σημειωματαριο κηπων

24 Αυγούστου 2013

ανδρέα κίτσου–μυλωνά, angelus novus

  

 

 

   τό σύντομο κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε από τόν αντρέα κίτσο–μυλωνά (ψευδώνυμα, όπως καμιά φορά τό συνήθιζε) για να προλογίσει τό δοκίμιο τού βάλτερ μπένγιαμιν «φραντς κάφκα» που έχει ως υπότιτλο «για τή δεκάτη επέτειο τού θανάτου του» (και συνεπώς ο μπένγιαμιν τό έγραψε τό 1934) και τό οποίο ελληνικά εκδόθηκε από τόν «έρασμο» (πριν από τριαντατόσα χρόνια) σε μετάφραση τού στέφανου ροζάνη

   σε δυο σελίδες μέσα, μακριά από τήν κατά κόρον ντόπια τάση για μεγαλοστομίες και εξιδανίκευση αυτού που έχει (πια) καθιερωθεί, όσο και επιβεβαιώνοντας τή λιτή τάση τού έρασμου για μια τίμια φιλοσοφική διαφώτιση ενός ελάχιστου ντόπιου κοινού, ο μυλωνάς μιλάει για έναν φιλόσοφο που ξέρω ότι αγάπησε πολύ, αλλά χωρίς να χρησιμοποιεί κανένα από τά περιρρέοντα περί αυτού στερεότυπα, και καμιά (κατά φλωμπέρ τόν οποίον επίσης πολύ ηγάπησε) προκατασκευασμένη ιδέα εκσφενδονίζοντας με άνεση όλη τήν τόλμη και τήν πρωτοτυπία τής σκέψης του, περιφρονώντας φοβισμένες καλύψεις πίσω από φιλοσοφικές αποσκευές (τίς οποίες διέθετε) και ξετυλίγοντας ήρεμα οργανική σχέση με τήν κριτική θεωρία : κατά τή γνώμη μου, θα αρκούσε για να δικαιωθεί τό μικρό αυτό δοκίμιο και μόνο η φράση του «εξ άλλου η αμεσότητα στην τέχνη δεν έχει να κάνει με τά συνθήματα για τήν αλήθεια στην τέχνη και τήν ψευδοσυγκεκριμένη αμεσότητα, παράγωγα τού καπιταλιστικού λαϊκισμού.»

   πρόκειται για κείμενο τού 1980, που ο α. κ.–μ. υπόγραψε ως χ. α.

   η πρώτη εκείνη έκδοση τού «έρασμου» walter benjamin φραντς κάφκα έγινε τό 1980 (η 2η, που κυκλοφορεί ώς σήμερα, τό 2004)

.

.

  

Angelus Novus (Walter Benjamin)

   Προσωπικότητα προσηλωμένη νοσταλγικά σε μια παλιά εποχή, ο Μπένγιαμιν, προβαίνει σε συνεργασία με τήν Κριτική Σχολή τής Φραγκφούρτης, που διαρκεί μέχρι τόν θάνατό του, παρ’ όλες τίς διαφωνίες και κατά καιρούς ρήξεις καθώς και τίς εκατέρωθεν προσπάθειες συνάντησης σ’ ένα σταθερό σημείο· η σχέση τού Μπένγιαμιν με τό θέαμα καθιστά έντονη τή διαφοροποίησή του στους κόλπους τής Σχολής, αν θεωρηθεί ότι η Φιλοσοφία τής σύγχρονης μουσικής και τό Δοκίμιο για τόν Βάγκνερ, τού Αντόρνο – έργα τόσο σημαντικά, ώστε ένα ολόκληρο κεφάλαιο τού μυθιστορήματος Δόκτωρ Φάουστους τού Τόμας Μαν να γραφεί με βάση ένα κεφάλαιο τού πρώτου από τά δυο βιβλία, μια νέα Αισθητική να αρθρωθεί και η φιλοσοφία τής μουσικής να περάσει στην κριτική περίοδό της – συνιστούν τίς αισθητικές αρχές τής Σχολής. Θεολογική φύση, που δεν θέλησε ποτέ να λησμονήσει τήν εβραϊκή θρησκευτικότητα τής καταγωγής του και τήν παράδοση τών μεγάλων κειμένων ενός λαού στου οποίου, μαζί με τούς άλλους Εβραίους διανοητές τής εποχής του, τήν περιπέτεια ήταν ψυχικά και πνευματικά παρών, θα βιώσει τήν αγωνία του σε πολύπλευρες αισθητικές αναζητήσεις. Περισσότερο όμως ανήκει στη θεωρία τού θεάματος και τήν α–τοπία του, στις εκφράσεις μιας νοσταλγίας για ενότητα. Έτσι παρά τήν άξια και πλήθουσα κριτικότητά του παραμένει ένας προμαρξιστικός κριτικός : προμαρξιστικό είναι τό διάβασμά του τού Κορς και τού Λούκατς που άσκησαν, μετά τά εβραϊκά κείμενα, τεράστια επίδραση στην ανάπτυξη τών κριτικών και οδοιπορικών. Στον θρίαμβο τής υποκειμενικότητας, τόν οποίο ζούσε στη Γερμανία, αντέτασσε τήν αντεστραμμένη αλήθεια τής εικόνας και τό άλογο ως τή βαθύτερη έκφραση τού έλλογου. Η αγάπη του στον Μπωντλαίρ και η αφοσίωσή του στον Μπρεχτ (τού οποίου τή σκέψη η Σχολή θεωρούσε χονδροειδή, και τόν ίδιο τυπικό σταλινικό) πρέπει να κριθούν μέσα από τήν προσπάθεια τού Μπένγιαμιν να οργανώσει μια θεωρία για τό στυλ, που τό αντιμετώπιζε σαν χαρακτηριστικό στοιχείο, δηλωτικό τής έκπτωσης τής τέχνης στην αστική κοινωνία. Εξ άλλου η αμεσότητα στην τέχνη δεν έχει να κάνει με τά συνθήματα για τήν αλήθεια στην τέχνη και τήν ψευδοσυγκεκριμένη αμεσότητα, παράγωγα τού καπιταλιστικού λαϊκισμού : έτσι ο κριτικός τού στυλ τής αστικής κοινωνίας θα ξαναδώσει στη γλώσσα τήν κριτική δύναμη να μακραίνει από τήν εκβαρβάρωσή της. Μπορούμε εδώ να υποδείξουμε τή συστηματικότερη αναζήτηση τής σκέψης του, παραπέμποντας στο διάσημο δοκίμιο Τό έργο τέχνης στην εποχή τής τεχνικής αναπαραγωγιμότητάς του, εκδ. Κάλβος, μετ. Δ. Κούρτοβικ, στις «θέσεις» του και στο άτυχο βιβλίο του για τό γερμανικό δράμα. Όλη του η πορεία άνιση, με παρεκβάσεις και αστάθεια και διαρκή αναζήτηση προτύπων, αποδίδεται σε θαυμάσιες σελίδες οξύνοιας και κριτικής ευαισθησίας, στις οποίες η απουσία φιλοσοφικότητας καλύπτεται από μιαν εβραϊκής μορφής σύλληψη τής καθολικότητας προς χάριν τής οποίας πέρασε στον σουρρεαλισμό για να βρει μαζί του τό γκαζ, τή δαγκεροτυπία, τό πανόραμα και τήν Αλίκη – τά «αρχέτυπα φθαρτότητας» (Μπλοχ). Για τόν Μπένγιαμιν και τήν κριτική Σχολή τής Φραγκφούρτης προτείνουμε τό σπουδαίο βιβλίο The Dialectical Imagination τού Μάρτιν Τζαίη. Τήν έκδοση τού συνόλου τών δοκιμίων τού Μπένγιαμιν επιμελήθηκαν στις εκδόσεις Ζούρκαμπ ο Σόλεμ και ο Αντόρνο.

                                                                                                          Χ.Α.

.

.

.

     

 

κλικ στις φωτογραφίες τών βιβλίων για διάβασμα

άλλα για τον α. κ.–μ. εδώ και εδώ

 

 

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: