.
.

.
.
αρχίζουν σήμερα οι συνηθισμένες διακοπές στους κήπους και γω σάς αφήνω με μια
καλοκαιρινή σελίδα από μυθιστόρημα
.
Λοιπόν, όπως σού είπα, ο Μίκυ που δούλευε τότε τό μπαρ ήταν ερωτευμένος μ’ ένα αγόρι – αλλά μονάχα για τό καλοκαίρι εκείνο – ύστερα, όσον καιρό τόν ξέρω (τόν ξέρω χρόνια τώρα) μόνο με γυναίκες πάει. Τόν Λάρη (όπως σού εξήγησα) τόν έβλεπα όμως, και μ’ έβλεπε κι αυτός, αλλά δεν τού ’δινα και σημασία καμιά : δεν ήταν και ο τύπος μου, κι έπειτα σού εξήγησα, ήμουνα πια αλλού εγώ, και δεν είχα καμία διάθεση να τά φτιάξω με άλλον – Εκείνος όμως μού τά έριχνε με επιμονή. Ένα βράδυ ήτανε και χαριτωμένος, σχεδόν, θα μπορούσες να πεις αλλά τό βράδυ τό ίδιο ήταν εφιαλτικό : Όπως σού είπα είχαμε πιει ήδη πολύ, και μάς πήρε ο Μίκυς στο σπίτι του μετά τό μπαρ να πιούμε κι άλλο : είχε επισκέψεις από τήν αθήνα καινούργιες έναν τύπο σαν τόν γιούλ μπρύνερ με σκουλαρίκι, που ’χε φέρει μαζί του τά πάντα : Τό μόνο που τόν θυμάμαι να κάνει (εκτός από τό να μιλάει και να λέει βλακείες – εφιαλτικές όμως ήτανε – ) είναι να ξύνει συνεχώς έναν τάκο, όλο τό βράδυ : τσιγάρα καίγανε μονίμως (και συνέχεια) γύρω από τό τραπέζι, τό ένα πιάναμε τό άλλο αφήναμε : ο Μίκυς μάς έβγαζε κατά διαστήματα από τό ψυγείο σταφύλια και φρούτα χαμογελώντας σαν πτώμα (ήταν συνέχεια πτώμα εκείνον τόν καιρό) : δεν πίστευα ποτέ ότι θα έπινα τόσο πολύ χωρίς να κλατάρω : Έπινα και δεν καταλάβαινα τίποτα, ήταν σαν εφιάλτης η φωνή τού καραφλού ηχούσε συνέχεια. Εκ παραλλήλου από δίπλα μου, αγνοώντας τον (αλλά και μην αγνοώντας τον) ο Λάρυ γελούσε και μού τά ’ριχνε συνεχώς : – Γιατί δε θες παιδί μου; μού έλεγε. Χάνω εγώ, αλλά χάνεις κι εσύ, να τό ξέρεις. (Αυτή ήταν η καλύτερη ατάκα που ’χα ακούσει ποτέ απ’ τό στόμα του. Κατά τ’ άλλα μιλούσε κι όλο σαχλαμάρες έλεγε. Όλο μέ πείραζε και μού ’κανε αστεία. Κι η σοβαρή του συζήτηση θα ’ταν για τίς ταινίες που τού αρέσουνε : ήταν μπασκετμπολίστας σινεφίλ : υποτίθεται ότι είχε δει τά πάντα (όντως, είχε δει και μερικές ταινίες που εγώ τίς είχα χάσει. Αλλά όπως αποδείχτηκε, κι αυτός, πολλές που έπρεπε, και που είχα δει εγώ, αυτός δεν τίς ήξερε.)) Ο καραφλός με τό σκουλαρίκι ήταν από τήν αρχή πολύ σοβαρός : Θέλω παρτούζα σήμερα, είπε ξύνοντας τόν τάκο. Εγώ τότε δεν κατάλαβα ότι απ’ τό πολύ που ’χα πιει τά ’κουγα όλα διπλά κι αντί να τού δώσω μια απάντηση να τό βουλώσει, τόσο πολύ είχα χαζέψει εντελώς, που κοίταξα τόν Μίκυ τρομαγμένη. Αυτός μού χαμογέλασε και μού ’κανε ένα νόημα με τά μάτια, αλλά δεν ήταν και πολύ σαφές τί σήμαινε. Θα σού ’λεγα να μέ πεις ηλίθια που τρόμαξα, αν δεν ήξερα καλά ότι ήτανε από τίς παρενέργειες αυτές τής υπερκατανάλωσης : θα ’πρεπε να τού πω δύο λογάκια, αλλά τό μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να δείχνω με τόν τρόπο μου ότι τόν φτύνω. (Η άλλη δίπλα μου μιλούσε με τόν φίλο τού Μίκυ που ’ξερε γερμανικά, και δεν καταλάβαινε τίποτα.) Πες με ηλίθια, αλλά πήρα μια τρομάρα : τρόμαξα πολύ : όλα μεγεθύνθηκαν, ξέρεις με τόν γνωστό τρόπο, ιδιαίτερα όταν ο φαλακρός μονολόγησε (ξύνοντας, όλο έξυνε) μ’ ένα χαμόγελο σαν να ’λεγε στον εαυτό του : Τί να σάς πω, η πιο καυτή μου φαντασίωση ήτανε πάντα αυτή, να ’μαστε πέντε, και να ’ναι δύο, σ’ ένα δωμάτιο και να τίς βιάσουμε. Ο Μίκυ μού χαμογελούσε σαν φάντασμα (αλλά είχα και τήν εντύπωση ότι κοιμότανε όρθιος κι ότι δεν μ’ έβλεπε, κι ότι σαν να χαμογελούσε στον τοίχο) ο Λάρυ μού μίλαγε συνεχώς αγνοώντας τόν άλλον (αλλά και μην αγνοώντας τον), η άλλη δίπλα, δεν ήξερε ελληνικά και γι’ αυτό δεν καταλάβαινε τί συνέβαινε κι ό,τι θυμάμαι απ’ αυτό τό βράδυ ήταν ο τρόμος μου : έπινα και σκεφτόμουνα βρε τά καθάρματα, άκου τούς πούστηδες. Πολύ καιρό μετά κατάλαβα, ότι, επειδή είχα πιει πολύ τά μεγαλοποίησα όλα τόσο που τά άκουγα τριπλά και τετραπλά, με ηχώ, με αντήχηση, βάθος και ύψος, ξέρεις πώς είναι.
Τήν άλλη μέρα ο Μίκυ στη θάλασσα μού χαμογέλασε τρυφερά έτσι μού φάνηκε κάτι τέτοιο δεν τό ’χε ξανακάνει ποτέ, και αυτό είδα στο ύφος του : σαν τή φιλία που στερεώθηκε, σαν ν’ απόκτησε έναν φίλο κι αυτός, σαν να ’ταν σίγουρος πια, κάπως έτσι. Κάτι τέτοιο κατάλαβα, αλλά δεν ξέρω εντελώς και τί ήταν : Αυτό ειδικά δεν τό συζήτησα μαζί του ποτέ. Θέλουν κι αυτοί βέβαια τίς επιβεβαιώσεις τους, κόσμος μπαίνει, κόσμος βγαίνει, πού να ξέρουν; Σίγουρα μέ εκτίμησε που έφυγα και πήρα και τήν άλλη – όχι τίποτα βίαιο, φύγαμε στην ώρα μας, (η άλλη η χαζή, μην έχοντας πάρει χαμπάρι από τίποτα, φεύγοντας τούς είπε και thank you, τόσο γελοία κατάσταση) αν και ο γιουλ μπρύνερ δεν τά παράτησε καθόλου εύκολα από ένα σημείο και μετά είχε αρχίσει να μιλάει σε μένα μόνο, ρίχνοντας διάφορα έτσι στον αέρα, ενώ ο Λάρυ από δίπλα μου μ’ έψελνε (αγνοώντας τον) : και γελούσε : Μέχρι που στο τέλος μάς ξέβγαλε και στην πόρτα, ήταν ο μόνος που ’φτασε ώς τήν πόρτα μαζί μας : περίεργος τύπος, ώς τήν πόρτα με τόν τάκο στα χέρια, δεν τόν άφηνε στιγμή, ξύνοντας συνεχώς : Έλα ρε, σού λέω είναι καλά, είναι πολύ καλά, κάτσε μη φεύγεις, μην τό κάνεις αυτό τό λάθος. (Η άλλη δίπλα μου ιδέα, πανευτυχής όλο χαμόγελα, thank you boys, να λέει, see you tomorrow). Ο Λάρυ από τό μέσα δωμάτιο γελούσε σαν τρελός.
Εκείνο τό βράδυ είχα μια περίεργη ανακάλυψη : είχα πιει τόσο πολύ : και δεν έφτανε η κούραση, δεν είχα καταλάβει και τίποτα. Μού φαινότανε ότι ήμουνα εντελώς κανονική και νηφάλια. Μόνο τεντωμένη βέβαια. Κι η Κίρστι να θέλει να κάτσουμε στα σκαλάκια τού ξενοδοχείου της έξω, πριν πάει για ύπνο. (Τί ξενοδοχείο, τής είχε παραχωρήσει κάποιος τή σοφίτα ενός ξενοδοχείου που μόλις χτιζότανε, και που δεν είχε και φως, κι έμενε τζάμπα – θα τόν φιλοξενούσε στο βερολίνο αυτή αργότερα – αυτές ήταν οι τράμπες : ) δεν ήθελε να πάει στο δωμάτιό της με τίποτα, φοβόταν τή μέρα αυτή ειδικά τό σκοτάδι, κι είχε καυλώσει επιπλέον κιόλας : φώναζε στη μέση τού δρόμου έναν τύπο που τά ’χανε φτιάξει τό καλοκαίρι κι είχανε ήδη χωρίσει, και τόν φώναζε νά’ρθει : είχε κάτσει στη μέση τού δρόμου και φώναζε Δημήτρη, Δημήτρη, oh. Τό νησί ήταν έρημο, οι τελευταίοι είχαν μπει μέσα, οι πρώτοι δεν είχαν βγει. Τήν παράτησα τέλος. Πηγαίνοντας για τό δωμάτιό μου δεν συνάντησα άνθρωπο. Ήμουνα σε περίεργη κατάσταση – ήρεμη, και συγχρόνως τεντωμένη. Ανέβηκα σκάλες, μπήκα μέσα, έβγαλα κλειδιά, κλείδωσα, όλα κανονικά. Άρχισα να αισθάνομαι σαν υπνωτισμένη σιγά–σιγά απ’ τή στιγμή που μπήκα στο δωμάτιο. Έκανα ντουζ και κουτούλησα μια–δυο φορές, αλλά τίποτα τό ιδιαίτερο : μέ απασχολούσε τό ότι ήμουνα τόσο νηφάλια : Πώς γίνεται, έλεγα, τόσο πολύ μέ τσαντίσαν τά καθάρματα που δεν κατάλαβα τίποτα; Ούφο έπρεπε να βλέπω τώρα μπροστά μου, έχω πιει τά κέρατά μου. Κι εγώ τό μόνο που σκέφτομαι είναι τόν καθίκη τόν φαλάκρα που μέ τσάντισε : άκου θράσος τό κάθαρμα να μέ απειλήσει ότι θα μέ βιάσουν πέντε σ’ ένα δωμάτιο : κι οι άλλοι γελούσαν, δεν τού ’δινε κανείς σημασία, αυτός ο γελοίος ο Λάρης τί έλεγε, κι εγώ γιατί τρόμαξα; Τέτοια σκεφτόμουνα καθώς πηγαινοερχόμουνα στο δωμάτιο μέχρι που ξάπλωσα. Πλυμένη αρωματισμένη κι είχα συνέλθει. Ξάπλωσα ανάσκελα κι έκλεισα τά μάτια : Θυμάμαι έβαλα τά χέρια πλάϊ στα πόδια ήσυχα, πολύ ήσυχα, σαν παιδάκι υπάκουο, και ξάπλωσα ακίνητη κοιτώντας τό ταβάνι, και περιμένοντας να κοιμηθώ, και τότε τό ταβάνι ήρθε προς τό μέρος μου κι εγώ προς τό μέρος του, και πέταξα και κολύμπησα μερικά μέτρα πιο ψηλά από τά σεντόνια, χωρίς βάρος : μόνο πόροι και απορία [από τόν πλανήτη ελευθερωμένη]
.

.
[Ελευθερωμένη απ’ όλα τους] Έτσι πρέπει να είσαι όταν είσαι κανονικός δηλαδή. Ο Λάρυ μέ πολιόρκησε κάνα χρόνο. (Στο κουΐξο τής αθήνας πια τώρα είμαστε). Τό ’χε πάρει απόφαση ότι δεν γίνεται τίποτα, μέχρι που ’χα πάει και με κάποιον άλλον μια μέρα εκεί – όχι ότι ήτανε τίποτα σημαντικό αυτός ο άλλος : ετοιμαζόμουνα κιόλας να τόν χωρίσω. (Μετά τόν παράλλο δεν υπήρχε πια τίποτα. Διάφορες σχέσεις. Έβλεπα συσκευή τηλεφώνου και μ’ έπιανε σύγκρυο. Αλλά τά λάθη–λάθη και οι χωρισμοί–χωρισμοί). Λοιπόν εκείνη τή μέρα που ’χα πάει μ’ αυτόν τόν χαζό στο κουΐξο συνέβη κάτι περίεργο – σχετικά με τόν Λάρυ, αυτό σού διηγούμαι τώρα : Ξέρεις πώς είναι η μπάρα, τεραστίων διαστάσεων και στρογγυλή σαν έλλειψη στη μέση εκείνου τού μαύρου κενού : Κι είχε κόσμο τό μπαρ, αυτό να τό σημειώσεις, δεν είχε ησυχία : Καθόμαστε οι δυο μας με τόν τύπο (αδιάφορος σχεδόν μού ήτανε) και μιλάγαμε, κι απέναντι, μέσα απ’ τήν μπάρα πηγαινοερχόταν ο Μίκης με τούς υπόλοιπους. Κοιτούσα τήν παρέα μου εγώ, με τόν Μίκυ τά ’χαμε ήδη πει, δεν τού ’δινα πια σημασία. Ήταν κόσμος σού λέω, δεν είχε ησυχία. Κι από ποτά, τό μπέρμπον μας, τίποτ’ άλλο. (Μπέρμπον λόγω φώκνερ, έτσι τό ξεκίνησα, σαν πλάκα, σαν προσπάθεια να τόν καταλάβω λίγο καλύτερα, – και σ’ αυτό – κι ύστερα κόλλησα. (Είχα ρωτήσει μια φορά τόν Μίκυ ποιο είναι τό πιο δυνατό ποτό που έχει, να τό δοκιμάσω (πίναμε τότε σαν τρελοί) κοίταξε γύρω του, σκέφτηκε λίγο, κι ύστερα ξεράθηκε στα γέλια : Αυτό που πίνεις εσύ ρε συ, μού λέει, δεν έχει δυνατότερο.) Όντως, πολύ ωραίο ουΐσκυ, πηχτό λίγο.) Λοιπόν απλώς ξύδια, νηφάλιοι κανονικοί. Έχει τή σημασία του, γι’ αυτό στο λέω. Και ξαφνικά ακούω μια φωνή. Να κλαίει και να θρηνεί. Ίσως υπερβολές, αλλά εν πάση περιπτώσει, να μιλάει με πόνο μες στ’ αυτί μου. Από δεξιά μου η φωνή, από μέσα από τήν μπάρα : Γυρίζω και βλέπω τόν Λάρυ : Είχε έρθει, δεν ήτανε πριν εδώ. Είχε έρθει κι είχε μπει μέσα, με τόν Μίκυ, να σερβιριστεί. Μόλις ήρθε δηλαδή. Ούτε τό πέτσινο δεν είχε βγάλει. Δεξιά μου, δίπλα μου σχεδόν, αλλά μέσα από τήν μπάρα, ένα μέτρο απόσταση. Γυρνάω απ’ τή φωνή, τούς κοιτάω, σιωπηλοί : Δεν μίλαγε κανένας τους : Αλλά η φωνή ήταν τού Λάρυ, κι έκλαιγε. Έκλαιγε ο Λάρυ. Τούς κοίταξα καλά–καλά : Είχαν τό ύφος φίλων που συνεννοούνται χωρίς να μιλάνε : Όρθιοι μπροστά στον πάγκο, φτιάχναν τό ποτό του, τά κεφάλια τους γερμένα και σχεδόν ακουμπισμένα, σιωπηλοί : Ξέρεις πώς είναι, καταλαβαίνεις όταν κάποιος δεν έχει μιλήσει εδώ και ώρα : Δεν μέ κοιτούσαν. Ο Μίκυ έφτιαχνε τό ποτό μ’ ένα ύφος γεμάτο κατανόηση και θλίψη, και τό κεφάλι του γερμένο στο κεφάλι τού φίλου του σαν να ’θελε να τόν στηρίξει, κι εκείνος : α, εκείνος για πρώτη φορά κάτι άλλο, άνθρωπος επιτέλους κανονικός, δεν ξέρω πώς να τό πω : θλιμμένος, αλλά ούτε καν αυτό, σαν μια μαυρίλα κι ένας θυμός και θλίψη μαζί να βγαίναν από τό πρόσωπό του : δεν γίνεται να σού τό πω, αν δεν σού περιγράψω τή φωνή που άκουσα, γιατί αυτή ακριβώς ήταν τό ζήτημα : Αλλά δεν ήταν απ’ τήν άλλη μεριά και φωνή : απλοποιώ πολύ τά πράγματα όταν τά λέω έτσι : μία βαβούρα ήτανε, σαν ένα βουητό από πάθος και κλάμα μαζί, και ούτε κλάμα, σαν τήν ηχητική αποτύπωση τής ενόχλησης μέσω ενός συστήματος γραφής αλλιώτικου που δεν έχει βρεθεί και δεν τό ξέρουμε : αυτό όσο άκουγα : κι ύστερα, όσο κοιτούσα, σαν να ’βλεπα και κάτι που δεν βλέπω : όχι αυτά που λένε οι ινδουϊστές, τρίχες και μαλακίες, χρώματα και τέτοια : μα τούς καταλαβαίνω όμως κιόλας, όταν τά λένε έτσι, γιατί αυτό που λένε, μόνο με λέξεις τέτοιες μπορεί να λεχθεί : ήταν σαν να εκπέμπουν χρώματα στη φάτσα τους κι οι δυο, μόνο που τίποτα δεν ήταν χρώμα, δεν φαινότανε : ήταν κανονικοί, αλλά σαν να ’ταν ένα φίλτρο πάνω τους από ήχο, ήταν κάτι που δεν τό βλέπεις, κι όμως, τό βλέπεις να φωνάζει, σαν μόρια ύλης που μεταστρέφονται σε βουητό, σαν τήν εξίσωση τού αϊνστάϊν : Με λίγα λόγια άκουγα τή σκέψη τους μόνο με τό να βλέπω : αν ήθελα να μεταφράσω – αφελώς – (γιατί η σκέψη είναι πολύ πιο πολύπλοκη απ’ τά ηλίθια λόγια) τά δυο κεφάλια τό ’να πάνω στ’ άλλο σκυμμένα, τού ενός θυμωμένο και τού αλλουνού κάπως με στοργή, επικοινωνούσαν μεταξύ τους με τή σκέψη και μόνο, λέγοντας περίπου αυτό : – Ε, αυτό πια δεν τό ανέχομαι, κοίτα την, θηρίο γίνομαι, μ’ άλλον έχει έρθει πάλι, εμένα γιατί δεν μέ θέλει ρε πούστη; – Τί να σού κάνω αγόρι μου, σέ καταλαβαίνω, άστηνε, τό δικό της θα γίνει έτσι κι αλλιώς, εγώ πάντως σού συμπαρίσταμαι. Ξέχνα την τώρα, εγώ σ’ αγαπάω, κοίτα να δεις ποτό που σού φτιάχνω. Ξέχνα το συμβαίνουν αυτά – σέ καταλαβαίνω απόλυτα.
Ήμουν συγκλονισμένη μ’ αυτό τό συμβάν τηλεπάθειας, δεν μού ’χε ξανασυμβεί (έτσι τουλάχιστον νόμιζα), γύρισα λοιπόν προς τόν άλλον κι είπα να τούς ξεχάσω, αλλά ό,τι και να μού ’λεγε, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Και κάτι άλλο που μέ συγκίνησε, σημαδιακό : Ήταν η μοναδική φορά που ο Λάρυ δεν μέ ενόχλησε καθόλου, πήρε τό ποτό του κι εξαφανίστηκε, ούτε που τόν ξανάδα εκείνο τό βράδυ. (Γιατί, όλες τίς άλλες φορές, πάντα ερχότανε, αν μιλούσα με κάποιον, και μάς ενοχλούσε : Κι είχε τό θράσος να λέει κιόλας Μήπως ενοχλώ; Ναι ασφαλώς ενοχλείς, τού έλεγα εγώ, και δεν έφευγε εύκολα. Ξεκουμπιζόταν με δυσκολία και εξαιρετική δυσαρέσκεια.) Λοιπόν, από τή μέρα εκείνη και μετά, λες κι έγινε κάτι που δεν μπορούσα να τό καταλάβω : τόν έβλεπα με συμπάθεια πια, και τόν σκέφτηκα δυο–τρεις φορές με έκπληξη : και τήν επόμενη φορά πήγα μόνη μου. Δεν ήρθε. Έφυγα. Να μην στα πολυλογώ, συναντηθήκαμε τήν τρίτη φορά. Τό κουΐξο ήταν γεμάτο, ο Μίκυ στα πολύ πάνω του μέσα στην μπάρα, εκείνος έπινε μόνος του κοιτώντας ψηλά, ως συνήθως, στη γωνία (γωνία τού κύκλου εκεί), πήγα εκεί κι έκατσα δίπλα του. Έκατσα τρόπος τού λέγειν, δεν υπήρχανε ελεύθερα σκαμνιά, όρθιοι είμαστε. Πήρα τό ποτό μου κι αναγκαστικά ακουμπήσαμε ώμο με ώμο : Γύρισε και μέ κοίταξε από πάνω που ’τανε τό κεφάλι του, κοίταξε προς τά κάτω σαν να κοιτούσε στο ίδιο επίπεδο με κείνον όμως – αυτό ήταν που πάντα μού άρεσε. Γεια σου, τού είπα. Τί πίνεις; Εγώ τά γνωστά, πίνουμε μαζί, για σήμερα λέω ή δεν θέλεις; Κοίταξε τό ταβάνι και γέλασε. Σήκωσε τό ποτήρι του και ήπιε κοιτώντας τό ταβάνι. Ύστερα ξανακοίταξε προς τό μέρος μου σαν να κοιτούσε στο ύψος του : Χα, είπε. Πίνουμε μαζί για σήμερα. Δεν τό πιστεύω. Τί έπαθες εσύ σήμερα;
Κάτσαμε πλάϊ–πλάϊ όρθιοι. Άρχισε να μιλάει για σινεμά σαν τρελός. Γελούσε.
Τήν πρώτη μέρα που κοιμηθήκαμε μαζί (και μού άρεσε που λίγο πριν τελειώσει είπε φωνάζοντας, (κι η φωνή του ήτανε πολύ βραχνή και σφίγγοντάς με, καίγοντας) Να χύσω κι εγώ τώρα; Εγώ να χύσω τώρα;) όπως είμαστε ακίνητοι μπρούμυτα και οι δύο, αγκαλιασμένοι χαλαρά, άκουσε ένα σούρσιμο στην εξώπορτα και σηκώθηκε και πήγε να τήν ανοίξει γυμνός και ένα γατάκι τρύπωσε μέσα : μικρό τρυφερό και πανέμορφο. Νιαούρισε και τρίφτηκε στην πατούσα του. Τό χάϊδεψε με τά δάχτυλα και τού φώναξα βγάλτο έξω, δεν αντέχω. Έκλεισε τήν πόρτα διώχνοντάς το μαλακά. Μού ’ρθε να βάλω τά κλάματα. Μ’ αγκάλιασε και τού ’πα για τό γατί μου. Μ’ αγκάλιασε σα ζεστή γαζέλα ή σα ζεστός ελέφαντας.
.

.
ήταν μια σελίδα από τό ανέκδοτο μυθιστόρημα «μέρες τοπίου»
.
καλό καλοκαίρι σε όλους
οι κήποι, ως συνήθως τέτοια εποχή, θα παραμείνουν δυο μήνες ανενεργοί, προς άγραν αγρανάπαυσης
αλλά κάπου εδώ κοντά θα ’μαι μάλλον κι εγώ
.
.
.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...