σημειωματαριο κηπων

27 Δεκεμβρίου 2012

jonathan swift / «να ζήσουμε όλες τίς ημέρες»

.

   τό στωικό σόφισμα, περί ικανοποιήσεως τών αναγκών μας διά τού περιορισμού τών επιθυμιών μας, μοιάζει σαν να πρέπει να κόψουμε τά πόδια μας τή φορά που θα χρειαστούμε παπούτσια

   εάν κάποιος κατέγραφε τίς απόψεις του για τόν έρωτα, τήν πολιτική, τή θρησκεία, τή μάθηση κτλ., αρχίζοντας από τή νεότητά του αδιάκοπα μέχρι τά γηρατειά, τί απίθανο συνονθύλευμα από αντιφάσεις και ασυνέπειες θα εμφανιζόταν στο τέλος!

   η αξία τών διαφόρων γεγονότων τής Ιστορίας μειώνεται πάρα πολύ από τήν απόσταση τού χρόνου που παρεμβάλλεται, αν και κάποια δευτερεύοντα περιστατικά είναι ιδιαιτέρως σπουδαία· απαιτείται όμως αυξημένη ευθυκρισία , από τούς συγγραφείς, για να τά διακρίνουν

   όταν μια πραγματική μεγαλοφυΐα εμφανίζεται στον κόσμο, μπορείτε να τήν αναγνωρίσετε από αυτό τό σημάδι : όλοι οι ανόητοι συνασπίζονται εναντίον της

   είναι ανόητο να τιμωρείς τούς δειλούς με ατίμωση, γιατί αν τήν υπολόγιζαν δεν θα ήταν δειλοί· η τιμωρία που τούς ταιριάζει είναι ο θάνατος, γιατί αυτόν φοβούνται πιο πολύ

   άμα κάποιος προσέξει στους δρόμους γύρω του, πιστεύω ότι θα ανακαλύψει τίς πιο εύθυμες φυσιογνωμίες στις άμαξες μέσα, που ακολουθούν μια κηδεία

   η φιλοδοξία, συχνά, κάνει τούς ανθρώπους να προσφέρουν τίς πιο χαμερπείς υπηρεσίες· έτσι, η αναρρίχηση πραγματοποιείται με τήν ίδια ακριβώς στάση όπως η έρπυση 

   τό να είναι κανείς ματαιόδοξος είναι δείγμα ταπεινότητας παρά υπερηφάνειας. Οι ματαιόδοξοι άνθρωποι ευχαριστιούνται να λένε για τίς τιμές που τούς έγιναν, τίς σπουδαίες παρέες που έκαναν, και τά άλλα παρόμοια, με τά οποία είναι σαν να παραδέχονται ότι οι διακρίσεις αυτές υπερέβαιναν τήν αξία τους, και ότι οι γνωστοί τους δεν θα τό πίστευαν, αν οι ίδιοι δεν τούς τό έλεγαν. Αντιθέτως, ένας άνθρωπος πραγματικά υπερήφανος θεωρεί και τίς μεγαλύτερες ακόμη τιμές κατώτερες τών αρετών του, και δεν καταδέχεται να κομπάσει. Για τόν λόγο αυτόν παραδίδω, σαν αξίωμα, τό εξής : αυτός που τού αρέσει να είναι υπερήφανος πρέπει διαρκώς να αποκρύβει τή ματαιοδοξία του

   εάν τά βιβλία και οι νόμοι συνεχίσουν να αυξάνονται στον ρυθμό που τό κάνουν τά τελευταία πενήντα χρόνια, ανησυχώ, κάπως, για τίς μέλλουσες γενεές : με ποιον τρόπο, δηλαδή, κάποιος θα μπορέσει να μορφωθεί, ή να γίνει δικηγόρος

   όταν κάποιος μέ κάνει να κρατάω τίς αποστάσεις μου, τό παρήγορο είναι ότι και αυτός κρατάει ταυτόχρονα τίς δικές του 

   μάς λένε ότι η θρησκεία δεν θα πρέπει να γελοιοποιείται· και έχουν δίκιο, αν και, βεβαίως, η διαφθορά στους κόλπους της θα πρέπει· γιατί, αφού διδασκόμεθα από τό παμπάλαιο ρητό ότι η θρησκεία είναι τό καλύτερο από όλα τά πράγματα στον κόσμο, κατά τρόπον ανάλογο, η διαφθορά της πρέπει να είναι τό χειρότερο

   ο αναγνώστης που επιθυμεί να κατανοήσει απόλυτα τίς σκέψεις κάποιου συγγραφέα δεν μπορεί να ακολουθήσει καλύτερη μέθοδο από τό να βάλει τόν εαυτό του στις περιστάσεις και τίς συνθήκες τής ζωής που βρέθηκε ο συγγραφέας, καθ’ ον χρόνο απέρρεε από τήν πέννα του κάθε σπουδαίο εδάφιο· αυτό θα προκαλέσει μια ισότιμη και ακριβή ανταπόκριση ιδεών, μεταξύ αναγνώστη και συγγραφέα

   ο φόρος στο χαρτί δεν θα ελαττώσει καθόλου τόν αριθμό τών «γραφιάδων» που μάς ενοχλούν καθημερινά

   τίποτε άλλο δεν συμβαίνει τόσο συχνά όσο τό να συμπεραίνουν οι σχολιαστές μιαν ερμηνεία τήν οποία ο συγγραφέας δεν υπενόησε ποτέ

   ελάχιστοι άνθρωποι, για να πούμε τήν αλήθεια, ζουν στο παρόν, αν και παίρνουν τά μέτρα τους για να ζήσουν και αυτοί κάποτε στο μέλλον

   η ταβέρνα είναι ένας τόπος όπου η τρέλα πουλιέται με τό μπουκάλι

   κανένας δεν είναι τόσο τυφλός όσο αυτός που δεν θέλει να βλέπει

   μού έδειξε τόν κατάλογο τών εδεσμάτων του για να μέ δελεάσει να δειπνήσω μαζί του. Πουφ! τού είπα εγώ· δεν μέ ενδιαφέρει ο κατάλογος τών φαγητών σας, αλλά ο κατάλογος τών προσκεκλημένων σας

   η Σοφία είναι μια αλεπού, η οποία, μετά από μεγάλο κυνήγι, θα σάς ξεπληρώσει, στο τέλος, τούς μόχθους τού ξετρυπώματος. Είναι ένα τυρί, τό οποίο όσο πιο πλούσιο περιεχόμενο έχει τόσο πιο παχύ, άσχημο και τραχύ είναι τό περίβλημά του· και για τήν εκτίμηση τής γεύσης του, τά σκουλήκια είναι οι πιο καλοί κριτές. Είναι ένα φλασκί με «posset», όπου όσο πιο βαθιά κατεβαίνεις τόσο πιο γλυκό θα τό βρίσκεις. Η Σοφία είναι μια κότα, τής οποίας πρέπει να εκτιμήσουμε τό κακάρισμα, διότι θα συνοδευθεί από ένα αυγό. Τελικά, όμως, είναι και ένα καρύδι, τό οποίο, αν δεν τό διαλέξεις σωστά, μπορεί να σού κοστίσει κάποιο δόντι, και να σέ ανταμείψει με σκουλήκια μονάχα

   μισούσα πάντα όλα τα έθνη, τά επαγγέλματα και τίς κοινότητες, και όλη η αγάπη μου είναι στραμμένη σε συγκεκριμένα άτομα. Για παράδειγμα, μισώ τή φυλή τών Νομικών, αλλά αγαπώ τόν Συνήγορο ή τόν Δικαστή, σαν μονάδα. Τό ίδιο νιώθω με τούς Ιατρούς, τούς Στρατιώτες, τούς Σκώτους, και πάει λέγοντας· αλλά, κυρίως, μισώ και απεχθάνομαι αυτό τό ζώο που λέγεται Άνθρωπος, αν και αγαπάω ειλικρινά τόν Γιάννη, τόν Πέτρο, τόν Θωμά και τούς υπολοίπους

   μισώ οτιδήποτε έχει τίτλο, εκτός από τά βιβλία μου· αλλά, ακόμη και σε αυτά, όσο συντομότερος είναι ο τίτλος τόσο τό καλύτερο

   μια μεγάλη βιβλιοθήκη μέ κάνει πάντα μελαγχολικό, αφού ο άριστος συγγραφέας στριμώχνεται εκεί και δεν διακρίνεται, όπως ένας σπουδαίος επίσημος στον συνωστισμό μιας στέψης

   στον τομέα τού σύγχρονου πνεύματος όλα τά τυπωμένα σκουπίδια εξωραΐζονται με αναρίθμητες παύλες και αποσιωπητικά

   μού αρέσουν οι καλές έντιμες γνωριμίες· μού αρέσει να είμαι ο χειρότερος τής παρέας

   θεωρώ ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι ολότελα δυστυχισμένος, εκτός και αν καταδικαστεί να ζήσει στην Ιρλανδία

   ήταν πολύ τολμηρό πρόσωπο αυτός που έφαγε πρώτος στρείδια

   είθε να ζήσεις όλες τίς ημέρες τής ζωής σου

   η κυβέρνηση εκείνη που δεν στηρίζεται στη συναίνεση τών κυβερνομένων είναι ο απόλυτος προσδιορισμός τής δουλείας

   είμαι τής γνώμης ότι είναι προτιμότερο για μία γλώσσα να μην είναι απολύτως τέλεια για να έχει τή δυνατότητα  να αλλάζει διαρκώς

   είμαι, κατά τρόπο αξιοθαύμαστο, εξοικειωμένος με τήν απόλαυση που μού παρέχουν οι ευγενέστατοι αναγνώστες μου, αν και έχω συχνά, με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, παρατηρήσει ότι μία μύγα, που ελκύθηκε από ένα δοχείο με μέλι, θα καθίσει και θα τελειώσει, πάραυτα, ορεξάτη τό γεύμα της με ένα περίττωμα

   ο ορθός λόγος είναι ένας πολύ ελαφρός ιππέας, γι’ αυτό και αποτινάσσεται πολύ εύκολα

   νομίζεις ότι γεννήθηκα σε δάσος για να φοβάμαι τίς κουκουβάγιες ;

   η ισχύς παραμένει αδικαίωτη, εκτός και αν χρησιμοποιηθεί προς υπεράσπιση τών αθώων

jonathan swift : 1667 – 1745

.

.

.

  

.

.

τά παραπάνω αποσπάσματα είναι (σε δική μου ταξινόμηση) από τό : τζόναθαν σουΐφτ «επιλογή από τό έργο του» / σε μετάφραση δημοσθένη κορδοπάτη / εκδόσεις «στιγμή», 2004 | μολονότι και η προηγούμενη έκδοση περιέχει μια εκτενή βιογραφία από τόν μεταφραστή, είδα τώρα ότι κυκλοφορεί και αυτοτελώς μια βιογραφία τού σουΐφτ, πάλι από τόν δημοσθένη κορδοπάτη, στις εκδόσεις «μελάνι», 2010 |

.

.

.

έφτιαξα τήν ανάρτηση αυτή για πρωτοχρονιάτικη τών κήπων μια που σκοπεύω να λείψω για λίγο,
και
εύχομαι να μάς παν όλα φέτος όσο καλύτερα γίνεται,
και
να ζήσουμε κι εμείς, μαζί με τόν ανωτέρω ανήλεο είρωνα παπά, όλες τίς ημέρες τής ζωής μας

.

.

.

.

.

.

.

8 Δεκεμβρίου 2012

g. k. chesterton : χριστούγεννα

Filed under: βιβλία,διαβάσματα,δοκίμιο — χαρη @ 10:35 μμ
Tags:

.

.

.

   Δεν υπάρχει πλέον επικίνδυνη ή απεχθής συνήθεια από τό να γιορτάζει κανείς πρόωρα τά Χριστούγεννα, όπως συμβαίνει μ’ εμένα σε τούτο τό άρθρο. Η ίδια η ουσία μιας χρονιάρας μέρας έγκειται στο ότι μάς επιβάλλεται ξαφνικά και με λαμπρότητα, κι ενώ τή μια στιγμή δεν είναι γιορτή, τήν επομένη είναι. Μέχρι μια κάποια ώρα υποφέρεις από μονοτονία και θλίψη· διότι είναι μόνον Τετάρτη. Μα μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα η καρδιά σου σκιρτά κι η ψυχή με τό σώμα σου χορεύουν αντάμα ως εραστές· διότι, εν ριπή οφθαλμού, έχει φτάσει η Πέμπτη. Θεωρώ δεδομένο (φυσικά) πως ανήκεις στους οπαδούς τού Θωρ και πως, άπαξ τής εβδομάδος, τιμάς τήν αφιερωμένη σ’ αυτόν ημέρα, πιθανώς με ανθρωποθυσία. Εάν από τήν άλλη μεριά συγκαταλέγεσαι μεταξύ τών σύγχρονων Εγγλέζων χριστιανών, χαιρετίζεις (φυσικά) τήν έλευση τής Κυριακής τών Εγγλέζων με τήν ίδια έκρηξη χαράς. Πάντως υποστηρίζω πως όποια ημέρα κι αν είναι για σένα εορταστική ή συμβολική, έχει σημασία η μεσολάβηση κάποιου ξεκάθαρου διαχωριστικού ορίου ανάμεσα σ’ αυτή και στη χρονική περίοδο που προηγείται. Άλλωστε, ήταν μέσα στο πνεύμα τών παλαιών σοφών εθίμων τών σχετικών με τά Χριστούγεννα κανείς να μην αγγίζει ούτε να βλέπει ούτε να μαθαίνει ούτε να μιλά για οτιδήποτε σχετικό, πριν τόν ερχομό τής ημέρας τών Χριστουγέννων. Στα παιδιά, λόγου χάρη, τά δώρα δεν προσφέρονταν ποτέ προτού φτάσει η καθορισμένη ώρα. Τά δώρα παρέμεναν συσκευασμένα σε καφετί περιτύλιγμα και καμιά φορά από μέσα ξεπρόβαλλε τυχαία τό χέρι καμιάς κούκλας ή τό πόδι κανενός γαϊδάρου. Μακάρι αυτή η γενική αρχή να εφαρμοζόταν ομοίως στις σύγχρονες χριστουγεννιάτικες τελετές και εκδόσεις. Θα έπρεπε, μάλιστα, τούτη η αντίληψη να γίνει σεβαστή ιδιαιτέρως από εκείνα που αποκαλούνται χριστουγεννιάτικα τεύχη τών περιοδικών. Οι εκδότες τού περιοδικού τύπου παραδίδουν στην κυκλοφορία τά εορταστικά τεύχη τόσο νωρίς, ώστε υπάρχουν μεγαλύτερες πιθανότητες ο αναγνώστης να θρηνολογεί ακόμα τή γαλοπούλα τής περασμένης χρονιάς, παρά να συλλογίζεται με τή δέουσα σοβαρότητα τήν αναμενόμενη γαλοπούλα. Τά χριστουγεννιάτικα τεύχη θα έπρεπε να συσκευάζονται σε καφετί περιτύλιγμα και να φυλάγονται για τή μέρα τής γιορτής. Κατόπιν ωρίμου σκέψεως, θα πρότεινα να συσκευάζονται οι εκδότες σε καφετί περιτύλιγμα. Τώρα, κατά πόσον θα επιτρεπόταν να εξέχει τό χέρι ή τό πόδι ενός εκδότη, τό αφήνω στην εκλογή τού καθενός.

   Βέβαια, όλη αυτή η τήρηση μυστικότητας περί τά Χριστούγεννα δεν είναι παρά για λόγους συναισθηματικούς και εθιμοτυπικούς· αν δε σού αρέσουν οι συναισθηματισμοί και οι εθιμοτυπίες, μην τά γιορτάζεις καθόλου. Δεν πρόκειται να τιμωρηθείς γι’ αυτό· εξάλλου, εφόσον δεν βρισκόμαστε πλέον υπό τήν κυριαρχία τών άκαμπτων Πουριτανών που μάς εξασφάλισαν πολιτική και θρησκευτική ελευθερία, δεν πρόκειται να τιμωρηθείς, αν, πάλι, τά γιορτάσεις. Εντούτοις δεν καταλαβαίνω πώς αλλιώς θα μπορούσε κανείς να πάρει μέρος σε τελετή αν όχι με τελετουργικό τρόπο. Εάν ένα πράγμα υφίσταται μόνο και μόνο για να γίνεται με χάρη, τότε, ή κάνε το με χάρη ή μην τό κάνεις καθόλου. Εάν η ουσία μιας τελετής έγκειται στο γεγονός ότι τελείται με επισημότητα, γιόρτασέ τη με επισημότητα, αλλιώς μην τή γιορτάζεις καθόλου. Δεν έχει νόημα να τό κάνεις με κρύα καρδιά· αυτό μάλλον ανελευθερία φανερώνει. Μπορώ να κατανοήσω τόν άντρα που βγάζει τό καπέλο του σε μία κυρία, σύμφωνα με τό τυπικό σύμβολο. Μπορώ να τόν κατανοήσω, λέγω· για τήν ακρίβεια, μού είναι λίαν οικείος. Μπορώ επίσης να κατανοήσω τόν άντρα που αρνείται να βγάλει τό καπέλο του σε μια κυρία, όπως οι παλιοί Κουάκεροι, επειδή θεωρεί τά σύμβολα δεισιδαιμονία. Ωστόσο, ποια θα ήταν η έννοια να εκδηλώνει κανείς μια αυθαίρετη μορφή ευγένειας η οποία δεν θα ήταν μορφή ευγένειας; Σεβόμαστε τόν κύριο που βγάζει τό καπέλο στην κυρία· σεβόμαστε τόν αδιάλλακτο που δεν βγάζει τό καπέλο στην κυρία. Όμως τί θα σκεφτόμαστε για κείνον που έμεινε με τά χέρια στις τσέπες ζητώντας από τήν κυρία να τού βγάλει τό καπέλο, επειδή ο ίδιος ένιωθε κουρασμένος;

   Εδώ έχουμε συνδυασμό αναίδειας και δεισιδαιμονίας· κι αυτός ο παράξενος συνδυασμός έχει κατακλύσει τόν σημερινό κόσμο. Δεν υπάρχει πιο εντυπωσιακή ένδειξη τής απέραντης πνευματικής ένδειας τών νεοτεριστικών τάσεων από αυτή τή γενική διάθεση να διατηρηθούν οι παλιές φόρμες, αλλά να διατηρηθούν ανεπίσημα και χαλαρά. Γιατί να υιοθετήσεις μια ευγενική μορφή συμπεριφοράς αφαιρώντας της κάθε ευγένεια; Γιατί να διαιωνίσεις κάτι που εύκολα θα απέρριπτες ως δεισιδαιμονία, επαναλαμβάνοντάς το ανελλιπώς υπό μορφή αγγαρείας; Υπήρξαν άφθονα δείγματα τέτοιου στενόμυαλου συμβιβασμού. Μήπως δεν αλήθευε, φέρ’ ειπείν, ότι κάποιος παλαβός Αμερικάνος τίς προάλλες προσπαθούσε να αγοράσει τό αβαείο τού Γκλάστονμπέρι και να τό μεταφέρει στην Αμερική πέτρα προς πέτρα; Αυτά τά πράγματα δεν είναι μόνο παράλογα, αλλά και ανόητα. Δεν βρίσκω καν για ποιο λόγο θα έπρεπε ένας κενόδοξος Αμερικάνος κεφαλαιούχος να επισκεφθεί για προσκύνημα τό αβαείο τού Γκλάστονμπέρι. Αν όμως σκοπεύει να απονείμει τιμές στο αβαείο τού Γκλάστονμπέρι, τότε οφείλει να απονείμει τιμές στο Γκλάστονμπέρι. Εάν κινήθηκε από λόγους συναισθηματικούς, γιατί να καταστρέψει τό μέρος; Εάν δεν ήταν από λόγους συναισθηματικούς, γιατί να επισκεφθεί τό μέρος; Αποκαλώντας μια τέτοια ενέργεια βανδαλισμό, δίνουμε λίαν ανεπαρκή και άδικο χαρακτηρισμό. Οι Βάνδαλοι ήταν πολύ συνετός λαός. Δεν πίστευαν στη θρησκεία, κατά συνέπεια τήν πρόσβαλαν· δεν βρήκαν καμιά χρησιμότητα σε ορισμένα οικοδομήματα, κατά συνέπεια τά γκρέμισαν. Ωστόσο δε φάνηκαν τόσο ανόητοι ώστε να ανακόψουν τήν προέλασή τους κουβαλώντας τά συντρίμμια τών κτιρίων που οι ίδιοι κατεδάφισαν. Εκείνοι ήταν τουλάχιστον ανώτεροι τού σύγχρονου αμερικάνικου τρόπου σκέψης. Δεν βεβήλωσαν τίς πέτρες με τή δικαιολογία ότι τίς θεωρούσαν ιερές.

   Αγνοώ κατά πόσον ένα ζώο που θανατώθηκε τά Χριστούγεννα πέρασε καλύτερα ή χειρότερα απ’ ό,τι θα περνούσε αν έλειπαν τά Χριστούγεννα ή τά χριστουγεννιάτικα δείπνα. Γνωρίζω, όμως, πως η αγωνιζόμενη και πάσχουσα αδελφότητα στην οποία ανήκω και χρωστώ τά πάντα, τό Ανθρώπινο Είδος, θα περνούσε πολύ χειρότερα αν έλειπαν συνήθειες σαν τά Χριστούγεννα ή τό χριστουγεννιάτικο δείπνο. Για τό κατά πόσον τό γαλόπουλο που πρόσφερε ο Σκρουτζ στον Μπομπ Κράτσιτ έτυχε λαμπρότερης ή θλιβερότερης πορείας στη ζωή από άλλες ολιγότερο ελκυστικές γαλοπούλες, δεν είμαι σε θέση ούτε καν να μαντέψω τήν απάντηση. Ωστόσο, ότι ο Σκρουτζ έγινε πιο καλός δίνοντας τή γαλοπούλα και ο Κράτσιτ πιο ευτυχής αποκτώντας την, τό ξέρω, όπως ξέρω ότι έχω δύο πόδια. Τί σημαίνουν ζωή και θάνατος για μια γαλοπούλα, αυτό δεν μέ αφορά· όμως μέ αφορά η ψυχή τού Σκρουτζ, τό σώμα τού Κράτσιτ. Τίποτα δε θα μέ καταφέρει να διώξω τή χαρά από τά σπίτια τού κόσμου, να χαλάσω τά γλέντια του, ν’ αποκρούσω τίς προσφορές και τίς αγαθοεργίες τών ανθρώπων στο όνομα κάποιας υποθετικής γνώσης που η Φύση μάς απέκρυψε. Όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, είμαστε πάνω στο ίδιο καράβι, σε φουρτουνιασμένη θάλασσα. Οφείλουμε ο ένας στον άλλο τρομερή και τραγική πίστη. Εάν πιάσουμε καρχαρίες για τή διατροφή μας, ας τούς σκοτώσουμε όσο γίνεται πιο ανώδυνα· ας αφήσουμε ελεύθερο όποιον θέλει να αγαπά τούς καρχαρίες, να περιβάλλει με στοργή τούς καρχαρίες, να τούς δένει κορδέλες στο λαιμό, να τούς ταΐζει ζάχαρη και να τούς μαθαίνει χορό. Παρ’ όλ’ αυτά, εάν ποτέ κάποιος αποφαινόταν πως η ζωή ενός καρχαρία πρέπει να θεωρείται ισάξια τής ζωής ενός ναύτη ή πως πρέπει να επιτρέπεται στον δύστυχο καρχαρία να καταβροχθίζει κανένα νέγρικο πόδι από καιρού εις καιρόν, τότε τόν άνθρωπο αυτό θα τόν περνούσα από ναυτοδικείο – ως προδότη τού σκάφους.

   Δεν υπάρχει πιο ουσιώδης και πιο θεμελιώδης ηθική αναγκαιότητα από τήν εξής : οι μεμονωμένες περιπτώσεις, εφόσον αναγνωρίζονται, θα πρέπει να γίνονται δεκτές ως εξαιρέσεις. Εξ αυτού προκύπτει, θαρρώ, πως μολονότι μπορεί να κάνουμε φρικτά πράγματα κάτω από φρικτές συνθήκες, οφείλουμε πρώτα να είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι βρισκόμαστε πράγματι κάτω από τέτοιες συνθήκες. Έτσι λοιπόν, άπαντες οι σώφρονες ηθικολόγοι παραδέχονται ότι επιτρέπεται να λέει κανείς και κανένα ψέμα μια στο τόσο· ουδείς σώφρων ηθικολόγος, εντούτοις, θα ενέκρινε τήν ενθάρρυνση ενός παιδιού στο να μάθει να ψεύδεται, για τήν περίπτωση που ενδεχομένως κάποτε χρειαστεί να πει κάποιο δικαιολογημένο ψέμα. Έτσι, λοιπόν, συχνά οι κανόνες τής ηθικής τάξης συγχωρούν τόν πυροβολισμό εναντίον τού κλέφτη ή τού διαρρήκτη. Όμως δεν θα δικαιολογούσαν εκείνον που θα πήγαινε στο χωριό τήν ώρα τού κατηχητικού και θα πυροβολούσε τά αγοράκια που θα έδειχναν ότι μεγαλώνοντας μπορεί και να εξελίσσονταν σε διαρρήκτες. Πιθανόν να προκύψει ανάγκη· μα πρώτα θα πρέπει να παρουσιαστεί. Μού φαίνεται ολοκάθαρο πως αν ξεπεράσεις αυτό τό όριο, θα πέσεις σε βάραθρο.

   Εν πάση περιπτώσει, είναι γεγονός ότι θα φάω άφθονη γαλοπούλα αυτά τά Χριστούγεννα· ουδόλως ευσταθεί (καθώς υποστηρίζουν οι χορτοφάγοι) ότι θα τό κάνω χωρίς να έχω συνείδηση τού τί πράττω ή επειδή εσκεμμένα πράττω ό,τι είναι κακό ή ότι η ενέργειά μου συνοδεύεται από αισθήματα είτε ντροπής είτε αμφιβολίας είτε ενοχής. Κατά μίαν έννοια, έχω πλήρη επίγνωση τής πράξης μου· κατά μίαν άλλη έννοια, έχω πλήρη επίγνωση τής άγνοιας όσον αφορά τίς πράξεις μου. Ο Σκρουτζ, οι Κράτσιτς κι εγώ, όπως ανέφερα, είμαστε όλοι επιβάτες τής ίδιας βάρκας· η γαλοπούλα κι εγώ, στην καλύτερη περίπτωση, είμαστε καράβια που διασταυρώνονται μέσα στη νύχτα, ανταλλάσσοντας χαιρετισμό καθώς τό ένα προσπερνά τό άλλο. Τής εύχομαι κάθε καλό· στην ουσία, ωστόσο, είναι σχεδόν αδύνατο να διαπιστώσω κατά πόσον τής συμπεριφέρομαι με ωραίο τρόπο. Μπορώ να αποφύγω, και αποφεύγω με φρίκη κάθε ιδιότυπη και αφύσικη επινόηση που αποβλέπει στο βασανισμό της, τό να μπήγω καρφίτσες στο πετσί της για λόγους ψυχαγωγικούς ή να τήν πετσοκόβω με μαχαίρι για λόγους ερευνητικούς. Κατά πόσον, όμως, θρέφοντάς την λίγο λίγο και σφάζοντάς την διαμιάς για τίς ανάγκες τών αδερφών μου, ωραιοποίησα στα σοβαροφανή της μάτια τήν αλλόκοτη και ξεχωριστή της μοίρα, κατά πόσον τήν κατέστησα δούλο ή μάρτυρα στα μάτια τού Θεού ή τήν έθεσα μεταξύ τών εκλεκτών που αγαπούν οι θεοί και που πεθαίνουν νέοι – αυτό ξεφεύγει τών διανοητικών μου ικανοτήτων πολύ περισσότερο κι από τούς πλέον στρυφνούς γρίφους τού μυστικισμού ή τής θεολογίας. Η γαλοπούλα είναι πιο απόκρυφη και μεγαλειώδης απ’ όλους τούς αγγέλους και τούς αρχαγγέλους. Ώς τώρα, εφόσον ο Θεός μάς έχει μερικώς αποκαλύψει έναν κόσμο αγγελικό, μάς έχει μερικώς εξηγήσει τί σημαίνει άγγελος. Παρ’ όλ’ αυτά, ουδέποτε μάς εξήγησε τί σημαίνει γαλοπούλα. Κι αν πας και παρατηρήσεις ένα ζωντανό γαλόπουλο επί μια–δυο ώρες, στο τέλος θα ανακαλύψεις  πως, αντί να λυθεί, τό αίνιγμα μάλλον βάθυνε. –

.

   με τά αποσπάσματα αυτά από τό λιλιπούτειο βιβλιαράκι «χριστούγεννα» τού g. k. chesterton (εκδόσεις «άγρα» 1986, στην πολύ ωραία μετάφραση τής παλμύρας ισμυρίδου) εύχομαι σ’ όλον τόν κόσμο να μπορέσει να φάει γαλοπούλα φέτος 

   για τό τολμηρό χιούμορ τού τσέστερτον, τίς ιδιόμορφες απόψεις του, τήν παραδοξολόγα κριτική του, και τίς «αστυνομικές» του νουβέλες, μπορεί και να τά ξαναπούμε – αλλά τού χρόνου ! –

.

.

.

.

τό πρωτότυπο : «christmas» στον τόμο δοκιμίων τού g. k. chesterton «all things considered», λονδίνο 1915 | ολόκληρο τό πρωτότυπο τό διαβάζετε και εδώ |

.

.

.

.

.

.

 

 

 

2 Δεκεμβρίου 2012

walter benjamin : ο αφηγητής

.

.

.

.

   «Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», λέει τό παραμύθι. Τό παραμύθι, που ακόμη και σήμερα είναι ο πρώτος σύμβουλος τών παιδιών, γιατί κάποτε υπήρξε κι ο πρώτος τής ανθρωπότητας, συνεχίζει να ζει κρυφά στην αφήγηση. Ο πρώτος αληθινός αφηγητής είναι και παραμένει ο παραμυθάς. Εκεί όπου η κατάσταση ήταν δύσκολη, τό παραμύθι γνώριζε να συμβουλεύει, εκεί όπου η ανάγκη υπήρξε μεγάλη, τό παραμύθι ήξερε αμέσως να βοηθάει. Τό παραμύθι μάς γνωστοποιεί τά πιο πρώιμα μέτρα που πήρε η ανθρωπότητα για ν’ αποτινάξει τόν βραχνά που έβαλε ο μύθος στα στήθη της. Μάς δείχνει με τή μορφή τού χαζού, πώς η ανθρωπότητα «κάνει τή χαζή» απέναντι στον μύθο, μάς δείχνει με τή μορφή τού μικρού αδελφού, πώς μεγαλώνουν οι ευκαιρίες της εάν απομακρυνθεί από τόν μυθικό προϊστορικό χρόνο, μάς δείχνει στη μορφή αυτού που ξενιτεύεται για να μάθει τί είναι ο φόβος, ότι τά πράγματα που μπροστά τους νιώθουμε φόβο είναι διάφανα, μάς δείχνει στη μορφή τού ευφυούς ήρωα ότι τά ερωτήματα που θέτει ο μύθος είναι αφελή (όπως είναι τό ερώτημα τής σφίγγας), μάς δείχνει με τή μορφή τών ζώων που προστρέχουν για να βοηθήσουν τό παιδί τού παραμυθιού, ότι η φύση μπορεί να δεσμεύεται μεν από τόν μύθο αλλά μπορεί πολύ περισσότερο να επικεντρώνεται στον άνθρωπο. Τό πλέον φρόνιμο, έτσι δίδαξε τό παραμύθι πριν από αιώνες τήν ανθρωπότητα κι έτσι διδάσκει ακόμη και σήμερα τά παιδιά, τό πλέον φρόνιμο είναι ν’ αντιμετωπίσουμε τίς εξουσίες τού μυθικού κόσμου με δόλο και υπεροψία. (Έτσι πολώνει τό παραμύθι τό θάρρος· δηλαδή διαλεκτικά : σε δειλία (μ’ άλλα λόγια σε δόλο) και θράσος). Η απελευθερωτική μαγεία που διαθέτει τό παραμύθι δεν φέρνει τή φύση με μυθικό τρόπο στο παιχνίδι, αλλά είναι ο υπαινιγμός τής συνενοχής της με τόν απελευθερωμένο άνθρωπο. Αυτή τή συνενοχή τήν αισθάνεται ο ώριμος άνθρωπος μόνο κάποιες φορές, δηλαδή στην ευτυχία. Τό παιδί όμως έρχεται να τό προϋπαντήσει αρχικά στο παραμύθι και τό κάνει να νιώθει ευτυχισμένο.

.

.

.

//

   Όλο και πιο σπάνια συναντάμε ανθρώπους που μπορούν να διηγηθούν κάτι με τόν δέοντα τρόπο. Όλο και πιο συχνά απλώνεται αμηχανία στη παρέα όταν αρθρώνεται η επιθυμία για μια ιστορία. Είναι ως να αφαιρέθηκε από μάς μια δυνατότητα που μάς φαινόταν αναπαλλοτρίωτη, τό ασφαλέστερο τών ασφαλών. Δηλαδή η δυνατότητα ν’ ανταλλάσσουμε εμπειρίες.

   Μια αιτία αυτού τού φαινομένου είναι πρόδηλη : η τιμή τής εμπειρίας έπεσε. Και φαίνεται σαν να συνεχίζει να πέφτει απύθμενα. Κάθε βλέμμα στην εφημερίδα αποδεικνύει ότι η εμπειρία έφτασε σε μια νέα κρίση, ότι όχι μόνο η εικόνα τού εξωτερικού κόσμου αλλά κι η εικόνα τού ηθικού κόσμου υπέστησαν μέσα σε μια νύχτα αλλαγές, που κανείς ποτέ δεν θεώρησε δυνατές. Με τόν παγκόσμιο πόλεμο άρχισε να εκδηλώνεται μια διαδικασία που από τότε δεν σταμάτησε. Δεν πρόσεξε κανείς στο τέλος τού πολέμου ότι οι άνθρωποι έρχονταν βουβοί απ’ τό πεδίο τής μάχης ; Όχι πιο πλούσιοι – πιο φτωχοί σ’ ανακοινώσιμη εμπειρία. Ό,τι πλημμύρισε κατόπιν, δέκα χρόνια αργότερα, τόν ποταμό τών βιβλίων για τόν πόλεμο ήταν ο,τιδήποτε άλλο εκτός από εμπειρία που πηγαίνει από στόμα σε στόμα.

//

   Μια γενιά που ακόμη πήγαινε σχολείο με τή δημόσια άμαξα, στάθηκε κάτω από τόν ανοιχτό ουρανό, σ’ ένα τοπίο όπου τίποτα άλλο δεν παρέμεινε αμετάβλητο παρά τά σύννεφα, και κάτω απ’ αυτά σ’ ένα δυναμικό πεδίο καταστροφικών ρευμάτων κι εκρήξεων, τό μικρούλι, σαθρό ανθρώπινο σώμα.

//

   Τό πρωιμότερο δείγμα μιας εξελικτικής διαδικασίας, που στο πέρας της βρίσκεται η πτώση τής διήγησης, είναι η εμφάνιση τού μυθιστορήματος στην αρχή τών νέων χρόνων. Ό,τι χωρίζει τό μυθιστόρημα από τό διήγημα (και με μια ειδικότερη έννοια από τό έπος) είναι η ουσιαστική εξάρτησή του από τό βιβλίο. Η εξάπλωση τού μυθιστορήματος καθίσταται δυνατή μόνο με τήν επινόηση τής τέχνης τού τυπογράφου.

//

   Ο μυθιστοριογράφος έχει απομονωθεί. Η γενέθλια κάμαρα τού μυθιστορήματος είναι τό υποκείμενο στη μοναξιά του, τό οποίο δεν δύναται να εκφράσει παραδειγματικά τά σπουδαιότερα ενδιαφέροντά του, τό ίδιο είναι αμήχανο και δεν μπορεί να δώσει καμιά συμβουλή. Να γράφεις ένα μυθιστόρημα σημαίνει να ωθείς στα άκρα τό ασύμμετρο στην έκθεση τής ανθρώπινης ζωής. Εν μέσω τής πληθώρας τής ζωής και μέσα από τήν έκθεση αυτής τής πληθώρας τό μυθιστόρημα αναγγέλλει τή βαθιά αμηχανία τού ζώντος. Τό πρώτο μεγάλο βιβλίο τού είδους, ο «Δον Κιχώτης», μάς διδάσκει κατευθείαν ότι τό ψυχικό μεγαλείο, η γενναιότητα, η ετοιμότητα για βοήθεια (στοιχεία ενός από τούς ευγενέστερους – αυτού ακριβώς τού Δον Κιχώτη) έχουν εγκαταλείψει κάθε ελπίδα ότι θα δώσουν συμβουλή, κάθε ελπίδα ότι θα βρεις μέσα τους τήν ελάχιστη σπίθα σοφίας.

//

   Πρέπει κανείς να στοχαστεί τή μετατροπή τών επικών μορφών επιτελεσμένη με ρυθμούς οι οποίοι μπορούν ν’ αντιπαραβληθούν μ’ εκείνους τούς ρυθμούς τής μεταβολής που υπέστη η επιφάνεια τής γης στο πέρασμα τών χιλιετιών. Σπάνια μορφές ανθρώπινης ανακοίνωσης έχουν διαμορφωθεί τόσο αργά, έχουν χαθεί τόσο αργά. Τό μυθιστόρημα, που οι απαρχές του ανάγονται στην αρχαιότητα, χρειάστηκε εκατομμύρια χρόνια πριν να προσκρούσει, μέσα σε μια αναπτυσσόμενη αστική τάξη, στα στοιχεία εκείνα που υπήρξαν πρόσφορα για τήν άνθισή του.

//

   Ο Villemessant, ιδρυτής τής «Figaro», χαρακτήρισε τήν ουσία τής πληροφορίας σε μια διάσημη συνταγή : «Για τούς αναγνώστες μου», συνήθιζε να λέει, «είναι σημαντικότερη μια πυρκαγιά σε κάποια στέγη τού Quartier Latin από μια επανάσταση στη Μαδρίτη». Αυτό ξεκαθαρίζει μεμιάς ότι τώρα εισακούεται προθυμότατα, όχι πλέον η εμπειρική γνώση που έρχεται από μακριά, αλλά η πληροφορία που προμηθεύει ένα έρεισμα για τό εγγύτατο. Η εμπειρική γνώση που ερχόταν από τήν ξένη – είτε τή χωρική τών ξένων τόπων είτε τή χρονική τής παράδοσης – διέθετε μια αυθεντία που τής χορηγούσε κύρος κι εκεί ακόμη όπου αυτή δεν προσαγόταν στον έλεγχο. Η πληροφορία όμως αξιώνει τή γρήγορη και ακριβή επαληθευσιμότητα. Εδώ προέχει τ’ ότι η πληροφορία εμφανίζεται ως «καθ’ αυτή και δι’ εαυτή κατανοητή». Συχνά δεν είναι ακριβέστερη απ’ ό,τι υπήρξε η εμπειρική γνώση τών προηγούμενων αιώνων. Όμως ενώ αυτή η τελευταία αρεσκόταν να δανείζεται από τό θαύμα, είναι απαραίτητο στην πληροφορία να ηχεί εύλογα. Έτσι αυτή αποδεικνύεται ασυμβίβαστη με τό πνεύμα τής διήγησης. Αν η τέχνη τής διήγησης έχει γίνει σπάνια, τότε μετέχει αποφασιστικά σ’ αυτό τό γεγονός η διάδοση τής πληροφορίας.

   Κάθε πρωινό μάς πληροφορεί για τά νεότερα τής γήινης σφαίρας. Κι εντούτοις είμαστε φτωχοί σε θαυμαστές ιστορίες. Αυτό συμβαίνει επειδή κανένα γεγονός δεν φτάνει πλέον σε μάς, που να μην έχει αναμειχθεί ήδη με εξηγήσεις. Με άλλα λόγια : σχεδόν τίποτα πλέον απ’ ό,τι συμβαίνει δεν αποβαίνει σε όφελος τής διήγησης, σχεδόν όλα ωφελούν τήν πληροφορία. Στην πραγματικότητα η μισή τέχνη τής διήγησης συνίσταται στο να κρατά κανείς μια ιστορία ελεύθερη από εξηγήσεις, ενώ τήν αναπαράγει.

//

   Ο πρώτος αφηγητής τών Ελλήνων ήταν ο Ηρόδοτος. Στο δέκατο τέταρτο κεφάλαιο τού τρίτου βιβλίου τών «Ιστοριών» του βρίσκεται μια ιστορία από τήν οποία μπορούμε να διδαχτούμε πολλά. Πραγματεύεται για τόν Ψαμμήνιτο. Όταν ο βασιλιάς τών Αιγυπτίων Ψαμμήνιτος ηττήθηκε και αιχμαλωτίστηκε από τόν βασιλιά τών Περσών Καμβύση, επεδίωξε ο Καμβύσης να ταπεινώσει τόν αιχμάλωτο. Έδωσε διαταγή να τοποθετήσουν τόν Ψαμμήνιτο στο δρόμο που θα διέσχιζε η θριαμβευτική πομπή τών Περσών. Και στη συνέχεια τά διευθέτησε έτσι, ώστε ο αιχμάλωτος να δει τήν κόρη του να περνά ως θεραπαινίδα, που πήγαινε με τή στάμνα στο πηγάδι. Καθώς όλοι οι Αιγύπτιοι θρηνούσαν κι οδύρονταν γι’ αυτό τό θέαμα, στεκόταν μόνο ο Ψαμμήνιτος άφωνος κι ακίνητος, τά μάτια καρφωμένα στη γη· κι όταν αμέσως μετά είδε τόν γιο του που φερόταν στην πομπή για εκτέλεση, αυτός παρέμεινε όμοια ακίνητος. Όταν όμως κατόπιν αναγνώρισε στις γραμμές τών αιχμαλώτων έναν από τούς υπηρέτες του, ένα γέρο, εξαθλιωμένο άντρα, τότε χτυπούσε με τίς γροθιές τό κεφάλι του κι έδειχνε όλα τά σημάδια τής πιο βαθιάς θλίψης. Απ’ αυτή τήν ιστορία μπορεί να δει κανείς, πώς έχει τό πράγμα με τήν αληθινή διήγηση. Η αξία τής πληροφορίας δεν επιβιώνει πέρα απ’ τή στιγμή που αυτή υπήρξε νέα. Ζει μόνο σ’ αυτή τή στιγμή, είναι αναγκασμένη να τής παραδοθεί εντελώς και, χωρίς να χάνει χρόνο, ορίζεται μέσα σ’ αυτήν. Διαφορετικά η διήγηση : δεν σπαταλά τόν εαυτό της. Διατηρεί συγκεντρωμένη τή δύναμή της και μετά πολύ χρόνο είναι ακόμη ικανή γι’ ανάπτυξη. Έτσι επανήλθε ο Montaigne σ’ αυτόν τόν Αιγύπτιο βασιλιά κι αναρωτήθηκε : «Γιατί αυτός θρηνεί μόνο στη θέα τού υπηρέτη ; » Ο Montaigne απαντά : «Αφού ξεχείλιζε ήδη από θλίψη, χρειαζόταν μόνο η ελάχιστη επαύξηση και κατέρρευσαν τά προχώματά της». Αυτά για τόν Montaigne. Θα ήταν δυνατό όμως να πει επίσης κανείς : «Τόν βασιλιά δεν τόν συγκινεί η μοίρα τών βασιλοπαίδων, γιατί είναι η δική του». Ή : «στη σκηνή μάς συγκινούν πολλά που δεν μάς συγκινούν στη ζωή. Αυτός ο υπηρέτης είναι για τόν βασιλιά μόνο ένας ηθοποιός». Ή : «ο μεγάλος πόνος στοιβάζεται και ξεσπά μόνο με τή χαλάρωση. Η θέα αυτού τού υπηρέτη ήταν η χαλάρωση». Ο Ηρόδοτος δεν εξηγεί τίποτα. Η εξιστόρησή του είναι η πλέον ξερή. Γι’ αυτό κι αυτή η ιστορία από τήν αρχαία Αίγυπτο είναι πάντα σε θέση να προκαλεί τόν θαυμασμό και τόν στοχασμό.

//

   Ο σημερινός άνθρωπος δεν επεξεργάζεται πλέον ό,τι δεν δύναται να συντομευθεί. Πράγματι κατόρθωσε να συντομεύσει και τήν ίδια τή διήγηση. Βιώσαμε τό γίγνεσθαι τού short story, που διαφεύγει από τήν προφορική παράδοση και δεν επιτρέπει πλέον εκείνη τήν αργή αλληλοεπικάλυψη λεπτών και διαφανών στρώσεων, που δίνει τήν πιο επιτυχημένη εικόνα τού τρόπου, με τόν οποίο έρχεται στο φως η τέλεια διήγηση από τή διαστρωμάτωση πολλαπλών μεταδιηγήσεων.

//

   Ο Valéry // [λέει] : «Είναι σχεδόν, σαν να συμπίπτει η φθορά τής σκέψης τής αιωνιότητας με τήν αυξανόμενη αποστροφή για μακρόχρονη εργασία». Η σκέψη τής αιωνιότητας είχε ανέκαθεν τή δυνατότερη πηγή της στον θάνατο. Όταν αυτή η σκέψη φθίνει, τότε συμπεραίνουμε ότι και τό πρόσωπο τού θανάτου έχει μεταλλαχτεί. Αποδεικνύεται ότι αυτή η μεταβολή είναι η ίδια που περιόρισε σε τέτοιο βαθμό τή δυνατότητα να ανακοινωθεί μια εμπειρία, ώστε η τέχνη τής διήγησης έφτασε στο τέλος της. Εδώ και αρκετούς αιώνες μπορούμε να παρακολουθήσουμε τίς απώλειες που υφίσταται στην κοινή συνείδηση η σκέψη τού θανάτου σε σχέση με τήν πανταχού της παρουσία και τήν εικονιστική της δύναμη. Η διαδικασία αυτή στα τελευταία στάδιά της επιταχύνεται. Και στη διάρκεια τού δέκατου ένατου αιώνα η αστική κοινωνία πραγμάτωσε με υγειονομικά και κοινωνικά, ιδιωτικά και δημόσια μέτρα ένα δευτερεύον αποτέλεσμα, που υπήρξε ίσως και ο υποσυνείδητος πρωταρχικός της σκοπός : να χορηγήσει στους ανθρώπους τή δυνατότητα να ξεφύγουν από τό θέαμα τών ετοιμοθάνατων. Τό να πεθαίνει κανείς ήταν κάποτε ένα δημόσιο γεγονός στη ζωή τού μεμονωμένου ατόμου και ύψιστα παραδειγματικό (σκέφτεται κανείς τίς εικόνες τού μεσαίωνα, όπου η επιθανάτια κλίνη έχει μεταμορφωθεί σ’ έναν θρόνο, προς τόν οποίο κατευθύνεται συνωστιζόμενος ο λαός μέσα από τίς διάπλατα ανοιγμένες θύρες τού σπιτιού). Στη διάρκεια τών νέων χρόνων τό θνήσκειν εκτοπίζεται όλο και περισσότερο από τόν αντιληπτικό κόσμο τών ζωντανών.

//

   Κάποτε δεν υπήρχε κανένα σπίτι, ίσως και κανένα δωμάτιο, που να μην είχε πεθάνει τουλάχιστον μια φορά κάποιος. (Ο μεσαίωνας αισθάνθηκε και χωρικά ό,τι επισημαίνει σαν χρονικό αίσθημα εκείνη η επιγραφή σ’ ένα ηλιακό ρολόι τής Ίμπιζας: Ultima multis). Σήμερα οι αστοί είναι αποστειρωμένοι κάτοικοι τής αιωνιότητας μέσα σε χώρους που παρέμειναν καθαροί απ’ τόν θάνατο, και οι κληρονόμοι θα τούς στοιβάξουν, όταν θα φτάσει τό τέλος τους, σε σανατόρια ή νοσοκομεία. Είναι όμως αλήθεια ότι, όχι μόνο η γνώση ή η σοφία τού ανθρώπου αλλά πρώτιστα η βιωμένη ζωή του – κι αυτή είναι τό υλικό απ’ όπου γίνονται οι ιστορίες –, παίρνει μεταδόσιμη μορφή στον ετοιμοθάνατο. Όπως ακριβώς, όταν φεύγει η ζωή, τίθενται σε κίνηση μια σειρά από εικόνες στο εσωτερικό τού ανθρώπου – εικόνες διαμορφωμένες από τίς απόψεις τού δικού του προσώπου, και που ανάμεσά τους, χωρίς να τό συνειδητοποιεί, συνάντησε τόν ίδιο τόν εαυτό του –, έτσι πληρούται αίφνης τό ύφος και τό βλέμμα του από τό αλησμόνητο, και μεταδίδει σ’ όλα όσα τόν αφορούν, τήν αυθεντία εκείνη, που στον θάνατο κατέχει ακόμα κι εκείνος που υπήρξε ο πιο κακομοίρης για τούς ζωντανούς τριγύρω του. Στην πρωταρχή τού αντικειμένου τής διήγησης υπάρχει αυτή η αυθεντία.

//

   Ο ιστορικός υποχρεούται να εξηγήσει τά συμβάντα που πραγματεύεται με τόν ένα ή τόν άλλο τρόπο – σε καμία περίπτωση δεν μπορεί ν’ αρκεστεί στο να τά δείξει απλώς σαν υποδειγματικά τμήματα τού κοσμικού γίγνεσθαι. Όμως αυτό ακριβώς κάνει ο χρονικογράφος, και ιδιαίτερα εμφαντικά τό κάνει ο χρονικογράφος στους κλασσικούς του εκπροσώπους : τούς χρονικογράφους τού μεσαίωνα – που υπήρξαν οι πρόδρομοι τών νεότερων ιστοριογράφων. Ενώ εκείνοι θεμελίωσαν τή διήγηση τής ιστορίας τους στο θεϊκό σχέδιο τής λύτρωσης, που ήταν κάτι ανεξερεύνητο, αποτίναξαν εκ τών προτέρων από πάνω τους τό φορτίο μιας εξήγησης που όφειλε ν’ αποδειχθεί. Στη θέση της έρχεται η ερμηνεία, που δεν έχει να κάνει με μια επακριβή αλυσιδωτή έκθεση καθορισμένων γεγονότων, αλλά με τόν τρόπο ένταξής τους στο μεγάλο κοσμικό γίγνεσθαι. Αν τό κοσμικό γίγνεσθαι εξαρτάται από τήν ιστορία τής λύτρωσης ή είναι φαινόμενο φυσικό, αυτό δεν συνιστά καμία διαφορά. Στον αφηγητή διατηρήθηκε ο χρονικογράφος με μια μεταλλαγμένη, τρόπον τινά εκκοσμικευμένη, μορφή.

//

   Τό «νόημα τής ζωής» είναι τό μέσο, γύρω απ’ τό οποίο κινείται τό μυθιστόρημα. Τό ερώτημα γι’ αυτό δεν είναι όμως τίποτα άλλο παρά η αρχική έκφραση τής αμηχανίας, με τήν οποία ο αναγνώστης τού μυθιστορήματος βλέπει τόν εαυτό του να έχει τοποθετηθεί μέσα σ’ αυτήν ακριβώς τή γραπτή ζωή. Εδώ «νόημα τής ζωής» – εκεί «ηθική τής ιστορίας» : μ’ αυτές τίς συνθηματικές λέξεις αντιπαρατάσσονται μυθιστόρημα και διήγημα τό ένα προς τό άλλο και απ’ αυτές τίς λέξεις μπορούμε να διαβάσουμε τόν τελείως διαφορετικό ιστορικό δείκτη τής κοινωνικής τάξης αυτών τών μορφών τέχνης. Αν τό πιο πρώιμο τέλειο υπόδειγμα μυθιστορήματος είναι ο «Δόν Κιχώτης», τότε είναι ίσως η «Αισθηματική αγωγή» τό υστερότατο.

//

   Στα τελευταία λόγια αυτού τού μυθιστορήματος κατακάθεται τό νόημα, που συνάντησε τήν αστική εποχή στις πράξεις της τήν περίοδο τής παρακμής της, σαν κατακάθι στο κύπελλο τής ζωής. Ο Φρεντερίκ κι ο Ντελωριέ, οι δυο φίλοι, θυμούνται τή φιλία τής νιότης τους. Κι εδώ υπάρχει μια μικρή ιστορία : πώς παρουσιάστηκαν κι οι δυο μια μέρα έντρομοι και στα κρυφά στον οίκο ανοχής τής πατρικής τους πόλης, δίχως να κάνουν τίποτα άλλο παρά να προσφέρουν στην πάτρωνα μια ανθοδέσμη που είχαν μαζέψει από τόν κήπο τους. Γι’ αυτήν τήν ιστορία μιλούσαν ακόμη τρία χρόνια αργότερα. Και τώρα τή διηγήθηκαν διεξοδικά ο καθένας συμπληρώνοντας τίς αναμνήσεις τού άλλου. «Αυτό ήταν ίσως», είπε ο Φρεντερίκ όταν τελείωσαν, «ό,τι πιο ωραίο στη ζωή μας». «Ναι, μπορεί να ’χεις δίκιο», είπε ο Ντελωριέ, «αυτό ήταν ίσως ό,τι πιο ωραίο στη ζωή μας». Με τέτοιες αναμνήσεις βρίσκεται τό μυθιστόρημα στο τέλος, που με μια στενή έννοια προσιδιάζει σ’ αυτό περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη διήγηση. Πράγματι δεν υπάρχει καμιά διήγηση που η ερώτηση : Τι έγινε παρακάτω; θα έχανε τά δικαιώματά της. Απεναντίας, τό μυθιστόρημα δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα κάνει τό παραμικρό βήμα πέρα από εκείνο τό όριο, στο οποίο προσκαλεί τόν αναγνώστη να φέρει στη μνήμη του με τήν προαίσθηση τό νόημα τής ζωής γράφοντας κάτω απ’ τίς σελίδες ένα «Finis».

//

   Αυτό που έλκει τόν αναγνώστη στο μυθιστόρημα είναι η ελπίδα να ζεστάνει τήν παγωμένη ζωή του σ’ έναν θάνατο, για τόν οποίο διαβάζει.

.

   διαβάζετε ολόκληρο τό δοκίμιο στο περιοδικό «λεβιάθαν»

.

.

   κι ένα βιογραφικό σημείωμα τού βάλτερ μπένγιαμιν όπως τό ’γραψε σε κάποια φάση τής ζωής του ο ίδιος :

   Curriculum Vitae τού διδάκτορα Walter Benjamin

   Γεννήθηκα στις 15 Ιουλίου 1892 στο Βερολίνο, γιος τού εμπόρου Emil Benjamin. Παρακολούθησα τά μαθήματα ενός ουμανιστικού ανθρωπιστικού γυμνασίου απ’ όπου απεφοίτησα τό έτος 1912. Σπούδασα φιλοσοφία στα πανεπιστήμια τού Φράιμπουργκ στη Βάδη, τού Μονάχου και τού Βερολίνου, και παράλληλα γερμανική φιλολογία, λογοτεχνία και ψυχολογία. Τό έτος 1917 μέ οδήγησε στην Ελβετία, όπου συνέχισα τίς σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο τής Βέρνης.

 

 

   απόδοση στα ελληνικά ουρανίας νταρλαντάνη

.

.

.

.

.

τό σχέδιο στην κορυφή : απαγορευμένο πουλί, σκίτσο που ο μπένγιαμιν έκανε πειραματιζόμενος για ζωγραφική υπό τήν επήρεια μαριχουάνας (κάπου μεταξύ 1927 και 1934) από τό walter benjamin gesammelte schriften, τόμος 6, suhrkamp verlag 1985, σελ. 617 (από εδώ) | σχετικά διαβάζετε και παλιότερο ποστ εδώ | οι φωτογραφίες τών χειρογράφων είναι από εδώ εδώ και εδώ | κι εδώ διαβάζετε μια ποιητική παραλλαγή τού τμήματος τού κειμένου που περιέχει τή φράση ultima multis – the last day for many, από τόν στέφανο στεφανίδη

.

.

.

.

.

Start a Blog at WordPress.com.