σημειωματαριο κηπων

19 Νοεμβρίου 2018

στάχτες κατά σαρτόρις

 

 

 

 

εκεί είναι που δεν τόν ξανάδα αλλά κι εκεί είναι που δεν θα τόν πρόσεχα πια, εκτός κι αν μού μιλούσε κατανοητά και κανονικά πλέον. Κάτι που θα γινόταν, και δεν θα γινόταν, κατάλαβες ; Δηλαδή κάτι που έγινε και μαζί δεν έγινε, όταν ήρθε επιτέλους στο καφενείο (δεν είχα διαβάσει ακόμα τή δεύτερη εφημερίδα ολόκληρη – ήρθε σχετικά γρήγορα – ), κατάλαβες ; Όταν δηλαδή, μετά τίς πρώτες αγκαλιές και τά φιλιά, και τά διάφορα «ναι, σέ θυμάμαι», αρχίσαμε (θα έλεγε κάποιος που θα μάς έβλεπε από (πολύ) μακρυά) να μιλάμε : τώρα όμως πια, ό,τι και να σού πω, ξέρω ότι δεν πρόκειται να σε πείσω : γιατί όλα έγιναν άηχα πραγματικά (δηλαδή μόνο για μένα υπήρχαν) και δηλαδή σχεδόν πραγματικά χωρίς θόρυβο : (θυμάσαι τό τέλος που έχει η «πειθώ» τής Θείας Τζαίην ; (τό Θεία είναι τιμητικός τίτλος, όπως στην Κωμωδία, παρ’ όλο που η Ώστιν όντως ήταν και η αγαπημένη θεία για πολλές αγαπημένες της ανηψιές) : Έγραψε τό τέλος τού βιβλίου και δεύτερη φορά, παρ’ όλο που, με πόνους πολλούς, πέθαινε – τό ’γραψε και, με πόνους πολλούς, πέθανε : λοιπόν, σ’ αυτή τή σκηνή πρωταγωνιστεί μια συζήτηση, απ’ τήν οποία κάποιος ταρακουνιέται και συνταράσσεται και γράφει ένα γράμμα – δηλαδή αλλάζει καθοδόν τό γράμμα που έγραφε : παίζουν στο έργο δηλαδή και πρωταγωνιστούν ταυτοχρόνως τό γράμμα και μία συζήτηση μαζί : ευφυές τέλος, μοναδικό – που διεξάγεται όμως κατά βάθος στη σιωπή – γιατί και η συζήτηση, και τό γράμμα, δεν ακούγονται, παρά από κείνον μόνο.) Έτσι δεν μπορώ να σέ πείσω πως έγινε κανονική καταστροφή, γιατί όλα γίνανε σιωπηλά υπόκωφα και τελείως ανάκουστα – και όμως έγινε : πανωλεθρία, σπαραξικάρδια και κωμική, που οφειλότανε στη δικιά μου απλώς προκατάληψη ότι αυτός ήταν αυτός – πράγμα για τό οποίο πια δεν είμαι καθόλου σίγουρη (φυσικά δεν τού ανέφερα τά ορεινά θρανία, φυσικά δεν τού ανέφερα τίς λιποταξίες, ή τίς φυγοδικίες ή τίς υποδικίες – ούτε ασφαλώς τού ανέφερα τό ότι δεν μπορούσε να μιλήσει, και εξαρτήθηκε τότε από μένα και μέ παρακάλεσε – περίμενα να τά πει βέβαια φυσικά μόνος του : όμως αυτός δεν είπε τίποτα σχετικό, και ένα «σέ θυμάμαι» μόνο του δεν σημαίνει ασφαλώς και πολλά : μην θέλοντας να παραδεχτώ ότι έχω κάνει λάθος άνοιξα τότε κι εγώ κουβέντα ηλίθια, για πράγματα που μ’ ενδιαφέρουνε δηλαδή από καιρό (και από τήν αρχή–αρχή μάλιστα αν θυμάσαι) και επιπλέον για πράγματα που πρέπει, υποτίθεται δηλαδή, να τά ήξερε και κείνος, θέλω να πω για τό «όλον και τήν αλήθεια» τού ενός γερμανού, σε σχέση με τό «όλον και τό ψέμμα» τού άλλου γερμανού – τί βλακεία μου : (de profundis domine, suis–je bête που είπε, σε μια ανάλογη περίπτωση, και ο πιτσιρικάς ο γάλλος) : ο τρόπος με τόν οποίο τινάχτηκε και μού αντιτάχτηκε, γελώντας κιόλας με εξαιρετικά καλοσυνάτη συγκατάβαση, δεν είχε καμμία σχέση πια με κάποιον που δεν μπορούσε (έστω και σ’ έναν χαμένο πλανήτη τού παρελθόντος δηλαδή) να μιλήσει : εδώ είχαμε να κάνουμε με κάποιον που μιλάει και με τό παραπάνω, με έναν που ’χει γίνει σπουδαίος και όχι μόνο δεν ζητάει από τούς άλλους να μιλήσουν για λογαριασμό του, αλλά τώρα δεν έχει και καμμία διάθεση ν’ αφήσει τούς άλλους γενικά να μιλήσουνε, και να πούνε φυσικά τά δικά τους : δεν ξέρω από πού έβγαλε τό συμπέρασμα ότι είναι δηλαδή σπουδαιότερος από μένα, αλλά κάτι τέτοιο φάνηκε στη φωνή του : και φυσικά όπως πάντα συμβαίνει σ’ αυτές τίς περιπτώσεις, εγώ πάγωσα κι απομακρύνθηκα, και ουσιαστικά δηλαδή από κείνη τήν ώρα και μετά ήταν που (τελείως, αν και δεν φαινότανε δηλαδή) έφυγα : με άλλα λόγια ήταν – σε όλες του τίς εκφράσεις ευγενικός και συγκαταβατικός – και ποιος νόμιζε λοιπόν ότι είναι ; εκεί λοιπόν τότε, μέσα στην παγωνιά, κατάλαβα ότι δεν είχα καμμία σχέση πια με αυτόν τόν άνθρωπο (ο οποίος εξακολουθούσε να διατηρεί πάντως, κάτι μέρη, από τήν παλιά παιδική του ομορφιά) – ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν καν σίγουρο ότι επρόκειτο για καμμιά παλιά ομορφιά, ή και για παλιά ακόμα γενικά πράγματα) : Στην πραγματικότητα προσγειώθηκα απλώς τώρα δηλαδή και πάλι στην χώρα στην οποία δεν ήθελα να βρίσκομαι, ξανάρθα εδώ, και φυσικά δεν έβλεπα την ώρα να ξαναφύγω : Τίποτα δεν υπήρχε πια :

έτσι κατάλαβα πως η ιστορία απλούστατα είναι ανήλεη : ότι ο χρόνος δεν παίζει, καθόλου μαζί μου πλέον : ο πλανήτης τών αρχικών γεγονότων έχει φύγει, τόν χάνω, δεν μπορώ να τόν ξαναβρώ, έφυγε : «Μην τά μπουρδουκλώνεις όλα», μού είπε «δεν τά μπουρδουκλώνω, τά συνδυάζω», τού είπα, «Τρίχες και πίπες» μού είπε : «Αρχίδια μάντολες» τού είπα τότε κι εγώ, κάνοντας προσπάθειες να είμαι επίσης καθημερινή και κανονική : (εννοούσα δηλαδή, και από πότε έγινε διαπρύσιος κήρυκας τής σαφήνειας αυτός που τά ’λεγε πάντα τόσο μπουρδουκλωμένα ; ) Σηκωθήκαμε λοιπόν να περπατήσουμε (στην πραγματικότητα φεύγαμε, ήδη τό είχαμε υπόψη μας) (τότε λοιπόν πρέπει να έχασα τή δεύτερη εφημερίδα, καθώς θα τήν έριξα βιαστική κάπου παραδίπλα – ή τήν είχα ήδη ρίξει κάπου παραδίπλα όταν σηκώθηκα για να φιληθούμε τότε που μόλις ήρθε : η αλήθεια είναι ότι δεν μ’ ενδιέφερε γενικά η εφημερίδα) : Μ’ έπιασε απ’ τόν ώμο (αυτό τό αγκάλιασμα πολύ αν θες να ξέρεις μ’ αρέσει) και πιάνοντας τότε κι εγώ ζεστά τό χέρι του πάνω μου όπως τό είχε αφημένο στον δεξιό μου ώμο ακουμπισμένο χαλαρά τό ’πιασα και τού τό φίλησα – κατέβασε τό χέρι του αμέσως από τόν ώμο μου και ψηλαφώντας κάτω απ’ τή μέση τόν κώλο μου είπε «ωραία, σφιχτός είναι ακόμα» κατέβασα κι εγώ τό άλλο μου χέρι απ’ τή μέση του και τού ’πιασα τόν κώλο (δεν ήξερα να τού πω σφιχτός ή ξεσφιχτός, σφιχτός μού φάνηκε, πάντως τό ακόμα όπως καταλαβαίνεις μέ πάγωσε, πολύ παλιομοδίτικο κιόλας ήτανε) (κυρίως βέβαια σκεφτόμουνα τί βλέπουν οι αποπίσω γιατί περπατούσε κόσμος στον πεζόδρομο) όμως αυτός δεν ενοχλήθηκε απ’ ό,τι κατάλαβα καθόλου, και έτσι περπατούσαμε σιωπώντας, ο ένας με τό χέρι στον κώλο τού άλλου : όμως, κάτι που μέ απασχόλησε πάνω απ’ όλα, και κυρίως, από εκείνη τή στιγμή και μετά, ήταν αυτό που σα να μέ τσίγκλησε και να μέ τρύπησε με τρυπάνι, ήταν δηλαδή η σκέψη ότι τού φίλησα τό χέρι – και πέρα από τό ότι τό άφησε αυτός νεκρό στον ώμο μου και δεν φάνηκε να τού κάνει καθόλου εντύπωση, πέρα απ’ αυτή τήν τσαντίλα που ενώ εγώ τού φίλησα τό χέρι αυτός ούτε καν να τό κινήσει δεν καταδέχτηκε (θα μπορούσε ας πούμε με ένα δάχτυλο – σηκώνοντας μόνο τό ένα δάχτυλο, έχει γίνει κι είναι πολύ ωραίο – να μού χαϊδέψει τό σαγόνι) όχι, τό χέρι του έμεινε αναίσθητο και γι’ αυτό ίσως ακριβώς εμένα συγχρόνως μού κόλλησε μια εικόνα τότε από ένα βιβλίο τού φώκνερ, και γι’ αυτό αισθανόμουνα δύο και τρεις φορές γελοία : γελοία και ταπεινωμένη, γι’ αυτά που περίμενα γι’ αυτά που θυμόμουνα και γι’ αυτά γενικότερα που ήμουνα (στον φώκνερ βέβαια η φράση που κυριαρχεί είναι τό κορίτσι να μονολογεί έξαλλη από θυμό (αλλά καταβάθος με ντροπή) τρέχοντας πάνω–κάτω στο δωμάτιο «τού φίλησα τό χέρι, τού φίλησα τό χέρι», αλλά οι συνθήκες εκεί είναι τελείως άλλες : όπως ξέρεις ο φώκνερ έχει μια μοναδική ικανότητα να διαβλέπει κάτι ανείπωτες γυναικείες καταστάσεις – έτσι λοιπόν συνέλαβε (ομολογώ ότι κανείς δεν ξέρει πώς) τήν κρυφή σχέση τών γυναικών με τόν ηρωισμό τή γενναιότητα και τόν ιπποτισμό – και έτσι ακριβώς εκεί, στο βιβλίο αυτό έχει μια γυναίκα που θέλει να είναι ηρωική – ένα κορίτσι που ζώντας σε ηρωικές, και χαζές, εποχές αντιπαρέρχεται τό γεγονός πως η ίδια δεν μπορεί να βγει έξω στον κόσμο σαν ήρωας και κρέμεται από τόν (μελλοντικό και πιθανό) ηρωισμό τού άλλου (τόν οποίο, άλλο, (έχοντάς τον όπως η φαίδρα, πρόγονό της) δεν διστάζει να τόν προκαλέσει κιόλας αυτή πρώτη ερωτικά – χρησιμοποιώντας λίγο, δηλαδή υποτιμώντας λίγο, τόν έρωτα εδώ) και γίνεται ηρωική επιβάλλοντάς του, ή προτρέποντάς τον, να γίνει αυτός ήρωας – ένα βατερλώ με λίγα λόγια για τό οποίο ντρέπεται και μετανιώνει τήν ίδια στιγμή κι έτσι κλείνεται στο δωμάτιό της και χτυπιέται ολομόναχη δαγκώνοντας πιθανώς και τά χέρια της και φωνάζοντας σιωπηλά και ντροπιασμένα και λυσσασμένα και υπόκωφα : «τού φίλησα τό χέρι, τού φίλησα τό χέρι» –

 

οι συχνές, ενσωματωμένες και γι’ αυτό ανεξήγητες κι ανείπωτες αναφορές τού φώκνερ στην αρχαιοελληνική ανθρωπολογία (υπάρχει έρευνα για τήν υπόγεια σχέση τών δικών του «δομών αίματος» με εκείνες τού αισχύλου) (εδώ όμως, στο βιβλίο με τό οποίο ασχολούμαι εγώ (ένα από τά πρώτα του, που απορρίφτηκε άπειρες φορές από άπειρους εκδότες, και αναγκάστηκε πολλές φορές να τό αλλάξει και να τό συντομεύσει) τότε λοιπόν εδώ (στο σαρτόρις) όπου υπάρχει εκείνη η σκηνή τού φώκνερ με τό «τού φίλησα τό χέρι» βλέπουμε, σχεδόν επιδεικτική, τήν υπόγεια αναφορά του απ’ τη μια στον σοφοκλή κι απ’ τήν άλλη στον ευριπίδη – και τά δύο πάνω στο ίδιο πρόσωπο : απ’ τή μια δηλαδή η ηρωίδα του γίνεται «αντιγόνη» κι απ’ τήν άλλη «φαίδρα» : και μάλιστα οι αναφορές στην αντιγόνη είναι διπλές και πιο πολύπλοκες απ’ ό,τι οι αναφορές στη φαίδρα – γιατί η υπόθεση πατάει και εδώ όπως και στην αρχαϊκή θήβα πάνω στα αποκαΐδια ενός εμφύλιου, όμως στον φώκνερ η ηρωίδα επιμένει μεν στους παλιούς άγραφους νόμους, αλλά όχι όπως η αντιγόνη για να θάψει νεκρούς – εδώ θέλει ακριβώς να τούς διαιωνίσει, να συνεχιστεί η βεντέτα, να διαιωνιστούν στον αιώνα δηλαδή οι φόνοι. – Από τήν άλλη, η σχέση με τή φαίδρα είναι σαφώς  ελλειπτική, δηλαδή καθόλου συμμετρική ούτε αυτονόητη, και εντελώς ειρωνική ασφαλώς : φλερτάρει με τόν γιό τού άντρα της (και έτσι φτάνει να τού φιλήσει και τό χέρι) αλλά δεν είναι απολύτως σίγουρο ότι τόν έχει ερωτευτεί τόσο παθιασμένα όσο η φαίδρα τόν ιππόλυτο : εδώ η (ανώριμη) γυναίκα προκαλεί τό (ανώριμο) αγόρι, μέσω τού έρωτα, πάνω απ’ όλα για να κάνει ένα φόνο (και ας μην πάμε τώρα και στην κυρία μάκβεθ γιατί θα πάμε πολύ μακρυά) : όμως ο φώκνερ μάς στέλνει τόσο συχνά στην αρχαϊκή λογική που καταντάει ύβρις η αδιαφορία τών διαφόρων εδώ διαβασμένων για τό ζήτημα – από τήν άλλη βέβαια, δεν μάς ενδιαφέρουν οι διαβασμένοι ντόπιοι, ούτε καν σαν αδιάβαστοι τώρα : αυτό τό «τού φίλησα τό χέρι» προσγειώνει όμως τό έργο στην εντελώς σημερινή εποχή – ώς εμένα δηλαδή) : και αυτός ήταν ένας παρόμοιος τέτοιος διαβασμένος, κι αδιάβαστος, όπως αποδείχτηκε (πάντως μού ’κανε εντύπωση η εμφανής περιφρόνησή του προς τή λέξη «πίπες» – και σε μια πρώτη (και μετά από τόσα χρόνια) συνάντηση κιόλας – αυτός ο πουριτανισμός, ομολογώ, μέ πάγωσε – βέβαια τό ξέρουμε όλοι από χρόνια, δεν τό ανακαλύπτω τώρα, ότι οι λέξεις που εικονογραφούν διάφορες φάσεις τού γαμησιού θεωρούνται βρισιές – αυτή είναι η διαλεκτική τού έρωτα στον άθλιο πολιτισμό μας)

 

συνεχίσαμε λοιπόν να περπατάμε, εγώ τού φίλησα τό χέρι, αυτός μού είπε ότι ο κώλος μου κρατιόταν ακόμα και δεν είχε σουρώσει, κι εγώ είχα θελήσει απλώς να τού εξηγήσω τά σχετικά με τό όλον – αυτά που σού ’χα πει δηλαδή και σένα στην αρχή αρχή αν θυμάσαι – λες και ήθελα απλώς να τού εξηγήσω τό γιατί είμαστε εκεί και οι δυο στον πεζόδρομο  : όταν ο χέγκελ δηλαδή διατύπωσε τήν άποψη ότι τό όλον είναι η αλήθεια και ο αντόρνο τόν αντέκρουσε με τό ότι τό όλον είναι ψέμα, δεν νομίζω ότι τσακώθηκαν ακριβώς, και μάλλον δεν τσακωθήκαν καθόλου, διότι αυτό που εννοούσε ο ένας ήταν ότι Μόνο η αλήθεια κάνει τό όλον, και όταν ο άλλος συμπλήρωσε ότι Τό όλον είναι ψέμα, επέκτεινε απλώς τήν διατύπωση : για να τό καταλάβουμε όμως αυτό θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι όταν ο χέγκελ, που δεν κατάφερε να γίνει καθηγητής αλλά έμεινε δασκαλάκος για χρόνια (τήν ώρα που κάτι άλλοι αλαμπουρνέζοι είχανε ήδη τίς έδρες τους – σφιχτές και κωλοπετσωμένες) όταν ο χέγκελ λοιπόν είπε ότι τό όλον είναι η αλήθεια δεν ήθελε να πει τόσο πολύ ότι τό όλον (δηλαδή αυτό που κάθε μέρα συμβαίνει) είναι αληθινό με τήν έννοια ότι μάς εκφράζει και μάς ευχαριστεί, αλλά μάλλον ότι η αλήθεια δεν μπορεί ποτέ να είναι τό επιμέρους καθημερινό (η μια μόνο συνάντηση ας πούμε) κι ούτε μπορεί να βρεθεί μέσα στα κομματιαστά κομματάκια, αλλά ότι βρίσκεται μόνο μες στην συνολική γνώση τών πάντων : και τά κοίλα και τά αμφιθέατρα και τίς πίπες : (αυτό συμβαδίζει επομένως και με τήν πεποίθησή του ότι είναι αδύνατο να περιγράψει κανείς οτιδήποτε πραγματικά, αλλά ότι η περιγραφή ενός επεισοδίου από τήν ζωή ενός ανθρώπου χρειάζεται τήν πλήρη βιογράφηση τού ανθρώπου αυτού : (και ότι μόνο έτσι μπορεί να γίνει κάτι από τό επεισόδιο αυτό κατανοητό) : όταν λοιπόν ο αντόρνο ισχυρίζεται ότι Τό όλον είναι ψέμα εννοεί ότι η πλήρης ανάπτυξη τής ζωής μας είναι ψέμα διότι δεν μάς εκφράζει διότι εμείς είμαστε άλλοι και αλλού : εμείς δεν είμαστε δηλαδή αυτοί, είμαστε άλλοι, κι έτσι αυτό που συμβαίνει είναι ψέμα ακριβώς γιατί αποτελεί μέρος μόνο τής αλήθειας τού χέγκελ : για να φτάσουμε στην αλήθεια δηλαδή τού χέγκελ θα ’πρεπε να παραδεχτούμε πρώτα ότι δεν είμαστε μόνο αυτό (τό ελάχιστο και αξιολύπητο ας πούμε πάνω κει στον πεζόδρομο) που γίνεται, αλλά και οτιδήποτε άλλο (άγνωστο) δεν μπόρεσε ποτέ του να γίνει : με άλλα λόγια τό όλον είναι πολύ μικρό πλέον για μάς)

 

Και έτσι, πλησιάζοντας να χωρίσουμε, και καθώς εγώ έψαχνα πια για ταξί, «ε, σήμερα κάναμε και λίγο επίδειξη γνώσεων ο ένας στον άλλον, τήν επομένη θα τό διορθώσουμε» μού είπε χαμογελαστά και λίγο διδακτικά, και ίσως με ένα ίχνος υπονοούμενου προς άλλες, ερωτικότερες συνέχειες ώστε εγώ να συνειδητοποιήσω τότε ακριβώς, και μέσα σε μια νυχτιάτικη και χειμωνιάτικη έκλαμψη καθαρής και αστραφτερής αλήθειας, ότι δεν είχαμε πάρει μέρος καν στο ίδιο βράδυ : δεν περπατούσαμε καν στον ίδιο δρόμο : δεν είχαμε κάτσει καν στο ίδιο κοίλο : γίνονται βέβαια αυτά, έχουν συμβεί και άλλες φορές, και μάλλον γενικότερα πάντα συμβαίνουν : τού ήταν αδύνατο δηλαδή να φανταστεί ότι εγώ έψαχνα να σιγουρέψω τό γεγονός πως προερχόμαστε από τό ίδιο αμφιθέατρο, και πως, παρ’ όλον τόν χρόνο, είμαστε ακόμα κάπως ελαφρώς συγγενείς – δηλαδή καθισμένοι στα ίδια θρανία : ότι ακόμα δηλαδή δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε καλά : και επειδή δεν είμαστε τελικά συγγενείς και μάλλον δεν είχαμε κάτσει ποτέ στα ίδια θρανία, και μάλλον μιλούσαμε και οι δύο θαυμάσια, κατέληξε εκείνος ότι βρισκόμαστε στον πλανήτη τών γνώσεων και τών επιδείξεων, τών ανταγωνισμών και τής έχθρας και τής βλακείας, που εκείνος είχε μάθει φαίνεται από χρόνια πολλά να περιδιαβαίνει : και τόν θεωρούσε και ωραίο πλανήτη απ’ ό,τι αποδείχτηκε : όχι, τίποτα δεν υπήρχε πια, και ό,τι θυμόμουνα ήταν μια στάχτη στο κεφάλι μου : ήμουνα στην αρχή έτοιμη να ερωτευτώ και στο τέλος κατέληξα αποσβολωμένη και επομένως τώρα έψαχνα απλώς για ταξί

αφού δεν γίνεται αλλιώς : ο έρωτας είναι ήρωας και μάλιστα πάνω στα χιόνια, όπως είπε ωραιότατα ο παπαδιαμάντης και όπως τό είπε εξάλλου συνοπτικά και ο μπρούνο, ναι ο τζορντάνο : μια ηρωική μανία – και ο σταντάλ επίσης όμως τό διατύπωσε καθαρά : ο έρωτας ξεκινάει από έναν (ακατανόητο συχνά) θαυμασμό : Εγώ λοιπόν τόν θαύμαζα πριν από χρόνια γιατί δεν μπορούσε να μιλήσει, είναι μεγάλο κατόρθωμα να μην μπορείς να μιλήσεις, και τώρα ξαφνικά έλεγε τρίχες και πίπες – δεν είχα τίποτ’ άλλο παρά να ψάξω λοιπόν για ταξί :

 

και έτσι θα έληγε η βλακώδης πανωλεθρία, πολύ γρήγορα, μόλις μερικές ώρες δηλαδή μετά : και έτσι θύμωσα εγώ η ίδια με μένα απλώς : θύμωσα που βρέθηκα με μια στάχτη στα χέρια δηλαδή ξαφνικά, σαν εκείνους τούς αρχαίους που παίρναν στάχτη από κάτω και κάλυπταν όλο τό κεφάλι τους, μολονότι εγώ δεν θα κάλυπτα κανένα κεφάλι, η στάχτη θα ήταν αόρατη και μόνο στο κεφάλι μου μέσα, και μόνο ο θυμός μου που θα είχα αφεθεί ν’ αφήσω κάτι να μέ τυλίξει ή να μέ σκεπάσει ολόκληρη, και που να μοιάζει εντέλει με αποτυχία, και μολονότι ήταν και μεγάλος ο θυμός, ήταν και μεγάλη η κατάπληξη για τό γεγονός ότι μπορούσα να νιώθω μαζί και λύπη και παγωνιά (πράγματα που μοιάζανε τόσο με τά ξεχασμένα και αφημένα πίσω) καθώς βρισκόμουνα στον πεζόδρομο σ’ ένα μέρος επίσης παλιό ξεχασμένο – τό εντελώς περίεργο πάντως είναι ότι όταν έπεσα στο κρεβάτι και πριν καν αρχίσουν τά όνειρα, μύρισα κάπου στο μαξιλάρι ένα υπόλοιπο από τό δέρμα του και τό μάγουλό του, σίγουρα από το φιλί που δώσαμε καθώς χωρίζαμε, και ξαφνιάστηκα λίγο με μένα τήν ίδια, με τό πόσο επίμονη και πιστή δηλαδή ήμουνα με όσα θυμόμουνα κι ας αποδεικνύονταν λάθος – γιατί όταν τελειώσει τό έργο, όλα φαίνονται γελοία – όλα είναι γελοία όταν τελειώσει τό έργο

αλλά όλα αυτά είναι άσχετα τής είπα στο τέλος, απλώς η απόδειξη τού ότι απέτυχα εντελώς, και μάλιστα τόσο γελοία, ήταν πάνω απ’ όλα τό γεγονός πως εκείνη τή μέρα αγόρασα τήν ίδια εφημερίδα τρεις φορές, πράγμα που τό κατάλαβα όταν η μέρα τέλειωσε, τόσο συγχυσμένη ήμουνα εκείνη τή μέρα, που είχε αρχίσει ζεστή, πολύ πριν γίνει παγωμένη, κι αυτό που μέ μπέρδεψε περισσότερο ήτανε ο θυμός μου όταν πάγωσε, μια που δεν ήξερα πώς να τόν περιγράψω.

 

«μέρες τοπίου» (ανέκδοτο μυθιστόρημα)

 

 

 

 

 

 

φωτογραφίες Fan Ho, Trent Parke

 

 

 

 

 

 

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: