σημειωματαριο κηπων

28 Σεπτεμβρίου 2017

η κυρία Μπούμπουλης

 

 

 

τό σημερινό απόσπασμα από τίς «βιογραφίες αγνώστων» (που παραμένουν ανέκδοτες) έχει γραφτεί μάλλον πολύ πριν από τό 2003 (ημερομηνία κατά τήν οποία οι «βιογραφίες» ολοκληρώθηκαν – και έκτοτε, στο διάστημα που μεσολάβησε έχουν υποστεί σύντομες διορθώσεις και εκτεταμένες περικοπές) : σήμερα λοιπόν που αποφάσισα να τό φέρω σαν ανάρτηση στους «κήπους» και εξ αυτού τό ξαναδιάβασα κι εγώ, ομολογώ μέ ξάφνιασε τό γεγονός ότι δεν χρειάστηκε να κόψω απολύτως τίποτα – μέ ξάφνιασε δηλαδή και ευχάριστα και δυσάρεστα : ευχάριστα γιατί κανένας ακόμα δεν έσπευσε να μού πάρει τή δόξα ως προς τή διαπίστωση τού προβλήματος, και δυσάρεστα γιατί κανένας ακόμα όπως φάνηκε δεν έχει σπεύσει να διαπιστώσει τό πρόβλημα

μ’ άλλα λόγια, τίποτα στη λαμπρή μας χώρα δεν έχει καλυτερέψει ως προς αυτό τό ζήτημα, παρ’ όλα τά φεμινιστικά με τά οποία, εδώ και λίγο καιρό, κάποιες ομάδες γυναικών σάμπως συστηματικά ν’ ασχολούνται, αν και θα τολμούσα να πω ότι (δυστυχώς) μιλάνε με τά εκ νέου σύγχρονα (πάλι) κλισεδάκια, περιοριζόμενες πλέον τώρα κυρίως στα θέματα τού βιασμού : όχι ότι δεν είναι σημαντικότατα τά θέματα τού βιασμού

αλλά τά κλισεδάκια, τουτέστιν οι καραμέλες, έχουν ένα ελάττωμα : μοιάζουν μεν με ομιλία αλλά καταπίνονται γρήγορα, δεν κουβαλούν δε, επί τής ζαχάρεώς τους, ούτε ως δείγμα τό δηλητήριο τής επικινδυνότητας που διαθέτει άφθονο η πρωτογενής και πρωτότυπη σκέψη : υπάρχουν, μ’ άλλα λόγια, καραμέλες που αποκοιμίζουν, όσο «φεμινιστικές» κι αν είναι : (και μεγαλύτερο υπνωτικό από τόν σύγχρονο αμερικάνικο πουριτανισμό επί τού φεμινισμού, δεν υπάρχει : η αντίληψη, φερ’ ειπείν, ότι δεν υπάρχουν φύλα δεν υπηρετεί παρά τό φύλο που (κοινωνικώς) υπερτερεί, και (αντικοινωνικότατα) θέτει τούς κανόνες, κανονίζοντας τί τά φύλα οφείλουν να είναι – και να επιθυμούν – αλλά περί αυτού θα χρειαστεί να κάνω, όποτε η διάθεσή μου τό επιτρέψει, έτερη ανάρτηση – )

εν συντομία όμως, αυτό όμως που εμένα ας πούμε μέ απασχολεί (από πολύ παλιά όπως φαίνεται, φαίνεται από εδώ από εκεί και από αλλού) είναι πόσο ο βιασμός ως έννοια περιβάλλει χώρον τόσο μεγαλύτερον τού σώματος – και πόσο οι πολύπλευρες μορφές βιασμού τής θέλησης γλυστράν επιτήδεια κι αθόρυβα και σχεδόν καλοσυνάτα στη ζωή μας από νωρίς – αποτελώντας έτσι τρόπον τινά τό υπόστρωμα για να ξαπλωθούν πάνω τους μετά όλοι οι «άλλοι» βιασμοί, με όλη τους τήν άνεση, και όλη τους τήν συνεπακόλουθη έλλειψη ενοχής

και ασφαλώς μέ λυπεί που τό θέμα δεν φθάρηκε ήδη από τήν πολλή χρήση ώστε να χρειαζόταν τώρα κάποια επισήμανση να σβήσω, επειδή θα είχε καταντήσει μέσα στα σχεδόν 20 χρόνια που μεσολάβησαν κοινός τόπος

αντίθετα βρήκα κι ένα στοιχείο που θα ήθελα τώρα να προσθέσω : τό καμάρι πλέον τής κυρίας Μπούμπουλης τήν ώρα που τής αλλάζουν ( : πού μόνη της δηλαδή αλλάζει πια) τή δόξα της και τό φύλο : η απόλυτη αυτή αβουλία και αδιαφορία, μ’ άλλα λόγια, τών ελληνόφωνων γυναικών όταν μετατρέπεται σήμερα τό φύλο τού επωνύμου τους σε αντρικό, έχει πάρει πια τή μορφή μιας ειδικής επιπλέον κοκεταρίας, τή «χειραφετημένη» κοκεταρία τής «επιχειρηματίας» και τής «γυναίκας με καριέρα και λεφτά» δικά της (όχι μόνο εντός τής χρεωκοπημένης χώρας, αλλά κι εκείνης με καριέρα στο εξωτερικό)

αλλά βέβαια, όταν αρνούμαστε στην εαυτή μας τήν επίμονη και διεκδικητική ερωτική απελευθέρωση και γινόμαστε ξυνές και καθωσπρέπει κι ανέραστες και ηθικές για να μας αποδεχτούν οι (αντροκρατούμενες) επιχειρήσεις και τά (αντροκρατούμενα) κόμματα, τί είναι μια υποχώρηση στο ονοματάκι μας πια ; στο κατω–κάτω έτσι γινόμαστε άντρες με τά όλα μας

αλλά ορίστε, παραθέτω τό απόσπασμα μυθιστορήματος άνευ άλλης καθυστερήσεως :

 

 

 

 

Αυτό που συμβαίνει με τά αρσενικά, ενώ είναι θηλυκά, ονόματα στη χώρα, αποτελεί ένα εξειδικευμένα γλωσσικό πρόβλημα απολύτως διαφωτιστικό για τή ζωή και τίς απόψεις τού συγκεκριμένου εθνικού κορμού στον οποίο βρίσκομαι και γράφω, ένα πρόβλημα άκρως ιδιόμορφο και τό οποίο η γλωσσολογία, αλλά και η φιλοσοφία εξάλλου, φωτίζει ενγένει :

Δέχονται δηλαδή με μυστηριώδη μεγαλοθυμία και καλοσύνη κι ευαρέσκεια οι γυναίκες (τής συγκεκριμένης αυτής εθνικής καταγωγής, δεν ξέρω τό φαινόμενο να συμβαίνει σε άλλη χώρα – ίσως δεν υπάρχει άλλη εξίσου δουλοπρεπής χώρα) να περιγράφουν εαυτές σα να μιλάνε μια ξένη γλώσσα, που τίς αλλάζει τίς κλέβει, τούς αλλάζει τόν αδόξαστο, τίς κάνει αγνώριστες και γελοίες : τό φαινόμενο βέβαια τό έχω αναπτύξει στη διατριβή μου (επί μακρόν) – μπορώ εδώ μόνο απλώς συνοπτικά να σού πω ποια είναι εν ολίγοις τά περιληπτικά τής ιστορίας συμπεράσματα :

Κατ’ αρχάς τό φαινόμενο αυτό υπάρχει υποτίθεται προς χάριν, και εξαιτίας, τών ξένων που δεν ξέρουν τή γλώσσα καλά : όμως, τό ίδιο αυτό φαινόμενο, κόβεται με τό μαχαίρι και εξαφανίζεται (ακόμα και σαν απλή να πούμε δυνατότητα) όταν κανείς έχει να κάνει με οποιονδήποτε λαό διαθέτει λίγη αξιοπρέπεια (και οπωσδήποτε μερική αυτοπεποίθηση) : οι ρώσοι παραδείγματος χάριν δεν επέτρεψαν ποτέ σε κανέναν να πει τήν ουλάνοβα ουλάνοβ, τήν τσβετάγιεβα τσβετάγιοφ τήν αχμάτοβα αχμάτοβ και τά λοιπά : διότι (στην γλώσσα τουλάχιστον γενικώς) τά πράγματα χαρακτηρίζονται από τήν αξιοπρέπεια (τής ομιλήτριας, και τού ομιλητή που κρύβεται, πάντα συνήθως, πίσω της πλάϊ της και τά λοιπά) και επομένως ο αξιοπρεπής λαός, όταν προκύψει ένας τουρίστας που θέλει να ισοπεδώσει τά πράγματα, και να τά κάνει όλα αρσενικά, θα τού πει : Όχι κύριε, εμείς δεν τό λέμε έτσι, και θα τόν διορθώσει (δεν θα τό θεωρήσει καθόλου δύσκολο δηλαδή και βουνό) : τόσο μόνο χρειάζεται – μια πρόταση τό πολύ δέκα λέξεων : που είναι όμως πολύ αξιοπρεπής – και φυσικά η αξιοπρέπεια είναι μια πολύ μεγάλη (και δύσκολη) υπόθεση :

Για να κάνω μια (πολύ) σύντομη ιστορική αναδρομή (για τούς ξένους που θα διαβάσουν τή διατριβή μου στο εξωτερικό, εφόσον εκεί βρίσκομαι και εκεί γράφω – δεν έρχομαι πλέον στη χώρα αυτή σχεδόν καθόλου, ειδικότερα αφότου κατάλαβα ότι δεν έχω εδώ καν συγγενείς) στην προεπαναστατική της (αλλά και τήν επαναστατική της ακόμα) περίοδο η χώρα αυτή ήταν αξιοπρεπής : η Μπουμπουλίνα ήταν η απολύτως νόμιμη σύζυγος ενός κάποιου Μπούμπουλη κι η Τζαβέλαινα ενός κάποιου Τζαβέλα και ουδείς διανοήθηκε ποτέ να πει Η κυρία Τζαβέλας–Μπότσαρης–Καραϊσκάκης για τή Δέσπω ας πούμε : ήταν εκτός γούστου νόμου και κανόνα δηλαδή αυτό (μέχρι και τόν άγγλο ναύαρχο τζωρτζ εκείνη τήν εποχή τόν λέγανε τζούρτζη, δηλαδή μετατρέπανε και τήν προφορά και τήν κατάληξη κάποιας λέξης ανάλογα με τούς νόμους και τούς κανόνες τής γλώσσας τους, κάνανε δηλαδή αυτοί αυτό που κάνουνε βασικά όλοι) : Όταν όμως η κατάσταση πνίγηκε στις μαλακίες και η επανάσταση τέλειωσε (δεν τό λέω έτσι αυτό, τό λέω πιο κόσμια στη διατριβή μου η οποία απευθύνεται βασικά σε ξένους) αυτοί που επικράτησαν στη θέση τών κλεφτών ήταν κάτι μπούληδες και έτσι προέκυψε μία ιστορία με έλλειμμα μεγάλης αξιοπρέπειας και αυτοπεποίθησης.

Να μην συγκρίνουμε όμως τώρα τή μικρή και ασήμαντη αυτή χώρα με άλλες μεγάλες : οι ρώσοι ας πούμε ήταν πλούσιοι και είχαν και αριστοκρατία (μέχρι και δούλους είχανε), και τούτοι εδώ ήταν νεόπλουτοι φτωχομπινέδες γεννημένοι αλλού υιοθετημένοι χαζοέμποροι και είχαν τό πολύ υπηρετριούλες (απ’ τά νησάκια) : γι’ αυτό και κανένας άντρας από δω, ακόμα και σήμερα (ειδικά μάλιστα σήμερα) δεν έχει τό θράσος να πει στον τελευταίο τουρίστα Όχι εμείς τό λέμε αλλιώς : γι’ αυτό και η Μπουμπουλίνα σήμερα γίνεται η κυρία Μπούμπουλης.

 

 

     

 

 

Όταν όμως τό φαινόμενο αυτό ισχύσει, υπάρχει το εξής ενδιαφέρον : κάνει δηλαδή ξαφνικά τήν εμφάνισή της και μια (φιλοσοφικής καθαρά ποιότητας) αντιπάθεια προς τήν γενική ενγένει πτώση : μια υγιής (οφείλω να πω) αλλά εντελώς υπόγεια αντιπάθεια προς τήν ίδια τήν ιδέα τής γενικής (που είναι μια πτώση βέβαια ιδιοκτησίας και κατοχής) ( : σημειωτέον ότι δεν είναι ελληνικό τό φαινόμενο αυτό, τό ότι η γενική δηλαδή τής κατάληξης σημαίνει ιδιοκτησία και μάλιστα αποκλειστικά αντρική – διότι και οι άντρες ανήκουνε στον πατέρα τους : και, γι’ αυτό, και τό δικό τους επίσης τό όνομα είναι συχνότατα στη γενική – αλλά όμως, ακόμα κι όταν είναι στην ονομαστική τ’ όνομά τους αυτών, είναι και πάλι εννοείται τό όνομα τού μπαμπά – και αυτή τή φορά μάλιστα οικειοποιημένο και υιοθετημένο με τή μορφή τής απόλυτης ταύτισης : με τή μορφή μιας απόλυτης μάσκας δηλαδή που έχει γίνει πια πρόσωπο – και απλώνεται σαν κρέας και σάρκα από πάνω τους).

Μ’ άλλα λόγια η ιδιοκτησία απ’ τή μεριά τού πατέρα έχει γίνει σαν ένα δεύτερο ρούχο στη σκέψη τους, τών αντρών (και γι’ αυτό και είναι εξαιρετικά αξιοπρεπείς και γενναίες οι ελάχιστες περιπτώσεις αυτών πού πήραν (ωριμάζοντας, μόνοι τους) τό όνομα πια, επιλέγοντάς το οι ίδιοι, τής μάνας τους ( : όμως και τών γυναικών διότι για να ’μαστε δίκαιοι πρέπει ν’ αναφέρω εδώ τή φίλη μου τή Νίνα που πήρε τό όνομα και αυτή απ’ τή μάνα της (όταν μεγάλωσε κι αυτή, και άρχισε να γράφει) (και τήν αναφέρω διότι δεν τήν ξεχνάω ποτέ, μια που οι φίλοι είναι το σημαντικότερο πράγμα σ’ αυτή τή ζωή, και οι (λεγόμενοι) συγγενείς είναι πάντα για πέταμα) όπως λοιπόν εκείνος ο φιλόσοφος ο γερμανός (καθόλου τυχαίο βέβαια τό ότι ήτανε γερμανός) που πήρε τό επώνυμο τής μαμάς του, και τό επώνυμό του (τό κανονικό) τό έβαζε στη μέση σαν αρχικό, σαν αυτό που λέμε πατρώνυμο : theodor w. : εδώ όμως υπήρξε μια υπόγεια και ειρωνική, και μάλλον ύπουλη συνέπεια η οποία πιθανώς τού αντόρνο τού ξέφυγε – καθώς στη θέση αυτή, και ως αρχικό, μπαίνει κανονικά τό μικρό όνομα πάντοτε τού μπαμπά, σαν κάτι οικείο και σπιτικό και δικό μας, σαν μια αγαπημένη μνήμη δηλαδή τού μικρού ονόματος τού μπαμπά, και έτσι ξαφνικά τό επώνυμο τού πατέρα του γινότανε (για τόν αντόρνο), μυστικά, από αποκλεισμένο, ακόμα πιο οικείο και συγγενικό).

 

 

 

 

Από τήν άλλη, στα δικά μας τά ελληνικά, η μοναδική και εξαιρετική περίπτωση τού παπαδιαμάντη με τούς διαδοχικούς μετασχηματισμούς τού ονόματός του μέχρι που τελικά μόνος του να βρει (αλλά και όλα μόνος του μήπως δεν τά βρήκε αυτός ; ) ποιο ήταν τό κανονικό όνομά του, είναι πολύ χρήσιμη για όσα λέω εδώ – αλλά πολύ χρήσιμη και για τήν ίδια τήν τέχνη : αυτός λοιπόν στην αρχή έφτιαξε τ’ όνομά του στην γενική (ανήκοντας δηλαδή στον πατέρα του αλλά χωρίς τό επάγγελμα τού πατέρα του (που ήταν παπάς)) ως αλέξανδρος αδαμαντίου (και προσοχή : καθαρεύουσα). Φάση δεύτερη τώρα : βρίσκει άχρηστο τό να κρύβει τό επάγγελμα τού πατέρα του, και έτσι δέχεται τώρα τήν ενοχλητική του αλήθεια και πραγματικότητα (υποκύπτει δηλαδή γενναία (ή και δειλά, δεν έχει καμιά σημασία αυτό) και σε κείνη τήν αρχή τής πραγματικότητας που λέει και η ψυχανάλυση) ως αλέξανδρος παπα–αδαμαντίου (όμως πολλή προσοχή : ξανά καθαρεύουσα). Και ξαφνικά (ίσως είχε προχωρήσει πιστεύω εγώ τότε πλέον τό έργο του) (ή ίσως – και μέσα ακριβώς απ’ τό έργο του – έκανε δηλαδή τότε ολοκάθαρα (κι ολομόναχος) τήν κανονική του τότε πλέον ο ίδιος ψυχανάλυση και είδε ότι ούτε ωφελεί αλλά ούτε και μπορεί πια να κρύβει τήν τάση του για χειραφέτηση – χειραφέτηση από τόν μπαμπά – δηλαδή από κείνο τό υπερεγώ τό οποίο, με τό γράψιμο ούτως ή άλλως, στους μεγάλους συγγραφείς, θαύεται αχρηστεύεται και ξεχαρβαλώνεται – για να βρεθεί τό κανονικό τό εγώ – ) και έτσι : ξαφνικά τό όνομα έγινε απολύτως δικό του, και η γενική καταργήθηκε και μπήκε πια στη ζωή του κανονικά θριαμβεύουσα η απόλυτος ονομαστική : και τότε λοιπόν, ω τού θαύματος, (και επειδή η ψυχολογική αλήθεια συμπλέει με τήν γλωσσική αλήθεια πάντοτε) τό όνομα παίρνει πλέον τήν καθαρή του μορφή, στη δημοτική : και η σοφία τής καινούργιας ετούτης ελευθερίας σου και τής κάθε (πονεμένης) ανάλυσης, είναι να μη φοβάσαι και να μην κρύβεις (πια) τίποτα (μιλώντας εννοείται πάντοτε με γρίφους, όσο γίνεται πιο έντεχνα θέλω να πω κι αινιγματικά (α, εκείνο τό απάνθρωπο ον τού οιδίποδα, η σφίγγα θα μπορούσε να είναι και θεά προστάτισσα κάθε τεχνίτη, αν η ψυχανάλυση είχε λίγο πιο ευρύ πνεύμα και δεν κόλλαγε μόνο στα οικογενειακά.))

Επιπλέον θέλω κάποτε να κάνω μία δουλειά, η οποία θα έχει να κάνει με τήν καθαρότατη (πολύ καθαρή αληθινά) λογική που κρύβεται στις μεταπτώσεις από τήν δημοτική στην καθαρεύουσα τόσο στο έργο τού παπαδιαμάντη όσο και στο έργο τού καβάφη – αλλά επίσης και στη δημοτική τής μητρικής αγραψίας τού σολωμού : αρκεί να πω μόνο εδώ ότι οι μνήμες τού έρωτα, οι μνήμες δηλαδή τής παιδικής ηλικίας, και οι μνήμες συνεπώς τής ζωντανής μ’ άλλα λόγια ζωής, για τόν παπαδιαμάντη είναι πάντοτε δημοτικές : ό,τι έχει δηλαδή πλέον πεθάνει : και αντιθέτως, στη νεκρή γλώσσα εκτίθεται επιμελέστατα η ζωντανή του παρούσα ζωή ως ώριμου ανθρώπου (δημιουργικού δυστυχισμένου κι απολύτως νεκρού) : κάποιος θα μπορούσε να τό περιγράψει αυτό αφελέστερα (και μονοδιάστατα) με τό πως οι διάλογοι, τά λόγια που βγαίνουν απ’ τά πρόσωπα που ’χουν χαθεί, κι ό,τι δηλαδή (εκ τών υστέρων) ζωντανεύει, είναι μονίμως δημοτικό ενώ η αφήγηση τού ανθρώπου που κάθεται σαν νεκρός και τά θυμάται, τά αναλύει τά αναμασά και τά γράφει, είναι πάντοτε καθαρευουσιάνικο (και ειρωνικό). Και μια και μιλάμε για ειρωνεία ας πω και ότι στον καβάφη υπάρχει επίσης αυτό, αλλά ελαφρώς και λίγο αλλαγμένο, καθώς ούτε εκεί δεν ανατρέπεται ποτέ πλήρως η σημασία που παίρνει (σε ένα έργο που συνειδητά εξακτινώνεται κιόλας προς όλο τό σύμπαν) η γλώσσα που πρέπει να μιλούσαν σε ιδιωματική μάλιστα δημοτική η μαμά του και οι άλλοι ενίοτε μέσα στο σπίτι. Όσο δε για τή γλώσσα τού σολωμού, δεν μπορώ να σάς πω εδώ, και αμέσως, όλα τά συμπεράσματά μου, διότι τό βιβλίο αυτό τότε θα φύγει από τή δικιά μου μαμά τελείως – έτσι λοιπόν ας αρκεστείτε μόνο σε ένα, που έχει εμμέσως μόνο σχέση με τή δικιά του μαμά, αλλά σίγουρα, και αμεσότατα, σχέση με τήν ειρωνεία του : είναι λοιπόν περίεργο, (ή και αναμενόμενο δηλαδή) ότι στον σολωμό και στο καθεαυτό σοβαρό του έργο, δεν υπάρχει ειρωνεία : ο αλκοολικός μας δηλαδή και ο κόντες μας ήταν βαρύς και ασήκωτος σαν τό μολύβι όταν έπιανε τό μολύβι του για να αναλύσει τά ανάλαφρα νέφη που έβλεπε μέσα του όταν συνέγραφε – διότι στην ζωή του κατά τ’ άλλα, πριν τσακωθεί με τήν μάνα του, και εξαυτού μάλλον γίνει και αλκοολικός, έκανε (με τούς φίλους του) πλάκες πολλές : σκυμμένος όμως μετά στα χαρτιά του ολοπόρφυρος κι αστράφτοντας μέσα του, τό μυαλό κι η καρδιά του τόν πονούσανε τόσο πολύ που δεν είχε καιρό για αστεία ο βαριόμοιρος – και γι’ αυτό κι είναι και ιδιαίτερα σημαντικό ένα διπλό ας πούμε φαινόμενο που στη συνέχεια προέκυψε : απ’ τή μια τό εντελώς κακιασμένο και πλακατζίδικο στόμα του τό παράπεμψε, ανοίγοντας ένα κρυφό παραπέτασμα, σ’ ένα εντελώς άλλο είδος – μακριά απ’ τή σοβαρή του δουλειά – και τό άσκησε παίζοντας – με τήν έννοια δηλαδή ότι δεν θεωρούσε πως είναι αυτό η μεγάλη του ποίηση : κι ένα σημάδι που μάς άφησε γι’ αυτό είναι ότι όλα αυτά (τά σατιρικά), μα όλα, τά τέλειωσε – δεν έχουμε αποσπασματικότητες ούτε τελειοθηρίες εδώ – και απ’ τήν άλλη, ότι τήν φοβερή του ειρωνεία (που δεν μπορεί και να τήν αφήσει και ήσυχη), (όπως δεν μπορεί να αφήσει ήσυχους και τή μάνα του και τόν αδελφό του – τί αδελφό δηλαδή, νόθο και μπάσταρδο, που τόν πληγώσανε), τήν ξαναβρίσκει αναβαθμισμένη ολόκληρη και σε πεζό : αλλά να πούμε και ότι τό κείμενο αυτό (με τέτοια σιγουρότατη και δημοτικότατη αυτοπεποίθηση που αρνείται να πει τής Ζακύνθου και λέει τής Ζάκυνθος) τό ’χε βέβαια σκεφτεί (και τό ’χε κάνει) μάλλον αφού είχε κατασταλάξει μέσα του και όλη εκείνη η φαινομενικά αγέλαστη φιλοσοφία τών καλών γερμανών – τά υπόλοιπα είναι πόνος ποτό και θαρραλέα (τού παιχνιδιάρικου παιδιού, τού όχι ακόμα πληγωμένου απ’ τή μάνα κι από τόν μπάσταρδο) δημοτική σαν τό άργειε ή τό βιά.

 

 

 

 

Και στα γερμανικά όμως οι γυναίκες με τόν γάμο τους αλλάζαν επώνυμο, και μιλάω για τή γλώσσα τή γερμανική διότι τή γλώσσα αυτή τήν έμαθα κι εγώ με διάφορους δάσκαλους (ενώ ο σολωμός δεν τήν ήξερε και έβαζε φίλους του και τού μεταφράζανε, ήξερε όμως αυτός τά ιταλικά και τόν δάντη, που εγώ δεν τά ξέρω, κι έτσι μπορώ να τά μεταφράζω με αρλούμπες και κατά προσέγγιση, από τίς μεταφράσεις τών άλλων, και όπως δήθεν μού άρεσε (στο πρώτο κεφάλαιο κιόλας αν θυμάμαι καλά)). Στις περιπτώσεις λοιπόν όπου τό όνομα δείχνει κάποιο επάγγελμα αν η γυναίκα τού herr müller, τού μυλωνά να πούμε, δεν ανήκε στον άντρα της αλλά ήτανε πολύ αυτεξούσια θα λεγότανε müllerin – όπως και στα ελληνικά δηλαδή μυλωνού (τό οποίο μπορεί να σημαίνει τόσο τή γυναίκα τού μυλωνά που έτσι μπορεί περήφανη να βάζει τόν άντρα της με τούς πραματευτάδες, όσο και τή γυναίκα πού δουλεύει μόνη τόν μύλο της) στην πραγματικότητα δεν είναι όμως η γυναίκα τού herr müller frau müllerin, κι αυτό κάτι μάς λέει βέβαια – παρόμοιο μ’ εκείνο που μάς λέει – διορθωμένο ή αντίστροφο – και τό ότι η συμβία τού μπούμπουλη ήτανε κάποτε μπουμπουλίνα και τού τζαβέλα τζαβέλαινα, και όχι κυρία μπούμπουλης και κυρία τζαβέλας οι άμοιρες – αλλά είπαμε, δεν υπάρχει πλέον αξιοπρέπεια.

Όμως τό σημαντικότερο είναι ότι πάρα πολλές γυναίκες σήμερα αρέσκονται σ’ αυτή τήν αθλιότητα (και εδώ υπεισέρχεται η Καίτη μας) ενώ είμαι σίγουρη ότι αν στην ουγκάντα (που δεν ρώτησα δυστυχώς ποτέ τόν Ιούλιο) υπάρχει διαφορά στα επώνυμα από τό αντρικό στο γυναικείο, οι ουγκαντέζες δεν θα τό εξαργυρώναν με καμία ξενόφωνη δόξα αυτό, και θα επιμέναν να λένε όλοι οι άλλοι τό σωστό : «Όχι, εμείς τό λέμε αλλιώς» δηλαδή θα τούς έλεγαν (αλλά ξέχασα να τόν ρωτήσω, και μάλλον δηλαδή πιθανώς δεν χρειάστηκε). Αυτές εδώ όμως δεν τίς κολακεύει μόνο τό ότι έτσι τ’ όνομά τους γίνεται σα μια λέξη ξένης γλώσσας αλλά και τό ότι έτσι γίνονται άντρες κι αυτές – και κάνουνε επομένως δηλαδή κι αυτές ό,τι θέλουνε, πάνε στην αμερική όποτε θέλουνε, γίνονται χειρούργοι αν θέλουνε, και είναι άντρες και τό κέφι τους θα κάνουν και θα πουν και μια κουβέντα πριν πεθάνουν. (Αν όμως όλ’ αυτά ήταν πράγματι αληθινά για τή ζωή τους, δεν θα τά είχανε ανάγκη, αυτή είν’ η αλήθεια μας). Αυτό τό σίγμα όμως τό τελικό, τό παράσημο τής αντρειοσύνης τους, αχ, πώς αυτό τό σίγμα τό τελικό (όπως δείξαμε και σε άλλα κεφάλαια ετούτης τής διατριβής) ηχεί τόσο πολύ, έχει έναν ήχο εξόχως βροντερό σ’ αυτή τή γλώσσα : ναι, ηχεί πάντα τόσο πολύ, ακούγεται τόσο πολύ, είναι σαν ένα σύνολο από καμπάνες και όχι μια καμπάνα μόνο, είναι σαν τήν ομάδα εκείνη από καμπάνες που βάραγε ο Κουασιμόδος : και μήπως δεν θα έκανε τότε εξωφρενών ετούτο τό καμπαναριό τήν Μπουμπουλίνα αν τύχαινε κι ανασταινότανε ας πούμε σήμερα, ανασταινόταν σαν μέσα σ’ ένα έργο ας πούμε διαστημικό, και τόλμαγε να τήν αποκαλέσει κάποιος σήμερα κυρία Μπούμπουλης ; Είμαι και κάτι παραπάνω από σίγουρη ότι αν ξαναζούσε σήμερα και είχε και μια έστω ισχνή ανάμνηση απ’ τή ζωή που τήν έκανε να μείνει στα σχολεία μας (ελάχιστη εκπρόσωπος ας πούμε γυναικείου ονόματος) πυρ και μανία θα γινότανε εάν τολμούσε να τήν προσφωνήσει κανείς έτσι : «Τόν κακό σου τόν καιρό, ή τόν κακό σου τόν φλάρο – βλάκα – θα τού έλεγε, από πού ήρθες εσύ και τά ’μαθες τά κορακίστικα, ελληνικά δεν ξέρεις ; » και μπορεί και να τού κοπάναγε και κανένα οικογενειακό κειμήλιο, κάνα τάσι ή κάνα καρυοφίλι από τήν οικογενειακή βιτρίνα στο κεφάλι : «Άκου κυρά Μπούμπουλης χαϊβάνι ταβανόβουρτσα φλουφλοκουραμπιέ και ηλίθιε : από πού μας ήρθες εσύ, ελληνικά δεν ξέρεις, τί ’σαι σύ ξένος είσαι ; » (θα τού έλεγε) : αυτή είν’ η πλάκα, είμαι σίγουρη ότι θα τόν κοίταζε ειρωνικά και (θα ’θελα πολύ να τό έβλεπα αυτό) θα γινότανε από εκατό χωριά θηρίο. (Η πλάκα είναι ότι ούτε αυτή ήξερε καλά ελληνικά γιατί καταβάθος ήτανε αρβανίτισσα.)

 

 

 

 

Αρβανίτισσα όμως ή ξε–αρβανίτισσα τό γεγονός είναι ότι άμα είσαι γυναίκα που έχεις κάνει τή ζωή σου, και είσαι δηλαδή χειραφετημένη, εκνευρίζεσαι πολύ να σού αλλάζουν τό φύλο. Αυτό είναι γεγονός, όπως γεγονός είναι και ότι υπάρχουν και έξυπνες γυναίκες στη χώρα αυτή, δεν είναι όλες δηλαδή ταβανόβουρτσες – όσες ας πούμε με τήν αλλαγή τών νόμων που έγινε κάποτε αποφάσισαν να κρατήσουν τό πατρικό τους όνομα δεν είχαν πρόβλημα αλλαγής φύλου διότι  τίς φωνάζουν τότε όλοι με ένα όνομα αλλιώτικο τελείως διαφορετικό από κείνο τού άντρα τους, και τότε κανένας δεν διανοείται να ρωτήσει «τί τό ’κανες τό σίγμα εκείνο τό τελικό που έχει τό όνομα με τό οποίο φωνάζουμε τόν άντρα σου ; ». Έτσι, η πραγματικότητα δείχνει πως η χειραφέτηση, η ελευθερία ισότης αδελφότης και ο φεμινισμός λύνουν και τά προβλήματα τής γλώσσας.

Επιπλέον τό κατέβασμα τού τόνου στην γλώσσα μας δεν υπάρχει πια : γι’ αυτό και λέγαμε η δικτατορία τού παπαδόπουλου (ενώ για τή γυναίκα του λέγαμε η δέσποινα παπαδοπούλου (μολονότι στο σύνθημα «δε σέ θέλει ο λαός πάρ’ τή δέσποινα και μπρος» δεν αναφερόταν τό επώνυμο (και άργησα κάπως να μάθω ότι τό σύνθημα είχε ξαναειπωθεί πριν τή δικτατορία ως : «δε σέ θέλει ο λαός πάρ’ τή μάνα σου και μπρος» για κείνον τον μαμόθρεφτο βασιλιά που υπήρχε τότε))), έτσι λοιπόν είχαμε ως δικτάτορα τόν παπαδόπουλο, και ως απειλή τό σύνταγμα τού παπαδόπουλου, αλλά τήν κυρία παπαδοπούλου : εδώ φαίνεται και η υποκρισία τών αντρών όσον αφορά τό γλωσσικό μας ζήτημα : τή ζωντάνια τής γλώσσας τή θέλουνε δηλαδή για τούς εαυτούς τους μονάχα, στις αρλουμπολογίες μεν μπορούν να αρχαιολογούν, αλλά όταν πρόκειται για τό όνομά τους ασφαλώς και διεκδικούν τή δημοτική, επιφυλάσσουν δε τήν καθαρεύουσα για τή γυναίκα τους – και φορτώνοντας έτσι τίς γυναίκες τους, δήθεν για λόγους καθωσπρεποσύνης, με μια γλώσσα νεκρή είναι σαν να τούς λένε Εμείς ζούμε και θα ζήσουμε, αλλά εσείς κανονίστε και πάρτε τά μέτρα σας, γιατί κανονικά πρέπει να ’στε νεκρές. Πρόκειται ασφαλώς για μια υπεράσπιση τής δημοτικής στα μουλωχτά και από τήν ανάποδη.

Απ’ τήν άλλη μεριά όμως δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω και μια νοηματική πονηριά που συμβαίνει υπογείως εδώ, με όλες δηλαδή τίς γυναίκες όταν τύχει τό όνομα τού άντρα τους (ή και τού πατέρα – μην τό ξεχνάμε κι αυτό) να είναι σε μια γενική που κατεβάζει απ’ τ’ αρχαία χρόνια τόν τόνο : η πονηριά στην περίπτωση αυτή είναι γλωσσική δηλαδή με τόν πιο εσωτερικό ας πούμε τρόπο : επειδή ακριβώς στην ζωντανή και τήν φυσική μας κουβέντα ο τόνος στην γενική δεν κατεβαίνει πλέον σχεδόν ποτέ, και λέμε ας πούμε τού πόλεμου τού αντίπαλου τού παράδεισου τού απάνθρωπου τού ξενέρωτου τού αβίωτου και τά λοιπά, στην περίπτωση που μιλάμε ξαφνικά μ’ έναν τύπο μιας γλώσσας νεκρής είναι σαν να απονεκρώνεται και να ακυρώνεται και να χάνει τό νόημά της και η ίδια η έννοια τής κτήσεως : ο παλιός νεκρός τύπος δηλαδή απονεκρώνει και τήν ίδια τήν έννοια τής γενικής ως πτώσεως κτητικής και τήν κάνει επομένως ασήμαντη : νά πώς υπεισέρχεται ο χέγκελ στον σωσσύρ : η πονηρία τού λόγου στο πεδίο τής γλώσσας.

 

«βιογραφίες αγνώστων»

 

 

 

 

 

 

φωτογραφιες :
αγγλικα επικαιρα 1913 (κηδεια εμιλυς νταβισον) / edward keating

 

 

 

 

 

 

6 Σεπτεμβρίου 2017

νίτσε και βάγκνερ

 

 

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πώς μπορούμε τότε να περιμένουμε από τόν κύριο νίτσε να καταλάβει τί πραγματικά είναι όλ’ αυτά και να τά θυμηθεί, και μάλιστα σε μια σφαιρική ελεύθερη και πλήρη ολότητα ; κυκλικά και ελεύθερα και τά λοιπά ; όχι, για τόν νίτσε όλο αυτό – και η γέννηση τής τραγωδίας και ο θάνατος τής τραγωδίας και όλες αυτές οι αρλούμπες ότι ο ευριπίδης φταίει για τόν θάνατο (για τόν δικό του τόν θάνατο ίσως – ) όλο αυτό για τόν κύριο νίτσε δεν είναι (κατά τήν γνώμη μου) παρά μια αφορμή για να μιλήσει για τόν κύριο βάγκνερ (τελικά) : ή μάλλον για τήν ακρίβεια για τή μουσική αυτού τού κύριου βάγκνερ : Αυτό είναι όμως τό χαρακτηριστικό τού νίτσε αν μπορείς να τό καταλάβεις στο τέλος πραγματικά (και πρέπει να είσαι γυναίκα για να μπορέσεις να τό καταλάβεις στο τέλος πραγματικά) : απροστάτευτος αμεταμφίεστος και θλιμμένος με δίψα για τήν περίφημη εκείνη ελευθερία (και έχοντας αρκετά γυναικεία χαρακτηριστικά ώστε να θέλει ειλικρινά η δίψα αυτή να νικήσει) αλλά και για να φοβάται φυσικά τίς γυναίκες αφόρητα ή, για να τό πούμε αλλιώς, έχοντας αρκετά γυναικεία χαρακτηριστικά ώστε να καταλάβει ότι είναι χαμένος αν υπάρξει έστω και μία στιγμή σα γυναίκα, έστω και για λίγο (εκείνη τήν εποχή) : και έτσι κρατιότανε από τό μουστάκι του :

Συναισθανόταν δηλαδή τή δύναμη που θα τού χρειαζότανε τότε και τήν έτρεμε : Τήν έτρεμε αυτή τή δύναμη που θα έπρεπε να έχει αν ήταν γυναίκα εξού και τήν θεοποίησε αρνούμενος να πει τ’ όνομά της : βασικός κανόνας τών ιερών πραγμάτων αυτός : Έτσι ο νίτσε τελικά δεν υπάρχει, παρά μόνο μέσα απ’ αυτήν τήν διχοτόμηση που διαμορφώνει τό πρόσωπο τής υστερίας του – αλλά μιας υστερίας βέβαια μεγάλου μεγέθους : μεγάλου πόνου και πλάτους και βάθους, χωρίς καμμία αμφιβολία, αναμφίβολα και τά λοιπά : Αν τόν κοιτάξεις από κάποια απόσταση κι όχι αναγκαστικά από πιο ψηλά, αλλά αρκετό καιρό αφότου τόν έχεις ας πούμε διαβάσει εννοώ, όλα του τά βιβλία συνοψίζονται λες σ’ ένα Ζήτω τό άλφα Κάτω τό άλφα – οι σελίδες του είναι δομημένες πάνω σ’ αυτήν τήν μόνιμη εσωτερική ανασφάλεια και αμφισβήτηση και αντιλογία : Αλλά επειδή αυτό δεν γίνεται μόνο με κέφι αλλά και με πόνο (είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς βέβαια για κέφι στον νίτσε, νομίζω όμως ότι τό κέφι θα υπήρχε πολύ όταν ήταν παιδί, πολύ παιδί, και η ανάμνησή του έτσι έχει μείνει μέσα και στην παραμικρή απόχρωση τού πόνου (και τής υστερίας) του) έχει ένα μεγαλείο : Προτιμάει κανείς τήν υστερία τού νίτσε φυσικά, από τήν συνέπεια ενός οποιουδήποτε επιστήμονα, γι’ αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία : είναι πιο επιστημονική η υστερία τού νίτσε.

 

 

Τελευταία ξανακοίταζα ένα βιβλίο του και μού έκανε εντύπωση που δεν μού άρεσε τώρα τόσο πολύ, είναι σίγουρο ότι οι παληότερες μεταφράσεις μού άρεσαν πολύ περισσότερο, εκείνες οι συμπαθείς εκδόσεις οι φτηνές και τού εμπορίου : ναι, ο νίτσε ήτανε τού εμπορίου μια εποχή αυτό να λέγεται : τόν αγόραζα από τό καροτσάκι γιατί δεν υπήρχε ούτε ένα βιβλίο του στην βιβλιοθήκη : Καυχιόταν λοιπόν ότι ήταν λυκόσκυλο και λαγωνικό στο ζήτημα τού έρωτα, όμως γάου γάου τό σκυλί όταν μεταμφιέζεται σε σκυλί λέει ψέμματα. Εξάλλου εκείνη τήν εποχή δεν υπήρχε έρωτας πραγματικά πουθενά : Οι άνθρωποι ήταν συνηθισμένοι όλοι να είναι μαλάκες. Κάθε εποχή περηφανεύεται βέβαια για τίς δικές της ελευθερίες και θεωρεί τούς προηγούμενους δέσμιους ακατανοήτων κανόνων : οι επόμενοι πάντα βλέπουν τούς προηγούμενους ως αξιολύπητους λες και δεν έχουν εκείνοι καινούργιους περιορισμούς που θα ξεπεραστούνε στο μέλλον : για όποιον τά παρακολουθεί αυτά τά πράγματα από κοντά, ο έρωτας υφίσταται ακόμα και στη διάρκεια μιας δεκαετίας τρομαχτική διαδικασία απελευθέρωσης. (Όταν έχει υπάρξει μάλιστα τή δεκαετία εκείνη και ο μαρκούζε.) Ο νίτσε για παράδειγμα ήταν μανιακά θα ’λεγα προσηλωμένος στις γυναίκες που τόν αρνήθηκαν και απ’ αυτή τήν άποψη έκανε σαν ένα άρρωστο αγοράκι ή ένα δειλό αν και αποφασισμένο παιδί : Επειδή δήθεν αγαπούσε κατ’ αρχάς τόν έρωτα ήταν αναγκασμένος μετά να μισεί αυτές τίς γυναίκες θανάσιμα : με κάπως διαφορετικά λόγια θα μπορούσε κανείς τότε να τό πει όλο αυτό ότι ήθελε να ’ναι δυνατός αλλά δεν άντεχε και τή δύναμη όλων τών άλλων – και έτσι μόνο μπορούμε να καταλάβουμε ότι δεν άντεχε καθόλου πράγματι και τήν αδυναμία τή δικιά του : Με άλλα λόγια ο νίτσε φοβόταν περισσότερο απ’ όσο έπρεπε, για τήν ακρίβεια δεν φοβόταν τόσο τούς άλλους όσο τήν συνείδηση τού δικού του τού φόβου. Δεν μπόρεσε με άλλα λόγια να ξεμπερδέψει τά πράγματα βάζοντάς τα ήσυχα και αθόρυβα ας πούμε στη θέση τους αλλά αντίθετα, όσα λόγω τού μυαλού του ανακάλυπτε, τά έδενε συνέχεια κόμπους : δεν μπορούσε ίσως να ζήσει βέβαια παρά μόνο αν τά είχε όλα τά προβλήματα ζωντανά έτσι γύρω του, αλλά πάντοτε μπερδεμένα συγχρόνως σαν βρόγχο : Γι’ αυτό και στη στιγμή ακριβώς που διαβλέπει κάπου μια λύση, αμέσως δημιουργεί ταυτοχρόνως και δέκα τοπία αντιφάσεων. Ο εσταυρωμένος διόνυσος : τί αρλούμπα, τί άδοξο τέλος τί απογοήτευση τί θλιβερό καλαμπούρι επαρχιώτικου γυμνασιάρχη καμπουριασμένου φιλόλογου : αλλά τόν βοήθησε προφανώς να αντέξει, η αρλούμπα αυτή, τόν βοήθησε προφανώς να αντέξει τήν ιδέα τού διόνυσου που είναι εκ φύσεώς της αβάσταχτη για έναν άντρα : ποιος άντρας (και με μουστάκι) μπορεί ν’ αντέξει τήν ιδέα ενός άντρα που ντύνεται με γυναικεία ρούχα κι έχει γυναικείο πρόσωπο και μαλλιά και είναι, γι’ αυτόν τόν λόγο, πανίσχυρος ; Πρέπει να τόν συμβιβάσει οπωσδήποτε με τόν πατέρα του λοιπόν, πολύ περισσότερο αν ο πατέρας του ήτανε επιπλέον παπάς : αλλά τό να πρέπει να συνδυάσεις τήν ελευθερία σου με τήν οικογένεια είναι τό σημείο στο οποίο διαλύονται οι στρόφιγγες και εκσφενδονίζονται τά μπουλόνια σαν σφαίρες προς κάθε κατεύθυνση, και πολύ περισσότερο τό να πρέπει να συνδυάσεις και τήν αγάπη σου προς τόν έρωτα, να τή συνδυάσεις με τήν οικογένεια και τούς λοιπούς συγγενείς ε, εκεί είναι τό σημείο πια που όχι απλώς οι στρόφιγγες θα διαλυθούνε αλλά η μηχανή ολόκληρη θα ξεχαρβαλωθεί και θα πας με λίγα λόγια περίπατο : Θα ’πρεπε να τά ξέρει κάπως καλύτερα : Έπεσε στα χέρια τών συγγενών του και τόν φάγαν ψητόν : οι γυναίκες μέσα στην οικογένεια είναι εξάλλου ενίοτε ανήλεες ύαινες δεν θα ’πρεπε να τίς εμπιστεύεται ένας άνθρωπος φιλοσοφικός : θα ’πρεπε να ’χε φύγει δηλαδή για τά καλά απ’ τό σπίτι του : Γύρισε πίσω και τί κατάλαβε ; Ανακάλυψε τά κόλπα τών επαρχιακών καθηγητάκων εκείνων τών θρησκευτικών που είχαμε κι εμείς στο γυμνάσιο. Ο εσταυρωμένος διόνυσος : Πάλι καλά, αν ήταν τουλάχιστον ευτυχισμένος όσο έζησε έτσι κάτι θα ήταν κι αυτό.

 

 

Αν όμως ως προς τό θέμα τού έρωτα τά έκανε θάλασσα (τό πλήρωσε βέβαια κιόλας ο ίδιος πολύ ακριβά) αν δηλαδή σ’ όλα αυτά είχε άδικο, στο θέμα τού βάγκνερ είχε εκατό τά εκατό δίκηο και αυτό είχα πάνω απ’ όλα δηλαδή σκοπό εγώ απ’ τήν αρχή να σού πω : Τώρα, τό γιατί δεν τό είπα αμέσως και άργησα τόσο, αυτό είναι μια άλλη ιστορία, αλλά μπορώ να σού διευκρινίσω ότι δεν θα γίνονται και όλα αμέσως όπως τά θέλεις εσύ : Είχα λόγους δηλαδή ίσως να θέλω να ξεχαρβαλώσω λίγο τήν υπόθεση τώρα που πάμε προς τό τέλος και να τήν διαλύσω ελαφρώς, για να μη λυπηθείς και πολύ που κάποια στιγμή θα σταματήσουμε αλλά αντίθετα να πεις μάλλον Δεν πειράζει, έτσι κι αλλιώς όπως αποδείχτηκε δεν είχε και άλλη ιστορία να μάς πει και τόρριχνε στις φιλοσοφίες, ευτυχώς λοιπόν που τελειώσαμε

Αλλά κι απ’ τήν άλλη μερηά όλη αυτήν τήν ιστορία τής τραγωδίας πολύ πιο εμπεριστατωμένη βέβαια, και όχι τόσο γρήγορη και περιληπτική, τήν έχω αλλού αναπτύξει, με πολύ περισσότερα στοιχεία, όμως δεν μπορώ να τή συμπεριλάβω στα γλωσσολογικά μου γιατί τό μόνο που τή συνδέει με τό θέμα τής γλώσσας είναι αυτή η καταγωγή τής λέξης που έχουμε εμείς για τήν ελευθερία απ’ τό βακχικό εκείνο επιφώνημα (που γράφεται σαν ελεύ κι ελεύ ελελεύ αλλά που προφορικά, αν λάβουμε υπόψη και τούς κανόνες προφοράς, που υπάρχουν πλέον στη γλωσσολογία για τά αρχαία φωνητικά μας, πρέπει να ακουγότανε κάπως όπως εκείνο τό αφρικάνικο θριαμβευτικό κράξιμο χαράς τών γυναικών, ένα αλαζονικό κράξιμο χαράς και θριάμβου που ενέχει μέσα του και κάτι (ελάχιστα) απειλητικό) λιού λιού ελιού λιού λιού ιιι – όπως εξάλλου εκείνη η άλλη κραυγή που βγάζαν οι βάκχες (τά μαθαίναμε αυτά κιόλας από τό σχολείο) τό ευοί ευάν πρέπει να ακουγότανε κάπως σαν ιουοίιι – αμερικάνικο δηλαδή εντελώς – πάλι θριαμβευτικό και χαρούμενο) και ανυπομονούσα επιπλέον να δω πώς είναι, πώς μπορεί να διαβαστεί αυτό τό κομμάτι μέσα σ’ ένα κείμενο ας πούμε καθόλου φιλοσοφικό αλλά καθαρά με ιστορίες και παραμύθια : και στο κάτω–κάτω αυτά που λέει, για τήν φρίκη τής οικογένειας πολύ μού αρέσουνε και δικαιώνουνε κιόλας τή δικιά μου τή στάση, έτσι λοιπόν μετά τήν αφήγηση μιας ιστορίας με περιπέτειες χρειάζεται και λίγη φιλοσοφία, μια υποστήριξη θεωρητική θα λέγαμε έστω και σαν αλλαγή πλέον μόνο

 

Ο ευριπίδης ξέρει ότι για να φιλοσοφήσεις,
επί σκηνής εννοείται και όχι στο σπίτι σου,
πρέπει να ’χεις δείξει πολλή απροθυμία και
τσιγκουνιά για φιλοσοφήματα ώστε να μην
βαρεθούνε οι άλλοι – κι αυτό πρακτικά τό κάνει
λοιπόν με τό εξής κόλπο : μετράει : ναι, είμαι
σίγουρη ότι μέτραγε κανονικά : διακόσιες
αράδες με γεγονότα ή πράξεις και μία αράδα
σκέψης, και τά λοιπά : (Μήπως όμως κι η
πράξη δεν προϋποθέτει κι αυτή τίς ατέλειωτες
σκέψεις που τή γεννήσανε ; Αλλά αυτού τού
είδους η σκέψη είναι σύμφυτη με τό θέατρο,
και τά λοιπά). Αρχή δεύτερη τώρα : αυτός που
θα πετάξει τήν κουβέντα του πρέπει να είναι
δικαιολογημένος γιατί τήν πετάει, για τό πώς
και τό γιατί ας πούμε τήν σκέφτηκε : συνεπώς
πρέπει να είναι κατά κανόνα γυναίκα – ο πιο
έξυπνος ήρωας τού ευριπίδη είναι κατά κανόνα
πάντα γυναίκα και συχνά υπηρέτρια – τό είδος
δηλαδή τού ανθρώπου που ξέρει πολύ καλά
τί τού γίνεται – αυτού που τού τά ’χουνε
πρήξει και δεν έχει αυταπάτες ότι ο κόσμος
μπορεί να ’ναι σωστός ή να έχει φίλους δηλαδή
ή να μην είναι ολομόναχος, και τά λοιπά

 

ταιριάζει λοιπόν τώρα εδώ να δείξω ακριβώς τί θέλω να πω για τό πώς (ειδικά) ο νίτσε έγινε θηρίο με τόν κύριο βάγκνερ αλλά και για τό ότι (γενικά) είχε δίκηο απολύτως σ’ αυτό : και ταιριάζει ακριβώς τώρα, που τό βιβλίο είναι όχι σε κίνηση και σε επιτάχυνση όπως ήτανε στην αρχή αλλά σε νωχέλεια και αδράνεια για να πάει στο τέλος.

Βέβαια αυτά δεν τά έμαθα με τήν βερολινέζα ποτέ διότι η φράου ασχολιόταν μόνο με τίς ασκήσεις τού συντακτικού και τά λοιπά, και εγώ τόν νίτσε τόν ανακάλυψα στα καροτσάκια όπως σού είπα, και στα ελληνικά, και από μόνη μου – διότι δεν υπήρχε στην βιβλιοθήκη τού σπιτιού ούτε ένα βιβλίο του –

 

 

 

 

Αλλά τί άνθρωποι που υπάρχουν και δεν τούς ξέρει όμως κανείς – αλλά από τή στιγμή που τούς μαθαίνεις τούς έμαθες, κι είναι για σένα εκατομμύρια : Υπήρχε ένα μικρό βιβλιοπωλείο πάνω κει στην πλατεία, όταν ήμουν στο σχολείο αυτό, τό μόνο που υπήρχε σ’ ολόκληρη τήν περιοχή, και ήταν στενό και μακρόστενο και σκοτεινό και φορτωμένο με ράφια και με δύο πάγκους γεμάτους βιβλία χαρτιά : έμπαινα μέσα κι έψαχνα πολλές φορές, σαν να μύριζα αλλά δεν ήξερα τι, ώσπου μια φορά εκειμέσα δυο πράγματα μού φωνάξαν : ένα βιβλίο με τίς ζωγραφιές ενός ζωγράφου τόσο άγνωστου που όταν τόν είδα κατάλαβα πως είναι ο ζωγράφος που μού ανήκει εντελώς (κάτι στα τρίγωνα και τά τετράγωνα τών προσώπων μού φώναξε) κι ένα βιβλίο που μού φώναξε επίσης, πιο λεπτό πιο μικρό με ποιήματα μέσα αλλά όχι με ομοιοκαταληξία ούτε με μέτρο : με μικρά πολύ μικρά μ’ άλλα λόγια πεζά που όμως ήτανε ποιήματα : μολονότι οι αράδες συνεχιζόντουσαν ίσιες και ίδιες σε όλο τό μέγεθος τής σελίδας δηλαδή, οι λέξεις ηχούσαν σαν χρόνοι κι οι χρόνοι ηχούσαν σαν τό ρολόϊ κι ο ήχος δεν ήταν ποτέ ο ίδιος σε μία γραμμή, κι ας ήταν οι λέξεις όλες μαζί στην σειρά : (και τά δύο) τά πήρα σαν να γνωριζόμουν με κάτι που δεν ήξερα πόσο μού ανήκε τότε, αλλά αυτό με μια φωνή αόρατη μέσα στο σκοτάδι (και τήν σκόνη (όλων τών (άλλων) χαρτιών) μού είχε φωνάξει : τού ζωγράφου τό βιβλίο ήταν μια γερμανική έκδοση ασπροκίτρινη και τότε (για χρόνια) νόμιζα ότι είχα κάνει μια προσωπική ανακάλυψη – αργότερα θα μάθαινα ότι ήταν ένας πολύ μεγάλος ζωγράφος για τή γερμανία, και τόν κόσμο : ασκούσε και ασκεί ακόμα επάνω μου μια γοητεία απερίγραπτη, είναι από τίς περιπτώσεις που θέλουνε τόμους για να αναλυθούνε, μια φορά σ’ ένα μεγάλο μουσείο (καθόλου γερμανικό και μάλλον ολλανδικό) είδα έναν πίνακά του (αργότερα (όταν θα διάβαζα τά ημερολόγιά του) θα μάθαινα ότι αυτόν ειδικά τόν πίνακα τόν τέλειωσε μια μέρα ακριβώς πριν πέσει πάνω στο χιόνι νεκρός, εκεί στη νέα υόρκη : σχολίαζε ο ίδιος με κέφι ότι τού πήρε (άλλες) δώδεκα ώρες για να διορθώσει τό κεφάλι (τού ενός δηλαδή αγοριού) (εκεί στην άκρη) τού πίνακα, και να βγει ύστερα ανασασμένος για μια μικρή βόλτα πάνω στο χιόνι και να πεθάνει) – χάρηκα που είδα ότι σε κείνο τό μουσείο είχανε βάλει έναν πίνακά του μαζί με έναν πικάσο μονάχα, σε ένα μικρούλι δωμάτιο, γιατί αυτοί οι δύο πάνε πάντα μαζί (και έτσι τούς έχω κι εγώ) : οι μεγαλύτεροι όλων : όμως αυτός μ’ ένα βάθος κι ένα σκοτάδι κι ένα φως πολύ πιο μυστήριο κι από τού γάλλου ακόμα

 

 

τό δεύτερο βιβλίο ήταν ελληνικό και μικρότερο και πιο βολικό στη μεταφορά και που μόλις είχε τότε εκδοθεί μάλλον, έτσι φαινότανε : δεν ήταν καθόλου ογκώδες αλλά ο χρόνος του ήταν αφάνταστος για τή ζωή ενός οποιουδήποτε άνθρωπου και για τή δικιά μου τή ζωή ασφαλώς : τό ’χε εκδόσει ένας άνθρωπος δηλαδή με δικά του έξοδα όπως αργότερα έμαθα τώρα που από τή φίλη μου ξέρω πώς γίνονται αυτά, και τό ’χε ονομάσει και «γαλλική ποιητική πρόζα» και είχε μέσα τούς πάντες : από τόν απολλιναίρ (και τόν λωτρεαμόν) μέχρι τούς ρεμπώ και μπρετόν μαλλαρμέ (και όλους τούς άλλους) : και ήταν η δουλειά ενός άνθρωπου που δεν τόν ήξερε απολύτως κανείς : αυτοί είναι οι πιο όμορφοι άνθρωποι που υπάρχουνε, και σε μίζερους κι αχάριστους τόπους όπως είναι οι τόποι αυτοί, είναι συνηθισμένο ν’ αργείς τόσο να τούς γνωρίσεις, και να πρέπει να πας στο γυμνάσιο πρώτα, και να πρέπει να πληρώσουν τά βιβλία τους οι ίδιοι ασφαλώς, και ν’ αργεί τόσο να τούς γνωρίσει μ’ άλλα λόγια κανείς, και να πρέπει να πάει στο γυμνάσιο πρώτα, αλλά όμως αυτοί που τούς γνώρισαν, τούς ξέρουν (και τούς θυμούνται καλά), γιατί είναι μέρη που αποτελεί σαν δυστύχημα τό να ζεις εσύ εκειπέρα (από μικρή) και να πρέπει να μιλάς τή γλώσσα που έχουν εκεί (τή μικρή) και να πρέπει να βγάζεις και εκεί πληρωμένα (ακριβά) τά βιβλία σου : Ό,τι και να πληρώσεις δηλαδή τώρα εσύ θα ’ναι τίποτα, αυτοί να δεις τί πληρώσανε οι άνθρωποι : και γι’ αυτό είναι πάντα μία καλή μέθοδος όσο κι αν φαίνεται ευκολοπρόφερτη και πολύ επιπόλαια, τό να αντιμετωπίζει κανείς στη ζωή του τά πράγματα με τήν αρχή ότι Οι άνθρωποι είναι τόσο πιο όμορφοι όσο πιο λίγο τούς ξέρεις.

  

 

Αυτή θα ’ταν κι η παρηγοριά τού νίτσε δηλαδή όταν θα τόν σκεφτόταν (στην αρχή) τόν κύριο βάγκνερ : όταν θα ήταν δηλαδή (ο φίλος του) μοντέρνος μοναχικός άγνωστος τότε κι αυτός : αλλά θα πρόλαβε ; θα πρόλαβε άραγε να χαρεί δηλαδή για πολύ ; Αυτός που άντεχε (τό να μην αντέχει) να χαρεί μαζί με τόν άλλον που δεν άντεξε (τίποτα) ; Γιατί δεν συγκρίνονται βέβαια οι δυο τους πια σήμερα : ούτε στο ελάχιστο : ο ένας ήδη κουρασμένος, κι ο άλλος μην θέλοντας ποτέ του πλέον να κουραστεί : ο ένας η ιδιοφυία προσωποποιημένη με όλη της τήν απόγνωση, κι ο άλλος η εμπροσθοφυλακή εντέλει τής μαζικής κουλτούρας σε όλη τή δόξα της : να φοράει τό βρακί του ανάποδα και να παριστάνει τόν δύσκολο : Διότι μην τά μπερδεύουμε, δεν σημαίνει ότι κάθε ατάλαντος είναι και σημαντικός επειδή μ’ αυτόν κανείς πλήττει (είναι εκφραστικό τό ανέκδοτο τό χυδαίο πιθανώς και φτηνό κατά τό οποίο σύμφωνα με τόν ορισμό ενός αδαούς (φαινομενικά) θεατή ο λόεγκριν ή ο τριστάνος ή δεν ξέρω γω τί, είναι ένα έργο του όπου η πρώτη πράξη κρατάει τρεις ώρες κι ύστερα κοιτάς τό ρολόϊ σου κι έχει περάσει ένα τέταρτο : ) Όχι δεν είναι καθόλου αστεία πράγματα αυτά : Η μεγάλη τέχνη μπορεί να ’ναι δυσκολοχώνευτη (στην αρχή), και ανοίκεια, ή και δυσπρόσιτη, αλλά αυτό δεν σημαίνει καθόλου και ότι κάθε τι δύσπεπτο βραδυκίνητο καθυστερημένο χαζό ανήκει δικαιωματικά στην περιοχή και τής μεγαλοφυίας τής τέχνης. Τέχνη μπορεί εγώ να μην κάνω, αλλά τά περί τέχνης τά ξέρω.

Και ο νίτσε μπορεί να μην ανήκε στην περιοχή τής τέχνης αλλά, κι αυτός επίσης, τό ήξερε : Τό πώς οι άλλοι όμως κάνουν ότι δεν τό καταλαβαίνουν είναι που εγώ δεν ξέρω πώς μπορεί δηλαδή να συμβεί, και στην περίπτωση αυτή σφυράνε κλέφτικα μόλις ανακινήσει τό ζήτημα αυτό κανείς δηλαδή. Και τί θέλουν να πουν μ’ άλλα λόγια ότι δεν ήξερε ο νίτσε τί έλεγε μοναχά σ’ αυτήν τήν περίπτωση ; Μα είναι αυτοί που τόν θαυμάζουν απεριόριστα και μάλιστα ειδικά στα σημεία που είναι και φοβερά μισογύνης – εκεί τούς βλέπεις που αναγαλλιάζουν από χαρά και γαργαλιούνται σαν να τούς καθαρίζεις αυγά : λοιπόν δεν μπορεί να συμφωνείς σ’ όλ’ αυτά, και στην περίπτωση τού βάγκνερ να λες απλώς ότι δεν ξέρει τί λέει.

Αντιθέτως, είναι ένα από τά πράγματα με τά οποία εγώ συμφωνώ (με τόν νίτσε) απολύτως, (και δεν χρειάστηκε να διαβάσω τό κανονικό κείμενο τού τριστάνου για να καταλάβω, τό ήξερα και από πριν δηλαδή, απλώς ο μεσαιωνικός εκείνος από τό στρασβούργο, ο γοδεφρείδος δηλαδή, στο τέλος (προσφάτως μάλιστα που τόν διάβασα για τά καλά) απλώς με δικαίωσε). Ναι, ασφαλώς, ο νίτσε τά ’χε εναντίον τού βάγκνερ για λόγους ουσιαστικούς κι όχι αδυναμίας ή βίτσιου, και τά ’χε τετρακόσια σ’ αυτό : Γι’ αυτό είναι απλό, ή με τον βάγκνερ θα είμαστε ή με τόν νίτσε δεν μπορεί να ’μαστε και με τούς δυο δεν μπορούμε να τό ’χουμε δίπορτο σ’ αυτήν τήν περίπτωση κι αν θέλουμε να ξέρουμε τί μάς γίνεται αυτό πρέπει να ’ναι σαφές : Γιατί είναι μια από τίς πιο λαμπικαρισμένες στιγμές τού νίτσε ετούτη εδώ – η δυσάρεστη για τόν ίδιο στιγμή δηλαδή που διαπίστωσε ότι ο βάγκνερ γινότανε κιτς, κι όχι μόνο γι’ αυτά που έλεγε, αλλά γιατί ακριβώς αυτά που έλεγε τόν κάνανε να κάνει πολύ κακή μουσική : Δεν τίς ξεπερνάς αυτές τίς καταστάσεις με ένα Αυτά δεν έχουνε σημασία πλέον για μάς διότι εμείς ξέρουμε καλύτερα επειδή είμαστε ζωντανοί ενώ αυτοί πέθαναν : απλώς και μόνο δηλαδή τό μηχανιστικό γεγονός ότι είσαι αυτή τή στιγμή ζωντανός δεν σού δίνει εκ τών προτέρων δίκηο σε τίποτα – όλοι ζωντανοί υπήρξανε κάποια στιγμή και όλοι εξίσου πεθάνανε : άλλοι είναι οι όροι τής κριτικής : και ο νίτσε έκανε κριτική, που τού ήτανε μάλιστα και οδυνηρή γιατί ήτανε ο καλύτερος φίλος του και τού στοίχισε πολύ να τόν κάνει τόσο απόλυτα πέρα : αν κοίταζε τό συμφέρον του θα ταυτιζόταν μαζί του και θα ’παιρνε και κάνα κομμάτι από τίς επιχορηγήσεις που πήρε εκείνος, και θα ζούσαν καλύτερα αυτοί από μας : αλλά ο νίτσε υστερικός ήτανε, δεν ήτανε ψεύτης : αυτά που πίστευε τά πίστευε δηλαδή πραγματικά : γι’ αυτό και τό εξήγησε και τό ξαναεξήγησε – κι ήθελε να γίνει απολύτως σαφές τό τί έλεγε : Η οπισθοδρόμηση μ’ άλλα λόγια τού βάγκνερ στη μουσική τού μύριζε θάνατο, κι αυτό ήταν κάτι που ο νίτσε τό συχαινόταν απόλυτα : Όταν, μ’ άλλα λόγια, ο κόσμος είχε γυρίσει ανάποδα (κι ένας απ’ τούς λόγους που ο κόσμος προχώραγε προς τήν επανάσταση ήταν και η σκέψη τού ίδιου τού νίτσε στα καλύτερά του πολύ φυσικά) (αυτή που κατεδάφιζε τήν μέχρι τότε κυρίαρχη μαλακία, τόσο, ώστε ούτε κι ο ίδιος τελικά δεν τήν άντεξε) ο άλλος τού έκανε ποιηματάκια και μουσικούλες επιστρέφοντας σ’ ένα είδος μεσαίωνα, κι αντί να γίνεται όσο πάει πιο μοντέρνος τραγούδαγε κάτι αρλούμπες βαρύγδουπες ώστε να μπορέσει να οπισθοχωρήσει με σηκωμένο τό φρύδι : σε θέματα που είχανε ήδη πολύ προχωρήσει, τήν ίδια αυτή εποχή (και δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο νίτσε (υπερβαίνοντας αξιοθαύμαστα (και αξιολάτρευτα) τόν μισογυνισμό του εδώ) τού χτυπάει ακριβώς τόν μπιζέ (άλλο αν μετά ακριβώς τόσο, όχι μόνο επειδή η μουσική αυτή καταλάβαινε ότι μολονότι ήταν χαρούμενη δεν ήταν και τό άκρον άωτον τής πρωτοπορίας όσο ακριβώς επειδή έχοντας υποστηρίξει τήν κάρμεν σε μία στιγμή ένιωσε τήν ανάγκη να τή μισήσει ταυτοχρόνως τήν άλλη, θέλησε ο ίδιος να ελαφρύνει τήν αναπάντεχή του υπεράσπιση προς τόν γάλλο διευκρινίζοντας – σε μία από τίς ελαχιστότατές του στιγμές όπου αντιμετωπίζει τή σκέψη του με συγκατάβαση – να δηλώσει δηλαδή ότι τονίζει κάπως ιδιαιτέρως τόν μπιζέ ελαφρώς παρ’ αξίαν μόνο και μόνο για να γίνει σαφέστερο σε όλους τους τί κατακρίνει στον βάγκνερ) (και πράγματι είναι σαφές : )) όταν δηλαδή ο άλλος επαναφέρει, με σηκωμένο αξιολύπητα τό φρύδι του κιόλας, θέματα αξιομίσητα που τά ’χανε κάποτε κοροϊδέψει κι οι δυο ως πράγματα που είχανε ήδη αχρηστευτεί ξεπεραστεί και χαζέψει – κι ενώ η ηρωίδα τού μπιζέ δηλαδή ανακαλύπτει τόν ελευθέρως ελεύθερο έρωτα, ο άλλος εισάγει σεμνές και αγνές παρθένες που κάνουν θυσίες πάνω εκεί στο βουνό: (για να μην πούμε – ή να τό πούμε κι αυτό ; – τί μαλακίες εισάγει ανασκολοπίζοντας τόν τριστάνο – που είναι ανατρεπτικότερος απ’ ό,τι ο ίδιος ο βάγκνερ θα άντεχε στη ζωή του ποτέ – και παρ’ όλ’ αυτά τολμάει να τόν πιάνει στο στόμα του – ή μήπως τολμάει απλώς και μόνο γι’ αυτό ; ) :

 

 

Όμως αυτό είν’ τό πρόβλημα : δεν πρέπει καθόλου να τό δούμε αυτό σαν παράδοξο : η καθυστέρηση και η παραίτηση τού βάγκνερ από τό ρίσκο τού μοντερνισμού ούτε επιφανειακή στο έργο του είναι ( : πάει ώς τό κουκούτσι τής ίδιας του τής μουσικής (που δεν διαθέτει καν ρυθμό – και ο ρυθμός είναι η καρδιά τής επανάστασης καθώς ακολουθεί τή βάση τής καρδιάς μας) – αλλά ακόμα και τών σκηνοθετικών του ευρημάτων) και εξηγεί από τήν άλλη περίφημα τήν όλο και πιο απειλητικά εξαπλωνόμενη σήμερα δημοφιλία του – εφόσον επιτίθεται στον διθυραμβικό και ελεύθερο έρωτα – κι όλοι εξάλλου τήν εποχή αυτή συμφωνούνε – η απελπισμένη τους ελπίδα ότι θα ξεχαστεί τελείως ο έρωτας είναι τόσο ζωντανή όσο ο ίδιος ο θάνατος : απλώς χρειάζεται κάποια στιγμή μια συμπληρωματική και εκ νέου κριτική τής βλακείας, επιβοηθητική αυτής που τής έκανε ο νίτσε όταν ήτανε στα καλύτερά του.

Μπορεί να τό πει λοιπόν κανείς ευθαρσώς, ότι η ίδια η ιδέα ακριβώς τού leitmotiv είναι μια ιδέα ταπεινωτική γι’ αυτόν που ακούει, μάλιστα : είναι δηλαδή μια βρισιά : ναι ας τό πούμε ξεκάθαρα : πρόκειται για τήν εισαγωγή μιας ιδέας τόσο προσβλητικής όσο θα ’τανε κι η μεταγραφή τών κλασικών εικονογραφημένων σε ήχους : Ας αφήσουμε που κι η ιδέα, κατά δεύτερον, μιας ορχήστρας που δεν φαίνεται και μόνο ακούγεται – κάτω ή πίσω απ’ τήν ορατή μας σκηνή – είναι μια πρόβλεψη (καθόλου δεν τόν τιμάει η προφητεία δε αυτή) τού λαϊκού σινεμά : τό σύνολο τού έργου του αποτελεί μ’ άλλα λόγια, απ’ όποια πλευρά κι αν τό δεις τό προκεχωρημένο φυλάκιο τής μαζικής ή γνωστής μας κουλτούρας : Απορώ πώς ο αντόρνο που ήταν τόσο αυστηρός με τίς αμερικάνικες ευκολίες (και που δεν ήταν πάντα ευκολίες – πολλές φορές ήταν η δική του η τύφλα) αποδείχτηκε τόσο εύκολα ευάλωτος στις γερμανικές ευκολίες κι αρλούμπες. (Αλλά ίσως εξηγείται αυτό ψυχολογικά – πράγμα που δεν μάς ενδιαφέρει εδώ αυτή τή στιγμή).

 

 

 

 

 

(από τίς «βιογραφίες αγνώστων»)

 

 

 

 

 

 

Start a Blog at WordPress.com.