σημειωματαριο κηπων

27 Νοεμβρίου 2021

«έκθεση βαθυτυπίας», σπαραγμός μεταμφιεσμένος σε μανιφέστο ανατροπής / κριτική τού γιώργου συμπάρδη

.

.

.

.

.

Η ΕΚΘΕΣΗ ΒΑΘΥΤΥΠΙΑΣ (Απόπειρα 2006), το δεύτερο µετά τις Προετοιµασίες του 1987 µυθιστόρηµα της Χάρης Σταθάτου, είναι ένα βιβλίο εριστικό, προκλητικό, ένα µυθιστόρηµα που µέσα στα όριά του δηµιουργεί έναν ολόκληρο και καινούργιο –σχεδόν πρωτοφανή, θα έλεγα– κόσµο ο οποίος καταπείθει τον αναγνώστη και εκβιάζει την κατάφαση και την αποδοχή του.

Θέµα του είναι ο έρωτας και η τέχνη. Ο έρωτας που για τους περισσότερους άνδρες συγγραφείς αποτελεί τρόπον τινά και για κάποιους νεφελώδεις λόγους το αυτονόητο υποτίθεται συνώνυµο του θανάτου, για τη γυναίκα συγγραφέα Χάρη Σταθάτου είναι ταυτόσηµος µε την τέχνη. Ο έρωτας για τη Σταθάτου οδηγεί στην τέχνη ενώ και η τέχνη αναπαριστά και –κάτι ακόµα πιο ουσιαστικό– αναπαράγει τον έρωτα που προϋποθέτει.

Στο κέντρο του µυθιστορήµατος βρίσκεται µια θεατρική πράξη η οποία συναπαρτίζεται από εφτά σκηνές και περιβάλλεται από έναν πρόλογο και έναν επίλογο ενώ δύο εκθέσεις (µε την έννοια που δίναµε στη λέξη «εκθέσεις» στα µαθητικά µας χρόνια) λειτουργούν η µια ως εισαγωγή στον πρόλογο και στη θεατρική πράξη και η άλλη ως δεύτερος και τελικός επίλογος. Χρειάζεται ίσως εδώ να ειπωθεί ότι ο κατά τα άνω θεατρικός πυρήνας του µυθιστορήµατος είναι δυνατόν να υπάρξει και ως αυτοτελές θεατρικό έργο και ότι έτσι όπως εγκλωβίζεται στον πρόλογο και στον επίλογο (µέσα σε κλασικά δηλαδή µυθιστορηµατικά εργαλεία) αποτελεί µαζί τους µια µυθιστορηµατική ενότητα, ένα δεύτερο σχεδόν αυτοτελές σύνολο το οποίο µε τη σειρά του περιβάλλεται από την τελική εξωτερική στιβάδα των εκθέσεων-αφηγήσεων. Μυθιστόρηµα «καρπός» θα µπορούσε εποµένως να χαρακτηρισθεί η Έκθεση βαθυτυπίας, περικάρπιο που περικλείει καρπό που περικλείει πυρήνα. Ή αν το δούµε από το κέντρο προς τα έξω, θεατρικό µονόπρακτο µέσα σε παρενθέσεις και εντέλει µέσα σε αγκύλες που επιτείνουν την αίσθηση της σχεδόν µαθηµατικής και εµφανώς εσκεµµένης δοµής και ταυτόχρονα αναδεικνύουν τον γεωµετρικό σχεδιασµό και την αποδεικτική δεινότητα της συγγραφέως.

.

Τα πρόσωπα του έργου

Τρία είναι τα ορατά και κατονοµαζόµενα πρόσωπα του µυθιστορήµατος: η συγγραφέας του πρόλογου, του θεατρικού και του επίλογου Νίνα, η γλωσσολόγος Λίζα και η ζωγράφος Μάχη. Συντάκτρια της εισαγωγικής καθώς και της τελικής έκθεσης (των «µαθητικών» δηλαδή, σύµφωνα µε όσα είπαµε, εκθέσεων) είναι µια ανώνυµη γυναίκα, ίσως η συγγραφέας Νίνα, ίσως µια άλλη τέταρτη γυναίκα όπως θα ήθελε και όπως µας αφήνει να υποθέσουµε η ίδια η Σταθάτου µε τις γλωσσικές επεξηγήσεις που προτάσσει στο βιβλίο της. Το ίδιο συµπέρασµα προκύπτει αν λάβουµε υπόψη µας και την τέταρτη φιγούρα που αχνοφαίνεται στο βάθος του πίνακα του Max Beckmann µε τον τίτλο «Τέσσερις γυναίκες» και ο οποίος πίνακας είναι βέβαιο ότι κάθε άλλο παρά τυχαία χρησιµοποιείται στο εξώφυλλο του βιβλίου.

Το ερώτηµα εάν το συγκεκριµένο έργο του Beckmann προ–υπήρξε ως κατά έναν τρόπο πηγή έµπνευσης για τη συγγραφέα της Βαθυτυπίας ή βρέθηκε να ταιριάζει µε όσα έγραψε εκ των υστέρων ή σε κάποιο στάδιο της γραφής είναι µάλλον αδιάφορο. Το ίδιο κατά τη γνώµη µου αδιάφορο είναι και το ερώτηµα εάν η συντάκτρια των δύο εκθέσεων είναι η Νίνα ή κάποια άλλη, τετάρτη, ανώνυµη γυναίκα και ανώνυµο προσωπείο της Σταθάτου: συντάκτρια και κατασκευάστρια των εκθέσεων αλλά και ολόκληρου του µυθιστορήµατος, ακόµα και αν η ορθογραφία στα επί µέρους τµήµατα διαφέρει, µοιάζει να είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Και δεν εννοώ τη συγγραφέα της Βαθυτυπίας αλλά το ένα και µοναδικό ουσιαστικά πρόσωπο που άλλοτε διοχετεύεται και παίρνει τη µορφή της ανώνυµης αφηγήτριας των εκθέσεων κι άλλοτε της Νίνας που έχει πάντοτε για φίλες της τη Λίζα και τη Μάχη και όχι κάποια τρίτα πρόσωπα και η οποία παρά τις ορθογραφικές διαφοροποιήσεις µιλάει και εκφράζεται µε έναν ιδιαίτερο αλλά και ίδιο τρόπο και είναι φορέας των ίδιων ιδεών.

Στο πρώτο µέρος του βιβλίου δύο φίλες, η ανώνυµη συντάκτριά του για την οποία µιλήσαµε και η ζωγράφος Μάχη, συζητούν για την ερωτική περιπέτεια µιας κοινής γνωστής τους, της Λίζας που ζει στη Γερµανία. Της Λίζας η οποία για έναν ασήµαντο λόγο, για ένα τίποτα «απ’ αυτά που ’χει ανεχτεί από τους άλλους τους άσχετους µε την οκά» (σελ. 36), χωρίζει από τον γερµανό φίλο της αλλά εξακολουθεί να ζει σε διαφορετική πόλη της ίδιας χώρας µόνο και µόνο για να ακούει τη γλώσσα του Γερµανού της. Τόσο τρελά είναι ερωτευµένη µαζί του.

Την ίδια ουσιαστικά ιστορία, αλλά µε διαφορετικά πρόσωπα στους ρόλους και µε διαφορετικά δεδοµένα, ξανακούµε και στο δεύτερο µέρος του βιβλίου, στον πρόλογο. Η συγγραφέας Νίνα (η οποία όπως είπαµε είναι και η συγγραφέας του προλόγου), η γλωσσολόγος Λίζα που έχει επιστρέψει στο µεταξύ από το εξωτερικό και η ζωγράφος Μάχη συναντώνται και συζητούν µεταξύ άλλων και για κάποιο νεαρό και ταλαντούχο ζωγράφο, γνωστό της Μάχης, που ενώ δεν έχει καταφέρει ακόµη να µπει στη Σχολή Καλών Τεχνών (και δεν το έχει καταφέρει ακριβώς επειδή είναι ταλαντούχος), κερδίζει την εκτίµηση και την αγάπη µιας καθηγήτριας της σχολής η οποία του δίνει πρόσβαση στα υλικά της σχολής και του επιτρέπει να παρακολουθεί τα µαθήµατά της. Και αυτό µέχρι που τα αισθήµατα της ερωτευµένης καθηγήτριας πληγώνονται από το γεγονός ότι ο νεαρός προθυµοποιείται να καλέσει στο εργαστήρι του και να δείξει όλη τη µέχρι τότε δουλειά του σε µια άλλη, ακόµα µεγαλύτερης ηλικίας γυναίκα, διάσηµη ζωγράφο από το εξωτερικό.

Με αφετηρία την παρεξήγηση που δηµιουργείται ανάµεσα στο νεαρό και την καθηγήτριά του και µε τα ίδια σχεδόν δεδοµένα υλικά του παραπάνω µύθου, η Νίνα χτίζει το έργο της, δηλαδή τη θεατρική πράξη που καταλαµβάνει το τρίτο µέρος του µυθιστορήµατος: σε µια γκαλερί όπου εκτίθενται τα έργα βαθυτυπίας (ή χαρακτικής, αν προτιµάτε) µιας καθηγήτριας Σχολής Καλών Τεχνών στην οποία δίνει το όνοµα της Μάχης, έρχεται καθηµερινά µια γλωσσολόγος µε το όνοµα Λίζα για να θαυµάσει τα χαρακτικά και να πείσει τελικά τη χαράκτρια για τα ευγενή αισθήµατα ενός νέου εξαιρετικού ταλέντου και παρόµοιας συµπεριφοράς µε τον νεαρό του προλόγου. Η ανιδιοτέλεια, τα επιχειρήµατα και τα ειλικρινή αισθήµατα από τα οποία εµφορείται η θεατρική Λίζα θα κινητοποιήσουν τη θεατρική Μάχη και θα οδηγήσουν τις δύο γυναίκες σε µια βαθιά, εξοµολογητική φιλία, σε έναν εναγκαλισµό και σ’ ένα φιλί ερωτικό.

Στον επίλογο (στο τέταρτο µέρος του βιβλίου), η Νίνα µε την πρωτοπρόσωπη πάντοτε αφήγησή της µας ξαναγυρίζει στις ηρωίδες έτσι όπως τις γνωρίσαµε στον πρόλογο και στις πραγµατικές τους διαστάσεις ενώ και η ιστορία της για τον νεαρό ζωγράφο προσγειώνεται στην πραγµατικότητα: στις αντιδραστικές απόψεις και τη σεξιστική συµπεριφορά του όντως ταλαντούχου νεαρού, στη στάση ζωής και τις κάθε άλλο παρά ιδανικές δράσεις του που προλέγουν ένα µέλλον στο οποίο πρόκειται να κάνει ό,τι και οι υπόλοιποι ταλαντούχοι ζωγράφοι: «Αυτοί που δίνουνε την εντύπωση ότι ζωγραφίζουνε µόνο και µόνο για να ’χουν να κάνουνε κάτι ώσπου να πεθάνουν» (σελ. 332).

Την ανώνυµη αφηγήτρια της πρώτης έκθεσης τη συναντάµε και στο τελευταίο µέρος του βιβλίου να συνεχίζει τον µονόλογο και την περιπλάνησή της. Η φωνή του άγνωστου στην όψη γκαλερίστα που αδίκως την είχε γοητεύσει από τηλεφώνου στην αρχή του βιβλίου, γίνεται τώρα φωνή άλλης τάξεως. Γίνεται µια ποιητική συλλογή την οποία θα της χαρίσει η φίλη της Λίζα γραµµένη από έναν άγνωστο άνδρα ποιητή που ζει στο Βερολίνο και µιλάει µε τη δική της γλώσσα – τη γλώσσα της αφηγήτριας και τα αισθήµατα της αφηγήτριας. Και ενώ τα ποιήµατά του είναι σαν να τα έχει γράψει η ίδια και εκείνος να της τα έκλεψε και σαν να είναι εκείνος αυτή, από αλληλεγγύη στη γυναίκα σύντροφό του κι ακόµα περισσότερο λόγω του βάσιµου φόβου της διάψευσης και της µαταίωσης, η συνάντηση της αφηγήτριας µε τον ποιητή δεν πραγµατοποιείται και περιγράφεται όπως ίσως θα γινόταν (αν γινόταν) σε ένα επίπεδο φαντασιακό.

.

Μορφές του έρωτα

Ο µοναδικός χειροπιαστός έρωτας και η µοναδική πραγµατωµένη ερωτική σκηνή του βιβλίου, υπάρχει, εσκεµµένα και πάλι, ανάµεσα σε δύο άτοµα του ιδίου φύλου, σε δύο άνδρες που αγγίζονται και κοιτάζονται σε ένα µπαρ του Βερολίνου. Αχνή ελπίδα και υπόσχεση ετεροφυλόφιλης προσέγγισης ο αιµοµικτικός έρωτας αδελφής µε αδελφό που κι αυτής όµως η πραγµατοποίηση εναποτίθεται σε κάποιο µελλοντικό αφήγηµα της ανώνυµης ηρωίδας και στις µελλοντικές, φυσικά, συγγραφικές της διαθέσεις. Προς το παρόν και µέσα στα όρια της Έκθεσης βαθυτυπίας οι άνδρες «καµαρώνουν για τον έρωτα που κάνουνε λες και δίνουνε µάχη» λες και «νικήσανε κάποιον» (σελ. 339). «Τι ερωτική εποχή είναι αυτή» αναρωτιέται ήδη από το πρώτο µέρος του βιβλίου η ίδια ανώνυµη γυναίκα «όταν ο έρωτας κρατάει µόνο όσο κρατάει η παιδική µας η άγνοια;». Στην παιδική ηλικία η άγνοια και στην εποχή της ετοιµότητας «η απόλυτη φρίκη: οι καταστροφές, τα ολοκαυτώµατα: τότε είναι που µπορείς να πεις ότι πια ερωτεύεσαι». Κι ύστερα; Ύστερα έρχεται η εποχή της «απόλυτης και ώριµης νέκρας» (σελ. 47).

Την ερώτηση του Κώστα Ταχτσή στα Ρέστα (1972) (στο αυτοβιογραφικό του αφήγηµα «Η πρώτη εικόνα»), το ρητορικό εκείνο «µα πόσο αρρενωπότερος µπορούσα να γίνω, και πόσο θηλυκότερος», που δεν περιµένει απάντηση αφού η απάντηση είναι δεδοµένη και αυτονόητη, είναι µια ερώτηση την οποία πιστεύω ότι µε τον ίδιο εµφατικό τρόπο θα µπορούσε να υποβάλει διά στόµατος οιασδήποτε των ηρωίδων της και η Χάρη Σταθάτου. Οι αγοραίες ανδρικές εκφράσεις των γυναικών της, όπως το «πάµε για αγόρια και τεκνά», το «πηδάµε και κανένα αγοράκι» ή το «φύγαµε µάγκες» και τα παρόµοια, καθώς και η πλήρης αντιστροφή των ρόλων µε τις γυναίκες να απαξιώνουν τους συνοµήλικους και πολύ περισσότερο τους µεγαλύτερους και να κυνηγούν τους µικρότερους σε ηλικία άνδρες και να περιφρονούν όλη τη µέχρι σήµερα τέχνη των ανδρών που είναι «µια λαµπερή κρίση τρέλας, µια σχιζοφρένεια (…) µια διαρκής βαβούρα» (σελ. 200) αποτελούν µέρος και µόνον της επιθετικής και αρρενωπής εκδοχής του θηλυκού εαυτού, το αρνητικό µιας φωτογραφίας που όταν τελικά αποτυπώνεται (και αποτυπώνεται στην Έκθεση βαθυτυπίας) αποκαλύπτει την άφατη πίκρα και τις βαθιές πληγές των γυναικών ηρωίδων και της συγγραφέως.

Η µητριαρχία την οποία επαγγέλλεται η Χάρη Σταθάτου που θα έρθει µετά από µια επανάσταση, όχι των όπλων αλλά µε την αποτύπωση της θετικής όψης των πραγµάτων και των τραυµάτων εκείνων τα οποία έχουν χαραχθεί µε οξύ στο σώµα και στην ψυχή των γυναικών της, µε την ειρηνική επανάσταση που από τη φύση τους είναι γυναίκες («εµείς, η επανάσταση που είµαστε εµείς, που ακόµα δεν φαίνεται, είπε η Μάχη, αυτό που λέµε, που ακόµα δεν το ακούνε» σελ. 333), δεν είναι η γνωστή παλιά µητριαρχία. Είναι µια πρωτάκουστη µελλοντική Γυναικών Αρχή, είναι εκ πρώτης όψεως µια µητριαρχία χωρίς µητέρες, µε γυναίκες που αρνούνται να γεννήσουν. Οι ηρωίδες της Χάρης Σταθάτου δεν µεµψιµοιρούν και δεν κλαυθµυρίζουν, το αντίθετο: αποσιωπούν µε υψηλοφροσύνη τον σπαραγµό τους και τον µεταµφιέζουν σε εξαγγελία ενός µανιφέστου συνολικής και απόλυτης ανατροπής.

.

Απελευθερωτική πρόζα

Με δεδοµένη την τέτοια οπτική όσον αφορά το επικείµενο µέλλον των γυναικών, η ρητά εκπεφρασµένη πρόθεση της Σταθάτου (διά στόµατος και των δύο αφηγητριών της) να µη φτιάξει καινούργιες ιστορίες αλλά να κατανοήσει –που σηµαίνει να κατανοήσει κριτικά και από τη σκοπιά του φύλου της– τις ήδη υπάρχουσες ιστορίες είναι εύλογη. Η Σταθάτου αρνείται να κατασκευάσει τις δικές της ιστορίες όχι γιατί απεχθάνεται τις κατασκευές κι αφού σε οµολογηµένες κατασκευές κι η ίδια καταφεύγει, αλλά γιατί θέλει να αποδιαρθρώσει και να ανατρέψει τις ήδη υπάρχουσες. Αρνείται να κατασκευάσει ιστορίες γιατί έχει την έπαρση να πιστεύει και την ικανότητα να αποδεικνύει ότι παίρνοντας «αφορµή κι από ’να κουκούτσι» που πέφτει κάτω µπορεί να φτιάξει µια ιστορία (σελ. 380).

Παρόµοια στάση τηρεί η συγγραφέας και όσον αφορά το γλωσσικό της εργαλείο. Οι προκλητικές και µερικές φορές εξεζητηµένες επαναλήψεις, οι αλλεπάλληλες παρενθέσεις και τα επιτηδευµένα σηµεία στίξης σε συνδυασµό µε την απόλυτη προφορικότητα του γραπτού της καταδεικνύουν την αριστοκρατική άρνησή της να προβεί σε οποιουδήποτε είδους παραχώρηση στην ευκολία. Μαρτυρούν και για την άρνησή της να γοητεύσει τον αναγνώστη µε τα δοσµένα και µέχρι σήµερα εν χρήσει µέσα της λογοτεχνίας. Και όµως. Αρνούµενη τη λογοτεχνικότητα η Σταθάτου φτάνει µε τον δικό της προσωπικό τρόπο σε µια άλλου είδους λογοτεχνικότητα, δηµιουργεί µια πληθωρική αλλά και απελευθερωτική πρόζα όπου όλα λέγονται µε το όνοµά τους και όπου ακούµε, όπως σπάνια τυχαίνει να ακούµε, τις γυναίκες να µιλούν µε τη γλώσσα τους. Αρνούµενη τη µυθοπλασία, δηµιουργεί ένα πολυσύνθετο είδος µυθιστορήµατος του οποίου η συστροφική και ανακυκλούµενη αφήγηση διαπλέκεται µε το δοκίµιο και οι απόψεις των ηρωίδων της για τις τέχνες και την ανθρώπινη κατάσταση µε τα ολωσδιόλου πειστικά και πολύ πραγµατικά τους βιώµατα και πάθη.

Η κατάδυση στην παιδική ηλικία των ηρωίδων που επιχειρείται στο πρώτο και στο δεύτερο µέρος της Έκθεσης Βαθυτυπίας πιστεύω ότι αποτελεί ένα από τα κλειδιά για την κατανόησή της. Για την κατανόηση όχι µόνον της φύσης της θεατρικής τέχνης, της τέχνης του µυθιστορήµατος και της καλλιτεχνικής δηµιουργίας γενικότερα, έτσι όπως την αντιλαµβάνεται η Σταθάτου, αλλά και του τρόπου µε τον οποίον προσλαµβάνει και αποτυπώνει η συγγραφέας τον κόσµο της. Έναν κόσµο αφιλόξενο και σε πολλές περιπτώσεις σκληρό για το φύλο της που συχνά την οδηγεί στην απαισιοδοξία και συχνότερα στις υπερβολές του επαναστατηµένου και διαµαρτυρόµενου ανθρώπου. Όµως η Χάρη Σταθάτου γνωρίζει ότι δεν είναι όλη η τέχνη των ανδρών µια σχιζοφρενής βαβούρα, είναι συγγραφέας και γνωρίζει ότι ένας κόσµος χωρίς µητέρες και χωρίς παιδιά είναι ένας κόσµος χωρίς την παιδική ηλικία την οποία νοσταλγεί και ότι η νοσταλγία της είναι κατά βάθος η νοσταλγία του έρωτα. Και γι’ αυτό το βιβλίο της τελειώνει µε µια µεγαλειώδη παρέλαση διαµαρτυρίας και µε µια ιδιαίτερα τρυφερή και συγκινητική σκηνή κεντρική φιγούρα της οποίας δεν είναι µια µητέρα αλλά ένας πατέρας που προστατεύει και προτάσσει τη δίχρονη κορούλα του.

Η Έκθεση βαθυτυπίας, ακόµα κι αν δεν επαληθευτεί σε όλες τις προβλέψεις της όσον αφορά τη γυναίκα και τη θέση της σ’ έναν µελλοντικό κόσµο, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον µυθιστόρηµα, ένα βιβλίο επίµονο, απαιτητικό, που όµως πλουτίζει και αποζηµιώνει κι ανταµείβει τον αναγνώστη πλουσιοπάροχα.

.

.

.

μικρή διευκρίνιση – επειδή δεν με έχετε συνηθίσει να βάζω κείμενα για μένα σ’ αυτό το βλογ – αλλά, βλέπετε,


από τους «επαγγελματίες κριτικούς» κανείς δεν είχε κέφι ν’ αγγίξει αυτό το βιβλίο : ευτυχώς δηλαδή που υπάρχουν και γενναίοι συνάδελφοι, ο εξής ένας : ο γιώργος συμπάρδης (εξαίρετος, ο ίδιος, πεζογράφος) έγραψε αυτό το κείμενο για την «έκθεση βαθυτυπίας» μου το 2007, την ίδια τη χρονιά τής έκδοσης τού βιβλίου – και πρέπει να τον ευχαριστήσω συν τοις άλλοις και για τη διεισδυτική (και γεμάτη φαντασία, συγγραφέας άλλωστε είναι και ο ίδιος) ματιά του –

(το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε τον σεπτέμβριο τού 2007 στο περιοδικό «εντευκτήριο», τεύχος 78, αλλά από τον φετεινό οκτώβριο βρίσκεται και στο τελευταίο του βιβλίο, όπου ο γιώργος συμπάρδης έχει μαζεμένα τα κριτικά του δοκίμια με τον τίτλο «Σκόρπια. / κείμενα για συγγραφείς και βιβλία» – εκδόσεις «μεταίχμιο»)

κι έτσι, χαίρομαι επιπλέον και για το ότι, με την ευκαιρία αυτής της έκδοσης μπόρεσα να έχω τώρα την κριτική του και στην ψηφιακή της μορφή, ώστε να την βάλω στο βλογ.

.

.

.

.

.

.

Start a Blog at WordPress.com.