στον Silent
Όσο έλειπα, μόνο ποίηση δεν διάβαζα. Διάβασα άλλα βιβλία, για τά οποία θα πω (μπορεί) σε επόμενα. Όμως σχεδόν όλο αυτόν τόν μήνα μ’ έναν ακαταλαβίστικο τρόπο τριγύρναγε στο μυαλό μου και βούιζε σα μέλισσα αυτή η έμιλυ – και λέω να τής αφήσω χώρο στην πρώτη ανάρτηση τού χρόνου να μιλήσει (περισσότερο) αυτή –
η φήμη μέλισσα είναι
κι έχει τραγούδι
κι έχει κεντρί
κι έχει, α, φτερό
– αυτό είναι ένα ολοκληρωμένο ποίημα, δεν είναι απόσπασμα – είναι ολοκληρωμένο από κάθε άποψη : –
Fame is a bee.
It has a song –
It has a sting –
Ah, too, it has a wing.
emily dickinson, ποίημα αριθμού 1763 (χωρίς χρονολόγηση)
Δεν έχει καμιά σημασία να κάνω τώρα ψυχανάλυση να βρω γιατί μού ’χε κολλήσει αυτό τό ποίημα… Η ντίκινσον άλλωστε είναι ένας έρωτας ξαφνικός αλλά και πολύ παλιός… ( : κάποτε σε μια σχολή που ήμουνα είχα περάσει ένα μάθημα εξαιτίας της : έγραψα ό,τι μού κατέβηκε αλλά είχα τήν βεβαιότητα ότι αυτά που μού κατέβαιναν θα μού σώζανε, δεν μπορεί, τόν (χαμένο) χρόνο – μού τόν σώσανε – : μού κατέβηκε κι έγραψα για τή στίξη της, δεν είχα διαβάσει πολύ και μάλλον δεν ήξερα τίποτα γενικά, αλλά είχα θράσος κι έτυχε να πέσω σ’ έναν καλοπροαίρετο άγγλο που τό εκτίμησε – όταν οι άγγλοι έχουν χιούμορ, έχουν χιούμορ για τά καλά… Γλίτωσα λοιπόν τότε ολόκληρο τόν χαμένο μου χρόνο, με τήν έμιλυ : αλλά δεν τήν θεωρώ στενό οικογενειακό μου πρόσωπο εξαιτίας αυτού – και μόνο : νομίζω ότι τήν καταλαβαίνω κιόλας επιπλέον, κι αυτό μού φτάνει : τήν καταλαβαίνω δλδ κι ας μη συμφωνώ μαζί της σε όλα, κι ας τήν βαριέμαι κιόλας ώρες-ώρες (με τά ατέλειωτα ρημαγμένα της μοναχικά της, τά αυστηρά κι ανήλεα).)
Γιατί η έμιλυ είναι πολύ σοβαρή φιλόσοφος, δεν είναι μια ευαίσθητη γυναίκα που ως μωρό έπαιζε πιάνο και τό έλεγε και moosic, και δεν γράφει απλώς καταπληκτικά αισθαντικά συγκλονιστικά ανεπανάληπτα ποιήματα : τά ποιήματά της είναι φιλοσοφημένα (ό,τι διάολο και να σημαίνει αυτό) επειδή ακριβώς είναι σκέτη ποίηση : επιμόνως και ξεροκεφάλως και αποκλειστικά και πάνω απ’ όλα (μόνο) ποίηση : δεν μπορείς δηλαδή να πάρεις και να αναλύσεις τίς ιδέες της. Οι ιδέες της είναι αυτές που είναι, επειδή ακριβώς είναι ειπωμένες με αυτόν τόν τρόπο. Πάντα αυτό δεν συμβαίνει ; Ναι, αλλά στην ντίκινσον συμβαίνει «κατεξοχήν». Η έμιλυ δεν «γράφει» ποίηση, έχει στην κυριολεξία περιορίσει τήν ποίηση στην ποίηση – θα μπορούσε να παραφραστεί ένας στίχος της εδώ – « Between the form of Life and Life / The difference is as big… » (between the form of Poem and Poem δηλαδή) (συμφωνεί από μακριά κι ο πάουντ που κατά τήν γερμανική αντίληψη ενός λεξικού που βρήκε κάποτε κατέληξε κι αυτός ότι dichten = condensare, ότι τό ποίημα δηλαδή είναι η δυνατότητά του να συμπυκνώνει). Αλλά ποιος τόν λογαριάζει τόν πάουντ σ’ αυτήν τήν περίπτωση, δεν είν’ άξιος ούτε να τής φέρει πρωί-πρωί τίς παντόφλες… Εξάλλου η έμιλυ είναι τόσο μοντέρνα που κι ο πάουντ θα τρόμαζε… Η στίξη της μια που μιλήσαμε και γι’ αυτό, είναι εκ πρώτης όψεως αλλοπρόσαλλη και παράλογα τρελλή – και εκ δευτέρας απολύτως λογική και ανήλεη – η ξεροκέφαλη αυτή κάνει ποίηση σχεδόν μόνο με τίς παυλίτσες της και τίς τελίτσες της θα μπορούσες να πεις (γι’ αυτό και στα ελάχιστα ποιήματά της που δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε, τής διόρθωναν οι εκδότες κατά κανόνα κυρίως τή στίξη) : σπάει έπειτα τόν ρυθμό σε βαθμό που να ακούγεται φάλτσα και να ενοχλεί, πρέπει να τήν ξαναδιαβάσεις και να χωθείς για τά καλά μέσα της ξεχνώντας ό,τι άλλο ξέρεις, πρέπει να γίνεις έμιλυ δηλαδή για να καταλάβεις τήν έμιλυ : και πρέπει να βρεις τόν δικό της ρυθμό μέσα στον σπασμένο ρυθμό, που τότε θα σού φανεί και σωστός ρυθμός – μόνο ο μπετόβεν που τόν κατηγόρησαν κι αυτόν για φάλτσα θα τήν καταλάβαινε ίσως εξαρχής και θα συμφωνούσε – και θα τήν άκουγε πιθανόν ευχαρίστως – αν μπορούσε να τήν ακούσει … Εξάλλου δεν σπάει μόνο τόν ρυθμό, αρνείται και τήν ομοιοκαταληξία, τήν κοροϊδεύει, κάνει ό,τι τής κατέβη με λίγα λόγια – έτσι φαίνεται…
Εσχάτως έχει βγει και μια μόδα να τήν εξετάζουν ως σχιζοφρενή και να γράφονται και μελέτες (δεν θα δώσω πολλά βιβλιογραφικά στοιχεία σ’ αυτό τό ποστ, αν πάτε στη βίκι και εδώ και εδώ και αλλού, θα βρείτε άφθονα) για τό τί είδους ακριβώς και πόση ήταν η τρέλα της… Βασίζονται στις τελίτσες και τίς παυλίτσες της πάνω απ’ όλα… Όχι δηλαδή στις «ιδέες» της – που κι αυτές είναι αλλοπρόσαλλες αν τίς πάρουμε με τά τρέχοντα «λογικά» μυαλά – αλλά κυρίως σ’ αυτό τό «σπάσιμο» τού ρυθμού, τόν τρόπο τής ομιλίας της δηλαδή…
Τό βρίσκω ξεκαρδιστικό, πολύ σοβαρό… Ακριβώς, στον «τρόπο ομιλίας» είναι τό ζήτημα, από εκεί προδίδονται και οι «ιδέες» και όλα τ’ άλλα… Κι η έμιλυ βρήκε πολύ νωρίς αυτόν τόν τρόπο ομιλίας –
Και πού ; Στην πιο μαύρη βικτωριανή αμερική τών πουριτανών στην μασαχουσέτη, στο amherst, που ο παππούς της ίδρυσε και τό περίφημο κολέγιό του – προερχόταν από εξαιρετικά καθωσπρέπει οικογένεια η δύστυχη…
A day! Help! Help! Another Day!
…
Could live – did live –
Could die – did die –
Could smile upon the whole
…
( : από τά ποιήματα 42 και 43, που είναι περίπου τού 1858 – τά περισσότερα ποιήματα δεν έχουν χρονολόγηση – τή χρονολόγηση οι μελετητές τή συνάγουν κυρίως απ’ τίς αλλαγές στον γραφικό της χαρακτήρα) : διότι η ίδια δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ ούτε να βάλει χρονολογία, ούτε περίμενε κατά πάσα πιθανότητα ότι θα εκδοθεί και ποτέ… και πόσο μάλλον ότι θ’ ασχολούμαστε εμείς μαζί της 180 χρόνια μετά από τή χρονιά που γεννήθηκε… ξέρω ότι δεν μού ανήκει η φήμη – γιατί αν μού ανήκε… έγραφε σ’ ένα της γράμμα. Ε, εδώ μπορεί να πει κανείς ότι δεν τά ’ξερε βέβαια όλα και εντελώς καλά – έπεσε μέσα μόνο όσο ακριβώς αφορούσε τόν χρόνο τής ζωής της… ( : παραφράζοντας (πάλι) / Between the time of Life and Life / … τό ποίημα αυτό ας συμπληρώσω ότι είναι τό υπ’ αριθμ. 1101 τού 1866 – και εδώ έχουμε ακριβή χρονολόγηση – )
Δεν έμαθε ποτέ να διαβάζει τήν ώρα ώς τά 56 της που πέθανε, και κείνη τήν εποχή όταν κάποιος – γυναίκα – πέθαινε, οι συγγενείς του ευλαβικά τού καίγαν όλα τά προσωπικά του χαρτιά, έτσι η αδελφούλα της τής έκαψε τήν αλληλογραφία απ’ τήν οποία σίγουρα θα μπορούσαμε να μάθουμε και κάτι περισσότερο – η ίδια πάντως δεν ομολόγησε ποτέ ότι φοβόταν τόσο πολύ τόν πατέρα της – αντίθετα άφησε δείγματα απέχθειας προς τήν μονίμως άρρωστη μαμά της… Αλλά για να μην κατηγορούμε τήν αδελφή μονόπαντα, ήταν αυτή που καλώς–κακώς έσωσε πάντως ό,τι έργο της έχουμε σήμερα – βρήκε σ’ ένα μπαούλο δηλαδή στο δωμάτιό της (στο οποίο η έμιλυ τά τελευταία χρόνια δεν άφηνε να μπει κανείς, κι απ’ τό οποίο σχεδόν δεν έβγαινε πια καν, κι απ’ όπου μισανοίγοντας ίσως τήν πόρτα απλώς, και βγάζοντας έξω μόνο τό κεφάλι (μάς παραδίνεται αυτή η εικόνα από ανθρώπους που προσπάθησαν να τήν επισκεφτούν) θα έδωσε και τήν παραγγελία στην αδελφή να τής καταστρέψει τά ποιήματα μετά θάνατον) (ακριβώς, έχετε δίκιο να θυμόσαστε τόν κάφκα και τήν εντολή του στον μαξ μπροντ εδώ) κάπου 1800 ποιήματα λοιπόν γραμμένα ακόμα και πάνω σε χαρτάκια πασαλειμμένα από τό αλεύρι τής κουζίνας γιατί η έμιλυ ήταν γνωστή σ’ όλο τό άμχερστ ότι έψηνε περίφημο ψωμί – είχε πάρει και τό σχετικό βραβείο… Είχε μια μάλλον ομοφυλόφιλη (έστω και μάλλον μόνο στο μυαλό της) σχέση με μια φίλη της – τήν οποία παντρεύτηκε ο αδελφός της και με τήν οποία εκείνος δυστύχησε – κι εκείνη μάλλον εξίσου… Εντέλει ο αδελφός συνήψε και μια παράνομη σχέση με μία mabel η οποία (αξιοπρεπέστατη, και πολύ ενδιαφέρουσα κυρία – χωρίς να έχει γνωρίσει τήν έμιλυ ποτέ προσωπικά – τήν ήξερε όπως είπε ως Τόν Μύθο τής πόλης) θα βοηθούσε στην πρώτη μετά θάνατον έκδοση τών ποιημάτων της, όσων βρέθηκαν : γιατί αργότερα βρεθήκαν κι άλλα… (η φίλη της η sue, η γυναίκα τού αδελφού της τού awe, είχε καμπόσα) : η πρώτη πάντως συλλογή πέρασε από γερή διόρθωση και στη στίξη και σε άλλα : τελικά τό σώμα τών ποιημάτων της εκδόθηκε για πρώτη φορά ολόκληρο, πιστά και χωρίς καμιά επέμβαση στη μορφή του, τό 1955 – τέσσερα χρόνια μετά τήν έκδοση τού πρώτου (και μοναδικού) μυθιστορήματος τού j. d. salinger τό 1951…

φωτογραφία τού salinger με τήν κόρη του margaret.
ο j. d. salinger δεν έγραψε σίγουρα τήν franny και τόν zooey με πρότυπο τά δικά του παιδιά…
ο γιος του matt είπε για τό βιβλίο που η αδελφή του έγραψε για τόν πατέρα τους :
«δεν μού φαίνεται να μεγαλώσαμε στο ίδιο σπίτι»…
Όσο απομονωμένη και περίπου ολομόναχη έζησε η έμιλυ, τόσο απομονωμένος αλλά καθόλου ολομόναχος (προσπάθησε) να ζήσει τό δεύτερο μισό τής ζωής του ο salinger – τού οποίου προσωπικά, και από ανέκαθεν, κι όχι μόνο τώρα που πέθανε, μού άρεσαν πολύ περισσότερο τά συντομότερα έργα του, αυτά που ασχολούνται με τήν οικογένεια glass και με τά παιδιά τής οικογένειας glass… Πιστεύω ότι ο φύλακας στη σίκαλη είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα αλλά λίγο επιφανειακό, εκφράζει πάρα πολύ καλά μια συγκεκριμένη εποχή (τίς υπόγειες αλλά έτοιμες να εκραγούν τάσεις της) και γι’ αυτό έγινε και διάσημο αμέσως. Ο μύθος τής οικογένειας glass είναι πολύ πιο δύσκολος και εσωτερικός, και πιστεύω ότι σ’ αυτόν εκεί βρίσκεται τό πραγματικά καλύτερο έργο τού σάλινγκερ (εγώ έτσι τόν λέω γιατί μού θυμίζει σαλιγκάρι…). Ο seymour ο γάμος του η αυτοκτονία του ο zooey η franny η εφηβεία τά παιδικά τους χρόνια, όλο αυτό είναι μια άλλη ιστορία, και νομίζω ότι εκειμέσα ο salinger βρίσκεται και πολύ περισσότερο και διαρκέστερα : – τώρα που – ελπίζω – θα εκδοθούν τά βιβλία που έγραψε τά χρόνια τής απομόνωσης (είναι σαφές πως ήθελε τήν ησυχία του για να γράψει, και είναι πολύ ενδεικτικό που θεωρούσε πως κάθε έκδοση βιβλίου είναι 8 τουλάχιστον χαμένοι μήνες τή φορά – χαμένοι από τό γράψιμο διευκρίνισε) θα δούμε αν ασχολήθηκε κι άλλο ή μήπως και μονόπαντα, με τήν οικογένεια αυτή –. Στον τρόπο βέβαια με τόν οποίον γράφει ο σάλινγκερ στα χρόνια τής ωριμότητάς του τόν μύθο τής οικογένειας γκλας ακούμε τούς τριγμούς και τίς ραφές και τά ψίχουλα από τήν τσέπη τού φώκνερ, αλλά αυτό δεν πειράζει, (τό λέω κινδυνεύοντας να παρεξηγηθώ – αλλά δεν μέ πειράζει και τόσο προκειμένου να πω τή γνώμη μου – ) στην τσέπη τού φώκνερ βρισκόμαστε όλοι όσοι γράφουμε από τόν φώκνερ και μετά – θέλουμε δεν θέλουμε. Εξάλλου αν η σκέψη σάς φαίνεται πρωτοφανής πρέπει να σάς πω ότι όλα τά μοντέρνα γραψίματα που κυριαρχούν ένα γύρω, εσωτερικότητες και μαγικοί ρεαλισμοί και λοιπά δημοφιλή τούμπανα, από τά ψίχουλα τής τσέπης τού φώκνερ προέρχονται (βασικά και κυρίως και κατά μετάφραση παράφραση απλοποίηση εκλαΐκευση και διευκόλυνση) – και όχι καθόλου σε καμία περίπτωση από τόν τζόυς ή τόν προυστ. Δεν φταίει βέβαια ο φώκνερ γι’ αυτό, όπως και δεν φταίει ο σαίξπηρ για τό άλλο. Άλλωστε ο φώκνερ ούτε καν τό φανταζότανε (ότι δημιουργούσε έναν τρόπο ομιλίας επί τής πλάτης τού οποίου θα εισερχότανε μοναδικός και ολομόναχος περίπου στον αιώνα που έπονταν) – ο ίδιος θαύμαζε πολύ τόν τζόυς – όταν μάλιστα (λέγεται) η γυναίκα του (που προσπαθούσε κατά παραγγελία του να τόν διαβάσει) έφτασε κάποια στιγμή και μέσα στο αεροπλάνο νομίζω, ακούμπησε τό τούβλο τού νεοεκδομένου «οδυσσέα» στα γόνατά της και τού ’πε (απελπισμένη) «δεν καταλαβαίνω γρυ» ο γλυκύτατος αμερικάνος που δεν θα ’παιρνε τό νόμπελ αν δεν ήτανε στη μέση και κάτι γάλλοι να τόν καταλάβουν λίγο περισσότερο (νόμπελ τό οποίο δεν πήρε καθόλου ο σάλινγκερ, παρά τίς φιλότιμες προσπάθειες κάποιων αρθρογράφων που με τήν ευκαιρία τού θανάτου του τόν αναγόρευσαν και σε «μεγάλο νομπελίστα» (ο πρωταθλητισμός θεωρείται πλέον τόσο καθεστώς και στην τέχνη – ώστε αν δεν είσαι νομπελίστας, πώς στον κόρακα θα είσαι και μεγάλος * – ) λέγεται ότι τής είπε κοιτάζοντάς την κάπως σαν με μισό μάτι και πλαγίως παρόλο που (πολύ) τήν αγαπούσε (ακόμα) : try again.
να βλέπεις θερινό ουρανό είναι
ποίηση, όμως ποτέ δεν είναι σε βιβλίο –
τ’ αληθινά τά ποιήματα ξεφεύγουν –
να βλέπεις καλοκαιρινό ουρανό αυτό είναι
ποίηση, ποτέ δεν είναι όμως σε βιβλίο –
τ’ αληθινά τά ποιήματα ξεφεύγουν –
To see the Summer Sky
Is Poetry, though never in a Book it lie –
True Poems flee –
(ποίημα υπ’ αριθμ. 1472, περίπου τού 1879)
Δεν έμαθε ποτέ να λέει τήν ώρα αλλά είχε μεγάλες απαιτήσεις από τόν χρόνο γύρω της, τίς ίδιες ακριβώς που είχε κι απ’ τόν χώρο υποθέτω – άλλωστε πριν πεθάνει άφησε λεπτομερείς, λέγεται, εντολές – που εισακούστηκαν – για τήν ιστορία τό λέω αυτό – και για τό κύρος που είχε στην οικογένειά της και τήν μικρή πόλη γύρω της αυτή η έγκλειστη – εντολές λεπτομερείς από τοπογραφική άποψη για τό πώς να περιφέρουν τή σορό της μέσα στο φέρετρο (καθόλου δεν ήθελε άμαξα – αυτή που έγραψε τό περίφημο για τόν θάνατο στην άμαξα και τά λοιπά – ^ ) και από ποια λουλούδια και δρομάκια τού κήπου (τόν οποίο ήταν και πολύ ικανή στο να τόν φροντίζει – εκτός από τό ψωμί που έψηνε, στο άμχερστ ήταν περίφημη και για τίς βοτανολογικές της γνώσεις) να τήν περάσουν : κανόνισε έτσι λοιπόν τή διαδρομή επιβλέποντας λες τόν χρόνο εκ τών προτέρων, για τότε που δεν θα είχε πλέον χρόνο, με τό σταγονόμετρο –
Δεν ήταν όμως ακριβώς δική της ιδέα τό ποίημα που διάβασε ο ένας από τούς δύο ή τρεις άντρες με τούς οποίους καταδέχτηκε να ασχοληθεί (και με τούς οποίους αλαζονικά και ταπεινά ασχολήθηκε) στη ζωή της…
Αλλά ήταν καλή ιδέα, τόσο που να εκπλήσσεται κανείς. Αυτός ο άντρας δεν κατάλαβε τίποτα από τήν έμιλυ. Και σε προσωπικά του γράμματα ομολογούσε ότι τού ήτανε και εξαιρετικά δυσάρεστη, βαρέως καταθλιπτική η συναναστροφή μαζί της – τήν είδε δυο φορές, αλλά αλληλογραφούσανε. Ήταν ο άνθρωπος στον οποίο εμπιστευότανε τήν «παραγωγή» της, τόν διάλεξε για μέντορα να πούμε, ή για σύμβουλο – έβγαζε κάποιο περιοδικό αυτός ( ο higginson). Δεν κατάλαβε τίποτα, αλλά ήξερε φαίνεται αρκετά, για να ξέρει ποιο ποίημα τής άλλης έμιλυς – τής πεζογράφου κατεξοχήν – ετούτη η αλλόκοτη ντίκινσον αγαπούσε. Κι έτσι, πάνω από τή σορό της διάβασε τό ποίημα τής μπροντέ που άρχιζε :
ψυχή δειλή καμιά δικιά μου…
No Coward Soul Is Mine
Η χρονολογική σχέση μεταξύ τών δύο έμιλυ έχει ένα ενδιαφέρον : η μπροντέ γεννήθηκε στις 30 ιουλίου τού 1818 και πέθανε, στα τριάντα της, στις 19 δεκεμβρίου τού 1848 (εκείνη τήν περίφημη χρονιά τών επαναστάσεων, ε; ) (πλησιάζαν χριστούγεννα, μπορούμε να φανταστούμε τήν εποχή στην αγγλία και τό κρύο… ο αδελφός της ο μπράνγουελ είχε πεθάνει λίγο πριν… και η έμιλυ έκανε κάτι σαν αυτοκτονία, εκτός κι αν θεωρήσουμε πως πίστευε απόλυτα πως είναι αθάνατη… σε μια εποχή που τά κρυώματα ήταν για όλους θανατηφόρα παρακολούθησε τήν κηδεία ντυμένη, παρ’ όλη τήν εκπεφρασμένη και έντονη και αλλόφρονα ανησυχία τών άλλων, πανάλαφρα – μού δίνει τήν εντύπωση ότι ήθελε να επιμείνει σε κάποιο – εσωτερικό – καλοκαίρι – έχω δηλαδή τήν πεποίθηση πως ο θάνατος τού branwell τήν έπληξε μ’ έναν τρόπο που δεν ήθελε καν να τόν παραδεχτεί εμφανώς – γιατί οι σχέσεις τών παιδιών μεταξύ τους όπως είχαν διαμορφωθεί, μάς λένε ότι οι φιλίες ήταν στενότερες μεταξύ έμιλυς και άννας, και ότι τόν μπράνγουελ θεωρούσε προστατευόμενό της κυρίως η σαρλότα (η οποία φαίνεται να σακατεύτηκε κι απόλυτα από τίς «κραιπάλες» και τά ερωτικά του σκάνδαλα)… αλλά η σαρλότα ήταν πιο προσγειωμένη… Μέσα στο έργο τής έμιλυς προσωπικά βλέπω να διαγράφεται μια περίεργη αντίληψη για τόν συμβολισμό και τή λειτουργία τών ονομάτων (θα πω άλλη φορά γι’ αυτό, σε ανάρτηση αφιερωμένη εξολοκλήρου, αν τά καταφέρω, σ’ αυτό τό απίστευτο θηρίο πεζού λόγου…) και εμένα προσωπικά μού δίνει στοιχεία όλο αυτό για μια άλλη, μυστικότερη, και πολύ πιο ερωτική (από τίς απλές, πρακτικές, και ευθέως πουριτανικές προστασίες τής σαρλότας) σχέση μεταξύ τής ατίθασης μοναχικής περήφανης έμιλυς και τού ατίθασου περήφανου και καταπτοημένου μπράνγουελ… Τέλος πάντων, δεν έχει (πια) σημασία : πήγε στην κηδεία σαν να ’θελε να πεθάνει κι εκείνη, ή σαν να ’θελε αντιθέτως να ξορκίσει τόν θάνατο… Δεν τά κατάφερε, και πιστεύω ότι θύμωσε ή έμεινε και στην κυριολεξία κατάπληκτη τελικά… γιατί ενώ αρνιότανε τή βοήθεια τού γιατρού μέχρι τήν τελευταία στιγμή, ξαφνικά (τελευταία μέρα) είπε ξέπνοα στην αλλόφρονα σαρλότα «εντάξει, πέστε του νά ’ρθει» – αλλά ήταν πια αργά… )
Μέ πληγώνει βέβαια (κι όχι μόνο εμένα) να σκέφτομαι τί άλλο θα μπορούσε να ’χε γράψει… Αλλά με τήν ξεροκεφαλιά της τό μετατρέπει όλο αυτό κατεξοχήν σε ανόητο… Πάντως υπάρχει ένα ανέκδοτο από τή ζωή τών παιδιών όταν ήταν ακόμα πολύ μικρά, που τό βρίσκω, κι από κινηματογραφική ακόμα άποψη – σαν εικόνα δηλαδή – απολύτως εξαίρετο : Υπήρξε ένας άνθρωπος δηλαδή στο haworth, τό χωριό που μένανε, που πλήρωσε ο ίδιος με κυριολεκτική πεζοπορία τά γραψίματα τών παιδιών τής οικογένειας μπροντέ όταν ακόμα γράφαν και ποίηση… : Αν θυμάμαι τό ’χει περιγράψει ο ίδιος : Ήταν με λίγα λόγια ο Χαρτοπώλης τού χωριού – ο βιβλιοπώλης να πούμε… Λοιπόν, τά μικρά τής οικογένειας τού πάστορα [ τού οποίου btw τό ιρλανδικό όνομα ήτανε Brunty(αφού πρώτα αγγλοποιήθηκε, γιατί τό αρχικό ιρλανδέζικο τής οικογένειας ήτανε μάλλον Ó Proinntigh και αγγλοποιήθηκε πρώτα σε Prunty, τό μετέτρεψε όμως μόνος του σε Brontë απ’ τήν μανία του με τά (αρχαία) ελληνικά και για να παραπέμπει στον κύκλωπα (λένε) Βρόντη, ή στην ελληνική λέξη βροντή – ήτανε βλέπετε διανοούμενος (αν και πάμφτωχος, σ’ αντίθεση με τόν πουριτανό τής άλλης έμιλυς) ο μπαμπάς – και που να ’ξερε τί θέση τού επιφύλλασσε η μοίρα στην ενγένει διανόηση λόγω τών τεσσάρων μωρών ] – τά πιτσιρίκια λοιπόν τόν είχαν τρελάνει τόν βιβλιοπώλη και πηγαίναν και τού αγοράζανε κάθε τόσο (πολλά) χαρτιά για να γράφουν τά ατέλειωτα μυθιστορήματα και τά ποιήματα που γράφανε (από πολύ μικρά) [τσακίζαν στα οκτώ τά χαρτιά και τά κάνανε μικρά χαριτωμένα τομάκια στα οποία γράφανε με μικρούλικα γραμματάκια – συμμετείχε κι ο branwell βέβαια τότε, μολονότι ζωγράφιζε κιόλας αυτός (μεταξύ μας νομίζω ότι ήτανε και πολύ καλός ζωγράφος) – ό,τι αξιόπιστες εικόνες έχουμε από τά κορίτσια είναι από τή δική του ζωγραφική – και στο ένα ομαδικό πορτραίτο που πήγε να κάνει και είχε βάλει και τόν εαυτό του μέσα (ανάμεσα σε έμιλυ και σαρλότα) ύστερα από λίγο τόν εαυτό του τόν έσβησε, έτσι υπάρχει εκεί ένα κενό] λοιπόν ο χαρτοπώλης είχε πει (δεν θυμάμαι αν ήτανε μετά τήν διασημότητα τής σαρλότας, ή αν τό ‘χει γράψει στο ημερολόγιό του απλώς) ότι στην αρχή παραξενεύτηκε μόνο, τί τά κάνανε τόσο πολλά χαρτιά τά μικρά τού πάστορα, αλλά στη συνέχεια αποδέχτηκε τήν κατάσταση, και ακόμα πιο μετά, επειδή μεγαλώνοντας τά παιδιά η κατάσταση δεν άλλαζε και τά κορίτσια μπορεί να ‘ρχόντουσαν οποτεδήποτε και να τού ζητούσαν κι άλλα χαρτιά, άρχισε να ‘χει και άγχος : επειδή όμως ήταν ευσυνείδητος χαρτοπώλης βρέθηκε πολλές φορές, διαπιστώνοντας με τό τέλος τής μέρας ότι δεν είχε και τόσο πολλά χαρτιά για τήν επομένη, κατά τήν οποία πιθανόν να τόν επισκέπτονταν πάλι αυτά τά μανιακά με τό χαρτί, ξεκίναγε μες στη νύχτα (και με τά πόδια) για τήν κοντινή πόλη, ώστε ευσυνείδητα να βρει ν’ αγοράσει και να ‘χει για τήν επομένη (επαρκές) χαρτί.
Αυτά, για να αποδίδουμε και τά εύσημα που αρμόζουνε στον κάθε σχετικόν με τήν τέχνη. Μπορούμε να φανταστούμε δηλαδή τί (καταστροφή) θα συνέβαινε, αν η έμιλυ χρειαζότανε π.χ. χαρτί για να περιγράψει, ξυπνώντας ένα πρωί, τή σκηνή ανάμεσα στην κατερίνα και τήν νέλλη (εκείνη τήν σκηνή τού Νέλλη, είμαι ο Χήθκλιφ… ) και το χαρτί εκείνη τή μέρα είχε τελειώσει ; επειδή ο χαρτοπώλης βαριόταν τήν πεζοπορία ; (και ποιος ξέρει δηλαδή αν θα τό ‘γραφε και με ακριβώς τά ίδια λόγια τήν άλλη μέρα ; … )
Η ντίκινσον γεννήθηκε στις 10 δεκεμβρίου τού 1830 (δώδεκα χρόνια μετά τήν μπροντέ) και ήτανε δηλαδή χειμωνιάτικη, ενώ η άλλη έμιλυ γεννήθηκε μέσα στο ντάλα καλοκαίρι, όπως κι αν είν’ τό καλοκαίρι στο yorkshire, πέθανε όμως στις 15 μαΐου τού 1886, μέσα στην άνοιξη, που ο κήπος της θα ‘τανε ανθισμένος, όπως κι αν ήτανε οι (ανθισμένοι) κήποι στην μασαχουσέτη… Επέζησε δηλαδή η αμερικάνα τής αγγλίδας κατά 38 χρόνια, δεν ξέρουμε όμως αν τήν είχε διαβάσει κιόλας, διότι ο πουριτανός πατήρ ασκούσε αυστηρή επίβλεψη στα βιβλία που μπαίναν στο σπίτι… (ξέρουμε όμως ότι από τόν αδελφό william – awe, ή κάποια φίλη, είχε εισέλθει κρυφίως μία σαρλότα, και ότι σαίξπηρ στη βιβλιοθήκη υπήρχε… – συνάγουν μάλιστα ότι τό όνομα που έδωσε η ντίκινσον στον σκύλο της ήταν προς τιμήν τού σκύλου carlo στην τζαίην έυρ). Παρεμπιπτόντως, σκύλο, και πολύ αγαπημένο μάλιστα, είχε και η άλλη έμιλυ – ο οποίος keeper στην κηδεία της τήν θρήνησε, και τόσο γοερά, που έμεινε στη μνήμη όλων, κι έτσι φτάνει μέχρι εμάς.
Και τά δύο κορίτσια δεν ήταν παντρεμμένα, και ξέρουμε ελάχιστα για τήν ερωτική ζωή τής ντίκινσον, τίποτα απολύτως δε για τήν τής μπροντέ – κι αυτό είναι ακόμα πιο εκνευριστικό διότι η κατεξοχήν ερωτική συγγραφέας είναι η μπροντέ… Υπάρχει όμως μια αμαρτωλή ερωτική ιστορία (έστω και ανολοκλήρωτη) στη ζωή τής ντίκινσον – η σχέση με τήν φίλη της sue – και μία επίσης απαγορευμένη (αυτήν τήν συνάγω εγώ, δεν έχω δει να τήν εντοπίζουν μέχρι στιγμής αν και είναι κατά τή γνώμη μου μάλλον εμφανής) τής μπροντέ – αυτή με τον αδελφό της (σιγουρότατα αυτή ανολοκλήρωτη, γιατί αν υπήρξαν παιδικά «παιχνίδια» μεταξύ τους, αυτά δεν εμπίπτουν στην κατηγορία τής «ολοκλήρωσης»)… Τής ντίκινσον έχει σωθεί επίσης ένα τμήμα αλληλογραφίας, σαφώς, υπογείως αλλά μάλλον παθιασμένα, ερωτικής με κάποιον άντρα που τόν αναγορεύει επιπλέον και my master (δεν εννοώ τόν μέντορα) – Μέ γοητεύει η ιδέα να δω καμιά φορά τήν ερωτική ζωή τών περασμένων ανθρώπων που γράψαν για τόν έρωτα ενώ δεν κάναν ποτέ έρωτα στη ζωή τους… Και γράψαν έτσι, που να μάς εκφράζουν, και να μάς ξεπερνάνε, εμάς που ζούμε υποτίθεται ολοκληρωμένα… (Για τήν έμιλυ τής αγγλίας οι υποθέσεις μπορεί να είναι πολλές… Μην ξεχνάμε ότι δεν χάρηκε κανένα ταξίδι, ούτε στο εσωτερικό ούτε στο εξωτερικό, κι ήθελε να ξαναγυρίσει στα βουνά της – στα λειβάδια στα ρείκια στους βάλτους κλπ… (Μόνο σ’ αυτά, ή υπήρχε και πρόσωπο που τήν έδενε μ’ αυτές τίς μοναχικές περιπλανήσεις ; )) Πάντως η σχέση τών γυναικών αυτών με τήν φύση (και οι δύο έμιλυ έχουν μια σχέση με τήν έννοια τού τοπίου, εξαιρετικά κυρίαρχη) διαψεύδει απολύτως κάποιους άντρες που λένε αρλούμπες γι΄αυτό (π.χ. ο φλωμπέρ : γιατί η φύση της ήτανε (δε θυμάμαι τή λέξη, αλλά είναι καταδικαστική) κι αναζητούσε συγκινήσεις και όχι τοπία) και θα ‘λεγα ότι μόνο ο (δικός μας) παπαδιαμάντης, και ο σταντάλ, έχουν διαβλέψει μια γυναικεία σχέση με τήν έννοια τού τοπίου – και τήν αφηρημένη σκέψη γενικά (ο παπαδιαμάντης με τήν νοσταλγό του είναι πρωτοπόρος μάλλον εδώ).
Αλλά να μην ξεχνάμε γενικά : μιλάμε εύκολα για αριστουργήματα (δεν μάς κοστίζουν οι λέξεις άμα πρόκειται να μάς τιμήσουν – ότι δηλαδή ξέρουμε κι αναγνωρίζουμε τά σπουδαία – φτάνει φυσικά να μην τά κάνει ο γείτονας, που μπορεί φυσικά να ‘ναι φτωχός, ή επικίνδυνος, ή και ακαλαίσθητος ακόμα άμα πεθαίνει τό ψαθάκι στο κεφάλι του ¤ – και φτάνει φυσικά να έχει γίνει ήδη διάσημος – αλλά, και για να μην ξεχνιόμαστε : εδώ ας πούμε, με κοριτσάκια έχουμε να κάνουμε. Κοριτσάκια που κάναν τό δικό τους, σε πείσμα τού μπαμπά τους τής μαμάς τους τής θείας τους (και τού γείτονα), τρελά παιδάκια ξεροκέφαλα που κάναν τό δικό τους (σ’ έναν κόσμο που τίποτα δικό τους δεν τούς άφηνε).
Τά τρελά κοριτσάκια όμως (και οι τρελές γυναίκες και οι τρελοί άντρες) από χτες, πιθανόν να μάς σώζουνε σήμερα, και για αύριο να είναι (για όλους μας δηλαδή) κανονικοί άνθρωποι (θέλω να πω, μακάρι : μπας και σωθεί έτσι κι ο πλανήτης – από τήν ηθική και από τή λογική και από τή νομιμότητά μας – ώστε να μη γίνουμε τελείως σκόνη όλοι στο τέλος, χωρίς ούτε βιβλία ούτε χαρτιά ούτε οθόνες… )
* και βλέπετε πριν φύγω διακοπές δεν σκέφτηκα να «αντιγράψω» τή σελίδα έτσι τώρα που πήγα να τήν ξαναβρώ τό «νομπελίστας» έχει διορθωθεί με τό εξαιρετικό «νοβελίστας» – τουτέστιν συγγραφέας «νοβέλων», σκέτος και αβράβευτος ελληνικά… δεν θα πείραζε τόσο τό λάθος όσο (πειράζει) η κουτοπόνηρη διόρθωση…
¤ ειπώθηκε από έναν πλούσιο ως ευφυολόγημα για τον παπαδιαμάντη
^ βέβαια στο ποίημα (αριθμός 712, περίπου τού 1863) υπάρχει άμαξα, και πόση άμαξα :
Γιατί εγώ δεν σταματούσα για τόν θάνατο
ευγενικά στάθηκε αυτός για μένα
κι είμαστε μόνο εμείς μέσα στην άμαξα
και τό αθάνατο που αντιπαθεί τά πεθαμένα
Διότι εγώ να σταματήσω για τόν Θάνατο δεν μπόρεσα –
Σταμάτησε αυτός ευγενικά πολύ για μένα –
Μέσα στην άμαξα κανείς οι δυο μας μοναχά –
Και ό,τι δεν δέχεται τά πεθαμένα
Κυλούσε αργά – Δεν βιάζονταν
Κι εγώ μαζί δεν ήμουν
Ούτε εργατική ούτε αργή,
Όλα πολιτισμένα –
Και τό σχολείο περάσαμε και τά παιδιά που τρέχαν
…
Because I could not stop for Death –
He kindly stopped for me –
The Carriage held but just Ourselves –
And Immortality.
We slowly drove – He knew no Haste
And I had put away
My labor and my leisure too,
For his Civility –
We passed the School, where Children strove
…
Σταματάω (πάντα) εδώ τή μετάφραση (και τίς δοκιμές της) διότι δεν τά κατάφερα ποτέ να τά βγάλω πέρα μ’ αυτήν… Αυτό τό Immortality με τίποτα δεν πρόκειται να τό μεταφράσω εγώ Αθανασία – αυτό στα ελληνικά είναι όνομα γυναίκας επιπλέον, και γίνεται και πολύ αστείο καλαμπούρι … «είμαστε μόνο εμείς και η Αθανασία» ή «είμαστε μόνο εμείς και η Αναστασία» ή «είμαστε μόνο εμείς και μια Ξανθή Κυρία»… Τρίχες… Είχα παίξει στην αρχή με τήν «Αιωνιότητα» ή «τό αιώνιο», αλλά αυτό κι αν είναι επέμβαση στο ποίημα, γιατί τή λέξη Eternity τήν βάζει ακριβώς η έμιλυ σαν τελευταία λέξη στο ποίημα της (κατά τ’ άλλα αιωνιότητα από αθανασία δεν έχει και μεγάλη διαφορά κατά τη γνώμη μου, αλλά εφόσον αυτή ξεχωρίζει τίς λέξεις, τή μια στην αρχή και τήν άλλη στο τέλος, δεν μπορώ να τίς ανακατέψω έτσι εγώ – λιγότερη επέμβαση μού φαίνεται η περίφραση, που στο κάτω-κάτω κάνει και μια ελαφρά ομοιοκαταληξία (όπως ακριβώς μια ελαφρά ομοιοκαταληξία κάνει και τό immortality αν διαβαστεί αργά και τονιστεί αλλιώς με τό kindly stopped for me)
Τό ποίημα ολόκληρο (δεν έβαλε σχεδόν ποτέ τίτλο σε ποίημα της, τά αναφέρουμε με τούς αριθμούς τους) βρίσκεται εδώ, μαζί και με άλλα της.
Αλλά για να φύγουμε από τόν θάνατο και να ξαναγυρίσουμε στην φήμη, που είναι πιθανόν λιγότερο θανατερή :
είμαι κανείς, εσύ ποιος είσαι;
είσαι κι εσύ ένας κανείς;
α, είμαστε λοιπόν ζευγάρι;
θα διαφημίσουν : μην τό πεις –
πόσο φριχτό να είσαι κάποιος
πόσο δημόσιο – βατραχικό –
τόν αιώνιο ιούνιο να λες τ’ όνομά σου
σε βάλτο μέρος θαυμαστικό –
I’m Nobody! Who are you?
Are you – Nobody – Too?
Then there’s a pair of us?
Don’t tell! they’d advertise – you know!
How dreary – to be – Somebody!
How public – like a Frog –
To tell one’s name – the livelong June –
To an admiring Bog!
(αριθμ. 288, περίπου 1861)
αυτά για σήμερα : με χειμώνα κρύο και κρυώματα – καλό υπόλοιπο χειμώνα συνεπώς, και περαστικά μας –
copyright © 2o10 hari stathatou for the text and translations