25 Δεκεμβρίου 2010
πορτοκάλια και κινέζικο δέντρο (χριστουγεννιάτικες προσαρμογές)
ήταν αυτονόητη όμως η πιο οικουμενική γλώσσα τών ουρλιαχτών και τών χειρονομιών, και με τήν αναμπέλ και με όλους μας, ενώ ο χένσελ απείχε με περιφρόνηση από κάθε προσπάθεια να συνεννοηθεί μαζί της και μού έλεγε Πες της αυτό, ή Τί λέει αυτή – και τήν κοιτούσε σκεφτικά με τό χέρι στο σαγόνι (για να τόν εντυπωσιάσω μάθαινα από τή μαμά μου διάφορες λέξεις πολύ γαλλικές και τίς έλεγα στην αναμπέλ και αυτός μέ κοίταζε)
κάθε μέρα η daily μάς προμήθευε με καινούργιες ειδήσεις για τό εσωτερικό τού σπιτιού και τή ζωή τους σ’ αυτό, ενώ ήταν σαφές ότι δεν είχε μπει εκειμέσα ούτε μία φορά, χτυπώντας πάντα τήν πόρτα μπουκωμένη από σάλιο ευχαρίστησης και όρθια εκεί στο πλατύσκαλο τά ’λεγε στην μάνα μου που τήν άκουγε με τά χέρια βρεγμένα από τό φαΐ που ετοίμαζε ή και γεμάτα αλεύρι : Άρχιζε πάντα μ’ ένα Τά μάθατε για τούς Κινέζους ; Καλά, δεν τά μάθατε ; Και συνέχιζε με μεγάλες λεπτομέρειες από τό σπίτι τους που λες και είχε μπει η ίδια και μέσα. Αλλά τά νέα πάντα τής daily είχανε έναν τέτοιον αέρα φερεγγυότητας, που ήταν σαν θέσφατα : Μπορεί κανείς να κορόϊδευε τήν ίδια, που είχε πληροφοριοδότες παντού, και ήξερε τά πάντα, και ήτανε πρώτη φίλη με όλους τούς θυρωρούς και η έξοδός της για ψώνια ήτανε έξοδος για πληροφορίες κυρίως – μόνο τά ψώνια δηλαδή δεν τήν ενδιαφέρανε – (και όταν μάς έβγαζε η μάνα μου να πάμε στο πάρκο συναντούσαμε στον ερχομό και στον πηγαιμό τήν daily σε πλατύσκαλα και εισόδους να μιλάει με θυρωρούς ή με γείτονες – και στις πιο απόμακρες εννοώ γειτονιές : και δεν ένιωθε μάλιστα αμηχανία να μάς βλέπει – απλώς δεν μάς έδινε σημασία γιατί εκείνη τήν ώρα εργαζότανε), κανείς όμως δεν αμφισβητούσε τίς ειδήσεις της. Μπορούσε λοιπόν να ανακοινώσει τί έκανε στις 3 η ώρα τό βράδυ η κυρία στον πέμπτο απέναντι, που βγήκε να ποτίσει στη βεράντα της τελείως γυμνή, ή τί είπε η υπηρέτρια τού σπιτιού πέντε γωνίες στο τέρμα τού δρόμου πιο κάτω : και τά μόνα κουτσομπολιά που γινόντουσαν πίσω απ’ τήν δική της τήν πλάτη ήτανε για τό αν κοιμάται και καμία φορά, και πότε κοιμάται, αλλά οι ειδήσεις της όμως δεν διαψεύστηκαν πάντως ποτέ : ήταν σίγουρο πως ό,τι έλεγε ήτανε με σχεδόν υπερφυσικό τρόπο γεγονός, που θα επιβεβαιωνόταν περίτρανα κάποια μέρα αργότερα από όλους
κι εμείς συνεχίζαμε τά παιχνίδια, χωρίς άλλα περίεργα ούτε ασυνήθιστα, και όλα κύλησαν ήσυχα για λίγο καιρό. Ώσπου μετά ξαφνικά, η νταίηλυ μίλησε πάλι πρώτη ξανά
προσαρμοσμένο απόσπασμα από τό κεφάλαιο «κινέζοι» τού μυθιστορήματος «βιογραφίες αγνώστων» © χάρη σταθάτου
22 Δεκεμβρίου 2010
herbert marcuse «ο μονοδιάστατος άνθρωπος» / 3η συνέχεια (+ μερικά για τή διαλεκτική τής απελευθέρωσης)
διαβάστε κι αυτό
.
.
μεταφράζω μερικές προτάσεις από αυτή τήν εισήγηση που ο μαρκούζε έκανε, στα πλαίσια ενός συνέδριου με θέμα «η διαλεκτική τής
απελευθέρωσης» στο λονδίνο τό 1967 : τό παραπάνω βίντεο περιλαμβάνει μόνο τά πρώτα 8 λεπτά τής εισήγησής του
(«απελευθέρωση από τήν κοινωνία τής αφθονίας») – αλλά ολόκληρο τό κείμενο (στα αγγλικά) βρίσκεται εδώ
(θα μού πει βέβαια κανείς ότι η ίδια η διατύπωση απελευθέρωση από τήν κοινωνία τής αφθονίας σήμερα ηχεί και ειρωνικά
και παράκαιρα, όταν η κοινωνία αυτή τείνει ιλιγγιωδώς πλέον να μετατραπεί σε «παγκόσμια κοινωνία τής
αμεταμφίεστης φτώχειας» : ίσως όμως όχι τόσο ειρωνικά ούτε τόσο παράκαιρα αν σκεφτούμε τίς διαπιστώσεις ακριβώς και τού ίδιου
τού μαρκούζε και τών συνεργατών του τής «κριτικής θεωρίας» για τά στοιχεία που καθορίζουν τό άτομο και τίς (αυτο)ματαιωνόμενες
κατά κανόνα δυνατότητές του να εξεγερθεί εγκαίρως και ριζοσπαστικά ενάντια στη μεταμφιεσμένη ευημερία του – περί αυτού
ακριβώς και τά αποσπάσματα από τόν «μονοδιάστατο άνθρωπο» που ακολουθούν, και θα ακολουθήσουν)
είμαι πολύ ευτυχής που βλέπω τόσα λουλούδια εδωμέσα, και γι’ αυτό θα ’θελα να σάς υπενθυμίσω ότι τά λουλούδια από μόνα τους δεν έχουν καμιά απολύτως δύναμη, άλλην από τή δύναμη τών ίδιων τών αντρών και τών γυναικών που τά φροντίζουν και τά προστατεύουν από τήν επιθετικότητα και τήν καταστροφή
σαν φιλόσοφος χωρίς ελπίδα, και για τόν οποίο η φιλοσοφία έγινε αξεχώριστη από τήν πολιτική, φοβάμαι ότι θα σάς βγάλω σήμερα έναν λόγο μάλλον φιλοσοφικό, οπότε ζητώ τήν επιείκειά σας. Θα μιλήσουμε για τή διαλεκτική τής απελευθέρωσης (που πιστεύω ότι σαν φράση είναι στην πραγματικότητα πλεονασμός, μια που η διαλεκτική όλη είναι μια απελευθέρωση) και για τήν απελευθέρωση όχι μόνο με τή διανοητική της σημασία, αλλά για τήν απελευθέρωση που αγκαλιάζει τό σώμα και τό μυαλό μαζί, τήν απελευθέρωση που αφορά ολόκληρη τήν ανθρώπινη ύπαρξη…
μιλώ εδώ για τήν απελευθέρωση από τήν κοινωνία τής αφθονίας, δηλαδή σαν να λέμε από τίς κοινωνίες τού προηγμένου καπιταλισμού. Τό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε δεν είναι η απελευθέρωση από μια κοινωνία φτώχειας, από μια κοινωνία σε κατάρρευση, ούτε καν στις περισσότερες περιπτώσεις από μια κοινωνία τρόμου, αλλά απελευθέρωση από μια κοινωνία που σε μεγάλο βαθμό έχει αναπτύξει τίς υλικές και ακόμα και τίς μορφωτικές και καλλιτεχνικές ανάγκες τού ανθρώπου…
αυτό σημαίνει πως έχουμε να κάνουμε με τήν απελευθέρωση από μια κοινωνία μέσα στην οποία η έννοια τής απελευθέρωσης δεν έχει καθόλου μαζική βάση…
πιστεύω πως όλοι μας (και θα χρησιμοποιώ αυτό τό «όλοι μας» καθ’ όλη τή διάρκεια τής ομιλίας μου) έχουμε διστάσει πολύ, έχουμε ντραπεί πολύ, ίσως κατανοητά ντραπεί, να επιμείνουμε στα ουσιώδη, στα ριζοσπαστικά στοιχεία μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, να επιμείνουμε στην ποιοτική διαφορά της από τίς κατεστημένες κοινωνίες…
έχουμε, για να τό πούμε έτσι, καταστείλει πολλά απ’ αυτά που θα ’πρεπε να ’χουμε πει, απ’ αυτά που θα ’πρεπε να ’χουμε τονίσει…
εάν σήμερα αυτά τά ουσιώδη χαρακτηριστικά, αυτά τά αληθινά ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά που θα έκαναν τή σοσιαλιστική κοινωνία να είναι η οριστική άρνηση όλων τών κοινωνιών που έχουν υπάρξει μέχρι σήμερα, εάν αυτή η ποιοτική διαφορά σήμερα παρουσιάζεται σαν Ουτοπική, σαν ιδεαλιστική, σαν μεταφυσική, ε ακριβώς μ’ αυτήν τή μορφή πρέπει να εμφανίζονται αυτά τά ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά : αν πρόκειται ν’ αποτελέσουν πράγματι τήν οριστική άρνηση τής κατεστημένης κοινωνίας…
ο βάλτερ μπένγιαμιν βάζει κάπου μαρτυρίες από τίς μέρες τής παρισινής κομμούνας : πως σ’ όλες τίς γειτονιές τού παρισιού άνθρωποι πυροβολούσαν τά ρολόγια πάνω στα κωδωνοστάσια τών εκκλησιών ή τίς στέγες τών ανακτόρων ή αλλού, εκφράζοντας μ’ αυτόν τόν τρόπο συνειδητά ή και μισοσυνείδητα τήν ανάγκη που ένιωθαν ο χρόνος κατά κάποιον τρόπο να σταματήσει : πως εκείνο τουλάχιστον τό κυρίαρχο, τό κατεστημένο συνεχές τού χρόνου έπρεπε να διακοπεί, κι ένας νέου είδους χρόνος να ξεκινήσει – θέλοντας έτσι να τονίσουν με κάθε τρόπο τήν ποιοτική διαφορά και τήν ολοκληρωτική ρήξη που έπρεπε να υπάρξει ανάμεσα στην παλιά κοινωνία και τήν καινούργια…
μ’ αυτήν τήν έννοια θα μ’ άρεσε να συζητήσω εδώ μαζί σας για τά καταχωνιασμένα (καταπιεσμένα) προαπαιτούμενα τής ποιοτικής αλλαγής. Λέω επίτηδες «τής ποιοτικής αλλαγής» και όχι «τής επανάστασης» γιατί έχουμε ήδη δει πάρα πολλές επαναστάσεις κατά τίς οποίες τό συνεχές τής καταστολής και τής καταπίεσης διατηρήθηκε, επαναστάσεις που αντικατέστησαν απλώς τό ένα σύστημα κυριαρχίας μ’ ένα άλλο. Πρέπει ν’ αποκτήσουμε συνείδηση τών ουσιωδώς νέων χαρακτηριστικών που θα συντελέσουν στο ν’ αποτελέσει η ελεύθερη κοινωνία τήν συγκεκριμένη τήν καθαρή άρνηση τών κατεστημένων κοινωνιών – και πρέπει ν’ αρχίσουμε να τά διαμορφώνουμε αυτά τά χαρακτηριστικά, χωρίς να μάς νοιάζει πόσο μεταφυσικοί, χωρίς να μάς νοιάζει πόσο Ουτοπικοί, και θα ’λεγα ακόμα χωρίς να μάς νοιάζει και πόσο γελοίοι μπορεί να φανούμε στα μάτια τών κανονικών ανθρώπων όλων τών παρατάξεων, και τής δεξιάς και τής αριστεράς…
απελευθέρωση σημαίνει και προϋποθέτει ν’ ανοίξει και να ενεργοποιηθεί μια βαθύτερη διάσταση στην ανθρώπινη ύπαρξη, αυτή η πλευρά της που βρίσκεται μαζί και κάτω από τήν παραδοσιακή υλική της βάση : όχι μια ιδεαλιστική διάσταση που βρίσκεται πάνω από τήν υλική της βάση και τήν περιφρονεί, αλλά μια διάσταση ακόμα πιο υλική από τήν υλική της βάση, μια διάσταση που αποτελεί τό θεμέλιο τής υλικής της βάσης
η έμφαση που δίνω σ’ αυτή τή νέα διάσταση δεν σημαίνει καθόλου ότι θέλω να βάλω στη θέση τής πολιτικής τήν ψυχολογία, αλλά μάλλον τό ακριβώς αντίθετο : σημαίνει τελικά ότι πρέπει να καταλάβουμε πως η κοινωνία έχει εισβάλει και στις βαθύτερες γωνιές και ρίζες τής ατομικής ύπαρξης, έχει καταλάβει ακόμα και τό ασυνείδητο τού ανθρώπου. Πρέπει να μπούμε στις ρίζες τής κοινωνίας καταδυόμενοι στα βάθη τών ίδιων τών ατόμων, τών ατόμων που, υποκείμενα στους μηχανισμούς τής κοινωνίας, σταθερά και μόνιμα αναπαράγουν τό συνεχές τής καταπίεσης ακόμα και στη διάρκεια τών μεγαλύτερων επαναστάσεων…
η διαλεκτική τής απελευθέρωσης, μετατρεπόμενη καθοδόν από ποσότητα σε ποιότητα, θα προκαλέσει, ας τό ξαναπώ, ένα ρήγμα σ’ αυτό τό συνεχές τής καταπίεσης, που φτάνει στη βαθύτερη διάσταση τού ίδιου τού ανθρώπινου οργανισμού…
τό εργαστηριακό πείραμα η επιστήμη κι η τεχνολογία θα μπορούσαν, αλλά και θα ’πρεπε κιόλας, να γίνουν ένα παιχνίδι με τίς ώς τώρα κρυμμένες – μεθοδικά κρυμμένες και μπλοκαρισμένες – δυνατότητες τών ανθρώπων και τών πραγμάτων, τής κοινωνίας και τής φύσης
κι αυτό είναι ένα απ’ τά παλιότερα όνειρα κάθε ριζοσπαστικής θεωρίας και πρακτικής : σημαίνει ότι η δημιουργική φαντασία, κι όχι μόνο ο ορθολογισμός τής «αρχής τής αποτελεσματικότητας», μπορεί να γίνει δύναμη παραγωγική και να οδηγήσει στη μεταμόρφωση τού κοινωνικού και τού φυσικού σύμπαντος : σημαίνει ότι μια νέα μορφή πραγματικότητας μπορεί να κάνει τήν εμφάνισή της, που θα ’ναι και τό αποτέλεσμα και τό μέσο για τήν ανάπτυξη και τής λογικής και τής ευαισθησίας τού ανθρώπου
κι εδώ θα ρίξω τή φοβερή ιδέα : αυτό θα ’ταν μια πραγματικότητα «αισθητικής φύσεως» : η κοινωνία σαν έργο τέχνης : είναι η πιο Ουτοπική, η πιο ριζοσπαστική πιθανότητα για τήν απελευθέρωση σήμερα…
μετάφραση στα ελληνικά © σημειωματάριο κήπων 2010
marcuse@history.ucsb.edu
μετά από τή διακοπή λοιπόν που μεσολάβησε διά λόγους ανωτέρας και κατωτέρας βίας, συνεχίζω σήμερα να διαλέγω αποσπάσματα από τόν «μονοδιάστατο άνθρωπο» τού χέρμπερτ μαρκούζε
είμαστε στο 2ο κεφάλαιο (τά αποσπάσματα τής εισαγωγής και τού 1ου κεφάλαιου (από τό πρώτο μέρος) βρίσκονται εδώ και εδώ)
μέρος πρώτο : η μονοδιάστατη κοινωνία / κεφάλαιο
δεύτερο : η περιχαράκωση τής πολιτικής ζωής
τά παραδοσιακά ανατρεπτικά στοιχεία έχουν εξαφανιστεί ή απομονωθεί και όσοι απειλούσαν τήν τάξη έχουν εξουδετερωθεί
η οικονομία αλληλοκαλύπτεται με ένα παγκόσμιο σύστημα στρατιωτικών συμμαχιών, νομισματικών συμφωνιών, τεχνικής βοήθειας και σχεδίων ανάπτυξης· οι εργάτες ταυτίζονται σιγά–σιγά με τούς υπάλληλους κι οι συνδικαλιστές με τούς διευθυντές τών εργοστασίων, οι διασκεδάσεις και οι επιθυμίες τών διαφόρων τάξεων γίνονται ομοιόμορφες· μια προκαθορισμένη αρμονία βασιλεύει ανάμεσα στις επιστημονικές έρευνες και στους εθνικούς στόχους· τέλος μέσα στα σπίτια έχει εισβάλει η κοινή γνώμη και στην κρεβατοκάμαρα η τηλεόραση
στη σφαίρα τής πολιτικής, αυτές οι τάσεις εκδηλώνονται με τήν ξεκάθαρη ή σχεδόν ξεκάθαρη εξομοίωση τών διαφωνούντων
η εξομοίωση αυτή επεκτείνεται και στην εσωτερική πολιτική, όπου γίνεται όλο και περισσότερο δύσκολο να διακρίνουμε μια κάποια διαφορά ανάμεσα στα προγράμματα τών μεγάλων κομμάτων· έχουν τόν ίδιο βαθμό υποκρισίας και χρησιμοποιούν τά ίδια κλισέ
στο βαθμό που η ατομική και δημόσια ύπαρξη έχει εμφιαλωθεί μέσα στον κατεστημένο τεχνικό μηχανισμό – που είναι τό μέσο ελέγχου και συνοχής ενός πολιτικού συνόλου όπου έχουν ενσωματωθεί οι εργαζόμενες τάξεις – στον ίδιο βαθμό είναι αναγκαία, για μια ποιοτική μετατροπή, η αλλαγή τής ίδιας τής τεχνολογικής δομής. Για να γίνει όμως μια τέτοια αλλαγή, θα έπρεπε οι εργαζόμενες τάξεις να είναι και με τήν ίδια τους ακόμη τήν ύπαρξη «α π ο ξ ε ν ω μ έ ν ε ς» απ’ αυτό τό σύνολο, θα έπρεπε να τούς φαίνεται αδύνατο να συνεχίσουν να ζουν μέσα σ’ αυτόν τόν κόσμο, θα έπρεπε να είναι γι’ αυτές ζήτημα ζωής και θανάτου η ανάγκη μιας ποιοτικής αλλαγής. Η άρνηση θα έπρεπε να προϋπάρχει τής αλλαγής. Η άποψη ότι οι ιστορικές απελευθερωτικές δυνάμεις πρέπει να αναπτυχθούν σ τ ο ε σ ω τ ε ρ ι κ ό τής κατεστημένης κοινωνίας είναι ο ακρογωνιαίος λίθος τής μαρξιστικής θεωρίας
οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν πια ούτε να φανταστούν, με τή στενή έννοια, έναν κόσμο με ποιοτικά διαφορετικό λόγο και πράξη, μια και η κοινωνία καταπνίγει κάθε προσπάθεια αντίθεσης και καθορίζει τή φαντασία. Όσοι βρίσκονται στις ζώνες πείνας τής κοινωνίας τής αφθονίας γίνονται αντικείμενα τόσο κτηνώδικης μεταχείρισης που αναβιώνει τά μεσαιωνικά βασανιστήρια και μερικά άλλα πιο πρόσφατα. Όσο για τούς άλλους, λιγότερο απόκληρους, η κοινωνία απαντά στην ανάγκη τους για ελευθερία ικανοποιώντας ανάγκες που κάνουν υποφερτή κι ίσως ανυποψίαστη τή σκλαβιά
η μηχανοποιημένη εργασία, που στο μεγαλύτερο μέρος της αποτελείται από αυτόματες και μισοαυτόματες αντιδράσεις, είναι πάντα μια απασχόληση που σκεπάζει ολόκληρη τή ζωή, είναι πάντα μια εξαντλητική, αποκτηνωτική, απάνθρωπη σκλαβιά
αυτή η μορφή υποδούλωσης «ανώτερης ποιότητας» δεν διαφέρει ουσιαστικά απ’ αυτή που ασκείται πάνω στη δακτυλογράφο, πάνω στον τραπεζικό υπάλληλο, πάνω στον πωλητή και στην πωλήτρια που συνέχεια είναι στο πόδι, πάνω στον εκφωνητή τής τηλεόρασης. Η ισοπέδωση, η ρουτίνα, εξομοιώνουν τίς παραγωγικές με τίς μη παραγωγικές εργασίες. Ο προλετάριος τών περασμένων εποχών τού καπιταλισμού ήταν πραγματικά τό ζώο που κάλυπτε με τή δουλειά τού κορμιού του τίς ανάγκες και τίς πολυτέλειες τής ζωής, ενώ αυτός ζούσε μέσ’ στην ταπεινοσύνη και τή φτώχεια. Ήταν έτσι μια «ζωντανή» άρνηση τής κοινωνίας του. Αντίθετα, ο εργάτης τών προχωρημένων τμημάτων τής τεχνολογικής κοινωνίας, αισθάνεται πολύ λιγότερο τήν ανάγκη αυτής τής άρνησης. Όπως κι όλα τά άλλα ανθρώπινα αντικείμενα τού κοινωνικού καταμερισμού τής εργασίας, βρίσκεται σε μια πορεία ενσωμάτωσης στην τεχνολογική κοινωνία. Στους τομείς με μεγαλύτερο βαθμό αυτοματισμού, ένα είδος τεχνολογικής κοινότητας συνενώνει τά άτομα στη δουλειά τους. Η μηχανή μοιάζει να επιβάλλει στους χειριστές της έναν υπνωτικό ρυθμό
η μηχανική διαδικασία μέσα στον τεχνολογικό κόσμο καταστρέφει ό,τι μυστικό και κρυφό έχει η ελευθερία, συνενώνει δουλειά και σεξουαλικότητα σ’ έναν αυτόματο και ασυνείδητο ρυθμικό αυτοματισμό
οι δούλοι τού βιομηχανικού πολιτισμού μπορεί να είναι εκλεπτυσμένοι δούλοι, αλλά είναι δούλοι, γιατί η δουλεία δεν ορίζεται «από τήν υποταγή, ούτε από τή σκληρή δουλειά, αλλά απ’ τή μεταβολή τού ανθρώπου σε εργαλείο κι από τή μετατροπή του σε πράγμα» (φρανσουά περρού, 1958)
η καθαρή μορφή σκλαβιάς είναι : να υπάρχει σαν εργαλείο, σαν πράγμα. Ακόμη κι αν τό πράγμα είναι έμψυχο, αν διαλέγει μόνο του τήν υλική και πνευματική του τροφή, ακόμη κι αν δεν καταλαβαίνει ότι είναι ένα πράγμα, ακόμη κι αν είναι όμορφο, καθαρό, ζωηρό, δεν παύει να είναι υποδουλωμένο
τό επιχείρημα τής ιστορικής καθυστέρησης, ότι δηλαδή η απελευθέρωση πρέπει να γίνεται βίαια και από τήν κυβέρνηση σε συνθήκες κυριαρχικής πνευματικής και υλικής ανωριμότητας, είναι τό οχυρό τού σοβιετικού μαρξισμού· ακόμη, τό υποστήριξαν και όλοι οι θεωρητικοί τής «διαπαιδαγωγητικής δικτατορίας», από τόν πλάτωνα μέχρι τόν ρουσσώ. Είναι εύκολο να ειρωνευτούμε αυτό τό επιχείρημα, είναι όμως δύσκολο να τό απορρίψουμε : έχει τό προσόν να παραδέχεται χωρίς πολλή υποκρισία τίς υλικές και πνευματικές συνθήκες που φράζουν τό δρόμο για έναν πραγματικό και νοητικό αυτοκαθορισμό
ακόμα, κάτω απ’ τό επιχείρημα αυτό διαφαίνεται μια ιδεολογία ανελεύθερη, μια ιδεολογία που συγκαλυμμένα λέει ότι η ανθρώπινη ελευθερία μπορεί να ανθίσει μέσα σε μια ζωή δουλειάς, φτώχειας και ηλιθιότητας
και στο βαθμό που οι σκλάβοι διαπαιδαγωγούνται να ζουν σαν σκλάβοι, για να μένουν ευχαριστημένοι μ’ αυτή τήν κατάσταση, είναι αναγκαίο να έρχεται η απελευθέρωσή τους από τά έξω, από τά πάνω. Θα «υποχρεωθούν να είναι ελεύθεροι», θα υποχρεωθούν «να βλέπουν τά πράγματα όπως είναι, και κάποτε–κάποτε όπως θάπρεπε νάναι», θα υποχρεωθούν να μπουν «στο σωστό δρόμο», που στην αναζήτησή του βρίσκονται (ρουσσώ)
παρ’ όλη τήν αλήθεια του όμως, τό επιχείρημα αυτό δεν μπορεί ν’ απαντήσει στο ερώτημα που γίνεται όλο και πιο πιεστικό με τόν καιρό : ποιος καθοδηγεί τούς καθοδηγητές, και ποια απόδειξη υπάρχει ότι κατέχουν «τό σωστό»; Και δεν αλλάζει τίποτα στο ερώτημα τό γεγονός ότι μπορεί να γίνει και για μερικές δημοκρατικές μορφές κυβέρνησης, όπου οι βασικές αποφάσεις σχετικά με τό τί είναι καλό για τό έθνος παίρνονται από αιρετούς αντιπροσώπους (ή μάλλον οπισθογραφούνται από αιρετούς αντιπροσώπους) – αντιπροσώπους που εκλέγονται κάτω από συνθήκες αποτελεσματικού και ελεύθερα αποδεκτού ετεροκαθορισμού. Η «διαπαιδαγωγητική δικτατορία» μπορεί να επικαλεσθεί για τήν υπεράσπισή της τό επιχείρημα (αρκετά αδύνατο άλλωστε) ότι η τρομερή κακοδαιμονία που δημιουργεί δεν είναι τρομερότερη, ούτε χειρότερη από τήν κακοδαιμονία που δημιουργούν οι μεγάλες φιλελεύθερες και αυταρχικές κοινωνίες
όμως, αντίθετα με τίς θολές ιδεολογικές συνταγές, η διαλεκτική λογική τονίζει τό γεγονός ότι οι σκλάβοι πρέπει να είναι κιόλας ε λ ε ύ θ ε ρ ο ι για να διεκδικήσουν τήν απελευθέρωσή τους, προτού μπορέσουν να γίνουν τέτοιοι κι ότι ο σκοπός πρέπει να κατοπτρίζεται και στα μέσα που χρησιμοποιούνται για τήν επίτευξή του. Ο μαρξ τό έχει υπόψη του αυτό όταν λέει ότι η απελευθέρωση τής εργατικής τάξης πρέπει να είναι αποτέλεσμα τής δράσης τής ίδιας τής εργατικής τάξης. Ο σοσιαλισμός πρέπει να γίνει μια πραγματικότητα απ’ τήν πρώτη κιόλας πράξη τής επανάστασης γιατί πρέπει να βρίσκεται έτοιμος μέσα στη συνείδηση και στη δράση αυτών που κάνουν τήν επανάσταση
η ανάπτυξη τής κομμουνιστικής κοινωνίας, σήμερα, βρίσκεται σε διαμετρική αντίθεση μ’ αυτή τήν οπτική
η σταλινική εκβιομηχάνιση συντελέστηκε μέσα σε κατάσταση «εχθρικής συνύπαρξης» κι αυτό ίσως εξηγεί τόν τρομοκρατικό της χαρακτήρα· παράλληλα όμως έθεσε σε κίνηση τίς δυνάμεις που κάνουν τήν τεχνική πρόοδο μέσο διαρκούς καταπίεσης. Τά μέσα καταστρέφουν τόν σκοπό
η σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία δεν περιόρισε αλλά πολλαπλασίασε τίς παρασιτικές και αλλοτριωμένες λειτουργίες (που προορίζονται για τήν κοινωνία σαν σύνολο αλλά και για τό άτομο). Η δημοσιότητα, οι δημόσιες σχέσεις, η διαπαιδαγώγηση, η οργανωμένη σπατάλη δεν είναι πια μη παραγωγικές δαπάνες, αλλά είναι τμήμα τών βασικών παραγωγικών δαπανών
η τέτοια διαμόρφωση τών πραγμάτων, όσον καιρό διαρκέσει, θα χαμηλώσει τήν αξία χρήσης τής ελευθερίας· γιατί στο κάτω–κάτω να θέλουμε αυτοκαθορισμό τής ζωής μας, μια και η ετεροκαθοριζόμενη ζωή είναι η άνετη ζωή κι ακόμα η «καλή» ζωή ; Πάνω σ’ αυτή τήν ορθολογιστική και υλική βάση συντελείται η ενότητα τών αντιθέτων και γίνεται δυνατή μια μονοδιάστατη πολιτική συμπεριφορά
στο πιο προχωρημένο στάδιο τού καπιταλισμού, η κοινωνία είναι ένα σύστημα ελεγχόμενου πλουραλισμού, όπου οι αντιμαχόμενοι θεσμοί συνενώνονται στην εδραίωση τής εξουσίας τού συνόλου πάνω στο άτομο
ανάμεσα στους κυρίαρχους θεσμούς δεν συμπεριλαμβάνονται όσοι τούς αμφισβητούν στο σύνολό τους. Η κυρίαρχη εξουσία προσπαθεί να θωρακίσει τό κοινωνικό σύνολο ενάντια σε κάθε άρνηση, είτε έρχεται απ’ έξω, είτε από μέσα
ο πλουραλισμός έχει μια απατηλή ιδεολογική υφή. Δεν περιορίζει τή χειραγώγηση και τήν συναρμογή, αντίθετα τίς γενικεύει· δεν εμποδίζει τήν αναπόφευκτη ενσωμάτωση, τήν διευκολύνει. Οι φιλελεύθεροι θεσμοί ανταγωνίζονται με τούς αυταρχικούς θεσμούς στο να κάνουν τόν Εχθρό μια θανάσιμη απειλή σ τ ο ε σ ω τ ε ρ ι κ ό τού συστήματος. Κι αν η θανάσιμη αυτή απειλή είναι κίνητρο για τήν ανάπτυξη τής παραγωγικότητας και τής πρωτοβουλίας, αυτό δεν συμβαίνει μόνο επειδή ο «τομέας» τής άμυνας αποκτά αποφασιστική οικονομική σημασία και επιρροή, αλλά γιατί η κοινωνία στο σύνολό της γίνεται μια κοινωνία άμυνας. Γιατί ο Εχθρός είναι διαρκώς παρών. Δεν εμφανίζεται μόνο επεισοδιακά στις στιγμές κρίσης, αλλά είναι παρών και στη φυσιολογική κατάσταση τών πραγμάτων. Είναι τό ίδιο απειλητικός σε καιρό ειρήνης όπως και σε καιρό πολέμου (ίσως τόν καιρό τής ειρήνης να είναι πιο απειλητικός)· έχει λοιπόν κι αυτός τή θέση του στο σύστημα, είναι ένα στοιχείο τής συνοχής του
η παραφροσύνη τού συνόλου τού συστήματος δικαιολογεί τούς παραλογισμούς τών μερών του και μετατρέπει σε ορθολογιστική επιχείρηση μια σειρά από εγκλήματα ενάντια στην ανθρωπότητα
ακόμη και οι πιο φριχτοί υπολογισμοί έχουν ορθολογισμό : για παράδειγμα, καλύτερα να εξοντωθούν πέντε εκατομμύρια άνθρωποι παρά δέκα, είκοσι, και λοιπά. Μάταια τονίζεται ότι ένας πολιτισμός που δικαιολογεί τήν άμυνά του με τέτοιους υπολογισμούς, υπογράφει τή θανατική του καταδίκη
τά πολιτικά κόμματα συναγωνίζονται άραγε για τό ποιο θα οδηγήσει στην ειρήνη ή για τό ποιο θα κάνει τή βιομηχανία εξοπλισμού ισχυρότερη και δαπανηρότερη ; Η παραγωγή άραγε τής «αφθονίας» δουλεύει για τήν ικανοποίηση τών ακόμη ανικανοποίητων αναγκών ή αντίθετα τήν καθυστερεί ; Αν οι πρώτες υποθέσεις είναι σωστές /…/ τότε η δημοκρατία είναι τό αποτελεσματικότερο σύστημα καταπίεσης
η εικόνα τού Κράτους τής ευημερίας που σκιαγραφήθηκε στις προηγούμενες παραγράφους έχει τά χαρακτηριστικά μιας ερμαφρόδιτης κτηνωδίας που βρίσκεται ανάμεσα στον οργανωμένο καπιταλισμό και στον σοσιαλισμό, ανάμεσα στη σκλαβιά και τήν ελευθερία, ανάμεσα στον ολοκληρωτισμό και τήν ευτυχία
ακόμη κι ο καλύτερα οργανωμένος καπιταλισμός χρησιμοποιεί τίς κοινωνικές ανάγκες σαν ρυθμιστές τής οικονομίας /…/ δηλαδή συνεχίζει να συνδέει τήν πραγματοποίηση τών γενικών συμφερόντων με τίς ιδιωτικές επενδύσεις και τά ιδιωτικά συμφέροντα
δρώντας έτσι, κρατάει ανοιχτή τή σύγκρουση /…/ ανάμεσα στην προοδευτική κατάργηση τής εργασίας και στην ανάγκη να διατηρηθεί η εργασία σαν πηγή κέρδους
αυτή η σύγκρουση διαιωνίζει τίς απάνθρωπες συνθήκες ζωής για όσους βρίσκονται στη βάση τής κοινωνικής πυραμίδας – για όσους ζουν στο περιθώριο και για όσους είναι φτωχοί, για όσους δεν χρησιμοποιούνται και δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν : τίς καταδιωκόμενες έγχρωμες φυλές, τούς τρόφιμους τών φυλακών, τούς τρόφιμους τών ψυχιατρικών κλινικών
αν τα δυο μοναδικά «κυρίαρχα» κοινωνικά συστήματα στον σύγχρονο κόσμο, μοιραία, εξαρτώνται στενά τό ένα απ’ τό άλλο, αυτό συμβαίνει γιατί η ρήξη ανάμεσα στην πρόοδο και στην πολιτική, ανάμεσα στον άνθρωπο και στους αφέντες του έχει γίνει καθολική
όταν ο καπιταλισμός συγκρούεται με τόν κομμουνισμό και τόν προκαλεί, συγκρούεται ταυτόχρονα με τίς ίδιες του τίς δυνατότητες : μπορεί να αναπτύξει με θεαματικό τρόπο όλες τίς παραγωγικές του δυνάμεις – αν τά ιδιωτικά συμφέροντα, που για λόγους κερδοσκοπικούς τόν εμποδίζουν να προχωρήσει σ’ αυτή τήν ανάπτυξη, υποταχτούν σ’ αυτές
όταν ο κομμουνισμός συγκρούεται με τόν καπιταλισμό και τόν προκαλεί, συγκρούεται ταυτόχρονα με τίς ίδιες του τίς δυνατότητες : θεαματικές ανέσεις, ελευθερίες, μια λιγότερο πιεστική ζωή. Και τά δυο συστήματα έκαναν αυτές τίς δυνατότητες αγνώριστες. Για τόν ίδιο λόγο και στις δυο περιπτώσεις, σε τελευταία ανάλυση : αντιμάχονται μια μορφή ζωής που θα υπονόμευε τά θεμέλια τής καταπίεσης.
© για τή μετάφραση : «herbert marcuse / ο μονοδιάστατος άνθρωπος» μετάφραση μπάμπη λυκούδη / εκδόσεις παπαζήση 1971
1η έκδοση : one–dimensional man © boston : beacon 1964 (και : 1968, 1991 με καινούργια εισαγωγή τού douglas kellner)
( τήν επόμενη φορά : αποσπάσματα από τό τρίτο κεφάλαιο)
τό πρώτο βίντεο από μια σειρά συνεντεύξεων τού μαρκούζε, (ίσως) στην αγγλική τηλεόραση,
(από τό 3ο λεπτό και μετά απολαυστική είναι η (ευγενέστατα) ειρωνική του αντίδραση όταν ο συνομιλητής του
τόν ονομάζει «μέντορα» τών εξεγέρσεων τού ’60 : «δεν διατέλεσα μέντορας : οι φοιτητές τής γενιάς που εξεγέρθηκε δεν είχαν
καμία ανάγκη ούτε από μπαμπά ούτε από παππού για να διαμαρτυρηθούν ενάντια σ’ αυτή τήν
κοινωνία…» και ενδιαφέρον επίσης έχει σίγουρα η εξήγηση που δίνει (μετά τό 6ο λεπτό) για τήν
περιρρέουσα ατμόσφαιρα «κατά τών διανοουμένων»
4 Δεκεμβρίου 2010
εγκώμιον τού παράνομου έρωτα : από τόν ωραίο μεσαίωνα
διαβάστε κι αυτό
αναδημοσιεύω εδώ (από ένα (παλιό) γραφτό μου, συντομευμένο κάπως) τήν ιρλανδοαγγλική ιστορία τού έρωτα τής ιζόλδης και τού τριστάνου όπως τήν περιγράφει με τά αρχαία γερμανικά του ο γοδεφρείδος τού στρασβούργου περί τά 1200
τρίτη συνέχεια τού μαρκούζε είχα υποσχεθεί τό ξέρω για τό μετά τό προ–προηγούμενο (επεξηγηματικό) κείμενο αλλά
μεσολάβησε (στο προηγούμενο) ο μεσαιωνικού τύπου αποτρόπαιος θάνατος, και καθώς δεν μπορώ να βλέπω άλλο τήν αγχόνη κάθε που ανοίγω τό βλογ μου, και καθώς ο μαρκούζε αργεί ακόμα λέω να βάλω εδώ μια γνήσια μεσαιωνική αναίρεση :
(…) δεν είναι μόνο οι σκηνές επάνω στο καράβι, αλλά και όλη η υπόλοιπη ιστορία : αρκεί όμως να σκεφτεί κανείς με τί υπέροχα αθώο τρόπο εκμεταλλεύεται ο γοδεφρείδος τή σύμβαση που διαφορετικά θα τόν καθήλωνε με τήν πουριτανική της αγκύλωση : μιλάω για τό αρχικό τό σχέδιο με τό οποίο ξεκινάει αυτός ο έρωτας, σχέδιο που στέλνει παραπέμπει και θυμίζει, ίσια θα ’λεγα, στη διαλεκτική τών σοφιστών : και είναι μάλιστα, λες και αυτός κάνει μια άμεση – και επί λέξει – αναφορά στην υπεράσπιση τού έρωτα εκ μέρους τού γοργία – (τόν οποίο κανείς δεν ξέρει αν τόν είχε καν διαβάσει)
τό αρχικό εύρημα λοιπόν είναι ότι οι δύο εραστές πρώτα αλληλομισούνται, και θα ερωτευτούν αργότερα, μονάχα με τή διαμεσολάβηση τού φίλτρου : τυχαία, θα ’λεγε κανείς ή μάλλον κατά λάθος : αυτό θα γίνει πάνω στο καράβι (σ’ ένα κινούμενο δηλαδή έδαφος που φεύγει και γλιστρά) με τό οποίο ταξιδεύει αυτή να πάει να παντρευτεί έναν άντρα που καθόλου δεν αγαπάει, ούτε τόν ξέρει καν, κοινό μοτίβο αιώνες τώρα στη ζωή τών γυναικών (και όχι απλώς στην τέχνη) : αυτός λοιπόν τήν συνοδεύει προστατευτικά, τό φίλτρο δε από τήν άλλη τό ετοίμασε μια φίλη της για να τό πιούνε ένα βράδυ με τόν άντρα της τόν μέλλοντα, να κάνει όλη τή ζωή τους πιο υποφερτή : στο έργο λοιπόν τό φίλτρο γίνεται ο ιμάντας που τό εκτοξεύει στην πιο ανηθικολόγα λογική, τήν πιο υπονομευτική θεώρηση : ο μεσαιωνικός μας δηλαδή εκμεταλλεύεται με απίστευτο ρεαλισμό και χιούμορ τό λάθος που γίνεται – να πιουν τό φίλτρο ο τριστάνος κι η ιζόλδη, μια μέρα που τό καράβι σταματάει σ’ ένα λιμάνι για ξεκούραση (κι όλο τό πλήρωμα έχει βγει στη στεριά για να διασκεδάσει ή και να ξεκουραστεί) – αυτοί οι δύο δε, μένουνε κατηφείς και άκεφοι επάνω στο κατάστρωμα, και πλήττουνε εκ παραλλήλου και οι δυο θανάσιμα μ’ αυτήν τήν επιπλέον αντιπάθεια που έχουν αναμεταξύ τους :
έτσι, σε μια εντελώς ανθρώπινη προσπάθεια να ξεπεράσουνε τήν αθυμία τους αποφασίζουνε να πιουν κι αυτοί λιγάκι : λίγο κρασί να διασκεδάσουνε σαν άνθρωποι : όμως τό εύρημα αυτό παίρνει τή θέση μίας στέρεης πραγματικότητας, που ξεπερνάει τήν χριστιανική τήν ηθική και συναντάει τήν αρχαία αντίληψη εκείνη για τό δικαιωμένο όσο και ανεξήγητο ταυτόχρονα τού πάθους τού ερωτικού, – πράγμα που η αρχαία λογική τό τακτοποίησε θαυμάσια, αποδίδοντάς το στην παντοδυναμία ενός μικρού παιδιού – ενός θεού – ο οποίος βέβαια ως θεός είναι κι ανίκητος (και επομένως εάν τούς στοχεύσει αυτός δεν έχουνε καμιά ευθύνη εκείνοι πλέον για τό πάθος τους, κι αντίθετα, είναι και επιπλέον απόδειξη θρησκευτικής εντέλει ευσέβειας τό να υποκύψουνε κιόλας στη θέλησή του) – αυτή είναι ακριβώς η υπεράσπιση που κάνει ο γοργίας παίζοντας, όπως λέει και ο ίδιος και για δική του ευχαρίστηση, στο εγκώμιο που έγραψε για τήν ελένη – : και τό οποίο η νεογέννητη κι αθώα σκέψη τού μεσαίωνα, φορτωμένη από τά επιπλέον χριστιανικά που μεσολάβησαν, βρίσκει τόν τρόπο να τό μεταλλάξει και να τό μεταποιήσει και να τό τακτοποιήσει τώρα πια, αποδίδοντάς το σε μια νέου τύπου θεότητα, τήν μεσαιωνικά απολύτως δηλαδή αποδεκτή και ακριβώς ίσως γι’ αυτό επίφοβη μαγεία
η πραγματικότητα λοιπόν αυτής τής ανεξήγητης δύναμης βαραίνει έκτοτε σαν τό πιο ατράνταχτο και οικουμενικό ας πούμε (και λογικό ας πούμε) γεγονός, επάνω στην υπόθεση, έτσι ώστε με τήν ελαφρά αυθαιρεσία τής καταγωγής της να αποκτάει μια τέτοια, λογική όμως, διαύγεια, ώστε να ταυτιστεί θαυμάσια με τήν προηγηθείσα αυθαιρεσία τής θέλησης ενός θεού και εκεί να μείνει
όλο τό υπόλοιπο έργο δεν κουνιέται ρούπι, ούτε αμφισβητεί ποτέ αυτήν τήν αρχή. Αλλά με έναν εξαντλητικό και στέρεο ρεαλισμό, κι ένα αχόρταγο και αυτονόητο (κι ήρεμο) χιούμορ να περιγράφονται μετά όσα προέκυψαν : Ετούτα δε που προέκυψαν είναι σαφή και καθαρά : είναι, με λίγα λόγια, τό τί γίνεται όταν δυο άνθρωποι είναι ερωτευμένοι διαρκώς και επιμόνως, και μονίμως : Εάν μπορούσανε να παντρευτούν, η ιστορία βέβαια θα σταμάταγε, μα τό πολύ ανήθικο όμως τής υπόθεσης είναι ότι εκείνη είναι εκ τών προτέρων σίγουρο ότι θα παντρευτεί έναν άλλον : και όμως, αυτοί οι δύο δεν θα είναι εραστές από μακριά, ούτε και θα πονάν ματαίως (ή πλατωνικώς) ο ένας για τόν άλλον : θα είναι μονίμως και επιμόνως όντως εραστές, κι όλες τους οι ίντριγκες θα είναι αθώα και καθαρά και μόνιμα, προσανατολισμένες εκεί πάνω : πάνω στο πώς θα κοροϊδεύουν δηλαδή συνέχεια τούς άλλους, για να βρίσκονται όποτε μπορούν στο ίδιο κρεβάτι οι δυο μαζί
ας τό ξεκαθαρίσουμε : αμφιβολίες και οδύνες υπάρχουνε συνέχεια στον κόσμο αυτό (τόν μεσαιωνικό…) αλλά όχι, ποτέ, για τό αν αυτό που κάνουνε είναι ή όχι δηλαδή σωστό : αυτό δεν τίθεται ποτέ ούτε αμφισβητείται : ο έρωτας είναι απολύτως νόμιμος, παράνομα είναι τά εμπόδια που τού τίθενται, κι αυτό είναι ένα πράγμα που διαχέεται με τέτοια βίαιη άνεση σε όλο τό βιβλίο ώστε τό μετατρέπει στο πιο έξαλλα ερωτογόνο κείμενο που θα μπορούσε να γραφτεί : και πέρα όμως απ’ αυτό, έχει και τέλειο χιούμορ :
δεν θα καθίσω τώρα εδώ να περιγράψω κείνην τήν καταπληκτική σκηνή που θυμίζει κωμωδία (έχουμε δει παλιά τέτοια σκηνή από τόν γούντι άλλεν) σκηνή που γίνεται στο δωμάτιο τού παντρεμμένου πλέον ζευγαριού : όταν ο τριστάνος κάνει δοκιμές πώς θα προσγειωθεί πηδώντας από μακριά επάνω στο κρεβάτι τής ιζόλδης ώστε να μην πατήσει τήν παγίδα που ’χει απλώσει ο άντρας της κάτω από τό κρεβάτι και τόν πιάσει : περιγραφές λεπτομερείς και ασταμάτητες τών πηδημάτων, τής αποτυχίας, και τά λοιπά
ούτε θ’ ασχοληθώ με κείνην τήν εκπληκτική σκηνή που δίνει μια (πραγματικά ολοκληρωμένη) καλλιτεχνική διάσταση σ’ αυτόν τόν σύζυγο, όταν μετά από πολλές δοκιμασίες και παγίδες που τούς έχει στήσει, και από τίς οποίες αυτοί εξέρχονται (έστω και τελευταία στιγμή έστω και διά τής βίας) (με πλήθος πονηριές) (και τήν καλή τους τύχη – λες κι επιζεί ακόμα η αφροδίτη ως δύναμη μες στον μεσαίωνα) τά βγάζουν πέρα λοιπόν σ’ όλ’ αυτά και εξέρχονται αθώοι, κι όταν τόν έχει πείσει πια η ιζόλδη αυτόν τόν σύζυγο ότι δεν τρέχει τίποτα κι ότι μπορεί ακίνδυνα να τόν αφήσει τόν τριστάνο να ξαναμπεί στ’ ανάκτορο από τήν εξορία που τόν έστειλε
αυτός ο σύζυγος ξάφνου παρατηρώντας τους στο δείπνο διαπιστώνει (με πόσο πόνο ζήλεια και καϋμό) (γιατί είναι και ο ίδιος δηλαδή ερωτευμένος) (χωρίς να έχει πιεί φίλτρο αυτός) ότι καμιά φορά από μακριά όπως κάθονται ο ένας απ’ τόν άλλον στο μεσαιωνικό τραπέζι, σαν τό τραπέζι ενός μοναστηριού, κοιτάνε ο ένας τόν άλλον φευγαλέα με έναν τρόπο που τόν κάνει άνω-κάτω και τόν αναστάτωνε : είναι ερωτευμένοι καταλήγει αυτός τότε μέσα του, πάει τελείωσε, ό,τι κι αν λένε, ο τρόπος που κοιτιώνται είναι ομιλητικός απόλυτα, δεν παίρνει άλλη συζήτηση : τί κάνει λοιπόν τότε αυτός ο τόσο βάρβαρος και μεσαιωνικός δηλαδή άνθρωπος ; απλούστατα σύμφωνα με τά ήθη τους που δυστυχώς ακόμα δεν τά έχουμε, κι είναι χαμένα, τούς παίρνει εκεί παράμερα κι ενώ αυτοί χλωμιάζουνε και κοκκινίζουνε αλληλοδιαδόχως (διότι δεν ξέρουνε τώρα τί τούς περιμένει πια, ένα σωρό ήδη αναγκαστικοί χωρισμοί έχουν προηγηθεί, περάσανε) αυτός τούς λέει: Ακούστε να σάς πω, τώρα επιτέλους τό κατάλαβα, πάει τέλειωσε : εσείς οι δυο είσαστε ερωτευμένοι μην τό αρνιέστε δεν θέλω άλλα ψέματα είσαστε ερωτευμένοι δηλαδή τελεία και παύλα : πρέπει να είσαστε μαζί αυτό είναι όλο. Αυτό που θέλετε λοιπόν, αυτό θα γίνει : Άντε πηγαίνετε στην ευχή και φύγετε από δω.
και τούς διώχνει και τούς δυο πλέον μαζί, να φύγουν ανενόχλητοι από τό παλάτι. Και φεύγουνε πιασμένοι χέρι-χέρι ενώ αυτουνού σπαράζει η καρδιά του : άλλοι καιροί και άλλα ήθη δηλαδή
…η φυγή τών πρωτόπλαστων ; (και ο διωγμός τους από έναν θεό που έχει μετατραπεί τώρα σε σύζυγο ; ) αλλά θα γίνουν όλα τώρα αντεστραμμένα : τώρα θα φύγουν απ’ τήν κόλαση και θα γυρίσουν στον παράδεισο : θα ζήσουνε μέσα στη φύση και στο δάσος μακριά από τά ψέματα, μες στην αλήθεια τήν πρωταρχική : και ξάφνου τήν φοβούνται τήν αλήθεια τήν πρωταρχική : (δεν βλέπουμε σκηνές πορνό εδώ, είναι ο σταντάλ που μάς μιλάει : ) παράδεισος ίσως να μην υπάρχει γιατί κάθε παράδεισος έχει σημαδευτεί από τήν κόλαση που ακολούθησε :
νά η ιστορία που είναι μόνιμα παρόν και μάς κολάζει διασκεδάζοντας : η ενοχή και η ντροπή τούς πιάνει και τούς ξετινάζει πλέον στα σημεία : τώρα που είναι εντελώς ελεύθεροι τό κάνουνε ίσως καλύτερα, αλλ’ όμως δεν κοιμούνται πια αγκαλιασμένοι : Είναι ανάμεσά τους ένα φοβερό σπαθί, τό βάζει εκείνος να κοιμούνται χώρια : (Μπορεί να είναι και η αντιπάθεια τού ανθρώπου που ’μαθε να κρύβεται – και να πιστεύει καταβάθος μοναχά στον φόνο – στον πολιτισμό αυτόν – μια αντιπάθεια για τήν απόλυτη ελευθερία {τής ζωής} που τότε τόν πλακώνει). Μπορεί να είναι, επιπλέον, και μια πρώτη νύξη για τήν αλλοτροίωση που ’χει πλακώσει εμάς αιώνες τώρα – και που όπως λέει και η ψυχανάλυση, τί φίλτρο και ξε-φίλτρο, η απαγόρευση είναι αυτή που σέ καυλώνει πιο πολύ. Μες στον παράδεισο λοιπόν, ανασυστήνουν τελετές μιας κόλασης, γιατί σ’ αυτήν συνήθισαν! τί θαύμα! Όμως, ακόμα κι αν αυτό είναι ένα τέλος μεγαλοφυές, τό έργο δεν τελειώνει εκεί : Όχι, τό έργο είπαμε είναι σταντάλ, δεν θα μπορούσανε μακριά από τήν κοινωνία τών ανθρώπων : Ίσως εδώ ο μεσαιωνικός μας να είναι ο πιο ρεαλιστής απ’ όλους μας : κάτι τούς λείπει, λοιπόν, κι έτσι : κι έτσι γυρίζουν πίσω : τό έργο είπαμε δεν είναι ηθογραφία, είναι φρόϋντ στην καλύτερη του τή στιγμή, μαρκούζε τήν στιγμή του τήν συνηθισμένη
και μήπως δεν είναι σταντάλ, εκείνη η καταπληκτική σκηνή, που ’χει προηγηθεί βεβαίως, όταν σε έναν απ’ τούς αναγκαστικούς τούς χωρισμούς τους που αυτός βρίσκεται εξόριστος σε ένα μακρινό παλάτι, και κάνει ανδραγαθήματα (ως συνήθως τότε αυτοί) και αποκτάει (επειδή τό θέλει, αντί για μια γυναίκα που τού πρόσφεραν) (βέβαια τό μεγάλο δίδαγμα τού γοδεφρείδου, να τό πούμε και αυτό, είναι ότι ο έρωτας μόνο όταν είναι αμοιβαίος έχει νόημα) αποκτάει τότε κείνος ως βραβείο κάτι που είναι δυνατόν να τόν παρηγορήσει έστω και λίγο από τόν πόνο του ; Δεν θα πω τώρα εδώ όλο τό έργο φυσικά, μα τέλος πάντων πρόκειται για ένα μικρό, πολύ μικρό σκυλάκι, που έχει δεμένο στον λαιμό του μ’ ένα φιόγκο ένα κουδούνι μικροσκοπικό κρυστάλλινο, τό οποίο όταν ηχεί, είναι τόσο ωραίος ο ήχος του, ώστε για λίγο είσαι ευτυχισμένος. Και πράγματι, όταν τ’ ακούει ο τριστάνος, ξάφνου γίνεται τόσο καλά : αυτό στην κυριολεξία τόν εκπλήσσει, ναι, γίνεται για λίγο ευτυχής : δεν νιώθεται πια η πληγή. Κι όμως, τί κάνει ; Απλούστατα τό στέλνει σε αυτήν : για να ανακουφίσει εκείνης δηλαδή τόν (βέβαιο) πόνο : Κι αυτή τότε τί κάνει ; Παίρνει έκπληκτη τό δώρο του και γίνεται για λίγο και αυτή ευτυχισμένη (τό δικαιολογεί μάλιστα επιτούτου και στον άντρα της ότι είναι δώρο δήθεν από τήν μαμά) και γίνεται ευτυχισμένη τότε και αυτή όταν έχει μαζί της τό σκυλάκι, κι ακούει κείνο κει τό γυάλινο κουδούνι του. Τί κάνει τότε τελικά ; Τί σκέφτεται ; Τί άλλο να σκεφτεί : απλούστατα, ότι δεν πρέπει να ’ναι ευτυχισμένη από τόν τριστάνο μακριά : λύνει λοιπόν τό καμπανάκι από τόν λαιμό τού πετικρί και τό πατάει τό σπάει με τό παπουτσάκι της και τό κάνει χίλια κομμάτια στα πλακάκια
αυτή είναι η μονογαμική η πίστη σε αυτόν τόν κώδικα : αυτή είν’ η προσήλωση τών εραστών με άλλα λόγια : διάθεση για πίστη υπάρχει, συνεχώς – όμως όχι εκεί που θα ’θελε η ηθική – πίστη στην απιστία όμως μόνο : γιατί ο σύζυγος από τήν άλλη παραμένει δίπλα, μακριά, τόσο μες στο μυαλό τους όσο και στην πράξη τους απατημένος, χωρίς καμιά αμφιβολία, όμως χωρίς καμιά ενοχή επίσης απ’ τήν άλλη, απ’ τή δική τους τή μεριά
δεν πρόκειται να κάτσω τώρα να διηγηθώ και εκείνη τή θαυμάσια και έξοχη ιστορία τής δεύτερης ιζόλδης (με τίς απίστευτες ψυχαναλυτικο–σαιξπηρο–ντοστογιεφσκικές της προεκτάσεις) μια άλλη ιζόλδη που συνάντησε ο τριστάνος σε ένα άλλο παλάτι, όπου ήτανε ξανά φιλοξενούμενος, σε μία άλλη από τίς εξορίες που τόν στείλαν : μία γυναίκα που ’χει τ’ όνομα με λίγα λόγια τής αγαπημένης του – και η οποία, αντίθετα από τήν πανέμορφη ξανθιά του τήν ιζόλδη, έχει απλώς πολύ ωραία κάτασπρα χέρια, ολόλευκα : – ναι βέβαια, δεν πρόκειται να κάτσω να αφηγηθώ τίς καταπληκτικές του ενδοαμφισβητήσεις – που ξεκινάν από τή γλώσσα, με άλλα λόγια τό κοινό τό όνομα, και καταλήγουν σε διατυπώσεις ευρηματικές σαν αυτήν :
«Αχ θε μου έλεος : πώς μέ τρελαίνει αυτό τό όνομα ! Αλλάζει και μπερδεύει τήν αλήθεια με τό ψέμα – μες στο μυαλό μου, και μπροστά στα μάτια μου. Η Ιζόλδη γελάει, τήν ακούν τ’ αυτιά μου, κι όμως ξέρω πού βρίσκεται η Ιζόλδη. Τά μάτια μου που βλέπουν τήν Ιζόλδη, δεν βλέπουν τήν Ιζόλδη. Η Ιζόλδη είναι μακριά μου και κοντά. Φοβάμαι, η Ιζόλδη μέ μαγεύει για δεύτερη φορά. […] Απ’ τήν Ιζόλδη βγήκε η Ιζόλδη. Όταν κανείς τήν φωνάζει αυτήν τήν κοπέλα Ιζόλδη μού φαίνεται ότι ξαναβρήκα τήν Ιζόλδη. Μ’ αυτό ανακατώνομαι εντελώς. Τί περίεργο, να ξαναδώ τήν Ιζόλδη που τήν λαχταρούσα όλον τόν καιρό. Και τώρα βρίσκομαι λοιπόν στο ίδιο μέρος που ’ναι η Ιζόλδη, κι όμως δεν είμαι στην Ιζόλδη κοντά, όσο κι αν είμαι κοντά στην Ιζόλδη. Κάθε μέρα βλέπω τήν Ιζόλδη, κι όμως δεν τήν βλέπω. Αυτό είν’ τό βάσανό μου. Βρήκα τήν Ιζόλδη αλλά όχι τήν ξανθιά που μέ παιδεύει με τόν έρωτα. Αυτή είναι η Ιζόλδη που μ’ έκανε να τά σκεφτώ αυτά, (…) αλλά είναι η άλλη Ιζόλδη όχι η Ιζόλδη η ξανθιά. Πονάω που δεν τήν βλέπω. Όμως, ό,τι μπορώ να βλέπω, κι ό,τι έχει τ’ όνομά της, μ’ όλη μου τήν καρδιά εγώ θέλω να τό ζω : Συνέχεια θέλω να τό σκέφτομαι τό αγαπημένο όνομα που ’δωσε στη ζωή μου τήν χαρά και μ’ έκανε να ζήσω ευτυχισμένος»
η δύναμη τών λέξεων (τής γλώσσας επομένως) διατρέχει τόσο αυτό τό κείμενο που έχει επισημανθεί ήδη από διάφορους. Αλλά εγώ θα πω ένα τώρα μόνο : κάτι που έχει τόσο χιούμορ και σέ σκλαβώνει τόσο – απ’ τήν αρχή κιόλας τής ιστορίας, αν κι είναι ένα κολπάκι με τίς λέξεις μόνο πάλι : και τό δημιουργεί η ίδια η ιζόλδη : Στην αρχή–αρχή ακόμα δηλαδή, όταν δεν αντέχει πια να κρύψει τόν έρωτα που πλέον αισθάνεται (κι ιδέα δεν έχει ότι θα βρει ανταπόκριση) – και έχει πολύ περίεργες προεκτάσεις η σκηνή αυτή : διότι εδωπέρα υπεισέρχεται και ένα αίνιγμα που είναι γλωσσικό. Όμως τό ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι κιόλας ότι στο μεσαιωνικό αυτό τό κείμενο θεωρείται και κανονικό να τού τά ρίξει πρώτη η γυναίκα ενός άντρα : Εφόσον δεν αντέχει δηλαδή άλλο η ιζόλδη αποφασίζει να ριχτεί επάνω στο καράβι στον τριστάνο αυτή :
βρίσκονται και οι δυο τους στο κατάστρωμα. Εκείνος υποτίθεται ότι είναι εκεί για να τήν προστατεύει, όμως μετά από τό φίλτρο επιδιώκουν και οι δυο συχνότερα να βρίσκονται μαζί (μα ιδέα δεν έχει ο καθένας από μόνος του ότι τό ίδιο δηλαδή συμβαίνει και στον άλλον : ) έχουνε τήν εντύπωση ότι υποφέρει ο καθένας μόνος του – έχουν αρχίσει όμως, λόγω φίλτρου, να μην μπορούν να δείξουν πια και τόση έχθρα, και μιλάνε τώρα μεταξύ τους φιλικά : ένα απόγευμα λοιπόν η ιζόλδη δεν αντέχει άλλο (ούτε κι αυτός αντέχει άλλο αλλά τό κρύβει μια χαρά) – λοιπόν εκείνη γέρνοντας καθώς δύει ο ήλιος πάνω στη θάλασσα και ακουμπώντας ξαφνικά τό ξανθό κεφάλι της στο στήθος του, τού λέει παίζοντας με τά ωραία γαλλικά (διότι σε πολλά σημεία τό βιβλίο παίζει με τά γαλλικά – κι αυτή η ακομπλεξάριστη αποδοχή από τήν αρχή – που υπάρχει και στο αγγλικό τών ιπποτών τής στρογγυλής τραπέζης – ότι η αφήγηση ακουμπάει σε ένα βιβλίο προηγούμενο (και μάλιστα ξενόγλωσσο) τό εμπλουτίζει και τό ενδυναμώνει απίστευτα (από άποψη και μοντερνιστική ακόμα) αυτό τό έργο) αποφασίζει επομένως τότε αυτή να τού μιλήσει όσο μπορεί πλαγίως, και με ένα καλαμπούρι που μπορεί να κάνει μοναχά στα γαλλικά – Κύριε, τού λέει επομένως, υποφέρω. – Από τί υποφέρετε πανέμορφη κυρία ; τής λέει αυτός (τώρα δεν μεταφράζω κατά λέξη όπως πριν, αλλά τά παραθέτω από μνήμης), και : – Υποφέρω κύριε από λαμέρ, τού λέει αυτή. Περίεργο, σκέφτεται αυτός, τί είναι τούτο που λέει αυτή τώρα ; Σκέφτεται αμέσως ότι η λέξη έχει τρεις σημασίες – δηλαδή, πολλές : η μία είναι ο έρωτας, κι αυτήν τήν έννοια φυσικά τήν αποκλείει διότι δεν τολμάει καν να τήν σκεφτεί. [ Εδώ έχουμε και μία μαρτυρία γλωσσολογική, απίστευτου ενδιαφέροντος, που θα τήν πούμε αν έχουμε και κέφι παρακάτω : ας πω μονάχα εδώ προκαταβολικά ότι ο έρωτας στα γαλλικά ήταν l’ ameur (κι αυτό είναι τό λαμέρ εδώ) κι amour ήταν η προφορά τής λέξης μόνο στα προβηγκιανά. Η προφορά αυτή επιβλήθηκε όμως αργότερα, σ’ ολόκληρη τή χώρα, κι έτσι επιβεβαιώνεται, ακόμα κι από μία μόνο λέξη, αυτό που λέει κι ο σταντάλ ότι όλα τά ερωτικά τους στη γαλλία τά κληρονόμησαν εντέλει σαν σημαδεμένα από κει – από τήν επαρχία που ’τανε σα στοιχειωμένη απ’ τήν ερωτική τήν ποίηση τών αράβων ]. Η δεύτερη κι η τρίτη λοιπόν έννοια που θα μπορούσε ο τριστάνος να υποθέσει ότι σημαίνει τό λαμέρ, είναι η λέξη πίκρα από τή μια κι από τήν άλλη βέβαια η θάλασσα : (l’ ameir, μάς λέει και μάς εξηγεί μέσα στο κείμενο ο συγγραφέας αναλυτικά (σημάδι ότι απευθύνεται σε μη–γαλλόφωνους κι ότι τό ξέρει) σημαίνει έρωτας, μα και l’ ameir σημαίνει πίκρα, και la meir σημαίνει βέβαια θάλασσα). Σάς πείραξαν, λέει λοιπόν, ωραία μου Ιζόλδη, η θάλασσα κι η πίκρα της ; η θάλασσα και τούτος ο αέρας, μή σάς πίκραναν ; (ρωτάει εκείνος με ταχυκαρδίες) : σβήνοντας έτσι με ταχυκαρδίες τήν τρίτη – ή τήν πρώτη – εκδοχή τής λέξης, που δεν τολμάει καν να τήν σκεφτεί : Και αυτό κάνει βέβαια τήν ιζόλδη να απελπιστεί τελείως, κι ανυπόμονη πια τώρα να ταυτολογήσει (φαινομενικά) εφόσον στην ερώτησή του «υποφέρετε από λαμέρ ή από λαμέρ ; » εκείνη ν’ απαντήσει σαν ταπεινωμένη : – Μα όχι κύριε, υποφέρω από λαμέρ. Όμως αφού έχει διώξει τίς δύο άλλες εκδοχές, γίνεται πλέον φανερό ότι μιλάει με τήν τρίτη – και η ταυτολογία εξαφανίζεται. Ούτε η θάλασσα τής προξενεί λαμέρ, ούτε προέρχεται οτιδήποτε από πίκρα. Τό μόνο πικρό πέλαγος μες στο οποίο πνίγεται είν’ ο έρωτας : έρωτας και μοναχικός κι ανομολόγητος : Κι αυτός μες στην χαρά και μες στο μπέρδεμα όλο αυτό, σκύβει τήν αγκαλιάζει και λιποθυμάνε δηλαδή ο ένας πάνω εκεί στον άλλον όπως θα ’λεγε αργότερα και ο ρεμπώ : Κι εγώ υποφέρω από τό ίδιο πράγμα, λέει. Κι έτσι ξεκίνησαν τά πράγματα…
υπάρχει όμως και μια άλλη εικόνα που μες στην ανακούφιση αυτής τής αναγνώρισης, γλυκά υπεισέρχεται, ξανάρχεται, στρογγυλοκάθεται για μια στιγμή, και κάνει τούτη εδώ τήν πρώτη τους ερωτική επαφή να ολοκληρώνεται μ’ έναν ακόμα πιο ειρωνικό ας πούμε τρόπο : διότι στην αρχή τού ταξιδιού, που ήταν και οι δυο ακόμη υγιείς και αδιάφοροι, και η ιζόλδη απλώς τόνε μισούσε, πολλές φορές προσπάθησε εκείνος να τήν παρηγορήσει για τό ότι πήγαινε να παντρευτεί έναν άντρα που δεν γνώριζε, και ούτε που αγαπούσε καν : και μολονότι ήταν ανηψιός της μακρινός (και ελαφρώς μικρότερος) πολλές φορές προσπάθησε να τήν παρηγορήσει όταν τήν εύρισκε να κλαίει αυτήν, κι έτσι τήν χάϊδευε, και τήν αγκάλιαζε, και τή λυπότανε ειλικρινά : τής χτύπαγε λοιπόν τήν πλάτη ώσπου μια μέρα, εκείνη ξέσπασε, με μια σχεδόν υστερική κακία, και τού είπε : «Πάρε τά χέρια σου επιτέλους από πάνω μου, πάψε να μέ αγγίζεις, μη μέ πλησιάζεις μη μέ ακουμπάς» και ο τριστάνος φυσικά λυπήθηκε πληγώθηκε κι απομακρύνθηκε αμέσως κι απλώς ρώτησε μονάχα όσο μπορούσε κόσμια κι αξιοπρεπώς : – Γιατί Κυρία ; κι αυτή τού απάντησε έξω φρενών – Γιατί μέ εκνευρίζεις σέ σιχαίνομαι. Κι αυτός : – Γιατί ωραία μου Κυρία ; Κι αυτή : – Διότι σκότωσες τόν θείο μου. Και ο τριστάνος : – Αλλά αυτό τό ξεκαθαρίσαμε, ότι έγινε από λάθος. – Τό ίδιο κάνει, είπε αυτή, αν δεν ήσουνα εσύ, δεν θα ’χα βάσανα, κι αυτός απομακρύνθηκε βαρύθυμος και δεν μπορούσε βέβαια ξανά να πλησιάσει