σημειωματαριο κηπων

13 Δεκεμβρίου 2016

πάνος θεοδωρίδης : «αχνός» «φωλέα» «μονωδία» «πένθος»

 

 

είναι πεζογράφος εξαίρετος αλλόκοτος κι ανεπανάληπτος / αν με το ανεπανάληπτος εννοούμε ότι θυμίζει ανελλιπώς τα λαμπρότερα όσων έχουν ληφθεί / είναι επίσης ο πρώτος έλλην μπλόγκερ είτε εκ των σπουδαίων συγγραφέων μας είτε εκ τών καθόλου και των μη

ανήκει στην πεζογραφική παράδοση εκείνη που σέ γεμίζει με σαδομαζοχιστικές ανατριχίλες στη σκέψη τού μεταφραστή του σε – οποιαδήποτε − ξένη γλώσσα

και γράφει ο ίδιος σε μια γλώσσα ξένη ως προς πολλά, με κυριότερο ξενιστή μια χρήση τού χιούμορ / της (αυτο)ειρωνείας / η οποία κατεξευτελίζει τις έτοιμες ιδέες και τις προλήψεις για τη λογική τού είδους : η ειρωνεία του και η αυτοειρωνεία του δεν βγάζει απλώς γέλιο – μολονότι βγάζει πολύ γέλιο – κυλάει ανηλεώς κάτω από τα πιο θλιμμένα και μελαγχολικά του τοπία – για να μην τα δει η αναγνώστρια, υποψιάζεσαι ότι αρχικώς περιβάλλονται από το λυτρωτικό (και ξαφνιαστικό, και αιφνίδιο αν και μονίμως αναμενόμενο) γέλιο

μιλώντας για τοπία στο έργο τού π. θ. (μπλογκοσφαιρικώς «πετεφρή» – επίσης με το βλογοψευδώνυμο εισερχόμαστε στη χώρα τού αυτοσαρκασμού υπογείως –) οφείλει κανείς πρώτα να κρατηθεί μακριά από τον χάρτη, μολονότι έχει μια ακατάσχετη – και δικαιολογημένη – τάση προς επιβεβαιώσεις επ’ αυτού / τα τοπία του είναι περίπου μεταφυσικά (με την αρχική έννοια τού όρου) αν και πλειοψηφικώς μακεδονικά : το μεταφυσικό σημαίνει ότι αν δεν τα δεις σαν τοπία τής αρχικής παιδικότητας και τού εξαρχής έρωτος, δεν πας πουθενά – ούτε επί χάρτου ούτε επί χαρτιού

στην περίπτωσή του θα μπορούσα να μιλάω για ώρες αλλά να μην εκμεταλλευτώ τη θέση μου, ως κηπούρισσας όπως θα έλεγε μάλλον ο ίδιος : τον ευχαριστώ πολύ για την άδεια να αναδημοσιεύσω εδώ κάτι μικρά από τα «μικρά» του : για τα μεγάλα του πρέπει να πάτε σε χαρτί και σε βιβλίο

κυρίες και κύριοι / φίλες / άτομα, ατόμες και ατόμια (κατά την πετεφρικήν του διάλεκτον) / οι κήποι έχουν την τιμή σήμερα, μετά φόβου αγάπης και πίστεως, να φιλοξενούν τον πάνο θεοδωρίδη

 

 

Αχνός

Τον Μάρτιο μήνα του 1969, απέκτησα δωμάτιο στην πόλη. Στην οδό Μακεδονίας 41, μαζί με συγκατοίκους, τον Θανάση, τον Γιώργο και έναν Τάκη. Ο Θανάσης ήταν φίλος φίλης της φίλης μου και θεοσοφιστής, ο Γιώργος αριστεριστής που διάβαζε υπέρ πάντα θνητό, που η φίλη του τον επισκέπτονταν αραιά και προγραμματισμένα και ο Τάκης, φοιτήτευε και ήταν μπάκουρας, μπεκιάρης, χαμένος στο μπετόν, ψηλός με μουστάκι, μάλλον συγκάτοικος μετά από πολλές καραμπόλες. Το μοιράδι του ενοικίου ήταν διακόσιες δραχμές και το δωμάτιο 2,70×2,90. Χωρούσε ένα μεταλλικό ντιβάνι, με στρώμα και κλαρωτό ριχτάρι, ένα στρόγγυλο τραπέζι και μιά καρέκλα κουρέα από το μπιτ παζάρ. Και μιά ντουλάπα με συρμάτινο σκελετό και πλαστικό πανωφόρι που έφτυσα αίμα να συνδέσω. Έτζι αρχίζουν συνήθως τα νατουραλιστικά διηγήματα του στύλ «αχ σπέρνε, κούδεβλο, τις αναμνήσεις σου», αλλά αναφέρω το δωμάτιο ή αναφέρομαι στο δωμάτιο επειδή τότε έσβησε μιά μοναδική αίσθηση που έτρεφε τα προηγούμενα ολίγα χρόνια. Δεν άχνιζαν πλέον οι γιακάδες των παλτών, των αδιάβροχων. Ή, σε άλλες εκδοχές, των ημίπαλτων, της βραχείας, του παρντεσού, του τρένσκοτ, του μονγκόμερι ή πως αλλοιώς αποκαλούσαμε τους χειμερινούς επενδύτες. Δεν άχνιζαν από τα φιλιά και τα κατενώπιον του προσωρινού αποχαιρετισμού, πως ως συμπλεγματα και ζευγαράκια αποδίδαμε, δίκην θυσίας συλλογικής, στην πόλη που μας φιλοξενούσε. Δεν άχνιζε τίποτε. Διότι τα ραντεβού, τα αραντεβού, τα πές μου τι ώρα και τα ρέστα, ήταν πλέον επισκέψεις στο δωμάτιο. Όχι συναντήσεις σε πάρκα, τσαΐρια, καφετέριες, γωνιές, στάσεις του ΟΑΣΘ, απόμεροι ακάλυπτοι. Το πρώτο τους μέλημα, να βγάλουν το παλτό, να δείξουν το φορεματάκι , το ανσάμπλ, το αμπιγιέ συνολάκι, το σπορτίβ ζακετάκι, το μάλλινο με τις μεγάλες βελόνες, το σκοτσέζικο πουλόβερ, το μοχαίρ απαλό επίτριχο δανεικό από την ξαδέρφη τους. Όσο κι αν το δωμάτιο δεν είχε πηγή θερμότητας, ήταν κλειστό και γεμάτο προηγούμενες ανάσες, άρα έμοιαζε καταφύγιο στην κόλαση του Στάλινγκραντ. Άρα δεν φορούσαν παλτό. Βέβαια, κρύωναν. Με κάτασπρα χειλάκια, ματιά θαμμένη σε βαρύτατα ρίμελ και πινελαρίσματα γύρω από το μάτι, συχνά με βαρύτατο υπόλευκο μέικ απ που ήταν ραγισμένο από τον πολύ μπατανά, πάνω από την κανονική στρώση, σαν μούμιες που δεν είχαν διατηρηθεί στην θέρμη της άμμου, αλλά χάλαγε η μόστρα τους στον βαρδαρίτσο και στο αγιάζι μιας θερμαϊκής μπουκαδούρας, έμπαιναν, άφηναν το παλτουδακι να γλυστρήσει στα χέρια μας και το αφήναμε πάντα κάπου αλλά ποτέ στο ντιβάνι επειδή το θέλαμε διαθέσιμο για το προσεχές μέλλον του, για την λειτουργία του ως ευνή, έμπαιναν με άσπρα χειλάκια και έτρεμαν, οπότε πάλι ταις αγκάλιαζες, αλλά δεν έβγαινε αχνός από κανέναν.

Ενώ όταν δεν υπήρχε δωμάτιο παρά μόνον υπαίθριες παγωνιές, είτε στο κυπαρισσάκι, είτε στο διαλυμένο πάρκο της Μαρτίου, είτε στο πάρκο εκεί που είναι ο Φίλιππος, είτε στο πλάι της Σχολής Τυφλών ανάμεσα στα δύο νεοκλασικά, είτε δίπλα στο Ιταλικό προξενείο, είτε πίσω από το ιερό τής Θεοτόκου του Μαστούνη, λέγε με Νέα Παναγία και είχε ένα δόντι προς τη Νικηφόρου Φωκά, είτε σε πολλές περιοχές των πάρκων της Κέννεντι που σήμερα βρίσκονται τα θεματικά, είτε στα τυλιγμένα με ληγούστρα παγκάκια της Νέας Παραλίας μεταξύ του Μακεδονία Παλάς και ώσπου να φτάσουμε στα μπλόκια της επέκτασης, δεν είχαμε συνάντηση σε δωμάτιο, αλλά ραντεβού. Συνήθως πριν σκοτεινιάσει, οπότε δεν φιλιόμασταν καν, μην τύχει ξένο μάτι ή γνωστό, και ραντεβού που έληγαν στο σκοτάδι, οπότε ο αποχαιρετισμός ήταν θερμός και άχνιζε. Μπορεί το αραντεβού να ξοδευόταν σε οικογενειακά ζητήματά της, να περιείχε μούχτι, μουντάρισμα σε γυμνά μέλη που ήταν επιτρεπτό να συμβεί, ή και πιό ζωντανά συμπλέγματα, ενίοτε με διασκεδαστική κατάληξη. Πάντως ήταν τέλος αραντεβού, δεν μπορούσα δεν μπορούσε, δεν μπορούσαμε, δεν μπορούσαν να χειριστούν τα ζευγαράκια καμιά προκάλυψη, κανέναν καπνό τσιγάρου, καμία αναζήτηση μαντιλιού στην τσέπα, και τα μάτια μας ήταν κοντά και τα τέσσερα, δεν ακούγαμε τα γειά σου, τα σ’ αγαπώ, θα σε δώ στις πέντε μετά τον «Στρατηγάκη», αλλά στέλναμε τα μάτια μας, και τα τέσσερα κοντά το ένα με το άλλο, ανεπιτήδευτα, γκιοραλίδικα, συνήθως εκείνες συχνά τα εκράταγαν μισόκλειστα για να διευκολυνθεί το φιλί τού «γειά σου» και «αντίο», αλλά δεν μένω στα μάγουλα και στον αδιάσπαστο ειρμό των πεπλεγμένων χεριών μας, παρά μόνον στο άχνισμα στην μυρωδιά και στο παγωμένο ατλάζι του αέρα όπως έβγαινε από τον γιακά τού παλτού της, του κασκόλ πάνω από την τρένσκοτ, που έδενε η άχνα με τη θερμή ανάσα μας, μοιάζοντας με ατμίζοντα ένζωδα μηχανήματα διπλά, δίπλα, διπλαρωμένα, έτοιμα να επιστρέψουν από το ενωμένο ζεύγος της διήγησης του Αριστοφάνη στο «Συμπόσιο» τού Πλάτωνα, στην κατάσταση των ηρώων του Καμύ ή του εσωτερικού μονολόγου.

Και ο κοινός αχνός βελτίωνε την αφή τού βαρέος, σκουλάτου υφάσματος, ακόμη και το διπλής πλέξης καμπαρντινέ, ακόμη και την υποψία μιας μπλούζας ζακάρ που κρύβονταν πίσω από την γιακαδούρα. Είτε ρεγκλάν, είτε φίλ φιλέ, είτε μανικετόκοψη, είτε φιλαφίλ, τα υφάσματα που γίνονταν ρούχα και μέσα στον αχνίζοντα αποχαιρετισμό δεν ήσουν σίγουρος πως αποχαιρετούσες εκείνην στο σκοτάδι ή στην έξοδο τού Παπαγιάννη, λέγαμε το αντίο τυλιγμένοι μέσα σε μυτερούς θάμνους από ορολογίες, και να έρχεται ορμητικό το 1970 με τα μοδάτα και τα σκληρά και τις χουντάρες και τον πόθο και την σάρκα και–

Αυτά τελείωσαν τον Μάρτιο μήνα του 1969 και έκτοτε αρνούμαι να περιγράψω τι άρχισε.

 

 

Φωλέα

[…] Μια ανοιχτή πόρτα στο ανώγειο ενός τουρκόσπιτου. Ζεστά πρωτοβρόχια του 1948. Κάθομαι ήσυχος σε ένα γυμνό δωμάτιο (μυρίζει η καναζίνα στο πάτωμα), βλέπω το φύλλωμα μιας αγριομουριάς και παίζω ήσυχα με κάτι ξύλινες χρωματιστές μπάλες, περασμένες με ένα σύρμα μπροστά μου. Κάθομαι σε ένα βρεφικό σκαμνάκι, μπορώ να μπουσουλήσω, αλλά εμποδίζομαι από το σύρμα. Η νεότερη γυναίκα που αντιδρά χαμογελαστά όποτε την λέω μαμαμά, λέει το κάθισμά μου καθηκάκι. Συνδυάζω τη φωνή της με ένα ζευγάρι δόντια. Παντού στο σπίτι είναι γυναίκες. Μεγάλες, γρηές, δύο. Κάτι ενδιάμεσες.

Και το παραπέτασμα σκίζεται, η πόρτα σκιάζεται από έναν άνθρωπο άνδρα. Γυαλίζει το κεφάλι του, θυμάμαι τις επωμίδες, κρατάει καπέλο στο χέρι. Έχει κι αυτός δυο σειρές δόντια. Με πλησιάζει. Κλαίω. Είμαι επτά μηνών και δεν έχω ξαναδεί τον πατέρα μου. Κλαίω.

Υπάρχει μια λέξη στον αέρα. Μεντιχία. Ετσι λένε μια γρηά που κυκλοφορεί, αλλά δεν θυμάμαι τα δόντια της. Είναι η νοικοκυρά. Η Μεντιχία δεν είναι δική μου. Δεν είμαι δικός της. Εκείνες τις μέρες βρέθηκα να μπουσουλάω και είδα πρώτη φορά τις ξύλινες σκάλες. Η μαμαμά ήταν στην κάτω πόρτα. Μακρυά μαλλιά, αδύνατη, μεσάτο φόρεμα. Δεν με πρόλαβε. Κουτρουβάλησα και βρέθηκα στην αγκαλιά της, στο ισόγειο.

Άλλη εικόνα. Αργότερα. Μιλάω, καταλαβαίνω. Ο πατέρας μου κάθεται με τη μάνα μου στο τραπέζι, είναι με στολή και μιλάνε για έναν Βίκτωρ. Έτσι ο Βίκτωρ, αλλοιώς ο Βίκτωρ. Κάθομαι στο πομπέ ντιβάνι και γκρινιάζω. Ο πατέρας μου σηκώνεται και έρχεται καταπάνω μου, νομίζω εχθρικά. Όταν ορθώνεται τεράστιος κοντά μου, συνοφρυώνομαι και του λέω : θηρίος είμαι! Το απειλητικό σώμα αναλύεται χαλαρά, το πρόσωπό του φωτίζεται, δείχνει όλα του τα δόντια, γελάει, γυρνάει στη μάνα μου, της λέει Βαγγελιώ είπε θηρίος είναι! Προσλαμβάνω κάτι δυνατό : αν ποτέ απειληθώ, από μέσα μου να βγάζω λόγια που χαλαρώνουν τους κακούς. Θηρίος είμαι διότι.

Η χρήση λέξεων ήταν έκτοτε μεγάλη δραπέτευση από τον πόνο. Έμαθα ότι έπρεπε να είναι έμμεσος ή ρυθμικός. Αν έλεγα κουλάτηκα πάλε με τσοτσό, δηλαδή επί των ώμων σου πατέλα, δεν το έπραττε. Αν έδειχνα το καλντερίμι και του έλεγα κακός βόμος (κακός δρόμος) γελούσε και με ζαλώνονταν με υπερηφάνεια. […]

 

 

Μονωδία

Έτονε και τρωγόπιναν ένας ρήγας, ένας πρωτομάστορας κι ένας στραδιότις, τζαούσης. Πάνω στην κουρουμπουγάτσα, λέει ο ρήγας πως ξίνισε το κρασί του και κλαίει, διότι χάθηκαν έτζι μουζούρια δεκατέσσερα και πλήθος βουτζίων. Ξίδια και ξινήθρες. Ου φροντίς τού λέγει ο τζαούσης ο βασιβουζούκος, να μου τα δώκεις να ποτίσω τους λαούς που δεν κατέουν. Ο πρωτομάστορας τού λέγει πως υπάρχει γιατρικό. Να εκμετρήσει το χαμένο κρασί και να φέρει δυό καραβιές μαλακό, γλυκύ, ασθενές και ουγγαρέζικο, να τα αναμίξει και τότενες θα έχει καλό γλυκόπιοτο κρασάκι για χρεία δικιά του και των δούλων του. Εθαύμασεν ο βασιλεύς, ανέθεσεν στον πρωτομάστορα τη δουλειά και τους απέλυσεν ερευγόμενος, να κοιμηθεί μες στην τρελή χαρά. Ο τζαούσης ο τζαγκραβολιστής απόρησεν που πήρεν ο πρωτομάστορας την εργολαβίαν και τον ηρώτα πόθεν ήξερε το κόλπο με το ανακάτεμα. Δεν υπάρχει κόλπο απάντησεν ο καλός τεχνίτης. Έχω κερδίσει το διάφορον, τον λουφέν και την δεκάτην από κρασοβόλι δύο καραβιώνε. Το κρασί που εξίνισεν ευθύς θα το πετάξω, διότι το ξινόν υπερισχύει του γλυκέος ακόμη και σε αναλογίαν μία στο χιλιάρι. Μα τότενες, του λέγει ο στραδιότης ο το ροκάνι φέρων, είσαι απατεών και κούρσαρης. Είμαι καλός τεχνίτης, απάντησεν ο χήρος πρωτομάστορας, και μετά το κτίσιμον της κυράς μου στο κωλογεφύριν τού τσιμπιδομούνη τού βασιλέως, ό,τι και να πράξω άτιμον, θεμιτόν μοι φαίνεται.

 

 

Πένθος

Ξύπνησα και σκεφτόμουνα πένθος, πένθος, νηπενθές, πενθερός, πενθέκτη. Και πάλι πένθος.Το κρέμασα στο facebook και δεν απορώ που αρκετοί θεώρησαν τη λέξη πένθος, κακιά. Όπως τις λέξεις καρκίνος, ετοιμοθάνατος, μογγολάκι, aids, για τις οποίες προτιμούμε την αντικατάστασή τους με άλλους ήχους : φτούτσα, φτού κακά, ή με χειρονομημένες εκφράσεις : σταυροκόπημα, κούνημα από την θέση, φτύσιμο στον κόρφο.

Μα δεν πενθώ για τον θάνατο και τα επερχόμενα γηρατειά. Ως άνθρωπος που ξερρίζωσε τα μαλλιά του με τα χέρια για να δείχνει μεγάλος και ήθελε να τον λένε γέρο και πάππο από τα είκοσί του, ετοιμάζομαι για αυτήν την ηλικία, έστω φοβικά. Και στον τάφο μου ονειρεύομαι μιά λέξη, όπως επιτέλους ή ουφ!.

Πενθώ επειδή γεννήθηκα σε έναν κόσμο με στεατοπυγικές γυναίκες κρεατωμένες που είχαν μικρά άκρα, στρουμπουλά, και τώρα ο κόσμος είναι γεμάτος ξυλάγγουρες με πατούσα νούμερο 43 και βάλε. Κοκκαλιάρες με κυτταρίτιδα. Οι άνδρες αυτού τού κόσμου στη γέννησή μου έμοιαζαν με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τώρα οι νέοι μοιάζουν με τα δυό παιδιά του Στράτου Διονυσίου. Από στεγνοί τρομοκρατημένοι, ευτραφείς χαβαλέδες. Εξωτερικώς, εννοώ.

Πενθώ διότι το 1970 στο λεωφορείο έκαναν το σταυρό τους δύο στους τριανταδύο, περνώντας από ναούς, σήμερα είκοσι στους πενήντα. Το 1980 άναβαν κεράκι κρυφά και διέφευγαν, τώρα είναι ουρά στα παρόδια εικονοστάσια.

Πενθώ διότι σε τόσα χρόνια, τα έργα τέχνης πρόλαβαν και ψόφησαν πάνω στο παίνεμά τους, ή πέθαναν μαζί με τους ποιητές τους. Αξέχαστοι έμειναν ελάχιστοι, κι αυτοί εξαιτίας τού τρόπου που πέθαναν.

Πενθώ επειδή τόσες δεκαετίες ανάπτυξης και οραμάτων κατέληξαν σε μιά άκεφη διαχείριση, που δεν την κυβερνά κανένας. Πενθώ επειδή η ποικιλία στη ζωή θεωρείται καθιερωμένη μαλακία.

Πενθώ επειδή είναι βολικό, οικονομικό, σταθερό και άσχετο. Πενθώ επειδή ο κόσμος ξέρει τι είναι το Ντισπαταλίν και ο αιματοκρίτης και δεν ξέρει, όπως δεν ήξερε ποτέ, γιατί έγινε γέφυρα ο Χαρίλαος Τρικούπης.

Πενθώ επειδή αυτό ήξερα να κάνω. Πένθιμη επεξεργασία πένθιμων λέξεων.

Πενθώ επειδή το πένθος είναι η πιο άσχετη με τον θάνατο κατάσταση που γνωρίζω.

Άντε τώρα έναν πενθοζάλη.

 

 

Πάνος Θεοδωρίδης, «Ύμνοι Εναντίον Γυναικών» / διηγήματα / «ιανός εκδόσεις», 2011

  σύνδεσμοι

ηνωμένα βουστάσια

πετεφρής

svorak

homefood

φέϊσμπουκ

βιβλιογραφια

 

 

 

 

 

 

 

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: