σημειωματαριο κηπων

30 Αυγούστου 2010

μέμνονα αντί για κλάϊστ και οδόντα αντί οδόντος (μια καλοκαιρινή ιστορία)

 

 

 

εκείνο τό καλοκαίρι ήμουνα μ’ έναν αμερικάνο ένα καλό κι αθώο παιδί από τή φιλαδέλφεια, μ’ αυτόν πέρασα τό μεγαλύτερο μέρος τών διακοπών, ύστερα ένα μικρό κομμάτι χρόνου ξοδεύτηκε σ’ έναν άγγλο γεμάτον τατουάζ (από κορυφής μέχρις ονύχων όμως και με τά πιο παρδαλά χρώματα και σχέδια) που δεν ήτανε καθόλου αθώο παιδί και ήτανε και κηπουρός και καμάρωνε που είχε πάει όμως σε καλό σχολείο και είχε μάθει απέξω τόν σαίξπηρ και τό βασίλειό μου για ένα άλογο (σαν να παίζαμε στον εραστή τής λαίδης τσάτερλυ μού φαινότανε ώρες–ώρες) και επιπλέον μού ’κανε και ψιλοσυζητήσεις (που αν τού ’δινα θάρρος θα γινόντουσαν ψιλοκαυγάδες) γιατί «βαφόμουνα έτσι» – είσαι με τά καλά σου ; τού λέω κι εγώ ένα βράδυ «εσύ είσαι βαμμένος από πάνω μέχρι κάτω» είπε τό περίφημο «άλλο εγώ» και μπορέσαμε να τό διαλύσουμε ησύχως. Ένα μικρό μέρος χρόνου έφαγε κι ένας αυστραλός οικοδόμος (που έκανε τήν δίχρονη περιοδεία του μαθητείας ανά τόν κόσμο) με ξανθιές μακριές κοτσίδες πολύ όμορφος, και γνώρισα θυμάμαι κι έναν βιεννέζο προλετάριο αλλά δεν μού ’μεινε τίποτα σπουδαίο απ’ αυτόν.

λοιπόν ο αμερικάνος δούλευε στο μπαρ μιας γερμανίδας στο νησί στο οποίο  εγώ βρέθηκα από παρεξήγηση σκέτη (και για ν’ αποφύγω τόν γερμανό που στα μάτια μου έμοιαζε με σκέτο χρυσάφι) δεν πήγα δηλαδή στο νησί που θα πήγαινα : και βρέθηκα σ’ αυτό τό κωλονήσι με τή σπουδαία φήμη που ’τανε γεμάτο βλάχους και άλλα ζωντανά (μια μέρα που καθόμουν στο λιμάνι πάνω σε κάτι βραχάκια και διάβαζα, είδα να ’ρχεται τρέχοντας προς τό μέρος μου μια γάτα με περίεργο ύφος, αλλά ερχόταν κατευθείαν καταπάνω μου, σα να ’χαμε ραντεβού και είχε αργήσει : μέ κοίταζε κιόλας, τήν κοίταζα κι εγώ, ώσπου δεν ήτανε πια γάτα, αλλά εξακολουθούσε να ’ρχεται, άφησα τό βιβλίο στο πλάϊ και τού λέω «φύγε γρήγορα, αμέσως» μέ κοίταξε πανέξυπνα, σκοτισμένο, κι έκανε στροφή κι εξαφανίστηκε τρέχοντας πάλι. Σαν τόν λαγό από τήν Αλίκη, αλλά καφές αυτός. Ούτε τ’ όνομά του δεν λέω) Λοιπόν, τό νησί χάλια, βρώμικο, δεν ξαναπάω ούτε να μέ πληρώνεις. Αλλά με τόν αμερικάνο κάναμε καλή παρέα, και πήγαινα να τόν δω στο μπαρ που δούλευε και που λεγόταν «memnon». Τό ’χε μια γερμανίδα που ανήκε στην κατηγορία τών αλλοδαπών που έχουν ύφος δασκαλίστικο, δήθεν φιλελληνικό, και που δεν μπορώ να τούς υποφέρω : Γενικά, δεν μπορώ τό δασκαλίστικο ύφος με τίποτα – από μικρή : Μόλις μού πει κάποιος : Τί, δεν ξέρεις αυτό ; Λέω αμέσως : Όχι, δεν τό ξέρω, – δεν πα να τό ξέρω απέξω κι ανακατωτά. Δεν χωνεύω τό δασκαλίστικο ύφος. Όχι δεν τό ξέρω κυρά μου, γιατί πρέπει να τό ξέρω ; Εξαρτάται τίποτα σημαντικό απ’ τό αν τό ξέρω ή όχι ; Από μικρή δεν χώνευα τούς ξένους, κυρίως άγγλους αλλά και γερμανούς που έρχονταν εδώ και απαγγέλανε τούς τρεις πρώτους στίχους τής οδύσσειας με ερασμιακή προφορά, και περιμένανε πώς και πώς να πούμε ότι δεν καταλάβαμε τίποτα για να κοιταχτούν μεταξύ τους, μ’ εκείνο τό ύφος που έλεγε : Είδες που στα ’λεγα ; δεν τά ξέρουν. Δεν είναι άξιοι απόγονοι. Τό γνωστό τροπάρι. Τούς σιχαίνομαι. Τούς σπάω μπουκάλι στο κεφάλι που λέει ο λόγος με κάτι τέτοια : δηλαδή τούς κοιτάω με τό πιο περιφρονητικό μου ύφος. Τό ίδιο έκανα και σ’ αυτήν : – Και γιατί «μέμνων» ; τής λέω (για τό μπαρ) – ήτανε και τελείως τρελό, εκειπέρα, που τ’ αγγλικά δίναν και παίρναν, κι αυτή με τό αρχαιοπρεπές, κι έπαιζε μόνο τζαζ (άλλη βαρεμάρα, δεν μπορώ ν’ ακούω συνέχεια τζαζ, που να συνοδεύεται κι από λεπτομερείς συζητήσεις περιδιαγραμμάτου, με χαμηλή φωνή, περί τών εκτελέσεων, τών εκτελεστών, και λοιπά. Άσε μας κυρά μου να διασκεδάσουμε, φροντιστήριο θα κάνουμε εδωμέσα νυχτιάτικα ; ) Γιατί μέμνων λοιπόν ; Τής λέω κι εγώ, επίτηδες, και περίμενα τό ύφος. Ήρθε με τά όλα του. Δεν ξέρεις ποιος είναι ο μέμνων ; Όχι δεν ξέρω, λέω, μέ κοίταξε με τό ύφος όπως έπρεπε, και μέ περιφρόνησε πλήρως. Πολύ τό διασκέδασα, θα τής έσπαγα και μπουκάλι στο κεφάλι που λέει ο λόγος. Τά ’χε μ’ έναν ντόπιο μικρότερό της που καθότανε αμίλητος συνέχεια στην ίδια θέση, και κοίταζε κι αυτός περιφρονητικά τούς πάντες, αφού τά ’χε μ’ αυτήν. Μια αηδία σκέτη.

μερικές φορές ξύπναγα μες στον ύπνο μου και σκεφτόμουνα τί θα πω να τήν πειράξω – τόσο πολύ μ’ είχε τσαντίσει. Εμένα μ’ αρέσει ας πούμε από τούς γερμανούς ο κλάϊστ – σκεφτόμουνα να τής πω ένα βράδυ Τί κοιτάς έτσι μωρή, όλοι οι γερμανοί νομίζεις ξέρουνε ποια ήτανε η εριέττα φόγκελ ; (η φίλη του – αυτοκτονήσανε μαζί). Δεν τής τό ’πα φυσικά ποτέ – τσαντιζόμουνα και ξετσαντιζόμουνα, μού ’φευγε και μού ξαναρχότανε – δεν θα τήν σκεφτόμουνα για 2η φορά αν δεν δούλευε ο φίλιπ εκειπέρα, και δεν πήγαινα να τόν πάρω αργά για να πάμε αλλού να τά πιούμε. Αυτή έτσι κι αλλιώς έκλεινε νωρίς, δεν είχε κίνηση, έρημο τό μαγαζί ήτανε, στη φουλ σαιζόν παντού αλλού γινότανε χαμός : Δεν τό δουλεύει καλά τό μαγαζί, μού ’λεγε ο αμερικάνος, δεν καταλαβαίνει, είναι και πεισματάρα. Τρίχες ήτανε, λοφίο απλώς, να κάνει φιγούρα ότι κάτι τρέχει στα γύφτικα, να βλέπει κι ο μικρός.

δεν τής έδωσα ποτέ να καταλάβει ότι ξέρω γερμανικά, άκουσα ότι τής είχαν πεθάνει οι γονείς κι ότι έμενε εδώ από τότε. Θα μπορούσα να τήν συμπαθήσω αν ήταν αλλιώς τήν κακομοίρα, αλλά με τέτοιο ύφος… Άκου, πώς τό ’χε έτοιμο, τό ’λεγε φαίνεται σερί σε όλους τούς έλληνες που μπαίναν εκεί μέσα – «τί, δεν ξέρεις τόν μέμνονα;» Α γαμήσου κυρά μου, γιατί οι γερμανοί ξέρουνε όλοι τήν εριέττα φόγκελ ; Πιο ασήμαντος ήρωας είναι ο μέμνονας για τόν όμηρο, απ’ ό,τι η εριέττα φόγκελ για τή ζωή τού κλάϊστ. Έτσι μού ’ρχοτανε να τής τό πω καμιά ώρα, αλλά δεν τής είπα τίποτα. Κάτι μέ κράτησε να μην τήν κάνω και ρεζίλι μπροστά στον μικρόν. Τή λυπόμουνα κατά βάθος, αυτό ήτανε, μ’ είχε πιάσει τό μαζοχιστικό μου. Αλλά ήθελα να τούς σπάσω και τών δυο τόν τσαμπουκά καμιά ώρα. Άκου «δεν ξέρεις τόν μέμνονα», και μ’ αυτό τό ύφος. Η πλάκα ήτανε ότι όντως δεν ήξερα τόν μέμνονα. Όταν γύρισα στην αθήνα, πρώτη μου δουλειά ήτανε να ψάξω να βρω ποιος διάολος ήτανε αυτός ο μέμνων. Ρώτησα και τούς μορφωμένους φίλους μου. Ένας δευτερεύων ήρωας, τριτεύων κιόλας, στην ιλιάδα, απλώς. Μπορεί και να τόν έριξε τόν πιτσιρικά με κάτι τέτοια. Δεν βαριέσαι, αντιπαθέστατη αλλά τής είχαν πεθάνει όλοι.

  

 

 

δεν φανταζόμουνα ποτέ ότι θα τήν εκδικηθώ τόσο εύκολα αυτήν τήν ιστορία. Αυτό που συνέβη με τόν κλάϊστ δεν μπορούσα να τό φανταστώ δηλαδή, στο βερολίνο. (Ο κλάϊστ θεωρείται ιδιοκτησία τού βερολίνου. Η kleiststraße είναι κεντρική και ατέλειωτη. Εκεί έζησε, εκεί αυτοκτόνησε). Άλλο καλοκαίρι ήτανε τώρα, και τά ’χα μ’ έναν μικρότερό μου έλληνα – είχα μεγαλώσει τώρα λίγο περισσότερο κι εγώ, μού ’χαν πεθάνει και όλοι : αύγουστος μήνας πάλι, κι αποφασίζουμε να πάμε στο βερολίνο με τ’ αυτοκίνητο.

μάς περίμενε η κίρστι να μάς υποδεχτεί – καμία σχέση αυτή με τόν μέμνονα, η κίρστεν τό κριστάκι, όπως ήτανε τό σωστό, ήθελε μόνο να ’ναι ευτυχισμένη και να κάνει παιδιά. Στο σπίτι μου μια από τίς φορές που τήν φιλοξενούσα εγώ είχε βρει και διάβαζε κάτι για τόν κλάϊστ και είχε συγκινηθεί τόσο με τήν αυτοκτονία του – αχ, γιατί να τελειώσουνε έτσι – μού έλεγε. Απόρησα τότε, καλά, δεν τά μαθαίνανε στο σχολείο τους αυτά ; στην ελλάδα ήρθε να τά διαβάσει ; Εμείς καθοδόν κολλήσαμε στο μόναχο λίγο παραπάνω κι αργήσαμε να πάμε, ανησύχησε μάς είχε μαγειρέψει και τά καλά της φαγητά, κι ύστερα τά ’φαγε και τά ξαναμαγείρεψε. Η γάτα της η μίμυ επίσης μάς έκανε χαρές, και όλα ήταν μια χαρά : Είχε πέσει τότε τό τείχος.

τόν φίλο μου τόν είχα πρήξει με τόν κλάϊστ, που τού ’χε γίνει κι αυτουνού έμμονη ιδέα – εξάλλου τήν kleiststrasse πήραμε για να φτάσουμε στο kreuzberg, κι η μόνη που δεν ασχολιότανε ήτανε η κρίστι – δούλευε στην όπερα κιόλας εκείνη τήν εποχή, αλλά όπερα δεν έγραψε ο κλάϊστ. Ο καιρός ήτανε πάντα υπέροχος, και μια κυριακή με καταπληκτική λιακάδα λέμε να πάμε στη βάνζεε τή λίμνη που ’ναι ο τάφος του – αφήσαμε τ’ αυτοκίνητο και πήγαμε με τό τραίνο. Η κρίστι στη δουλειά της – ούτε που τήν ένοιαζε ο κλάϊστ – κάτι οδηγίες άλλωστε που τής ζήτησα μού απόδειξαν ότι δεν είχε πάει ποτέ – εκεί ήταν τό μέρος που αυτοκτόνησαν – είπαμε εντάξει, πάμε και θα τά βρούμε, μικρή βάνζε, μεγάλη βανζέ, θα τίς βρούμε – γιατί είναι δύο λίμνες, η μικρή και η μεγάλη : τό μέρος που βρήκε ο κλάϊστ τότε ήτανε δίπλα στη μικρή – είχε βρει μια λακκούβα, ένα γούβωμα, κι εκεί έκαναν τό τελευταίο τους πικνίκ με τήν εριέττα. Είχαν κέφι, είχαν και κρασί, είχαν γράψει τά γράμματά τους, εκδότη δεν είχε, ο χόμπουργκ δεν παίχτηκε, αυτή είχε καρκίνο, τό δέχτηκε αμέσως αυτός. Τό πανδοχείο που μείνανε ήτανε μακριά – ακούστηκαν μόνο στο τέλος 2 πυροβολισμοί. Κι οι 2 λίμνες τότε πρέπει να ’ταν ερημικές τοποθεσίες, και η μικρή βέβαια ακόμα περισσότερο.

τώρα, ήταν άλλο πράμα. Τό μέρος ήταν μια τεράστια θάλασσα, μια κοσμική λουτρόπολη, γεμάτη γιωτ τεράστια, πανάκριβα, πολυτελείας. Κι ο κόσμος πολυτελείας, πολύ, περισσότερο απ’ ό,τι κανονικά στο βερολίνο. Παρόλο που ξαφνιαστήκαμε με τόν κόσμο – ήτανε σα να ’χε βγει όλη η καλή κοινωνία βόλτα στη βανζέ, τό πήραμε ελαφρά. Ήτανε και τό θέαμα ενδιαφέρον αν εξαιρούσες τή βαβούρα, ήτανε σαν αυτόν τόν πίνακα τού σιρά με τή λίμνη και τίς ομπρέλες, κάθονταν πάνω στο χορτάρι στις όχθες τής λίμνης, κάθονταν στα παγκάκια, κάθονταν στα ωραία μαγαζιά, μικροί μεγάλοι παιδιά οικογένειες ζευγάρια ζευγαράκια, πλούσιοι, πλουσιότεροι, φτωχότεροι, μικροαστοί, πλαιημπόϋδες, μοντέλα, γέροι, γριές, εσωτερικός τουρισμός, ένας χαμός γινότανε. Τό πήραμε ελαφρά. Βλέποντας κάτι γιωτ σαν υπερωκεάνεια μες στη λίμνη, και προς τήν όχθη, και μέσα κοντά σε κάτι βουνά πέρα, λέμε «αυτή είναι σίγουρα η μεγάλη. Θα περπατήσουμε και θα βρούμε κάπου σε καμιά ερημιά τή μικρή.» Φανταζόμαστε ότι θα υπάρχουν και ταμπέλες που θα λένε για τόν τάφο και τά λοιπά. Φανταζόμαστε ότι μπορεί να υπάρχει και κάνα είδος προσκύνημα κατά κει, και να περιμένουμε και σε καμιά ουρά. Κάνουμε απλώς μια πρώτη ερώτηση, προς τά πού πέφτει η μικρή βανζέ, για να πάμε προς τή σωστή μεριά, αλλά η απάντηση είναι μάλλον ασαφής. Μάλλον αυτοί που ’ναι σ’ αυτό τό σημείο τής μεγάλης, δεν ασχολούνται με τή μικρή και δεν τήν ξέρουν. Τό παίρνουμε αψήφιστα, και προχωράμε προς τά κει που ’ναι τά μαγαζιά, να πιούμε τίποτα και να ρωτήσουμε εκειπέρα που θα ξέρουν. Εκεί είναι που αρχίζει τό πράγμα να μάς μπερδεύει λίγο. Τό γκαρσόνι δεν ξέρει, αλλά είναι πολύ ευγενικό παιδί (όλα τά γκαρσόνια στη γερμανία είναι πολύ ευγενικά, ίχνος βλαχιάς), και θα φωνάξει τόν ιδιοκτήτη ή τόν διευθυντή ή κάποιον ανώτερό του να μάς τά εξηγήσει. Αυτός δεν ξέρει ότι υπάρχει μικρή λίμνη κιόλας κοντά στη μεγάλη, παίρνει κι ένα τηλέφωνο όμως, τόσο εξυπηρετικός. Γυρνάει μάλλον χαρούμενος, μάς δείχνει μια κατεύθυνση, ναι δεν τό ήξερε, αλλά υπάρχει και μια μικρότερη λίμνη που είναι μάλλον από κει. Τό γκαρσόνι είναι όμορφο αγόρι έρχεται και ξανάρχεται, ρωτάει αν είμαστε εντάξει, πολύ συμπαθητικό. Ο κόσμος τρώει πίνει και φωνάζει, ελληνική λουτρόπολη αλλά στο πολύ πλούσιο, ο κλάϊστ δεν ταιριάζει σίγουρα εδώ : σηκωνόμαστε προετοιμασμένοι για περπάτημα – αλλού θα ’ναι η ουρά, αν υπάρχει. Τίποτα σ’ αυτή τήν ηλιόλουστη χάβρα δεν έχει σχέση με τόν κλάϊστ – κι ούτε ο κλάϊστ δεν θέλει να έχει σχέση μαζί της : ούτε η εριέττα, αν κι αυτή από πολύ πλούσια οικογένεια προερχότανε (κι ο κλάϊστ όμως) : από κάτι τέτοιους θέλανε να ξεφύγουνε : κάτι τέτοιοι καθωσπρέπει δεν τού βγάζαν τά βιβλία, δεν τού παίζαν τά έργα. Κάτι τέτοιοι καθωσπρέπει ξεσήκωσαν τόν κόσμο με τήν διπλή αυτοκτονία, να μην ακουστεί, να μην γραφτεί, να μην ταφεί η εριέττα δίπλα του, να μην γραφτεί τό όνομά της τουλάχιστον : ένας φίλος του επέμενε σαν τό σκυλί να γίνουν όλα όπως τά είχαν οι δυο τους παραγγείλει – σ’ αυτόν οφείλουμε και τήν επιγραφή στον τάφο : Nun, o unsterblichkeit, bist du ganz mein : Και τώρα, αιωνιότητα, όλη δική μου! (αθανασία λέει, αλλά έχω τό γνωστό πρόβλημα με τή λέξη, στα ελληνικά τή λέω πάντα αιωνιότητα (η φράση είναι από δικό του έργο τόν πρίγκηπα τού χόμπουργκ, και μού πάει καλύτερα για τίς ανάγκες τού διηγήματος τώρα εδώ να πω ότι τήν οφείλουμε στον φίλο του γιατί εδώ που τά λέμε ταιριάζει και πολύ πάνω εκεί στον τάφο μια φράση από τό καλύτερό του έργο – στην πραγματικότητα όμως μια που τό έργο αυτό δεν παίχτηκε όσο ζούσε και ήταν άγνωστο, ο φίλος του έβαλε ένα άλλο ποίημα με τή λέξη αιωνιότητα πάλι μέσα, οι ναζί πήγανε και τήν αλλάξανε τήν ταφόπλακα επειδή τό ποίημα εκείνο ήτανε ενός εβραίου ποιητή και τώρα που σ’ ένα χρόνο θα έχουν τήν επέτειο τών 200 χρόνων από τούς δυο θανάτους ο δήμος ετοιμάζεται για νέες αλλαγές και βελτιώσεις πάνω στον τάφο διαβάζω)) – φυσικά ένα μέρος τού σκανδάλου οφειλότανε στο ότι η εριέττα ήτανε παντρεμένη και με παιδί. Τά γράμματά τους όμως είναι βαθιά γλύκα, τόν λέει αρνί της, χρυσαφένια αχτίνα και διάφορα. Μαρτυρίες τού ξενοδόχου αργότερα (εκεί στη μικρή βανζέ) καταγράφηκαν όπου τούς έβλεπε να γελάνε και να παίζουν σαν παιδιά, αυτός να θέλει να κάνει τραμπάλα κι αυτή να τόν γεμίζει χαϊδευτικά κοριτσάκι μου αγοράκι μου λέγανε (ήτανε στα τριαντατέσσερα συνομήλικοι και οι δυο), «γλυκό μου αγόρι», «γλυκό μου κορίτσι», αυτή τόν έλεγε και ουράνιο τόξο της, αχτίνα της χρυσή (μητέρα της πατέρα της μαθητή της δάσκαλό της) (στα γράμματά της) κι αυτός να θέλει να κάνει τραμπάλα – τή μέρα που πήγαν για τό τελευταίο πικνίκ. Περάσανε θαύμα. Αποφασισμένοι.

είμαστε κι εμείς αποφασισμένοι να βρούμε τό μέρος τού πικνίκ. Αδιόρατα έχει εγκατασταθεί ένα κλίμα ότι ουρά μάλλον δεν θα υπάρχει – αυτά καθορίζονται σχεδόν εκ τών προτέρων, όταν υπάρχουν παντού ταμπέλες, ξέρεις τί έχει να γίνει – εδώ δεν υπάρχουν πουθενά ταμπέλες, και μάλλον όσοι έρχονται εδώ δεν είναι γι’ αυτούς. Θα τή βρούμε τή μικρή λίμνη όμως.

δεν τή βρίσκουμε. Κάτι κυρίες σε ένα παγκάκι πιο απόμακρα, μάς λένε «εδώ είναι η μικρή λίμνη», και μάς κοιτάνε καλά – καλά. Κοιτάμε γύρω μας, δεν υπάρχει ίχνος χώρου για λακκούβα, πλάτωμα, και πανδοχείο : τό μέρος είναι πνιγμένο στα χόρτα, μια στενή λουρίδα γης, ξαναβγαίνουμε στον μεγάλο δρόμο. Υπάρχει μια γέφυρα πάνω από ένα στενό σημείο τής λίμνης, βγάζουμε μια φωτογραφία. Ξαναγυρνάμε στον μεγάλο χαμό τής αρχής, τόν πίνακα τού σιρά, κι αρχίζουμε να ρωτάμε εκειπέρα. Τώρα έχω νέα έμπνευση, δε ρωτάω για μικρή λίμνη, ρωτάω για τόν τάφο τού κλάϊστ : kleistgrab γερμανιστί. Ένα αξιοπρεπές ζευγάρι μεσήλικων σ’ ένα παγκάκι είναι απ’ τούς πρώτους τυχερούς : Μέ κοιτάνε καλά – καλά : Τί ’ναι αυτό ; Ο κλάϊστ ο ποιητής, ο τάφος του. Δεν τό ξέρουμε. Η γυναίκα πιο ειλικρινώς αμήχανη, ο άντρας παίρνει ένα πονηρό υφάκι : Για ποιητή να ρωτήσετε αυτές τίς κυρίες εκειπέρα. Δείχνει με τό δάχτυλο επιδεικτικά σ’ ένα παγκάκι δυο ηλικιωμένες γερμανίδες. Αν είχα σώας τας φρένας θα τόν περιφρονούσα απλώς, αλλά έχω αρχίσει να ζαλίζομαι (μ’ έχουν χτυπήσει και τά ποτά κι η αντηλιά στο κεφάλι) και πάω καταπάνω τους : Μήπως ξέρετε παρακαλώ τόν τάφο τού κλάϊστ πού είναι ; Μέ κοιτάνε θυμωμένες : Δεν ξέρουμε κανένα τάφο. Δικαίως θυμώσανε. Χαμογελάω όσο μπορώ σεμνά κι απομακρυνόμαστε σα βλάκες. Έχω τήν εντύπωση ότι γίνομαι τό νούμερο τής παραλίας, αλλά παρόλ’ αυτά γυρνάω σαν τήν άδικη κατάρα πάνω–κάτω, ρωτάμε παντού, δεξιά αριστερά, όλα τά παγκάκια, τούς ξαπλωτούς στα γρασίδια, τούς όρθιους : Ο τάφος τού κλάϊστ ξέρετε πού είναι μήπως ; Ποιανού ; Τού κλάϊστ, είναι εδώ κοντά, στη μικρή βανζέ : Ποιος είν’ αυτός ; Ο κλάϊστ ο ποιητής. Όχι, δεν τόν ξέρω. Έχω τήν εντύπωση ότι γελάνε κιόλας, όσοι δεν μάς περιφρονούν εντελώς. Λες να μάς λυντσάρουν στο τέλος ; λέω κάποια στιγμή : μην νομίσουν ότι τούς δουλεύουμε ; για σκέψου να σηκωθούν όλοι αυτοί και νά ’ρθουν καταπάνω μας ; με τήν έννοια άντε από δω ρε σεις που θα μάς πείτε ότι δεν είμαστε και άξιοι απόγονοι ; Ο άλλος έχει όμως άλλη ιδέα : Μπα αποκλείεται, λέει, τί απόγονοι και τρίχες, αυτοί φοβώνται ότι έχουμε candid camera και κάνουμε σφυγομέτρηση κι ότι είμαστε απ’ τήν τηλεόραση (πονηρός προλετάριος, τά βλέπει όλα απ’ τή μεριά τών μικροαστών και καλά κάνει) : Γι’ αυτό να έχεις ύφος σπουδαίο, μην πηγαίνεις σα ζητιάνα, μού λέει.

προσπαθώ αλλά δεν τά καταφέρνω, αφού αισθάνομαι σα ζητιάνα. Ζητιανεύω ακόμα και στον χαρακτηρισμό, ποτέ άλλοτε δεν τόν είχα σκεφτεί ως ποιητή, αλλά τώρα μού φαίνεται ότι θα ζητιανέψω περισσότερο αν πω «τόν κλάϊστ μωρέ που ’χει γράψει τά πάντα». Θα ’ναι πιο προκλητικό, δεν ξέρετε μωρέ τόν κλάϊστ που ’χει γράψει τά πάντα ; Βολεύομαι με τό ποιητής που σημαίνει διάφορα και καθώς μού κατεβαίνει στο κεφάλι ο τίτλος – διαπιστώνω ότι τού ταιριάζει κιόλας. Απομακρυνόμαστε πάλι από τήν παραλία τού σιρά να ξαναβγούμε στον δρόμο με τά μαγαζιά, και βλέπω ένα ζευγάρι να ’ρχεται που μοιάζει κάπως πιο ροκ : είναι πολύ ακριβά ντυμένοι αλλά αυτός είναι λίγο σαν τόν μπόουι κι αυτή λίγο σαν τήν άννι λένοξ : πάω κατά τό μέρος τους με κέφι, επιτέλους αισθάνομαι λίγο άνετα : Σταματούν κι οι δυο πρόθυμα, μέ κοιτάνε. – Ναι, ο κλάϊστ, λέει αυτός, θυμάμαι, τόν έχω ακούσει – πάντως, αν είναι στη μικρή βανζέ, είναι από κει. Μάς δείχνουν τό μέρος προς τή γέφυρα απ’ όπου ήρθαμε, φεύγουμε, ευχαριστούμε επιτέλους πολύ, μάς κοιτάνε κι αυτοί σοβαρά κι ύστερα παν αγκαλιασμένοι προς τόν πίνακα τού σιρά.

έχουμε αποκτήσει μια σχέση πια με τόν χώρο, η μικρή βανζέ πρέπει να ’ναι σίγουρα από δω. Ίσως η γέφυρα ενώνει τίς δυο λίμνες. Ξαναπερνάμε μπροστά απ’ τό μαγαζί που φάγαμε και προχωράμε προς τά κάτω. Περπατάμε περπατάμε. Σ’ όλο τό μήκος τού δρόμου μαγαζιά μαγαζιά – αριστερά μας αυτά, και δεξιά μας τό νερό. Ο ποδηλατόδρομος, τό πεζοδρόμιο, τά χόρτα και τό νερό. Σ’ ένα σημείο πλάϊ στον ποδηλατόδρομο παρκαρισμένα πολλά αστυνομικά. Πλησιάζω έναν αξιωματικό επικεφαλής που ’χει πολύ ωραίο πρόσωπο, μού θυμίζει κάτι από κείνο τό γερμανικό σκέτο χρυσάφι τό πρόσωπό του. Είναι όρθιος και γύρω του κάτι άλλοι μπάτσοι : πάω καταπάνω του : Μέ συγχωρείτε, μήπως ξέρετε πώς θα πάμε στη μικρή βανζέ και στον τάφο τού κλάϊστ ; ετοιμάζομαι να τόν ρωτήσω τρέμοντας. Προσοχή, μού λέει αυτός, μέ τραβάει και μέ παίρνει από τόν αγκώνα να φύγω απ’ τόν ποδηλατόδρομο, που έχω κάτσει σαν άσχετη και τόν κλείνω. Τήν ίδια στιγμή πίσω μου σφυρίζει ένα ποδήλατο και προσπερνάει. Στεκόμαστε πάνω στο πεζοδρόμιο. Μέ κοιτάει με  φυσιολογικό ύφος. Τί θέλετε ; μού λέει, και μέ κοιτάει με κείνο τό βλέμμα τό καθαρό, και τό πρόσωπό του μού θυμίζει τόσο πολύ κείνο τό σκέτο χρυσάφι, τί μαλακίες. – Θέλουμε να πάμε στη βανζέ και στον τάφο τού κλάϊστ, τού λέω. – Από δω θα πάτε, μού λέει αυτός και δείχνει κάτω μακριά που στενεύει ο δρόμος. Από δω ; τού λέω, και τόν κοιτάω με απορία. Ο δρόμος φαίνεται να σταματάει εκεί σ’ έναν τοίχο με τούβλα. Από δω, μού λέει, και μέ κοιτάει ήσυχα. Δεν προλαβαίνω να τού πω ευχαριστώ, έρχεται ο προλετάριος με τό αλάνθαστο ένστικτο και μέ σκουντάει : Πάμε να φύγουμε μού λέει, σιγά μην ξέρει ο μπάτσος. Μέ παρασέρνει προς τά πίσω πάλι. «Αφού εκεί τελειώνει ο δρόμος, πού σού έδειχνε ο ηλίθιος, τό τούβλο σού έδειχνε τούβλα». Σωστά, εκεί που μού ’δειχνε δεν έβλεπα να υπάρχει τίποτα άλλο από έναν τοίχο με τούβλα. Και σιγά μην ξέρει ο μπάτσος τόν κλάϊστ. Καθώς φεύγουμε, γυρίζω άλλη μια φορά και τόν κοιτάω, τί περίεργη ομοιότητα με κείνο τό χρυσάφι (τού καλοκαιριού που πήγε τόσο στράφι σε κείνο τό βρωμονήσι) που είχε η φάτσα του – εκείνος μόλις έριξε μια ματιά με ύφος επιτίμησης και γυρίζει τήν πλάτη. Νιώθω σα να προδίνω τόν άλλον, εκείνον που έτσι κι αλλιώς τόν παράτησα στα κρύα τού λουτρού (εκείνον τόν αύγουστο) και πήγα στο βρωμονήσι. Περιπολικά, τουριστικής αστυνομίας μάλλον, εξακολουθούν να ’ναι παρκαρισμένα  κατά μήκος τού δρόμου, «ορίστε» μού λέει ο φίλος μου, «ρώτα τήν μπατσίνα εκειμέσα, να δούμε τί θα σού πει : θα σού πει τά ίδια ; » Πλησιάζω τό παράθυρο τού τζιπ, είναι μέσα μ’ έναν άλλον και χαριεντίζονται, βλαχόφατσες σε κυριλέ στυλ από τήν τηλεόραση – ενοχλούνται κιόλας, τούς διακόπτουμε, δεν έχει ιδέα, ανοίγει βιαστικά έναν χάρτη, αλλά δεν βρίσκει τίποτα. Ενοχλούμε κιόλας τό φλερτ. Καθώς απομακρύνομαι ρίχνω μια ματιά ίσια κάτω στον δρόμο, σ’ εκείνον. Ακόμα και τό σώμα του μοιάζει, ψηλός λεπτός : Μοιάζει τόσο πολύ. Μόνο η ηλικία είναι διαφορετική. Σα να μού λέει ότι κουράστηκε. Τόν ήξερα τόσο καλά εγώ : είμαι σίγουρη ότι κουράστηκε.

(όσες φορές αναρωτήθηκα γιατί τόν παράτησα, γιατί δεν περάσαμε εκείνο τό καλοκαίρι που τό σχεδιάζαμε τόσες φορές, μόνο μια απάντηση απ’ τήν μαρκησία τής ο… (τού κλάϊστ ακριβώς) μού ’ρχότανε στο νου : – Γιατί σε μένα δεν συχώρεσες κάτι που είσαι έτοιμη να συχωρέσεις στον τελευταίο τυχόντα, τή ρωτάει, κι αυτή τού απαντάει όπως τού απαντάει.

Ναι, απ’ τόν τελευταίο τυχόντα δέχομαι μαλακίες, κι από αμερικάνους κι από αυστραλούς κι από ζωγραφισμένους άγγλους, αλλά απ’ τό χρυσάφι όχι. Όχι μαλακίες από τό καθαρό χρυσάφι.)

αηδίες : αυτός ο μπάτσος, αν δεν ήταν μπάτσος, και τόσο μεγάλος, θα ’ταν σχεδόν ολόϊδιος. Πώς τού μοιάζει τόσο πολύ. Μού ’ρθε στο μυαλό που μια φορά ήθελε να φιληθούμε με τά δόντια, τρίζοντας τά δόντια μεταξύ τους, σχεδόν χωρίς στόμα.

μέ παρασέρνει σ’ ένα δασάκι. Έχει δροσιά εδώ, να ξεκουραστούμε. Πού ξεφύτρωσε αυτό τό δασάκι ; Σαν παραμύθι είναι η κατάσταση ξαφνικά δυο βήματα από τόν δρόμο, τόν ποδηλατόδρομο και τά περιπολικά, βρισκόμαστε μέσα σ’ ένα δάσος με ησυχία. Πουλιά τιτιβίζουν, τρίζουν τά φύλλα καθώς τά πατάμε, ακούω τό μυαλό μου να λυγάει. Υπάρχει ένα μονοπάτι, έχουμε μπει μέσα στους αδελφούς γκριμ με τόν πιο ήσυχο τρόπο. Ίχνος νερού δεν ακούγεται, μόνο δάσος. Έχω ζαλιστεί, νομίζω ότι είμαι υπνωτισμένη μάλλον. Δάσος εμείς και οι ήχοι φύλλα όλων τών χρωμάτων από πάνω μέχρι κάτω, τριξίματα. Ξάφνου βλέπω πέρα μακριά δύο φαντάσματα που έχουν στη μέση ένα ποδήλατο και συζητάνε. Στηρίζουν τά χέρια τους πάνω του, έχουνε τά κεφάλια τους αντικριστά και μιλάνε. Αυτός έχει μακριά γένια, σαν τούς αιώνιους ξυλοκόπους τών παραμυθιών, κι αυτή είναι σαν τήν αιώνια γυναίκα μες στο δάσος : τήν ήρεμη κι ωραία μάγισσα : μαλλιά λίγο πιο σκούρα απ’ τά δικά του, κοντά αυτηνής, ίσα κομμένα γύρω στο πρόσωπο σα μεσαιωνικά, φούστα μακριά φαρδιά, κλαρωτή : ακούω τό μυαλό μου που μού λέει Φτάσαμε. Είμαι σαν υπνωτισμένη, ήρεμη και ξεκούραστη, αυτό είναι σίγουρο, τούς πλησιάζω, στέκομαι δίπλα στο ποδήλατο κι εγώ, και μέ κοιτάνε γαλήνια : Παρακαλώ, πού είναι η μικρή βανζέ ; τούς λέω. Όμορφο βλέμμα από μάγους και οι δυο, κι ανοίγουνε τό στόμα να μιλήσουνε, και ξαφνικά αυτή αλλάζει ρότα :  Από εκεί που θα ’δινε μια απάντηση, κάνει μια ερώτηση : Ένα χαμόγελο κολλάει πάνω στο βλέμμα της αιφνίδια :

   Wen suchet ihr ? Μού λέει : Ποιον ζητάτε ;

   Έτσι τήν ίδια πρόταση που λένε για τόν ιησού.

   Kleistgrab τής λέω εγώ : Τόν τάφο.

σηκώνει ίσια τό χέρι μπροστά και μού δείχνει : Πίσω θα γυρίσετε, θα βρείτε μπροστά σας τόν δρόμο : Κάθετα κάτω δεξιά, θα δείτε τό άπλωμα στο δεξί σας χέρι.

τά άλλα που είπαμε δεν τά θυμάμαι, μόνο ότι είχαμε κοιταχτεί. Ύστερα όταν προχωρούσαμε γύρισα και τούς ξανακοίταξα και είχανε ξαναγίνει τά φαντάσματα στο δάσος με τό ποδήλατο στη μέση και μιλούσαν πάλι με τά κεφάλια αντικριστά : ήσυχα σαν να ’χε κλείσει μια αυλαία τού παραμυθιού γι’ αυτούς και πήγαιναν πάλι τήν κανονική τους μέρα.

ο δρόμος άρχιζε ακριβώς εκεί που τέλειωνε τό δασάκι και πιο πριν δεν μπορούσες να τόν δεις. Ένας μικρός εξοχικός δρόμος, τέτοιοι υπάρχουν άφθονοι στο βερολίνο στα προάστια, με βλάστηση αριστερά–δεξιά και στο βάθος τών κήπων ωραία σπίτια. Τώρα τά σπίτια είναι λίγα, κι απ’ τή μια μόνο μεριά, δεξιά συνεχίζεται μια υποψία από τό δασάκι : Προχωράμε, ερημιά, μέσα απ’ τά δέντρα βλέπουμε ύστερα ένα κτίριο ψηλό ερημωμένο αλλά όχι εντελώς χαλασμένο : τό πανδοχείο, τρέχουμε, έχει ένα πλάτωμα γύρω του όντως, και στα δεξιά του μια επιτύμβια στήλη, αλλά στην αυλή τού πανδοχείου κάναν πικνίκ ; η στήλη ξαφνικά είναι ψυχρή, λέει ότι εκεί σκοτώθηκαν τρεις γενναίοι στρατιώτες σ’ έναν πόλεμο κι ότι τή δόξα τους οφείλουν όλοι να θυμούνται. Ξαναβγαίνουμε. Κάποια μάχη είχε γίνει. Προχωράμε προχωράμε. Ξαφνικά οι πρασινάδες πυκνώνουν και σ’ ένα σημείο ξαναγίνονται δάσος που έχει ένα άνοιγμα δεξιά σαν πόρτα και πιο πέρα στο βάθος ένα ακόμα άνοιγμα απ’ όπου φαίνεται η λίμνη : ξεφυτρώνει ξαφνικά τό γαλάζιο : μπαίνουμε, σχεδόν σκοτεινή αλλά υγρή ησυχία, είναι όλα δεξιά μας, είναι όντως άπλωμα, ελαφρό γούβωμα, πιάνει χώρο, έχουνε βάλει ένα παγκάκι σχεδόν δίπλα, κι απέναντί του ακριβώς άλλο ένα, όλο τό γούβωμα είναι με χόρτα, μπροστά από τήν πέτρα κάποιος έχει ακουμπήσει μια γλάστρα μ’ ένα φυτό και πίσω υψώνεται ο γκρίζος γρανίτης nun o unsterblichkeit bist du ganz mein κάτω χωμένο στα χόρτα κάποιος έχει μπήξει ένα φτερό από χήνα ανάποδα σαν παλιά πένα, δεν υπάρχει πραγματικά τό όνομά της. Πίσω απ’ τόν γρανίτη είναι ένα δέντρο δεν θυμάμαι όμως να ’χαν στρώσει για πικνίκ κοντά σε δέντρο, όλοι μιλούσαν μόνο για άπλωμα αλλά τό δέντρο είναι μεγάλο, μπορεί να ήταν εκεί τότε κι αυτό και να άκουσε και τά γέλια, καθόμαστε στο ένα παγκάκι καθόμαστε και στο άλλο, φέρνουμε φύλλα στο άπλωμα, μπήγουμε ένα φύλλο χαρτί πλάϊ στην πένα, ο αέρας συνέχεια τρίζει και εδώ ακούγονται πολύ αυτά τά «γλυκό μου αγόρι» «κορίτσι μου» «ζωντανή αχτίνα μου» και μυρίζει και τό κρασί και τά πρόχειρα φαγητά τους, ίσως λουκάνικα και τυριά, ακούγεται ακόμα και ο πυροβολισμός ο πρώτος, αν και μένει ασαφής ο χρόνος ανάμεσα στους δύο και δεν ξέρω πόσο γρήγορα έγινε ο δεύτερος, μια υπηρέτρια που τούς είχε πάει τά τελευταία ποτά και έφευγε είπε πως από τόν πρώτο πυροβολισμό που τόν πέρασε για κυνήγι έκανε πενήντα βήματα ώσπου ν’ ακουστεί ο δεύτερος, λέω να κάνω πενήντα βήματα μήπως τόν ακούσω καλύτερα δεν χωράνε πενήντα βήματα όμως σ’ αυτή τή  γούβα, από τό άνοιγμα τής λίμνης έρχονται θόρυβοι, κατεβαίνουμε στο χορτάρι, η απέναντι όχθη είναι πολύ κοντά, κι έχει κι ένα σπίτι, απ’ τό νερό βγαίνουν στρατιωτικά παραγγέλματα, έρχεται από τ’ αριστερά μία βάρκα σαν αυτές που παίρνουν μέρος στους αγώνες κωπηλασίας, έχει μέσα καμιά δεκαριά που κωπηλατούνε ρυθμικά, μπροστά τους καθισμένος ανάποδα ένας δίνει τά παραγγέλματα : εξαφανίζονται στο πι και φι, έρχεται ένα κόκκινο αυτοκίνητο σα μίνι κούπερ από τήν αντίθετη μεριά με δύο επιβάτες καθισμένους με χάχανα στη σκεπή, πλέει σε ίσια γραμμή στο νερό και μόνο η κόκκινη καρότσα του φαίνεται, οι ρόδες είναι βυθισμένες, πλέει πολύ γρήγορα, κάνει κι ένα γουργουρητό και σηκώνει και κυματάκι, εξαφανίζεται κι αυτό. Σκοτεινιάζει, γυρνάμε στον τάφο, τακτοποιούμε τό φύλλο χαρτί καλύτερα πλάϊ στην πένα

αρχίζει να σκοτεινιάζει, βγαίνουμε στον δρόμο και τόν παίρνουμε ανάποδα κι εκεί που τελειώνει τό δρομάκι και συναντάει κάθετα τόν μεγάλο δρόμο, στο σταυροδρόμι ακριβώς, πάνω σ’ έναν τοίχο με τούβλα είναι εντοιχισμένη η ταμπέλα που ανακοινώνει τόν τάφο : έχει κι ένα ανάγλυφο επάνω της, ωραίο, μοντέρνο, από καλό γλύπτη, με τό κεφάλι του προφίλ : Αυτό αναφέρει και τήν εριέττα. Μόνο είναι σκοτεινό, δεν φαίνεται. Θα ’πρεπε να ’χαμε ήδη φτάσει όμως ώς εκεί, για να τό δούμε. Θα ’πρεπε να πάρουμε τόν δρόμο όμως που μάς είπε ο μπάτσος, αλλά τότε όμως δεν θα μπαίναμε στο δασάκι με τό ποιον ζητάτε. Περπατάμε προς τήν παραλία τού σιρά, τά περιπολικά τώρα είναι λιγότερα κι έχουν αλλάξει βάρδιες, αυτόν τόν δρόμο μάς έδειξε όμως ο μπάτσος : ξαναπερνάμε τή γέφυρα και τό μαγαζί που φάγαμε, είναι έρημα τώρα όλα κλείνουνε πέφτει η νύχτα, κοντά στην παραλία τού σιρά έχουν εξαφανιστεί τ’ αυτοκίνητα κι έχει μείνει ένα ακριβό τό χαζεύουμε, από μακριά οι δυο ροκάδες πάνε προς τά κει αργοπορημένοι μάς ρίχνουν μια ματιά ευμένειας και μπαίνουν μέσα. Έρχεται για τά καλά τό ζεστό βερολινέζικο βράδυ είμαστε κοντά στο σταθμό αλλά δεν θέλουμε να φύγουμε τελείως ακόμα, μπαίνουμε σε μια ταβέρνα έχει ζεστή ατμόσφαιρα και μεγάλη μπάρα έχει και χαμηλούς πάγκους σα καναπέδες. Ο κόσμος είναι λίγος είναι μαγαζί για ντόπιους, μια μεσήλικη κουρασμένη τό δουλεύει, που δεν έχει σκοπό να τό βάλει όμως κάτω, κοιτάω τά πόδια της, φοράει κάτι ψηλές πλατφόρμες κι είναι οι αστράγαλοι και τά πέλματα πρησμένα. Πάει γρήγορα σε όλους, μ’ αρέσει αυτή η γυναίκα, Τί έχετε, θέλουμε να φάμε κιόλας εκτός απ’ τό να πιούμε, τής λέω, Kleinigkeiten μού λέει για φαΐ, ψιλοπράγματα, μεζεδάκια, φέρτε τα, τά ψήνει στο πι και φι και τά φέρνει, λουκάνικα με τυρί. Δίπλα μας κάθονται κάτι μεσήλικες ντόπιοι που μάς κατατάσσουνε γρήγορα μεταξύ τους στους ιταλούς με τό γνωστό αυτό ύφος που όλα τά ξέρει. Βάζω μουσική και μόλις τήν ακούνε αρχίζουν να χορεύουν με τά χέρια μερακλωμένοι – δεν έχουνε λεφτά για τό τζουκμπόξ – εργατικοί άνθρωποι, αλλά χαίρονται τή μουσική – εγώ χαίρομαι γιατί πρώτη φορά συναντάω τζουκμπόξ ηλεκτρονικό και είναι ωραίο αν και ψυχρό, δεν έχει εκείνες τίς καμπύλες, σού βγάζει όμως τά εξώφυλλα τών δίσκων και λεπτομερή κατάλογο τών τραγουδιών τού κάθε σιντιού, μαθαίνω να τού δίνω εντολές και βάζω ένα τραγούδι τού πρίσλεϋ εκείνο τό παλιό γερμανικό που έχει πει κι η ντήτριχ και λέγανε παλιά στη γερμανία κι οι στρατιώτες :

muss i denn, muss i denn
zum städtele hinaus
und du, mein schatz, bleibst hier

(χωρίς να μεταφράζω τόν ρυθμό, θα μπορούσα να τό μεταφράσω ως
«θα φύγω τώρα για τήν πατρίδα
σ’ αφήνω πίσω χρυσή μου αχτίνα»
)

(εκείνη τή μέρα γυρίσαμε σπίτι πιο αργά από κάθε άλλη φορά, και η κρίστι έλειπε ακόμα, η μίμυ μάς υποδέχτηκε με γρυλισμούς που τήν αφήσαμε μόνη, δείχνοντάς μας τά δόντια, όμως θα τόν ξεχνούσε τόν θυμό της γρήγορα και θ’ άρχιζε όπου να ’ναι τά γουργουρητά γιατί ήξερε ότι δεν θα ’μενε μόνη όλη νύχτα : θα τά ξέχναγε – διαφορετικά οι γάτες είναι εκδικητικές, οδόντα αντί οδόντος τό πάνε.)

 

 

 

 

 

 

Είπα να σάς αφήσω ένα διηγηματάκι τώρα που φεύγω για διακοπές. Θα τά πούμε πάλι τέλη σεπτέμβρη.
Αν ξαναμπείτε μπορείτε να δείτε και μερικά βίντεο που βρήκα σχετικά (λεπτομέρειες γύρω από τήν αυτοκτονία πήρα από τό κείμενο τού μισέλ τουρνιέ στον τόμο με τά διηγήματα τού κλάϊστ «4 νουβέλες» από τίς εκδόσεις άγρα).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(Όποιος πάει σήμερα στον τάφο θα βρει καλύτερη σήμανση,
και, κάπου μετά τό 2000, πρόσθεσαν και μια μικρή πλάκα με
τό όνομα τής εριέττας πλάϊ στην μεγάλη επιτύμβια τού κλάϊστ.
Έστρωσαν επίσης παντού στη γούβα τσιμέντο και έβαλαν και
κάγκελα γύρω – γύρω, αφήνοντας τό δέντρο απέξω.)

 

 

16 Αυγούστου 2010

save sakineh update : γράμμα τού γιου της sajad στα ενωμένα έθνη, ανοιχτή επιστολή τής mina ahadi στον νέλσονα μαντέλα, τό δικαστήριο αναβάλλει τήν απόφαση (μέχρι να καταλαγιάσει η διεθνής κατακραυγή;)

 

   

τό γράμμα τού sajad qaderzadeh (γιου τής sakineh mohammadi ashtiani) στον οηέ 
(μεταφράζω αποσπάσματα:)

η μητέρα μας δεν είναι δολοφόνος

μην τούς αφήσετε να τήν σκοτώσουν

πέντε χρόνια ζούσαμε με τόν εφιάλτη τού λιθοβολισμού… αυτή η φριχτή λέξη ερχόταν και ξαναρχόταν… κλαίγαμε κάθε μέρα… προσπαθήσαμε να τή βοηθήσουμε… γράψαμε γράμματα… δεν ξέρω γιατί δεν μάς άκουγε κανείς…

πριν από δύο μήνες μάς είπαν ότι όλα τέλειωσαν κι ότι θα τήν σκοτώσουν με πέτρες τελικά… δεν είχαμε άλλη λύση, απευθυνθήκαμε στον έξω κόσμο… όταν όλοι τό μάθανε και μιλήσαν γι’ αυτό, νιώσαμε να ‘χουμε μια συμπαράσταση… τώρα τά άλλαξαν όλα και τήν κατηγορούν για  φόνο…

δεν είναι αλήθεια : ό,τι κι αν λέει η ίδια τώρα, τήν έχουν παγιδέψει με τήν απειλή τού θανάτου… ξέρουμε ότι η μάνα μας δεν σκότωσε κανέναν… ο θάνατος τού πατέρα μας ερευνήθηκε και κάποιος άλλος έχει ομολογήσει ότι τόν σκότωσε… κι η δίκη έγινε, κι όλοι οι φάκελλοι υπάρχουν να τούς δει όποιος θέλει…

και τώρα γιατί η κυβέρνηση θέλει να δικάσει τή μάνα μας σα φόνισσα; λες και για να αποδώσουν δικαιοσύνη στον πατέρα μας πρέπει να σκοτώσουν τή μητέρα μας; τί είδους δικαιοσύνη είναι αυτή;

θέλουμε να εξεταστεί η υπόθεση αντικειμενικά, και ζητάμε από τά ενωμένα έθνη να στείλουν μια επιτροπή στο ιράν να εξετάσει όλα τά ζητήματα αυτά. 

sajad qader zadeh

  

τό γράμμα τής mina ahadi στον nelson mandela
(μεταφράζω αποσπάσματα:) 

  

«γιατί ελευθερία δεν είναι να σπάσεις μόνο τίς αλυσίδες σου,
αλλά να ζεις με σεβασμό για τήν ελευθερία τών άλλων, και να τήν επιδιώκεις κιόλας»
νέλσων μαντέλα 

αγαπητέ κύριε μαντέλα

σάς γράφω ζητώντας σας να επέμβετε όσο πιο γρήγορα γίνεται για να σωθεί η ζωή μιας γυναίκας που πρώτα καταδικάστηκε σε θάνατο διά λιθοβολισμού, και τώρα απειλούν μέρα με τή μέρα να τήν απαγχονίσουν…

ίσως τήν ξέρετε ύστερα από τήν παγκόσμια κατακραυγή που ξεσηκώθηκε…

ο πρόεδρος τής βραζιλίας λούλα ντα σίλβα τής πρόσφερε άσυλο…

τέτοιες κινήσεις αυξάνουν σίγουρα τή διεθνή πίεση…

σύμφωνα με τά στοιχεία που διαθέτει η κίνηση τήν οποία εκπροσωπώ (http://stopstonningnow.com/wpress/1812) τό καθεστώς έχει μέχρι σήμερα εκτελέσει διά λιθοβολισμού 109 άντρες και γυναίκες, και υπάρχουν αυτή τή στιγμή άλλοι 25 άνθρωποι που ζουν τήν αγωνία τής αναμονής για έναν τέτοιο θάνατο… σίγουρα δεν πρέπει ν’ αφήσουμε αυτήν τήν τραγωδία να συνεχίζεται άλλο… σάς κάνω έκκληση…

επιπλέον δεν περιμένετε από εμένα να σάς  περιγράψω τούς τρόμους που έχει η ζωή κάτω από ένα θεοκρατικό καθεστώς τής αχρειότερης μορφής, εγώ σε σάς…

η πορεία τού καθεστώτος αυτού στα 31 χρόνια τής μέχρι σήμερα εξουσίας του, συνοψίζεται σε μία μόνο λέξη : τρόμος.

κυβερνώντας με τόν τρόμο, και μόνο με τόν τρόμο, κατάφεραν να συγκροτήσουν ένα ολόκληρο σύστημα σεξουαλικού, κοινωνικού, εθνικού, ρατσιστικού, ακόμα και θρησκευτικού απαρτχάιντ στο ιράν… όμως, ξέρετε σίγουρα πως από τόν ιούνιο τού 2009 ένα μαζικό επαναστατικό κίνημα έχει ξεκινήσει στο ιράν με σκοπό να ανατρέψει αυτό τό καθεστώς απαρτχάιντ και τρομοκρατίας…

τό καθεστώς τώρα επεκτείνει τίς εγκληματικές του δραστηριότητες και εκτός ιράν για να μπορέσει να επιζήσει…

η μόνη λύση για τόν πολιτισμένο κόσμο είναι να συμπαρασταθεί στο λαϊκό επαναστατικό  κίνημα τού ιράν…

ας αρνηθεί όλος ο πολιτισμένος κόσμος να αναγνωρίσει τό βάρβαρο καθεστώς που λιθοβολεί ανθρώπους έως θανάτου… να κλείσουν τίς πρεσβείες του… να σπάσουν τούς «πολιτικούς δεσμούς» μαζί του… να τό εκδιώξουν από τίς διεθνείς οργανώσεις… απόλυτο πολιτικό μποϋκοτάζ!

να γίνει κοινή συνείδηση διεθνώς ότι τό καθεστώς τού ιράν είναι ανάλογο με τό καθεστώς τού απαρτχάιντ που υπήρξε στην πατρίδα σας, και η ανθρωπότητα ενωμένη ν’ αγωνιστεί για να τσακίσει και αυτό τό καθεστώς όπως έκανε και για τή νότια αφρική…

η πολιτισμένη ανθρωπότητα περιμένει από τήν πατρίδα σας ότι θα συμμετάσχει στην πρώτη γραμμή και σ’ αυτόν τόν αγώνα…

mina ahadi

  

εδώ τό τελευταίο δελτίο τύπου σχετικά με τήν αναβολή τής τελικής ετυμηγορίας τού δικαστήριου για τό σάββατο 21 αυγούστου («…σύμφωνα με πληροφορίες τής διεθνούς επιτροπής κατά τών λιθοβολισμών… ο εισαγγελέας τής ταμπρίζ επισκέφτηκε τήν sakineh στη φυλακή και τής είπε ότι θα προσπαθήσει να τήν σώσει από τόν θάνατο αν αυτή βγει στην τηλεόραση και ομολογήσει ότι είναι ένοχη για παράνομη σεξουαλική σχέση εκτός γάμου και για συμμετοχή στην δολοφονία τού άντρα της…
…ξέρουμε ότι μέχρι τώρα τό ισλαμικό καθεστώς έχει ακολουθήσει τήν ίδια μέθοδο κι άλλες φορές, και δυο ή τρεις μέρες μετά τήν ομολογία στην τηλεόραση εκτελεί τούς φυλακισμένους…
…οι εξελίξεις μάς ανησυχούν πολύ. Η θέση τής κυρίας αστιανί γίνεται όλο και πιο επισφαλής και η εκτέλεσή της μάς φαίνεται όλο και πιο πιθανή. Αναβάλλοντας τώρα τήν ετυμηγορία τό καθεστώς προσπαθεί απλώς να κερδίσει χρόνο, και περιμένει να καταλαγιάσουν οι διεθνείς διαμαρτυρίες, η πίεση και τό ενδιαφέρον τού τύπου, για να τήν εκτελέσει…»)

 

εδώ νεότερα από τήν οργάνωση τού «φόρουμ τών 100 πόλεων» (επειδή τό διεθνές ενδιαφέρον εντείνεται αντί να σταματήσει)
(και για γενική ενημέρωση πάνω στην υπόθεση μπορείτε να παρακολουθείτε επίσης αυτήν τή σελίδα) 

τέλος, ένα βίδεο από τήν διαμαρτυρία που έκαναν ιρανές και γεωργιανές μπροστά
στην ιρανική πρεσβεία τής τυφλίδας, στη γεωργία
μιλάνε και γράφουν και αγγλικά, και προσωπικά πρόσεξα ένα πανώ που έγραφε
κάτω τά θρήσκα χέρια σας από τό ιερό μου σώμα
και ένα που έχει ζωγραφισμένη μια αγχόνη και λέει αυτό θα πάθω επειδή έκανα έρωτα;

 

 

 

update (δευτέρας 23 αυγούστου) :

τό δικαστήριο ανέβαλε ξανά τήν απόφασή του για τήν τετάρτη (μεθαύριο) : εδώ

εδώ : τά παιδιά της είδαν τή sakineh στη φυλακή για πολύ λίγο· απ’ ό,τι φαίνεται τή μπουκώνουν με φάρμακα και δεν μπορεί ούτε να μιλήσει καλά

οι αρχές τού ιράν ετοιμάζονται να τής απαγγείλουν και νέα κατηγορία, ότι ευθύνεται η ίδια για τόν διεθνή ντόρο στις εφημερίδες και τά μπλογκ; ο δικηγόρος της hootan kian δεν επιτρέπεται να τήν δει για πάνω από 5 λεπτά ενώ οι συναντήσεις του με τήν πελάτισσά του, που τού «μιλάει» δεμένη χειροπόδαρα, παρακολουθούνται από πολλούς δεσμοφύλακες και  καταγράφονται από βιντεοκάμερα

οι μυστικές υπηρεσίες εισβάλανε στο σπίτι τού δικηγόρου

εδώ : 85 πόλεις σ’ όλον τόν κόσμο έχουν προγραμματίσει μέχρι τώρα διαδηλώσεις για τίς 28 αυγούστου

εδώ : στο βέλγιο στήθηκε γλυπτό κατά τού λιθοβολισμού

 

    

 

7 Αυγούστου 2010

τελευταία ενημέρωση : η υπόθεση τής sakineh mohammadi ashtiani παραπέμπεται στον «βασανιστή τής τεχεράνης» : στέλνονται γράμματα τής τελευταίας στιγμής…

 

 

 

 

          

«Τώρα είμαι ήρεμη και θλιμμένη γιατί ένα κομμάτι τής καρδιάς μου έχει παγώσει.

Τή μέρα που μέ μαστίγωσαν μπροστά στον [γιό μου] Sajjad, μέ συντρίψανε και μού τσακίσαν τήν αξιοπρέπεια και τήν καρδιά.

Τή μέρα που μέ καταδίκασαν σε θάνατο με λιθοβολισμό, ένιωσα σα να γκρεμίστηκα σε μια τρύπα βαθιά μέσα, και λιποθύμισα.

Τίς νύχτες πολλές φορές, πριν να μέ πάρει ο ύπνος, τό σκέφτομαι : πώς μπορεί ένας άνθρωπος να κάνει τίς ετοιμασίες του για να μέ λιθοβολήσει – να προσπαθήσει να πετύχει τό πρόσωπό μου, να πετύχει τά χέρια μου ; Γιατί ;

Όλους εσάς σάς ευχαριστώ από τή φυλακή τής Ταμπρίζ.

Κυρία [Mina] Ahadi, πέστε παντού ότι φοβάμαι τόν θάνατο. Βοηθείστε με να ζήσω και ν’ αγκαλιάσω ξανά τά παιδιά μου» 

 

αποφασισμένο φαίνεται ότι είναι τό καθεστώς τού ιράν να τήν εκτελέσει παρά τήν προφανή της αθωότητα και τή διεθνή κατακραυγή…

θέλουν λοιπόν στο ιράν οι κυβερνώντες να προσθέσουν άλλη μια γυναίκα μάρτυρα στο πάνθεον τών θυμάτων τής θεοσκεπούς δικτατορίας και τών αγωνιστών για τά στοιχειώδη και τά αυτονόητα ; τό αίμα άλλης μιας γυναίκας θα επισπεύσει άραγε τήν έλευση μιας στοιχειώδους δημοκρατίας και μιας σχετικής ελευθερίας στις χώρες τής απόλυτης βαρβαρότητας και τής απόλυτης καταστολής ; πολύ μικρή παρηγοριά… και πόσες θα πρέπει να πεθάνουν ακόμα ; (νά ένας κατάλογος με άλλες και άλλους που περιμένουν τή σειρά τους…)

από τό φεμινιστικό δίκτυο που μέ ενημερώνει σταθερά (και τού όφειλα τήν ευχαριστία και τήν αναφορά – παράλειψή μου ώς τώρα) πήρα σήμερα τά νεότερα : τό θεοσεβούμενο καθεστώς φαίνεται αποφασισμένο να εκτελέσει τελικά τή γυναίκα η οποία δεν κατηγορήθηκε ουσιαστικά παρά μόνο για μοιχεία – πράγμα για τό οποίο τιμωρήθηκε άλλωστε με τό βασανιστήριο τής μαστίγωσης, και ενώ έχει τήν απόλυτη υποστήριξη τών παιδιών της και τών άλλων συγγενών – πράγμα ασυνήθιστο για υποθέσεις μοιχείας στο ισλάμ.

ήδη ο δικηγόρος της βρίσκεται σε τουρκική φυλακή αφότου διέφυγε τή σύλληψη στην πατρίδα του και έχει ζητήσει εκεί πολιτικό άσυλο – ο αρμόδιος τού οηέ για τούς πρόσφυγες λέει ότι βρίσκεται σε διαρκή επαφή μαζί του – και η γυναίκα του βρίσκεται σέ φυλακή τού ιράν ως όμηρος… ( : λεπτομέρειες για τόν δικηγόρο εδώ )

τό τελευταίο μήνυμα τής Sakineh από τήν φυλακή  εδώ

εδώ οι λεπτομέρειες για τήν επικείμενη απόφαση

αυτό που είναι ιδιαίτερα σημαντικό (και εξαιρετικά δυσοίωνο, για όσους ξέρουν τά τού ιράν) είναι πως η υπόθεση παραπέμφθηκε πλέον στον περιβόητο «βασανιστή τής τεχεράνης» (αναπληρωτή γενικό εισαγγελέα σήμερα, ή κάπως έτσι – δεν τά ξέρω καλά τά νομικά) ο οποίος διορίστηκε πρόσφατα (δέστε εδώ) ) Saeed Mortazavi.Όπως λέει η είδηση, ο εισαγγελέας τής Tabriz ζήτησε να εκτελεστεί η ποινή τού θανάτου για τήν Sakineh Ashtiani, και τό Ανώτατο Δικαστήριο τής Τεχεράνης απόρριψε τήν εκδοχή να ξανανοίξει η υπόθεση και αντιθέτως μελετάει σοβαρά τήν πρόταση τού εισαγγελέα τής Ταμπρίζ να εκτελεστεί η Sakineh πάραυτα και χωρίς άλλη καθυστέρηση – έτσι η υπόθεση πλέον περνάει στη δικαιοδοσία τού Mοrtazavi. Τό ανώτατο δικαστήριο θα αποφασίσει αν θα εκτελεστεί η ποινή μέσα στη βδομάδα που έρχεται.

τά παιδιά τής Sakineh και οι άλλοι της συγγενείς ανησυχούν τώρα εξαιρετικά… Η Mina Ahadi, ιρανή ακτιβίστρια στη δύση (πρώην καταδικασμένη κι αυτή σε θάνατο από τό καθεστώς, που κατάφερε να δραπετεύσει, και πήρε πάνω της όλη τήν ιστορία τής Sakineh κάνοντάς την διεθνώς θέμα, πριν καν μπούνε σ’ αυτόν τόν μακάβριο χορό τά βλογ και οι ψηφοφορίες) θεωρεί ότι:

«με τόν τρόπο αυτόν τό ισλαμικό καθεστώς θέλει να στείλει ένα πολιτικό μήνυμα… τό ότι παρέδωσαν τή μοίρα τής Ashtiani στον Saeed Mortazavi είναι πολύ κακό σημάδι : ετοιμάζονται να τήν εκτελέσουν (…)»

στο ίδιο άρθρο υπάρχει μια υποσημείωση σχετικά με τή δράση τού Mortazavi ο οποίος έχει κατηγορηθεί από τήν καναδική κυβέρνηση ότι βασάνισε έως θανάτου τήν ιρανο-καναδέζα φωτογράφο Zahra Kazemi, και θεωρείται από πηγές στο ιράν ως ο «άνθρωπος» που έχει βασανίσει δεκάδες ανθρώπους και ευθύνεται προσωπικά για τόν θάνατο τριών πολιτικών κρατούμενων μέσα στο 2009 – τόν συνοδεύει τό παρατσούκλι «ο βασανιστής τής τεχεράνης»

στις 28 αυγούστου 100 πόλεις τού κόσμου διαδηλώνουν κατά τής εκτέλεσης

αν κάνετε κλικ πάνω στο act now μπορείτε να πάρετε μέρος στην παγκόσμια εκστρατεία για να σταλούν όσο περισσότερα γίνεται γράμματα και κάρτες στην ίδια και διαμαρτυρίες στους αρμόδιους

τό καθεστώς κάνει φυσικά επίδειξη δύναμης – αλλά συνήθως μια τέτοια δύναμη γίνεται πιο βάρβαρη όσο πνέει τά λοίσθια… έχουν βάψει τά χέρια τους με πολύ αίμα ώς τώρα οι δικτάτορες τού θεού…

 

ένα βίντεο (που παίζει με τή λέξη stone και stoning όπως είναι
ο λιθοβολισμός στ’ αγγλικά) ήρθε τώρα μόλις από τήν βραζιλία:

 

update (8 αυγούστου):

 

η sakineh φοβάται ότι θα τήν εκτελέσουν κρυφά

έκκληση για διαδηλώσεις στις 10 αυγούστου σε όλον τόν κόσμο

στη νορβηγία κατέφυγε ο δικηγόρος της (ελεύθερη στο ιράν η γυναίκα του και ο αδελφός της)

                                                                                                                                    

 

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: