σημειωματαριο κηπων

30 Μαρτίου 2010

επιτάφιο μπλουζ

 

 

      δε λέω, ωραίο είναι τό ω γλυκύ μου έαρ (και τό πού έδυ σου τό κάλλος), πολύ ωραία ποίηση : εμένα μ’ αρέσουν όμως και άλλα πιο μοντέρνα επιτάφια, και λέω να βάλω σήμερα εδώ ένα – λόγω τών ημερών : δεν μπορώ να τό αρνηθώ δηλαδή ότι (για μερικές μέρες) μού επιβάλλεται κι εμένα – όσο αδιάφορη κι αν είμαι για τά θρησκευτικά αυτού τού είδους η θρηνητική άνοιξη μ’ όλ’ αυτά τά τραγούδια που διαχέουν μια πρωτόγονη αρχαία παγανιστική και άκρως προχριστιανική θλίψη : τό συγκεκριμένο γράφτηκε από έναν ομοφυλόφιλο, όπως θα διαβάσετε όμως στις πληροφορίες που δίνει ο σύνδεσμος στο τέλος δεν είναι σίγουρο ότι αφορούσε κάποιον όντως νεκρό φίλο στην προσωπική του ζωή – έτσι γίνεται άλλωστε κατά κανόνα η ποίηση [τό ίδιο όπως και μεσαιωνικός εκείνος ποιητής, καλόγερος μάλλον, (που πολύ θα ήθελα να ήτανε ο θαυμάσιος εβραιοσύρος μάγος – ο ρωμανός που δεν ήξερε καν ελληνικά – αλλά μάλλον κάποιος άλλος ήτανε) τήν ώρα που ‘γραφε τόν θρήνο μιλώντας σα γυναίκα είναι σίγουρο πως κυρίως τήν φαντασία του θα ‘βαλε να δουλέψει – για να μπορέσει να ξαναστήσει στα πόδια της εκείνην που απευθύνεται στο πεθαμένο της αγόρι με τό «γλυκιά μου άνοιξη εσύ»…]

      τό αγγλόφωνο επιτάφιο ή πένθιμο μπλουζ λοιπόν που βάζω σήμερα τό είδαμε ίσως οι περισσότερες να λέγεται στην ταινία τέσσερεις γάμοι και μια κηδεία και ίσως κιόλας από κει οι περισσότεροι να τό πρωτομάθαμε (έτσι γίνεται διάσημη η τέχνη πλέον, άμα τής κάνει τήν χάρη τό σινεμά ή η τηλεόραση – ) : επειδή όμως εκείνη η μετάφραση στους υπότιτλους δεν μέ κάλυψε λέω να παραθέσω μια ως πρώτη (και μάλλον τελευταία) δοκιμή, εδώ δικιά μου :

  

Να σταματήσουν τά ρολόγια, να κοπούνε τά τηλέφωνα
να μη γαυγίζουν τά σκυλιά που παίζουν με τά κόκκαλα
τά πιάνα να σιωπήσουν και τά τύμπανα να βγουν
να βγει έξω τό φέρετρο και οι μοιρολογίστρες να θρηνούν

Ψηλά να κάνουν κύκλους τά αεροπλάνα και να κλαίει ο ουρανός
να γράψει πάνω εκεί ψηλά τό νέο ότι Αυτός είναι νεκρός,
τά ταχυδρομικά τά περιστέρια να κρεμάσουν μαύρο κρέπι
κι οι ταχυδρόμοι να φορέσουν μαύρα γάντια πρέπει.

 ♥

Εκείνος ήτανε ο Νότος κι ο Βορράς μου, και η Δύση μου κι η Ανατολή
Η κυριακάτικη αργία μου και η βδομάδα μου η καθημερινή
Η νύχτα μου, τό μεσημέρι μου, ο λόγος μου κι η μουσική
Κι εγώ σκεφτόμουν ότι ο έρωτας είναι αιώνιος – ήτανε λάθος σκέψη αυτή.

  ♣

Είναι αχρείαστα τώρα τ’ αστέρια : να τά σβήσετε όλα.
Διαολοστείλτε τό φεγγάρι και τόν ήλιο να ξεχαρβαλώσετε
Χύστε στερέψτε τά πελάγη και τά δάση να ξεθεμελιώσετε
Τίποτα πια δεν μπορεί να ’ναι για καλό, αυτό να νιώσετε.

w. h. auden / funeral blues
  

  

κι εδώ τό αγγλικό πρωτότυπο τού ώντεν  κλικ και στην εικόνα ◊

  

  

  

  

και η σκηνή από τήν ταινία :

  

  

(δεν ευθύνομαι γι’ αυτούς τούς υπότιτλους στο έργο εγώ)
πάντως τά ελληνικά και τά αγγλικά στο ποίημα είναι τουλάχιστον νομίζω σαφή : λοιπόν καλές διακοπές και καλή ξεκούραση στους λίγους καλούς και τυχερούς φίλους τών κήπων που ταξιδεύουν αυτό τό πάσχα

 

 

 

 χρήσιμες πληροφορίες περί τού ποιήματος εδώ
η φωτογραφία επάνω, από τό βλογ τού baron blaa 

  


 kurt schwitters : relief in the blue square
© 1998-2008
The Roland Collection & Pira Intl.

  

  

 

 

 

 

 

 

 

22 Μαρτίου 2010

εθνοδιεγερτικά : οδυσσέας δεσμώτης

 

    

                                                                              δεν φεύγει να γλυτώσει 

      πάρχει μια καταπληκτική ιστορία σε σχέση με τίς τελευταίες μέρες τού οδυσσέα όταν είχανε πάει να τόν πιάσουνε και στείλαν τ’ αποσπάσματα δηλαδή τού γκούρα, κι είχαν αποφασίσει οι καλαμαράδες να τόν κάνουνε πέρα για να μπορέσουν να συνεχίσουνε ανενόχλητοι : ο ανδρούτσος τότε είχε προνοήσει να κάνει εκείνην τήν καταπληκτική και ωραία σπηλιά όπως λέγεται (κανείς δεν ήξερε πού βρίσκεται και είχε μέσα όλα όσα εκείνος ετοίμαζε για τό κράτος που έλπιζε να φτιαχνόταν : μετά τό μεσολόγγι όπου έφτιαξε τήν πρώτη εφημερίδα τού ελεύθερου κράτους – όταν τό ελεύθερο κράτος συρρικνωνόταν και συμβολιζόταν και υπήρχε μόνο μέσα σε κείνην τήν πολιορκημένη πόλη με τό τειχαλάκι – μάζευε ό,τι άγαλμα εύρισκε – κάναν κι ανασκαφές όσο μπορούσαν μέσα στον πόλεμο – για τό μουσείο, τό πρώτο μουσείο τού κράτους όταν θα τό ’φτιαχναν : μπορεί λοιπόν να φανταστεί κανείς πώς θα ’τανε μέσα της αυτή η σπηλιά : μπορεί να φανταστεί μες στο σκοτάδι τό λευκό τών κούρων και τό λευκό τών κοριτσιών που βαδίζουν αργά έως ακίνητα περιμένοντας κάτι που δεν έγινε : κι η σπηλιά αυτή ακόμα δεν έχει βρεθεί : φυλάξαν καλά τό μυστικό της οι άνθρωποί του – : και ο τρελλώνης) : όταν πετάξαν τόν οδυσσέα απ’ τά βράχια τής ακρόπολης (μετά τά βασανιστήρια) – εκεί που ’ναι η πιο απότομη μεριά – δώσανε μάχη μαζί του, αν και τόν είχαν γερά αλυσσοδεμένο : ποτέ δεν συγκατατέθηκε αυτός ο όμορφος άντρας στον θάνατο – ίσως γιατί είχε τόσα να κάνει εδώ : γιατί εγώ (όπως έλεγε στο γράμμα του στους γαλαξειδιώτες) από τότε που θυμάμαι τόν εαυτό μου μόνο τούρκους εσκότωνα : κι όμως δεν είχα ανάγκη, γιατί έχω τ’ αρματολίκι μου εγώ και θα μπορούσα να ζήσω πλουσιοπάροχα με τούς τούρκους μαζί : κι όμως όχι ακριβώς τότε ελεύθερος : κι έτσι ακούω τόν δαίμονα που έχω μέσα μου και που μού λέει ότι δεν μπορώ να ζήσω ευτυχισμένος άμα δεν είμαι ελεύθερος κι άμα δεν είναι όλοι τό ίδιο ελεύθεροι, (τό ίδιο κι εσείς) : κι έτσι ο δαίμονάς μου μού έλεγε και πάντοτε τούρκους εσκότωνα.

      Αλλά δεν εσκότωνε μονάχα τούρκους : ήταν τόσο μοντέρνος που σήμερα θα τόν θεωρούσαμε αναρχικό εντελώς, και δεν υπήρχαν τότε ακόμα τά ονόματα : ήξερε όμως ότι η ελευθερία δεν είναι ζήτημα φυλής ειδικά : δεν είναι ζήτημα αίματος ειδικού : τό αίμα χύνεται σε κάθε περίπτωση όταν σκοπεύεις τό απλησίαστο : ήξερε ότι ο αγώνας γίνεται επίσης εναντίον τών πλούσιων ομοφύλων του και υπέρ τών φτωχών ομοφύλων του : ήξερε ότι αυτό που τόν ενδιέφερε μαζί με τήν ελευθερία ήτανε κι η ισότητα επίσης : κι αν δεν ήξερε τίς λέξεις είχε τό μυαλό να ξέρει τά νοήματα : πώς μπορείς να είσαι ελεύθερος όταν δεν έχεις τόν χρόνο σου και τό σώμα σου τελείως δικό σου, να είσαι ευτυχισμένος εσύ όπως ευτυχισμένοι μπορείτε να γίνετε όλοι ; πώς μπορείς να ’σαι ελεύθερος όταν είσαι φτωχός ενώπιον άλλων πιο πλούσιων ; που θα σού πιουν τό αίμα όπως ακριβώς και οι τούρκοι αυτοί ; (Σ’ αυτές τίς παγίδες πέφτουν μόνο οι σημερινοί επειδή αυτός έχασε επειδή χάσαμε επειδή κερδίσανε οι καλαμαράδες). Υπάρχει ένα δημοτικό γι’ αυτόν (τά ελληνικά τραγούδια τά ’χουν πολύ αγαπήσει ας πούμε οι γάλλοι, και τά διασώσανε (αλλά κι οι γερμανοί)) (ίσως δεν υπάρχει δεύτερο, ή δεν διασώθηκε δεύτερο από στόμα σε στόμα) (γιατί μέχρι να καταγραφούν υποκύπτουν τά τραγούδια στις δειλίες τών ανθρώπων – κι αυτή είναι η διαλεκτική τού χρόνου στην προφορική τέχνη απλώς) : και τό τραγούδι τελειώνει με τό εκπληκτικό αυτό δίστιχο :

 

δεν στο ’πα εγώ Δυσσέα μου δεν στο ’πα εγώ παιδί μου
με τήν Βουλή μην πιάνεσαι και τούς καλαμαράδες –

 

      Σημάδι ότι όλοι ξέραν καλά τί συνέβαινε. Και μόνο αυτός δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μπορεί τό αίμα να μην είναι αίμα και τά λεφτά να χωρίζουν τούς ανθρώπους τό ίδιο όπως και οι φυλές : τό ίδιο όπως τό αίμα : Πώς μπορώ να μιλήσω για τόν ανδρούτσο τώρα : Όλες οι ιστορίες που τόν τυλίγουν είναι τόσο περίεργες συνταρακτικές και ανείπωτες : Η ιστορία του με τήν γυναίκα του που ήταν ερωτευμένος μαζί της και τό παιδί τους που τό ’βγάλαν μαζί Λεωνίδα : (Κι έχουμε και κείνον τόν τρελλό τόν Τρελλώνη που τίς έχει διασώσει όσο μπόρεσε : μήπως αυτός δεν ήτανε άλλου είδους ταραχή ; ένας σκωτσέζος αριστοκράτης θεότρελλος (με τί χιούμορ εξελληνίζοντας τό όνομά του τού αποδώσαν αυτήν ακριβώς τήν ιδιότητά του αυτού τού Trelawny) που θεότρελλος ακριβώς έτρεχε πάνω–κάτω παντού όπου υπήρχε επανάσταση – ένας ακτιβιστής ρομαντικός και ακράτητος που έτρεχε παντού όπου υπήρχε εξέγερση μέχρι να ερωτευτεί τόν ανδρούτσο : και να μείνει εδώ : έμεινε μαζί του στη σπηλιά του μέχρι τό τέλος του : ο τρελλώνης τού τρελλώνη κι έπειτα έφυγε για τήν σκωτία κι έγραψε τότε γι’ αυτά : ) (Πώς, η κυρία ελένη φτωχή και μόνη στο λονδίνο ; κι ο γιος τού οδυσσέα ; αυτό τό παιδάκι σκοτωμένο στη βιέννη, δολοφονημένο από άγνωστους ; ) (Λες κι ήταν δυνατόν ν’ αφήσουν τόν Λεωνίδα ταγμένον πριν απ’ τήν γέννησή του κιόλας να φυλάξει τά λίγα στενά που υπήρχαν εδώ, έστω απλώς και μόνο να επιζήσει) (παρ’ όλ’ αυτά λένε ότι κάποιος τό ζωγράφισε τό παιδάκι αυτό πριν τήν εποχή που τό σκότωσαν : δεν είδα, (νομίζω δεν είδε κανείς) τήν εικόνα αυτή, ποιος να ψάξει απ’ τό κράτος αυτό (κι ούτε θέλει και κανένας να δει και τή φάτσα τού ανδρούτσου παιδί) (και παιδί ξεκούραστο χωρίς καν τά βάσανα τού μπαμπά του στο πρόσωπο και που μεγάλωνε (σε ορφανοτροφείο ίσως μεν) αλλά γελαστό είμαι σίγουρη και στοχαστικό και ίσως κιόλας μαζί, ή και έτοιμο, με τά άλλα παιδιά (τών αγωνιστών λέει η είδηση στο ίδιο ίδρυμα – φτιαγμένο λες ένα ίδρυμα από πριν για τόν θάνατο – όχι τών ίδιων αυτών τών μικρών αλλά τών μεγάλων τών πατεράδων τους) και αν υπήρχε μεγάλη ανάγκη και για τών ίδιων και τών μικρών, αν φαινόντουσαν έτοιμοι με τά άλλα παιδιά από τότε, αν τό αίμα τους ή τό βλέμμα τους ή τό μικρό προσωπάκι τους έδειχνε τί στο μέλλον μπορούσε να γίνει)). (Με περίεργο τρόπο επαναλαμβάνεται η ιστορία (για όποιον θέλει να δει) : έλληνες σκότωσαν κι ένα άλλο παιδάκι που κι εκείνο ήταν ύποπτο (χρόνια πιο πριν) ύποπτο και εκείνο και διάδοχο μιας απελευθέρωσης που θα μπορούσε να έρθει (να συντελεστεί δηλαδή πάλι πάνω στις στάχτες) και με στόχο πάλι τό ξαναχτίσιμο που αυτοί τό φοβώνταν από τήν ίδια τή στιγμή που καίγαν τήν πόλη και τήν γκρεμίζαν συθέμελα : και έτσι γκρεμίσανε και τόν εγγονό μιας γριάς από τά τείχη, ακριβώς ίδια όπως αργότερα θα γκρεμίζαν και τόν πατέρα τού λεωνίδα από τά δικά τους τά τείχη : και εδώ στην αθήνα όπως και εκεί στην τροία τά ίδια να τρέμουν : μόνο που ούτε ο λεωνίδας ούτε ο οδυσσέας είχανε τότε κοντά μια γυναίκα να πάρει τά σώματα και να τά κλάψει (μέσα στα χέρια της) όπως τό ’κανε ο ευριπίδης

  

      

 

      γιατί είναι απίστευτα αποσβολωτικό τό μοιρολόϊ αυτής τής γιαγιάς έτσι ρεαλιστικό όπως τό ’κανε : Σκέψου μονάχα τή σκηνή εκείνη δηλαδή τήν ώρα εκείνη επί τής σκηνής : μπροστά μας έχουμε τήν εκάβη, τήν κασσάνδρα, τήν παλιά ανδρομάχη, τήν παλιά ελένη, και όλες τίς άλλες τριγύρω τους (που προορίζονται να μπουν στα καράβια και να μεταφερθούν πλέον σκλάβες τών βαρβάρων εκείνων ελλήνων (περίεργο που ’πανε τόν ευριπίδη μοναχά μισογύνη και δεν τόν είπαν μαζί και μισέλληνα) έτσι όπως είναι λοιπόν η γριά ρημαγμένη νικημένη ηττημένη φορώντας καμμένα κουρέλια πάνω εκεί στη σκηνή ) όταν τής φέρνουν τόν εγγονό της (κάποιος τόν φέρνει, με ελάχιστο ίσως έναν οίκτο στα μούτρα του) τής τόν δίνουν να τόν κρατήσει λοιπόν για ελάχιστα, λίγο, στα χέρια της, τσακισμένον όπως τόν πέταξαν από τήν τρωαδική εκείνη ακρόπολη : τό τρελό θέαμα, ένα παιδί στην αρχή τής ζωής του να παραμορφωθεί εντελώς απ’ τόν θάνατο :

αχ τό σπασμένο αυτό κοκκαλάκι στο χέρι του
λέει κλαίγοντας, πρέπει να κλαίει
μέσ’ απ’ αυτό τό σπασμένο τό κόκκαλο μού γελάει ο χάρος :

      κι ύστερα τό μοιρολόϊ ασχολείται με τόν φόβο τών άλλων : σημάδι ότι υπάρχουν τριγύρω της συνεχώς στρατιώτες : γιατί σ’ αυτούς γυρίζει λοιπόν και φωνάζει (τούς έλληνες)

Βρε σεις δειλοί : τί φοβηθήκατε από ένα μωράκι ;
Φοβιτσιάρηδες που φοβηθήκατε ένα μωρό :

      δεν έσπασε : Θα σπάσει θα ακουστούν τά κλάματά της δηλαδή ασυγκράτητα τήν ίδια τή στιγμή που θα θυμηθεί και θα μιμηθεί τή σκέψη τού παιδιού και τή γλώσσα του :

Μωράκι μου, θα τού πει ξαφνικά,
μωρό μου εσύ που τό πρωί όταν ξύπναγες
ερχόσουν και χωνόσουνα τρέχοντας στο κρεβάτι μου
κι έμπαινες κάτω απ’ τά σεντόνια μου και τρέχοντας
κούρνιαζες πάνω μου μ’ αγκάλιαζες
και μού ’λεγες Γιαγιά μου εγώ σέ αγαπάω πάρα πολύ
γιαγιάκα και θα λυπηθώ πολύ εγώ
θα λυπηθώ πάρα πολύ εγώ γιαγιά όταν πεθάνεις.

      και μ’ αυτό γονατίζει απ’ τά κλάματα. Τί να πεις τώρα μετά, μπορεί κανείς (κι άραγε αξίζει) να προσπαθεί οποιοσδήποτε να ξαναγράψει μετά απ’ αυτόν ;

      Πάντως όμως στην βιβλιοθήκη τού σπιτιού υπήρχε ένα βιβλίο που μιλούσε για μια ιστορία η οποία είναι πολύ συγγενική και θλιβερή και υγρή απ’ τά κλάματα και εξίσου καλοειπωμένη σχεδόν με τά λόγια εκεινού τού θηρίου : μόνο που τώρα αυτός που αφηγείται (δεν είναι θέατρο εδώ) τά λέει σε μία γυναίκα (και εκείνη τά γράφει και τά λέει επομένως (τώρα) εκείνη σε μάς) λοιπόν όποιος τά λέει είναι τώρα γέρος πολύ, ήτανε δηλαδή ένας γέρος που τά είχε ακούσει όταν ήταν ο ίδιος παιδί και τού τά είχε πει (δεν είναι θέατρο αυτό, αν και ήταν ειπωμένα με τόσο ωραία αφήγηση και από τόσο έξοχο αφηγητή που γινόταν στο τέλος σαν να ’τανε θέατρο, με τήν σκηνογραφία τού χώρου τού πολύ ανοιχτού, και περίκλειστου πάλι, και τό πλήθος (τριγύρω του) σαν έναν χορό που κινούνταν αναποφάσιστος, και δεν ήξερε και κείνος τί θέλει (γύρω από κείνον που ήξερε περίφημα τί ήθελε) όλοι τότε σαν παραπαίοντας (εκτός απ’ αυτόν, που μολονότι γύριζε πίσω, ήξερε ότι έχει φύγει εντελώς (και μολονότι έχοντας εκτοξευτεί μέχρι τόν χρόνο αυτόν που σού μιλάω τώρα (και πιθανώς να τό έβλεπε) όμως δεν μπορούσε ούτε αυτός να πιστέψει πως έχοντας φύγει απ’ τόν χρόνο του ήταν μαζί και απόλυτα δέσμιος τού χρόνου, και τής κακίας, και τής απίστευτης εκείνης μικροψυχίας και αναξιότητας τής δικιάς του εποχής)) όντας όλοι στο τέλος επάνω σε άλογα) γέρος τότε πια εκείνος ο γέρος που τά έζησε, και που θέλησε προς τό τέλος πιθανόν τής ζωής του σε ένα παιδί να τά πει :

      [ Και έτσι δεν ήτανε ούτε από κακή όραση, ούτε από συμβιβασμό προς τόν θάνατο (αλλά μόνο από κάτι που θα μπορούσε κανείς να τό πει σαν ανείπωτο πείσμα στο να μην καταλάβεις και να μην θεωρήσεις και τόσο ισχυρή ή απόλυτη τήν μικροψυχία τής δικής σου (αποκλειστικά) εποχής ) που έγινε τόσο ανείπωτα κι απίστευτα (και βαθειά και πλατειά) ευριπίδεια φωκνερική παπαδιαμαντική και στανταλική αυτή η σκηνή : ]

 

      ίμαστε, λέει, όλοι μαζί τριγύρω του όταν ήρθαν να τόν πάρουνε και να τόν πιάσουν (εγώ τώρα τά λέω τά μεταφέρω δηλαδή όπως τά θυμάμαι από τήν αφήγηση αυτηνής : ) Είδαμε τούς ανθρώπους τού γκούρα που ξέραμε ότι τόν αγαπούσε παλιά : και τόν είχε κάνει πρωτοπαλλήκαρο κάποτε : και φοβηθήκαμε ότι θα πέσει δηλαδή στην παγίδα : και μαζευτήκαμε όλοι τριγύρω του εκεί στην σπηλιά, κι ο τρελλώνης μπροστά πιο μπροστά από όλους αυτός, και όλοι τού λέγαμε να μην βγει απ’ τήν σπηλιά : και να τούς πολεμήσουμε τούς καλαμαράδες, και τούς απεσταλμένους και τούς ανθρώπους τους και τόν γκούρα και όλους : που ’ταν και τό πρωτοπαλλήκαρό του παλιά : κι εκείνος είπε, ή εννόησε, ή εξήγησε : Θα πάω στο κράτος μας : έχουμε κράτος πια τώρα : γι’ αυτό πολεμήσαμε : αυτό περιμέναμε : σ’ αυτό θα πάω τώρα να μέ δικάσει – κι έχω εμπιστοσύνη : τά είπε ή τά εννόησε αλλά τά καταλάβαμε όλοι : Και βγήκε ο οδυσσέας τότε έξω, και βγήκαμε όλοι έξω μαζί, κι οι άλλοι οπισθοχώρησαν γιατί τόν φοβήθηκαν : και δεν έλπιζαν ότι θα βγει, και νόμιζαν ότι θα γίνει μάχη κι ότι θα σκοτωθούνε πολλοί : κι αυτός τότε πλησίασε τούς ανθρώπους τού γκούρα και είπε :

      Εμένα θέλετε, ορίστε, πάρτε με να μέ δικάσετε. Κι αυτοί τού είπανε :

      Πώς να σέ πάρουμε καπετάνιο ;

Κι αυτός τούς είπε :

      Δέστε με.

Κι αυτοί τού είπαν : Πώς να σέ δέσουμε καπετάνιο, δεν
      μπορούμε.

Κι αυτός απάντησε : Εγώ θ’ ανέβω στ’ άλογό μου κι εσείς να
      μέ δέσετε

      Και τόν κοιτάζαν που ανέβηκε στο άλογο. Και δεν τόν έδεσαν, δεν μπορούσε κανείς. Και ανεβήκαμε κι εμείς στα άλογα και φύγαμε τριγύρω του όλοι μαζί. Και όλοι τρέχαμε καλπάζοντας αργά–αργά, απ’ τή λύπη. Ούτε κι εκείνοι τού γκούρα τρέχαν πολύ περισσότερο και μέναμε όλοι πίσω του τότε, αργά.

      Αλλά ο οδυσσέας δεν μπορούσε να πηγαίνει αργά με τό άλογο. Κι ο διάολος μέσα του τέτοιος που ήτανε, τόν τσιγκλούσε να τρέχει και να φεύγει μακρυά. Κι ύστερα, αφού έκανε μια βόλτα και τόν χάναμε από τά μάτια μας λίγο ώς πέρα, ξαναγυρνούσε αυτός παιχνιδίζοντας και μάς πλησίαζε πάλι γελώντας και συγκρατώντας τό άλογο, και δείχνοντάς μας με τόν τρόπο του ότι ήθελε παρέα να τρέξουμε έστω για λίγο και εμείς μαζί.

      Κι εμείς είμαστε λυπημένοι, και πηγαίναμε αργά, σαν να τού κάναμε τήν κηδεία και να μην ήταν πια μπροστά μας εδώ, κι αυτός μετά από λίγο ανυπόμονος πάλι απομακρυνόταν γελώντας και παίζοντας : και χανόταν για λίγο με τό άσπρο τό άλογο στην κοιλάδα εκεί μέσα βαθειά, πριν τόν ξαναδούμε να παίρνει τή στροφή και να έρχεται και να γυρίζει ξανά και όλοι μας λέγαμε τότε από μέσα μας

      Δεν φεύγει θε μου να γλυτώσει.

απόσπασμα από τό μυθιστόρημα βιογραφίες αγνώστων
 
η αφήγηση που αναφέρεται στο κείμενο : από τό βιβλίο τής Ειρήνης Σπανδωνίδου : «Τραγούδια τής Αγόριανης» (Αθήνα, Πυρσός, 1939) 
ξαναβρήκα τίς επιστολές τού ανδρούτσου στο βλογ κλεφτουριά μια που δεν έχω μαζί μου τά βιβλία τώρα (και μού ’κανε κι ένα καλό, γιατί μπορώ να διορθώσω εδώ ένα λάθος τής μνήμης (μου) : τά περί τόν «δαίμονά του» δεν είναι στο γράμμα του προς τούς γαλαξειδιώτες [ 22 μαρτίου 1821 // σαν σήμερα δηλαδή… ] ( : … Τί τή θέλουμε, βρε αδέρφια, τούτη τή πολυπικραμένη ζωή, να ζούμε από κάτω στη σκλαβιά και τό σπαθί τών Τούρκων ν’ ακονιέται εις τά κεφάλια μας ; Δεν τηράτε που τίποτα δεν μάς απόμεινε ; /…/ Ότι θα κάνομε πρέποντας, είναι να τό κάμομεν μιαν ώρα αρχύτερα γιατί ύστερα θα χτυπάμε τό κεφάλι μας… Μια ώρα πρέποντας είναι να ξεσπάσει αυτό τό μαράζι, όπου μάς τρώγει τήν καρδιά ) αλλά σ’ εκείνο προς τόν αναστάσιο λόντο : ( Μολονότι εκέρδιζα εν καιρώ Τουρκίας, ο διάβολος μου μού αφήρεσεν αυτήν τήν κλίσιν… ) και νά ένα μέρος αυτής τής επιστολής, φωτοτυπία από τό phorum.gr
 
    

 

οι φωτογραφικές ανατυπώσεις τών επιστολών : από εδώ  
η εικόνα τού Ανδρούτσου στο άλογο : από τή σελίδα δημοτικό σχολείο γραβιάς 
η φωτογραφία τής επιστολής τού Κριεζώτη προς τόν Κωλέττη, από τή σελίδα  αργυρό εύβοιας 

  

  

 

 

 

 

 

 

 

17 Μαρτίου 2010

σωστή (επιτέλους) η αναφορά στο λά.ο.σ., αλλά λά(θ)ος η προσφυγή στη γλωσσολογία

 

        
 

   τό ποστ αυτό αποτελεί μια κάπως εκτεταμένη απάντηση απλώς στο σχόλιο τού φίλου μου τού psi-a για τό UPDATE τών σχολίων σε προηγούμενο ποστ (27. 2.) που έλεγε μεταξύ άλλων («επειδή δεν πιστεύω πως είναι ακίνδυνες οι κουτοπόνηρες μπουρδολογίες τών ακροδεξιών…»)  ότι : ο σφετερισμός απ’ τή μεριά τών ναζιστών στην γερμανία τής λέξης σοσιαλισμός («εθνικο-σοσιαλιστές») δεν απέχει και πολύ από τόν σφετερισμό εκ μέρους τής ελληνικής ακροδεξιάς τής λέξης λαός  … Η εκτίμηση δηλαδή – και ο φόβος – που είχαν προς τόν σοσιαλισμό οι χιτλερικοί συναντά κατά τή γνώμη μου αβίαστα τήν εκτίμηση και τόν φόβο  τών μελών τού λά.ο.σ. προς τήν ίδια την έννοια τού λαού… (κλπ, κλπ).

   Αυτά για όσους βαριούνται να ανατρέξουν σε κείνη τήν ανάρτηση, όπου υπήρχε και μια επίθεση (παράπονο ; !) προς τήν αριστερά (μας ; …) ότι δεν αμφισβητεί ουσιαστικά και μεγαλοφώνως τόν σφετερισμό αυτόν (ονόματος – πολύ φορτισμένου ονόματος) που επιχειρεί τό λά.ο.σ.

   Χτες είδα (εδώ) τήν επίθεση που έκανε λοιπόν ο Αλέξης Τσίπρας στο λά.ο.σ., και πολύ χάρηκα, τό ομολογώ.

   Χάρηκα υπό όρους όμως γιατί οι σύμβουλοί του στα γλωσσικά (και δεν είναι κακό ένας αρχηγός κόμματος να έχει συμβούλους για διάφορα θέματα, πολύ καλό είναι να παραδέχεται ότι δεν τά ξέρει και όλα) άφησαν τήν γλωσσική τους συνείδηση να σκεπάσει κάπως τήν υπόλοιπη :

   Ας ξαναδούμε όμως τό βίντεο : 

 

   καλή η αρχή : – και η αρχή είναι κατά τή γνώμη μου τό ουσιαστικό μέρος τής τοποθέτησης : δεν θα σάς πούμε ποτέ λαό – ο ελληνικός λαός δεν θα σάς πει ποτέ «λαό».  Καταλαβαίνω πως αν ο κύριος Τσίπρας ήθελε να συνεχίσει με τήν ίδια ένταση θα αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει όμως πιθανόν και άλλες λέξεις, πλην τού «κουτοπόνηρου», όπως πιχι «σφετερισμός», άσε που θα πηγαίναμε και σε «φιλοσοφικότερες» αναλύσεις που και δεν ενδείκνυνται για τά έδρανα τής βουλής (μας), και δεν προκαλούν και τήν πλατιά (λαϊκή) αγαλλίαση που επιφέρει η καθαρή επιστημοσύνη. Στην επίκληση όμως γλωσσικών επιχειρημάτων παρακάτω υπάρχει μια μικρή παγίδα που πιστεύω ότι κανείς δεν θα τήν ήθελε (ως μέρος τών επιχειρημάτων του) – γι’ αυτό τήν εκθέτω :

   είναι σωστό από γλωσσική άποψη ότι στα ελληνικά συμβαίνει αυτό τό φαινόμενο, όταν δίνουμε σ’ έναν άνθρωπο τό όνομα ενός πράγματος, ενός θεσμού, ή και ενός επιθέτου ακόμα (νομίζω μάλιστα πως και ο καβάφης είχε γράψει κάτι σχετικό σ’ ένα από τά, επικαιρικά, πεζά του – και αν θυμάμαι καλά εκεί στήριζε και τήν άποψή του ότι τό όνομα Χρήστος πρέπει να γράφεται Χρίστος διότι προέρχεται από τό, αρχαίο επίθετο που έγινε μετά ουσιαστικό, Χριστός) (τώρα βέβαια ξέρουμε από «τήν πέτρα τήν αρχαία» (που βρέθηκε μάλλον εντωμεταξύ και μάλλον δεν τήν ήξερε ο καβάφης) ότι και τό Χρήστος σωστό είναι, διότι προέρχεται από τό επίθετο «χρηστός» («χαιρε χρηστε» που λέει και μια πλάκα επιτύμβια, η οποία μπορεί και στο κύριο όνομα τού ανθρώπου να αναφερότανε και να μην τόν χαρακτήριζε απλώς χρηστόν άνθρωπο (ιδέα μου βέβαια – άλλο που δεν υπήρχαν τότε τόνοι, για να ‘μαστε σίγουρες)).

   Έτσι λοιπόν συμβαίνει { όπως σωστά συμβούλεψαν (υποθέτω) τόν σύντροφο Τσίπρα } και με τό Σταύρος που προέρχεται από τό σταυρός, και με διάφορα άλλα ονόματα ανθρώπων σίγουρα : όταν βαφτίζουμε ένα παιδί, ανεβάζουμε συνήθως τόν τόνο τής λέξης απ’ τήν οποία θέλουμε τό όνομα να προέρχεται. Μια που τό όνομα (για να πάμε και στον  κύριο Βιτκενστάιν) είναι «ένα δώρο που κάνουν οι γονείς του στον καινούργιο άνθρωπο, και με αυτό τρυφερά τό περιβάλλουν (ή κάπως έτσι)». Μόνο που…

   …κανείς (ούτε βεβαίως η μαμά-Ελλάς) δεν έδωσε κανένα όνομα «ως δωράκι» (κιόλας) στο κόμμα τού κυρίου Καρατζαφέρη, ούτε και κάνας άλλος κάτοικος αυτής τής χώρας προέβη σε τέτοια ονοματοθεσία : ούτε καν ο ίδιος ο κύριος Καρατζαφέρης δεν τόλμησε να ονομάσει τό κόμμα του λαός : τό όνομα που έδωσε εκείνος στον εαυτό του ( = τό κόμμα του / η αλλοτροίωση και ο ετεροκαθορισμός εδώ είναι πλήρης/ ) είναι ένα όνομα (σιδηρόδρομος), τού οποίου τά αρχικά θα μπορούσαν, αν κάποιος ήθελε, να συμπίπτουν ηχητικά (μόνο) και κάτω από ορισμένους όρους, με τό ουσιαστικό λαός. Κουτοπονηριές δλδ όπως επισημάνθηκε δις ή τρις νομίζω. Δεν λέγεται λοιπόν λαός τό κόμμα τών ακροδεξιών στην ελλάδα (ώστε να τού ανεβάσουμε τόν τόνο κατά τόν γλωσσικό κανόνα) : διότι συν τοις άλλοις (και κάποιον φόβο γελοιότητας μπορεί σίγουρα να τόν έχουν)  δεν έφτασε και τό θράσος τών (κακάσχημων) αδώνηδων μέχρις εκεί : λέγεται λαϊκός ορθόδοξος συναγερμός – και από αυτήν τήν άποψη πολύ σωστά συμπλήρωσε ο Τσίπρας στο τέλος ότι, αν θέλουν κάτι συντομότερο, να τούς λέμε συναγερμό, που παραπέμπει και στις ρίζες τής συντηρητικής παράταξης μετά τόν εμφύλιο…  

   επιπλέον, έτσι τό συντομευμένο θα τούς συνοψίζει και θα τούς συμβολίζει και με μεγαλύτερη ακρίβεια, χωρίς σφετερισμούς (οι οποίοι δεν κοροϊδεύουν κιόλας, μεταξύ μας, κανέναν που δεν είναι έτοιμος από καιρό, και εκ προοιμίου, να κοροϊδευτεί).

  

 

     

 

 

 

 

 

 

 

12 Μαρτίου 2010

μαργαρίτα γιουρσενάρ (2) : χρόνος αυτός ο μεγάλος τεχνίτης

 

 

 

      η πρώτη ανάρτηση για τήν ωραία Μαργαρίτα, εδώ 

 

      πάρχει κάτι γοητευτικό στην ιστορία τής ιστορίας – στην ιστορία δλδ τού πώς ένα γεγονός κερδίζει τήν (σχετικώς) αιώνια ζωή < έχουμε ξαναμιλήσει λίγο γι’ αυτό εδωμέσα νομίζω > : η (αλλόκοτη) αυτή διαδοχή γεγονότων, λόγων και έργων, έχει 3 (ή 4) βασικά σημεία σταθμούς : τό ένα (τό πλατύσκαλο – ή, ενίοτε, ο εντελώς χαμένος πια πλανήτης) είναι τό πραγματικό γεγονός. Τό δεύτερο είναι η αφήγηση περί αυτού από κάποιον που τό είδε και τό άκουσε. Τό τρίτο είναι ότι κάποια κάθεται και τό γράφει. Τό τέταρτο κάποιος που τό διανέμει τυπωμένο ή χειρόγραφο, και συνήθως ρετουσαρισμένο. Ακολουθούν οι μεταφράσεις – μετάφραση μπορεί να ‘χει υπάρξει και πιο πριν – και οι άλλες εκδόσεις. Ύστερα οι ερμηνείες, οι αλλοιώσεις, οι ξαναμεταφράσεις, οι χρήσεις οι καταχρήσεις και πάμε στο άπειρο…

      Κι ύστερα ακολουθεί μια, ακόμα πιο γοητευτική (για τούς διεστραμμένους) διαδικασία αντιστροφής : από τό άπειρο, να ξαναβρείς (αν θέλεις) τό μηδέν – δλδ τό αρχικό γεγονός

      Η γιουρσενάρ είναι κατεξοχήν μια συγγραφέας που γοητεύει όσους γοητεύονται από τήν διαδικασία τής αντιστροφής. Μ’ αυτήν εξάλλου έχει κάνει τά σημαντικότερα έργα της, και τόν Αδριανό, και τήν Άβυσσο, και τούς Λαβύρινθους

      Λογικά λοιπόν, ως πρώτο της δοκίμιο στο βιβλίο αυτό περί Χρόνου, διαλέγει ένα κείμενο για ένα κείμενο : Μεσαιωνικό, πολύ παλιό, τών απαρχών τού ευρωπαϊκού (αγγλικού) μεσαίωνα : Η ιστορία είναι σύντομη, αποτελείται στην ουσία από 2 μικρές δημηγορίες να πούμε – και σχετικά απλή : Αν και αφορά μια ιστορία καθόλου απλή – τή μεταστροφή τών άγγλων από τήν ειδωλολατρία στον χριστιανισμό –

      1° στρώμα αφήγησης : γύρω στο 620 στη νορθουμβρία, βασίλειο τού edwin – τού ισχυρότερου άρχοντα τής αγγλίας : ο έντουιν αυτός πολιορκείται στενά από ‘ναν καλόγερο τόν παυλίνο (η γιουρσενάρ τόν λέει αυγουστίνο (και πράγματι υπήρξε κι ένας αυγουστίνος, αλλά αυτός – ο οποίος έγινε (κατά διαταγή τού πάπα) στενός κορσές σε άλλους μικρότερους βασιλιάδες τού νησιού, έχει ήδη τότε αποδημήσει εις κύριον) – αυτό κατά τή γνώμη μου σημαίνει ότι η ωραία μαργαρίτα τά ‘χε όλα στο μυαλό της συγχρόνως) και ο καλόγερος αυτός μετ’ επιμονής ζητάει σώνει και καλά από τόν βασιλιά να τόν αφήσει να βγάλει κι αυτός τόν δεκάρικό του ενώπιον ευγενών και δρυίδηδων για τή δικιά του θεότητα

      Ο βασιλιάς συμφωνεί τελικά να τό θέσει στη συνέλευση τών ευγενών του καθώς και τού δρυίδη, τού ιερέα τέλος πάντων τής δικιάς τους θρησκείας (δημοκρατικότατες διαδικασίες)

      Στη συνέλευση ο βασιλιάς ρωτάει αρχικά τόν δρυίδη ποια είν’ η γνώμη του

      αυτός δίνει μια άκρως πρακτική και ωφελιμιστική απάντηση που συνοψίζεται στο εξής : «Τί να σού πω βασιλιά μου, και με τούς δικούς μας τούς θεούς, προκοπή δεν έχω δει. Λέω να τόν αφήσουμε κι αυτόν να πει, μήπως κι οι δικοί του μάς προσέξουν τυχόν περισσότερο»

      (απάντηση μπακάλη, αλλά οι δρυίδες μέχρι και σήμερα αυτό τό πρόσωπο επιδεικνύουν)

      Μεσολαβεί ένα κενό – δεν ξέρουμε τί διάλογοι ακολούθησαν, κι αν μιλήσαν κι άλλοι, κι ύστερα προσγειωνόμαστε στον πλανήτη τού γεγονότος :

      Τόν λόγο παίρνει ένας κατώτερος ευγενής (ή θάνης) : αυτουνού ο λόγος είναι που γοητεύει κυρίως τήν γιουρσενάρ – είναι σαφές ότι ο άνθρωπος που τόν έβγαλε, σήμερα θα μπορούσε να είναι φιλόσοφος, διανοούμενος ή ποιητής – διότι δεν μιλάει παρά θεωρητικά : Είναι κρίμα που δεν διασώθηκε τό όνομά του (ενώ τό όνομα τού δρυίδη τό έχουμε) : Καλά–καλά, απ’ τήν απάντηση τού θάνη, δεν βγάζουμε και ακριβές συμπέρασμα – τί ακριβώς πιστεύει δηλαδή για τό συγκεκριμένο πρακτικό ζήτημα – αλλά η απάντηση αυτή καθεαυτή είναι σίγουρα αναπάντεχη (για τήν ιδέα που ‘χουμε επιπλέον εμείς για τόν άνθρωπο τού μεσαίωνα) και ασφαλώς έξοχη

      — Η ζωή (λέει ο μικροευγενής) βασιλιά μου, είναι ένα σπουργίτι : που μπαίνει από τό ένα παράθυρο εδωμέσα στο ήσυχο δωμάτιο όπου καθόμαστε εμείς με τή φωτιά μας στη μέση να μάς φωτίζει και να μάς ζεσταίνει, και που αφού πετάξει λίγο πάνω απ’ τά κεφάλια μας, βγαίνει από τό άλλο παράθυρο απέναντι και ξαναχάνεται στο μαύρο σκοτάδι και τήν παγωνιά που μάς τυλίγει –…

       Έτσι διασώθηκε τό γεγονός : Βασικά, διότι αυτό καθεαυτό αποδείχτηκε σοβαρό – τό ότι μίλησε ο μονοθεϊστής δρυίδης τελικά στους άγγλους είχε ως αποτέλεσμα τόν εκχριστιανισμό τού νησιού τους. Δεύτερον διότι οι λόγοι έκαναν εντύπωση κι οι άνθρωποι τούς θυμόντουσαν και τούς αφηγόντουσαν. Κάποιος κατέγραψε κάπου τούς λόγους.

      Έτσι συναντάμε τό 2° στρώμα τής ιστορίας : εκατό χρόνια αργότερα και κάτι παραπάνω, γύρω στο 730 ένας άλλος καλόγερος ονόματι Βέδας γράφει λατινιστί τήν ιστορία τής πατρίδας του όπως τή μαθαίνει τή διαβάζει και τήν ακούει

      ο μεσαιωνικός καλόγερος Baede ή Βέδας (672 – 735) (που πήρε μετά τόν θάνατό του και τόν τίτλο venerabilis – αντιστοιχεί με τό όσιος – λέγεται και αιδέσιμος (και από ένα πολύ μικρό ψάξιμο που έκανα έμαθα ότι από τόν 11° κυρίως αιώνα καθιερώθηκε αυτό τό επίθετο πλάι στο όνομά του και ότι ήταν και ο πρώτος που τιμήθηκε τοιουτοτρόπως, καθώς τό venerabilis θεωρείται απαραίτητο σκαλοπάτι για να ακολουθήσει αγιοποίηση – δεν κατάλαβα όμως τελικά αν έχει στο μεταξύ ο Βέδας αγιοποιηθεί) ελάχιστα ενδιαφέρουν όλ’ αυτά εν πάση περιπτώσει…) – ο Βέδας λοιπόν έγραψε στα λατινικά και θεωρήθηκε για αιώνες ο πατέρας τής αγγλικής ιστοριογραφίας : σήμερα βέβαια εκτιμάται ότι κάποια στοιχεία τών χρονικών του περιλαμβάνουν και μυθικές αφηγήσεις, όμως θεωρείται επίσης ότι αυτό δεν μειώνει γενικά τήν αξία τους : ούτε και τών γραφτών τού ηρόδοτου μειώνει τήν αξία εξάλλου, για τόν οποίο λέγεται ακριβώς τό ίδιο. Εκτός από τό έργο του historia ecclesiastica gentis anglorumιστορία τού αγγλικού έθνους θα λέγαμε) ο Βέδας ασχολήθηκε επίσης με τήν ορθογραφία και τήν ετυμολογία και (πράγμα πολύ πιο ενδιαφέρον) και με τόν υπολογισμό τού χρόνου – τήν ηλικία δηλαδή τής γης και τών άλλων σωμάτων : τομέας που έθεσε όμως σε κίνδυνο τό δικό του σώμα διότι κινδύνεψε να κατηγορηθεί εξαιτίας τών συμπερασμάτων του ως αιρετικός : τά πήρε όλα πίσω και ανακάλεσε. Τό έργο εκείνο λεγόταν de temporum ratione – και βρίσκεται όπως καταλαβαίνετε σε σχέση, αν όχι κυριολεκτική, πάντως ευθέως ανάλογη με τήν ατμόσφαιρα τού σχετικού δοκίμιου τής γιουρσενάρ –  καθώς (λέω τώρα εγώ σεμνά) και με τό θέμα αυτής τής ανάρτησης

      Στον Βέδα οφείλουμε λοιπόν αρχικά τό γεγονός ότι τά λόγια τού θάνη και η ενγένει ιστορία επέζησαν πέραν κάθε αμφιβολίας… αλλά έχουμε και συνέχεια

      3° στρώμα : 150 χρόνια αργότερα, γύρω στο 870 μάς παραδίνεται τό κείμενο μεταφρασμένο από τά λατινικά τού Βέδα στα αρχαία αγγλικά τής εποχής τού Αλφρέδου τού Μεγάλου και (όπως πιστευόταν για χρόνια) σε μετάφραση τού ίδιου τού βασιλιά – πράγμα που όπως λένε σήμερα οι γλωσσολόγοι δεν ισχύει διότι τό ύφος τού αλφρέδου ήτανε διαφορετικό – συνεπώς τή μετάφραση πρέπει να τήν έκανε κάποιος από τούς λόγιους τού παλατιού τούς οποίους ο αλφρέδος είχε στρατολογήσει για να εκπολιτίσει και να εκπαιδεύσει τό έθνος του, στα πρότυπα τού καρλομάγνου εκατό χρόνια πριν… Η γιουρσενάρ γοητεύεται κυρίως σ’ αυτήν τή φάση από τά αγγλικά τής εποχής τού αλφρέδου… 

      λλά αρκετά μετέφρασα τού λόγου μου τό αρχικό γεγονός, που στην περίπτωσή μας είναι τό κείμενο τής γιουρσενάρ : Θα κάνω τή διαδικασία τής αντιστροφής (εύκολο για μένα αφού υπάρχει τώρα τυπογραφία) και θ’ αφήσω από δω και πέρα τήν ίδια τήν γιουρσενάρ να μιλήσει :

      ά εκπληκτικότερα λόγια που έχουν φθάσει ώς εμάς σχετικά με αυτό τό πέρασμα από μια πίστη σε μιαν άλλη, από τήν πολυθεΐα στον μονοθεϊσμό, μάς έρχονται με τή διαμεσολάβηση τού Βέδα // Εκφωνήθηκαν από έναν θάνη (δηλαδή από έναν αρχηγό ή έναν ευγενή) τής Νορθουμβρίας, που ανήκε στο ισχυρό ασκέρι – αίμα σαξωνικό διασταυρωμένο με κέλτικο – τό οποίο κατείχε εκείνον τόν καιρό τά βορεινά τού βρετανικού νησιού // Ο ιερέας είχε μιλήσει πραγματιστικά· ο αρχηγός πατριάς που πήρε κατόπιν τόν λόγο μίλησε σαν ποιητής και οραματιστής. Όταν τόν κάλεσαν να γνωμοδοτήσει για τήν καθιέρωση στη Νορθουμβρία ενός θεού που λεγόταν Ιησούς, αυτός ο θάνης, που δεν γνωρίζουμε τό όνομά του, διεύρυνε, θα μπορούσαμε να πούμε, τή συζήτηση : «Αν συγκρίνουμε, βασιλιά μου, τή ζωή τών ανθρώπων επάνω στη γη με τά άπειρα διαστήματα τού χρόνου για τά οποία δεν γνωρίζουμε τίποτα, μού φαίνεται πως μοιάζει με τό πέταγμα ενός σπουργιτιού, που μπαίνει από ένα παράθυρο στη μεγάλη αίθουσα όπου γευματίζεις τόν χειμώνα με τούς συμβούλους σου και τούς θάνηδες και που τή ζεσταίνει η δυνατή φωτιά στο κέντρο ενώ έξω οι καταιγίδες και τό χιόνι λυσσομανάνε. Και τό πουλί διασχίζει τή μεγάλη αίθουσα και βγαίνει από τήν απέναντι μεριά· έχοντας έρθει απ’ τόν χειμώνα, ξαναγυρίζει μετά απ’ αυτήν τή μικρή γαλήνη στον χειμώνα και χάνεται απ’ τά μάτια σου. Τό ίδιο και η εφήμερη ζωή τών ανθρώπων, για τήν οποία δεν γνωρίζουμε ούτε τί συμβαίνει πριν από αυτήν ούτε τί θα τήν ακολουθήσει…» // Ο μοναχός // εξουσιοδοτήθηκε να κηρύξει τόν χριστιανισμό //

      Αυτή η απόφαση, στην οποία ούτως ή άλλως θα κατέληγαν, καθώς βρισκόταν στον αέρα τής εποχής // εγκυμονούσε συνέπειες που μάς αφορούν ακόμη : εμπεριέχει τό νησί μοναστήρι // καταφύγιο γαλήνης και γνώσης σε καιρούς ταραγμένους ώς τήν ημέρα που οι Βίκινγκς έμπηξαν τά πελέκια τους στα κρανία τών μοναχών· κυοφορεί τόν καθεδρικό // τή δολοφονία τού Θωμά Μπέκετ από τούς ιππότες τού Ερρίκου τού β’ και τή λεηλασία τών πλούσιων μοναστηριών από τόν Ερρίκο τόν 8°, τόν καθολικισμό τής Μαρίας Τυδώρ και τόν προτεσταντισμό τής Ελισάβετ, τούς μάρτυρες και από τίς δύο πλευρές, τούς χιλιάδες τόμους κηρυγμάτων και διδαχών, και μερικά υπέροχα μυστικιστικά συγγράματα // τίς ομιλίες τού Τζον Νταν, τούς στοχασμούς // και, τή στιγμή που γράφω αυτές τίς γραμμές, τούς καθολικούς και τούς διαμαρτυρόμενους που αλληλοσκοτώνονται στους δρόμους τού Μπέλφαστ. //

      Χωρίς αμφιβολία πολλοί από μάς θα έχουν μερικές φορές αναρωτηθεί με ποιον τρόπο συντελέστηκε αυτό τό είδος αλλαγής φρουράς τών θεών, ποιοι δισταγμοί και ποιες αγωνίες προηγήθηκαν // Στην περίπτωση τουλάχιστον που κατέγραψε ο Βέδας, βλέπουμε τόν έναν γνωμοδότη να ελαύνεται σχεδόν απροκάλυπτα από τόν πλέον χονδροειδή κυνισμό, που καρυκεύεται ίσως από μια κάποια καθαρή καινοθηρία (αυτή η μανία δεν αποτελεί αποκλειστικό φαινόμενο τών ημερών μας), και αναμφίβολα από μία ζωηρότατη έφεση για τά υλικά αγαθά που ο καινούριος θεός θα μπορούσε να φέρει. Ο άλλος αγορητής, που τό ποιητικό του ύφος μάς αρέσει περισσότερο, ορμάται από έναν ουσιώδη και εκ βαθέων σκεπτικισμό, επαφίεται όμως εντέλει στα φώτα που θα μπορούσε να φέρει κάποιος που ισχυρίζεται πως γνωρίζει // Εάν οι απώτερες συνέπειες αυτής τής απόφασης υπήρξαν μεγάλες, τά άμεσα αποτελέσματα προκαλούν αμηχανία // Δεν πέρασαν τρία χρόνια, και ο νεοφώτιστος Έντουιν σκοτώθηκε σ’ ένα πεδίο μάχης από έναν ειδωλολάτρη ηγεμόνα· δεν αποκλείεται μαζί μ’ αυτόν να σκοτώθηκαν και ο πρώην αρχιερέας του και ο μελαγχολικός του θάνης. Δεν υπαινίσσομαι ότι αν είχαν μείνει πιστοί στους παλαιούς τους θεούς θα είχαν σωθεί //

      ας επανέλθουμε στις λίγες φράσεις τού θάνη για να δούμε τί μπορούν ακόμη να μάς δώσουν. Πρώτα–πρώτα, είναι εξαιρετικά όμορφες. // Έπειτα και πάνω απ’ όλα, η ομολογία άγνοιας τού θάνη παραμένει και δική μας, ή μάλλον θα τήν συμμεριζόμασταν, αν οι φιλοσοφίες, οι τεχνικές, όλες οι κατασκευές // δεν έκρυβαν από τά μάτια τής τεράστιας πλειοψηφίας τών σημερινών ανθρώπων τό γεγονός ότι δεν γνωρίζουν περισσότερα για τή ζωή  και τόν θάνατο απ’ όσα ήξερε εκείνος  ο λίγο–πολύ βάρβαρος αρχηγός πατριάς…  // Η τόσο αδέξια λατινική πρόζα τού Βέδα παραείναι πάντως ακόμα απόμακρη γι’ αυτή τήν πρωτόγονη, συγκεκριμένη και συγχρόνως συγκεχυμένη σκέψη, που αποδίδεται με περισσότερη ευχέρεια στη λαϊκότερη μετάφραση τού βασιλιά Αλφρέδου : cume an spearwa… // ένας ομηρικός ήρωας ή ένας Ετρούσκος βασιλιάς θα μπορούσαν να είχαν μιλήσει με τόν ίδιο τρόπο.

      Αν εξετάσουμε προσεκτικότερα αυτό τό κείμενο, που στην αρχή μάς άρεσε για τήν ομορφιά του και μόνο, διαπιστώνουμε ότι η σκέψη τού θάνη έρχεται σε τολμηρή αντίθεση με καθιερωμένους και σεβαστούς τρόπους σκέψης που διατηρούνται ακόμη. Εκείνοι που // βλέπουν τή ζωή σαν ένα φωτεινό διάστημα ανάμεσα σε δύο αχανή ερέβη φαντάζονται αυθόρμητα αυτές τίς δύο σκοτεινές ζώνες, τού πριν και τού μετά, ως αδρανείς, αδιαφοροποίητες, ένα είδος μεθοριακού μηδενός. Οι χριστιανοί, παρά τήν πίστη τους σε ένα παραδείσιο ή καταχθόνιο υπερπέραν, φαντάζονται τή μεθύπαρξη (για τήν προΰπαρξη ελάχιστα νοιάζονται) προπάντων ως τόπο αιωνίου αναπαύσεως. // Γι’ αυτόν τόν βάρβαρο, απεναντίας, τό πουλί βγαίνει από τή θύελλα και επιστρέφει στην καταιγίδα· αυτός ο χαλασμός βροχής και κεραυνών που ανεμοκυκλίζονται μέσα στη δρυιδική νύχτα φέρνουν στη σκέψη τήν περιδίνηση τών ατόμων, τούς κυκλώνες μορφών στις ινδουιστικές soutras. Ανάμεσα σ’ αυτές τίς δύο φοβερές καταιγίδες, ο θάνης ερμηνεύει τό πέρασμα τού πουλιού μέσ’ από τήν αίθουσα σαν μια στιγμή γαλήνης < spatio serenitatis >. Μάς εκπλήσσει πολύ.

      Γιατί ο θάνης τού Έντουιν πρέπει να γνώριζε πάντως πως ένα πουλί που έχει μπει σε μιαν ανθρώπινη κατοικία στριφογυρίζει σαν χαμένο, κινδυνεύει να τσακιστεί πάνω σ’ αυτούς τούς ακατανόητους τοίχους, να καεί στη φωτιά, ή να τό κάνουν μια χαψιά οι ξαπλωμένοι στο παραγώνι σκύλοι. Η ζωή, έτσι όπως τή ζούμε, δεν είναι μια στιγμή γαλήνης.

      Παρ’ όλ’ αυτά, η εικόνα τού πουλιού που έρχεται από τό άγνωστο και ξανατραβάει για τό άγνωστο παραμένει ένα έξοχο σύμβολο τού σύντομου και ανεξήγητου περάσματος  τού ανθρώπου πάνω στη γη.

      Θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε περισσότερο και να παραστήσουμε με αυτήν τήν αίθουσα που τήν κυκλώνει ο χειμώνας, τήν φωταγωγημένη για λίγο στην καρδιά τής γκρίζας μελαγχολίας τού χειμωνιάτικου σκοταδιού, ένα άλλο εξίσου σπαρακτικό σύμβολο : τό μυαλό, φωτεινός θάλαμος, κεντρική εστία, πρόσκαιρα τοποθετημένο για τόν καθέναν από μάς στο κέντρο τών πραγμάτων, δίχως τό οποίο ούτε τό πουλί ούτε η καταιγίδα θα υπήρχαν στη σκέψη μας ή τή φαντασία μας.

1976

© για τήν ελληνική έκδοση 1993 : Ιωάννα Χατζηνικολή, μετάφραση : Νίκου Δομαζάκη

 

 

      σημείωση :

      στο βιβλίο της le temps, ce grand sculpteur (τίτλο που πήρε από ένα ποίημα τού ουγκώ) η γιουρσενάρ περιέλαβε διάφορα δοκίμια ή διαλέξεις που είχε κάνει κατά καιρούς

      η πρώτη έκδοση τού βιβλίου έγινε από τόν gallimard τό 1983 – και η ωραία μαργαρίτα επρόκειτο να ζήσει έκτοτε στο σπίτι της petite plaisance στο νησί mount desert (northeast harbor τού maine) άλλα 4 χρόνια μέχρι τόν θάνατό της – κατά σύμπτωση τό βιβλίο πρωτοβγήκε στα γαλλικά 4 επίσης χρόνια μετά τόν θάνατο τής συντρόφισσας τής ζωής της grace frick τό 1979

      στα ελληνικά ανέλαβε να τό εκδόσει (όπως έχει αναλάβει και τά άπαντα περίπου τής γιουρσενάρ) η ιωάννα χατζηνικολή με τόν τίτλο η σμίλη τού χρόνου τό 1993 : από εκεί είναι και τά αποσπάσματα που παράθεσα (ως γνωστόν, καμιά φορά αντιγράφοντας αλλάζω μια–δυο λέξεις στη μετάφραση)

      τό πρώτο από αυτά τά δοκίμια, που έχει ενσωματωμένο μέσα του αυτό τό γοητευτικό παιχνίδι με τούς χρόνους, και τής ιστορίας και τής ποίησης και τής γλώσσας, η γιουρσενάρ τό ονόμασε sur quelques lignes de Bède le Vénérable ( = πάνω σε μερικές γραμμές τού όσιου Βέδα) με υπότιτλο τή φράση «σαν ένα σπουργίτι» στα αρχαία αγγλικά : cume an spearwa… : τό πρωτοδημοσίεψε στα 1976 στη nouvelle revue française (τό περιοδικό που ίδρυσε στα 1909 ο andré gide, και ανέλαβε να διευθύνει από τό 1911 και μετά ο gaston gallimard ο οποίος ίδρυσε λίγο αργότερα και τίς ομώνυμες εκδόσεις)

 

  

 

   τά βιβλία τής μαργαρίτας γιουρσενάρ στις εκδόσεις χατζηνικολή 

 copyright © 2010 hari stathatou for her text

 

 

 

 

 

 

8 Μαρτίου 2010

ημέρες (και νύχτες) γυναικών (και αντρών)

  

           

      

 η συμμετοχή μου στις «γιορτές» είναι εμποδιζόμενη από μια αμφιθυμία βαριά : αν πρέπει να πάρω μέρος στην «σημερινή» προτιμώ να σάς γυρίσω σε παλιότερα (σε χρόνο ανύποπτο) στο άλλο σημειωματάριο αναρτηθέντα γραφέντα διακοσμηθέντα (και σχολιασθέντα) :

 

1   μια ωραία μαργαρίτα εις τά δάση μια φορά… ( : ζούσε, κι ήταν μια χαρά – ) 

 

         

 2   περί βιβλίων «τούβλων» και περί τής συγγραφικής επιτυχίας τών γυναικών 

              

3   american stories (θετικισμός και πολυλογίες) 

               

   

και, τέλος, τό προσφατότερο :

 4   choderlos de laclos : τό παράδοξο ως αφετηρία τής αλήθειας

 

          

              

…αυτά τά λίγα σήμερα, μια μέρα τόν χρόνο ως πολύ λίγες που είμαστε, (και στην ωραία μαργαρίτα θα επανέλθουμε συντόμως… )

           

 

 

 

 

 

 

 

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: