τά προηγούμενα : 1, 2
τό παρακάτω κείμενο (τό πρώτο στο οποίο ο κίρκεγκωρ εμφανίζει και τό όνομά του – ως «ταπεινού, ασήμαντου άνθρωπου» εκδότη τού ψευδώνυμου συγγραφέα) είναι τόσο εύστοχο, καταπελτικό, τραγικό, και ολοσούμπιτα σύγχρονο, ισχύει δηλαδή τόσο και για εδώ και για τώρα και για παντού, που μολονότι αισθάνομαι τόν πειρασμό να γράψω διάφορα, από τήν άλλη μεριά δεν έχω διάθεση να γράψω (δηλαδή να προσθέσω) τίποτα.
φτάνει προτείνω να διαβαστεί σαν να γράφτηκε από έναν κοντινό μας, πολύ κοντινό, που ξαναπαίρνει τή μορφή τού βασανισμένου δανού για να μάς ξαλαφρώσει από τό βάρος τής κακοήθους άγνοιας, τής καταστροφικής ματαιοδοξίας, και τής ευεργετικής αγνόησης που μάς τυλίγει.
θα μπορούσα να προσθέσω πάντως ως προς τήν ημερομηνία, ότι μολονότι γράφτηκε 9 χρόνια πριν τόν θάνατο τού συγγραφέα, δεδομένου ότι ο κίρκεγκωρ είχε ήδη πίσω του μεγάλο μέρος τού έργου του, μπορεί να είναι κανείς απολύτως σίγουρος ότι είχε γνωρίσει και με τό παραπάνω τή μικρότητα τών συγχρόνων του κριτικών – έτσι ώστε η τελευταία παράγραφος (όπως και ολόκληρος ο πρόλογος άλλωστε) να ηχεί επαρκώς και έγκυρα και ψύχραιμα και σοφά : καθότι γκάφες συμβαίνουν ακόμη και στη λογοτεχνία.
Πρόλογος
από τό «Τελικό και μη επιστημονικό Υστερόγραφο στα Φιλοσοφικά Κομμάτια» :
μιμητικόν – παθητικόν – διαλεκτικόν σύγ–γραμμα
υπαρξιακή παρεμβολή
από τόν Ιωάννη τής Κλίμακος
υπεύθυνος για τήν έκδοση : S. Kierkegaard
Κοπεγχάγη, 27 Φεβρουαρίου 1846
Είναι ίσως σπάνιο για ένα λογοτεχνικό εγχείρημα να επαληθεύει σε τέτοιο βαθμό τίς επιθυμίες τού συγγραφέα του όσο τά Φιλοσοφικά μου Κομμάτια. Όντας συγκρατημένος και επιφυλακτικός στις αξιολογήσεις μου, τολμώ να πω με βεβαιότητα ότι δεν προκάλεσε τήν παραμικρή αίσθηση. Ανενόχλητος και σύμφωνα με τό επίγραμμα τού βιβλίου («κάλλιο καλοκρεμασμένος παρά κακοπαντρεμένος»*), ο κρεμασμένος, και μάλιστα ο καλοκρεμασμένος, συγγραφέας παραμένει στην κρεμάλα του χωρίς να βρεθεί ούτε ένας άνθρωπος να τόν ρωτήσει, αστεία ή σοβαρά, για ποιο λόγο κρεμάστηκε. Όμως αυτό και αυτός ήθελε : καλύτερα κρεμασμένος παρά αναγκασμένος από έναν ατυχή γάμο να συμπεθεριάσει με τόν κόσμο. Άλλωστε, με ένα τέτοιο θέμα, ήταν αναπόφευκτο. Ανάμεσα σε τόση ταραχή, ανάμεσα σε τόση πρόβλεψη εικασία και καιροσκοπία, έτρεμα μην τυχόν κάτι χαλάσει τό σχέδιό μου. Όσο και να προσπαθείς να ταξιδεύεις ινγκόγνιτο, είναι επικίνδυνο να φτάνεις σε μια πόλη τή στιγμή τής ενθουσιώδους αναμονής, με τά κανόνια γεμάτα και τά φιτίλια αναμμένα, με τά πυροτεχνήματα έτοιμα, τό δημαρχείο στολισμένο, τήν επιτροπή τών επισήμων έτοιμη για προσφώνηση και τούς κοντυλοφόρους έτοιμους να καταγράψουν στα ανοιχτά τεφτέρια κάθε σου λέξη. Κάτι μπορεί να πάει στραβά. Γκάφες συμβαίνουν ακόμη και στη λογοτεχνία.
Ευχαριστώ τή μοίρα που τίποτα δεν πήγε στραβά. Χωρίς τήν παραμικρή αναταραχή, χωρίς να χυθεί ούτε μία σταγόνα αίμα ή μελάνι, τό βιβλίο πέρασε απαρατήρητο. Δεν γράφτηκε ούτε μία λέξη γι’ αυτό, ούτε τό παραμικρό σχόλιο. Καμιά λογοτεχνική ιαχή δεν αναστάτωσε, κανένας ακαδημαϊκός διθύραμβος δεν παραπλάνησε τόν αδημονούντα οικοδεσπότη, καμιά κραυγή εκ τών επάλξεων δεν εξέγειρε τό αναγνωστικό κοινό. Αφού τό εγχείρημα δεν περιείχε κάποια μαγική συνταγή, ήταν επόμενο να μην αναστατώσει. Ο αυτουργός του, ως συγγραφέας, είναι στην ευχάριστη θέση να μην οφείλει τίποτα σε κανέναν. Αναφέρομαι σε κριτικούς, μεσάζοντες και αρθρογράφους, που στον κόσμο τών γραμμάτων είναι σαν τούς ράφτες, που «δημιουργούν», ορίζουν τή μόδα για τόν συγγραφέα και τήν άποψη για τόν αναγνώστη. Με τή βοήθεια και τήν τέχνη τους ένα βιβλίο καταλήγει άχρηστο. Όπως και οι ράφτες, αυτοί οι προθυμότατοι κύριοι σέ γδύνουν με τόν λογαριασμό που σού φέρνουν για τή δημιουργία τους. Και βουλιάζουμε στα χρέη, χωρίς να μπορούμε να ξεχρεώσουμε με ένα άλλο βιβλίο, γιατί κι εκείνου η σπουδαιότητα, αν ποτέ τήν αποκτήσει, θα οφείλεται στην έντεχνη παρέμβαση τών ίδιων προθυμότατων κυρίων.
Επομένως δύναμαι, άνευ εποχιακών περιορισμών και εξ ιδίων ορμώμενος, να πλάθω τίς σκέψεις μου μέχρι να μείνω ικανοποιημένος με τό ζυμάρι. Κάνω τό παν προκειμένου τό βιβλίο μου να μην προκαλέσει αίσθηση, ιδιαίτερα τήν αίσθηση τής επιδοκιμασίας. Μολονότι η εποχή είναι προοδευτική, φιλελεύθερη και καιροσκοπική, και κάθε παρέμβαση στα ατομικά δικαιώματα επικρίνεται έντονα από δημοφιλείς δημαγωγούς, αν εξετάζαμε τά επιχειρήματά τους δεν θα τούς ανταμείβαμε με ηχηρούς επαίνους, λαμπαδηδρομίες, και άλλες αντικοινωνικές εκδηλώσεις. Εσύ είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι θέλεις. Αν θέλεις να μείνεις στην αφάνεια, κανείς δεν πρόκειται να σέ εμποδίσει. Κάθισε στο σαλόνι σου, κάπνισε τό πούρο σου, ασχολήσου με τίς σκέψεις σου, χαριεντίσου με τήν ερωμένη σου, περιφέρσου με τή ρόμπα σου, ρίξ’ το στον ύπνο, φύγε αν θέλεις, αφού η παρουσία σου δεν κρίνεται απαραίτητη. Όμως αν λείψει μία διασημότης, τού λόγου της πρέπει να επιστρέψει αμέσως. Αν έχει ανάψει ένα πούρο, πρέπει να τό σβήσει, αν έχει πάει για ύπνο, πρέπει να σηκωθεί, να τρέξει ξεσκούφωτη μέσα στο κρύο και να βγάλει λόγο.
Ό,τι ισχύει για τίς μαζικές εκδηλώσεις ισχύει και για τίς ιδιωτικές. Μια λογοτεχνική επίθεση σ’ έναν συγγραφέα δεν θεωρείται επέμβαση στην ελευθερία λόγου τού ενλόγω συγγραφέα. Ο καθένας έχει τό δικαίωμα να εκφράσει τήν άποψή του, και φυσικά αυτός στον οποίο επιτίθενται μπορεί να συνεχίσει τήν εργασία του απερίσπαστος, απολαμβάνοντας τήν πίπα του και αδιαφορώντας για τήν κριτική. Η επιδοκιμασία όμως είναι διαφορετική. Δεν είναι η κριτική που σέ αποπέμπει από τόν χώρο τής λογοτεχνίας, αλλά η κριτική που σού παραχωρεί μια θέση εκεί, αυτή που πρέπει να σέ τρομάζει. Ο περαστικός που σέ κοιτά υπεροπτικά, υποδηλώνοντας με τό βλέμμα του ότι δεν αξίζεις να σού βγάλει τό καπέλο, σέ γλιτώνει από τό να βγάλεις τό δικό σου. Τόν θαυμαστή όμως δεν τόν ξεφορτώνεσαι εύκολα. Καταντά τόσο φορτικός που, προτού τό αντιληφθείς, σού επιβάλλονται δυσβάσταχτοι δασμοί – παρά τήν οικονομική ευρωστία σου. Αν ένας συγγραφέας δανειστεί μια ιδέα από έναν άλλον εν αγνοία τού δεύτερου, και τήν παραποιήσει, δεν προσβάλλει τά ατομικά του δικαιώματα. Αν όμως κατονομάσει με θαυμασμό τόν συγγραφέα που παραποίησε, τότε γίνεται επιζήμιος. Τό θετικό μπορεί να φέρει πολύ αρνητικά αποτελέσματα. Όπως τό φιλελεύθερο κράτος τής βορείου αμερικής έχει ανακαλύψει τήν πιο απάνθρωπη τιμωρία, τή δουλεία, έτσι και η φιλελεύθερη προοδευτική εποχή μας έχει ανακαλύψει τίς πιο αντικοινωνικές στρεψοδικίες. Νυχτερινές λαμπαδηδρομίες, εύηχες προσφωνήσεις, τρις ημερησίως για τίς διασημότητες και άπαξ για τούς άσημους. Η κοινωνικότητα είναι φύσει αντικοινωνική.
Τό παρόν βιβλίο είναι ιδίαις χερσί, ιδίοις εξόδοις και προς ιδίαν χρήσιν. Τά λίγα πράγματα που έχουν γραφτεί αφορούν τόν συγγραφέα και κανέναν άλλο. Είθε η μοίρα να αποτρέψει τόσο τόν σοβαρό όσο και τόν σατιρικό κριτικό, ώστε να μην παγιδεύσουν τόν συγγραφέα σε μια ανάξια κριτική με πιθανές κωμικοτραγικές συνέπειες.
Ιωάννης τής Κλίμακος
* «κάλλιο καλοκρεμασμένος παρά κακοπαντρεμένος» : στη δωδεκάτη νύχτα ο σαίξπηρ βάζει τόν γελωτοποιό να λέει many a good hanging prevents a bad marriage και η αγγλική wiki επισημαίνει : «ο δανός φιλόσοφος σαίρεν κίρκεγκωρ ξεκινάει τό βιβλίο του “φιλοσοφικά κομμάτια” με τή φράση better well hanged than ill wed τό οποίο αποτελεί παράφραση τού σχόλιου που κάνει ο (γελωτοποιός) feste προς τήν μαρία (ακόλουθο τής κόμησας ολίβιας) (twelfth night· or, what you will, 1η πράξη, σκηνή 5η )»
(απ’ όσο μπόρεσα να καταλάβω, η δανέζικη wiki δεν αναφέρει καθόλου τή φράση σε σχέση με τόν κίρκεγκωρ – για να βλέπαμε πώς ακριβώς θα ήταν η παραλλαγή στα δανέζικα –)
με αφορμή πάντως ένα άλλο παράθεμα τού κίρκεγκωρ, από τόν τρωίλο και τή χρυσηίδα τού σαίξπηρ, η σκοπετέα σημειώνει : «Ο Κ. παραθέτει όπως συνήθως, παρά τά εισαγωγικά, από μνήμης. Τόν Σαίξπηρ τόν γνώριζε από τή γερμανική μετάφραση τών Tieck και Schlegel»
(παρεμπιπτόντως, αυτή η σελίδα έχει μεγάλα κομμάτια τού έργου του (ας πούμε εδώ από τά ημερολόγια) (βέβαια όμως στα αγγλικά, όχι στα δανέζικα))
οφείλω να κάνω τώρα μια σημείωση ως προς τά ψευδώνυμα, που δεν τήν συμπεριέλαβα νομίζω στα πριν – ο κίρκεγκωρ λοιπόν (και για τόν λόγο αυτό μπορεί κανείς (με λίγο (ασεβές) χιούμορ) να πει ότι ο στρυφνός φιλόσοφος ανήκει και στη συνομοταξία τών μπλόγκερ) έχει χρησιμοποιήσει άπειρα ψευδώνυμα, τόσα που μπερδευόταν καμιά φορά και ο ίδιος : Από τήν επανάληψη και τή μετάφραση/μελέτη/σχολιασμό τής σοφίας σκοπετέα έχουμε ας πούμε ένα τέτοιο διασκεδαστικό παράδειγμα μπερδέματος τού ίδιου τού κίρκεγκωρ, ο οποίος, ως johannes climacus λέει σε κάποιο του γραφτό, αναφερόμενος ακριβώς στην επανάληψη : «ο Κωνσταντίνος Κωνστάντιος έγραψε όπως τό αποκαλεί : ‟ένα ιδιότροπο βιβλίοˮ» – και η σκοπετέα σε υποσημείωση διευκρινίζει : «Ο χαρακτηρισμός είναι τού vigilius haufniensis· ο κωνσταντίνος κωνστάντιος δεν τόν χρησιμοποίησε. Καμιά φορά ο Κ. χάνει τόν λογαρισμό με τά πολλά ψευδώνυμα.»
χρονολογικά τά κυριότερα ψευδώνυμα :
Βίκτωρ Ερημίτης (ως εκδότης τού είτε/είτε)
Α (σα συγγραφέας στα «χαρτιά τού Α.», δηλαδή ο αφηγητής στο «ημερολόγιο ενός διαφθορέα» που περιλαμβάνεται στο είτε/είτε)
Πάρεδρος Γουλιέλμος (ταυτίζεται με τόν Β. που αποτελεί αντίστιξη στον Ιωάννη τόν Αποπλανητή (ή Αισθητή, ή Διαφθορέα) τού είτε/είτε)
Johannes de Silentio (ο συγγραφέας τού φόβος και τρόμος)
Κωνσταντίνος Κωνστάντιος (ο συγγραφέας στην επανάληψη, πρώτο μέρος)
Νέος (ο συγγραφέας στην επανάληψη, δεύτερο μέρος)
Vigilius Haufniensis (ο συγγραφέας στην έννοια τής αγωνίας)
Johannes Climacus (o συγγραφέας τών φιλοσοφικών κομματιών και τού τελικού μη επιστημονικού υστερόγραφου)
Nicolaus Notabene (ο συγγραφέας τών προλόγων)
Ιλάριος Βιβλιοδέτης (ο εκδότης τών σταδίων στον δρόμο τής ζωής)
Γουλιέλμος Αφεαυτού – William Afham (ο συγγραφέας τού in vino veritas που περιλαμβάνεται στα στάδια)
Frater Taciturnus (ο συγγραφέας τού ένοχος – μη ένοχος) (όπου συμπεριλαμβάνονται ημερολογιακές σημειώσεις τού παραπάνω :
Νέου (ο οποίος αργότερα ονομάζεται :
Quidam («κάποιος», αναφορικά με τή σύναψη και διάλυση τών αρραβώνων τού Κ (και εδώ ο Κ συμπεριλαμβάνει αυτούσιο τό σημείωμα με τό οποίο συνόδεψε τό δαχτυλίδι που επέστρεψε στη Ρεγγίνα)))
Anti–Climacus (ο συγγραφέας τής ασθένειας προς θάνατον και τής εξάσκησης στον χριστιανισμό)
η σοφία σκοπετέα (από τήν οποία παίρνω όπως έχει γίνει σαφές τίς πληροφορίες (και – οπωσδήποτε – τίς μεταφράσεις) για τά ψευδώνυμα (και τά έργα)) σημειώνει ότι στο τέλος τού «Τελικού και μη επιστημονικού Υστερόγραφου στα Φιλοσοφικά Κομμάτια» γίνεται «επίσημη λύση τής ψευδωνυμίας με επώνυμη δήλωση (‟Μια πρώτη και τελευταία εξήγησηˮ) με τόν κατάλογο όλων τών ψευδωνύμων και τήν προειδοποίηση πως ο ίδιος δεν έγραψε τίποτα, εδημιούργησε απλώς εκδότες και συγγραφείς, και αναλόγως απαιτεί να γίνονται και τά παραθέματα και οι κρίσεις για τό έργο.» Έχουμε επίσης (από τήν ίδια, στον Πρόλογο τής Επανάληψης) τήν πληροφορία ότι στο «in vino veritas» «συνδαιτημόνες είναι ακριβώς όλα τά μέχρι τούδε ψευδώνυμα – σαν για να αποχαιρετιστούν, όπως και αναχωρώντας σπάνε τά ποτήρια τους θρυμματίζοντας τόν σκηνικό διάκοσμο τού έργου. Από δω και πέρα τά ψευδώνυμα που θα συναντήσουμε είναι είτε επαναλήψεις είτε διαφάνειες είτε σαφώς σατιρικά.»
(ίσως σ’ αυτά να συμπεριλαμβάνει και τά :
Inter et Inter (ο συγγραφέας τού Η κρίση και Μία κρίση στη ζωή μιας ηθοποιού)
και
H. H. (ο συγγραφέας τών δύο ηθικο–θεολογικών δοκιμίων)
που βρήκα ψάχνοντας εδώ κι εκεί)
εικόνες : επάνω, χειρόγραφο για τή σελίδα τίτλου τής «ασθένειας προς θάνατον», όπου ο κίρκεγκωρ σβήνει τό αρχικά γραμμένο πάνω–πάνω όνομά του, βάζει αντ’ αυτού τό Anti–Climacus και μόνο πιο χαμηλά βάζει τό όνομά του, ως εκδότη // στη μέση, ο κίρκεγκωρ στο καφενείο, 1843 (σχέδιο τού christian olavius zeuthen) // κάτω, προσωρινό σχεδίασμα για τόν πίνακα περιεχομένων στο «τελικό και μη επιστημονικό υστερόγραφο» – δοκιμές ενώ ακόμα δεν βρεθεί ο τελειωτικός τίτλος τού έργου –