σημειωματαριο κηπων

12 Ιουλίου 2019

λογια του αερα (ή του ινμποξ)

 

 

 

κι ημουν μεγαλη κι ημουν νεα κατα καιρους
κι ημουν μεγαλη το πρωι και νεα το βραδυ
α, πότε λοιπον θα μπορεσω να ’μαι χαρουμενη ;
καλο θα ’ναι να μην αργησει

 

παραφραζω ενα ποιημα του μπρεχτ – οχι σοβαρα, του αλλαξα απλως το φυλο

ενας φιλος στο ινμποξ φταιει για ολ’ αυτα τελικα – αυτα που θελω να πω σημερα – φταιει για το θαρρος του να μού πει οτι του αρεσουν πολυ οι ευχες

εμεινα καταπληκτη : και μενα μ’ αρεσουν

αλλά πόσα χρονια μού πηρε να το παραδεχτω – αυτο το απλο πραγμα –

οταν ημουν μικρη οι γιορτες ηταν ιερές στο σπιτι – υπηρχαν τελετουργίες – οι τελετουργιες αποθανατιζοντουσαν απο τους ρεπορτερ της εφημεριδας – ενας φιλος μου φωτογραφος, χρονια μετα κοιτωντας κατι φωτογραφιες μου, οικτρα παιδικες με παιδακια και τουρτες, μού ξεφουρνισε ξαφνικα «μα τι φορματ ειν’ αυτο, αυτες οι φωτογραφιες ειναι δημοσιογραφικες», «ναι» λεω λοιπον, ο μπαμπας ειχε μονιμη σχεση ερωτικη με τους φωτογραφους, και τους κουβαλαγε στα γενεθλια, και του τις εμφανιζανε και του τις φερνανε σ’ αυτο το μεγεθος υστερα, κι ετσι μενανε στην οικογενειακη πινακοθηκη – μαζι με τις φωτογραφιες απ’ τα ρεπορταζ, εδω με τον μέρτεν, εκει με τον πλουμπιδη (κι ας ειχε γραψει τα συνηθη δημοσιογραφικα ανειπωτα – τα διαβασα μετα στο αρχειο του, μετα απο χρονια – θεουλη μου)

κι ετσι κι ας μην καταλαβαινα ακομα τιποτα, ολ’ αυτα με καταπίεζαν ελαφρως, με σφιγγανε μ’ εναν περιεργο τροπο, διοτι ημουν αντισυμβατικο ασφαλως βλαμμενο

στην ονομαστικη γιορτη του πατερα μου το σπιτι γεμιζε τουρτες, ηταν εθιμο τοτε, να ανταλλασσουνε γλυκα μεταξυ τους, κουτσοι στραβοι αναμεταξύ τους, συναδελφοι και φιλοι, ώς και γνωστοι

ηταν ενα πανηγυρι ομως, το δοκιμαστηρι των διαφόρων ειδων, για μας, τα σοφα κι αντισυμβατικα βλαμμενα – η πρωτη φορα που εμφανιστηκε κουτι με καραμελωμενα φυστικια εγινε ας πουμε αποθεωση

ετσι οι διαφοροι γνωστοι και οι φιλοι – με την καρτουλα τους πανω στο κουτι – παιρνανε βαθμο αναλογως της επιτυχιας τού περιεχομένου

μερικοι ειχαν μονιμως γκραν σουξε, ητανε καθε χρονο πρωτοι – θυμομουνα τα ονοματα κι εφτιαχνα τα γελαστα προσωπα τους στον υπνο μου, κι ας μην τους ειχα δει ποτέ

ουτε θα τους εβλεπα : το ’σκασα απ’ το σπιτι εγκαιρως

εκτοτε εγινα οπαδος της απολυτης σοβαροτητας και στην πραξη, κι εκανα φιλους μόνο οπαδους της απολυτης σοβαροτητας και στην πραξη – ελαφρως βλαμμενοι ολοι, και σ’ αυτη την περιπτωση

θυμαμαι το βραδυ που απ’ τα τριανταεννια θα το γυρναγα στα σαραντα : μ’ ειχε πιασει μια περιεργη δεισιδαιμονία οτι κατι θα ’τρεχε στα γυφτικα, μολονοτι ορκισμενη σοβαρη, και με σοβαρους φιλους

το ειπα στο καλυτερο μου φιλο : «σ’ ενα τεταρτο θα ειμαι σαραντα, να μου πεις χρονια πολλα σε παρακαλω»

αυτες ηταν κουβεντες σε αγνωστη γλωσσα ομως : μιλησαμε πολυ, μιλησαμε αρκετα, αλλά δεν μού ευχηθηκε : ηταν κι αυτος ορκισμενος αντισυμβατικος – οπως ολοι μας

πρωτη φορα με πειραξε ομως κατι τοσο πολυ ισως

εφυγα και πηγα στο μπαρ να βρω τους αλλους μου φιλους

τους ειπα, το και το, γενεθλια, κι ο αριθμος απαισιος, τι αριθμος ειν’ αυτος, το και το, πλακωθηκαμε στις αγκαλιες και στις ευχες, μου παιξανε ολα τα δισκακια με τα χαπυ μπερθνταιη σ’ ολες τις γνωστες και μη–γνωστες εκδοχες, κι υστερα ηπιαμε ο,τι υπηρχε και δεν υπηρχε και γιναμε λυωμα, και επιτελους ειμαστε σοβαροι, ως ανθρωποι κανονικοι

τα χρονια της ενδοξης και παγερης συνεπειας (κι αντισυμβατικοτητας) αυτο το «ανθρωπος κανονικος» σού λειπει και το θλιβερο ειναι οτι δεν εννοεις να το παραδεχτεις

ελεγα παντα, και για χρονια, οταν δεν τις ειχα πια, οτι δεν μου λειπουν οι ευχες, κι οτι δεν τις ηθελα : μεχρι που σημερα διαπιστωσα, μ’ αυτο το περιεργο πραμα το ινμποξ (στο οποιο χρωσταω αλλωστε πολλα, οφειλω αυτο να το παραδεχτω) οτι υπαρχει και μια αλλου ειδους γενναιοτητα, και μαγκια, και αντισυμβατικοτητα : αυτη τού να λες «μ’ αρεσει να μου ευχονται, μού κανει καλο» (επιβεβαιωνονται μ’ εναν μεταφυσικο λες τροπο και οι τροπον τινα φιλίες ετσι)

ειναι πιο πολυπλοκη η ζωη μας απ’ την απλη (και μουντη) συνεπεια στις σπουδαιες βασικες μας αρχες : μπορει να το υποψιαζομουνα αλλά δεν το ειχα καταλαβει – θα βαλω και τη δικια μου ημερομηνια λοιπον εδωμεσα, που ως τωρα θεωρουσα οτι δεν αφορουσε κανεναν καθως ειμαστε ολοι σοβαροι ανθρωποι

εξαλλου

ah but i was so much older then
i’m younger than that now

 

 

 

φωτογραφιες robert doisneau

 

πρωτη δημοσιευση φέϊσμπουκ

 

 

 

 

 

 

20 Μαΐου 2015

η έμιλυ η φήμη και η δυσώδης ξυπολησιά

 

society for me my misery

 

η φήμη και η δόξα – τί νόημα μπορεί να έχει για έναν σοβαρό άνθρωπο η φήμη και η γνώμη τών άλλων γι’ αυτόν ; αν εξαιρέσουμε τούς άλλους, τούς φαιδρούς, που θέλουν τή φήμη για να βγάλουν λεφτά ή να χτίσουν (τό δεύτερο σπίτι ή τό) εξοχικό, οι άλλοι, οι κανονικοί κατασκευαστές κόσμων (η διατύπωση είναι τού αλέξανδρου σχινά, αλλά μέ εκφράζει τόσο) αυτοί αν καμιά φορά τή θέλουν, τή θέλουν μόνο για να νιώσουν ότι τούς αγαπάνε. Δεν γίνεται να φτιάχνεις κόσμους δηλαδή και να μη νιώθεις ότι κάποιος θέλει να τούς κατοικήσει. Κι όμως. Όσο πιο σπουδαίοι είν’ οι κόσμοι, τόσο πιο ανοίκειοι και τόσο περισσότερο εξοικειώνεσαι με τή μοναξιά τού κατασκευαστή πριν απ’ τό τέρμα. Θυμώνουν ; Μπορεί, αλλά κατά κανόνα δεν τό δείχνουν. Υπάρχει αυτό τό πρόσωπο τής ειρωνείας, τής προσαρμογής ή τής προσγείωσης. Τού κυνισμού εντέλει ( : τί μαλάκες που είσαστε, μείνετε στις καλύβες σας.) Οι περισσότεροι τό κρατάνε έτσι μέχρι τό τέλος (συνήθως τελευτούν νωρίς). Μέσ’ απ’ τά συμφραζόμενα όμως καταλαβαίνουμε τή θλίψη τους κάποτε. Ο σταντάλ ας πούμε ήτανε ευχαριστημένος, έλεγε, εφόσον είχε τρεις καλούς αναγνώστες (έλεγε επίσης, ότι φυσικά ήξερε πως στο μέλλον θα είχε περισσότερους : – «παίζω σ’ έναν αριθμό που κληρώνει σε ογδόντα χρόνια» είχε πει κάπου στα 50 του…) (έπεσε ακριβώς μέσα : 80 χρόνια μετά τόν θάνατο του άρχισε να τόν ανακαλύπτει τό πλήθος), η καρδιά του όμως δεν άντεξε τόσο πολύ – νωρίς (για μένα) έπεσε κάτω στο πεζοδρόμιο («δεν βρίσκω τίποτα κακό στο να πεθαίνει κανείς στον δρόμο φτάνει να μην τό κάνει επίτηδες» είχε γράψει στο ημερολόγιό του). Ο τσέζαρε παβέζε πάλι είχε γράψει στο δικό του ημερολόγιο «δεν είμαι καθόλου φιλόδοξος, γιατί είμαι πολύ περήφανος» – ούτε κι αυτός άντεξε πάρα πολύ πάντως να ’ναι μόνος και περήφανος – πολύ νωρίς (για μένα) φύτεψε μια σφαίρα στο κεφάλι του και ησύχασε : Τά ίδια και ο κλάϊστ – η αίσθηση απομόνωσης ίσως γι αυτόν έγινε πλήρης όταν δεν εύρισκε ούτε θέατρο για ν’ ανεβάσει αυτό που σήμερα όλοι αναγνωρίζουμε σαν τελευταίο του αριστούργημα – είχε τή βεβαιότητα δε, ότι δεν τού ’χε μείνει τίποτα φιλικό, τίποτα που να τόν αγαπάει ή να τόν ζεσταίνει ( : ακόμα και ο ήλιος, έλεγε, τόν πλήγωνε), βρήκε λοιπόν μία γυναίκα πρόθυμη να καταλαβαίνει τίς κατασκευές του, και μαζί κατασκεύασαν τήν αυτοκτονία τους (πάρα πολύ νωρίς για όλους).

Δεν μάς αρέσει βέβαια και τόσο η συζήτηση, είναι και λίγο καταθλιπτική – και δεν τούς προτιμάμε τόσο ήρεμα, και μοιρολατρικά θα ’λεγε κανείς, προσγειωμένους, και θα τούς θέλαμε ίσως θυμωμένους…
Αν η ίδια τους η ζωή δεν δείχνει εμμέσως όμως πόσο θυμωμένοι ήτανε, αν δεν τό δείχνουν οι θάνατοί τους, δεν ξέρω πώς αλλιώς μπορούμε να τό καταλάβουμε – δεν έχω πολλά παραδείγματα μεγάλων κατασκευαστών που νά μάς σιχτιρίσανε ευθέως και ευθαρσώς. Ίσως η ίδια η δουλειά να εμπεριέχει όμως ανακαλύψεις. Τίς προάλλες εγώ για παράδειγμα θυμήθηκα ένα έμμεσο σιχτίρισμα, από γυναίκα. Βρισίδι καλλιτεχνικότατο, ποιητικότατο, κανονικότατο.

Η έμιλυ ντίκινσον έχει γράψει αυτό τό ποίημα για τή φήμη :

Fame is a bee.
It has a song –
It has a sting –
Ah, too, it has a wing.

που τό ’χω μεταφράσει εγώ έτσι :

η φήμη μέλισσα είναι
κι έχει τραγούδι
κι έχει κεντρί
κι έχει, α, φτερό

Ειδοποιώ : δεν θα σταθώ στη συζήτηση που είχα προ ημερών, στη νεοαποκτηθείσα σελίδα μου ευρείας καταναλώσεως (τά μπλογκ πλέον έχουν αρχίσει να ’χουν έναν αέρα αριστοκρατικής απομόνωσης) ως προς τίς άλλες πιθανές εκδοχές λέξεων και στίξης – τούς μεταφραστικούς αυτούς προβληματισμούς μπορείτε να τούς δείτε στον σύνδεσμο – θα σταθώ όμως απλώς λίγο στο ότι μ’ αυτήν τήν ευκαιρία συνειδητοποίησα πως και εδώ πραγματοποιήθηκε απόλυτα τό αξίωμα τού χάϊνριχ φον κλάϊστ : ναι, καθοδόν, μιλώντας, διαμορφώνει κανένας τίς ιδέες του

Γιατί με τή συζήτηση, και με τά πώς και τά γιατί τής «μέλισσας» τού «κεντριού» και τού «φτερού», αναγκάστηκα τέλος να θυμηθώ, τούς λόγους που τό έγραψε η έμιλυ αυτό τό ποίημα (αφελής η διατύπωση, αλλά πώς αλλιώς να τό πω ; ) : στην πραγματικότητα βρήκα ξεκάθαρα τά ίχνη τού θυμού της καθώς μάλιστα θυμήθηκα τό γράμμα της σ’ εκείνον τόν (μοναδικό) (περίπου) αναγνώστη της, όπου τού έγραψε πεζότατα άλλοτε για φήμη. Και τότε συνειδητοποίησα πως η έμιλυ, με όλους όσους δεν τήν καταλάβαιναν, και δεν τήν ήξεραν, και δεν θέλανε να τήν ξέρουν, ήτανε θυμωμένη. Και έτσι μάς τακτοποίησε όλους περίφημα.

Βέβαια μάς τακτοποίησε κυρίως γράφοντας τό ποίημα, αλλά τό ποίημα είναι ντικινσόνειο (πολύ περισσότερο απ’ τό πεζό) : ντικινσονικό είναι όμως εντέλει και τό πεζό. Επίσης, αν έχει κανείς υπόψη του τό πεζό, τού λύνονται και πολλά προβλήματα σε σχέση με τό ποίημα (και με τά πώς και τά γιατί τών μεταφράσεων) – διότι, όσο κι αν είναι απ’ τήν αρχή σαφές ότι τό «φτερό» συνοδεύεται από «κεντρί», κι ότι δεν έχει σχέση με τίποτα ανυψωτικά και μεταφυσικά φτερουγίσματα (που θα κολάκευαν τή φήμη ως εκ θεού), κι ότι δεν δίνει σε καμία περίπτωση εικόνα τό «φτερό» (έτσι, στον ενικό) από πουλί και πνεύμα άγιο που πετάει αλλά αντιθέτως, δίνει εικόνα σταθερή από πράγμα που (εκτός που πληγώνει) φεύγει συγχρόνως μακριά, απομακρύνεται κι εξαφανίζεται – τό ποίημα δηλαδή ευθαρσώς μιλάει για φήμη που απουσιάζει κι όχι για πέταγμα που απογειώνει

Εντούτοις, τό γράμμα προς τόν κύριο higginson είναι πολύ σαφέστερο, και, ω τής εκπλήξεως, περίπου θυμωμένο – καθώς εμπεριέχει και αυτή τήν καταπληκτική στην επιθετικότητά της, προσγειωμένη, αποφασισμένη, και εκνευρισμένη πρόταση : «If fame belonged to me, I could not escape her ; if she did not, the longest day would pass me on the chase, and the approbation of my dog would forsake me then. My barefoot rank is better.»

που εγώ τή μεταφράζω τώρα έτσι :

Αν μού ανήκε η φήμη, δεν τήν γλύτωνα –
Αν όμως δεν μού ανήκει, μέρα ατέλειωτη να ’τρεχα πίσω της δεν θα τήν φτάσω
Και δεν θα μέ συχώραγε κι ο σκύλος μου –
Η δυσωδία τής ξυπολησιάς μου είναι καλύτερη.

Λοιπόν ναι, η έμιλυ μάς λέει γενναία πως όσοι δεν τήν καταλαβαίνουν και τήν αγνοούν, βρωμούν και ζέχνουν…
και μέσα στους δικούς της, πάντοτε μυστικούς, περίτεχνα κρυμμένους κόσμους, η περιφρόνησή της – προς μια δόξα που βλέπει ότι δεν πρόκειται να τή συντροφέψει εν ζωή – τά άλλα ούτε τά ξέρει ούτε και θέλει να τά φανταστεί ούτε και βέβαια παρηγορούν – είναι απόλυτη : καλύτερα η βρώμα τής ξυπολησιάς από εκείνην τής ηλιθιότητας μάς λέει – και φυσικά πιο πολύ τή νοιάζει, επίσης, η γνώμη τού σκύλου της.

 

 

 

γράμματα στον χίγκινσον – στο ένα (με δυσκολία) διαβάζω :
«If ever you lost a friend – Master – you remember you could
not begin again because –– there was no world – A breathless
death is not so cold as a death that breathes
»
1878 (ελαφρώς παραλλαγμένο (προφανώς στη
φωτογραφία έχουμε ένα πρόχειρο τής ίδιας σκέψης…)
τό βρίσκω
εδώ)

 

 

 

 

 

 

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: