σημειωματαριο κηπων

24 Αυγούστου 2013

ανδρέα κίτσου–μυλωνά, angelus novus

  

 

 

   τό σύντομο κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε από τόν αντρέα κίτσο–μυλωνά (ψευδώνυμα, όπως καμιά φορά τό συνήθιζε) για να προλογίσει τό δοκίμιο τού βάλτερ μπένγιαμιν «φραντς κάφκα» που έχει ως υπότιτλο «για τή δεκάτη επέτειο τού θανάτου του» (και συνεπώς ο μπένγιαμιν τό έγραψε τό 1934) και τό οποίο ελληνικά εκδόθηκε από τόν «έρασμο» (πριν από τριαντατόσα χρόνια) σε μετάφραση τού στέφανου ροζάνη

   σε δυο σελίδες μέσα, μακριά από τήν κατά κόρον ντόπια τάση για μεγαλοστομίες και εξιδανίκευση αυτού που έχει (πια) καθιερωθεί, όσο και επιβεβαιώνοντας τή λιτή τάση τού έρασμου για μια τίμια φιλοσοφική διαφώτιση ενός ελάχιστου ντόπιου κοινού, ο μυλωνάς μιλάει για έναν φιλόσοφο που ξέρω ότι αγάπησε πολύ, αλλά χωρίς να χρησιμοποιεί κανένα από τά περιρρέοντα περί αυτού στερεότυπα, και καμιά (κατά φλωμπέρ τόν οποίον επίσης πολύ ηγάπησε) προκατασκευασμένη ιδέα εκσφενδονίζοντας με άνεση όλη τήν τόλμη και τήν πρωτοτυπία τής σκέψης του, περιφρονώντας φοβισμένες καλύψεις πίσω από φιλοσοφικές αποσκευές (τίς οποίες διέθετε) και ξετυλίγοντας ήρεμα οργανική σχέση με τήν κριτική θεωρία : κατά τή γνώμη μου, θα αρκούσε για να δικαιωθεί τό μικρό αυτό δοκίμιο και μόνο η φράση του «εξ άλλου η αμεσότητα στην τέχνη δεν έχει να κάνει με τά συνθήματα για τήν αλήθεια στην τέχνη και τήν ψευδοσυγκεκριμένη αμεσότητα, παράγωγα τού καπιταλιστικού λαϊκισμού.»

   πρόκειται για κείμενο τού 1980, που ο α. κ.–μ. υπόγραψε ως χ. α.

   η πρώτη εκείνη έκδοση τού «έρασμου» walter benjamin φραντς κάφκα έγινε τό 1980 (η 2η, που κυκλοφορεί ώς σήμερα, τό 2004)

.

.

  

Angelus Novus (Walter Benjamin)

   Προσωπικότητα προσηλωμένη νοσταλγικά σε μια παλιά εποχή, ο Μπένγιαμιν, προβαίνει σε συνεργασία με τήν Κριτική Σχολή τής Φραγκφούρτης, που διαρκεί μέχρι τόν θάνατό του, παρ’ όλες τίς διαφωνίες και κατά καιρούς ρήξεις καθώς και τίς εκατέρωθεν προσπάθειες συνάντησης σ’ ένα σταθερό σημείο· η σχέση τού Μπένγιαμιν με τό θέαμα καθιστά έντονη τή διαφοροποίησή του στους κόλπους τής Σχολής, αν θεωρηθεί ότι η Φιλοσοφία τής σύγχρονης μουσικής και τό Δοκίμιο για τόν Βάγκνερ, τού Αντόρνο – έργα τόσο σημαντικά, ώστε ένα ολόκληρο κεφάλαιο τού μυθιστορήματος Δόκτωρ Φάουστους τού Τόμας Μαν να γραφεί με βάση ένα κεφάλαιο τού πρώτου από τά δυο βιβλία, μια νέα Αισθητική να αρθρωθεί και η φιλοσοφία τής μουσικής να περάσει στην κριτική περίοδό της – συνιστούν τίς αισθητικές αρχές τής Σχολής. Θεολογική φύση, που δεν θέλησε ποτέ να λησμονήσει τήν εβραϊκή θρησκευτικότητα τής καταγωγής του και τήν παράδοση τών μεγάλων κειμένων ενός λαού στου οποίου, μαζί με τούς άλλους Εβραίους διανοητές τής εποχής του, τήν περιπέτεια ήταν ψυχικά και πνευματικά παρών, θα βιώσει τήν αγωνία του σε πολύπλευρες αισθητικές αναζητήσεις. Περισσότερο όμως ανήκει στη θεωρία τού θεάματος και τήν α–τοπία του, στις εκφράσεις μιας νοσταλγίας για ενότητα. Έτσι παρά τήν άξια και πλήθουσα κριτικότητά του παραμένει ένας προμαρξιστικός κριτικός : προμαρξιστικό είναι τό διάβασμά του τού Κορς και τού Λούκατς που άσκησαν, μετά τά εβραϊκά κείμενα, τεράστια επίδραση στην ανάπτυξη τών κριτικών και οδοιπορικών. Στον θρίαμβο τής υποκειμενικότητας, τόν οποίο ζούσε στη Γερμανία, αντέτασσε τήν αντεστραμμένη αλήθεια τής εικόνας και τό άλογο ως τή βαθύτερη έκφραση τού έλλογου. Η αγάπη του στον Μπωντλαίρ και η αφοσίωσή του στον Μπρεχτ (τού οποίου τή σκέψη η Σχολή θεωρούσε χονδροειδή, και τόν ίδιο τυπικό σταλινικό) πρέπει να κριθούν μέσα από τήν προσπάθεια τού Μπένγιαμιν να οργανώσει μια θεωρία για τό στυλ, που τό αντιμετώπιζε σαν χαρακτηριστικό στοιχείο, δηλωτικό τής έκπτωσης τής τέχνης στην αστική κοινωνία. Εξ άλλου η αμεσότητα στην τέχνη δεν έχει να κάνει με τά συνθήματα για τήν αλήθεια στην τέχνη και τήν ψευδοσυγκεκριμένη αμεσότητα, παράγωγα τού καπιταλιστικού λαϊκισμού : έτσι ο κριτικός τού στυλ τής αστικής κοινωνίας θα ξαναδώσει στη γλώσσα τήν κριτική δύναμη να μακραίνει από τήν εκβαρβάρωσή της. Μπορούμε εδώ να υποδείξουμε τή συστηματικότερη αναζήτηση τής σκέψης του, παραπέμποντας στο διάσημο δοκίμιο Τό έργο τέχνης στην εποχή τής τεχνικής αναπαραγωγιμότητάς του, εκδ. Κάλβος, μετ. Δ. Κούρτοβικ, στις «θέσεις» του και στο άτυχο βιβλίο του για τό γερμανικό δράμα. Όλη του η πορεία άνιση, με παρεκβάσεις και αστάθεια και διαρκή αναζήτηση προτύπων, αποδίδεται σε θαυμάσιες σελίδες οξύνοιας και κριτικής ευαισθησίας, στις οποίες η απουσία φιλοσοφικότητας καλύπτεται από μιαν εβραϊκής μορφής σύλληψη τής καθολικότητας προς χάριν τής οποίας πέρασε στον σουρρεαλισμό για να βρει μαζί του τό γκαζ, τή δαγκεροτυπία, τό πανόραμα και τήν Αλίκη – τά «αρχέτυπα φθαρτότητας» (Μπλοχ). Για τόν Μπένγιαμιν και τήν κριτική Σχολή τής Φραγκφούρτης προτείνουμε τό σπουδαίο βιβλίο The Dialectical Imagination τού Μάρτιν Τζαίη. Τήν έκδοση τού συνόλου τών δοκιμίων τού Μπένγιαμιν επιμελήθηκαν στις εκδόσεις Ζούρκαμπ ο Σόλεμ και ο Αντόρνο.

                                                                                                          Χ.Α.

.

.

.

     

 

κλικ στις φωτογραφίες τών βιβλίων για διάβασμα

άλλα για τον α. κ.–μ. εδώ και εδώ

 

 

12 Φεβρουαρίου 2013

περιοδικό «σημειώσεις» #61 : ανδρέα κίτσου – μυλωνά / γραφτά

.

    

.

Εγώ    Έγραψα όλα τά βιβλία που είχα διαβάσει
Έγινα   /  μανιτάρι  /   Τί έγινε
Δεν υπήρξε μια κίνηση χωρίς στίχο ή άλλη έκφραση
Μόνο τά βιβλία που έχω διαβάσει υπάρχουν
Όλα τά άλλα δεν είναι βιβλία
Ας στέλνουν σινιάλο που βυθιζόμαστε
Μέσα στην αγάπη μας  βοήθα Παναγιά  όλα τά ποιήματα όλων τους
Πια τώρα   όλα   έγιναν όλα
Ποιο είναι τό πρώτο ποίημα πού κρύβεται
Τό πρώτο ποίημα και η δόξα   κανένα πρώτο πρώτο ποίημα 

                                                                                  (δεκέμβριος 1980)

.

.

   συνεχίζοντας τό αφιέρωμα στο αφιερωματικό τεύχος τών «σημειώσεων» για τόν ανδρέα κίτσο – μυλωνά, βάζω σήμερα ψήγματα από κείμενα τού ίδιου τού αντρέα που παρατέθηκαν εκεί : οι δυο αυτές αναρτήσεις δεν υποκαθιστούν φυσικά σε καμία περίπτωση τό ίδιο τό τεύχος – είναι απλώς κάτι σαν ελάχιστη συζήτηση και ανάμνηση που ανακαλεί τήν τίμια μορφή η οποία εννιά χρόνια τώρα εξακολουθεί να μάς λείπει – και βέβαια τά κείμενα είναι αποσπασματικά όχι μόνο διότι τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τό ίδιο τό τεύχος αλλά και διότι τό ίδιο τό τεύχος είναι σχετικά ογκώδες

   όμως η ανθολόγηση που κάνω σήμερα θα είναι αποσπασματική και για έναν άλλον εσωτερικότερο λόγο : παραθέτω τά κομμάτια τών γραφτών του που μού θυμίζουν τήν ίδια τήν ιδιοσυγκρασία τού αντρέα ως ομιλητή, ιδιοσυγκρασία γεμάτη πρωτοτυπία και πείσμα πέρα από τήν γλαφυρή τόλμη (για παράδειγμα, οι στίχοι «Εγώ έγραψα όλα τά βιβλία που είχα διαβάσει | Μόνο τά βιβλία που έχω διαβάσει υπάρχουν | Όλα τά άλλα δεν είναι βιβλία» είναι οι καταλληλότεροι για να φέρουν ζωντανό τόν αντρέα μπροστά μας, κάπως σαν αινιγματικό και μαζί πεισματάρη να μιλάει γερμένος στην συνηθισμένη του πολυθρόνα παραδοξολογώντας ενίοτε ειρωνικά και δογματίζοντας ενίοτε με κέφι…)

.

.

   τό αφιερωματικό τεύχος τών «σημειώσεων» έχει δύο μέρη (για να αναφερθώ και λίγο αναλυτικότερα στα περιεχόμενά του) : τό πρώτο είναι κείμενα για τόν αντρέα από φίλους ή γνωστούς (και απ’ αυτό τό μέρος παράθεσα αποσπάσματα στην προηγούμενη ανάρτηση) και στο δεύτερο (με τόν τίτλο «ανδρέας θ. κίτσος–μυλωνάς κείμενα : α΄ δοκίμια / β΄ ποιήματα») περιλαμβάνονται 14 ποιήματα δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα, χρονολογημένα ή μη (τά χρονολογημένα καλύπτουν τήν περίοδο 1980 – 2004), και πεζά (κριτικά) κείμενα με ημερομηνίες (δημοσίευσης) 1971, 1976, 1977, 1978, 1981, 1982, 1983 και 1984. Απ’ αυτά :
   τά περισσότερα είναι δημοσιευμένα σε (αρκετά πρώιμα) τεύχη τού περιοδικού «σημειώσεις» (τεύχος 8, μάϊος ’76 : «τό σώμα τού ποιητή (γράμμα)» / τ. 10, δεκέμβριος ’76 : «στίχοι μιας ποιητικής» (σημ. μπλογκ : κείμενο για τόν βύρωνα λεοντάρη) / τ. 11, ιούνιος ’77 : «εισαγωγικές παράγραφοι στον ‘προσκυνητή’» (σ. μπλ.: σολωμός, βάρναλης) / και τ. 22, νοέμβριος ’83 : «περίληψις προηγουμένων» (σ. μπλ.: καβάφης))
   δύο είναι δημοσιευμένα στα «πρακτικά συμποσίου ποίησης» («η πολιτική συνάντηση κριτικής και ποίησης», δεύτερο συμπόσιο ιούλιος 1982 / «θεωρήσεις τού δημοτικού τραγουδιού», τέταρτο συμπόσιο ιούλιος 1984)
   ένα δημοσιευμένο στην εφημερίδα «καθημερινή» («η λέξη χωρίς τό πράγμα (η κριτική δύναμη τής ελληνικής γλώσσας)» 26 ιανουαρίου 1981)
   ένα δημοσιευμένο στον τόμο «φώτα ολόφωτα / ένα αφιέρωμα στον παπαδιαμάντη και τόν κόσμο του», ΕΛΙΑ 1981 («παράγραφοι» / και έλαβεν εκάτερος τό ίδιον εαυτού πράγμα)
   ένα δημοσιευμένο στο περιοδικό «χάρτης» τεύχος 1 ιούλιος 1982 («παράγραφοι / νίκος φωκάς : ο μύθος τής καθέτου»)
   ένα γραμμένο τό 1978 αδημοσίευτο («παράγραφοι / “κατά τό πρόσωπο ανέμου” τού στ. ροζάνη»)
   και ένα στον τόμο «προτάσεις, μελέτες για τήν ποίηση» μάιος 1971 («παράγραφοι»)

.

.

   να προσθέσω κάτι ακόμα στα αρχικά που είπα, και μετά θα σάς παραδώσω στα αποσπάσματα : ο αντρέας, ως (εξαιρετικός να τό πω κι αυτό) νομικός, πιστεύω ότι είχε απόλυτη επίγνωση τής παραδοξότητας (ακόμα και από άποψη δικαιωμάτων να πούμε) που ενείχε η πρόταση «εγώ έχω γράψει τά βιβλία που μ’ αρέσουν» : (νομίζω ότι τόν θυμάμαι να τό λέει, με τό γνωστό του φιλοσοφικής απόχρωσης πείσμα, ασχέτως δηλαδή τού παραπάνω ποιήματος…) Παρόλ’ αυτά δεν ήτανε επικαλούμενος κάποια ποιητική άδεια που τό έλεγε – ο αντρέας, όπως και ολόκληρη η παρέα αυτή, η αποτελούμενη κατά βάθος και κατά βάση από ποιητές, αντιπαθούσε και αντιπαθεί τήν ποιητικότητα, και στα λόγια και στα έργα : νομίζω επειδή δεν διεκδικεί επιείκεια αλλά αυστηρότητα και κριτική διάθεση και για τόν εαυτό της και επομένως και για τούς άλλους – και η ποιητικότητα, ως γνωστόν, προσβλέπει σε κάποια συναισθηματική, μέσω μιας δεσμευτικής αναφοράς στην αισθητική, συγκατάθεση : όχι, η πρόταση τού αντρέα δεν ήτανε τόσο αισθητικής όσο φιλοσοφικής θα ’λεγα διάθεσης : άλλωστε η ομάδα τών «σημειώσεων», έχοντας εκδόσει (σε χρόνο για τά ελληνικά πράγματα άκρως ανύποπτο) μέσω τού «έρασμου» τόν μαξ χορκχάιμερ και τούς άλλους τής σχολής τής φραγκφούρτης, ήξερε πολύ καλά να εκτιμήσει κείνη τήν απόφανση τού ιδρυτή τής κριτικής θεωρίας (αν τό θυμάμαι καλά τώρα…) : «στην παρούσα φάση αλλοτρίωσης τού ατόμου από τήν κυριαρχία, τό πείσμα μπορεί να αποκτήσει μια δυνάμει πρωτογενή φιλοσοφική διάσταση» : τό να θεωρείς πεισματικά δικό σου λοιπόν τό έργο τέχνης που θεωρείς άξιο λόγου είναι η άλλη πλευρά τής εξαφάνισης τής μεταμοντερνικής ισοπέδωσης – και είναι η υπεράσπιση τής τέχνης στην δυναμικότερη μορφή της : τό να «συμμετέχεις στην κατασκευή τού έργου» είναι δηλαδή επίσης η άλλη όψη τού να είσαι επαρκής αναγνώστης (ή «αρκετός» που θα έλεγε και ο σολωμός), είναι η ίδια η προϋπόθεση εντέλει για να καταλάβεις τό έργο : τό να τό ολοκληρώνεις – υπό καθεστώς πραγματικής ιδιοκτησίας… Εξάλλου ο αντρέας δεν επιδείκνυε ποτέ ευαισθησία, επιδείκνυε (με όλη τήν αυτοειρωνεία που είχε τήν ικανότητα επίσης να επιδεικνύει) πρακτικότητα – και μέσω τής προσήλωσής του στα πρακτικά γινόταν και κάτι άλλο, αν ήθελες ή μπορούσες ή είχες τήν ευκαιρία να τό δεις : Μια φορά, επί παραδείγματι, βγαίνοντας από τό γραφείο του με τόν στέφανο τασσόπουλο (συγγραφέα, καβαφιστή, και φίλο του, ο οποίος και μού είπε αργότερα τήν ιστορία) περπατούσε στη σόλωνος μιλώντας, ως συνήθως, ενώ γύρω ήταν πολύς κόσμος και ο αντρέας φαινόταν απασχολημένος αποκλειστικά με τή συζήτηση – παρόλ’ αυτά σε μια στιγμή είπε, εξίσου σοβαρά σαν να συνέχιζε τό προηγούμενο θέμα «αυτό τό κοριτσάκι έχει χαθεί» και συμπλήρωσε : «αυτό τό κοριτσάκι τώρα θα κλάψει». Και έδειξε στον φίλο του ένα μικρό παιδί που στεκόταν στον τοίχο μιας πολυκατοικίας ακίνητο – εκείνος όμως δεν είδε τότε αυτό που ο αντρέας έβλεπε : δεν έχει τίποτα, κάποιον περιμένει, τού είπε – «όχι, όχι, θα κλάψει, τώρα θα κλάψει» επέμενε ο αντρέας – «πάμε να τού μιλήσουμε, τό κοριτσάκι θέλει να κλάψει, γιατί έχει χαθεί» : και έτσι πήγαν να τού μιλήσουν : με τό που τό ρώτησαν αν τού συμβαίνει τίποτα και κάθεται έτσι μόνο του στην άκρη τού δρόμου, τό κοριτσάκι όντως έβαλε τά κλάματα. (Η συνέχεια τής ιστορίας είναι πρακτικά λογική – η υπόθεση τής μικρής απασχόλησε για όλο τό υπόλοιπο μεσημέρι τούς δυο τους, μέχρι να βρεθεί, μέσω τής αστυνομίας, η ανησυχούσα και τρελαμένη μήτηρ. Αλλά αυτό που έχει σημασία είναι [αυτό που, όπως μού είπε, άφησε κατάπληκτο και τόν συνομιλητή του όσο και αν τόν γνώριζε : ] η ετοιμότητα τού αντρέα, παρόλα τά σοβαρά εκείνη τήν ώρα ας πούμε φιλοσοφικά και λοιπά συζητητικά του ενδιαφέροντα, να συμμετάσχει αυτονόητα στην περιβάλλουσα ζωή τού πεζοδρομίου γύρω του, και να ’ναι σε θέση μάλιστα να μπει στον ψυχισμό ενός μικρού παιδιού με τέτοια διαισθητική ορθότητα.)

   Γι’ αυτόν, και για πολλούς άλλους τέτοιους λόγους, είναι που πιστεύω ότι τό «εγώ έχω γράψει όλα τά βιβλία που μ’ αρέσουν» (αυτό εννοούσε δηλαδή λέγοντας «που έχω διαβάσει» : ο αντρέας δεν (κατα)δεχόταν ως γνωστόν να διαβάσει ( : να θεωρεί δηλαδή ότι διάβασε) βιβλίο αν δεν τό θεωρούσε εκ τών προτέρων άξιο «να τού αρέσει») μπορεί και πρέπει να διαβαστεί σαν ομολογία όχι απλώς αισθητικής εκτίμησης αλλά (πάνω απ’ όλα) υπόγειας ψυχολογικής συμπάθειας (ταλαιπωρημένης ταύτισης) με τόν δημιουργό τού εκάστοτε (αγαπημένου) έργου.

   θα μπορούσα να προσθέσω εδώ και άλλα, από τήν δική μου ας πούμε γνωριμία με τόν κύκλο τών σημειώσεων, εμπλοκή που χρωστάω καταρχάς (να τό πω κι αυτό) στην μαρία μυλωνά και τήν αδηφάγο φιλαναγνωσία της (η οποία έχω τήν υποψία ότι αποτελούσε ένα είδος αναγνωστικής ασφάλειας και εισόδου στα βιβλία που θα τού άρεσαν, για τόν ίδιο τόν αντρέα), και πάνω απ’ όλα γι’ αυτό (που αρχικά μέ εξέπληξε και ύστερα μέ στήριξε) δηλαδή τή γενναιοδωρία (πρωτοφανή κιόλας, δεδομένης τής μικροψυχίας τού σχετικού χώρου εν ελλάδι), τήν καλλιτεχνική ακριβώς δηλαδή γενναιοδωρία τόσο τού αντρέα όσο και τού όλου κύκλου μέσα στον οποίο σαν να ’ταν φιλοσοφικό αισθητικό και ψυχικό του καταφύγιο κινούνταν, και τόν οποίο (κύκλο) θα υπερασπιζόταν είχες τή εντύπωση, αν ποτέ χρειαζόταν, είτε με τό γνωστό μειλίχιο ύφος του είτε με τό άλλο τό στεντόρειο, αλλά πάντως με τό γνωστό του πείσμα, και με τήν ίδια εντέλει ταλαιπωρημένη ταύτιση με τήν οποία θεωρούσε δικά του όλα τά βιβλία που είχε διαβάσει

   (αλλά όχι σήμερα, ούτε εδώ : όπως δεν πρόκειται να πω τίποτ’ άλλο σήμερα και για τόν στέφανο τασσόπουλο που διάλεξε κι αυτός να φύγει έναν επίσης φλεβάρη, φέτος).

.

   σάς παραδίνω τώρα στα αποσπάσματα :

.

.

   Στην αποκαταστημένη πλέον μεταπολεμική τέχνη η γραφή ήταν κομματική εξομολόγηση, καθώς τό ποιητικό γεγονός ήταν συνδεδεμένο με τήν κομματική εκδοχή τών πραγμάτων που κάλυπτε και τούς ισχυρισμούς τής ατομικής οπτικής. Από τίς ενδογενείς αντιφάσεις τής κομματικότητας προέκυψε η ποιητική τής διάψευσης, ένας σταλινικός ναρκισσισμός /…/ Η σύγχρονη κομματική εκδοχή για τήν κοινωνική προοπτική τής γραφής βρήκε τήν έκφρασή της στη συγκρατημένη αισθητικοποίηση τών λαθών /…/ Η κομματικά δοσμένη άφεση αμαρτιών είναι η υπεριστορικότητα τής ανθρώπινης ευθύνης. Και η Τέχνη δεν ήταν ποτέ περισσότερο από σήμερα τέχνη τού κόμματος. Τό άλλο είναι πολιτικά στραγγαλισμένο έστω κι αν μέσα από ένα αισθητικό κρύψιμο δικαιώνεται στην περιθωριακή του επιβίωση. /…/

   Στο σημείο αυτό λειτουργεί και η ποιητική τού Βύρωνος [Λεοντάρη] καθώς συνδέει απολύτως τήν ατομική συνείδηση με τήν κοινωνική της πρόφαση που εξανάγκασε τό έργο του σ’ ένα μεταξύ που δεν αξιώνει τήν αισθητικοποίηση τού ατομικού, ακριβώς διότι διευρύνει τούς προκαθορισμούς τού κοινωνικού είναι μέσα από τήν αδιαμφισβήτητη ηθική του, που δεν νοείται σαν κομματικό κακό αλλά σαν διαύγεια και αγρύπνια τής σκέψης. Στο σημείο αυτό έρχεται και η έξοχη διαπίστωση τού Λυκιαρδόπουλου : «Οι ανεύθυνοι θύτες δεν αθωώνονται, η αθωότητα είναι τό έγκλημά τους», που αφενός διαπερνά τήν ογκώδη ιστοριογραφία τών τύψεων και εξάλλου προκαλεί μια διεύρυνση τού προβληματισμού για τή στράτευση τής τέχνης. /…/

   Οι νέες μορφές έκφρασης, η είσοδος τού μοντέρνου στην τέχνη τού κόμματος ήταν μετάθεση τής προβληματικής τής αριστεράς στην αισθητική. /…/

   Η ποίηση τού Βύρωνος συμβάλλει στο να διακρίνουμε σήμερα τήν εναντίωση τής κακής ιστορίας με τήν ωραία περιγραφή της. /…/

Τρομάζουμε όχι γι’ αυτό που κάποτε υπήρξαμε
αλλά γι’ αυτό που δεν υπήρξαμε 

   /…/ Η μαρξιστική σκέψη δεν μπόρεσε να κατακτήσει ένα δικό της ύφος : η άνεση τής γραφής της παραπέμπει στην αδιέξοδη αυτή κατάληξη, που συνιστά τόν πυρήνα όλων τών κριτικών τού μαρξισμού μέσα από τίς διάφορες αναθεωρήσεις του. Ύφος εδημιούργησαν οι αναιρέσεις τού μαρξισμού, που ήταν και η ουσιωδέστερη έκφρασή του καθώς αρνούνταν να δουν στον μαρξισμό ένα λαϊκιστικό μοντέλο για τήν προσιτότητα τής κατανόησης και τής χώνευσης τών μαζών. Στον λαϊκισμό αυτόν περνάνε αμέσως μορφές τέχνης που συνιστούν μια ψευδή επαναστατικότητα τής έκφρασης. Ο ποιητής έχει να κάνει δρόμους προς τά πίσω για να κερδίσει τό έργο του από τήν απειλή και τή βία τής ομαδοποίησης /…/ Εννοούμε πως η επιστροφή είναι βασανισμός, όχι ανάπαυση. Επιστροφή στην πρώτη ουσία μιας ποιητικής πράξης καθώς η επανάσταση, που δεν δικαιώνει τό πένθος παραδοχής τών αντικειμενικών συνθηκών. Η ήττα, σαν νόμιμη συγκεφαλαίωση τού πνεύματος μιας εποχής είναι η αγωνία να μη χαθεί τό κέντρο, η μυστική ακολουθία τών αξιών και τό πέρασμά τους στο παρόν.

Στη δεύτερη διάστασή του με τήν ποίηση
και σε καμιά νεότητά του πια…

   Επιστροφή – η βαθύτερη ταπείνωση τού ποιητή και η ανεπιτήδευτη ερημιά του, ερήμην τής χημικής συντήρησης τών ιδεών. Απ’ τήν ορθοστασία στην ψυχοστασία.

Στίχοι μιας Ποιητικής (περιοδικό «σημειώσεις», τ. 10, Δεκέμβριος 1976)

 

 

 

 

 

   Η προβληματική για τήν έκλειψη τού Λόγου θέτεται όχι άμεσα απ’ τήν κοινωνική πραγματικότητα, αλλά από τήν ποίηση. Και οι φιλοσοφίες που επισήμαναν είτε υπονόησαν τό τέλος τού Λόγου, μέσα από τήν ποίηση ξεκίνησαν ή άντλησαν επιχειρήματα. Αυτή η συγκέντρωση επιχειρημάτων παρουσιάζεται σαν μία θεωρία που ασκείται και δοκιμάζει τήν αντοχή της πάνω στις πνευματικές δραστηριότητες τού ανθρώπου. Στο βαθμό που εμφανίζεται επιστημονικοποιημένη δεν θα μάς απασχολήσει. /…/

   Χωρίς τή δυνατότητα μυθολογικής κάλυψης τού παρόντος, χωρίς να μπορεί να υπάρξει παρά σαν ιδεολογική έκφραση – η ποίηση οχυρώνεται στις τελευταίες λέξεις, τίς μη εκμεταλλεύσιμες συντάξεις, στις λέξεις που μπορούν ακόμα και αρνούνται. Από τό Λόγο στο είδος και από τό είδος στο προϊόν–πράγμα.

Παράγραφοι («Προτάσεις», Μελέτες για τήν Ποίηση, Μάϊος 1971)

 

 

 

 

 

   Τήν ώρα που ήμασταν στη γιορτή ήταν βαθειά η ερήμωση για μια γιορτήν αλλού. Βέβαια οι ποιητές τής γενιάς μου έχουν σπασμένο γυαλί χωμένο στο σώμα. /…/ Νόμιζα πως προσπάθησα να ήξερα ακόμα μια φορά τή μνήμη μέσα σ’ αυτά κοιτάζοντας προς μιαν απέναντι παραλία τού ίδιου. Και τό σώμα ήταν χωρίς κανένα σολωμισμό, από μιαν επιβίωση φτιαγμένη από τά αναγνώσματα τού Χαλανδρίου /…/

   Η μόνη ελευθερία που είχε ο ποιητής ήταν στην μεταφυσική του – χωρίς λέξεις στίχους και ρυθμούς, σε ένωση με αυτό που ήθελε να μιμηθεί και που και αυτό είναι μίμημα. Τό μελλοντικό ταξίδι είναι σ’ έναν κόσμο παρελθόντος. Τό ποίημα που παίρνει η εξουσία έχει χάσει τή βαθύτερη γνωσιολογική ποιότητα, τήν ουσία που απευθύνεται σε ένα μη ομαδικό τρόπο κατανόησης. /…/ Η ποίηση είναι τό τελευταίο εγώ, τυφλό και αμετάδοτο καθώς καμμιά αγοραπωλησία δεν πραγματοποιείται με αυτήν. /…/ Ο ποιητής ανθολογείται και τό ποίημα και η συνειδησιακή άνοιξη ξαναγυρίζει χαρτόμαζα στη βιομηχανική αναπαραγωγή τής ποίησης. /…/ Η ποίηση ακόμη σαν μάρμαρο τού χρόνου είναι ανάμεσα στις ανάσες τών ανθρώπων. Άκυρη σε μιαν άκυρη εποχή.

Τό Σώμα τού Ποιητή (Γράμμα) (περιοδικό «σημειώσεις», τ. 8, Μάϊος 1976)

 

 

 

 

   Φοβισμένοι τής γραφής : Ας θεωρήσουμε τόν σολωμισμό σαν τήν αποφασισμένη αναφορικότητα σ’ ένα εθνικό Απόλυτο. Βέβαια σε κάθε γενεά κάποιος – αποφασίζουν – μάς εκφράζει. Ο Σολωμός κηδεύει αυτές τίς αποφάσεις.

   Γενεά – άπραγη ζωή. Στην ιδεολογία τής γενεάς προσθέτεται η πίκρα τού περάσματος στα γράμματα, όχι σε έργα, η παυμένη νιότη. Η κατάταξη τών γενεών, προσδιορίζει και επιβεβαιώνει τήν καταπίεση που μετατρέπει τήν ορμή και τό πάθος σε κατάσταση. Η ηλικία οριζόμενη σαν γενεά ορίζεται μέσα από τήν εξαφάνισή της σε κάποια σελίδα τής ιστορίας (τής λογοτεχνίας ή όποιου άλλου Δημαρά).

   Ο Σολωμός σαν εθνική τύψη αποδεικνύει τό κατασκεύασμα που είμαστε, τήν επανάσταση που δεν κάναμε, τή ζητούμενη γλώσσα – δύο αιώνες απολογούμαστε γι’ αυτά. Η πρόσφατη ιστοριογραφία καταλήγει σε γενική θεωρία τών τύψεων. /…/

   Μια εφηβεία που αρνείται τήν ωρίμανση : τά κείμενά μας εννοούν πως η σχηματοποίηση τών ιδεών σαν ακύρωση τού σκέπτεσθαι μέσα στην κοινή συνεννόηση τών σκεπτομένων προετοιμάζει τόν ολοκληρωτισμό. /…/

   Μέσα από ποια κρυπτική ζήτηση καταλήγει κανείς στη γλώσσα του ; Η ζήτηση τού φύλου (Γλώσσα τού Χαίλντερλιν, τού Σολωμού). Και η ιδεολογική τύψη γίνεται επιστημονική έρευνα. Η σύγχρονη ελληνική γραφή είναι τό νταηλίκι τών κοινότοπων ιδεών. Αναζητείται ένα κέντρο για να επενδυθεί με ιδέες. Τά πράγματα ανήκουν στην απόφαση γι’ αυτά και ο γραφέας βρίσκει τό άλλο διά τού άλλου γραφέα. Κλειστά όλα μπροστά στο βίωμα και όπου αυτό οδηγεί. /…/

Εισαγωγικές Παράγραφοι στον «Προσκυνητή» (περιοδικό «σημειώσεις», τ. 11, Ιούνιος 1977)

 

 

 

 

   Τό ποίημα «Κατά τό πρόσωπο ανέμου» δίνεται σαν αλληλεγγύη μιας (μη ομιλούσας) ελληνικής γλώσσας, αλλά γραφομένης προς μιαν (ομιλούσα) ξένη γλώσσα αλλά μη γραφομένη. Η σημασιοδότηση ενός αρχετυπικού κέντρου είναι αδύνατη. Και τό κέντρο ανύπαρκτο.

   Η πολλαπλότητα τών σημασιών καραδοκεί τό συμπέρασμα – όταν αυτό είναι ξένο – δηλαδή όταν ο Ιωσήφ θα κρατήσει Ιησού νεκρό. Μην ομιλούμε για πρόβλημα μεταγλώττισης ξένων όρων. Ιδού :

   Δος μοι τούτον τόν ξένον, όν ομόφυλοι μισούντες θανατούσιν ως ξένον· δος μοι τούτον τόν ξένον, όν ξενίζομαι βλέπων τού θανάτου τό ξένον· δος μοι τούτον τόν ξένον, όστις οίδε ξενίζειν τούς πτωχούς και τούς ξένους· δος μοι τούτον τόν ξένον, όν Εβραίοι τω φθόνω απεξένωσαν κόσμω· δος μοι τούτον τόν ξένον, ίνα κρύψω εν τάφω, ός ως ξένος ουκ έχει τήν κεφαλήν πού κλίνη· δος μοι τούτον τόν ξένον…

   Παράγεται γραμματική άφυλη. /…/

   Οι λέξεις όμως είναι ιδιοκτησία όσων παιδεύονται για τό νόημά των. /…/

   Να λησμονήσω γράφοντας τό ξένον τού κόσμου.

Παράγραφοι («Κατά τό πρόσωπο ανέμου» τού Στέφανου Ροζάνη) (αδημοσίευτο, 12/10/78)

 

 

 

 

   Κάθε φιλοσοφία τής γλώσσας και κάθε θεωρία για τή γλώσσα παραδίδεται από τή γλώσσα, έστω και αν αυτή υπόκειται σαν αντικείμενο, έστω κι αν υπερβαίνει τίς θεωρήσεις της με τή διάρκειά της. Τό Σαν μεταφυσικό κριτήριο αγγέλλεται από μια πλατωνικής καταγωγής πρόταση : «Αυτό που λέγουν οι λέξεις δεν λέγεται με λέξεις». Η γλώσσα που μιλήσαμε και αγαπήσαμε είναι ένα «ποτέ πια», αλλά αυτό που αγαπήσαμε στη χαμένη πια γλώσσα είναι ένα «όχι ακόμα» που σύρει σε έλεγχο όλη τή διάρκεια τού ανθρώπου. Ενώπια σε αυτό τό Σαν μεταφυσικό κριτήριο ίσταται κάθε γλώσσα και μάλιστα όταν τό αγνοεί ή τό παραγνωρίζει. Τούτο πάλι, δένεται μοιραία με τίς νέες λέξεις και σημασίες που τίς οικειώνεται στην εσχατολογική προοπτική τής γλώσσας, στην οποία συνανήκει. Δεν γράφεται η ιστορία δίχως εσχατολογία και γλώσσα δίχως ιστορία. /…/

   Σήμερα ο αναρχισμός παρουσιάζεται να παίρνει επάνω του τήν ευθύνη τού μηδενός και τήν ελπίδα τής εσχατολογικής δικαιώσεως για τίς αποτυχίες τής ενσαρκωμένης στην επαναστατική πράξη ανθρώπινης μοίρας. Αυτοκρίνεται και κρίνει τήν ιστορική του προοπτική ανοιγόμενος σε μια μεθοδολογία που απορρίπτει τό θετικιστικό ή αναλυτικό πρότυπο για να πραγματοποιήσει τό αισθητικό ξαναδιάβασμα όλων τών μεσαιωνικών θεολογικών προτάσεων που κάνουν τήν επανάσταση μεταφορά στη γη τής κινήσεως τών άστρων. /…/

Η Λέξη Χωρίς τό Πράγμα / η κριτική δύναμη τής ελληνικής γλώσσας (εφημερίδα «Καθημερινή», 26 Ιανουαρίου 1981)

 

 

 

 

   Αν θελήσουμε να οριοθετήσουμε τόν Παπαδιαμάντη, θα υπακούσουμε αναγκαστικά στη σολωμικής καταγωγής θεωρία και ιστορία τής νεοελληνικής λογοτεχνίας. Κυριαρχεί μια σολωμική αισθητική πάγια (που πλησιάζει τό κλασικό) που κρίνει. Τά ρήγματα σ’ αυτήν από έργα ως τού Κάλβου, τού Καρυωτάκη και τού Καβάφη άνοιξαν περισσότερο τήν οπτική της. Μοιραία και ο Παπαδιαμάντης προσδέθηκε σ’ αυτήν τήν αισθητική, εξαιτίας τής απουσίας θεμελίου. Οι αισθητικές μορφές όμως που κινούνται και κανοναρχούν στο έργο του δεν υποβάλλουν Σολωμό. Όσο κι αν προσδιορίζεται από στοιχεία τής εποχής του, φεύγει για να παραμείνει στην αγωνία τής ενότητας, τήν περιοχή τών Παπαρρηγοπούλου και Ζαμπελίου με έμφαση στο καθαρά ελληνικό στοιχείο. Τό λεχθέν «ελευθερία και γλώσσα» δεν τόν αφορά. Εισερχόμενος με τήν περισσότερη αμεσότητα στη λογοτεχνία, παραπέμπει σε μια υπερβατική ενότητα τού εγκοσμίου. Η ενότητα αποτελεί τό θεμέλιο και τήν ιστορική του προοπτική. Η κοινότης στην οποία μεγάλωσε, συνιστά τήν ενσάρκωση τής ενότητας. Τό βλέμμα εκείνο ήταν η τελευταία συγκεντρωμένη ακτίς τής ψυχής του. Η Κακιούσα τή νύχτα τής Ανάστασης διαγράφει συγκρίσεις που προϋποθέτουν έναν κοινό τόπο θεωρίας. Τά πράγματα εξελίσσονται, πλέκονται, συνθέτουν Ανάσταση. Σταύρωση και Ανάσταση στον Παπαδιαμάντη δεν φαίνονται, αυτά δεν είναι για τή λογοτεχνία. Η γοητεία τής πλοκής αντιτάσσεται στη στατικότητα και τήν παραμονή τού Παπαδιαμάντη στη θεία λειτουργία του, από τήν οποία απουσιάζει τό δράμα και τό μυστικό, είναι όμως πρόσφορη στο πανηγύρι. /…/

   Ο ελληνικός αναρχισμός προκύπτει από τή συνάντηση με τή γλώσσα σε όλη τήν ιστορική της διαδρομή και δημιουργεί απ’ αυτήν τή ζητητική βίωση έναν τόπο, μια μέθοδο μέσα απ’ τήν οποία θα μπορούσε η λογοτεχνία μας να αυθυπερβαθεί και να βγει σε ορίζοντα. Σήμερα πάντως ο Παπαδιαμάντης, ο Κάλβος, ο Καρυωτάκης, ο Καβάφης κάνουν να μη σημαίνει η θεωρία και η ιστορία τής ελληνικής λογοτεχνίας. Ο θάνατος τής Φραγκογιαννούς και τής Ακριβούλας αφήνει μιαν αναρχική εικόνα τού κόσμου. Η πλοκή και τό κακό ταυτίζονται. Και η μοναδικότητα τού Παπαδιαμάντη συνίσταται στο να είναι γλώσσα, αφού έτσι μπορούμε να ονομάσουμε ό,τι δεν μπορούμε να εκφράσουμε. Αναπτύσσεται εντός μας με τόν χρόνο που αναπτυσσόμεθα. Κάθε διάβασμά του πλεονεκτεί γιατί χρονίως μάς ξανακερδίζει καταφάσκοντας τό παρόν τής ανάπτυξης για να επιστρέψει σε ό,τι ήταν : γλώσσα. Κάθε ανάγνωσή του, αν έχει προηγηθεί μάλιστα λατρευτική παιδική ηλικία, τόν ανασύρει από τόν προσωπικό κόσμο τού αναγνώστη και εκεί τόν αφήνει πάλι. /…/

   ο Παπαδιαμάντης είναι τρόπος ριζικός.

   Αν ο Παπαδιαμάντης είναι γλώσσα («ο Παπαδιαμάντης είναι φυσικό φαινόμενο», Τ. Άγρας) τό πλέον ανήκει στη συγκρισιμότητα τών μοναδικοτήτων τής λογοτεχνίας μας και στη δυστυχία τους ν’ ακούν τό θρόισμα τού πνεύματος στην σύγκρουση με τήν αμαρτία. Στη λευκότητα τού Κύτους τό άσπρο χρώμα αίρεται. Δεν είναι απαραίτητο, αφού δεν έχουμε θεμέλιο, να λιποψυχούμε με τή μεγάλη λογοτεχνία ή ν’ αντιπαραθέτουμε σ’ αυτήν τόν Παπαδιαμάντη. Ο Παπαδιαμάντης υπερέβη ένα τέτοιο πρόβλημα. /…/

   Η θεωρία τής ενότητος περιρρέει τό έργο του χωρίς να γίνεται ιδεολογία. Η παράλληλη ανάγνωση τής εισαγωγικής περιγραφής στη Μαυρομαντηλού με Τό μοιρολόι τής φώκιας θα μάς φέρει στις τελευταίες σελίδες τής Φόνισσας. Στο τέλος η Φραγκογιαννού συναντάται με τήν αρχή της (τό πράγμα και τό γράμμα). Τό μεταξύ θείας και ανθρωπίνης δικαιοσύνης αποτελεί τήν τοπική τού Παπαδιαμάντη. /…/

…εβούτα, ανέδυεν, εκρύπτετο, εφαίνετο, σχεδόν
           δεν εκινείτο επαισθητώς, ούτε επτοείτο…

   Ο Παπαδιαμάντης επανέρχεται άμωμος μετά από κάθε κρίση τής γραφής σαν ο μακάριος άγριος που σαρκάζει κι ευλογεί. Όλες οι ταξινομήσεις τού Παπαδιαμάντη έγιναν ακολουθώντας τήν παλιά ανέφελη γραμμή τού να βρεθεί μια θέση περίπου εκτός λογοτεχνίας, στα πλαίσια τής ιδιοτροπίας που επέβαλε η μίμηση ξένων έργων, ενώ η κρίση τού πεζού λόγου ζητούσε να λυθεί με τήν περισσότερη μεταφυσική. Ο Παπαδιαμάντης ξεφεύγει ως τό μαυροφόρον θαλασσοπούλι. /…/

   Βρίσκουμε τόν Παπαδιαμάντη μόνο του, γιατί θέλουμε να ξεχάσουμε τή λογοτεχνία μας και ξέρουμε ότι η αγιότης του προέκυψε από τήν απόκοσμη υπεράσπιση τού εγκοσμίου, είναι γλώσσα… εις τό πνεύμα του τό υποβρύχιον τού ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις… Ξέρει να πιεί, ξέρει να ψάλει κι ακούγεται η κένωση τής φλάσκας στον ουρανίσκο του εν Διονύσω και Χριστώ. /…/ : ο διχασμός τού 1821 και η ψευδής ζωή μας. Ο Παπαδιαμάντης περισσότερο από όποιον άλλο εβίωσε τό θείο ποτήριον : Θεία λειτουργία και πανηγύρι, η τραγωδία γίνεται τραγούδι. Αν ο Παπαδιαμάντης – κι οπωσδήποτε όχι αυτός μόνον – μετά τόσα χρόνια αποτελεί   τ ρ ό π ο,  τότε η ανάγνωση τής ελληνικής γραμματείας αναιρεί τή συγκοπή και αποκαθιστά τά πράγματα για ένα νέο ξεκίνημα. Ο τρόπος του είναι τού πιστού εραστού που περιμένει να τελειώσουν οι άλλοι ερασταί, για να συναντηθεί με τήν αγαπημένη. Εύρισκε φρικώδη ζέστην εις τήν χιόνα.

Παράγραφοι / και έλαβεν εκάτερος τό ίδιον εαυτού πράγμα (από τόν τόμο Φώτα Ολόφωτα, Ένα αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και τόν Κόσμο του, ΕΛΙΑ, 1981)

 

 

 

 

   /…/ θα ήθελα να παρατηρήσω ότι η κριτική τής ποίησης δεν μπορεί να παίξει ευρύτερο και σημαντικότερο ρόλο απ’ όσο η ίδια η ποίηση. Ότι ο αναγνώστης τού ποιήματος είναι ο επαρκής αναγνώστης που θα παρακολουθήσει και τήν κριτική. Δεν ξέρω αν πρέπει να προχωρήσουμε και στη θέση ότι κάθε εποχή είχε τήν ποίηση και τήν κριτική που τής ταίριαζε, θέση που υπακούει απολύτως στην εγελομαρξιστική αισθητική, /…/ Αναμφισβήτητα τό ποίημα με τή βοήθεια ή δίχως τής κριτικής παίρνει κάποτε τό δρόμο προς τά Σούσα, αλλά στα χέρια τής εξουσίας έχει χάσει τή βαθύτερη γνωσιολογική και γλωσσική ποιότητα, τήν ουσία που απευθύνεται σ’ ένα μη ομαδικό τρόπο κατανόησης. Η ποίηση μπορεί να αμύνεται όσο οι λέξεις της αρνούνται. Η δυνατότητα τής κριτικής να παρακολουθήσει τή μέσα στη γλώσσα γλώσσα, τήν ποίηση και τόν ποιητή στη σχέση του με τό έργο του, προσκρούει στη μεσολαβητική δραστηριότητα αυτής τής ίδιας. /…/

Η Πολιτική Συνάντηση Κριτικής και Ποίησης (πρακτικά δεύτερου συμποσίου ποίησης, σ. 181, Ιούλιος 1982)

 

 

 

 

   Και μετά τήν [εφετεινή] επέτειο και σε προσεχείς τό 1993, τό 2003 έφηβοι τούς δικούς του στίχους αλλιώς θα λένε ενώ η βιβλιογραφία θα παρακολουθεί τή δεξιότεχνη κριτικογραφία αναπαραγόμενη από τήν προκατάληψη τού ίδιου τού έργου : οποιοδήποτε κείμενο για τόν Κ.Π.Κ[αβάφη] απαντά στη δική του προκατάληψη με τίς τύψεις που αυτή δημιουργεί και κάνουν να βλέπεις παντού τόκο, όχι τή σχέση τού κεφαλαίου με τήν Τράπεζα τού μέλλοντος, τούς τρόπους παραγωγής του, και ίστανται εμπόδια σε κάθε προσέγγιση, έστω και αν επαυξάνουν τήν πρώτη ύλη. /…/

   Η ποίηση τού Κ.Π.Κ. κατάντησε· έγινε ανάγνωση ενώ ήθελε αντιγραφή, τήν ερωτικότερη στιγμή σ’ ένα ποίημα, ως περιέχοντος και περιεχομένου και αβίαστη αποστήθιση /…/ Η παγκόσμια αγορά, που αντικατέστησε τό Μέγα Πανελλήνιον, και στην οποία κυκλοφορεί (τώρα πια) άνετα τό έργο του, εξαφάνισε τόν τόνο τού έργου που συνείρε τήν αντιγραφή και τό λεύκωμα στην εμπράγματη, βιωματική και ομιλιακή, χρήση του. Τό ζεύγος κρυμμένα – ελεύθερα, παρά τή θέληση τού Κ.Π.Κ. για άπλωση και πελατεία, είναι μέσα στην προκατάληψή του να κρατηθεί εντεύθεν τού μηνύματος. Παριστάμεθα μάρτυρες, στα πάθη τής ποίησής του, στη δίωξη που υφίσταται από τήν ανάγνωση και τήν ερμηνεία και τούς ποικίλους τρόπους κυκλοφορίας τού προσώπου του. /…/

   Η βιβλιογραφική συσσώρευση ας μην κάνει να πιστεύουμε ότι παραμένει ζωντανός ή ανάμεσά μας. Κείμενα και σχόλια επισωρεύονται επί άλλων και όλα υπερασπίζονται τή διάρκεια ενός διαλόγου, που από τήν έναρξή του μέχρι τίς μέρες μας φαίνονταν να γίνεται αυτός η πρώτη ύλη. Απεκλήθη καβαφολογία, σε αντίθεση προς τίς ελάχιστες σελίδες που στη διαδρομή τού καβαφικού έργου μπορούν να σταθούν αυθεντικές και χωρίς φόβο στην ειρωνεία που τό ίδιο τό έργο υποβάλλει. Σ’ αυτούς που κρατούν ζωντανό τόν ποιητή και αυτές [οι σελίδες] και όσα ο ποιητής σχόλια παρέδωσε δεν χρειάζονται. /…/ Τά κείμενα αυτά, προσπαθώντας να  καλύψουν σχολικά και γραμματικά και κάποτε ταξικής ποιότητας αδιέξοδα, στην καλύτερη περίπτωση μοιραία καταλήγουν να συμπληρώσουν κάποιες από τίς αναγκαίες σημειώσεις, σ’ ένα ποίημα, ανακαλύπτοντας μιαν άλλη, αντί τής παραδομένης, φράση τού Φιλόστρατου ή τού Παπαρρηγόπουλου. /…/

   Τό έργο τού Κ.Π.Κ. συντελείται ως περίληψις προηγουμένων. /…/

   Ξεκίνησε λόγιος αλλά έφθασε ποιητής, διαφορίζοντας τή  γέννηση από τή γένεση, τή σάρκα από τήν ενσάρκωση. Γένεση και ενσάρκωση δεν απορρέουν από τήν ολότητα  Πάθος / Γλώσσα / Ιστορία. Αποτελεί περίληψη προηγουμένων  χωρίς συνέχεια.

Περίληψις Προηγουμένων (περιοδικό «σημειώσεις», τ. 22, Νοέμβριος 1983)

 

 

 

 

   Τό δημοτικό τραγούδι, ως (ενδεχομένως) ανώνυμη ποίηση, όχι ως τραγούδι, από τήν ώρα που εμφανίζεται στη συστηματικότερή του και πλέον (εκδοτικά) επιστημονική μορφή, συγκινείται με τήν (ενδεχομένως) προσωπική ποίηση και δυναμική παρουσία τού Διονυσίου Σολωμού /…/ και κινεί (αυτό – και όχι ο Σολωμός) Ποίηση και Κριτική σε μια παράλληλη, δηλούμενη ή υπόδηλη για τόν Σολωμό ανάγνωση και ανασκόπηση. Ως εκ τούτου οι θεωρήσεις τού δημοτικού τραγουδιού από τόν Ζαμπέλιο και τόν Αποστολάκη επιλέγονται για τόν αυτοκριτικό τους προσδιορισμό, που έκαναν, ανεξάρτητα από τίς απηχήσεις, είτε τό δημοτικό τραγούδι είτε τόν Σολωμό, κάποτε και τό δημοτικό τραγούδι μαζί με τόν Σολωμό, αφετηριακά γεγονότα τής ποιήσεώς μας /…/

   Η σημασία τήν οποία ο Ζαμπέλιος απέδωσε εις τό Ρήμα (Βυζαντιναί Μελέται, «Γλώσσης Περιπέτειαι», σελ. 668) προκύπτει από τήν εξονυχιστική αναζήτηση ενός μουσικού γλωσσικού ρυθμού, ο οποίος όσο και αν παραπέμπει στην αρχαία μετρική, δεν παύει να είναι δημιούργημα τού ελληνικού Μεσαίωνος. Η θεωρία του για τήν προσωδία και ιδιαίτερα για τή «δύσπνοια τής προσωδίας» και τήν εξαφάνισή της, που θα τής άξιζε ιδιαίτερη ανάπτυξη, και η πρώτη εξήγηση τού πολιτικού στίχου, σε αντιδιαστολή με τά μιμήματα τής αρχαιότητος από τή μεριά τών λογίων, αποτελούν τίς προϋποθέσεις τής θεωρίας του για τό δημοτικό τραγούδι. Γενική αρχή διέπουσα τή θεώρηση τού Ζαμπελίου είναι «όπου λαός, εκεί και ποίησις». Ο Ζαμπέλιος είναι λόγιος τού εσωτερικού : η γέννηση και διαμονή του στην Επτάνησο και η καλλιέργεια τής γλωσσολογίας, ο ιδιότροπος εγελιανισμός του τόν βοηθούν να περάσει και σε θεωρητική υπεράσπιση τής Δημοτικής Λυρικής. Τέτοια που δεν έκαναν οι περισσότεροι λόγιοι – αν και σ’ αυτούς διαπιστώνουμε ένα διχασμό. Τό ΣΤ΄ κεφάλαιο τών Σκέψεων είναι από τά σημαντικότερα δοκίμια για τό δημοτικό τραγούδι και τό ΙΑ΄ είναι ένα σπουδαίο μνημείο λόγου. Στις Σκέψεις θα συζητηθεί για πρώτη φορά τό εκδοτικό πρόβλημα τών σολωμικών καταλοίπων και θα εντοπισθεί η  περίοδος Κερκύρας σαν εποχή τού δράματος και τής Καταστροφής. Η ειρωνεία του για τόν Σολωμό μέσω Πολυλά θυμίζει Αποστολάκη κρίνοντα Παλαμά. /…/

   Οι περιπέτειες τής γλώσσας («Γλώσσης Περιπέτειαι») έχουν τελειώσει με τήν Αναγέννηση, έστω και αν «είμεθα Έλληνες ελέω διπλωματίας». Η μακριά πορεία τού Ζαμπελίου μέσα στο παρελθόν τής ελληνικής συρρικνώνεται σ’ έναν αισθητικό κανόνα. Ό,τι υπάρχει γύρω μας σε ποίηση είναι τά δημοτικά τραγούδια, ιδίως τά άσματα τών κλεφτών. /…/ Ό,τι επιζεί από τόν Σολωμό θα συνεκδίδεται  με τά δημοτικά τραγούδια, ό,τι δεν θα συνεκδίδεται, συνδέεται με τά αδιέξοδα τής γραμματείας μας. Δεν πρόκειται περί λάθους, όπως τόν κατέκριναν ότι διέπραξε, πρόκειται περί τής εφαρμογής τών απόψεών του. Στο «Κλίμα» Ζαμπελίου ανήκουν οπωσδήποτε ο Παπαδιαμάντης και ο Κ. Π. Καβάφης.

   Ο Αποστολάκης φθάνει στο δημοτικό τραγούδι μετά και διά τού Σολωμού και παραμένει μέχρι θανάτου πιστός στο ζεύγμα δημοτικό τραγούδι και Σολωμός. Ενώ με τόν Σολωμό επιχειρεί να συγκροτήσει ένα εθνικό απόλυτο, ένα εθνικό Υπέροχο, επιστρέφει στην εξέταση τού δημοτικού τραγουδιού σαν στην παιδική ηλικία, αφού η προσωπική του ερμηνευτική, όση δεν ανήκει στην παράξενη σύνθεση τών Καρλάυλ–Πόε–Καντ, διαμορφώνεται από τόν παιδικό τρόμο. Η θεωρία του για τή λέξη : «Ακόμη θυμούμαι τόν τρόμο, που είχε πάρει η παιδική ψυχή από τό στόμα τής μάνας στη λέξη κατάρα /…/ και με τή λέξη Χάρος».

   Αν θεματίζεται τό δημοτικό  τραγούδι πλάι στον Σολωμό είναι διότι συζεί με τόν Σολωμό, αλλ’ όχι ως τραγούδι. Ο Αποστολάκης, τής καλής γενιάς τού Νικολάου Πολίτη, από τόν παιδικό τρόμο περνά στην τρομοκρατία. Δεν είδε πουθενά τό τραγούδι και είδε τή γλώσσα σαν μορφή. Είναι ο πλέον απομόναχος δημοτικιστής (και σε ό,τι αφορά τό κλέφτικο τραγούδι η εργασία του παραμένει μεγαλοφυής) και θα έφτανε να καταργήσει τή γραφή, διότι αυτή δεν είναι η αλήθεια. Τό προφορικό είναι άχρονο, είναι υπέροχο, είναι απόλυτο, είναι η παιδική μας ηλικία. Τό γνήσιο είναι η προφορικότητα, η ιδέα δεν εγκλείεται στα γράμματα. Η τρομοκρατία προκύπτει από τή λατρεία τής προφορικότητας και ασκείται εγγράφως, διά τής γραφής και διά τού νόμου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε τό λόγιο τής αφηγήσεως και τό δημοτικό τών διαλόγων στους πρώτους μας πεζογράφους. Ο Σολωμός, έτσι, θα γίνει τό πράγμα τής λέξης. Κανείς δεν κινδυνεύει από τόν Σολωμό στο πεδίο τής Ζωής, ο κίνδυνος και η τρομοκρατία τού Σολωμού ασκείται με τούς όρους τού απολύτου τής ποιήσεως. Ο Σολωμός γίνεται ενσάρκωση και προφορικότητας και γραφής, η μόνη ενσάρκωση. /…/

   Τό ζεύγος δημοτικό τραγούδι – Σολωμός σχηματίζεται συγχρόνως με τό ’21. Πόσο έζησε, αν επιζεί, είναι πρόταση προς συζήτηση. Αν βέβαια μιλήσουν και πουν και οι ποιητές. /…/ Και σε μια αναφορά στο ημερολόγιό του ο Σεφέρης (8 Μαΐου 1945) δηλώνει τήν αποστροφή του σε μια κατασκευασμένη εθνική γιορτή, όμοιος με τόν Γέροντα τού Βλαχογιάννη : «Τό μόνο που μέ συγκίνησε, ήταν ένας τυφλός, παίζοντας στη φυσαρμόνικά του τόν Ύμνο καθώς προχωρούσε σέρνοντας τά πόδια του».

   Ο Βλαχογιάννης έγραφε για τήν Έξοδο, που τό δημοτικό τραγούδι τή ζωντάνευε και ο Σεφέρης έγραφε για τόν Ύμνο λίγους μήνες μετά που άνοιγε ορίζοντα για τελευταία φορά τό δημοτικό τραγούδι. Και εννοώ τό ΕΑΜ.

Θεωρήσεις τού Δημοτικού Τραγουδιού (πρακτικά τέταρτου συμποσίου ποίησης, τ. 69 επ., Ιούλιος 1984)

.

.

.

Η σάρκα είναι γενική στα ξένα ποιήματα
Με πόθο έφευγ’ άφηνα τό σώμα και η αγνότης
Επιστρέφει ως τίμημα τής σάρκας
Όταν έχουμε ποθήσει γενικά
Τό σώμα μου είναι τό ποίημά μου
Επιστρέφω σε άλλα σαρκώματα τού νου 

Ας κοιμούντ’ ευτυχισμένα όσα αγαπήσαμε.

                                             (αχρονολόγητο)

.

.

.

   «ας κοιμούνται ευτυχισμένα όσα αγαπήσαμε» λοιπόν ; ας τελειώσει έτσι τό αφιέρωμα στο τεύχος 61 τού περιοδικού σημειώσεις, μια ανάρτηση ως μνήμη πένθους μέσα σ’ ένα πένθος παρόν (αλλά γι’ αυτό, σε επόμενο – μόλις μπορέσω) 

.

.

.

.

.

.

 

2 Φεβρουαρίου 2013

περιοδικό «σημειώσεις» / «δείγμα γραφής» : για τόν ανδρέα κίτσο – μυλωνά

.

.

.

Όμως υπήρχε εύροια και οδός άνω κάτω
νομίζω ότι δεν ήταν η αγάπη αλλά πληγή τής νεότητας 

η άλλη κηδεία είναι δική μου
                        η άλλη κηδεία
να ηχώ να ζωγραφίζω τό παρελθόν 

                             (τό τελευταίο ποίημα, ιανουάριος 2004)

.

.

.

   ο ανδρέας κίτσος – μυλωνάς (αρβανίτικο όνομα και παρανόμι που με τήν κατάβαση τών παππούδων από σούλι σε μεσολόγγι διαγράφοντας τίς συνήθεις μεταβάσεις σταθεροποιήθηκαν και τά δύο μαζί σε επώνυμο (ο αντρέας μάς διηγόταν τήν ιστορία ένα βράδυ καπνίζοντας τό μοναδικό πούρο τής ημέρας, που οι γιατροί δεν τού είχαν επιτρέψει, τήν ώρα που  η μαρία δίπλα του κοιτούσε μνησίκακα νόμιζα τόν καπνό σαν να άκουγε στην ανάβασή του προς ταβάνι τήν άρρωστη καρδιά να αγκομαχάει αρβανίτικα, τουτέστιν πεισματωμένα)) ο αντρέας λοιπόν πάνε 9 χρόνια τώρα από εκείνον τόν φλεβάρη που στριμώχτηκε πεισματωμένα κι αυτός χαμογελώντας χωμένος όρθιος σε ένα στασίδι μέσα στον κόσμο που πλημμύριζε τήν εκκλησία και τό προαύλιο για να παρακολουθήσει τήν κηδεία του, όπως ήχησε ή ζωγράφισε τό παρελθόν στο τελευταίο ανωτέρω ποίημα – ένα μήνα δηλαδή πριν τό τέλος. Σήμερα εννιά χρόνια μετά είπα να κάνει και τό σημειωματάριο κήπων μια μικρή αναφορά στην έκδοση εκείνη που έγινε έναν χρόνο μετά – από τούς φίλους του και τούς ομόκεντρούς του κύκλους τού «έρασμου» και τών «σημειώσεων» – έργο ζωής και έγνοια ζωής για τόν αντρέα και για όλους τους –

.

.

.

.

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος
«Δείγμα Γραφής»

.

   Τό παρόν αφιέρωμα στον Ανδρέα Μυλωνά θα φανεί ίσως, σε όσους τόν γνώρισαν από κοντά, κάπως φτωχό σε σχέση προς τόν άνθρωπο. Αυτό, γενικά, είναι φυσικό – όταν φεύγει κάποιος, χάνεται πρώτα–πρώτα «τό πιο τίμιο, η μορφή του» –, αλλά για τόν «Ανδρέα» ισχύει ακόμη οδυνηρότερα. Όμως, ένα φιλολογικό αφιέρωμα έχει πλέον άλλο χρέος να εκπληρώσει : οφείλει να αναφέρεται πέρ’ από τό πρόσωπο, στο έργο – τό δημόσιο δάκρυ τών φίλων δεν λέει τίποτα στους άλλους ούτε περί τού έργου ούτε περί τού προσώπου.

   «Ένας σολωμικός μετά τόν Βάρναλη». Ο αυθόρμητος χαρακτηρισμός τών Σημειώσεων για τόν Ανδρέα Μυλωνά κινδυνεύει να μείνει ξεκρέμαστος χωρίς τή γνώση τών κειμένων εκείνων τού Α.Μ. τά οποία φανερώνουν τήν ένσαρκη σχέση του με τήν ποίηση και τή φιλοσοφία. /…/

   Έχοντας απόλυτη επίγνωση τής ιδιαίτερης δυσκολίας που ενέχει η προσπάθεια να μετρήσει κανείς με τά προσφερόμενα μέτρα ένα έργο τό οποίο υπερασπίζεται, μέσ’ από τή γραφή τό «άγραφον» και τήν προφορικότητα, περιοριζόμαστε σ’ αυτή τήν κατ’ ανάγκην δειγματοληπτική παρουσίαση, η οποία ωστόσο πιστεύω πως ιχνογραφεί κάτι από τήν εικόνα ενός άκρως ευαίσθητου, δοτικά στοχαστικού και συμβιωτικού περιπατητή ανάμεσα σε κείμενα και ανθρώπους.

   Προϊόντα αυτής τής στοχαστικής περιδιάβασης στον κήπο τής νεοελληνικής γραμματείας, υπήρξαν οι ελλειπτικές αλλά σπερματικές «παράγραφοί» του πάνω στα επιμόνως επανερχόμενα θέματά του. Ποίηση, γλώσσα, κριτική υπήρξαν τά εκτεταμένα πεδία τών περιπάτων του, όταν η σκέψη του επισκεπτόταν, με τήν άνεση και τήν ιδιοφυΐα τής αγάπης τούς κεντρικούς ήρωες τής δοκιμιακής του αφήγησης (τόν Σολωμό, τόν Βάρναλη, τόν Καβάφη, τόν Παπαδιαμάντη) αλλά και όλα εκείνα τά συγκαιρινά του κείμενα που ευτύχησαν να τόν έχουν αναγνώστη.

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος «Δείγμα Γραφής» (Κείμενα τού Ανδρέα Κίτσου – Μυλωνά)

.

.

.

Στέφανος Ροζάνης
«Τά “σολωμικά” τού Ανδρέα Κίτσου – Μυλωνά»

.

   Τό 1980, ο Ανδρέας Κίτσος – Μυλωνάς εκδίδει στο «Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο» πέντε κείμενα για τόν Διονύσιο Σολωμό με τόν γενικό τίτλο Σολωμός – Προλεγόμενα κριτικά : Στάη – Πολυλά – Ζαμπελίου. Η έκδοση αυτή, η οποία δεν θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος ότι έχει έναν αυστηρά φιλολογικό χαρακτήρα, δικαιολογείται από τόν Μυλωνά με τήν επισήμανση ότι «αυτά τά κείμενα έχουν λησμονηθεί. Από εποχή σε εποχή, αναφορές και επανεκδόσεις τά θυμίζουν· εδώ επανεκδίδονται μαζί» /…/ γιατί αυτά τά κείμενα και όχι άλλα, λησμονημένα επίσης, που διόλου δεν στερούνται σημασίας ; /…/ Ο Ανδρέας Κίτσος – Μυλωνάς, έγραψαν οι Σημειώσεις (τεύχος 59), υπήρξε «ένας σολωμικός μετά τόν Βάρναλη». Και εδώ θα πρέπει να σταθούμε επιχειρώντας να αναδείξουμε όχι μόνο τήν εκδοτική πρόθεση, αλλά και τήν αγωνιακή σπουδή τής έκδοσης και τό είδος και τόν τρόπο τής επιλογής τών κειμένων.

   Ένας σολωμικός, λοιπόν, μετά τόν Βάρναλη, ο οποίος ωστόσο επείγεται να γυρίσει πίσω από τόν Βάρναλη, ερμηνεύοντας τόν Βάρναλη, αλλά προπάντων αναμοχλεύοντας έναν λόγο κριτικό, ο οποίος είναι εις θέσιν να προλογήσει πράγματι τίς σολωμικές σπουδές, να τίς ανανεώσει και να τίς προσανατολίσει προς μια ερμηνευτική διάνοιξη, κατά τρόπον ώστε οι σολωμικές σπουδές να ξεφύγουν από τόν ασφυκτικό εναγκαλισμό τού φιλολογικού ορθολογισμού και να δομηθούν ως πράγματι ερμηνευτικά σχήματα και προθέσεις, αναδεικνύοντας πυρήνες τών σολωμικών σπαραγμάτων που η «αρχαιολογική» σκαπάνη τών φιλολογικών στρεβλώσεων και αγκυλώσεων δεν θα μπορούσε ποτέ να φέρει στην επιφάνεια.

   Αλλά αυτό δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί παρά με τήν επιστροφή σε μια συναστρία κειμένων, τά οποία ήδη από τήν εποχή τής πρώτης τους εμφάνισης είχαν προτείνει ερμηνευτικούς διαύλους που εν δυνάμει καθοδηγούσαν τόν ερμηνευτικό και κριτικό λόγο για τόν Σολωμό και τήν αποσπασματικότητά του προς περιοχές ευρύτερες και σημασιοδοτούσαν τή (ματαιωμένη δυστυχώς) έναρξη τού ερμηνευτικού διαλόγου.

   Κατά συνέπεια, η ερμηνευτική δυναμική αυτών τών κειμένων είχε λησμονηθεί και όχι τά ίδια τά κείμενα που η φιλολογική έρευνα εγνώριζε αλλά είχε φροντίσει να τά καταστήσει εν πολλοίς ανενεργά. Έχω τήν πεποίθηση ότι αυτό ακριβώς εννοούσε ο Μυλωνάς με τήν προλογική του επισήμανση /…/

   Με αυτόν τόν τρόπο, ο Μυλωνάς επιχειρούσε να αποδώσει δικαιοσύνη όχι τόσο στα ίδια τά κείμενα, αλλά πρωτίστως στο εν δυνάμει τών κειμένων και στην κρισιμότητά τους προκειμένου να εγκαινιασθεί ένας άλλος λόγος, μια άλλη θέαση και μια άλλη προοπτική. Τό γεγονός μάλιστα ότι μέσα στη συναστρία τών κειμένων δεν βρήκε θέση ούτε ο Βάρναλης ούτε ο Λορεντζάτος διόλου δεν σημαίνει ότι τά κείμενά τους, ή μέρος τών κειμένων τους, δεν αποτελούν πράγματι τήν εγκαινιαστική πράξη τού ερμηνευτικού λόγου για τά σολωμικά σπαράγματα. Σημαίνει όμως κάτι ουσιώδες : ότι θα πρέπει να μάθουμε να διαβάζουμε τόν Βάρναλη και τόν Λορεντζάτο με τή θεμελιώδη προϋπόθεση τού Στάη, τού Πολυλά, και τού Ζαμπέλιου. Διαφορετικά, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τόν Βάρναλη και τόν Λορεντζάτο και τό χειρότερο υπάρχει κίνδυνος ο ύστερος μόχθος τού Βάρναλη και τού Λορεντζάτου να διαστραφεί υπέρ τής φιλολογικής ορθοδοξίας και τού φιλολογικού ορθολογισμού. /…/

Στέφανος Ροζάνης «Τά “σολωμικά” τού Ανδρέα Κίτσου – Μυλωνά»

.

.

.

Χριστόφορος Δ. Αργυρόπουλος
«Η Λάμψη τής Ελευθερίας»

.

                                                                                                                             Ένας χρόνος χωρίς τόν Ανδρέα. Χωρίς ;

   Οι συνομιλίες με τόν Ανδρέα παραμένουν ανοιχτές. Τό στοχαστικό του πνεύμα απέστεργε τά τελειωτικά νοήματα, γιατί «στα απόλυτα ερωτήματα δεν υπάρχουν απαντήσεις» όπως λέει ο Γεράσιμος. Ο Ανδρέας φεύγοντας άφησε ανοιχτό τό παράθυρο ενός διαλόγου που συνεχίζεται, τήν ελπίδα τών αυριανών αναζητήσεων. Η απόπειρα που ακολουθεί ας νοηθεί σαν ατελής εισφορά σε μια ατέλειωτη συζήτηση. Παρεμβάλλεται βεβαίως ο στεναγμός. Όμως η επικοινωνία με τόν Ανδρέα ήταν πάντοτε και δοκιμασία. /…/

   Είναι, λοιπόν, «επίκαιρο» να επαναφέρουμε στο κέντρο τού διαλόγου όχι απραγματικά και ασαφή κατηγορήματα, αλλά τήν ίδια τήν ανάγκη ν’ αντισταθούμε στην επελαύνουσα βαρβαρότητα. Να κερδίσουμε τούς ανοιχτούς ορίζοντες που είχαν χαθεί πίσω από τήν παραπλανητική σκηνογραφία τού μέλλοντος. Η παράσταση τελείται πια χωρίς προσωπεία. Ώστε ν’ αποτραπούν μελλοντικοί τραγικοί αιφνιδιασμοί.

   Όταν όλα είχαν ξαφνικά είχαν αρχίσει ξαφνικά τελειώσει
πολύ ξαφνικά τελειώσει όταν
                                            (Ποίημα Ανδρέα Θ. Κίτσου – Μυλωνά).

Χριστόφορος Δ. Αργυρόπουλος «Η Λάμψη τής Ελευθερίας»

.

.

.

Γιώργος Βαμβαλής
«Τό Χρονικό μιας Γνωριμίας»

. 

   Αρκετά συχνά μέ φέρνει ο δρόμος και περνάω έξω από τό καφενείο στη Χαριλάου Τρικούπη, χαμηλά προς τήν Ακαδημίας, όπου συνήθιζε να πίνει τόν καφέ του ο Ανδρέας, τίς λίγες φορές τά τελευταία χρόνια που τού επέτρεπε η υγεία του να κατεβαίνει από τή Φιλοθέη στο κέντρο τής πόλης. Ρίχνω μια ματιά μέσα και δεν τόν βλέπω. Συνεχίζω τό δρόμο μου, διότι δεν έχει πια νόημα για μένα να πιω καφέ στο ίδιο μέρος χωρίς τόν Ανδρέα. Χωρίς τόν Ανδρέα και χωρίς τήν πρωινή συζήτηση με τόν Ανδρέα.

   Έχει περάσει ένας χρόνος από τότε που έφυγε ο Ανδρέας και διακόπηκε ξαφνικά η συζήτηση που είχαν πολλοί, ανάμεσά τους και εγώ, μαζί του. Στο κλεινόν άστυ, στο κέντρο του, και μόνο σε μια μικρή ακτίνα γύρω από τό γραφείο του στην οδό Σόλωνος 89, συναντούσες τόν Ανδρέα σε διάφορα σημεία να συζητάει πάντα με κάποιον ή με κάποιους. /…/

   Μετά τό τέλος τής θητείας μας η γνωριμία μας θα είχε πάρει και αυτή τέλος, όπως τόσες άλλες στρατιωτικές γνωριμίες, αν ο Ανδρέας χρόνια αργότερα δεν ξανάπιανε να ενώσει τό κομμένο νήμα /…/ αλλά τόν Ανδρέα δεν τόν γνώριζα ακόμη καλά. Ειδικά σε αυτό τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τής προσωπικότητάς του. Μόνο αυτός, με οιονεί στρατολογική ιχνηλασία θα ετίθετο στα ίχνη ενός αναστρατεύσιμου στην πνευματική τώρα υπηρεσία. Ενός χρόνια απόντος, που τώρα επέστρεφε από τό εξωτερικό, για να στρατευθεί σε ευγενέστερους αγώνες. Η χούντα ήταν χρονικά στη μέση της. /…/ Στην πρώτη μας συνάντηση μού μίλησε με ενθουσιασμό για ένα φιλοσοφικό περιοδικό που ετοίμαζε ο Θανάσης Κιτσόπουλος, στον οποίο μέ πήγε αμέσως. Ήταν τό ρηξικέλευθο για τήν ελληνική πραγματικότητα περιοδικό Δευκαλίων. /…/

   Άρχισα τίς δικές μου εκδόσεις Επίκουρος με πρώτα βιβλία τούς Αφορισμούς τού Κάφκα και τή Βλάβη τού Ντύρενματ. Ο Ανδρέας μέ ρωτούσε κάθε λίγο και λιγάκι για τήν τύχη τών βιβλίων στην αγορά, και όταν τού έλεγα ότι η Βλάβη δεν πηγαίνει καθόλου καλά, στενοχωριόταν αφάνταστα. Τόν πείραζε που τό κοινό δεν μπορούσε να καταλάβει τό βαθύτερο νόημα τής νουβέλας, τό ασυνείδητο αίσθημα ενοχής, ένα πράγμα βέβαια που ο Ανδρέας γνώριζε και ως νομικός. /…/

   Τά χρόνια περνούσαν. Τό γραφείο τού Ανδρέα στη Σόλωνος ήταν τώρα από δικηγορικό γραφείο στέκι διανοούμενων, αλλά με μια ειδοποιό διαφορά από διάφορα άλλα τέτοια στέκια που υπήρχαν και υπάρχουν ίσως και σήμερα. Ο Ανδρέας ανήκε στον ιδρυτικό και εσώτατο πυρήνα τών εκδόσεων Έρασμος και τού περιοδικού Σημειώσεις, όπου γύρω από αυτά συναθροίσθηκε η συνεπέστερη στις αρχές της, συμπαγέστερη και μακροβιότερη πνευματική ομάδα στη χώρα μας. Τό μικρό σε αριθμό κοινό, αφανές και αυτό όπως η ίδια η ομάδα μέσα στην ελληνική μπανανία, αίρεται σε προνομιούχο περιθώριο διαβάζοντας τά κείμενα που εκδίδει η ομάδα σε τακτά–άτακτα διαστήματα. Μόνο κείμενα τού Ανδρέα δεν έχει διαβάσει. Γιατί ο Ανδρέας ελάχιστα έγραφε. Μά γιατί δεν έγραφε ; θα ρωτήσει κανείς. Είχα αναρωτηθεί και εγώ παλιά, να έχει ένα τέτοιο μέσο δημοσίευσης και να μην τού κάνει χρήση. Γρήγορα όμως κατάλαβα ότι η λειτουργία τού Ανδρέα ήταν άλλη. Ο Ανδρέας συζητούσε. /…/ Από τούς λίγους εναπομείναντες «προφορικούς» διανοούμενους, από εκείνους που η γραφή τούς στενεύει, τούς ξεβολεύει να αφεθούν στην ελεύθερη ροή τού προφορικού λόγου και τής απρόσκοπτης ανατροφοδοτικής συζήτησης. Ο Ανδρέας έλεγε ένα και εννοούσε πολλά, κι αν ο συζητητής ήταν αντάξιος, άκουγε ένα και εννοούσε πολλά. Διάβαζε ή άκουγε κάτι νέο και καλό και τήν άλλη τό είχε μεταδώσει σε άλλους εκατό. /…/

   Τό «μη γράφειν» θα ήταν μάλλον ένας τρόπος που αν τόν ακολουθούσαν αυτοί που δεν έχουν να πουν τίποτε, θα απάλλασσαν τόν κόσμο από τήν τυραννία τού κενού γραπτού λόγου τους. Η πλημμυρίδα τών εκδόσεων τά τελευταία χρόνια είναι εν πολλοίς υπεύθυνη για τήν αδυναμία τών αναγνωστών να ξεχωρίζουν τήν ήρα από τό στάρι. Χρωστώ στον Ανδρέα τήν υπόδειξη ορισμένων άρθρων που αυτός ανέσυρε από τήν πλημμυρίδα και τά διέσωσε από τό καταπλάκωμα τού όγκου τών πολλών άχρηστων. Ήταν σαν χρυσοθήρας που στο κόσκινό του μάζευε μετά από προσεκτικό κοσκίνισμα τά λίγα ψήγματα χρυσού που απέμεναν.

   Και οι σύντροφοί του στις Σημειώσεις ήταν πάντοτε και είναι ολιγογράφοι. Εν γνώσει τους ίσως, ότι όταν γράφεις για λίγους, γράφεις λίγα. /…/ έτσι θα τόν θυμάμαι πάντα, να μιλάει με τή σιγανή φωνή του, τό μειλίχιο ύφος του και τό αδιόρατα μόνιμο μειδίαμά του.

Γιώργος Βαμβαλής «Τό Χρονικό μιας Γνωριμίας»

.

.

.

Βασίλης Λαμπρόπουλος
«Τό Φιλοσοφείν μετά τό Θάνατο τής Φιλοσοφίας»

.

   Για να αντιληφθούμε τή μοναδικότητα τού Ανδρέα Μυλωνά πρέπει πρώτα να τόν τοποθετήσουμε στα πλαίσια τής ελληνόγλωσσης φιλοσοφίας τής περιόδου 1964–2004. Στα χρόνια αυτά, η φιλοσοφία στην Ελλάδα κυριαρχείται από τρεις τάσεις : μια μαρξιστική, μια υπαρξιστική και μια θεολογική. Όλες τους είναι βαθιά συντηρητικές κι έτσι οι απόψεις τους συχνά συγκλίνουν (π.χ. σε θέματα εθνικής ταυτότητας) ενώ οι αντιπαραθέσεις σπανίζουν. Στα φιλοσοφικά τμήματα, βιβλία και συνέδρια, οι ειδικοί συζητούν σε ήπιους τόνους μετριοπαθείς θέσεις για τή σύμπνοια τής κοινωνίας, τήν αγωνία τού ανθρώπου, τήν απειλή τής τεχνολογίας, τίς ηθικές αξίες, τίς προϋποθέσεις τής ελευθερίας και τό όντως ον. Η δικτατορία έρχεται και παρέρχεται, δικαιώματα καταπατώνται και κατακτώνται, πάντως ο στοχασμός δεν περνά κρίση.

   Μέσα σε αυτό τό κλίμα αυτάρκειας, όπου η φιλοσοφία αισθάνεται πως εξακολουθεί να εκπληροί ικανοποιητικά τήν κλασική αποστολή της, παρουσιάζεται ένας μοναχικός στοχαστής που τόν απασχολεί κάτι εντελώς διαφορετικό. Ορμώμενος από τήν πεποίθηση ότι η κρίση τής αριστεράς είναι κρίση (και) φιλοσοφική, ο Μυλωνάς διερευνά τή δυνατότητα μιας αριστερής σκέψης που να είναι αριστερή. Τί θα συνιστούσε στον ύστερο εικοστό αιώνα μιαν αριστερή φιλοσοφία ; /…/

   Είναι προφανές πως, από τήν άποψη τής ιστορίας τής φιλοσοφίας, τό έργο τού Μυλωνά, συμμετέχει στη μεγάλη κίνηση τής αρνητικής διαλεκτικής που προέκυψε σε πολλές δυτικές χώρες κατά τή δεκαετία 1965–1975 ως ύστατος αποχαιρετισμός στη μεταφυσική. /…/ Η χρησιμότητα τής αρνητικής διαλεκτικής, έγκειται στο ότι κρατεί επίκαιρη τήν ηθική ακεραιότητα τής ατελέσφορης αδιαλλαξίας, τήν πολιτική αναγκαιότητα τής απόλυτης άρνησης – τό πρόταγμα, με άλλα λόγια, τής κριτικής λίγο πριν και μετά τό 1790 με τά ερωτήματά του αλλά δίχως καμιά από τίς μοιραίες απαντήσεις του.

   Αφού η διαλεκτική αυτή έχει πλήρη επίγνωση τής απολεσθείσης ολότητος, είναι υποχρεωμένη για λόγους στοιχειώδους συνέπειας να αντισταθεί στη μεταφυσική χωρίς να επιδιώξει μια άλλη ολότητα, χωρίς καν να συγκροτήσει όλον. Όπως πρώτοι τό διαισθάνθηκαν οι πρώιμοι Γερμανοί Ρομαντικοί, οφείλει να παραμείνει αποσπασματική. Ο Μυλωνάς υιοθετεί εξαρχής και απαράβατα αυτή τή στάση, και γι’ αυτό δεν κάνει φιλοσοφία, όπως τόσοι γύρω του : καλλιεργεί τόν φιλοσοφικό στοχασμό. Και μάλιστα, τόν πάει στα όριά του : τόν κάνει σύρριζα αποσπασματικό ώστε να τόν προφυλάξει από βεβαιότητες. Τά κείμενά του δεν προσφέρουν φιλοσοφία – διαπράττουν στοχασμό. Ο Μυλωνάς είναι ο μόνος Νεοέλληνας στοχαστής στο έργο τού οποίου ιδέες και λόγος, έννοιες και γλώσσα, επιχείρημα και έκφραση δεν διακρίνονται. Η ίδια η γραφή του φιλοσοφεί /…/

   Τά κείμενα τού Μυλωνά ενσωματώνουν τά αδιέξοδα τής φιλοσοφικής σκέψης, κι έτσι εκφράζουν με πρωτοφανή ένταση τί διακυβεύτηκε στα ελληνικά κατά τήν περίοδο τής πιο παραγωγικής περιόδου του. /…/ ο Μυλωνάς διαβάζεται εξαιρετικά δύσκολα διότι διαψεύδει κάθε προσδοκία θεματοποίησης, εκκωδίκευσης και έκβασης. /…/ στην Ελλάδα, όπου η φιλοσοφική γραφή δεν πέρασε ουδεμία κρίση (και η λογοτεχνική μόνο κάποιες μεμονωμένες και περιθωριακές) ο Μυλωνάς δεν βοηθήθηκε από μια παράδοση ικανή να αμφισβητήσει εκ τών ένδον συστήματα γλώσσας και γραφής. Ούτε βέβαια τού πρόσφερε τό περιβάλλον αντίστοιχες μουσικές ή εικαστικές προκλήσεις. Οι Έλληνες φιλόσοφοι που τόν απασχόλησαν ζούσαν αλλού – ο Καστοριάδης κι ο Παπαϊωάννου στη Γαλλία, ο Γεωργιάδης κι ο Κονδύλης στη Γερμανία, ο Βλαστός και ο Νεχαμάς στην Αμερική. Όσο για ποιητές, βρήκε τόν δικό του Χαίλντερλιν στον Σολωμό και κατά τά άλλα περιορίστηκε στους άξιους και παθιασμένους φίλους τής λεγόμενης δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς οι οποίοι μπορούσαν να συμπορευτούν θαυμάσια χάρη στις δικές τους στιχουργικές και δοκιμιακές καινοτομίες.

   Τά κείμενα τού Ανδρέα Μυλωνά θα εξακολουθήσουν να συνεπαίρνουν όσους προβληματίζονται για τό τέλος τής μεταφυσικής, τόν κερματισμό τής ενότητας, τά αδιέξοδα τής διαλεκτικής, τήν τραγική αριστερά, τήν ποιητική μέθεξη, τήν αξιοπρέπεια τής άρνησης και τό μέλλον τού φιλοσοφικού στοχασμού. Και από αυτούς θα απαιτούν να αναγνωσθούν με τήν αρμόζουσα ασέβεια και αντιρρητικότητα.

Βασίλης Λαμπρόπουλος «τό Φιλοσοφείν μετά τό Θάνατο τής Φιλοσοφίας»

.

.

     (συνεχίζεται)

.

.

.

πηγή φωτογραφίας από τόν «κονδυλοφόρο» (διαβάστε και τό κείμενο)

.

.

.

.

Start a Blog at WordPress.com.