τό σημερινό απόσπασμα από τίς «βιογραφίες αγνώστων» (που παραμένουν ανέκδοτες) έχει γραφτεί μάλλον πολύ πριν από τό 2003 (ημερομηνία κατά τήν οποία οι «βιογραφίες» ολοκληρώθηκαν – και έκτοτε, στο διάστημα που μεσολάβησε έχουν υποστεί σύντομες διορθώσεις και εκτεταμένες περικοπές) : σήμερα λοιπόν που αποφάσισα να τό φέρω σαν ανάρτηση στους «κήπους» και εξ αυτού τό ξαναδιάβασα κι εγώ, ομολογώ μέ ξάφνιασε τό γεγονός ότι δεν χρειάστηκε να κόψω απολύτως τίποτα – μέ ξάφνιασε δηλαδή και ευχάριστα και δυσάρεστα : ευχάριστα γιατί κανένας ακόμα δεν έσπευσε να μού πάρει τή δόξα ως προς τή διαπίστωση τού προβλήματος, και δυσάρεστα γιατί κανένας ακόμα όπως φάνηκε δεν έχει σπεύσει να διαπιστώσει τό πρόβλημα
μ’ άλλα λόγια, τίποτα στη λαμπρή μας χώρα δεν έχει καλυτερέψει ως προς αυτό τό ζήτημα, παρ’ όλα τά φεμινιστικά με τά οποία, εδώ και λίγο καιρό, κάποιες ομάδες γυναικών σάμπως συστηματικά ν’ ασχολούνται, αν και θα τολμούσα να πω ότι (δυστυχώς) μιλάνε με τά εκ νέου σύγχρονα (πάλι) κλισεδάκια, περιοριζόμενες πλέον τώρα κυρίως στα θέματα τού βιασμού : όχι ότι δεν είναι σημαντικότατα τά θέματα τού βιασμού
αλλά τά κλισεδάκια, τουτέστιν οι καραμέλες, έχουν ένα ελάττωμα : μοιάζουν μεν με ομιλία αλλά καταπίνονται γρήγορα, δεν κουβαλούν δε, επί τής ζαχάρεώς τους, ούτε ως δείγμα τό δηλητήριο τής επικινδυνότητας που διαθέτει άφθονο η πρωτογενής και πρωτότυπη σκέψη : υπάρχουν, μ’ άλλα λόγια, καραμέλες που αποκοιμίζουν, όσο «φεμινιστικές» κι αν είναι : (και μεγαλύτερο υπνωτικό από τόν σύγχρονο αμερικάνικο πουριτανισμό επί τού φεμινισμού, δεν υπάρχει : η αντίληψη, φερ’ ειπείν, ότι δεν υπάρχουν φύλα δεν υπηρετεί παρά τό φύλο που (κοινωνικώς) υπερτερεί, και (αντικοινωνικότατα) θέτει τούς κανόνες, κανονίζοντας τί τά φύλα οφείλουν να είναι – και να επιθυμούν – αλλά περί αυτού θα χρειαστεί να κάνω, όποτε η διάθεσή μου τό επιτρέψει, έτερη ανάρτηση – )
εν συντομία όμως, αυτό όμως που εμένα ας πούμε μέ απασχολεί (από πολύ παλιά όπως φαίνεται, φαίνεται από εδώ από εκεί και από αλλού) είναι πόσο ο βιασμός ως έννοια περιβάλλει χώρον τόσο μεγαλύτερον τού σώματος – και πόσο οι πολύπλευρες μορφές βιασμού τής θέλησης γλυστράν επιτήδεια κι αθόρυβα και σχεδόν καλοσυνάτα στη ζωή μας από νωρίς – αποτελώντας έτσι τρόπον τινά τό υπόστρωμα για να ξαπλωθούν πάνω τους μετά όλοι οι «άλλοι» βιασμοί, με όλη τους τήν άνεση, και όλη τους τήν συνεπακόλουθη έλλειψη ενοχής
και ασφαλώς μέ λυπεί που τό θέμα δεν φθάρηκε ήδη από τήν πολλή χρήση ώστε να χρειαζόταν τώρα κάποια επισήμανση να σβήσω, επειδή θα είχε καταντήσει μέσα στα σχεδόν 20 χρόνια που μεσολάβησαν κοινός τόπος
αντίθετα βρήκα κι ένα στοιχείο που θα ήθελα τώρα να προσθέσω : τό καμάρι πλέον τής κυρίας Μπούμπουλης τήν ώρα που τής αλλάζουν ( : πού μόνη της δηλαδή αλλάζει πια) τή δόξα της και τό φύλο : η απόλυτη αυτή αβουλία και αδιαφορία, μ’ άλλα λόγια, τών ελληνόφωνων γυναικών όταν μετατρέπεται σήμερα τό φύλο τού επωνύμου τους σε αντρικό, έχει πάρει πια τή μορφή μιας ειδικής επιπλέον κοκεταρίας, τή «χειραφετημένη» κοκεταρία τής «επιχειρηματίας» και τής «γυναίκας με καριέρα και λεφτά» δικά της (όχι μόνο εντός τής χρεωκοπημένης χώρας, αλλά κι εκείνης με καριέρα στο εξωτερικό)
αλλά βέβαια, όταν αρνούμαστε στην εαυτή μας τήν επίμονη και διεκδικητική ερωτική απελευθέρωση και γινόμαστε ξυνές και καθωσπρέπει κι ανέραστες και ηθικές για να μας αποδεχτούν οι (αντροκρατούμενες) επιχειρήσεις και τά (αντροκρατούμενα) κόμματα, τί είναι μια υποχώρηση στο ονοματάκι μας πια ; στο κατω–κάτω έτσι γινόμαστε άντρες με τά όλα μας
αλλά ορίστε, παραθέτω τό απόσπασμα μυθιστορήματος άνευ άλλης καθυστερήσεως :
Αυτό που συμβαίνει με τά αρσενικά, ενώ είναι θηλυκά, ονόματα στη χώρα, αποτελεί ένα εξειδικευμένα γλωσσικό πρόβλημα απολύτως διαφωτιστικό για τή ζωή και τίς απόψεις τού συγκεκριμένου εθνικού κορμού στον οποίο βρίσκομαι και γράφω, ένα πρόβλημα άκρως ιδιόμορφο και τό οποίο η γλωσσολογία, αλλά και η φιλοσοφία εξάλλου, φωτίζει ενγένει :
Δέχονται δηλαδή με μυστηριώδη μεγαλοθυμία και καλοσύνη κι ευαρέσκεια οι γυναίκες (τής συγκεκριμένης αυτής εθνικής καταγωγής, δεν ξέρω τό φαινόμενο να συμβαίνει σε άλλη χώρα – ίσως δεν υπάρχει άλλη εξίσου δουλοπρεπής χώρα) να περιγράφουν εαυτές σα να μιλάνε μια ξένη γλώσσα, που τίς αλλάζει τίς κλέβει, τούς αλλάζει τόν αδόξαστο, τίς κάνει αγνώριστες και γελοίες : τό φαινόμενο βέβαια τό έχω αναπτύξει στη διατριβή μου (επί μακρόν) – μπορώ εδώ μόνο απλώς συνοπτικά να σού πω ποια είναι εν ολίγοις τά περιληπτικά τής ιστορίας συμπεράσματα :
Κατ’ αρχάς τό φαινόμενο αυτό υπάρχει υποτίθεται προς χάριν, και εξαιτίας, τών ξένων που δεν ξέρουν τή γλώσσα καλά : όμως, τό ίδιο αυτό φαινόμενο, κόβεται με τό μαχαίρι και εξαφανίζεται (ακόμα και σαν απλή να πούμε δυνατότητα) όταν κανείς έχει να κάνει με οποιονδήποτε λαό διαθέτει λίγη αξιοπρέπεια (και οπωσδήποτε μερική αυτοπεποίθηση) : οι ρώσοι παραδείγματος χάριν δεν επέτρεψαν ποτέ σε κανέναν να πει τήν ουλάνοβα ουλάνοβ, τήν τσβετάγιεβα τσβετάγιοφ τήν αχμάτοβα αχμάτοβ και τά λοιπά : διότι (στην γλώσσα τουλάχιστον γενικώς) τά πράγματα χαρακτηρίζονται από τήν αξιοπρέπεια (τής ομιλήτριας, και τού ομιλητή που κρύβεται, πάντα συνήθως, πίσω της πλάϊ της και τά λοιπά) και επομένως ο αξιοπρεπής λαός, όταν προκύψει ένας τουρίστας που θέλει να ισοπεδώσει τά πράγματα, και να τά κάνει όλα αρσενικά, θα τού πει : Όχι κύριε, εμείς δεν τό λέμε έτσι, και θα τόν διορθώσει (δεν θα τό θεωρήσει καθόλου δύσκολο δηλαδή και βουνό) : τόσο μόνο χρειάζεται – μια πρόταση τό πολύ δέκα λέξεων : που είναι όμως πολύ αξιοπρεπής – και φυσικά η αξιοπρέπεια είναι μια πολύ μεγάλη (και δύσκολη) υπόθεση :
Για να κάνω μια (πολύ) σύντομη ιστορική αναδρομή (για τούς ξένους που θα διαβάσουν τή διατριβή μου στο εξωτερικό, εφόσον εκεί βρίσκομαι και εκεί γράφω – δεν έρχομαι πλέον στη χώρα αυτή σχεδόν καθόλου, ειδικότερα αφότου κατάλαβα ότι δεν έχω εδώ καν συγγενείς) στην προεπαναστατική της (αλλά και τήν επαναστατική της ακόμα) περίοδο η χώρα αυτή ήταν αξιοπρεπής : η Μπουμπουλίνα ήταν η απολύτως νόμιμη σύζυγος ενός κάποιου Μπούμπουλη κι η Τζαβέλαινα ενός κάποιου Τζαβέλα και ουδείς διανοήθηκε ποτέ να πει Η κυρία Τζαβέλας–Μπότσαρης–Καραϊσκάκης για τή Δέσπω ας πούμε : ήταν εκτός γούστου νόμου και κανόνα δηλαδή αυτό (μέχρι και τόν άγγλο ναύαρχο τζωρτζ εκείνη τήν εποχή τόν λέγανε τζούρτζη, δηλαδή μετατρέπανε και τήν προφορά και τήν κατάληξη κάποιας λέξης ανάλογα με τούς νόμους και τούς κανόνες τής γλώσσας τους, κάνανε δηλαδή αυτοί αυτό που κάνουνε βασικά όλοι) : Όταν όμως η κατάσταση πνίγηκε στις μαλακίες και η επανάσταση τέλειωσε (δεν τό λέω έτσι αυτό, τό λέω πιο κόσμια στη διατριβή μου η οποία απευθύνεται βασικά σε ξένους) αυτοί που επικράτησαν στη θέση τών κλεφτών ήταν κάτι μπούληδες και έτσι προέκυψε μία ιστορία με έλλειμμα μεγάλης αξιοπρέπειας και αυτοπεποίθησης.
Να μην συγκρίνουμε όμως τώρα τή μικρή και ασήμαντη αυτή χώρα με άλλες μεγάλες : οι ρώσοι ας πούμε ήταν πλούσιοι και είχαν και αριστοκρατία (μέχρι και δούλους είχανε), και τούτοι εδώ ήταν νεόπλουτοι φτωχομπινέδες γεννημένοι αλλού υιοθετημένοι χαζοέμποροι και είχαν τό πολύ υπηρετριούλες (απ’ τά νησάκια) : γι’ αυτό και κανένας άντρας από δω, ακόμα και σήμερα (ειδικά μάλιστα σήμερα) δεν έχει τό θράσος να πει στον τελευταίο τουρίστα Όχι εμείς τό λέμε αλλιώς : γι’ αυτό και η Μπουμπουλίνα σήμερα γίνεται η κυρία Μπούμπουλης.
Όταν όμως τό φαινόμενο αυτό ισχύσει, υπάρχει το εξής ενδιαφέρον : κάνει δηλαδή ξαφνικά τήν εμφάνισή της και μια (φιλοσοφικής καθαρά ποιότητας) αντιπάθεια προς τήν γενική ενγένει πτώση : μια υγιής (οφείλω να πω) αλλά εντελώς υπόγεια αντιπάθεια προς τήν ίδια τήν ιδέα τής γενικής (που είναι μια πτώση βέβαια ιδιοκτησίας και κατοχής) ( : σημειωτέον ότι δεν είναι ελληνικό τό φαινόμενο αυτό, τό ότι η γενική δηλαδή τής κατάληξης σημαίνει ιδιοκτησία και μάλιστα αποκλειστικά αντρική – διότι και οι άντρες ανήκουνε στον πατέρα τους : και, γι’ αυτό, και τό δικό τους επίσης τό όνομα είναι συχνότατα στη γενική – αλλά όμως, ακόμα κι όταν είναι στην ονομαστική τ’ όνομά τους αυτών, είναι και πάλι εννοείται τό όνομα τού μπαμπά – και αυτή τή φορά μάλιστα οικειοποιημένο και υιοθετημένο με τή μορφή τής απόλυτης ταύτισης : με τή μορφή μιας απόλυτης μάσκας δηλαδή που έχει γίνει πια πρόσωπο – και απλώνεται σαν κρέας και σάρκα από πάνω τους).
Μ’ άλλα λόγια η ιδιοκτησία απ’ τή μεριά τού πατέρα έχει γίνει σαν ένα δεύτερο ρούχο στη σκέψη τους, τών αντρών (και γι’ αυτό και είναι εξαιρετικά αξιοπρεπείς και γενναίες οι ελάχιστες περιπτώσεις αυτών πού πήραν (ωριμάζοντας, μόνοι τους) τό όνομα πια, επιλέγοντάς το οι ίδιοι, τής μάνας τους ( : όμως και τών γυναικών διότι για να ’μαστε δίκαιοι πρέπει ν’ αναφέρω εδώ τή φίλη μου τή Νίνα που πήρε τό όνομα και αυτή απ’ τή μάνα της (όταν μεγάλωσε κι αυτή, και άρχισε να γράφει) (και τήν αναφέρω διότι δεν τήν ξεχνάω ποτέ, μια που οι φίλοι είναι το σημαντικότερο πράγμα σ’ αυτή τή ζωή, και οι (λεγόμενοι) συγγενείς είναι πάντα για πέταμα) όπως λοιπόν εκείνος ο φιλόσοφος ο γερμανός (καθόλου τυχαίο βέβαια τό ότι ήτανε γερμανός) που πήρε τό επώνυμο τής μαμάς του, και τό επώνυμό του (τό κανονικό) τό έβαζε στη μέση σαν αρχικό, σαν αυτό που λέμε πατρώνυμο : theodor w. : εδώ όμως υπήρξε μια υπόγεια και ειρωνική, και μάλλον ύπουλη συνέπεια η οποία πιθανώς τού αντόρνο τού ξέφυγε – καθώς στη θέση αυτή, και ως αρχικό, μπαίνει κανονικά τό μικρό όνομα πάντοτε τού μπαμπά, σαν κάτι οικείο και σπιτικό και δικό μας, σαν μια αγαπημένη μνήμη δηλαδή τού μικρού ονόματος τού μπαμπά, και έτσι ξαφνικά τό επώνυμο τού πατέρα του γινότανε (για τόν αντόρνο), μυστικά, από αποκλεισμένο, ακόμα πιο οικείο και συγγενικό).
Από τήν άλλη, στα δικά μας τά ελληνικά, η μοναδική και εξαιρετική περίπτωση τού παπαδιαμάντη με τούς διαδοχικούς μετασχηματισμούς τού ονόματός του μέχρι που τελικά μόνος του να βρει (αλλά και όλα μόνος του μήπως δεν τά βρήκε αυτός ; ) ποιο ήταν τό κανονικό όνομά του, είναι πολύ χρήσιμη για όσα λέω εδώ – αλλά πολύ χρήσιμη και για τήν ίδια τήν τέχνη : αυτός λοιπόν στην αρχή έφτιαξε τ’ όνομά του στην γενική (ανήκοντας δηλαδή στον πατέρα του αλλά χωρίς τό επάγγελμα τού πατέρα του (που ήταν παπάς)) ως αλέξανδρος αδαμαντίου (και προσοχή : καθαρεύουσα). Φάση δεύτερη τώρα : βρίσκει άχρηστο τό να κρύβει τό επάγγελμα τού πατέρα του, και έτσι δέχεται τώρα τήν ενοχλητική του αλήθεια και πραγματικότητα (υποκύπτει δηλαδή γενναία (ή και δειλά, δεν έχει καμιά σημασία αυτό) και σε κείνη τήν αρχή τής πραγματικότητας που λέει και η ψυχανάλυση) ως αλέξανδρος παπα–αδαμαντίου (όμως πολλή προσοχή : ξανά καθαρεύουσα). Και ξαφνικά (ίσως είχε προχωρήσει πιστεύω εγώ τότε πλέον τό έργο του) (ή ίσως – και μέσα ακριβώς απ’ τό έργο του – έκανε δηλαδή τότε ολοκάθαρα (κι ολομόναχος) τήν κανονική του τότε πλέον ο ίδιος ψυχανάλυση και είδε ότι ούτε ωφελεί αλλά ούτε και μπορεί πια να κρύβει τήν τάση του για χειραφέτηση – χειραφέτηση από τόν μπαμπά – δηλαδή από κείνο τό υπερεγώ τό οποίο, με τό γράψιμο ούτως ή άλλως, στους μεγάλους συγγραφείς, θαύεται αχρηστεύεται και ξεχαρβαλώνεται – για να βρεθεί τό κανονικό τό εγώ – ) και έτσι : ξαφνικά τό όνομα έγινε απολύτως δικό του, και η γενική καταργήθηκε και μπήκε πια στη ζωή του κανονικά θριαμβεύουσα η απόλυτος ονομαστική : και τότε λοιπόν, ω τού θαύματος, (και επειδή η ψυχολογική αλήθεια συμπλέει με τήν γλωσσική αλήθεια πάντοτε) τό όνομα παίρνει πλέον τήν καθαρή του μορφή, στη δημοτική : και η σοφία τής καινούργιας ετούτης ελευθερίας σου και τής κάθε (πονεμένης) ανάλυσης, είναι να μη φοβάσαι και να μην κρύβεις (πια) τίποτα (μιλώντας εννοείται πάντοτε με γρίφους, όσο γίνεται πιο έντεχνα θέλω να πω κι αινιγματικά (α, εκείνο τό απάνθρωπο ον τού οιδίποδα, η σφίγγα θα μπορούσε να είναι και θεά προστάτισσα κάθε τεχνίτη, αν η ψυχανάλυση είχε λίγο πιο ευρύ πνεύμα και δεν κόλλαγε μόνο στα οικογενειακά.))
Επιπλέον θέλω κάποτε να κάνω μία δουλειά, η οποία θα έχει να κάνει με τήν καθαρότατη (πολύ καθαρή αληθινά) λογική που κρύβεται στις μεταπτώσεις από τήν δημοτική στην καθαρεύουσα τόσο στο έργο τού παπαδιαμάντη όσο και στο έργο τού καβάφη – αλλά επίσης και στη δημοτική τής μητρικής αγραψίας τού σολωμού : αρκεί να πω μόνο εδώ ότι οι μνήμες τού έρωτα, οι μνήμες δηλαδή τής παιδικής ηλικίας, και οι μνήμες συνεπώς τής ζωντανής μ’ άλλα λόγια ζωής, για τόν παπαδιαμάντη είναι πάντοτε δημοτικές : ό,τι έχει δηλαδή πλέον πεθάνει : και αντιθέτως, στη νεκρή γλώσσα εκτίθεται επιμελέστατα η ζωντανή του παρούσα ζωή ως ώριμου ανθρώπου (δημιουργικού δυστυχισμένου κι απολύτως νεκρού) : κάποιος θα μπορούσε να τό περιγράψει αυτό αφελέστερα (και μονοδιάστατα) με τό πως οι διάλογοι, τά λόγια που βγαίνουν απ’ τά πρόσωπα που ’χουν χαθεί, κι ό,τι δηλαδή (εκ τών υστέρων) ζωντανεύει, είναι μονίμως δημοτικό ενώ η αφήγηση τού ανθρώπου που κάθεται σαν νεκρός και τά θυμάται, τά αναλύει τά αναμασά και τά γράφει, είναι πάντοτε καθαρευουσιάνικο (και ειρωνικό). Και μια και μιλάμε για ειρωνεία ας πω και ότι στον καβάφη υπάρχει επίσης αυτό, αλλά ελαφρώς και λίγο αλλαγμένο, καθώς ούτε εκεί δεν ανατρέπεται ποτέ πλήρως η σημασία που παίρνει (σε ένα έργο που συνειδητά εξακτινώνεται κιόλας προς όλο τό σύμπαν) η γλώσσα που πρέπει να μιλούσαν σε ιδιωματική μάλιστα δημοτική η μαμά του και οι άλλοι ενίοτε μέσα στο σπίτι. Όσο δε για τή γλώσσα τού σολωμού, δεν μπορώ να σάς πω εδώ, και αμέσως, όλα τά συμπεράσματά μου, διότι τό βιβλίο αυτό τότε θα φύγει από τή δικιά μου μαμά τελείως – έτσι λοιπόν ας αρκεστείτε μόνο σε ένα, που έχει εμμέσως μόνο σχέση με τή δικιά του μαμά, αλλά σίγουρα, και αμεσότατα, σχέση με τήν ειρωνεία του : είναι λοιπόν περίεργο, (ή και αναμενόμενο δηλαδή) ότι στον σολωμό και στο καθεαυτό σοβαρό του έργο, δεν υπάρχει ειρωνεία : ο αλκοολικός μας δηλαδή και ο κόντες μας ήταν βαρύς και ασήκωτος σαν τό μολύβι όταν έπιανε τό μολύβι του για να αναλύσει τά ανάλαφρα νέφη που έβλεπε μέσα του όταν συνέγραφε – διότι στην ζωή του κατά τ’ άλλα, πριν τσακωθεί με τήν μάνα του, και εξαυτού μάλλον γίνει και αλκοολικός, έκανε (με τούς φίλους του) πλάκες πολλές : σκυμμένος όμως μετά στα χαρτιά του ολοπόρφυρος κι αστράφτοντας μέσα του, τό μυαλό κι η καρδιά του τόν πονούσανε τόσο πολύ που δεν είχε καιρό για αστεία ο βαριόμοιρος – και γι’ αυτό κι είναι και ιδιαίτερα σημαντικό ένα διπλό ας πούμε φαινόμενο που στη συνέχεια προέκυψε : απ’ τή μια τό εντελώς κακιασμένο και πλακατζίδικο στόμα του τό παράπεμψε, ανοίγοντας ένα κρυφό παραπέτασμα, σ’ ένα εντελώς άλλο είδος – μακριά απ’ τή σοβαρή του δουλειά – και τό άσκησε παίζοντας – με τήν έννοια δηλαδή ότι δεν θεωρούσε πως είναι αυτό η μεγάλη του ποίηση : κι ένα σημάδι που μάς άφησε γι’ αυτό είναι ότι όλα αυτά (τά σατιρικά), μα όλα, τά τέλειωσε – δεν έχουμε αποσπασματικότητες ούτε τελειοθηρίες εδώ – και απ’ τήν άλλη, ότι τήν φοβερή του ειρωνεία (που δεν μπορεί και να τήν αφήσει και ήσυχη), (όπως δεν μπορεί να αφήσει ήσυχους και τή μάνα του και τόν αδελφό του – τί αδελφό δηλαδή, νόθο και μπάσταρδο, που τόν πληγώσανε), τήν ξαναβρίσκει αναβαθμισμένη ολόκληρη και σε πεζό : αλλά να πούμε και ότι τό κείμενο αυτό (με τέτοια σιγουρότατη και δημοτικότατη αυτοπεποίθηση που αρνείται να πει τής Ζακύνθου και λέει τής Ζάκυνθος) τό ’χε βέβαια σκεφτεί (και τό ’χε κάνει) μάλλον αφού είχε κατασταλάξει μέσα του και όλη εκείνη η φαινομενικά αγέλαστη φιλοσοφία τών καλών γερμανών – τά υπόλοιπα είναι πόνος ποτό και θαρραλέα (τού παιχνιδιάρικου παιδιού, τού όχι ακόμα πληγωμένου απ’ τή μάνα κι από τόν μπάσταρδο) δημοτική σαν τό άργειε ή τό βιά.
Και στα γερμανικά όμως οι γυναίκες με τόν γάμο τους αλλάζαν επώνυμο, και μιλάω για τή γλώσσα τή γερμανική διότι τή γλώσσα αυτή τήν έμαθα κι εγώ με διάφορους δάσκαλους (ενώ ο σολωμός δεν τήν ήξερε και έβαζε φίλους του και τού μεταφράζανε, ήξερε όμως αυτός τά ιταλικά και τόν δάντη, που εγώ δεν τά ξέρω, κι έτσι μπορώ να τά μεταφράζω με αρλούμπες και κατά προσέγγιση, από τίς μεταφράσεις τών άλλων, και όπως δήθεν μού άρεσε (στο πρώτο κεφάλαιο κιόλας αν θυμάμαι καλά)). Στις περιπτώσεις λοιπόν όπου τό όνομα δείχνει κάποιο επάγγελμα αν η γυναίκα τού herr müller, τού μυλωνά να πούμε, δεν ανήκε στον άντρα της αλλά ήτανε πολύ αυτεξούσια θα λεγότανε müllerin – όπως και στα ελληνικά δηλαδή μυλωνού (τό οποίο μπορεί να σημαίνει τόσο τή γυναίκα τού μυλωνά που έτσι μπορεί περήφανη να βάζει τόν άντρα της με τούς πραματευτάδες, όσο και τή γυναίκα πού δουλεύει μόνη τόν μύλο της) στην πραγματικότητα δεν είναι όμως η γυναίκα τού herr müller frau müllerin, κι αυτό κάτι μάς λέει βέβαια – παρόμοιο μ’ εκείνο που μάς λέει – διορθωμένο ή αντίστροφο – και τό ότι η συμβία τού μπούμπουλη ήτανε κάποτε μπουμπουλίνα και τού τζαβέλα τζαβέλαινα, και όχι κυρία μπούμπουλης και κυρία τζαβέλας οι άμοιρες – αλλά είπαμε, δεν υπάρχει πλέον αξιοπρέπεια.
Όμως τό σημαντικότερο είναι ότι πάρα πολλές γυναίκες σήμερα αρέσκονται σ’ αυτή τήν αθλιότητα (και εδώ υπεισέρχεται η Καίτη μας) ενώ είμαι σίγουρη ότι αν στην ουγκάντα (που δεν ρώτησα δυστυχώς ποτέ τόν Ιούλιο) υπάρχει διαφορά στα επώνυμα από τό αντρικό στο γυναικείο, οι ουγκαντέζες δεν θα τό εξαργυρώναν με καμία ξενόφωνη δόξα αυτό, και θα επιμέναν να λένε όλοι οι άλλοι τό σωστό : «Όχι, εμείς τό λέμε αλλιώς» δηλαδή θα τούς έλεγαν (αλλά ξέχασα να τόν ρωτήσω, και μάλλον δηλαδή πιθανώς δεν χρειάστηκε). Αυτές εδώ όμως δεν τίς κολακεύει μόνο τό ότι έτσι τ’ όνομά τους γίνεται σα μια λέξη ξένης γλώσσας αλλά και τό ότι έτσι γίνονται άντρες κι αυτές – και κάνουνε επομένως δηλαδή κι αυτές ό,τι θέλουνε, πάνε στην αμερική όποτε θέλουνε, γίνονται χειρούργοι αν θέλουνε, και είναι άντρες και τό κέφι τους θα κάνουν και θα πουν και μια κουβέντα πριν πεθάνουν. (Αν όμως όλ’ αυτά ήταν πράγματι αληθινά για τή ζωή τους, δεν θα τά είχανε ανάγκη, αυτή είν’ η αλήθεια μας). Αυτό τό σίγμα όμως τό τελικό, τό παράσημο τής αντρειοσύνης τους, αχ, πώς αυτό τό σίγμα τό τελικό (όπως δείξαμε και σε άλλα κεφάλαια ετούτης τής διατριβής) ηχεί τόσο πολύ, έχει έναν ήχο εξόχως βροντερό σ’ αυτή τή γλώσσα : ναι, ηχεί πάντα τόσο πολύ, ακούγεται τόσο πολύ, είναι σαν ένα σύνολο από καμπάνες και όχι μια καμπάνα μόνο, είναι σαν τήν ομάδα εκείνη από καμπάνες που βάραγε ο Κουασιμόδος : και μήπως δεν θα έκανε τότε εξωφρενών ετούτο τό καμπαναριό τήν Μπουμπουλίνα αν τύχαινε κι ανασταινότανε ας πούμε σήμερα, ανασταινόταν σαν μέσα σ’ ένα έργο ας πούμε διαστημικό, και τόλμαγε να τήν αποκαλέσει κάποιος σήμερα κυρία Μπούμπουλης ; Είμαι και κάτι παραπάνω από σίγουρη ότι αν ξαναζούσε σήμερα και είχε και μια έστω ισχνή ανάμνηση απ’ τή ζωή που τήν έκανε να μείνει στα σχολεία μας (ελάχιστη εκπρόσωπος ας πούμε γυναικείου ονόματος) πυρ και μανία θα γινότανε εάν τολμούσε να τήν προσφωνήσει κανείς έτσι : «Τόν κακό σου τόν καιρό, ή τόν κακό σου τόν φλάρο – βλάκα – θα τού έλεγε, από πού ήρθες εσύ και τά ’μαθες τά κορακίστικα, ελληνικά δεν ξέρεις ; » και μπορεί και να τού κοπάναγε και κανένα οικογενειακό κειμήλιο, κάνα τάσι ή κάνα καρυοφίλι από τήν οικογενειακή βιτρίνα στο κεφάλι : «Άκου κυρά Μπούμπουλης χαϊβάνι ταβανόβουρτσα φλουφλοκουραμπιέ και ηλίθιε : από πού μας ήρθες εσύ, ελληνικά δεν ξέρεις, τί ’σαι σύ ξένος είσαι ; » (θα τού έλεγε) : αυτή είν’ η πλάκα, είμαι σίγουρη ότι θα τόν κοίταζε ειρωνικά και (θα ’θελα πολύ να τό έβλεπα αυτό) θα γινότανε από εκατό χωριά θηρίο. (Η πλάκα είναι ότι ούτε αυτή ήξερε καλά ελληνικά γιατί καταβάθος ήτανε αρβανίτισσα.)
Αρβανίτισσα όμως ή ξε–αρβανίτισσα τό γεγονός είναι ότι άμα είσαι γυναίκα που έχεις κάνει τή ζωή σου, και είσαι δηλαδή χειραφετημένη, εκνευρίζεσαι πολύ να σού αλλάζουν τό φύλο. Αυτό είναι γεγονός, όπως γεγονός είναι και ότι υπάρχουν και έξυπνες γυναίκες στη χώρα αυτή, δεν είναι όλες δηλαδή ταβανόβουρτσες – όσες ας πούμε με τήν αλλαγή τών νόμων που έγινε κάποτε αποφάσισαν να κρατήσουν τό πατρικό τους όνομα δεν είχαν πρόβλημα αλλαγής φύλου διότι τίς φωνάζουν τότε όλοι με ένα όνομα αλλιώτικο τελείως διαφορετικό από κείνο τού άντρα τους, και τότε κανένας δεν διανοείται να ρωτήσει «τί τό ’κανες τό σίγμα εκείνο τό τελικό που έχει τό όνομα με τό οποίο φωνάζουμε τόν άντρα σου ; ». Έτσι, η πραγματικότητα δείχνει πως η χειραφέτηση, η ελευθερία ισότης αδελφότης και ο φεμινισμός λύνουν και τά προβλήματα τής γλώσσας.
Επιπλέον τό κατέβασμα τού τόνου στην γλώσσα μας δεν υπάρχει πια : γι’ αυτό και λέγαμε η δικτατορία τού παπαδόπουλου (ενώ για τή γυναίκα του λέγαμε η δέσποινα παπαδοπούλου (μολονότι στο σύνθημα «δε σέ θέλει ο λαός πάρ’ τή δέσποινα και μπρος» δεν αναφερόταν τό επώνυμο (και άργησα κάπως να μάθω ότι τό σύνθημα είχε ξαναειπωθεί πριν τή δικτατορία ως : «δε σέ θέλει ο λαός πάρ’ τή μάνα σου και μπρος» για κείνον τον μαμόθρεφτο βασιλιά που υπήρχε τότε))), έτσι λοιπόν είχαμε ως δικτάτορα τόν παπαδόπουλο, και ως απειλή τό σύνταγμα τού παπαδόπουλου, αλλά τήν κυρία παπαδοπούλου : εδώ φαίνεται και η υποκρισία τών αντρών όσον αφορά τό γλωσσικό μας ζήτημα : τή ζωντάνια τής γλώσσας τή θέλουνε δηλαδή για τούς εαυτούς τους μονάχα, στις αρλουμπολογίες μεν μπορούν να αρχαιολογούν, αλλά όταν πρόκειται για τό όνομά τους ασφαλώς και διεκδικούν τή δημοτική, επιφυλάσσουν δε τήν καθαρεύουσα για τή γυναίκα τους – και φορτώνοντας έτσι τίς γυναίκες τους, δήθεν για λόγους καθωσπρεποσύνης, με μια γλώσσα νεκρή είναι σαν να τούς λένε Εμείς ζούμε και θα ζήσουμε, αλλά εσείς κανονίστε και πάρτε τά μέτρα σας, γιατί κανονικά πρέπει να ’στε νεκρές. Πρόκειται ασφαλώς για μια υπεράσπιση τής δημοτικής στα μουλωχτά και από τήν ανάποδη.
Απ’ τήν άλλη μεριά όμως δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω και μια νοηματική πονηριά που συμβαίνει υπογείως εδώ, με όλες δηλαδή τίς γυναίκες όταν τύχει τό όνομα τού άντρα τους (ή και τού πατέρα – μην τό ξεχνάμε κι αυτό) να είναι σε μια γενική που κατεβάζει απ’ τ’ αρχαία χρόνια τόν τόνο : η πονηριά στην περίπτωση αυτή είναι γλωσσική δηλαδή με τόν πιο εσωτερικό ας πούμε τρόπο : επειδή ακριβώς στην ζωντανή και τήν φυσική μας κουβέντα ο τόνος στην γενική δεν κατεβαίνει πλέον σχεδόν ποτέ, και λέμε ας πούμε τού πόλεμου τού αντίπαλου τού παράδεισου τού απάνθρωπου τού ξενέρωτου τού αβίωτου και τά λοιπά, στην περίπτωση που μιλάμε ξαφνικά μ’ έναν τύπο μιας γλώσσας νεκρής είναι σαν να απονεκρώνεται και να ακυρώνεται και να χάνει τό νόημά της και η ίδια η έννοια τής κτήσεως : ο παλιός νεκρός τύπος δηλαδή απονεκρώνει και τήν ίδια τήν έννοια τής γενικής ως πτώσεως κτητικής και τήν κάνει επομένως ασήμαντη : νά πώς υπεισέρχεται ο χέγκελ στον σωσσύρ : η πονηρία τού λόγου στο πεδίο τής γλώσσας.
«βιογραφίες αγνώστων»
φωτογραφιες :
αγγλικα επικαιρα 1913 (κηδεια εμιλυς νταβισον) / edward keating