σημειωματαριο κηπων

11 Αυγούστου 2015

«έκθεση βαθυτυπίας» revisited

 

 

 

 

 

Δεν μπορώ να καταλάβω, όχι τούς συγγραφείς που δεν έχουν αυτοειρωνεία, αλλά τίς αναγνώστριες που δεν πιστεύουν ότι υπάρχουν συγγραφείς που έχουν. Κι όμως, οι συγγραφείς κατά κανόνα έχουν αυτοειρωνεία γιατί απλούστατα ειρωνεύονται τήν όλη διαδικασία τής περιγραφής βασικά (και αρχικά, και γενικά). Δεν υπάρχει περίπτωση να επιχειρήσει δηλαδή να κατέβη κανείς όλα αυτά τά σκαλιά που φτάνουνε ώς τόν άδη μιας καθαρής και αστραφτερής κατάστασης, και να δει τήν ολοκάθαρη φιγούρα μιας πραγματικότητας, χωρίς να θέλει να σκάσει στα γέλια.

Και βέβαια, αυτό που συνήθως ονομάζει ο συγγραφέας «εαυτό του» ή «εαυτή του» συμπεριλαμβάνεται στα θεάματα που αντικρύζει μέσα σ’ αυτό τό δωμάτιο, όπου δεν υπάρχουν καθόλου καθρέφτες. Δεν εννοώ καθόλου μ’ αυτό ότι όταν διαπιστώνει ο αναγνώστης αυτοειρωνεία σ’ έναν συγγραφέα, παραπλανάται απ’ τό ψεύτικο προσωπείο που η συγγραφέας τού παρουσιάζει για πρόσωπο – αλλά τό τελείως αντίθετο : ότι είναι αδύνατο να υπάρξει προσωπείο ψεύτικο, κι ότι οι μάσκες είναι τά πιο πραγματικά όντα – και τό γεγονός ότι εκεί κάτω στα τάρταρα δεν υπάρχουν καθρέφτες δεν σημαίνει παρά τό ότι κατεβαίνοντας – ή επιχειρώντας να κατεβούμε, ή απλώς «θέλοντας» να κατεβούμε, έχουμε κάνει ήδη τό πρώτο βήμα (που δεν χρειάζεται καν άλλο, είναι και τό τελευταίο) για να περάσουμε μέσα από τόν καθρέφτη.

Είμαστε μέσα του, είμαστε πίσω του, συνεπώς τό «μπροστά» δεν έχει κανένα νόημα – και ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια.

Όταν όμως παίρνεις τήν κατάσταση στα σοβαρά, και δεν καταλαβαίνεις πόσο αστεία είναι, είναι φυσικό να πιστεύεις ότι τήν παίρνει στα σοβαρά και ο άλλος.

Προκειμένου για τήν «έκθεση βαθυτυπίας» μου ας πούμε, μού έκανε εντύπωση πόσο, όλοι όσοι τήν έκριναν (εννοώ προφορικώς – αλλά και γραπτώς, οι δύο ( 2 ) κριτικές που υπήρξαν (επιεικείς έως επαινετικές, από σοβαρούς γνώστες (δηλαδή συναδέλφους) δεν έχω παράπονο) – )* ξέχασαν να διαγνώσουν πόσο τό βιβλίο λειτουργεί ουσιαστικά με τή μέθοδο τού κόμιξ (κι όπως τό κόμιξ λέει μια ιστορία μ’ ένα μέσο εκτός ιστορίας – μεταφέροντάς το απλώς στο πλατώ τών εικόνων – έτσι και η «βαθυτυπία» μου (τί αστείος, τί ειρωνικός τίτλος ! ) μετέφερε τά λόγια στο πλατώ μιας σκηνής, που περιγράφεται με λόγια.) Συν τό ότι προσπαθούσε να περιγράψει με λόγια και τή ζωγραφική – κι αυτό ήταν ένα επιπλέον στοιχείο τού κόμιξ – πολύ αστείο φυσικά –

Αυτός που κάνει τό βιβλίο αλλάζει 3 φορές πλατώ, μόνο και μόνο για να μπερδέψει τούς άλλους με τά ψέμματα που σκοπεύει να πει. Κι αν δεν πονηρευτείς (επειδή είσαι αθώος – αν και, σαν αναγνώστης τής λογοτεχνίας δεν θα ’πρεπε) από τό «εγώ» που στην αρχή χρησιμοποιεί, θα έπρεπε να αρχίσεις να πονηρεύεσαι όταν τό «εγώ» γίνεται ένας άλλος, και μετά, στο «θεατρικό έργο», 2 άλλοι. Αλλά, τί τά θέλεις, σού δίνει αρκετά κλειδιά, φτάνει να είσαι πρόθυμος να καταλάβεις ότι ειρωνεύεται. Είναι λυπηρό να μη θέλεις να δεις ότι στήνει κάτι τερατώδεις ιστορίες στην αρχή, για να δικαιολογήσει μερικά τερατώδη ψέμματα που θα πει στο τέλος.

Ακόμα κι ο τίτλος είναι ένα ψέμμα : στήθηκε μόνο και μόνο για να δουλέψει ένα καλαμπούρι, κάπου στη μέση. Για «έκθεση χαρακτικής» τόν υπολόγιζα (και άλλωστε και η χαρακτική αντιστοιχούσε σε κάποιο παιδικό παιχνίδι στη μέση). Αλλά η βαθυτυπία γινόταν πιο αστεία, και μού άρεσε περισσότερο : Ασήμαντα είν’ αυτά, αλλά πρέπει να θυμάσαι ότι υπάρχει πραγματικά πάντως η βαθυτυπία σαν μέθοδος χαρακτικής : radierung λέγεται γερμανικά, και άλλα ονόματα στα γαλλικά και αγγλικά – Όπως εξηγείται και μέσα στο βιβλίο, με τή βαθυτυπία «χαράζει» ένα υγρό.

Προσωπικά, απ’ όλες τίς χαρακτικές, μ’ αρέσουν οι ξυλογραφίες. Καμμιά άλλη χαρακτική δεν μ’ αρέσει. Η βαθυτυπία δεν μ’ αρέσει καθόλου.

Η μέθοδος τής βαθυτυπίας περιγράφεται εδώ :

 

 

 

 

{ και μια που μπήκε βιντεάκι, ας μιλήσω λίγο και για τό διαδίκτυο :

Από τό ιντερνέτ δεν περίμενα εξαρχής τίποτα – μπήκα πολύ αργά – και τό ’09 μπορείς ήδη να έχεις καταλάβει τί συμβαίνει όταν ξεκινάς σαν μπλόγκερ – εγώ λίγο πριν είχα φτιάξει τίς «απολίτιστες τέχνες» με pdf αποσπάσματα από εκδομένα κι ανέκδοτα και τά άφησα να τσουλήσουν. Τσούλησαν σιωπηλά πολύ. Ξεκινώντας τά μπλογκ δεν έβαλα ούτε τά στοιχεία τών βιβλίων μου, τό αποφάσισα πάρα πολύ αργότερα, όταν έγινα ελαφρώς αδιάφορη, και κατάλαβα ότι δεν θα θεωρηθεί διαφήμιση – δεν θα θεωρηθεί απολύτως τίποτα : σχεδόν δεν θα τό προσέξει κανείς. (Ακόμα δεν ξέρω αν τό ’χει προσέξει κανείς). Αυτούς που ξεκινούν λογοτεχνική καριέρα με δημόσιες σχέσεις μέσω διαδικτύου τούς βλέπω με αλαζονεία συγκατάβαση και θαυμασμό. Τό κυριότερο είναι ότι κάτι πάντα πετυχαίνουν – και στη χώρα αυτή οι κλειστοί κύκλοι και οι κλίκες αποδίδουν – είναι γνωστό αυτό – εξαρτάται βέβαια τί θέλει κανείς. Εγώ μια φορά μόνο θέλησα να δώσω ένα εκδομένο σ’ έναν άνθρωπο που τόν συμπαθούσα ως μπλόγκερ γιατί ασχολιόταν κάπως μοναχικά με τή λογοτεχνία, και αρνήθηκε με τόσο έντονο τρόπο, που τρόμαξα. Υπόθεσα πως υπόθεσε πως ήθελα να τόν υποχρεώσω να γράψει για τό βιβλίο, και δη να τό διαβάσει κιόλας. Μέ πείραξε λίγο είν’ η αλήθεια, αυτό – αλλά τό ξεπέρασα. Έκτοτε έχω δει να διαφημίζει στη σελίδα του διάφορες μπαγκατέλες – να ’ναι καλά. Ελπίζω μόνο να μην τίς διαβάζει. Τά μπλογκ τά έκανα για να μπορώ να γράφω και γι’ αυτά που δεν γράφω, να μιλάω και γι’ αυτά που δεν μιλάω στα βιβλία μου – ή τουλάχιστον γι’ αυτά που δεν μιλάω με τόν ίδιο τρόπο. Γραφτά από εκδομένα μου δεν έχω βάλει σχεδόν καθόλου, καμιά φορά βάζω κανένα απόσπασμα από τά ανέκδοτα, για να τό μετρήσω, να τό ζυγίσω και να δω αντιδράσεις – καμιά φορά και λόγω επικαιρότητας, εν είδει επιφυλλιδογραφίας – έχω ξεπέσει τόσο πολύ. Τό διαδίκτυο μάς κάνει εύκολους και φτηνούς, όπως και να τό κάνουμε. Κυρίως τό φέϊσμπουκ βέβαια, αλλά γι’ αυτό θα μιλήσω επιτούτου άλλη φορά – Είμαι καινούργια, και έχω φρέσκιες εντυπώσεις από κει. Τά κείμενα τά «καθαρά» λογοτεχνικά μου, έχουν τή μικρότερη ανταπόκριση πάντως απ’ όλα (και σε σχόλια ( : τα σχόλια ήταν τό σημαντικότερο και τό πιο ενδιαφέρον για μένα, από τά έθιμα τής μπλογκόσφαιρας) αλλά και σε λάϊκ, μια που μιλάμε για τά εδώ ενγένει ήθη. Χαίρομαι πάντως έτσι κάποιους που διαφέρουν (ξέρουν αυτοί) – και τούς ευχαριστώ) (ένα πράγμα επιπλέον που έμαθα στην μπλογκόσφαιρα είναι ότι είναι μεγάλη μαγκιά να γράψεις σχόλιο – πρώτος και μόνος – όταν δεν έχει μιλήσει άλλος, να «κάνεις λάϊκ» πρώτος και μόνος, όταν δεν έχει κάνει άλλος. Ναι, έχει και η μπλογκόσφαιρα τή μαγκιά της. Και στη δικιά μου περίπτωση, σ’ αυτό τό μπλογκ, μαγκιά έχουν οι λίγες και ο καλός.) Αυτό λοιπόν ουσιαστικά είναι τό κέρδος που έχει περάσει στο βιβλίο τών εσόδων μου (εντός τού μπλογκ) αυτά τά χρόνια. Ελπίζω να τά πούμε κάποτε με τούτους τούς happy few και από κοντά –

ας τήν κλείσω αυτήν τήν παρένθεση. }

 

Τά εξώφυλλα τών βιβλίων μου δεν μ’ αρέσανε ποτέ :

Τή μία φορά δεν είχα καμία συμμετοχή (ο εκδότης μού τό παρουσίασε έτοιμο (φτιαγμένο από τόν πολύ καλό του εξωφυλλά) μ’ ένα χαμόγελο ώς τ’ αυτιά, και ντροπιασμένη επειδή ο άνθρωπος είχε βάλει ένα σωρό λεφτά (γράφω και ογκώδη) για να βγάλει τό βιβλίο, παρέλειψα να τού πω ότι είχε κάνει μια μεγαλοπρεπή γκάφα : Η ζωγραφική τού εξωφύλλου ήταν αυτό ακριβώς που κορόϊδευε και μισούσε εντός τού βιβλίου η αφηγούμενη, ως τέλειο κιτς.) (Στο πρώτο μου μυθιστόρημα αφηγείται σε α΄ πρόσωπο μία επαγγελματίας ζωγράφος – τό εξώφυλλο θα ’πρεπε να ’ναι σεζάν ή γενικά κυβισμός – Έτσι πήρα τό πρώτο μάθημα πώς μπορούνε οι ευσυνείδητοι και πετυχημένοι επαγγελματίες στον χώρο τού βιβλίου να ασχολούνται με τά βιβλία χωρίς να τά διαβάζουν, ούτε καν χιαστί.)

Στο δεύτερο, τό εξώφυλλο ήταν αποτυχία γιατί μού ζήτησαν τή γνώμη μου – Ήθελα μαξ μπέκμαν, και προτίμησα να γίνουν τά γράμματα «ξύλινα» που λέμε στη δημοσιογραφία (δηλαδή πολύ μεγάλα) για να ταιριάζουνε με τήν εποχή. Επιπλέον οι εκδότες είχαν διάθεση να πειραματιστούν μ’ έναν καινούργιο τους εξωφυλλά (δεν ξέρω αν θα πετύχαιναν περισσότερο χρώματα και γράμματα με τόν καθιερωμένο) : στην πραγματικότητα τελικά τό παίξαμε κορώνα–γράμματα, ανάμεσα σε μεγάλα και σε μικρά γράμματα και βγήκαν τα μεγάλα. Τώρα δεν μ’ αρέσουν καθόλου, μοιάζουν με αφίσα κινηματογράφου – και τά χρώματα μού φαίνονται επίσης αλλοιωμένα, αντί να ’ναι μπέκμαν να είναι δηλαδή όπως στις (γιγαντο)αφίσες τού βακιρτζή.

Σ’ αυτό που σκοπεύω να βγάλω τώρα, θα κάνω απλώς τόν σταυρό μου.

Τό βιβλίο πάντως, παρ’ όλο που απέξω είναι κινηματογραφικό ως μη ώφειλε, από μέσα είναι αψόγως θεατρικό ως ώφειλε και παραώφειλε : θέλω να πω ότι διατηρεί όλες τίς συμβάσεις τής καλής τυπογραφίας (έριξα και προσωπική δουλειά) (ακόμα δεν έχω βρει ούτε ένα τυπογραφικό λάθος : κατόρθωμα για βιβλίο τετρακοσίων σελίδων στα ελληνικά) και επέμεινα να μπούνε υπέρτιτλοι ουσιαστικοί στα κεφάλαια (και όχι για τό θεαθήναι : μού φαίνεται ότι μέ κοροϊδεύουν σαν αναγνώστρια βιβλία που διατηρούν τήν ωραία σύμβαση τών υπέρτιτλων, επαναλαμβάνοντας απλώς από τήν αρχή μέχρι τό τέλος τό όνομα τού συγγραφέα και τό όνομα τού πονήματος.)

Τό βιβλίο τό είδα στον ύπνο μου, και τό ’γραψα μέσα σε μέρες ουσιαστικά, μονοκοπανιά. Μού πήρε ελάχιστο χρόνο η πρώτη γραφή, ίσως 40 μέρες, τόσο θυμάμαι τίς μέτρησα μετά, και τώρα πια μού φαίνεται και μένα απίστευτο. Αλλά ήταν μια εποχή που μπορούσα να γράφω χωρίς εξωτερικούς περισπασμούς, είχα αυτήν τήν τύχη. Νόμιζα ότι είχα ξεμπερδέψει, όταν μού ’ρθε σαν εφιάλτης τώρα, κι όχι απλώς σαν ανώδυνο όνειρο η πραγματική ολοκλήρωσή του. Η τελική επεξεργασία κράτησε φυσικά περισσότερο, πάντα κρατάει. Η δακτυλογράφηση και οι διορθώσεις είναι τό πιο βαρετό μέρος, και παίρνουν καιρό. Αν και έχουν μια ανταμοιβή, τό βλέπεις από πολύ μακριά, και μπορείς να γελάς ακόμα περισσότερο μαζί του.

Έκανα 6 χρόνια να βρω εκδότη και τό λάθος είναι εν μέρει και δικό μου – και πάντα θα είναι : διότι έχω τήν ακλόνητη πεποίθηση (καθότι δεν μπορώ ούτε κατά διάνοια να γράψω αλλιώς) ότι ο συγγραφέας δεν είναι ούτε διαφημιστής ούτε ψώνιο ούτε ζητιάνος ούτε ζήτουλας ούτε υπηρέτης, ούτε χρωστάει χάρη σε κανέναν, ούτε οφείλει να παίζει στα δάχτυλα τίς δημόσιες σχέσεις και προπάντων να διαφημίζει τά εξώλης και προώλης προϊόντα του : αυτά είναι ιδιότητες που οφείλουν να έχουν οι εκδότες, κι εγώ τό μόνο που οφείλω να παίζω στα δάχτυλα είναι τή δουλειά που (φαντάζομαι ότι) κάνω : ως άνθρωπος με πολύ καλή κακή μνήμη έχω λοιπόν κρατήσει όλα τά ονόματα τών εκδοτών που αρνήθηκαν να βγάλουν τό βιβλίο πριν καν τό διαβάσουν (διότι δεν τούς σύστησε ο πρώτος τυχών διάσημος να τό «προσέξουν» και τό βιβλίο πήγαινε μόνο του, με αυτοκτονική επιμονή, ως ώφειλε (ως αξιοπρεπές τουτέστιν άτομο, στοιχείο, και προϊόν, πολιτισμένου και εξώλης και προώλης πολιτισμού)) – και φαίνονται αυτά, πολύ δυστυχώς : η φωτοτυπία τού δακτυλόγραφου επιστρεφόταν άθικτη, καθότι δεν διαβάζει κανείς λογικός έλλην ούτε πρώτη αράδα αν δεν τόν σπρώξει άλλος έλλην φαντασμαγορικός (ίσως τήν πρώτη αράδα να τήν διαβάζουν) (οι δικές μου πρώτες αράδες όμως δεν παραπέμπουν σε μεγάλη διασκέδαση – η μεγάλη διασκέδαση έρχεται πολύ αργότερα, όπως πάντα). Έχω τακτοποιήσει τά πράγματα ειδικά γι’ αυτό τό βιβλίο και οι εκδότες που αρνήθηκαν να εκδόσουν τήν «έκθεση» θα μπουν στη διαθήκη μου, και δεν θα μπορέσουν να εκδόσουν ποτέ δικό μου βιβλίο ακόμα κι αν τά τινάξω αύριο από αυτοκινητιστικό.

Τό βιβλίο άρεσε περισσότερο στους άντρες φίλους μου, παρά στις γυναίκες – αλλά οι λίγες γυναίκες που τό εκτίμησαν τό βρήκαν, με επιμονή, φεμινιστικό. Βρίσκομαι σε δύσκολη θέση σ’ αυτές τίς περιπτώσεις και δεν τούς λέω ότι θεωρώ τόν όρο «φεμινιστικό μυθιστόρημα» εξίσου, αν όχι και περισσότερο άνευ νοήματος (σαφούς) από τόν όρο «φεμινιστική μουσική», ή «φεμινιστική ζωγραφική». Πάντως ο εκδότης που τελικά τό έβγαλε – μη συνεισφέροντας στα έξοδά του, καθόλου – δεν ήθελε να έχει τήν τιμή να εκδόσει «φεμινιστική ζωγραφική». «Μη λες ότι είναι φεμινιστικό τό βιβλίο» μού έλεγε, με πολύ αυστηρό ύφος. Δεν έλεγα, ούτε λέω.

Ήταν η πιο δύσκολη περίοδος, και η χειρότερη ίσως τής ζωής μου (εκτός από μετά που συνέβη ένας θάνατος). (Ο θάνατος). Δεν είχα καμία διάθεση να δω κανέναν, να μιλήσω με κανέναν, ούτε παρουσίαση έκανα. Τό ’στειλα απλώς παντού, τό πήραν όλοι και όλες. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να έχει δικαιολογία. Φυσικά όλοι πάμε στην τιμή και τήν υπόληψή μας σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Δεν μέ συνδέει τίποτα μ’ αυτή τή χώρα, πέρα απ’ τή γλώσσα που μιλάω, – και τούς φίλους που απόμειναν. Υπάρχει πιο ευτυχισμένος άνθρωπος ; Ελπίζω να βρω εκδότη για τό επόμενο – που ν’ αναλάβει τά έξοδα, γιατί δεν έχω πια φράγκο :

Από τότε ονειρεύτηκα άλλο ένα βιβλίο – αλλά εκείνο ήτανε σενάριο, τεραστίων διαστάσεων. Τό ’βαλα κάτω και τού ’κανα και ντεκουπάζ. Αλλά δεν σκοπεύω να τό κάνω τίποτα – σιγά μην ασχοληθώ με τό σινεμά – Έχουν άλλα σειρά, να καθαρογραφούν, να δακτυλογραφηθούν, και είναι πολλά (γράφω με τό χέρι βλέπετε). Ειδικά ένα απ’ όλα τό κάνω πολύ κέφι. Αλλά γενικά όλα καλά είναι, γελάω πολύ.

 

 

 

 

* (Μόνο ένας άνθρωπος σ’ αυτόν τόν κόσμο έχει πέσει μέσα ως προς τά γραφτά μου κι αυτός είναι τόσο σημαντικός, κι όχι μόνο για μένα, που αρνούμαι να γράψω τ’ όνομά του γιατί θα νομίσει κανείς πως τά γράφω όλ’ αυτά, μόνο και μόνο για να συμπεριλάβω αυτήν τήν παρένθεση σε σημείωση. Όμως, δύο πράγματα που έχει πει μέ στηρίζουν, και θα μέ στηρίζουν για πάντα. Τό πρώτο δεν τό λέω με τίποτα. Τό δεύτερο είναι τό «Μη σε νοιάζει που σέ αγνοούν. Να μην επέμβη στη δουλειά. Διαχειρίσου το.»)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: