σημειωματαριο κηπων

12 Ιουλίου 2012

μπέρμπον

.

.

.

.

 αρχίζουν σήμερα οι συνηθισμένες διακοπές στους κήπους και γω σάς αφήνω με μια
καλοκαιρινή σελίδα από μυθιστόρημα

.

   Λοιπόν, όπως σού είπα, ο Μίκυ που δούλευε τότε τό μπαρ ήταν ερωτευμένος μ’ ένα αγόρι – αλλά μονάχα για τό καλοκαίρι εκείνο – ύστερα, όσον καιρό τόν ξέρω (τόν ξέρω χρόνια τώρα) μόνο με γυναίκες πάει. Τόν Λάρη (όπως σού εξήγησα) τόν έβλεπα όμως, και μ’ έβλεπε κι αυτός, αλλά δεν τού ’δινα και σημασία καμιά : δεν ήταν και ο τύπος μου, κι έπειτα σού εξήγησα, ήμουνα πια αλλού εγώ, και δεν είχα καμία διάθεση να τά φτιάξω με άλλον – Εκείνος όμως μού τά έριχνε με επιμονή. Ένα βράδυ ήτανε και χαριτωμένος, σχεδόν, θα μπορούσες να πεις αλλά τό βράδυ τό ίδιο ήταν εφιαλτικό : Όπως σού είπα είχαμε πιει ήδη πολύ, και μάς πήρε ο Μίκυς στο σπίτι του μετά τό μπαρ να πιούμε κι άλλο : είχε επισκέψεις από τήν αθήνα καινούργιες έναν τύπο σαν τόν γιούλ μπρύνερ με σκουλαρίκι, που ’χε φέρει μαζί του τά πάντα : Τό μόνο που τόν θυμάμαι να κάνει (εκτός από τό να μιλάει και να λέει βλακείες – εφιαλτικές όμως ήτανε – ) είναι να ξύνει συνεχώς έναν τάκο, όλο τό βράδυ : τσιγάρα καίγανε μονίμως (και συνέχεια) γύρω από τό τραπέζι, τό ένα πιάναμε τό άλλο αφήναμε : ο Μίκυς μάς έβγαζε κατά διαστήματα από τό ψυγείο σταφύλια και φρούτα χαμογελώντας σαν πτώμα (ήταν συνέχεια πτώμα εκείνον τόν καιρό) : δεν πίστευα ποτέ ότι θα έπινα τόσο πολύ χωρίς να κλατάρω : Έπινα και δεν καταλάβαινα τίποτα, ήταν σαν εφιάλτης η φωνή τού καραφλού ηχούσε συνέχεια. Εκ παραλλήλου από δίπλα μου, αγνοώντας τον (αλλά και μην αγνοώντας τον) ο Λάρυ γελούσε και μού τά ’ριχνε συνεχώς : – Γιατί δε θες παιδί μου; μού έλεγε. Χάνω εγώ, αλλά χάνεις κι εσύ, να τό ξέρεις. (Αυτή ήταν η καλύτερη ατάκα που ’χα ακούσει ποτέ απ’ τό στόμα του. Κατά τ’ άλλα μιλούσε κι όλο σαχλαμάρες έλεγε. Όλο μέ πείραζε και μού ’κανε αστεία. Κι η σοβαρή του συζήτηση θα ’ταν για τίς ταινίες που τού αρέσουνε : ήταν μπασκετμπολίστας σινεφίλ : υποτίθεται ότι είχε δει τά πάντα (όντως, είχε δει και μερικές ταινίες που εγώ τίς είχα χάσει. Αλλά όπως αποδείχτηκε, κι αυτός, πολλές που έπρεπε, και που είχα δει εγώ, αυτός δεν τίς ήξερε.)) Ο καραφλός με τό σκουλαρίκι ήταν από τήν αρχή πολύ σοβαρός : Θέλω παρτούζα σήμερα, είπε ξύνοντας τόν τάκο. Εγώ τότε δεν κατάλαβα ότι απ’ τό πολύ που ’χα πιει τά ’κουγα όλα διπλά κι αντί να τού δώσω μια απάντηση να τό βουλώσει, τόσο πολύ είχα χαζέψει εντελώς, που κοίταξα τόν Μίκυ τρομαγμένη. Αυτός μού χαμογέλασε και μού ’κανε ένα νόημα με τά μάτια, αλλά δεν ήταν και πολύ σαφές τί σήμαινε. Θα σού ’λεγα να μέ πεις ηλίθια που τρόμαξα, αν δεν ήξερα καλά ότι ήτανε από τίς παρενέργειες αυτές τής υπερκατανάλωσης : θα ’πρεπε να τού πω δύο λογάκια, αλλά τό μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να δείχνω με τόν τρόπο μου ότι τόν φτύνω. (Η άλλη δίπλα μου μιλούσε με τόν φίλο τού Μίκυ που ’ξερε γερμανικά, και δεν καταλάβαινε τίποτα.) Πες με ηλίθια, αλλά πήρα μια τρομάρα : τρόμαξα πολύ : όλα μεγεθύνθηκαν, ξέρεις με τόν γνωστό τρόπο, ιδιαίτερα όταν ο φαλακρός μονολόγησε (ξύνοντας, όλο έξυνε) μ’ ένα χαμόγελο σαν να ’λεγε στον εαυτό του : Τί να σάς πω, η πιο καυτή μου φαντασίωση ήτανε πάντα αυτή, να ’μαστε πέντε, και να ’ναι δύο, σ’ ένα δωμάτιο και να τίς βιάσουμε. Ο Μίκυ μού χαμογελούσε σαν φάντασμα (αλλά είχα και τήν εντύπωση ότι κοιμότανε όρθιος κι ότι δεν μ’ έβλεπε, κι ότι σαν να χαμογελούσε στον τοίχο) ο Λάρυ μού μίλαγε συνεχώς αγνοώντας τόν άλλον (αλλά και μην αγνοώντας τον), η άλλη δίπλα, δεν ήξερε ελληνικά και γι’ αυτό δεν καταλάβαινε τί συνέβαινε κι ό,τι θυμάμαι απ’ αυτό τό βράδυ ήταν ο τρόμος μου : έπινα και σκεφτόμουνα βρε τά καθάρματα, άκου τούς πούστηδες. Πολύ καιρό μετά κατάλαβα, ότι, επειδή είχα πιει πολύ τά μεγαλοποίησα όλα τόσο που τά άκουγα τριπλά και τετραπλά, με ηχώ, με αντήχηση, βάθος και ύψος, ξέρεις πώς είναι.

   Τήν άλλη μέρα ο Μίκυ στη θάλασσα μού χαμογέλασε τρυφερά έτσι μού φάνηκε κάτι τέτοιο δεν τό ’χε ξανακάνει ποτέ, και αυτό είδα στο ύφος του : σαν τή φιλία που στερεώθηκε, σαν ν’ απόκτησε έναν φίλο κι αυτός, σαν να ’ταν σίγουρος πια, κάπως έτσι. Κάτι τέτοιο κατάλαβα, αλλά δεν ξέρω εντελώς και τί ήταν : Αυτό ειδικά δεν τό συζήτησα μαζί του ποτέ. Θέλουν κι αυτοί βέβαια τίς επιβεβαιώσεις τους, κόσμος μπαίνει, κόσμος βγαίνει, πού να ξέρουν; Σίγουρα μέ εκτίμησε που έφυγα και πήρα και τήν άλλη – όχι τίποτα βίαιο, φύγαμε στην ώρα μας, (η άλλη η χαζή, μην έχοντας πάρει χαμπάρι από τίποτα, φεύγοντας τούς είπε και thank you, τόσο γελοία κατάσταση) αν και ο γιουλ μπρύνερ δεν τά παράτησε καθόλου εύκολα από ένα σημείο και μετά είχε αρχίσει να μιλάει σε μένα μόνο, ρίχνοντας διάφορα έτσι στον αέρα, ενώ ο Λάρυ από δίπλα μου μ’ έψελνε (αγνοώντας τον) : και γελούσε : Μέχρι που στο τέλος μάς ξέβγαλε και στην πόρτα, ήταν ο μόνος που ’φτασε ώς τήν πόρτα μαζί μας : περίεργος τύπος, ώς τήν πόρτα με τόν τάκο στα χέρια, δεν τόν άφηνε στιγμή, ξύνοντας συνεχώς : Έλα ρε, σού λέω είναι καλά, είναι πολύ καλά, κάτσε μη φεύγεις, μην τό κάνεις αυτό τό λάθος. (Η άλλη δίπλα μου ιδέα, πανευτυχής όλο χαμόγελα, thank you boys, να λέει, see you tomorrow). Ο Λάρυ από τό μέσα δωμάτιο γελούσε σαν τρελός.

   Εκείνο τό βράδυ είχα μια περίεργη ανακάλυψη : είχα πιει τόσο πολύ : και δεν έφτανε η κούραση, δεν είχα καταλάβει και τίποτα. Μού φαινότανε ότι ήμουνα εντελώς κανονική και νηφάλια. Μόνο τεντωμένη βέβαια. Κι η Κίρστι να θέλει να κάτσουμε στα σκαλάκια τού ξενοδοχείου της έξω, πριν πάει για ύπνο. (Τί ξενοδοχείο, τής είχε παραχωρήσει κάποιος τή σοφίτα ενός ξενοδοχείου που μόλις χτιζότανε, και που δεν είχε και φως, κι έμενε τζάμπα – θα τόν φιλοξενούσε στο βερολίνο αυτή αργότερα – αυτές ήταν οι τράμπες : ) δεν ήθελε να πάει στο δωμάτιό της με τίποτα, φοβόταν τή μέρα αυτή ειδικά τό σκοτάδι, κι είχε καυλώσει επιπλέον κιόλας : φώναζε στη μέση τού δρόμου έναν τύπο που τά ’χανε φτιάξει τό καλοκαίρι κι είχανε ήδη χωρίσει, και τόν φώναζε νά’ρθει : είχε κάτσει στη μέση τού δρόμου και φώναζε Δημήτρη, Δημήτρη, oh. Τό νησί ήταν έρημο, οι τελευταίοι είχαν μπει μέσα, οι πρώτοι δεν είχαν βγει. Τήν παράτησα τέλος. Πηγαίνοντας για τό δωμάτιό μου δεν συνάντησα άνθρωπο. Ήμουνα σε περίεργη κατάσταση – ήρεμη, και συγχρόνως τεντωμένη. Ανέβηκα σκάλες, μπήκα μέσα, έβγαλα κλειδιά, κλείδωσα, όλα κανονικά. Άρχισα να αισθάνομαι σαν υπνωτισμένη σιγά–σιγά απ’ τή στιγμή που μπήκα στο δωμάτιο. Έκανα ντουζ και κουτούλησα μια–δυο φορές, αλλά τίποτα τό ιδιαίτερο : μέ απασχολούσε τό ότι ήμουνα τόσο νηφάλια : Πώς γίνεται, έλεγα, τόσο πολύ μέ τσαντίσαν τά καθάρματα που δεν κατάλαβα τίποτα; Ούφο έπρεπε να βλέπω τώρα μπροστά μου, έχω πιει τά κέρατά μου. Κι εγώ τό μόνο που σκέφτομαι είναι τόν καθίκη τόν φαλάκρα που μέ τσάντισε : άκου θράσος τό κάθαρμα να μέ απειλήσει ότι θα μέ βιάσουν πέντε σ’ ένα δωμάτιο : κι οι άλλοι γελούσαν, δεν τού ’δινε κανείς σημασία, αυτός ο γελοίος ο Λάρης τί έλεγε, κι εγώ γιατί τρόμαξα; Τέτοια σκεφτόμουνα καθώς πηγαινοερχόμουνα στο δωμάτιο μέχρι που ξάπλωσα. Πλυμένη αρωματισμένη κι είχα συνέλθει. Ξάπλωσα ανάσκελα κι έκλεισα τά μάτια : Θυμάμαι έβαλα τά χέρια πλάϊ στα πόδια ήσυχα, πολύ ήσυχα, σαν παιδάκι υπάκουο, και ξάπλωσα ακίνητη κοιτώντας τό ταβάνι, και περιμένοντας να κοιμηθώ, και τότε τό ταβάνι ήρθε προς τό μέρος μου κι εγώ προς τό μέρος του, και πέταξα και κολύμπησα μερικά μέτρα πιο ψηλά από τά σεντόνια, χωρίς βάρος : μόνο πόροι και απορία [από τόν πλανήτη ελευθερωμένη]

.

.

   [Ελευθερωμένη απ’ όλα τους] Έτσι πρέπει να είσαι όταν είσαι κανονικός δηλαδή. Ο Λάρυ μέ πολιόρκησε κάνα χρόνο. (Στο κουΐξο τής αθήνας πια τώρα είμαστε). Τό ’χε πάρει απόφαση ότι δεν γίνεται τίποτα, μέχρι που ’χα πάει και με κάποιον άλλον μια μέρα εκεί – όχι ότι ήτανε τίποτα σημαντικό αυτός ο άλλος : ετοιμαζόμουνα κιόλας να τόν χωρίσω. (Μετά τόν παράλλο δεν υπήρχε πια τίποτα. Διάφορες σχέσεις. Έβλεπα συσκευή τηλεφώνου και μ’ έπιανε σύγκρυο. Αλλά τά λάθη–λάθη και οι χωρισμοί–χωρισμοί). Λοιπόν εκείνη τή μέρα που ’χα πάει μ’ αυτόν τόν χαζό στο κουΐξο συνέβη κάτι περίεργο – σχετικά με τόν Λάρυ, αυτό σού διηγούμαι τώρα : Ξέρεις πώς είναι η μπάρα, τεραστίων διαστάσεων και στρογγυλή σαν έλλειψη στη μέση εκείνου τού μαύρου κενού : Κι είχε κόσμο τό μπαρ, αυτό να τό σημειώσεις, δεν είχε ησυχία : Καθόμαστε οι δυο μας με τόν τύπο (αδιάφορος σχεδόν μού ήτανε) και μιλάγαμε, κι απέναντι, μέσα απ’ τήν μπάρα πηγαινοερχόταν ο Μίκης με τούς υπόλοιπους. Κοιτούσα τήν παρέα μου εγώ, με τόν Μίκυ τά ’χαμε ήδη πει, δεν τού ’δινα πια σημασία. Ήταν κόσμος σού λέω, δεν είχε ησυχία. Κι από ποτά, τό μπέρμπον μας, τίποτ’ άλλο. (Μπέρμπον λόγω φώκνερ, έτσι τό ξεκίνησα, σαν πλάκα, σαν προσπάθεια να τόν καταλάβω λίγο καλύτερα, – και σ’ αυτό – κι ύστερα κόλλησα. (Είχα ρωτήσει μια φορά τόν Μίκυ ποιο είναι τό πιο δυνατό ποτό που έχει, να τό δοκιμάσω (πίναμε τότε σαν τρελοί) κοίταξε γύρω του, σκέφτηκε λίγο, κι ύστερα ξεράθηκε στα γέλια : Αυτό που πίνεις εσύ ρε συ, μού λέει, δεν έχει δυνατότερο.) Όντως, πολύ ωραίο ουΐσκυ, πηχτό λίγο.) Λοιπόν απλώς ξύδια, νηφάλιοι κανονικοί. Έχει τή σημασία του, γι’ αυτό στο λέω. Και ξαφνικά ακούω μια φωνή. Να κλαίει και να θρηνεί. Ίσως υπερβολές, αλλά εν πάση περιπτώσει, να μιλάει με πόνο μες στ’ αυτί μου. Από δεξιά μου η φωνή, από μέσα από τήν μπάρα : Γυρίζω και βλέπω τόν Λάρυ : Είχε έρθει, δεν ήτανε πριν εδώ. Είχε έρθει κι είχε μπει μέσα, με τόν Μίκυ, να σερβιριστεί. Μόλις ήρθε δηλαδή. Ούτε τό πέτσινο δεν είχε βγάλει. Δεξιά μου, δίπλα μου σχεδόν, αλλά μέσα από τήν μπάρα, ένα μέτρο απόσταση. Γυρνάω απ’ τή φωνή, τούς κοιτάω, σιωπηλοί : Δεν μίλαγε κανένας τους : Αλλά η φωνή ήταν τού Λάρυ, κι έκλαιγε. Έκλαιγε ο Λάρυ. Τούς κοίταξα καλά–καλά : Είχαν τό ύφος φίλων που συνεννοούνται χωρίς να μιλάνε : Όρθιοι μπροστά στον πάγκο, φτιάχναν τό ποτό του, τά κεφάλια τους γερμένα και σχεδόν ακουμπισμένα, σιωπηλοί : Ξέρεις πώς είναι, καταλαβαίνεις όταν κάποιος δεν έχει μιλήσει εδώ και ώρα : Δεν μέ κοιτούσαν. Ο Μίκυ έφτιαχνε τό ποτό μ’ ένα ύφος γεμάτο κατανόηση και θλίψη, και τό κεφάλι του γερμένο στο κεφάλι τού φίλου του σαν να ’θελε να τόν στηρίξει, κι εκείνος : α, εκείνος για πρώτη φορά κάτι άλλο, άνθρωπος επιτέλους κανονικός, δεν ξέρω πώς να τό πω : θλιμμένος, αλλά ούτε καν αυτό, σαν μια μαυρίλα κι ένας θυμός και θλίψη μαζί να βγαίναν από τό πρόσωπό του : δεν γίνεται να σού τό πω, αν δεν σού περιγράψω τή φωνή που άκουσα, γιατί αυτή ακριβώς ήταν τό ζήτημα : Αλλά δεν ήταν απ’ τήν άλλη μεριά και φωνή : απλοποιώ πολύ τά πράγματα όταν τά λέω έτσι : μία βαβούρα ήτανε, σαν ένα βουητό από πάθος και κλάμα μαζί, και ούτε κλάμα, σαν τήν ηχητική αποτύπωση τής ενόχλησης μέσω ενός συστήματος γραφής αλλιώτικου που δεν έχει βρεθεί και δεν τό ξέρουμε : αυτό όσο άκουγα : κι ύστερα, όσο κοιτούσα, σαν να ’βλεπα και κάτι που δεν βλέπω : όχι αυτά που λένε οι ινδουϊστές, τρίχες και μαλακίες, χρώματα και τέτοια : μα τούς καταλαβαίνω όμως κιόλας, όταν τά λένε έτσι, γιατί αυτό που λένε, μόνο με λέξεις τέτοιες μπορεί να λεχθεί : ήταν σαν να εκπέμπουν χρώματα στη φάτσα τους κι οι δυο, μόνο που τίποτα δεν ήταν χρώμα, δεν φαινότανε : ήταν κανονικοί, αλλά σαν να ’ταν ένα φίλτρο πάνω τους από ήχο, ήταν κάτι που δεν τό βλέπεις, κι όμως, τό βλέπεις να φωνάζει, σαν μόρια ύλης που μεταστρέφονται σε βουητό, σαν τήν εξίσωση τού αϊνστάϊν : Με λίγα λόγια άκουγα τή σκέψη τους μόνο με τό να βλέπω : αν ήθελα να μεταφράσω – αφελώς – (γιατί η σκέψη είναι πολύ πιο πολύπλοκη απ’ τά ηλίθια λόγια) τά δυο κεφάλια τό ’να πάνω στ’ άλλο σκυμμένα, τού ενός θυμωμένο και τού αλλουνού κάπως με στοργή, επικοινωνούσαν μεταξύ τους με τή σκέψη και μόνο, λέγοντας περίπου αυτό : – Ε, αυτό πια δεν τό ανέχομαι, κοίτα την, θηρίο γίνομαι, μ’ άλλον έχει έρθει πάλι, εμένα γιατί δεν μέ θέλει ρε πούστη; – Τί να σού κάνω αγόρι μου, σέ καταλαβαίνω, άστηνε, τό δικό της θα γίνει έτσι κι αλλιώς, εγώ πάντως σού συμπαρίσταμαι. Ξέχνα την τώρα, εγώ σ’ αγαπάω, κοίτα να δεις ποτό που σού φτιάχνω. Ξέχνα το συμβαίνουν αυτά – σέ καταλαβαίνω απόλυτα.

   Ήμουν συγκλονισμένη μ’ αυτό τό συμβάν τηλεπάθειας, δεν μού ’χε ξανασυμβεί (έτσι τουλάχιστον νόμιζα), γύρισα λοιπόν προς τόν άλλον κι είπα να τούς ξεχάσω, αλλά ό,τι και να μού ’λεγε, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Και κάτι άλλο που μέ συγκίνησε, σημαδιακό : Ήταν η μοναδική φορά που ο Λάρυ δεν μέ ενόχλησε καθόλου, πήρε τό ποτό του κι εξαφανίστηκε, ούτε που τόν ξανάδα εκείνο τό βράδυ. (Γιατί, όλες τίς άλλες φορές, πάντα ερχότανε, αν μιλούσα με κάποιον, και μάς ενοχλούσε : Κι είχε τό θράσος να λέει κιόλας Μήπως ενοχλώ; Ναι ασφαλώς ενοχλείς, τού έλεγα εγώ, και δεν έφευγε εύκολα. Ξεκουμπιζόταν με δυσκολία και εξαιρετική δυσαρέσκεια.) Λοιπόν, από τή μέρα εκείνη και μετά, λες κι έγινε κάτι που δεν μπορούσα να τό καταλάβω : τόν έβλεπα με συμπάθεια πια, και τόν σκέφτηκα δυο–τρεις φορές με έκπληξη : και τήν επόμενη φορά πήγα μόνη μου. Δεν ήρθε. Έφυγα. Να μην στα πολυλογώ, συναντηθήκαμε τήν τρίτη φορά. Τό κουΐξο ήταν γεμάτο, ο Μίκυ στα πολύ πάνω του μέσα στην μπάρα, εκείνος έπινε μόνος του κοιτώντας ψηλά, ως συνήθως, στη γωνία (γωνία τού κύκλου εκεί), πήγα εκεί κι έκατσα δίπλα του. Έκατσα τρόπος τού λέγειν, δεν υπήρχανε ελεύθερα σκαμνιά, όρθιοι είμαστε. Πήρα τό ποτό μου κι αναγκαστικά ακουμπήσαμε ώμο με ώμο : Γύρισε και μέ κοίταξε από πάνω που ’τανε τό κεφάλι του, κοίταξε προς τά κάτω σαν να κοιτούσε στο ίδιο επίπεδο με κείνον όμως – αυτό ήταν που πάντα μού άρεσε. Γεια σου, τού είπα. Τί πίνεις; Εγώ τά γνωστά, πίνουμε μαζί, για σήμερα λέω ή δεν θέλεις; Κοίταξε τό ταβάνι και γέλασε. Σήκωσε τό ποτήρι του και ήπιε κοιτώντας τό ταβάνι. Ύστερα ξανακοίταξε προς τό μέρος μου σαν να κοιτούσε στο ύψος του : Χα, είπε. Πίνουμε μαζί για σήμερα. Δεν τό πιστεύω. Τί έπαθες εσύ σήμερα;

   Κάτσαμε πλάϊ–πλάϊ όρθιοι. Άρχισε να μιλάει για σινεμά σαν τρελός. Γελούσε.

   Τήν πρώτη μέρα που κοιμηθήκαμε μαζί (και μού άρεσε που λίγο πριν τελειώσει είπε φωνάζοντας, (κι η φωνή του ήτανε πολύ βραχνή και σφίγγοντάς με, καίγοντας) Να χύσω κι εγώ τώρα; Εγώ να χύσω τώρα;) όπως είμαστε ακίνητοι μπρούμυτα και οι δύο, αγκαλιασμένοι χαλαρά, άκουσε ένα σούρσιμο στην εξώπορτα και σηκώθηκε και πήγε να τήν ανοίξει γυμνός και ένα γατάκι τρύπωσε μέσα : μικρό τρυφερό και πανέμορφο. Νιαούρισε και τρίφτηκε στην πατούσα του. Τό χάϊδεψε με τά δάχτυλα και τού φώναξα βγάλτο έξω, δεν αντέχω. Έκλεισε τήν πόρτα διώχνοντάς το μαλακά. Μού ’ρθε να βάλω τά κλάματα. Μ’ αγκάλιασε και τού ’πα για τό γατί μου. Μ’ αγκάλιασε σα ζεστή γαζέλα ή σα ζεστός ελέφαντας.

.

.

ήταν μια σελίδα από τό ανέκδοτο μυθιστόρημα «μέρες τοπίου»

.

καλό καλοκαίρι σε όλους
οι κήποι, ως συνήθως τέτοια εποχή, θα παραμείνουν δυο μήνες ανενεργοί, προς άγραν αγρανάπαυσης
αλλά κάπου εδώ κοντά θα ’μαι μάλλον κι εγώ

.

.

.

10 Ιουλίου 2012

η τεχνολογία (μας) και η αυταρχία (της)

.

.

     

.

   ήταν μια εποχή που διάβαζα κάτι αγαπημένους γερμανούς φιλόσοφους, και τότε έζησα για τά καλά αυτό που πιστεύω ότι ζουν πάντα όλοι όταν διαβάζουν τά πράγματα που τούς εκφράζουν : η έκπληξη και η χαρά δεν είναι δηλαδή στο ότι μαθαίνεις ακριβώς άγνωστα πράγματα αλλά στο ότι τά αναγνωρίζεις : στο ότι βλέπεις να διατυπώνονται με άγνωστο μεν αλλά τήν ίδια στιγμή με (ανοίκεια!) οικείο τρόπο αυτά που ναι μεν τά ξέρεις αλλά δεν μπορούσες με τίποτα να τά πεις τόσο καλά τού λόγου σου

.

    

.

   κάπου εκεί λοιπόν είχα πέσει σε μια πρόταση τού max horkheimer που έλεγε περίπου (βαριέμαι τώρα να ψάξω να τήν ξαναβρώ, αλλά τό νόημά της τό θυμάμαι) ότι : υπάρχει μια ιστορική στιγμή κατά τήν οποία διαφοροποιείται για τά καλά η σχέση τού ανθρώπου με τήν τεχνολογία – και η στιγμή βασίζεται στη διαφορά χρόνου τόσο κατασκευής όσο και αφομοίωσης : έτσι εικονογραφείται ολοζώντανα η αλλοτρίωση τού ανθρώπου (που υποκύπτει (γιατί πάντα θα υποκύπτει)) στην τεχνολογία : τόν μεσαίωνα δηλαδή, αλλά και στην αρχαϊκή εποχή όπως και όλες τίς άλλες εποχές μέχρι τή σημερινή (και εννοούσε τή σημερινή δική του, αλλά αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για τή σημερινή δικιά μας) η πρόοδος τής τεχνολογίας ήταν κυριολεκτικά στα χέρια του, με τήν έννοια ότι οι αλλαγές προχωρούσαν μ’ έναν ρυθμό που ήταν κυριολεκτικά δικός του – στον ρυθμό δηλαδή τού χρόνου τής δικιάς του ζωής, και τού δικού του σώματος – : με άλλα λόγια κάθε εξέλιξη στις μηχανικές διευκολύνσεις και εφευρέσεις γινόταν, αν όχι στην κυριολεξία απ’ τόν ίδιον ή τόν γείτονά του, γινόταν πάντως με ρυθμούς που προλάβαινε να τούς ενσωματώσει στη ζωή του, και κυρίως να τούς καταλάβει. Από τήν εποχή τής βιομηχανικής επανάστασης και μετά όμως, οι αλλαγές γίνονται όλο και πιο γρήγορα, και κυρίως όλο και πιο απόμακρα, από κέντρα που δεν τά ελέγχει, που συνδέονται αμεσότατα με μια (αόρατη) εξουσία, και σε ρυθμούς που τόν τρομάζουν τόν αποξενώνουν και τόν εξουθενώνουν ταυτόχρονα : έτσι τό καινούργιο νόημα τής αλλοτρίωσης (στην νεωτερικότερη νεωτερικότητα) έχει κυρίως τήν έννοια ότι όχι μόνο η ίδια η δουλειά που κάνει κανείς τού είναι ακατανόητη, αλλά και τό προϊόν τής εργασίας του τού επιβάλλεται χωρίς ο ίδιος να τό έχει επιζητήσει και χωρίς πια να τό καταλαβαίνει – πρέπει απλώς να τό καταναλώσει…

   τό είπα με πολύ περισσότερα λόγια εννοείται, η διατύπωση τού χορκχάϊμερ φυσικά ήταν λιτή ως συνήθως – μέ τήν ίδια δικιά μου πολυλογία λοιπόν ας μού επιτραπεί να προσθέσω ότι η χαρά που παίρνουμε από τήν κατανάλωση νομίζω ότι ταυτίζεται σ’ αυτήν τήν περίπτωση με μια μορφή απώθησης που θα έλεγε και η (σοβαροφανής) ψυχανάλυση – μ’ άλλα λόγια ο σύγχρονος άνθρωπος κρύβει – καταναλώνοντας ασύστολα προϊόντα τά οποία τού πέφτουν στο κεφάλι αλλεπάλληλα και χωρίς να προλάβει να καταλάβει όχι μόνο αν πράγματι τά χρειάζεται τά θέλει και τά επιζητεί ή όχι, αλλά και πώς δουλεύουνε – κρύβει λοιπόν πίσω από τή μανία τής ευθυγράμμισής του με τήν τεχνολογία, μια δυσαρέσκεια για τήν αυταρχικότητα με τήν οποία αυτή η ίδια η τεχνολογία έχει εισβάλλει στη ζωή του

   και τήν οποία (τεχνολογία, όχι δυσαρέσκεια) προσπαθούμε εξάλλου να τήν εκμεταλλευτούμε κι εμείς όσο μπορούμε – αυτό κάνουμε ας πούμε με τό ίντερνετ τά κινητά μας και τά λοιπά παραφερνάλια για τά οποία είμαστε τόσο περήφανοι που (μπορούμε να) αγοράζουμε και να έχουμε (με κρυφή κι ανομολόγητη ικανοποίηση που ανήκουμε σ’ αυτούς που μπορούν – τό φάσμα ενός άθλιου κόσμου φτώχειας δυο βήματα παραπέρα στον συρρικνωμένο πλέον πλανήτη μας (συρρικνωμένον ακριβώς μέσω τής τεχνολογίας – τή φτώχεια του τή μυρίζουμε πια μέσω γιουτούμπ ας πούμε) αυτό τό φάσμα λειτουργεί στην περίπτωσή μας όπως ακριβώς διείδε κείνος ο άθλιος ο φρόϋντ να λειτουργεί η τελετή ταφής για τούς επιζώντας συγγενείς τού νεκρού : με μια υπόγεια και ανομολόγητη αίσθηση ανακούφισης που αυτοί είναι ακόμα ζωντανοί –)

   η ειλικρινής ελπίδα μας στην καλύτερη περίπτωση είναι ότι εμείς θα καταφέρουμε παρόλα αυτά να επέμβουμε στην τεχνολογία και να τή χρησιμοποιήσουμε, να τή φέρουμε στα μέτρα τής αντιεξουσιαστικής (ας πούμε) ιδεολογίας μας, και να ανατρέψουμε κάποτε εκ τών έσω τόν ενσωματωμένο της αυταρχισμό : και αυτό κάνουμε με τά βλογ μας (ελπίζουμε) (και με διάφορα άλλα πράγματα και μέσα επίσης, που τά χρησιμοποιούμε πιστεύοντας ότι θα εκμεταλλευτούμε τίς αντιφάσεις τους) : πιστεύουμε έτσι ακράδαντα ότι θα μεταλλάξουμε τήν αλλοτρίωση που μάς έχει επιβληθεί, σαν δικτατορική εντολή, σχετικά με τήν αναγκαστική τους χρήση – θα τήν μεταλλάξουμε σε κάτι δημιουργικό, απελευθερωτικό, ανατρεπτικά ωραίο, αντίστοιχο τής αιώνιας ζωής με τήν ελπίδα τής οποίας συμμετείχαν στην κηδεία οι παραπάνω συγγενείς τού ανωτέρω νεκρού : τά ίδια όπλα εξάλλου έχει λίγο–πολύ και η τέχνη – είναι περιορισμένης φαντασίας τό οπλοστάσιο τού πλανήτη, δεν μπορούμε να κάνουμε επ’ αυτού τίποτα

   θέλω να πω πως προσωπικά πάντως (είμαι στην περίπτωση αυτή, δεν ξέρω γιατί, βλακωδώς αισιόδοξη) ελπίζω ότι θα είμαστε μακροπρόθεσμα αποτελεσματικοί. Για να φέρω μια μικρή αναλογία που είναι σχετική με τό μέσο που χρησιμοποιώ εγώ αυτή τή στιγμή γράφοντας κι εσείς διαβάζοντας, τό πρώτο βιβλίο που τυπώθηκε με τήν τεχνολογική ανακάλυψη τού γουτεμβέργιου, ήταν ένα βιβλίο θρησκευτικό (η βίβλος), όμως στη συνέχεια ούτε ο γουτεμβέργιος ούτε οι άρχοντες τής εποχής, και όλων τών εποχών που ακολούθησαν, μπόρεσαν να εμποδίσουν τά βιβλία τού έρασμου, τού τζορντάνο μπρούνο, και εντέλει και τού χορκχάϊμερ με τόν οποίο ξεκίνησα τήν ανάρτηση, να εκδοθούν

   (άλλο αν τόν μπρούνο τόν κάψαν στην πυρά τόν ίδιο : ο φρόϋντ είχε τήν πολυτέλεια να αναφωνήσει με (ειλικρινή) ανακούφιση «τώρα καίνε τά βιβλία μου, κάποτε θα μέ καίγαν τόν ίδιο», και κάποιοι άλλοι σαν τόν χορκχάϊμερ τή γλίτωσαν στην αμερική)

.

    

.

   συνεπώς διαπνεόμαστε από μια σχετική αλαζονεία, μόνο που πολλές φορές πέφτουμε και θύμα της : προσωπικά μέ συνεφέρνουν, και μέ κάνουν να επανέλθω στην υγιή μου δυσφορία και να νιώσω στην κυριολεξία σα μαλάκας, οι περιπτώσεις (που εσχάτως, δεν ξέρω γιατί, πληθαίνουνε) σαν κι αυτήν :

.

     

.

   με λίγα λόγια – και περιληπτικά :

   τίς προάλλες είδα, σχετικά με τήν (πολύ βολική) σελίδα τού i–google, αυτό :

.

     

.

   πέρσι, παρόλες τίς – επί παγκοσμίου επιπέδου – διαμαρτυρίες  εξαφάνισαν και τόν ίδιον τόν google reader :

.

.

   ήταν φανερό ότι επιχείρησαν να μάς χειραγωγήσουν για να πάμε στην καινούργια σελίδα τού google+ (η οποία θα εξυπηρετούσε τήν αντιπαλότητα τού google με τό facebook, μια αντιπαλότητα μεταξύ εταιρειών δηλαδή, τής οποίας θύμα θα έπεφτε επομένως τό κέφι μας, η συνήθειά μας, αλλά και ο κόπος εν πάση περιπτώσει που είχαμε κάνει για να οργανώσουμε τίς «φιλίες» και τίς συζητήσεις μας (τουτέστιν τά  «σχόλια») στον ρήντερ : όλ’ αυτά, με μια απροσχημάτιστη κυνικότητα εκ μέρους τών εταιρειών που μάς εξυπηρετούν, χαρακτηρίζονταν υπογείως άνευ σημασίας και για πέταμα : συμβολικά για πέταμα είναι τό ίδιο τό άτομο που χρησιμοποιεί τήν οποιαδήποτε υπηρεσία τίθεται ελεήμων στη διάθεσή του)

   (μια μορφή αντίστασης σ’ αυτό θα ήταν να μην πάει καμιά μας να γραφτεί στον google+ πράγμα τό οποίο φυσικά δεν έγινε : αυτό κατά τή γνώμη μου δείχνει ότι είμαστε κατώτεροι τής τεχνολογικής προόδου, δηλαδή δεν προοδεύει παράλληλα και η ετοιμότητά μας να τήν αμφισβητούμε δημιουργικά και με φαντασία – και με θυμό επομένως άμα χρειαστεί)

.

.

   στη συνέχεια – περίπου δηλαδή ταυτόχρονα – άλλαξαν και τή μορφή (δηλαδή τήν όλη λειτουργία) τού youtube : εδώ υπόκυψα κι εγώ (ενόψει – δικαιολογήθηκα (στην εαυτή μου) – τού ότι θέλω κάποτε να κάνω ενεργό τό «κανάλι μου», δηλαδή να «ανεβάσω» δικά μου βίντεα (προς τό παρόν έχω μόνο «άλλων που βρίσκω ωραία ή χρήσιμα» (τά περίφημα αγαπημένα…)))

   έτσι, χωρίς να μέ ρωτήσουν, περιορίστηκε η δυνατότητα που είχα να καθορίζω τή μορφή – και τό πράγμα έχει πάρει τώρα μια μορφή κυριολεκτικά άλλη –

.

     

.

   χάθηκαν επίσης και εδώ τά σχόλια, ο πίνακας συνδρομών μου, και η «αλληλογραφία» μου, και άλλαξε και η εσωτερική λειτουργία τής σελίδας : ώστε αντί να βλέπω εγώ κι εσείς απ’ τή σελίδα μου τά βίντεα, πάω στη γενική σελίδα τού youtube που είναι και κακάσχημη (οι αλλαγές έγιναν σ’ αυτήν από πιο πριν – χάσαμε κι από κει τίς συνήθειές μας, αλλά ας πούμε ότι θα συνηθίσουμε τίς καινούργιες – και ας πούμε επίσης ότι η γενική σελίδα τού γιουτούμπ ανήκει στο γιουτούμπ περισσότερο απ’ όσο η προσωπική δική μας ( : η άνεση όμως με τή οποία επιβάλλονται οι αλλαγές και στη δική μας, υπογραμμίζει και πάλι τό ανωτέρω συμβολικό : ότι ο προσωπικός μας μόχθος, οι προσωπικές μας επιλογές και τό προσωπικό μας γούστο δεν μετράει, είναι ένα τίποτα, και να λέμε κι ευχαριστώ για τίς υπηρεσίες που μάς διατίθενται από τήν εταιρεία))

.

   

  

  

.

   κι έρχομαι τώρα στα εδώ (τά πιο εδώ) : εσχάτως εξαφανίστηκε από τήν wordpress και η vodpod (στα widget και συνεπώς και στο sidebar). Η εταιρεία αυτή τήν οποία (χωρίς να μάς ρωτήσει (αλλά αυτό εμπίπτει στις εκπλήξεις και τά «δωράκια» που μάς κάνει κατά καιρούς η καλή μας γουώρντπρες)) έβαλε μια ωραία ημέρα σαν δυνατότητα στα γουίτζετ – ώστε, όσοι θέλαμε, να τήν υιοθετήσουμε και να ’χουμε στην στήλη δεξιά μια σειρά από βίδεα επιλεγμένα από μάς να τά βλέπει όποιος θέλει – τήν βοντπόντ λοιπόν, τήν οποία και εγώ υιοθέτησα ενθουσιωδώς, καταναλώνοντας χρόνο και κόπο να φτιάξω μια δισκοθήκη τήν οποία ονόμασα petitcreiu (όσοι μέ παρακολουθούν ξέρουν ότι είναι τό όνομα από τό αγαπημένο σκυλάκι στον «τριστάνο και τήν ιζόλδη» τού μεσαιωνικού γοδεφρείδου), η εταιρεία αυτή λοιπόν, μετά τήν πρώτη αρχή κατά τήν οποία λειτούργησε σχετικά άψογα – και μπορούσα επομένως να κάνω edit στα βίντεα και να γράφω και τά σχόλιά μου δίπλα τους – άρχισε σύντομα να κάνει κι αυτή αλλαγές – εκεί έστειλα ένα γράμμα φωτογραφίζοντας και τίς δυσκολίες :

.

.

και διατυπώνοντας και τίς απορίες που προέκυψαν, στο οποίο γράμμα πήρα (από τόν τότε υπεύθυνο τής βοντπόντ) μια απολύτως ασαφή και καθόλου ικανοποιητική απάντηση : στην πράξη αυτό που κατάλαβα ήταν ότι έπαψα να μπορώ να κάνω έδιτ στα βίδεα (τό μόνο που μπορούσα ήταν απλώς να τά ανεβάζω) – και αυτό ήδη μέ είχε εκνευρίσει αρκετά – αλλά τουλάχιστον εξακολουθούσε να υπάρχει η συλλογή

   στη συνέχεια (προσφάτως) η συλλογή όμως υπέστη μια κακοήθη οβιδιακή μεταμόρφωση : άλλαξε όνομα και μορφή, έπαψε να είναι vodpod, έγινε lockerz, και τά σχόλια (μου) εξαφανίστηκαν εντελώς

   ώσπου μία μέρα (προσφατότερα) ούτε η συλλογή πια (στο παρόν βλογ, αλλά, απ’ ό,τι είδα, και στα άλλα βλογ) υπήρχε : εξαφανίστηκε δηλαδή εντελώς από τή διπλανή στήλη, κι όταν πήγα στα γουίτζετ είδα ότι όσο σιωπηρώς είχε κάποτε εκεί εμφανιστεί, εξίσου σιωπηρώς τώρα είχε εξαφανιστεί (η δυνατότητα χρήσης τού vodpod)

   έγραψα λοιπόν στην γουώρντπρες ρωτώντας την για τήν εξαφάνιση (και μάλιστα ήμουνα τόσο τσαντισμένη που έγραψα τήν εξαφάνιση στα αγγλικά με δύο διαφορετικούς τρόπους) – και η απάντηση ήτανε :

.

  

.

   ωραία : τί να πεις τώρα; ότι αφού (όπως καταλαβαίνω εγώ με τά ελάχιστα αγγλικά μου – ομολογώ πάντως ότι αυτό τό has had quite a few issues… εμένα μού φαίνεται αφενός αρκετά αφηρημμένο και αφετέρου αρκετά διπλωματικό και δίσημο) (και τό ερμηνεύω : ) «μετά τήν αγορά από τό lockerz η vodpod έμεινε με λίγους χρήστες» (απορίας άξιον γιατί, όμως : μέχρι τώρα είχε πολλούς : η εξαγορά από τή lockerz τούς έφερε όλους (δηλαδή τούς περισσότερους…) στο facebook;) «πήραν τή δύσκολη απόφαση κι αυτοί να καταργήσουν τή βοντπόντ και να τή βγάλουν ως δυνατότητα από τά γουίτζετ» ( : to avoid further issues, we have made the hard decision to disable vodpod embeds and remove the widget)

   εμάς όμως δεν μάς έκριναν άξιους – δε λέω να μάς ρωτήσουν, αυτή θα ήταν απίστευτα παράλογη απαίτηση – ούτε καν να μάς ενημερώσουν πάντως για τή δύσκολη απόφαση που θα παίρνανε

   να υποθέσω δηλαδή (θεός φυλάξοι!) ότι μεθαύριο μπορεί να πάρουν και τήν απόφαση να κλείσουν μερικά «θέματα» που έχουν «πιο λίγους» οπαδούς, ώστε μια ωραία ημέρα θα ανοίξουμε τό βλογ μας και θα τό βρούμε αλαμπουρνέζικο; (ύστερα από μια δύσκολη απόφαση όμως;)

   και αυτό σημαίνει ότι οι λίγοι (few) είναι κανείς και τίποτα τότε; και επειδή μ’ αρέσει εμένα όλα να τά πηγαίνω στα πολιτικά, δεν μεταφράζεται αυτό σ’ εκείνο τό (όντως αυτονόητο για μια μεριά τής κοινής γνώμης) ότι πλειοψηφία ίσον όλοι, και μειοψηφία ίσον κανείς και τίποτα; Ταιριάζει αυτό όμως σαν νοοτροπία σ’ ένα νεανικό επιχειρηματικό σχήμα, τού οποίου ο ιδρυτής έχει προσωπικό βλογ με παιχνιδιάρικες φωτογραφίες; πρέπει να είμαι εγώ ευχαριστημένη που δεν χάθηκε τελείως η συλλογή και πήρε αυτό τό μιζεριασμένο σχήμα (τό οποίο δυσκολεύομαι εξάλλου και να τό βρω – οι δε άλλοι δεν μπορούν να τό βρούνε με τίποτα; (αλλά και να τό βρούνε, τί να τό κάνουνε έτσι που έγινε;)) :

.

.

   επισημαίνω πάντως (και θα επιμένω με μονομανία σ’ αυτό) ότι όταν πλειοψηφία ίσον όλοι, και μειοψηφία ίσον κανείς τότε πηγαίνουμε από φιλοσοφικής (άμα και πολιτικής) απόψεως σε επικίνδυνα νερά. Δεν θα ’πρεπε να ’ναι τά νερά τής γουώρντπρες αυτά. Η γουώρντπρες, ως εταιρεία νεανική και δη αμερικάνικη, που σημαίνει ότι κουβαλάει ένα ευχάριστο ήθος αμφισβήτησης μαζί της, οφείλει κατά τή γνώμη μου να σέβεται τόσο τούς πολλούς που τήν εμπιστεύονται όσο και τούς λίγους, που τήν εμπιστεύονται επίσης

   θυμίζω εξάλλου ότι οι λίγοι (για να ’μαστε ακριβολογότεροι : οι ελάχιστοι) έχουν δικαιωθεί όχι μόνο από τήν ιστορία αλλά και από τήν τέχνη – η πιο γνωστή τους δικαίωση είναι αυτή που πυροδοτήθηκε με τήν επίμονη αναφορά από τόν σταντάλ στους happy few τού σαίξπηρ («εμείς οι ελάχιστοι, οι ευτυχείς ελάχιστοι», όπως εμψύχωσε στον «ερρίκο τόν 5ο» ο βασιλιάς τούς λίγους που τόν ακολούθησαν, και νίκησαν μαζί του στη μάχη τού αζινκούρ…)

   εγώ έγραψα πάντως και στη lockerz μήπως και καταλάβω τίποτα περισσότερο – αλλά η (ευγενική οπωσδήποτε, και πάλι) απάντηση που πήρα :

.

  

.

μέ άφησε απλώς να καταλάβω ότι ή δεν επικοινωνούν (οι εταιρείες) μεταξύ τους, ή έχουν χωρίσει εντελώς πια τά τσανάκια τους, και η λόκερτζ αποβλέπει μόνο στους «πολλούς» τού facebook. Εγώ με τό φατσόμπουκο από τήν άλλη δεν επικοινωνώ, κι έτσι τό μόνο που μού μένει είναι να προσπαθήσω να μεταφέρω με τόν καιρό τήν βοντποδική συλλογή μου από βίντεα στο «κανάλι μου» τώρα τού γιουτούμπ

   με λίγα λόγια δεν έδωσα συνέχεια σε καμιά από τίς δυο αλληλογραφίες, και προτίμησα να κάνω αντ’ αυτού αυτό τό ποστ. Πάντως να προσθέσω εν κατακλείδι ότι μ’ αυτά, όταν συμβαίνουν, αισθάνομαι τελείως ηλίθια : νιώθω ένα απλό όργανο σε χέρια επαϊόντων τεχνοκρατών που μ’ έχουν γραμμένη – με τόν ίδιο τρόπο που αισθάνομαι να μ’ έχει γραμμένη και κάθε άλλος που έχει εξουσία, σχέση με κόμματα εφημερίδες και τηλεοράσεις, σ’ αυτόν τόν τόπο : εμείς οι few, οι unhappy few, να περιμένουμε να κερδίσουμε κάποτε μέσω ελαχιστότατων χάκερ και τεχνογνωστών αφοσιωμένων στον ανθρώπινο κόπο, και στους κόπους μας, κάποια (ονειρική) μάχη;

αυτά για σήμερα

.

.

(ακολουθούν (για να μάς φτιάξει τό κέφι) μερικά βίδεα που θα έβαζα στο βοντπόντ μου, αν τό είχα ακόμα)

.

παύλου αγγλικά :

.

.

τό κοσμοφλασάκι (! flashmob) που οργάνωσε μια ισπανική τράπεζα (τουλάχιστον οι τράπεζες εκεί έχουνε χιούμορ, ξέρουνε και τόν μπετόβεν) :

.

.

και για να γελάσουμε, μ’ όλη τή ζέστη, λίγο περισσότερο :

.

.

(αυτό τό βρήκα εδώ)

.

.

.

.

.

.

 

 

3 Ιουλίου 2012

για τόν καβάφη : «μέρες θαυμάτων» / δ, τελευταίο

 

.

.

τά προηγούμενα : α, β, γ 

.

  ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1908

Τόν χρόνο εκείνον βρέθηκε χωρίς δουλειά·
και συνεπώς ζούσεν απ’ τά χαρτιά,
από τό τάβλι, και τά δανεικά. 

Μια θέσις, τριώ λιρών τόν μήνα, σε μικρό
χαρτοπωλείον τού είχε προσφερθεί.
Μα τήν αρνήθηκε, χωρίς κανένα δισταγμό.
Δεν έκανε. Δεν ήτανε μισθός γι’ αυτόν,
νέον με γράμματ’ αρκετά, και είκοσι πέντ’ ετών. 

Δυο, τρία σελίνια τήν ημέρα κέρδιζε, δεν κέρδιζε.
Από χαρτιά και τάβλι τί να βγάλει τό παιδί,
στα καφενεία τής σειράς του, τά λαϊκά,
όσο κι αν έπαιζ’ έξυπνα, όσο κι αν διάλεγε κουτούς.
Τά δανεικά, αυτά δα ήσαν κ’ ήσαν.
Σπάνια τό τάλληρο εύρισκε, τό πιο συχνά μισό,
κάποτε ξέπεφτε και στο σελίνι. 

Καμιά εβδομάδα, ενίοτε πιο πολύ,
σαν γλύτωνεν απ’ τό φρικτό ξενύχτι,
δροσίζονταν στα μπάνια, στο κολύμβι τό πρωΐ. 

Τά ρούχα του είχαν ένα χάλι τρομερό.
Μια φορεσιά τήν ίδια πάντοτ’ έβαζε, μια φορεσιά
πολύ ξεθωριασμένη κανελιά. 

Ά μέρες τού καλοκαιριού τού εννιακόσια οκτώ,
απ’ τό είδωμά σας, καλαισθητικά,
έλειψ’ η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά. 

Τό είδωμά σας τόν εφύλαξε
όταν που τά ’βγαζε, που τά ’ριχνε από πάνω του,
τ’ ανάξια ρούχα, και τά μπαλωμένα εσώρουχα.
Κ’ έμενε ολόγυμνος· άψογα ωραίος· ένα θαύμα.
Αχτένιστα, ανασηκωμένα τά μαλλιά του·
τά μέλη του ηλιοκαμένα λίγο
από τήν γύμνια τού πρωϊού στα μπάνια, και στην παραλία.

.

   αρχίζουνε λοιπόν οι τρεις στροφές, με τούς τρεις στίχους καθεμία : Η πρώτη αράδα τού πρώτου τρίστιχου Καμμιά βδομάδα, ενίοτε πιο πολύ, είναι σχεδόν κακά διατυπωμένη γιατί εννοεί περίπου «ενίοτε μια φορά τή βδομάδα ή και περισσότερο» λειτουργεί όμως αυτή η ανεμελιά ως προς τήν ακρίβεια τής έκφρασης σχεδόν ανακουφιστικά, σαν μία κάθαρση απ’ τό άγχος και τήν αγωνία τών πιο πάνω για τά χρήματα : εδώ στο θέμα τού ελεύθερου τού χρόνου μπορούμε να ’μαστε απρόσεχτοι λοιπόν, αντίθετα με τήν τεταμένη προσοχή που θέλει ο βιοπορισμός και τό παιχνίδι, όσο κι αν διάλεγε κουτούς. (Στην δεύτερη αράδα αυτού τού τρίστιχου τό ξενύχτι λέγεται σαφώς φριχτό, κι έτσι ξαναθυμόμαστε αυτή τήν ένταση). Αλλά στον τελευταίο στίχο αυτού τού τρίστιχου αρχίζει να εισάγεται για τά καλά η ξεκούραση η χαλάρωση και να προετοιμάζεται η εισαγωγή άλλης κατάστασης – μία περιγραφή ομορφιάς : δροσίζονταν στα μπάνια, στο κολύμβι κι ύστερα μία λέξη για τήν ποίηση τού Καβάφη πολύ φορτισμένη : τό πρωί. Δεν είναι νομίζω τίποτα περίεργο να πει κανείς ότι γι’ αυτόν που διάβασε όλον τόν Καβάφη κι έφτασε τώρα ώς εδώ, παραπέμπει ίσια στην σύντομη ηρεμία τής θάλασσας τού πρωιού αυτή η λέξη.

   Όμως παρ’ όλο τό φως που αρχίζει να εισάγεται, τό επόμενο τρίστιχο είναι με αναπάντεχο τρόπο εκπληκτικά σκοτεινό πάλι – σαν ένα χτύπημα : Τά ρούχα του είχαν ένα χάλι τρομερό : Τό χάλι τρομερό ξανά κοινότυπη και καθημερινή κουβέντα : Κάνει σαν να μάς προετοιμάζει για εξετάσεις στις πιο καθημερινές κουβέντες αυτό τό ποίημα : σαν να αρνείται πια εντελώς κάθε εξωραϊσμό, κάθε καλλωπισμό και ωραιοπάθεια, όσο κι αν όλ’ αυτά όντως ελάχιστα υπάρχουν και ώς εδώ σε όλο τό έργο του : Τά λόγια όμως αυτά συνεπώς ζούσε απ’ τά χαρτιάδεν έκανε, δεν ήτανε μισθός γι’ αυτόννέον με γράμματ’ αρκετά – από χαρτιά και τάβλι τί να βγάλει τό παιδί – όσο κι αν διάλεγε κουτούς είναι πεζές εκφράσεις αλλεπάλληλες που σαν να προετοιμάζουνε ακόμα πιο πεζές ν’ ακολουθήσουν : Τά ρούχα του είχανε ένα χάλι τρομερό λοιπόν, και κει, με βάση αυτά τά ρούχα θα στηθεί τό πιο απίστευτο εύρημα : Οι επόμενοι δύο στίχοι αυτού τού τρίστιχου θα ασχοληθούνε ακριβώς μ’ αυτήν τή φορεσιά, αλλά πιο ήπια : δεν θα ξαναειπωθεί η λέξη χάλι, τό πρόβλημα ελαττώνεται, μικραίνει, συρρικνώνεται στο ότι φορούσε πάντοτε τήν ίδια φορεσιά που ήταν και ξεθωριασμένη. Τό τρίτο τρίστιχο λοιπόν εκεί που μάς προετοιμάζουν όλα για να χαλαρώσουμε ακόμα περισσότερο, τινάζεται επάνω μ’ ένα επιφώνημα στην πρώτη του αράδα κιόλας, που τό ακολουθούνε επικλήσεις χρονικές : τί αφόρητη ένταση ξαφνικά μ’ αυτό τό Ά μέρες τού καλοκαιριού τού εννιακόσια οκτώ : Η λέξη καλοκαίρι εδώ είναι καινούργια : φυσικά έχουμε πληροφορηθεί ότι έκανε μπάνιο (και κολύμβι) τό πρωί – αλλά παρ’ όλ’ αυτά οι λέξεις τού καλοκαιριού τού εννιακόσια οκτώ είναι σαν επιφώνημα νέο πάνω στο προηγούμενο επιφώνημα : Σαν να εισάγεται μία έκρηξη που ακολουθεί, και σε αυτό δεν διαψευδόμαστε : έρχεται η φράση από τό είδωμά σας καλαισθητικά που είναι εξίσου ασαφής ή σαν θολή όπως εκείνο τό καμμιά βδομάδα και θέλει βέβαια να πει : για λόγους καλαισθησίας σάς βλέπω τώρα που σάς θυμάμαι χωρίς αυτά τά ρούχα. Όμως και βέβαια ο Καβάφης ξέρει πολύ καλά τί κάνει όταν εισάγει εδωπέρα μία σύνταξη που είναι σχεδόν ξενόγλωσση, ή ξένη, γιατί με αυτό τό έλειψε (η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά) έρχεται η πρώτη από τίς τρεις αστραπές τού τέλους που θα διασχίσουν τό ποίημα σαν βέλη και θα τό κολλήσουν στον τοίχο ενός άλλου χρόνου.

   Ο χρόνος τού έλειψε με λίγα λόγια, είναι εξίσου αδικαιολόγητος όπως κι εκείνος τού εφύλαξε που ακολουθεί (στην τελευταία – έβδομη – στροφή τού ποιήματος, που ξαναέχουμε πάλι εφτά στίχους) : Κατ’ αρχάς, η πρώτη αράδα αυτού τού εφτάστιχου αρχίζει με μια επανάληψη (προειδοποιητικά λειτουργεί σχεδόν η επανάληψη στην ποίηση τού Καβάφη – επανάληψη σημαίνει συνήθως ένταση τού ρυθμού, που κάτι άλλο θέλει στο μέλλον να δείξει – μια νέα διάσταση, μια νέα εκδοχή) αρχίζει λοιπόν με μια επανάληψη τής λέξης είδωμα : είχαμε : απ’ τό είδωμά σας έλειψε στην προηγούμενη στροφή, κι εδώ αρχίζουμε με : Τό είδωμά σας τόν εφύλαξε. Αυτοί οι δύο στιγμιαίοι χρόνοι είναι ανεξήγητοι κι ασύντακτοι σχεδόν : τό αντίθετο (όποιος διαβάζει αυτό τό ποίημα σκέφτεται ότι) θα ’πρεπε ας πούμε να συμβαίνει : «Όταν βλέπω αυτές τίς μέρες (ξανά με τόν νου μου), ξεχνάω, σβήνω τήν ξεθωριασμένη φορεσιά» θα ’λεγε κάποιος λογικός άνθρωπος, κι ύστερα : «Όταν βλέπω αυτές τίς μέρες (ξανά με τή φαντασία μου) κρατάω μες στο μυαλό μου μόνο τήν εικόνα του όπως ήτανε γυμνός : όταν έβγαζε δηλαδή και πέταγε από πάνω του αυτά τ’ ανάξια ρούχα τό ξεθωριασμένο τό κουστούμι και τά μπαλωμένα εσώρρουχα» κ’ έμενε ολόγυμνος· άψογα ωραίος· ένα θαύμα. Και επανερχόμαστε λοιπόν στον ποιητή και μένουμε από δω και πέρα σε αυτόν ώς τό τέλος : Ο θαυμασμός του για τήν ομορφιά αυτού τού αγοριού είναι σαν μία τελεία και παύλα : ένα θαύμα. Και εκ παραλλήλου με τήν – κάπως γυναικεία αυτή έκφραση – η φωνή του για μία αδιόρατη στιγμή σαν να λεπταίνει και να γίνεται πιο ανασφαλής κι αυτή : Ύστερα πάλι, αυτή η φωνή ενδυναμώνεται ξανά με τή συνηθισμένη της τήν τόλμη : Ακολουθούμε και εμείς λοιπόν, εκείνη τή γεμάτη ανακούφιση και τρυφερότητα και πείρα τώρα από τό παρελθόν περιγραφή τού αγοριού : Αχτένιστα, ανασηκωμένα τά μαλλιά του / τά μέλη του ηλιοκαμένα λίγο / από τήν γύμνια τού πρωιού (και νά εδώ τό βέλος που μάς εκτοξεύει στην άλλη θάλασσα με τά λαμπρά μαβιά, τήν κίτρινη όχθη, όλα / ωραία και μεγάλα φωτισμένα) και στην παραλία.

   Αλλά δεν είναι μόνο του αυτό τό βέλος : Είναι τρία βέλη μαζί αυτά που περιμένουνε να μάς υποδεχτούν τελειώνοντας τό ποίημα και – κάτι που ο Καβάφης ίσως ενοχλείται όταν τό σκέφτεται – τελειώνοντας και όλα τά καβαφικά ποιήματα μαζί που θα εκδόσει ποτέ στη ζωή του : Γιατί μόνο λάθος δεν είναι βέβαια εκείνο τό έλειψε και εκείνο τό εφύλαξε : Αυτός ο χρόνος που είναι παρελθών αντί παρών, και στιγμιαίος (φαινομενικά) αντί να έχει τήν αναμενόμενη διάρκεια, όχι μόνο λάθος δεν είναι, αλλά και στεφανώνει διασχίζοντας ολόκληρη τήν ιστορία τής καβαφικής αφήγησης, σημαδεύοντάς την με τρόπο ήπιο και εκρηκτικό μαζί : Ασφαλώς, ο στιγμιαίος χρόνος ενός αόριστου (είτε έλειψε είτε φύλαξε) είναι σίγουρα χρόνος που θα περίμενε κανείς στο ποίημα λογικά να είναι αντίθετα και παρόντος και με διάρκεια, μια που δεν μιλάει εδώ ο Καβάφης για ένα πράγμα παρελθόν που θυμάται, αλλά για τήν ίδια τή στιγμή τώρα που γράφει : Κάνοντας όμως τή στιγμή τής έμπνευσής του παρελθόν δραματοποιεί στη διάλεκτό του, τήν ίδια τήν στιγμή τής δημιουργίας και με αυτόν τόν τρόπο τή βαθαίνει : Γιατί μέσα στη λογική τής καβαφικής έκφρασης γινόμενο κάτι παρελθόν μετατρέπεται ακριβώς σε αιώνιο. Και ήταν η στιγμή ίσως τώρα ακριβώς να μάς πει πως ξέρει, ότι αυτό που κάνει εκείνος είναι τό μόνο πραγματικά παρόν ή διαρκές.

μέρες θαυμάτων

   Μού προξένησε μία αμηχανία η συγκινητική στην ευσυνειδησία της, νεανική του αν θυμάμαι καλά (πεζογραφικά εκφρασμένη, κι ίσως γι’ αυτό ακόμα περισσότερο εις εαυτόν) απορία του, για τό αν μπορεί να υπάρξει όντως ποίηση χωρίς γυναίκα, όταν ήρθα σε επαφή μαζί της για πρώτη φορά.

   Είναι μια έξοχη στιγμή αυτή, κι ένα καλό μάθημα για τήν ιστορία τής αισθητικής : Μάς δείχνει τόσο πολλά, και για τόν άνθρωπο που βρίσκεται μπροστά στον καθρέφτη – τόν ίδιο τόν καλλιτέχνη – όσο και για τόν ίδιο τόν καθρέφτη αυτόν (τήν τέχνη του δηλαδή). Ο ίδιος όμως ο προβληματισμός είναι τήν ίδια στιγμή κι ένας καθρέφτης δεύτερος, στον οποίο αντικατοπτρίζεται τό πρόβλημα τής αισθητικής, από μία περίεργη γωνία ειδωμένο : Ή είναι ένας φακός με μεγάλο πλάτος και βάθος ταυτόχρονα : Μάς δείχνει τήν ίδια τήν αντιφατικότητα τής καλλιτεχνικής δημιουργίας : Μπροστά του στέκεται ένας άνθρωπος γεμάτος τόλμη και δειλία μαζί : Είναι αποφασισμένος να κάνει ένα έργο εξαιρετικής γενναιότητας, και όχι μόνο για τήν εποχή του, ένα έργο που θα γκρεμίσει κάθε γελοιότητα  και αιδώ, κι όμως ο ίδιος άνθρωπος θα βασανίζεται – στο ίδιο τό πεδίο τής έκφρασης – από τίς πιο συμβατικές δειλίες : (για να τό πει κανείς αλλιώς, τό ίδιο τό έργο του θα επιζητά, για τήν ίδια του τήν ολοκλήρωση, να διατυπώνεται η συμβατικότητα τού άλλου σαν να ’ναι και δική του : ανώμαλη, άνομη, και τά λοιπά). Δεν θα μπορούσε να έχει τήν έντασή της η σκέψη του ίσως αν δεν χρησιμοποιούσε τό λεξιλόγιο τών εχθρών της : Έτσι θα μπορούσε κανείς να πει ακόμα και ότι αυτή η συμβατικότητα είναι ευφυές καλλιτεχνικό εύρημα.  Όμως δεν είναι : Η ανεπανάληπτη ποιότητα τού Καβάφη ως ποιητή έγκειται στο ότι είναι – όπως κάθε ανεπανάληπτος άλλωστε ποιητής – απολύτως ειλικρινής : Ο Καβάφης βασανίστηκε πράγματι και χαρακτηρίστηκε όντως ως άνθρωπος από αυτήν τήν εν μέρει συμβατικότητα τής σκέψης του – που τόν έκανε να έχει απόλυτη επίγνωση δηλαδή τού πόσο φοβερά ανοίκεια και προκλητική ήταν η στάση τής ζωής του, η ηθική του, για τούς άλλους : Επιτίθεται σε μια ηθική που από μια άποψη τή νιώθει να τόν πνίγει, δηλαδή να τόν κατακυριεύει – ακριβώς ως εχθρός : δεν αρκεί απλώς να τήν ξέρει καλά για να τήν εκφράσει, πρέπει να ’ναι και θύμα της : Έτσι μπροστά σ’ αυτόν τόν καθρέφτη βλέπει τόν εαυτό του πλήρως και καθόλου : Γι’ αυτό και αναρωτιέται αν μπορεί να υπάρχει ποίηση χωρίς γυναίκα : Γιατί από μιαν άποψη κοιτάει μόνο μπροστά στον καθρέφτη και δεν βλέπει αυτόν που στέκεται πίσω του : Τού είναι αδύνατο να διαπιστώσει τήν ύπαρξη μιας ποίησης που κατασκευάζεται από γυναίκα, και συνεπώς έχει ως αντικείμενό της τόν άντρα. Τό ίδιο αντικείμενο επιθυμίας δηλαδή μ’ αυτόν. Αυτή είναι η σχέση του, ίσως, με τίς γυναίκες : ανοίκεια και άγνωστη σχέση – ή σχέση οικεία και αντεστραμμένη.

αυτή ήταν η 4η συνέχεια (και τό τέλος) από κείμενο που δημοσιεύτηκε στην ετήσια έκδοση «επίλογος/12ος χρόνος» τού 2003

.

.

.

σημειώσεις 

1   ξαναδημοσίεψα τό ποίημα ολόκληρο σ’ αυτήν (και στην προηγούμενη) ανάρτηση για λόγους διευκόλυνσης τής κομματιαστής (τώρα) ανάγνωσης

2   τόνισα (στην πρώτη ανάρτηση) τό θέμα τής σειράς με τήν οποία εκδόθηκαν τά (τελευταία) ποιήματα, γιατί υπήρχε για χρόνια μια μυθολογία ότι τό ποίημα «εις τά περίχωρα τής αντιοχείας», με τό οποίο δήθεν ο καβάφης παίρνοντας τό μέρος τών χριστιανών κορόϊδευε τόν ιουλιανό («τό ουσιώδες είναι που έσκασε»), ήταν τό «τελευταίο ποίημα που ο καβάφης έγραψε πριν πεθάνει». Δεν ξέρει όμως κανείς τί να πρωτοθαυμάσει σ’ αυτήν τήν ποιητική (κυρίως προερχόμενη από τούς περί τήν γενιά τού ’30 εκδότες ποιητές και κριτικούς) παραχάραξη : γιατί τό μεν ποίημα έχει γραφτεί παλιότερα, ο δε καβάφης έδωσε για έκδοση στον τυπογράφο του, λίγο πριν πάει στην αθήνα για τήν εγχείριση τού καρκίνου τό 1932, πρώτα τό «στα 200 π. Χ.» (αυτό που τελειώνει με τό περίφημο «για λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα») και αμέσως μετά (και ενώ είχε έτοιμα και τά «περίχωρα τής αντιόχειας» και, επίσης, μερικά ακόμα) παρέδωσε στον τυπογράφο τελευταίο (άραγε τό ήξερε; τό υποψιαζόταν; ποιος ξέρει…) τό καθαρά ερωτικό «μέρες τού 1908»
   τά «περίχωρα τής αντιόχειας» θα έπρεπε δηλαδή κανονικά να συμπεριλαμβάνονται, από όσους εκδίδουν ποιήματα τού καβάφη, όχι στα «επίσημα» (ή «δημοσιευμένα») αλλά στα «ανέκδοτα» (ή σε κάποιο «παράρτημα», αυτό δηλαδή ακριβώς που έκανε ο γ. π. σαββίδης λίγο πριν πεθάνει, διορθώνοντας ακριβώς (σιωπηρά) ο ίδιος τίς εκδόσεις του τών έργων τού καβάφη, χωρίς να εξηγήσει όμως τόν λόγο τής αλλαγής)
   θα μπορούσε, από τήν άλλη, κανείς να γράψει και πραγματεία ολόκληρη για τό πώς, και αν, η «περσόνα» που χρησιμοποιεί ο καβάφης ως «πρώτο πρόσωπο» (πληθυντικού κιόλας) στα «περίχωρα τής αντιόχειας» ταυτίζεται με τό πρόσωπο τού ποιητή ως προς τήν εχθρική αντιμετώπιση τού ιουλιανού, ή αντιθέτως η ειρωνεία (τού α΄ πληθυντικού κιόλας) δεν αποτελεί ουσιαστικά μια θλιμμένη, και ειρωνική μαζί, υπεράσπιση ενός αυτοκράτορα πεισματάρη και καταδικασμένου να ηττηθεί (στην υπεράσπιση αυτών ακριβώς – ή περίπου – τών πραγμάτων που αγάπησε και υπερασπίστηκε ο ίδιος ο καβάφης στην ποίησή του) – πάντως τό ποίημα έχει γραφτεί παλιότερα, περί τό 1930 ( : όταν ο καβάφης γύρισε στην αλεξάνδρεια από τήν εγχείριση, μέχρι τό 1933 που πέθανε δεν ξανάγραψε τίποτ’ άλλο, ασχολήθηκε με τό αρχείο του, μόνο, και τό τακτοποίησε)

3   last but not least πρέπει να πω εδώ ότι τίς πληροφορίες για τά εκδοτικά ήθη τού καβάφη τίς παίρνω από τήν (εξαιρετική, και όχι μόνο για μένα αλλά για όλους όσους τήν έχουν διαβάσει ολόκληρη – και μερικοί αγγλόφωνοι καβαφιστές ανάμεσά τους) εκτενή καβαφική μελέτη τού φίλου μου ποιητή (αυτού που έκανε και τό αφιέρωμα) «κ. π. καβάφης, τό όλον σώμα» (ακόμα ανέκδοτη)

4   τό άλλο κείμενο τού κοινού φίλου πεζογράφου για τό ίδιο ποίημα, που δημοσιεύτηκε στον «επίλογο», είχε τόν τίτλο «και συνεπώς ζούσεν απ’ τά χαρτιά»
   δυστυχώς δεν είχε κρατηθεί η μεταγραφή στα κομπιούτερ τών αρχικών κειμένων, και έτσι ήμουν υποχρεωμένη να κάνω τή βαρετή χειρωνακτική δουλειά και να αντιγράψω (σίγουρα όμως χωρίς συντομεύσεις!) όλο τό κείμενό μου από τό χαρτί

5   η ανάρτηση τής παλιάς αυτής δουλειάς (θυμίζω ότι) έγινε με αφορμή τήν επέτειο τής γέννησης τού καβάφη (που συμπίπτει, με διαφορά 70 χρόνων, και με τήν επέτειο τού θανάτου του) και τό λέω γιατί τό πράγμα έχει πια προχωρήσει πολύ (και έχει γίνει και πολύ ογκώδες, άσε που δεν ξέρω και πότε θα τό τελειώσω)

.

 

.

.

.

.

.

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: