγορευτεί – συνεπώς ήταν ό,τι έπρεπε για να τό ανακαλύψω και να τό διαβάσω με μεγάλη απόλαυση – αλλά αυτό ειδικά απ’ τήν πρώτη κιόλας πρόταση μού φάνηκε εξαιρετικά πληκτικό – γραμμένο από έναν άντρα μουτρωμένο γκρινιάρη και κλαψιάρη (τό χειρότερο είδος αντρών δηλαδή) : συνεπώς τό άφησα με απογοήτεψη πίσω στα ράφια και δεν τό τέλειωσα

   τό ξαναπήρα και τό διάβασα μεγάλη, γιατί είχε αρχίσει να μ’ εκνευρίζει ο μύθος του : και τότε τίποτα δεν ανέστειλε τήν αρχική αντιπάθεια, ενώ αντίθετα βρήκα τώρα και πλήθος πράγματα που τήν δικαιολογούσαν λογικά, και τήν εμπλούτιζαν : Και πια δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορεί να θεωρείται ερωτικό αυτό τό βιβλίο – εκτός κι αν τό δούμε διά τής εις άτοπον απαγωγής – όπως τό ίδιο δεν θέλει δηλαδή : έπαιξε ρόλο βέβαια, τήν εποχή που τό διάβασα, και τό ότι μπορούσα πια να απομακρύνομαι και να βλέπω τήν προσωπική μου εμπειρία να κατασταλάζει και να αποκρυσταλλώνεται : εμπειρία  μικρού κοριτσιού που μεγαλώνει – εμπειρία από άντρες που μικραίνουν : και που αποκαλύπτονται όλο και πιο φοβισμένοι, πίσω από τό προσωπείο τού μάγκα, τού στάλιν, τού χίτλερ, τού αριστερού τού δεξιού τού οικογενειάρχη, τού μισογύνη : που δεν έχει παρά έναν φόβο, μην αποκαλυφτεί πόσο η γυναίκα του αν μιλούσε θα έλεγε ότι τόν ξέρει διαφορετικόν από τό άγαλμα που έχει φτιάξει τού εαυτού του ο ίδιος. Οι άντρες αυτού τού είδους είναι για μένα απλώς χαζοί – και ο κόσμος ξεδιπλώνει επί σκηνής τό πραγματικό του τοπίο όταν γυρίσεις ανάποδα τό ηλίθιο είδωλο που έχουν κατασκευάσει αυτοί για τούς πλανήτες τή φύση και τόν έρωτα : και δεις και τόν εαυτό σου επομένως καθαρά στον καθρέφτη : ως λολίτα δεν σ’ αγαπάει δηλαδή ( : γιατί αυτό ήθελες πάνω απ’ όλα, να σ’ αγαπάνε) κανείς – νομίζουν απλώς ότι επειδή είσαι πολύ μικρή θα σού κρυφτούνε θα σέ κοροϊδέψουν και θα σέ μπερδέψουν – συνεπώς ως λολίτα μπορούν να σέ χρησιμοποιούν έστω για λίγο – γιατί έχουν τήν υποψία, που αποκαλύπτεται τελικά με τά χρόνια σωστή – ότι μεγαλώνοντας, η δύναμή τους να σού λένε πειστικά ψέματα θα εξασθενίσει έως εξαφάνισης : αυτό μισούνε και πάνω σου από τήν αρχή, τό ότι μια μέρα μπορεί να τούς δεις επομένως καθαρά – και τότε δεν θα μασήσεις τίς αρλούμπες τίς φιλοσοφίες τίς τέχνες και τίς φοβίες τους : εξαυτού και τό μίσος τους απευθύνεται εξαρχής στη γυναίκα όταν είναι μεγάλος άνθρωπος, ώριμος και ολοκληρωμένος δηλαδή – και τότε παίρνει τή μορφή τού συμβολικού έστω φόνου ενώ όταν απευθύνεται στα κοριτσάκια παίρνει απλώς τή μορφή τού εξωραϊσμένου βιασμού

   αυτή είναι και η πρώτη αντίφαση που θα συναντήσεις στον έρωτα, αν είσαι από τά κοριτσάκια που τούς αρέσουν οι ώριμοι άντρες : νομίζεις ότι κι αυτοί εκτιμούν τό πόσο ώριμη ήδη είσαι, ενώ αυτοί ρίχνουν όλες τους τίς ελπίδες στο πόσο ανίδεη είσαι ακόμα. [Πιθανώς τά αγοράκια που τούς αρέσουν οι ώριμες γυναίκες να συναντάν κάποιες αντιστοιχίες σ’ αυτό (θα τό σκεφτώ άλλη φορά – δεν είναι τής παρούσης : διαφορές από φύλο σε φύλο  δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολύ μεγάλες όταν ο άνθρωπος κατακτά μια εξουσία απέναντι στους άλλους, και μάλιστα απλώς λόγω χρόνου : ίσως τά αγοράκια όμως να μην κακοπέφτουν και τόσο πολύ, επειδή οι γυναίκες που τολμούν να διαδηλώσουν μια τέτοια προτίμηση δεν είναι και πολύ συνηθισμένες – και συνεπώς μπορεί να είναι λίγο καλύτερες από τίς υπόλοιπες : η προσωπική μου εμπειρία μού λέει ότι κι αυτές πάντως έχουν μια τάση να ασκούν εξουσία – αλλά μάλλον τούς λείπει εντελώς τό μίσος : έχουν απλώς ένα απωθημένο, να αναγνωριστεί η ωριμότητά τους επιτέλους – και επιπλέον σίγουρα περνάν καλύτερα στο κρεβάτι απ’ ό,τι μ’ έναν γκρινιάρη μεγάλον (και σίγουρα υπάρχει μια χαρωπή αίσθηση αμαρτίας κι απ’ τίς δυο μεριές τότε (γιατί τό αγόρι έχει και τή μάνα του που τό κυνηγάει)) αλλά σίγουρα σηκώνει περισσότερη συζήτηση τό θέμα)]

   στο έργο τού ναμπόκοφ ξεδιπλώνεται λοιπόν κατά τή γνώμη μου γλαφυρή η γλώσσα τού ανέραστου που ελπίζει ότι μπορεί να νιώσει επιτέλους ερωτικός, μ’ έναν άνθρωπο που δεν έχει ακόμα ερωτική ζωή – και συνεπώς ελπίζει ότι δεν θα έχει καθόλου απαιτήσεις : η λολίτα είναι δηλαδή μια πρώτη πρώιμη έκδοση τής πλαστικής κούκλας με τήν οποία ένας άντρας ακοινώνητος θα έχει μια ψευδαίσθηση ερωτικής συνεύρεσης χωρίς προβλήματα. Δεν πρέπει φυσικά εδώ καθόλου να παραβλέψουμε τή μανία τού ναμπόκοφ να σκοτώνει πεταλούδες : να τίς πιάνει στο δίχτυ και να τίς καρφιτσώνει – δήθεν για να τίς μελετήσει (να μην ξεχάσουμε επίσης ότι «πεταλούδα» λένε σε πολλές γλώσσες οι άντρες τίς νεαρές γυναίκες που ζουν μια ανέμελη και άτακτη (και αμαρτωλή) ερωτική ζωή – είναι δηλαδή «ελεύθερες» σ’ έναν κόσμο αντρών που τίς θέλει σ’ αυτόν ειδικά τόν τομέα, απολύτως υποδουλωμένες)

   δεν ξέρω αν τό έχει ομολογήσει πουθενά ο ίδιος, αλλά πιστεύω ότι απ’ τήν ίδια του τή ζωή βγαίνει μάλλον αβίαστα τό συμπέρασμα ότι τό πάθος του να σκοτώνει πεταλούδες ήταν πολύ μεγαλύτερο, και διαρκέστερο, από τό πάθος του και για γαμήσι και για γράψιμο. Πάντως, τόσο τό ανυπεράσπιστο (όμορφο) έντομο στην απόχη του, όσο και η ανυπεράσπιστη μικρής ηλικίας γυναίκα (στη φαντασία του, τή ζωή του ή τό γραφτό του) είναι και τά δύο εύκολα κλεισμένα έως θανάτου στις χούφτες του : και όπως δεν έγινε εντομολόγος σπουδαίος, και δεν ήτανε (φαντάζομαι, βασίμως μάλλον) και εραστής, έτσι δεν υπήρξε και συγγραφέας καν σημαντικός : μέτριος μες στους κακούς, θα απολαμβάνει λοιπόν τή δόξα τού «ερωτικού βιαστή» ή τού «συγγραφέα», όσο οι γυναίκες θα παραμένουν καθηλωμένες στη διανοητική κατάσταση που τίς θέλει ο μύθος, όσο θα αρνούνται να δούνε ότι πρέπει να μένουνε δηλαδή «αιωνίως παιδιά» μόνο εφόσον έτσι δεν θα διαθέτουν κρίση ωριμότητα και ομιλία :

   τό βιβλίο τής δικιάς τους ζωής θα πρέπει πάντα να τό γράφει ένας άλλος

.

        

.

   έτσι ρώσοι άραβες και μη, θρήσκοι άθεοι και μη, γίνονται ευχαρίστως δολοφόνοι (συμβολικά και μη) τών γυναικών αν αυτές μιλάνε και δηλαδή κρίνουν : αλλά επειδή ο καιρός τής πυράς ενγένει έχει περάσει, αρκούνται στο να διαβάζουν τή λολίτα (εκείνοι που δεν έχουν ακόμα νόμιμο και θεσμοθετημένο τόν λιθοβολισμό και δεν σκοτώνουν για πολύ μικρότερα αμαρτήματα) – νοσταλγώντας τίς (φανταστικές) λολίτες τής δικιάς τους ζωής

   για ν’ αφήσω όμως τούς λιθοβολισμούς και τίς αγχόνες που ακόμα στήνονται στην ανατολή, να πω απλώς για τήν ευρωπαϊκή πυρά και τό ευρωπαϊκό κυνήγι μαγισσών ότι όσοι έχουν ασχοληθεί έστω και λίγο με τήν ιστορία ξέρουν πως τό πρότυπο τής μισητής (και «επικίνδυνης») γυναίκας, τό πρότυπο δηλαδή τής μάγισσας δεν είναι καθόλου ένα όμορφο μικρό κοριτσάκι αλλά αντίθετα η μεγάλη και έμπειρη («άσχημη και γριά») γυναίκα : και κάτι που αποκαλύπτει τόν πυρήνα τού αντρικού (χριστιανικού, και πάντως μονοθεϊστικού) φόβου για τόν έρωτα και ενγένει τή φύση, είναι ότι αυτή ακριβώς η γυναίκα παρουσιάζεται ως και επικίνδυνα και εφευρετικά (σατανικά στην κυριολεξία) ερωτική ( : όλες οι «ομολογίες» που έπρεπε να εκμαιευτούν απ’ αυτές – στον τροχό – και τά άλλα όργανα βασανιστηρίων – περιστρέφονταν γύρω από ερωτικά μόνο όργια)

   ο μύθος τής μάγισσας λοιπόν εμπεριέχει μια βασικότατη αντίφαση τής αντρικής (ενγένει ας πούμε μονοθεϊστικής) ιδεολογίας για τόν έρωτα : γιατί αυτή η ιδεολογία, στο «συνειδητό» της μέρος εικονογραφεί τή γυναίκα που μεγαλώνει ως «παροπλισμένη» ερωτικά, και στο «ασυνείδητο» και χωρίς αναστολές φαντασιακό της τήν αναγνωρίζει ως τόσο ενεργή και αποτελεσματική που να καταντάει απολύτως επικίνδυνη

   αντιστρέφοντας επομένως (στην απελευθέρωση τής φαντασίας του) τίς (παρήγορες) κατασκευές τής λογικής του, ο άντρας τούτος δω καθόλου δεν βλέπει ας πούμε σ’ εκείνη τήν «άσχημη γριά με τή σκούπα» μια ασήμαντη (κι ανύπαρκτη έως πεθαμένη) οντότητα, αλλά αντίθετα τόν πιο σημαντικό κίνδυνο τής ζωής του : τήν παντοδύναμη που θα τόν ξεσκεπάσει στην ανεπάρκειά του (από ερωτική άποψη) και στη βλακεία του (από διανοητική) : [Τηρουμένων τών αναλογιών ο φόβος αυτός μεταστρέφεται με όμοιο τρόπο σε ιδεολογία ανωτερότητας (αυτό που λέμε δηλαδή ρατσισμό) και από τή μεριά τών λευκών αντρών προς τούς μαύρους άντρες, λόγω τού διαδεδομένου μύθου και τρόμου τους ότι οι μαύροι τούς ξεπερνούν σε ερωτική δυναμική διότι έχουν μεγαλύτερα πέη. (Οι αντρικοί μύθοι ταξιδεύουν στο διάστημα τόν χρόνο και τήν ιστορία τόσο παγιδευμένοι στους φόβους που τούς γέννησαν, ώστε να αγνοούν σταθερά τή φύση και τίς ανάγκες, τόσο τών γυναικών όσο και τού έρωτα : Σίγουρα αν ρωτήσουμε τίς μαύρες γυναίκες που καταδυναστεύονται από τούς ρατσισμούς τών μαύρων αντρών τους δεν θα τίς βρούμε να απολαμβάνουν καμιά επιπλέον ευτυχία επειδή έχει αυτό ή εκείνο τό μέγεθος τό πέος τού μαλάκα που τίς καταδιώκει, τίς τιμωρεί, και τίς μισεί)]. Μ’ αυτόν τόν τρόπο λοιπόν ακριβώς η «μάγισσα» γίνεται τόσο επικίνδυνη ώστε να πρέπει να «καεί», και δυστυχώς όχι μόνο συμβολικά – κάτι εκατομμύρια γυναίκες (κατά τούς μπόσικους υπολογισμούς, εκατοντάδες χιλιάδες κατά τούς μίζερους, αλλά έχει εντέλει σημασία;) στον πλανήτη τούς (χριστιανικούς) αιώνες γνώρισαν πολύ καλά τή φρίκη που ’χει τό αντίθετο αυτού τού «συμβολικού» –

   αφού έχουμε φύγει όμως, οι ευτυχέστερες, από αυτήν τήν φρίκη, αρκούμαστε στους μετριοπαθείς άντρες, τούς νοικοκύρηδες, τούς επαναστάτες τούς καλλιτέχνες, και τελικά τόν ναμπόκοφ : προσέξτε πώς περιγράφει (όπως τό θυμάμαι τώρα) τή μεγάλη γυναίκα που έχει γεννήσει ένα κοριτσάκι και τό μεγαλώνει μόνη : ηλίθια φάλαινα : τή βλέπει ερωτευμένη (με τόν εαυτό του κιόλας, όχι τίποτ’ άλλο) και χωρίς αναστολές τήν μισεί : Αλλά και τό κοριτσάκι «ηλίθια φάλαινα» θα καταντήσει όταν θα τού φέρει αντιρρήσεις, όταν μεγαλώσει δηλαδή κι αυτό και γίνει γυναίκα που (προσπαθεί να) μάθει τί θέλει και (προσπαθεί να) μην είναι πλέον θύμα : Ήδη, πέρα από τίς σαχλαμπούχλες περί τού πόσο ωραία βρίσκει τά μικρά της ποδαράκια, από πολύ νωρίς αφήνει ο ίδιος (τόσο καλός συγγραφέας είναι) να διακρίνεται σαφώς ο τραμπούκος που θα τήν κοροϊδέψει κι αυτήν, με όποιους τρόπους βρει πρόσφορους, όταν ενηλικιωθεί – ενώ δεν θα έχει χάσει φυσικά τίποτα από τήν ομορφιά της (στα δεκαοχτώ ή τά είκοσι : αν ήταν δηλαδή η ομορφιά ακριβώς που τόν ενδιέφερε)

.

  

.

   αλλά έχει κι ένα στοιχείο που μπορεί να παγιδέψει τίς γυναίκες η «λολίτα» – και εξαυτού τού στοιχείου πιστεύουν μερικές φορές οι γυναίκες ότι τό βιβλίο τίς αφορά – και ότι είναι σχεδόν «δικό τους» (και σ’ αυτό δεν έχουνε και τόσο άδικο) : στο ότι τό κοριτσάκι είναι δηλαδή εκ φύσεως ερωτικό (έτσι «προκαλεί» με βλέμματα τόν γερασμένο νοικάρη τής μαμάς) – αλλά πρέπει να πούμε ότι δεν ανακάλυψε ο ναμπόκοφ πρώτος τόν φρόϋντ – οι γυναίκες τόν ξέρανε δηλαδή πολύ πριν καν γεννηθεί :

   ναι, τό κοριτσάκι, όπως όλα τά παιδιά, είναι εκ φύσεως ερωτικό, και η διαφορά είναι ότι στις περιπτώσεις όπως τής λολίτας δεν έχει καταστείλει τόν ερωτισμό του, δεν έχει δηλαδή καλοδεχτεί πάνω της κανένα «υπερεγώ», δεν έχει υποταχτεί, ούτε φοβηθεί, ούτε συμβιβαστεί (ακόμα) ( : δεν πρόκειται για τήν πλειοψηφία τών γυναικών : να είμαστε εξηγημένοι : αν οι γυναίκες ήταν όλες έτσι, ο κόσμος θα ήταν ήδη αλλιώς). Μού έκανε εντύπωση πάντως σ’ αυτό τό ζήτημα πόσο ο ναμπόκοφ χωρίς να τό θέλει τήν περιγράφει αρκετά σωστά : και επειδή είναι μέτριος συγγραφέας πιστεύω ότι μάλλον είχε τό κατάλληλο πρότυπο απ’ τή μια, όπως και τήν παρατηρητικότητα τού μαζοχιστή από τήν άλλη : όταν παραδείγματος χάριν τήν έχει απαγάγει και τήν τρέχει από δω κι από κει στα μοτέλ τής αμερικανικής επαρχίας για να βρει τρόπο να τήν πηδήξει με τήν ησυχία του, οι εφιάλτες της, και τό ότι δεν αφήνει τόν εαυτό της τίς νύχτες να κοιμηθεί, είναι εξαιρετικό «εύρημα» (έτσι θα τό’λεγαν εκείνοι οι «κριτικοί» που θάβουνε στη σιωπή κάθε γυναίκα αν με τή σειρά της θα θεωρούσε κι αυτή εφιάλτη τό να μιλήσει τή δικιά τους πεθαμένη γλώσσα) :

   διότι ακριβώς εδώ δεν πρόκειται για «εύρημα» ούτε για κατασκευή : απλώς οι άντρες συγγραφείς ανά τούς αιώνες «κλέβουν» τή ζωή τών γυναικών για να αποκτήσουν τήν ελάχιστη «οικουμενικότητα» που θεωρούν απαραίτητη – και όσο λιγότερο «παραποιούνε» τόσο «καλύτερα» γράφουνε. [Μεγάλο πρότυπο σ’ αυτήν τήν περίπτωση θα μπορούσε να θεωρηθεί η ευριπίδης, αν η παθιασμένη του μανία για δικαιοσύνη δεν τόν καθιστούσε εξοργιστικά μεγάλον, σχεδόν πέραν κάθε συγκρίσεως – και ακολουθούν ελάχιστοι, όπως ο σταντάλ ή ο φώκνερ… (για τόν ευριπίδη τό λέγαν ήδη οι σύγχρονοί του (αυτοί που τόν ονομάσανε και μισογύνη…) ότι αναμάσησε σχεδόν (αδι)άκριτα τίς απόψεις μιας γυναίκας με μόρφωση – τήν οποία σήμερα οι ίδιοι θα ονομάζανε χωρίς αναστολές μεγαλοπουτάνα – ο σταντάλ όμως (με όλο του τό έργο, και ιδιαίτερα, θα έλεγα, στον «λυσιέν λεβέν» και στο «περί έρωτος») και ο φώκνερ (με όλο μεν, αλλά ειδικότατα, θα ’λεγα επίσης, στη «βουή και τό πάθος», ή τό «ιερό», ή τό «ρέκβιεμ») πιστεύω ότι ανήκουν σ’ εκείνους – τούς ελάχιστους – που παρατήρησαν με προσοχή τίς ζωές και τά λόγια (και τά (άδοξα) πάθη) τών γυναικών γύρω τους όχι για να τίς κλέψουν (ή να τίς βιάσουν ως μωρά) – δηλαδή όχι επειδή τίς μισούσαν αλλά επειδή ακριβώς ως άντρες τίς αγάπησαν

   η αγάπη όμως για τίς γυναίκες σ’ αυτόν τόν κόσμο πληρώνεται ακριβά, και ναι μεν ο «μισογύνης» έχει πια μαζί του τούς αιώνες (ούτε κι αυτό είναι όμως τέλειο φάρμακο – ο νίτσε π.χ. δεν τόν κατάλαβε, ή δεν τόν γούσταρε, καθόλου) αλλά οι άλλοι δύο ούτε κατά διάνοιαν δεν χαίρουν (στο πλατύ κοινό) τής εκτίμησης που χαίρει ο μαλάκας ρώσος…]

.

       

.

   με τόν τρόπο που λειτουργεί η γλώσσα λοιπόν, και με τόν τρόπο που, για να βρεις τήν αλήθεια της πρέπει συνήθως να τήν αντιστρέψεις, να τήν γυρίσεις ανάποδα, και να διαβάσεις τά μέσα έξω – εννοείται ότι οι ώριμες γυναίκες εκτός από πουτάνες και μάγισσες και μέγαιρες πρέπει να είναι και ηλίθιες : αυτό είναι τό τίμημα τού να μην καταδέχονται να ευνουχίσουν (εκτός από τό σώμα τους) και τό μυαλό τους (για να παραμείνουν ες αεί γερασμένες λολίτες) : (τό ότι εξαυτού καταλήγουν ενίοτε και μήδειες, είναι κάτι που πρέπει να αναλυθεί και διά μακρών μια άλλη φορά). Έχω τή διάθεση πάντως να προσθέσω, καθαρά φιλολογικά, ότι ο παιδικός ερωτισμός δεν έχει γίνει αντικείμενο ευρύτερα καλλιτεχνικά παρά μόνο στη βουή και τό πάθος τού φώκνερ – όπου έχουμε μια άψογη επεξεργασία αυτής τής οπτικής στις σύγχρονες και αυτοχειριαστικές λεπτομέρειές της : τόσο τό μοναδικό κοριτσάκι τής οικογένειας όσο και τό μικρότερο αγοράκι (που, ενδεικτικά εδώ, είναι επισήμως «ηλίθιο») θα πληρώσουν ακριβά και διά βίου – η μεν δραπετεύοντας από τήν οικογένεια (και περνώντας εφεξής όλα τά συναφή συνεπακόλουθα τής ανταρσίας) ο δε ευνουχιζόμενος (κυριολεκτικά) από τήν ίδια τήν οικογένεια (παραδειγματικά μάλιστα : από τόν ίδιο τόν αρχηγό/πατριάρχη τής φάρας). Τό ότι ο ερωτισμός τού μπέντζυ τόν ωθεί να γίνει πάντως από παιδί ένα είδος βιαστής και αυτός, είναι χαρακτηριστικό τής καλλιτεχνικότητας όσο και τής απίστευτης μεγαλοσύνης τού φώκνερ, που μπορεί ακόμα και στο θύμα, όταν είναι αγόρι, να βλέπει έναν δυνάμει θύτη : Από τήν άλλη μεριά ο μεγαλύτερος αδελφός, με τόν έρωτα προς τήν ατίθαση αδελφή του καλύπτει αφηγηματικά, και όχι μόνο με τήν λεπτό προς λεπτό ανατομία τής αυτοχειρίας του, τόσο τήν ίδια τή «βουή», όσο και τό δίδυμο έργο της, τόν «αβεσαλώμ» ( : κι ας μην τό ’χω δει να επισημαίνεται πουθενά ότι αυτά τά δύο αποτελούνε δίπτυχο (μα κανείς, ούτε δω ούτε κει, δεν διαβάζει πια φώκνερ;)) ( : για τήν ακρίβεια, ολόκληρο τό «αβεσαλώμ, αβεσαλώμ» αποτελεί έναν μονόλογο έρωτα–μίσους  προς σύμπαν τό φωκνερικό σύμπαν (« – Γιατί μισείς τόν Νότο; – Δεν τόν μισώ, δεν τόν μισώ», όπως και τό έργο τελειώνει) απ’ τή μεριά τού κουέντιν με τό πρόσχημα τής αφήγησης «νότιων» ιστοριών προς τόν φίλο και συγκάτοικό του στο πανεπιστήμιο, μια μέρα ακριβώς πριν αυτοκτονήσει) : αυτός ο αιμομεικτικός έρωτας βαραίνει όμως με τέτοιον τρόπο στην ενγένει ηθική αδιαλλαξία ( : ανατρεπτικότητα) τού φωκνερικού έργου, ώστε αυτό δικαίως σχεδόν να μην μπορεί να γίνει έως σήμερα απόλυτα και νηφάλια κατανοητό – δηλαδή «αποδεκτό». Εν πάση περιπτώσει ο φώκνερ είναι ο μόνος μεγάλος που επεξεργάστηκε τόν ερωτισμό παιδιών προς παιδιά (τό πιο αντιπαθητικό ταμπού για όλους τούς «μεγάλους») (σταθερά και εκ παραλλήλου με τίς φυλετικές διακρίσεις) σε όλο του τό έργο με τή σιγουριά τής απροσδόκητης σκέψης του και με τήν απίστευτη καλλιτεχνικότητα τής ασυμβίβαστα εσωτερικής του γλώσσας – : που είναι πολύ σημαντικότερη από τού τζόϋς κατά τή γνώμη μου, γιατί στον ιρλανδό καταντάει σχεδόν ακατάληπτη, ενώ στον αμερικάνο έχουμε απλώς μια «άλλη» γλώσσα : πρέπει να θελήσεις  δηλαδή όχι απλώς να τήν καταλάβεις αλλά στην κυριολεξία να τήν «αναγνωρίσεις» (στα ελληνικά διαθέτουμε ευτυχώς τή «βουή» στην καλή μετάφραση τού νίκου μπακόλα)

   (δεν αντέχω να μην κάνω μια νύξη εδώ για τήν περίπτωση τού δάντη, όπου τό θέμα αποτελεί με τόν κρυπτικό τρόπο τού τοσκανού τήν εκ τών ών ουκ άνευ αρχή του : αλλά ασφαλώς η γενναία εισβολή τού θέματος από τόν (ωραίο μας) μεσαίωνα – με τόν έρωτα τής εννιάχρονης βεατρίκης και τού κατάπληκτου συνομήλικού της – μάς επαναφέρει με τούς πιο στενά καλλιτεχνικούς όρους σε μία τάξη η οποία και πριν και μετά θα διαταράσσεται συνεχώς : εξαυτού λες, η θυμωμένα παθιασμένη ιδιοσυγκρασία τού ιταλού θα συλλάβει τή μορφή τού έρωτα στον, κατά κυριολεξία ενιαίο αν και απαγορευμένο της χρόνο : Τό κοριτσάκι θα είναι ως παιδί έρωτας, και έρωτας πάλι ως γυναίκα – και ο έρωτας θα κρατήσει μια ολόκληρη (Νέα) Ζωή, τόσο μεγάλη όσο και μια Κωμωδία

   ο παιδικός έρωτας στον δάντη δηλαδή, θα μπορούσε να πει κανείς, αποτελεί απλώς τήν παρανυχίδα μιας πραγματικότητας μεγάλης όσο και τό χέρι που γράφει – η γυναίκα είναι μια μορφή τόσο ενιαία ώστε να μπορεί μεγάλη και ώριμη (έως νεκρή) να αποτελεί τόν οδηγό που θα τόν πάρει στην τελευταία ζωή τής ευτυχίας, συμβολικά (και, απ’ αυτήν τήν άποψη, πραγματικά και κυριολεκτικά) αναστημένη)

   (είναι γι’ αυτό – ας προσθέσω πάλι φιλολογικά – ενδεικτική η δευτερεύουσα σημασία που δόθηκε για αιώνες στην (πεζή) Νέα Ζωή σε αντιδιαστολή με τήν δόξα τής έμμετρης Κωμωδίας : κι αυτό έγινε πιστεύω επειδή η Vita Nuova όχι μόνο τόλμησε να είναι ένα αδίστακτα πρωτοποριακό κείμενο, αλλά και επειδή ακριβώς αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει τίς «θεολογικές» μάσκες τής (θείας) Κωμωδίας και αναγνώρισε απλώς τόν παιδικό έρωτα ως αρχή τού παντός καθιστώντας τίς συνέπειες τής ανάμνησής του αιώνιες και άχρονες ( : εδώ και λίγα χρόνια έχουμε τήν τύχη να διαθέτουμε κι εμείς τή Νέα Ζωή μεταφρασμένη και δη εξαίρετα από τόν πολύ δικό μας (λόγω κοινών μ’ άλλα λόγια γλωσσικών απόψεων) νίκο κούρκουλο))

   ο παιδικός λοιπόν έρωτας είναι τόσο μισητό ταμπού στον πολιτισμό μας, ακριβώς γιατί αποτελεί πραγματική πυριτιδαποθήκη επί τών ηθών του : γι’ αυτό κυρίως οι «μεγάλοι» παρεμβαίνουν άτσαλα ή βίαια, με τόν δικό τους ενήλικο «ερωτισμό» εδώ, προσπαθώντας έτσι να εξαφανίσουν τήν αυτονομία τής παιδικής αυτάρκειας : μεταγενέστερα όλες οι ιδεολογίες τού φόβου (για τίς «παιδοφιλίες» τών μεγάλων ας πούμε) καθώς και η υστερική κατασκευή τής «παιδικής αγνότητας» (για τόν αν–ερωτισμό τών παιδιών) δεν αποτελούν παρά προσπάθειες να αναστραφεί τό είδωλο αυτής τής πραγματικότητας και να συσκοτιστεί η επανάσταση που καραδοκεί και πάλλεται στα βάθη τής ασυνείδητης επιθυμίας (όλων – όταν όλοι είναι αυτό που δεν θέλουν πια να θυμούνται – δηλαδή παιδιά) : η συσκότιση πετυχαίνει τότε ακριβώς επειδή πάνω της σείεται τό (έμπρακτο πλέον) φόβητρο τού βιασμού : Αλλά αυτή ακριβώς είναι και η νόθα, η κατασκευασμένη κατάληξη και μορφή που παίρνει τό πράγμα, όταν μπλεχτούν σ’ αυτό ακριβώς οι «μεγάλοι» :

   διότι εκεί ακριβώς που τό πράγμα συσκοτίζεται, είναι και εκεί που θα έπρεπε να είναι εντελώς καθαρό : από πότε δηλαδή θεωρείται λογικό και αυτονόητο ότι επειδή υπάρχει ερωτισμός, νομιμοποιείται (και δικαιώνεται) ο βιασμός; Σ’ έναν πολιτισμό που θα σεβόταν απλώς τή φύση – δηλαδή σ’ έναν πολιτισμό πραγματικά πολιτισμένο και άγριο – τά παιδιά θα μέναν ανενόχλητα – θα αφηνόντουσαν δηλαδή μόνα τους να λύσουν τό θέμα αυτό μεταξύ τους : οι μεγάλοι δεν έχουν καμία θέση εδώ. (Και όσοι θυμόμαστε τέτοια από τήν παιδική μας ηλικία, ξέρουμε ότι βία τότε δεν νοούνταν καν.)

   αλλά μια τέτοια προοπτική προκαλεί τόσο έξαλλη ζήλεια στον ενήλικα (που θεωρεί τό τέλος τής πορείας του ως τή μοναδική της πλέον φάση) επειδή θέλει να ξεχνάει, ακόμα κι αν έχει ζήσει κάποτε ο ίδιος κάτι ανάλογο στα βάθη τού ασυνείδητου παρελθόντος του, ότι τά θέματα αυτά μεταξύ τών παιδιών λύνονται απολύτως διαφορετικά – κι ότι μόνο όταν τά παιδιά έχουν αρχίσει να μιμούνται πια τούς μεγάλους υπεισέρχεται οποιαδήποτε μορφή βίας.

   απ’ αυτήν τήν άποψη ο φρόϋντ – ο πρώτος και μόνος εκτός τέχνης που διαπίστωσε τό πρόβλημα – δεν άντεξε, ως ενήλικας ούτε κι αυτός για πολύ να τό διαπιστώνει : φυσικά, επειδή ο παιδικός ερωτισμός αποτελεί τόν βασικό πυλώνα τής ψυχανάλυσης, δεν τόν απαρνήθηκε τυπικά ποτέ – γερνώντας όμως ο ίδιος τόν φόρτωσε με όσες περισσότερες περιπλοκές μπορούσε ώστε τελικά να τόν μετατρέψει σε κάτι σαν αρρώστια

   ο ίδιος μπορεί ως μοναχικός να συγχωρείται – οι υπόλοιποι, και μεταγενέστεροι ως κοπάδι, όχι

   με τήν συμβατική δηλαδή μορφή που έχει πάρει η ψυχανάλυση εξαιτίας τής ατολμίας τών επιγόνων – και ιδιαίτερα, θα έλεγα (σ’ αυτές έπεφτε κατά τή γνώμη μου τό βάρος) τών γυναικών – τό παιδί – τό κορίτσι – θα νιώθει απειλητικά πάντα μόνο και αβοήθητο : ο έρωτάς της θα πρέπει να ’χει μονίμως ως αντικείμενο κάποιον «μεγάλον» δηλαδή – είτε συγγενή είτε όχι – και θα καταγράφεται έτσι στην ιστορία, επιστημονικότατα, ως προϊόν τών «ελλείψεών» της, τών ελαττωμάτων και τών μειονεκτημάτων της, και ποτέ ως αποτέλεσμα τής δημιουργικότητας, τής αυτάρκειας, και τής ανατρεπτικότητας τής δικιάς της επιθυμίας. Με όρους χώρου και χρόνου, «τοπικούς» και «οικονομίας», ο έρωτάς της θα βρίσκεται δηλαδή πάντοτε κάτω από τήν μπότα τής ιδιοκτησίας ενός άλλου –

   αυτό εκφράζοντας η «λολίτα» αποτυχαίνει ακριβώς να είναι ερωτικό βιβλίο, και καλά τό ’πιασα εγώ ασυνείδητα όταν ήμουν παιδί : τό φαντασιακό που καταλαμβάνει μοχθηρά ολόκληρη τήν έκταση τής αφήγησης τού βιβλίου, είναι αυτό τού ηττημένου ενήλικα που καννιβαλίζει επί τού ζωντανού ακόμα, και παραπαίοντος ήδη, «σώματος τού έρωτα» ενός παιδιού : η «ανάγκη» τού ενήλικα να κάνει κτήμα του διά τής βίας έναν ερωτισμό που δεν απευθύνεται σε αυτόν, και έτσι να τόν εξαφανίσει, καταλήγει και στην περίπτωση τού βιβλίου (όπως και τής ενγένει ζωής) σε έναν βιασμό – τόν οποίο τό κοριτσάκι φυσικά και φοβάται και συχαίνεται : ο αφηγητής απολαμβάνει αυτάρεσκα τήν εξουσία του επιπλέον στο τέλος να μπορεί να τήν περιγράψει πια κι αυτήν ως μεγάλη – πώς έχει ευνουχιστεί πια επίσης : πώς δεν ξεπέρασε δηλαδή τήν αηδία που αυτός τής προξένησε : ώστε κάθε είδους έρωτας μέσα της να έχει πάει εν ολίγοις περίπατο : έτσι διαιωνίζεται θριαμβευτικά η γυναίκα ως ηλίθια φάλαινα, που, στην περίπτωση τής λολίτας, θα φοράει και γυαλιά – χαρακτηριστικό που οι άντρες – διοπτροφόροι και μη – απεχθάνονται στις γυναίκες και τό συγκαταλέγουν στην αισθητική τους τού αντιαισθητικού επειδή ακριβώς τούς υπενθυμίζει ότι τό άλλο φύλο διαθέτει επίσης εντέλει τήν ικανότητα (σίγουρα) να διαβάζει και (πιθανώς) να γράφει

   γιατί ο ασυνείδητος φόβος τους ανά τούς αιώνες ήταν ότι κάποτε θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο λεπτομερειακής περιγραφής και οι ίδιοι

.

          

.

   όπως όμως οι αιώνες επελαύνουν ραγδαίοι, ένα μικρό, ανατρεπτικό και (με τόν τρόπο του) ανήλεο, δείγμα ανάλογης περιγραφής υπάρχει ήδη, και τό ’χω μια φορά κιόλας αναφέρει – βρίσκω όμως ότι ταιριάζει και αξίζει τόν κόπο να παρατεθεί ξανά και εδώ – και μ’ αυτό να κλείσω

   πρόκειται για μια αντίστοιχη, δηλαδή εντελώς αντίθετη, μαρτυρία, γυναίκας αυτή τή φορά – πολύ καλής συγγραφέας (και θαρραλέας, τόσο στη διανοητική όσο και στην προσωπική της ζωή) : η μαργαρίτα γιουρσενάρ λοιπόν, ανατρέχοντας στις αναμνήσεις τής παιδικής της ηλικίας, παραθέτει όπως λέει κι η ίδια ένα απόσπασμα που θα μπορούσε να παρεξηγηθεί και γι’ αυτό θα μπορούσε άνετα να τό αποσιωπήσει – καθώς αφορά ένα επεισόδιο από τήν ερωτική της ζωή ως κοριτσάκι : και ύστερα εξηγεί η ίδια επαρκώς τούς λόγους για τούς οποίους τό θεωρεί μάλλον χρήσιμο

   αλλά είναι και ωραίο

   μ’ αυτό τό «άλλο άκρο τού φάσματος» που συμβαίνει λοιπόν σε μια παιδική κρεβατοκάμαρα ας τελειώσει και τό σημερινό δικό μου σεντόνι, τό πρώτο τού χρόνου – αλλά όπως είπα στην προηγούμενη μικρή ανάρτηση ήμουν μακριά από τά δίχτυα και κοντά στα χαρτιά

.

   «…έκλεισε αθόρυβα τήν πόρτα πίσω του, μέ πλησίασε, μού χάϊδεψε τά μαλλιά, τράβηξε τό ακόμα παιδιάστικο νυχτικό μου που είχε και γιακά και μανίκια και κουμπιά και τό ’κανε να γλιστρήσει και να πέσει στο πάτωμα. Τέλος μέ παρέσυρε μπροστά στον καθρέφτη και μέ χάϊδεψε με τά χείλη και με τά χέρια βεβαιώνοντάς με ότι είμαι ωραία. Διακριτικά, πήρε τό χέρι μου και έβαλε τά δάχτυλά μου να μαντέψουν κάτω από τό χοντρό μπουρνούζι τήν τοπογραφία τού αντρικού σώματος. Πέρασε ένα λεπτό. Σηκώθηκε (είχε γονατίσει) και βγήκε με τίς ίδιες γελοίες προφυλάξεις. Μάντευα αορίστως ότι κάτι τού είχε συμβεί. Αλλά ούτε πανικοβλήθηκα ούτε πειράχτηκα, και ασφαλώς δεν τραυματίστηκα και δεν πληγώθηκα. Εάν καταχωρώ εδώ αυτό τό επεισόδιο που θα μπορούσα τόσο εύκολα ν’ αποσιωπήσω, τό κάνω για να καταγγείλω κατηγορηματικά ως πλαστή τήν υστερία που προκαλεί στις μέρες μας κάθε επαφή, όσο επιπόλαιη και αν είναι, ανάμεσα σ’ έναν ενήλικο και ένα παιδί, που δεν έχει ακόμα μπει ή μόλις έχει μπει στην εφηβεία. Ασφαλώς η βία, ο σαδισμός (ακόμα και χωρίς φανερή σχέση με τή σεξουαλικότητα), και η πεινασμένη σεξουαλικότητα που ασκείται πάνω σ’ ένα άοπλο πλάσμα, είναι απαίσια πράγματα και συχνά στρεβλώνουν ή καταπιέζουν μια ζωή, χωρίς να υπολογίζουμε τή ζωή τού ενηλίκου που πολλές φορές κατηγορείται αδίκως. Αντιθέτως, δεν είναι βέβαιο ότι μια μύηση σε ορισμένες πλευρές τού σαρκικού παιχνιδιού είναι πάντα επιζήμια : ορισμένες φορές κερδίζει κανείς χρόνο. Αποκοιμήθηκα ευχαριστημένη που μέ είχε βρει ωραία, συγκινημένη που εκείνα τά μικροσκοπικά εξογκώματα πάνω στο στέρνο μου ονομάζονταν ήδη στήθη, ικανοποιημένη επίσης που είχα μάθει κάτι περισσότερο πάνω σ’ αυτό που είναι ένας άντρας. Αν οι μουδιασμένες αισθήσεις μου δεν αντέδρασαν, ή αντέδρασαν μετά βίας, οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι η ηδονή, για τήν οποία είχα ακόμα μια εξαιρετικά συγκεχυμένη ιδέα, ήταν για μένα από τότε άρρηκτα δεμένη με τήν ιδέα τής ομορφιάς (…)
   Βρισκόμασταν μακριά απ’ όλ’ αυτά : ο εξάδελφος Χ. δεν ήταν ωραίος.»

                                                                                                                  margueriteyourcenar: Quoi? – L’ Éternité / ελληνικά, 1997: «Τί; – Η αιωνιότητα», εκδόσεις χατζηνικολή

.

.

.

 

     

.

                                                                                                                                                           

.

.

.

  

 

22 Μαρτίου 2010

εθνοδιεγερτικά : οδυσσέας δεσμώτης

 

    

                                                                              δεν φεύγει να γλυτώσει 

      πάρχει μια καταπληκτική ιστορία σε σχέση με τίς τελευταίες μέρες τού οδυσσέα όταν είχανε πάει να τόν πιάσουνε και στείλαν τ’ αποσπάσματα δηλαδή τού γκούρα, κι είχαν αποφασίσει οι καλαμαράδες να τόν κάνουνε πέρα για να μπορέσουν να συνεχίσουνε ανενόχλητοι : ο ανδρούτσος τότε είχε προνοήσει να κάνει εκείνην τήν καταπληκτική και ωραία σπηλιά όπως λέγεται (κανείς δεν ήξερε πού βρίσκεται και είχε μέσα όλα όσα εκείνος ετοίμαζε για τό κράτος που έλπιζε να φτιαχνόταν : μετά τό μεσολόγγι όπου έφτιαξε τήν πρώτη εφημερίδα τού ελεύθερου κράτους – όταν τό ελεύθερο κράτος συρρικνωνόταν και συμβολιζόταν και υπήρχε μόνο μέσα σε κείνην τήν πολιορκημένη πόλη με τό τειχαλάκι – μάζευε ό,τι άγαλμα εύρισκε – κάναν κι ανασκαφές όσο μπορούσαν μέσα στον πόλεμο – για τό μουσείο, τό πρώτο μουσείο τού κράτους όταν θα τό ’φτιαχναν : μπορεί λοιπόν να φανταστεί κανείς πώς θα ’τανε μέσα της αυτή η σπηλιά : μπορεί να φανταστεί μες στο σκοτάδι τό λευκό τών κούρων και τό λευκό τών κοριτσιών που βαδίζουν αργά έως ακίνητα περιμένοντας κάτι που δεν έγινε : κι η σπηλιά αυτή ακόμα δεν έχει βρεθεί : φυλάξαν καλά τό μυστικό της οι άνθρωποί του – : και ο τρελλώνης) : όταν πετάξαν τόν οδυσσέα απ’ τά βράχια τής ακρόπολης (μετά τά βασανιστήρια) – εκεί που ’ναι η πιο απότομη μεριά – δώσανε μάχη μαζί του, αν και τόν είχαν γερά αλυσσοδεμένο : ποτέ δεν συγκατατέθηκε αυτός ο όμορφος άντρας στον θάνατο – ίσως γιατί είχε τόσα να κάνει εδώ : γιατί εγώ (όπως έλεγε στο γράμμα του στους γαλαξειδιώτες) από τότε που θυμάμαι τόν εαυτό μου μόνο τούρκους εσκότωνα : κι όμως δεν είχα ανάγκη, γιατί έχω τ’ αρματολίκι μου εγώ και θα μπορούσα να ζήσω πλουσιοπάροχα με τούς τούρκους μαζί : κι όμως όχι ακριβώς τότε ελεύθερος : κι έτσι ακούω τόν δαίμονα που έχω μέσα μου και που μού λέει ότι δεν μπορώ να ζήσω ευτυχισμένος άμα δεν είμαι ελεύθερος κι άμα δεν είναι όλοι τό ίδιο ελεύθεροι, (τό ίδιο κι εσείς) : κι έτσι ο δαίμονάς μου μού έλεγε και πάντοτε τούρκους εσκότωνα.

      Αλλά δεν εσκότωνε μονάχα τούρκους : ήταν τόσο μοντέρνος που σήμερα θα τόν θεωρούσαμε αναρχικό εντελώς, και δεν υπήρχαν τότε ακόμα τά ονόματα : ήξερε όμως ότι η ελευθερία δεν είναι ζήτημα φυλής ειδικά : δεν είναι ζήτημα αίματος ειδικού : τό αίμα χύνεται σε κάθε περίπτωση όταν σκοπεύεις τό απλησίαστο : ήξερε ότι ο αγώνας γίνεται επίσης εναντίον τών πλούσιων ομοφύλων του και υπέρ τών φτωχών ομοφύλων του : ήξερε ότι αυτό που τόν ενδιέφερε μαζί με τήν ελευθερία ήτανε κι η ισότητα επίσης : κι αν δεν ήξερε τίς λέξεις είχε τό μυαλό να ξέρει τά νοήματα : πώς μπορείς να είσαι ελεύθερος όταν δεν έχεις τόν χρόνο σου και τό σώμα σου τελείως δικό σου, να είσαι ευτυχισμένος εσύ όπως ευτυχισμένοι μπορείτε να γίνετε όλοι ; πώς μπορείς να ’σαι ελεύθερος όταν είσαι φτωχός ενώπιον άλλων πιο πλούσιων ; που θα σού πιουν τό αίμα όπως ακριβώς και οι τούρκοι αυτοί ; (Σ’ αυτές τίς παγίδες πέφτουν μόνο οι σημερινοί επειδή αυτός έχασε επειδή χάσαμε επειδή κερδίσανε οι καλαμαράδες). Υπάρχει ένα δημοτικό γι’ αυτόν (τά ελληνικά τραγούδια τά ’χουν πολύ αγαπήσει ας πούμε οι γάλλοι, και τά διασώσανε (αλλά κι οι γερμανοί)) (ίσως δεν υπάρχει δεύτερο, ή δεν διασώθηκε δεύτερο από στόμα σε στόμα) (γιατί μέχρι να καταγραφούν υποκύπτουν τά τραγούδια στις δειλίες τών ανθρώπων – κι αυτή είναι η διαλεκτική τού χρόνου στην προφορική τέχνη απλώς) : και τό τραγούδι τελειώνει με τό εκπληκτικό αυτό δίστιχο :

 

δεν στο ’πα εγώ Δυσσέα μου δεν στο ’πα εγώ παιδί μου
με τήν Βουλή μην πιάνεσαι και τούς καλαμαράδες –

 

      Σημάδι ότι όλοι ξέραν καλά τί συνέβαινε. Και μόνο αυτός δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μπορεί τό αίμα να μην είναι αίμα και τά λεφτά να χωρίζουν τούς ανθρώπους τό ίδιο όπως και οι φυλές : τό ίδιο όπως τό αίμα : Πώς μπορώ να μιλήσω για τόν ανδρούτσο τώρα : Όλες οι ιστορίες που τόν τυλίγουν είναι τόσο περίεργες συνταρακτικές και ανείπωτες : Η ιστορία του με τήν γυναίκα του που ήταν ερωτευμένος μαζί της και τό παιδί τους που τό ’βγάλαν μαζί Λεωνίδα : (Κι έχουμε και κείνον τόν τρελλό τόν Τρελλώνη που τίς έχει διασώσει όσο μπόρεσε : μήπως αυτός δεν ήτανε άλλου είδους ταραχή ; ένας σκωτσέζος αριστοκράτης θεότρελλος (με τί χιούμορ εξελληνίζοντας τό όνομά του τού αποδώσαν αυτήν ακριβώς τήν ιδιότητά του αυτού τού Trelawny) που θεότρελλος ακριβώς έτρεχε πάνω–κάτω παντού όπου υπήρχε επανάσταση – ένας ακτιβιστής ρομαντικός και ακράτητος που έτρεχε παντού όπου υπήρχε εξέγερση μέχρι να ερωτευτεί τόν ανδρούτσο : και να μείνει εδώ : έμεινε μαζί του στη σπηλιά του μέχρι τό τέλος του : ο τρελλώνης τού τρελλώνη κι έπειτα έφυγε για τήν σκωτία κι έγραψε τότε γι’ αυτά : ) (Πώς, η κυρία ελένη φτωχή και μόνη στο λονδίνο ; κι ο γιος τού οδυσσέα ; αυτό τό παιδάκι σκοτωμένο στη βιέννη, δολοφονημένο από άγνωστους ; ) (Λες κι ήταν δυνατόν ν’ αφήσουν τόν Λεωνίδα ταγμένον πριν απ’ τήν γέννησή του κιόλας να φυλάξει τά λίγα στενά που υπήρχαν εδώ, έστω απλώς και μόνο να επιζήσει) (παρ’ όλ’ αυτά λένε ότι κάποιος τό ζωγράφισε τό παιδάκι αυτό πριν τήν εποχή που τό σκότωσαν : δεν είδα, (νομίζω δεν είδε κανείς) τήν εικόνα αυτή, ποιος να ψάξει απ’ τό κράτος αυτό (κι ούτε θέλει και κανένας να δει και τή φάτσα τού ανδρούτσου παιδί) (και παιδί ξεκούραστο χωρίς καν τά βάσανα τού μπαμπά του στο πρόσωπο και που μεγάλωνε (σε ορφανοτροφείο ίσως μεν) αλλά γελαστό είμαι σίγουρη και στοχαστικό και ίσως κιόλας μαζί, ή και έτοιμο, με τά άλλα παιδιά (τών αγωνιστών λέει η είδηση στο ίδιο ίδρυμα – φτιαγμένο λες ένα ίδρυμα από πριν για τόν θάνατο – όχι τών ίδιων αυτών τών μικρών αλλά τών μεγάλων τών πατεράδων τους) και αν υπήρχε μεγάλη ανάγκη και για τών ίδιων και τών μικρών, αν φαινόντουσαν έτοιμοι με τά άλλα παιδιά από τότε, αν τό αίμα τους ή τό βλέμμα τους ή τό μικρό προσωπάκι τους έδειχνε τί στο μέλλον μπορούσε να γίνει)). (Με περίεργο τρόπο επαναλαμβάνεται η ιστορία (για όποιον θέλει να δει) : έλληνες σκότωσαν κι ένα άλλο παιδάκι που κι εκείνο ήταν ύποπτο (χρόνια πιο πριν) ύποπτο και εκείνο και διάδοχο μιας απελευθέρωσης που θα μπορούσε να έρθει (να συντελεστεί δηλαδή πάλι πάνω στις στάχτες) και με στόχο πάλι τό ξαναχτίσιμο που αυτοί τό φοβώνταν από τήν ίδια τή στιγμή που καίγαν τήν πόλη και τήν γκρεμίζαν συθέμελα : και έτσι γκρεμίσανε και τόν εγγονό μιας γριάς από τά τείχη, ακριβώς ίδια όπως αργότερα θα γκρεμίζαν και τόν πατέρα τού λεωνίδα από τά δικά τους τά τείχη : και εδώ στην αθήνα όπως και εκεί στην τροία τά ίδια να τρέμουν : μόνο που ούτε ο λεωνίδας ούτε ο οδυσσέας είχανε τότε κοντά μια γυναίκα να πάρει τά σώματα και να τά κλάψει (μέσα στα χέρια της) όπως τό ’κανε ο ευριπίδης

  

      

 

      γιατί είναι απίστευτα αποσβολωτικό τό μοιρολόϊ αυτής τής γιαγιάς έτσι ρεαλιστικό όπως τό ’κανε : Σκέψου μονάχα τή σκηνή εκείνη δηλαδή τήν ώρα εκείνη επί τής σκηνής : μπροστά μας έχουμε τήν εκάβη, τήν κασσάνδρα, τήν παλιά ανδρομάχη, τήν παλιά ελένη, και όλες τίς άλλες τριγύρω τους (που προορίζονται να μπουν στα καράβια και να μεταφερθούν πλέον σκλάβες τών βαρβάρων εκείνων ελλήνων (περίεργο που ’πανε τόν ευριπίδη μοναχά μισογύνη και δεν τόν είπαν μαζί και μισέλληνα) έτσι όπως είναι λοιπόν η γριά ρημαγμένη νικημένη ηττημένη φορώντας καμμένα κουρέλια πάνω εκεί στη σκηνή ) όταν τής φέρνουν τόν εγγονό της (κάποιος τόν φέρνει, με ελάχιστο ίσως έναν οίκτο στα μούτρα του) τής τόν δίνουν να τόν κρατήσει λοιπόν για ελάχιστα, λίγο, στα χέρια της, τσακισμένον όπως τόν πέταξαν από τήν τρωαδική εκείνη ακρόπολη : τό τρελό θέαμα, ένα παιδί στην αρχή τής ζωής του να παραμορφωθεί εντελώς απ’ τόν θάνατο :

αχ τό σπασμένο αυτό κοκκαλάκι στο χέρι του
λέει κλαίγοντας, πρέπει να κλαίει
μέσ’ απ’ αυτό τό σπασμένο τό κόκκαλο μού γελάει ο χάρος :

      κι ύστερα τό μοιρολόϊ ασχολείται με τόν φόβο τών άλλων : σημάδι ότι υπάρχουν τριγύρω της συνεχώς στρατιώτες : γιατί σ’ αυτούς γυρίζει λοιπόν και φωνάζει (τούς έλληνες)

Βρε σεις δειλοί : τί φοβηθήκατε από ένα μωράκι ;
Φοβιτσιάρηδες που φοβηθήκατε ένα μωρό :

      δεν έσπασε : Θα σπάσει θα ακουστούν τά κλάματά της δηλαδή ασυγκράτητα τήν ίδια τή στιγμή που θα θυμηθεί και θα μιμηθεί τή σκέψη τού παιδιού και τή γλώσσα του :

Μωράκι μου, θα τού πει ξαφνικά,
μωρό μου εσύ που τό πρωί όταν ξύπναγες
ερχόσουν και χωνόσουνα τρέχοντας στο κρεβάτι μου
κι έμπαινες κάτω απ’ τά σεντόνια μου και τρέχοντας
κούρνιαζες πάνω μου μ’ αγκάλιαζες
και μού ’λεγες Γιαγιά μου εγώ σέ αγαπάω πάρα πολύ
γιαγιάκα και θα λυπηθώ πολύ εγώ
θα λυπηθώ πάρα πολύ εγώ γιαγιά όταν πεθάνεις.

      και μ’ αυτό γονατίζει απ’ τά κλάματα. Τί να πεις τώρα μετά, μπορεί κανείς (κι άραγε αξίζει) να προσπαθεί οποιοσδήποτε να ξαναγράψει μετά απ’ αυτόν ;

      Πάντως όμως στην βιβλιοθήκη τού σπιτιού υπήρχε ένα βιβλίο που μιλούσε για μια ιστορία η οποία είναι πολύ συγγενική και θλιβερή και υγρή απ’ τά κλάματα και εξίσου καλοειπωμένη σχεδόν με τά λόγια εκεινού τού θηρίου : μόνο που τώρα αυτός που αφηγείται (δεν είναι θέατρο εδώ) τά λέει σε μία γυναίκα (και εκείνη τά γράφει και τά λέει επομένως (τώρα) εκείνη σε μάς) λοιπόν όποιος τά λέει είναι τώρα γέρος πολύ, ήτανε δηλαδή ένας γέρος που τά είχε ακούσει όταν ήταν ο ίδιος παιδί και τού τά είχε πει (δεν είναι θέατρο αυτό, αν και ήταν ειπωμένα με τόσο ωραία αφήγηση και από τόσο έξοχο αφηγητή που γινόταν στο τέλος σαν να ’τανε θέατρο, με τήν σκηνογραφία τού χώρου τού πολύ ανοιχτού, και περίκλειστου πάλι, και τό πλήθος (τριγύρω του) σαν έναν χορό που κινούνταν αναποφάσιστος, και δεν ήξερε και κείνος τί θέλει (γύρω από κείνον που ήξερε περίφημα τί ήθελε) όλοι τότε σαν παραπαίοντας (εκτός απ’ αυτόν, που μολονότι γύριζε πίσω, ήξερε ότι έχει φύγει εντελώς (και μολονότι έχοντας εκτοξευτεί μέχρι τόν χρόνο αυτόν που σού μιλάω τώρα (και πιθανώς να τό έβλεπε) όμως δεν μπορούσε ούτε αυτός να πιστέψει πως έχοντας φύγει απ’ τόν χρόνο του ήταν μαζί και απόλυτα δέσμιος τού χρόνου, και τής κακίας, και τής απίστευτης εκείνης μικροψυχίας και αναξιότητας τής δικιάς του εποχής)) όντας όλοι στο τέλος επάνω σε άλογα) γέρος τότε πια εκείνος ο γέρος που τά έζησε, και που θέλησε προς τό τέλος πιθανόν τής ζωής του σε ένα παιδί να τά πει :

      [ Και έτσι δεν ήτανε ούτε από κακή όραση, ούτε από συμβιβασμό προς τόν θάνατο (αλλά μόνο από κάτι που θα μπορούσε κανείς να τό πει σαν ανείπωτο πείσμα στο να μην καταλάβεις και να μην θεωρήσεις και τόσο ισχυρή ή απόλυτη τήν μικροψυχία τής δικής σου (αποκλειστικά) εποχής ) που έγινε τόσο ανείπωτα κι απίστευτα (και βαθειά και πλατειά) ευριπίδεια φωκνερική παπαδιαμαντική και στανταλική αυτή η σκηνή : ]

 

      ίμαστε, λέει, όλοι μαζί τριγύρω του όταν ήρθαν να τόν πάρουνε και να τόν πιάσουν (εγώ τώρα τά λέω τά μεταφέρω δηλαδή όπως τά θυμάμαι από τήν αφήγηση αυτηνής : ) Είδαμε τούς ανθρώπους τού γκούρα που ξέραμε ότι τόν αγαπούσε παλιά : και τόν είχε κάνει πρωτοπαλλήκαρο κάποτε : και φοβηθήκαμε ότι θα πέσει δηλαδή στην παγίδα : και μαζευτήκαμε όλοι τριγύρω του εκεί στην σπηλιά, κι ο τρελλώνης μπροστά πιο μπροστά από όλους αυτός, και όλοι τού λέγαμε να μην βγει απ’ τήν σπηλιά : και να τούς πολεμήσουμε τούς καλαμαράδες, και τούς απεσταλμένους και τούς ανθρώπους τους και τόν γκούρα και όλους : που ’ταν και τό πρωτοπαλλήκαρό του παλιά : κι εκείνος είπε, ή εννόησε, ή εξήγησε : Θα πάω στο κράτος μας : έχουμε κράτος πια τώρα : γι’ αυτό πολεμήσαμε : αυτό περιμέναμε : σ’ αυτό θα πάω τώρα να μέ δικάσει – κι έχω εμπιστοσύνη : τά είπε ή τά εννόησε αλλά τά καταλάβαμε όλοι : Και βγήκε ο οδυσσέας τότε έξω, και βγήκαμε όλοι έξω μαζί, κι οι άλλοι οπισθοχώρησαν γιατί τόν φοβήθηκαν : και δεν έλπιζαν ότι θα βγει, και νόμιζαν ότι θα γίνει μάχη κι ότι θα σκοτωθούνε πολλοί : κι αυτός τότε πλησίασε τούς ανθρώπους τού γκούρα και είπε :

      Εμένα θέλετε, ορίστε, πάρτε με να μέ δικάσετε. Κι αυτοί τού είπανε :

      Πώς να σέ πάρουμε καπετάνιο ;

Κι αυτός τούς είπε :

      Δέστε με.

Κι αυτοί τού είπαν : Πώς να σέ δέσουμε καπετάνιο, δεν
      μπορούμε.

Κι αυτός απάντησε : Εγώ θ’ ανέβω στ’ άλογό μου κι εσείς να
      μέ δέσετε

      Και τόν κοιτάζαν που ανέβηκε στο άλογο. Και δεν τόν έδεσαν, δεν μπορούσε κανείς. Και ανεβήκαμε κι εμείς στα άλογα και φύγαμε τριγύρω του όλοι μαζί. Και όλοι τρέχαμε καλπάζοντας αργά–αργά, απ’ τή λύπη. Ούτε κι εκείνοι τού γκούρα τρέχαν πολύ περισσότερο και μέναμε όλοι πίσω του τότε, αργά.

      Αλλά ο οδυσσέας δεν μπορούσε να πηγαίνει αργά με τό άλογο. Κι ο διάολος μέσα του τέτοιος που ήτανε, τόν τσιγκλούσε να τρέχει και να φεύγει μακρυά. Κι ύστερα, αφού έκανε μια βόλτα και τόν χάναμε από τά μάτια μας λίγο ώς πέρα, ξαναγυρνούσε αυτός παιχνιδίζοντας και μάς πλησίαζε πάλι γελώντας και συγκρατώντας τό άλογο, και δείχνοντάς μας με τόν τρόπο του ότι ήθελε παρέα να τρέξουμε έστω για λίγο και εμείς μαζί.

      Κι εμείς είμαστε λυπημένοι, και πηγαίναμε αργά, σαν να τού κάναμε τήν κηδεία και να μην ήταν πια μπροστά μας εδώ, κι αυτός μετά από λίγο ανυπόμονος πάλι απομακρυνόταν γελώντας και παίζοντας : και χανόταν για λίγο με τό άσπρο τό άλογο στην κοιλάδα εκεί μέσα βαθειά, πριν τόν ξαναδούμε να παίρνει τή στροφή και να έρχεται και να γυρίζει ξανά και όλοι μας λέγαμε τότε από μέσα μας

      Δεν φεύγει θε μου να γλυτώσει.

απόσπασμα από τό μυθιστόρημα βιογραφίες αγνώστων
 
η αφήγηση που αναφέρεται στο κείμενο : από τό βιβλίο τής Ειρήνης Σπανδωνίδου : «Τραγούδια τής Αγόριανης» (Αθήνα, Πυρσός, 1939) 
ξαναβρήκα τίς επιστολές τού ανδρούτσου στο βλογ κλεφτουριά μια που δεν έχω μαζί μου τά βιβλία τώρα (και μού ’κανε κι ένα καλό, γιατί μπορώ να διορθώσω εδώ ένα λάθος τής μνήμης (μου) : τά περί τόν «δαίμονά του» δεν είναι στο γράμμα του προς τούς γαλαξειδιώτες [ 22 μαρτίου 1821 // σαν σήμερα δηλαδή… ] ( : … Τί τή θέλουμε, βρε αδέρφια, τούτη τή πολυπικραμένη ζωή, να ζούμε από κάτω στη σκλαβιά και τό σπαθί τών Τούρκων ν’ ακονιέται εις τά κεφάλια μας ; Δεν τηράτε που τίποτα δεν μάς απόμεινε ; /…/ Ότι θα κάνομε πρέποντας, είναι να τό κάμομεν μιαν ώρα αρχύτερα γιατί ύστερα θα χτυπάμε τό κεφάλι μας… Μια ώρα πρέποντας είναι να ξεσπάσει αυτό τό μαράζι, όπου μάς τρώγει τήν καρδιά ) αλλά σ’ εκείνο προς τόν αναστάσιο λόντο : ( Μολονότι εκέρδιζα εν καιρώ Τουρκίας, ο διάβολος μου μού αφήρεσεν αυτήν τήν κλίσιν… ) και νά ένα μέρος αυτής τής επιστολής, φωτοτυπία από τό phorum.gr
 
    

 

οι φωτογραφικές ανατυπώσεις τών επιστολών : από εδώ  
η εικόνα τού Ανδρούτσου στο άλογο : από τή σελίδα δημοτικό σχολείο γραβιάς 
η φωτογραφία τής επιστολής τού Κριεζώτη προς τόν Κωλέττη, από τή σελίδα  αργυρό εύβοιας 

  

  

 

 

 

 

 

 

 

Start a Blog at WordPress.com.