.
.
.
.
θα ξεκινήσω εξομολογητικά (και αλαζονικά) τό απαιτεί η προκείμενη περίπτωση : ο glenn gould είναι, μαζί με τόν sviatoslav richter, δυο πολύ δικοί μου άνθρωποι : έτσι τούς είχα (και έτσι τούς έχω ακόμα φαντάζομαι) και για χρόνια ό,τι βιβλίο έγραφα είχε ως ηχητικό background (soundtrack κατά τό επίσης κοινώς λεγόμενο) έργα για πιάνο παιγμένα απ’ αυτούς : ό,τι άλλο μπορεί να μπει ανάμεσα (τήν ώρα που δουλεύω) είναι μεγάλη εξαίρεση : πιστεύω λοιπόν ότι τή δουλειά μου (αυτό δεν είναι καθόλου αυτοδιαφήμιση, περί (νηφάλιας) ανάλυσης πρόκειται) εξαιτίας ίσως ακόμα και μόνο αυτού, μπορεί να τή χαρεί να τήν καταλάβει και πιθανώς να τήν εκτιμήσει μόνο αυτός που θ’ ακούσει αυτούς τούς ρυθμούς που καραδοκούν από πίσω ή από κάτω (ή από δίπλα) της – και δεν είναι δικό μου βέβαια μόνο χούϊ αυτό : η πεζογραφία ενγένει είναι θέμα ρυθμών καταρχάς, θα έλεγα, εξίσου ή και περισσότερο απ’ ό,τι η ποίηση – και δευτερευόντως ζήτημα επεισοδίων και ιδεών : όποιος δεν επικοινωνεί με τούς ρυθμούς επομένως (ή με τά beat ελληνιστί πάλι) δεν επικοινωνεί καθόλου : τό ίδιο ισχύει βέβαια και για τή ζωγραφική και τή γλυπτική – για να μην πω για κείνο τό θηρίο τήν αρχιτεκτονική…
χρονολογικά λοιπόν, πρώτα γνώρισα τόν ρίχτερ : μού άρεσε ο πολύ ροκάδικος (άγριος και καθόλου ρομαντικός) τρόπος που έπαιζε – αυτός ένας ρώσος που δεν είχε βγει έξω απ’ τή ρωσία για χρόνια, καθώς τού απαγορευότανε – εξάλλου φοβόταν κι ο ίδιος να αποσκιρτήσει στη δύση όπως έκανε αργότερα (όταν τούς επιτράπηκε να περιοδέψουν) ο ροστροπόβιτς (είχε τά χίλια δίκια του κι αυτός) : ο ρίχτερ δεν μπορούσε όμως να αντιμετωπίσει τό ενδεχόμενο να μην ξαναδεί τή ρωσία – η αγάπη τών ρώσων για τό τοπίο τους είναι άλλο πράγμα – πολύ συγκινητικό. Είπα για άγριο και ροκάδικο τρόπο (παρακάτω έχω ένα βίντεο όπου ο γκουλντ μιλάει για τόν ρίχτερ και τό παίξιμό του) και αυτό γιατί για μένα τό πιάνο είναι ένα κατεξοχήν θορυβώδες όργανο (εξάλλου ουσιαστικά πρόκειται για κρουστό) και έτσι ήταν άλλωστε από τήν πρώτη στιγμή που εφευρέθηκε : διότι τό pianoforte, όπως είναι ολόκληρη η ονομασία του (επί λέξει δηλαδή τό σιγανοδυνατό – και μην πάει τό μυαλό σας στη σιγανοπαπαδιά – ίσως δεν είναι κι η καλύτερη δηλαδή μετάφραση), ακριβώς επειδή είχε τή δυνατότητα τών απότομων αλλαγών χωρίς ιδιαίτερες ευαισθησίες στην ένταση τού ήχου, αποτέλεσε μια ανατρεπτική κατάκτηση στη μουσική, μια εφεύρεση τόσο μοντέρνα όσο ήταν στη δικιά μας εποχή τό σαξόφωνο ή η ηλεκτρική κιθάρα να πούμε – και ο μπετόβεν τό αντιμετώπισε εξάλλου ακριβώς μ’ αυτόν τόν τρόπο : έπαιζε ο ίδιος (όπως ξέρετε ήταν εκτός από συνθέτης, και εξαιρετικός, και βιρτουόζος, πιανίστας) τόσο δυνατά που έσπαγε τίς χορδές τών πιάνων στις συναυλίες του κατ’ έθιμο και κατ’ εξακολούθηση, γι’ αυτό και υπήρχε πάντα ένας ειδικός τεχνίτης που τσακιζόταν να διορθώνει και να αντικαθιστά τίς χορδές καθοδόν (μεταξύ μας, τό ίδιο έκανε κι ο μπαχ με τό όργανο, αυτό τό υποτίθεται σεβάσμιο εκκλησιαστικό όργανο που ο μπαχ τό έσπαγε επίσης κατά κανόνα στις εκκλησίες όπου έπαιζε (πολύ δυνατά και άγρια) τή μουσική του, ώσπου στο τέλος οι εκκλησιαστικοί παράγοντες τού βγάλανε και φετφά ότι θα πληρώνει ο ίδιος κάθε φορά για τίς ζημιές που κάνει) : αυτά για όσους θεωρούν τή μουσική αυτή ήρεμη και παρωχημένη (ήρεμος και παρωχημένος είναι ο τρόπος τους). Όταν λοιπόν (μερικά χρόνια αργότερα) άκουσα τόν γκουλντ είχα τήν εντύπωση ότι ήτανε μαθητής τού ρίχτερ, τόσο πολύ κατά τή γνώμη μου έμοιαζε τό παίξιμό τους, αυτό όμως δεν ισχύει έτσι ακριβώς – ο γκουλντ ήταν βέβαια ελαφρώς νεότερος αλλά πρέπει να τόν άκουσε μάλλον αργά – η σύμπτωση είναι απλώς η κοινή αντίληψη που ενώνει δυο ιδιοφυίες. Οι ομοιότητες σταματάνε κατά κύριο λόγο εδώ, κατά τά άλλα οι ζωές τους ήταν τελείως διαφορετικές, ο ρίχτερ (που είναι ο μόνος τόν οποίο και έχω δει να παίζει ζωντανά (και στην ελλάδα μάλιστα) ( : κι είναι η μία απ’ τίς μοναδικές δύο περιπτώσεις που στάθηκα από τά ξημερώματα σε ουρά για να βρω εισιτήριο – κι όταν έφτασε η ώρα να μπούμε επιτέλους στο πάνω διάζωμα τού ηρώδειου ένας γνωστός μου πιανίστας με τόν οποίο περιμέναμε μαζί ν’ ανοίξουν οι πόρτες, μέ κορόϊδεψε για τόν τρόπο που τσακίστηκα ν’ ανεβαίνω μάλλον αλλόφρων τά σκαλιά για να βρω θέση να κάτσω έτσι που να βλέπω τα χέρια του (τούς ξεπέρασα όλους κι έφτασα πρώτη επάνω, σημειώνω), φωνασκών μου γελοιότατα εν μέση οδώ «χάρη έχουν και τυρόπιτες επάνω!» – τί άσχετος αν και τής δουλειάς! δεν νοιαζόταν αυτός να βρει θέση κατάλληλη για να βλέπει τά χέρια του; τσκ τσκ)) ο ρίχτερ λοιπόν δεν σταμάτησε να περιοδεύει, απ’ τή στιγμή που τού δόθηκε η άδεια απ’ τή σοβιετία, ούτε να δίνει ρεσιτάλ και συναυλίες, ενώ ο ιδιομορφότατος (και ομορφότατος – αλλά κι ο ρώσος ήταν πολύ όμορφος) καναδός βαρέθηκε τίς δημόσιες εμφανίσεις από νωρίς και κάποια στιγμή τίς σταμάτησε κιόλας εντελώς, προς μεγάλη απογοήτεψη εκατομμυρίων παγκοσμίως (δημιουργήθηκε και τό κλισέ γι’ αυτόν πως ήταν ο «πιανίστας που μισούσε τό κοινό του») (ο ίδιος έλεγε απλώς πως όταν υπάρχουν τόσα τεχνικά μέσα που μπορεί πια κανείς σ’ ένα στούντιο να κάνει εντελώς ό,τι θέλει, και να διορθώσει κι ένα λαθάκι τό οποίο μπορεί εν πάση περιπτώσει να γίνει στη συναυλία – και τό οποίο στη συναυλία δεν διορθώνεται – είναι μάταιο να τρέχει πάνω κάτω σ’ όλον τόν κόσμο και να ταλαιπωρείται – είχε τόση εμπιστοσύνη στην τεχνολογία (τό προσωπικό του στούντιο ήταν απ’ τά καλύτερα και πιο προηγμένα (και ακριβότερα) στον κόσμο) που μια φορά επειδή βαριόταν να ταξιδέψει για πρόβες ζήτησε από μια τραγουδίστρια να κάνουν τήν πρόβα από τό τηλέφωνο («μα δεν γίνονται αυτά τά πράγματα» τού απάντησε πληγωμένη αυτή)) : υπάρχουν άφθονα ανέκδοτα για τόν γκουλντ σ’ αυτό τό ζήτημα, αυτό όμως που μ’ αρέσει εμένα περισσότερο είναι η αφήγηση κάποιου που τόν αναζητούσε (τήν εποχή που δεν τόν έβλεπε πια κανένα κοινό) και πήγε στον καναδά να τόν βρει, και τού είπανε ότι είναι κοντά σε μια λίμνη, και τόν βρήκε να παίζει άρπα για κάτι εσκιμώους (ή ινδιάνους, δεν θυμάμαι ακριβώς) (που τόν ακούγανε έκθαμβοι) (και για τούς οποίους έπαιζε φυσικά τζάμπα, αυτός που τού δίναν περιουσίες για να παίξει επί πληρωμή.) (Παρακάτω έχω ένα βίντεο που παίζει και τραγουδάει σε ελέφαντες.) Τό άλλο ανέκδοτο που μ’ αρέσει είναι για κάποια κοπέλα στην αμερική τού ’50, που είπε ότι άκουγε μόνο ροκεντρόλ μέχρι που κατάλαβε τήν κλασική μουσική κι άρχισε να τήν αγαπάει απ’ τή στιγμή που άκουσε στο πιάνο τόν γκουλντ – και βέβαια τά ανέκδοτα για τήν καρέκλα του (δεν μπορούσε να παίξει παρά μόνο καθισμένος σ’ αυτήν, που δεν είχε καμία σχέση με τά συνηθισμένα σκαμπώ τού πιάνου, και τήν κουβαλούσε μαζί του όπου κι αν πήγαινε – τό ίδιο περίεργος ήταν και με τά πιάνα του) : αυτά και άλλα πολλά ανέκδοτα κυκλοφορούν ευρέως, αλλά εγώ έμαθα πολλά κι από ένα (πολύ ιδιόμορφο, σχεδόν ασεβές) βιβλίο που βρήκα κάποτε στη γερμανία (και αναγκάστηκα να τό διαβάσω και γερμανικά που δεν μού ήταν και ιδιαίτερα ευχάριστο (θα προτιμούσα να ’χα τό αγγλικό πρωτότυπο)) : τό βιβλίο αυτό τό ’χε γράψει ο andrew kazdin, που υπήρξε παραγωγός του για πολλά χρόνια (ένας από τούς καλύτερους μουσικούς παραγωγούς όπως φαίνεται κι από εδώ, που πέθανε δυστυχώς πρόσφατα όπως έμαθα ψάχνοντας ψιλολεπτομέρειες γι’ αυτό τό ποστ) : αυτό που μέ συγκλόνισε και μέ δυσαρέστησε σ’ αυτό τό βιβλίο ήταν από τή μια ό,τι ακριβώς είχε δυσαρεστήσει και τόν ίδιο τόν συγγραφέα του – τό πόσο δηλαδή αντιπαθητικός δυσάρεστος και κυριολεκτικά αχώνευτος μπορούσε να γίνεται στις προσωπικοεπαγγελματικές του σχέσεις ο γκουλντ – σ’ ένα επεισόδιο θυμάμαι ότι σκέφτηκα πως αν μού τό ’κανε εμένα θα τόν έσπαγα στο ξύλο (ορίστε : μέρες σαν κι αυτές, χριστούγεννα, κι ο καζντίν τόν κάλεσε σπίτι του για φαγητό : καθισμένος ο γκλεν μας σε μια πολυθρόνα βρήκε δίπλα του σ’ ένα τραπεζάκι τό σημειωματάριο (τήν ατζέντα) τού καζντίν και θρασύτατα άρχισε να τό ξεφυλλίζει και να τό διαβάζει εμβριθώς – ο παραγωγός στην αγωνία του προσπαθούσε να θυμηθεί μήπως είχε γράψει τίποτα περίεργο για τόν γκουλντ και τήν συνάντησή τους εκειπέρα – ή γενικά οτιδήποτε – και (ευτυχώς, λέει) τό μόνο που είχε σημειώσει για τή συγκεκριμένη μέρα ήταν να πάει να πάρει τό περιοδικό «κοσμοπόλιταν» για τή γυναίκα του : εν πάση περιπτώσει πέρασαν στιγμές αγωνίας και οι δυο τους, παρακολουθώντας τόν γκουλντ να διαβάζει ανερυθρίαστα τήν ατζέντα, μέχρι που τήν τέλειωσε, τήν ξανάβαλε δίπλα στο τραπεζάκι, και είπε τού καζντίν με ύφος ήρεμο (που εμένα θα μού φαινότανε πολύ κοροϊδευτικό πάντως) «ωραία, τίς πέρασες τίς εξετάσεις». Δεν συζητάω για τή φοβερή αγένεια ενός προσκεκλημένου σε δείπνο χριστουγέννων, συζητάω για τό ότι ο καζντίν δεν τού ’σπασε τό κεφάλι, και συζητάω επίσης για τό γεγονός ότι διαβάζοντας τό βιβλίο του θύμωσα και με τόν ίδιο τόν καζντίν (που είχε ξεκινήσει τή μουσική του καριέρα σαν ντράμερ – άλλα ανέκδοτα εδώ για τό πώς τό αντιμετώπισε αυτό ο γκουλντ) που μού έδωσε μια τόσο αντιπαθητική εικόνα γι’ αυτό τό (μεγαλοφυές) κωλόπαιδο) : Υπάρχει όμως παρεμπιπτόντως στα γραφτά αυτά και εκείνη η φοβερή ιστορία για τά χέρια του – η οποία μπλέκεται με τήν ιστορία τών ψεμάτων με τά οποία τόν φλόμωνε (ο γκουλντ τόν καζντίν) μια ολόκληρη εποχή, σχετικά με κάτι κρυφές εγγραφές που θα κάνανε οι δυο τους στο δικό του στούντιο – ώσπου να τόν πουλήσει και πάλι θρασύτατα (ο γκουλντ τόν καζντίν) – από τήν οποία όμως ιστορία προδοσίας βγήκε τελικά ότι οι αναβολές και τά ψέματα τού γκουλντ κρύβανε ένα μυστικό φοβερό – τέτοιο που μόνο με τήν κουφαμάρα τού μπετόβεν θα μπορούσε να συγκριθεί : ο γκουλντ έζησε δηλαδή μια περίοδο νιώθοντας τά χέρια του να τόν εγκαταλείπουν (κάποιου είδους ρευματικά μάλλον) (είχε πάντα μια φοβερή έγνοια για τά χέρια του – ίσως είχε από νωρίς προειδοποιήσεις – και πέρα από τό ότι φορούσε μετά μανίας γάντια, πριν παίξει στο στούντιο πήγαινε και τά βούταγε σε καφτό νερό σε βαθμό να γίνονται κατακόκκινα, και έτσι έπαιζε) (μια φορά μιλώντας για τά κρουστά με τόν καζντίν τού είπε «αν, όμως, βούταγες τά χέρια σου σε ζεστό νερό, δεν θα ’χες τέτοια…»)
για τόν θάνατό του από εγκεφαλικό ο καζντίν έγραψε : «τό κατεξοχήν όργανό του τόν πρόδωσε». Ένας πληγωμένος άνθρωπος (και θαυμαστής) μπορεί να γίνει σκληρός – τώρα που τό σκέφτομαι ήρεμα καταλήγω ότι η κωλοπαιδίστικη πλευρά τού γκουλντ πρέπει να συμπεριληφτεί στους τρόπους που είχε να προστατεύεται από τούς πάντες – αυτό όμως που καμιά φορά δεν μπορούν να καταλάβουν οι άλλοι είναι ότι ένας (τόσο εξοργιστικά μεγάλος) καλλιτέχνης δεν είναι ποτέ απλώς και μόνο μυαλό : ο (δικός μας) σολωμός τό είχε θέσει νομίζω πολύ καλά – όπως τό θυμάμαι τώρα : «πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει τό μυαλό κι έπειτα η καρδιά ζεστά να νιώσει ό,τι τό μυαλό συνέλαβε» – η διαφορά είναι ότι πολλές φορές, οι γύρω, με τό μυαλό είναι που τρομάζουν : δεν είναι όμως ποτέ μόνο του, μην τό ξεχνάμε αυτό
ένα από τά χαρακτηριστικά τής πιανιστικής ιδιομορφίας τού γκουλντ ήταν λοιπόν οι γρήγοροι, δυνατοί και ασεβείς ρυθμοί – τελείως ξένοι προς τήν κλασική νοοτροπία – αλλά και πάλι όχι πάντα : σε ένα από τά βίντεο που έχω βάλει παρακάτω υπάρχει η ιστορία μιας συναυλίας με τόν μπέρνστάϊν ο οποίος εξηγεί (στο κοινό) (πριν τή συναυλία) γιατί δέχτηκε τούς πολύ αργούς ρυθμούς τού γκουλντ (τό έργο παίχτηκε έτσι πρώτα με τή λογική τού γκουλντ και μια επόμενη φορά με τήν κλασική άποψη τού μπέρνστάϊν). Τίς «παραλλαγές γκόλντμπεργκ» τού μπαχ τίς είχε παίξει τή δεκαετία τού πενήντα (σχεδόν παιδί) γρήγορα (σχεδόν τρέχοντας), και αργότερα (μεγάλος) επιζήτησε να τίς ξαναπαίξει, αυτή τή φορά πολύ αργά (υπάρχουν και οι δύο δίσκοι, πλέον σε σιντί) (συστήνω σε όποιον ενδιαφέρεται για τή μουσική να ακούει (και για καιρό) και τίς δύο εκδοχές – είναι μοναδικό σχολείο για να καταλάβεις τόν μπαχ)
αλλά τό χαρακτηριστικότερο στοιχείο τής προσωπικότητάς του ήταν από μια άποψη σίγουρα τό «τραγούδι» του : ο γκουλντ παίζοντας πιάνο τραγουδούσε κιόλας τή μουσική, και τόσο δυνατά μάλιστα που υπήρχε πρόβλημα στην παραγωγή, τί να κάνουν για να μην ακούγεται αυτή η φωνή με τά διάφορα «α α α ο ο ο» στον δίσκο (σήμερα είμαστε τυχεροί με τά λίγα βίντεα όπου σώζεται ακριβώς και ακούγεται αυτή η φωνή) : είχαν βρει στο τέλος μια ευρεσιτεχνία με κάτι σαν (διαφανή) κουκούλα με τήν οποία σκέπαζαν τό πρόσωπό του κι ένα μέρος τού σώματός του όσο έπαιζε, για να πετυχαίνουν ηχομόνωση
καλή διασκέδαση
.
.
.
.
.
.
.
επειδή ο ήχος εδώ είναι πολύ κακός, μεταφράζω τή μεταγραφή που έκανε κάποιος στο γιουτούμπ από ένα μέρος τού μονολόγου
τού γκουλντ (τό κομμάτι με τούς ελέφαντες δεν χρειάζεται μετάφραση…) :
«…μπορεί να μέ γοητεύουν τά ζώα και τά μικρά παιδιά και να τά θαυμάζω, απλώς και μόνο επειδή νιώθω να έχω
μεγαλύτερη σχέση μαζί τους απ’ ό,τι με τούς μεγάλους – ήμουνα ένα παιδί αυτιστικό και ακόμα και σήμερα από
πολλές απόψεις έχω μυαλό μικρού παιδιού – πράγμα που μού ’χει δημιουργήσει πολλά προβλήματα με τόν
κόσμο τών μεγάλων, διότι συνήθως λέω ό,τι μού ’ρχεται στο μυαλό μια κι έξω. Δεν μπορώ ούτε να προσποιηθώ
ότι ενδιαφέρομαι για ανθρώπους που αντιπαθώ, ούτε να είμαι ευγενικός μαζί τους, και τό αποτέλεσμα
είναι οι κοινωνικές μου σχέσεις (με τούς συνομήλικους) να έχουν τά χάλια τους»
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
αυτό ήταν εννοείται ένα γιορταστικό ποστ για να τά ξαναπούμε σε ένα χρόνο
♫ ♪ καλή χρονιά ♪ ♫
.
.
.
.
.
.
.
.