σημειωματαριο κηπων

16 Ιουνίου 2012

για τόν καβάφη : «μέρες θαυμάτων» / γ / & bloomsday

.

                     

 

 

 

  ας ψηφίσουμε λοιπόν αύριο ό,τι νομίζουμε ότι θα καλυτερέψει τή ζωή μας λίγο ή πολύ – βραχυπρόθεσμα – γιατί στον μεγάλο χρόνο εκείνο που κάνει τή ζωή στ’ αλήθεια ζωή είναι κάτι που δεν μπορεί να μάς τό φέρει πολιτικάντης άλλος πέραν τού έρωτα ή τής τέχνης : τής μεγάλης τέχνης, εκείνης που κομίζει όχι λόγια αλλά επιθυμίες κι αισθήσεις, κάτι μισοειδωμένα πρόσωπα ή γραμμές (αυτά είναι που έχουν περισσότερη διαρκέστερη και στερεότερη σχέση με τή ζωή μας βέβαια, και – αφού κάνω τήν απαραίτητη υπενθύμιση ότι σήμερα είναι μια μέρα επίσης ειδική για τόν τζαίημς τζόϋς, η λαμπρή και μακριά bloomsday, η αφιερωμένη δηλαδή στον πολυλογά κύριο μπλουμ τού οδυσσέα – να μην ξεχάσω επίσης να πω ότι ο τζόϋς ήθελε τό εξώφυλλο τού βιβλίου του γαλάζιο προς τιμήν τής (με όποια απόχρωση τέλος πάντων τή φανταζότανε) ελληνικής σημαίας) –ας ξαναγυρίσω τώρα σ’ ό,τι έχω αφήσει στη μέση λοιπόν, στον καβάφη :

.

τό προηγούμενο : η 2η συνέχεια

εκείνα τά κρυμμένα από τούς άλλους πράματα που σαν να είναι ένα ξανατύπωμα τής ζωής τού Καβάφη διπλό πάνω στην ταινία με τό ιστορικό της ας πούμε θέμα. Αυτή η μυθολογία (λίγα λεφτά, κάποια σελίνια, ρούχα φτωχά, κι ωραία σώματα) είναι λοιπόν, αν δει κανείς τώρα τό έργο του τελειωμένο, αυτή η μυθολογία είναι σαν να αποτελεί τή ραχοκοκκαλιά τού σύμπαντός του, τή ραχοκοκκαλιά τού ίδιου του τού ινδάλματος τής ιστορίας.

.

μέρες ανωνυμίας

.

   Στα ποιήματα τού παρόντος όμως, στα «καθαρά» ερωτικά τού Καβάφη, υπάρχουν ίσως ονόματα τόπων όχι όμως προσώπων. Όχι τόσο από μια διάθεση εχεμύθειας – υπάρχει πιθανώς και αυτό αλλά θα μπορούσε να υπερκεραστεί πιστεύω – όσο γιατί μ’ αυτή τήν ατμόσφαιρα αοριστίας που διαχέεται πάνω απ’ τά σώματα τής ηδονής, η ίδια η εποχή τού ποιητή κολλάει έτσι ολόκληρη πάνω στο δικό του σώμα σαν τμήμα τού οργανισμού του : είναι τό ίδιο, κατά κάποιον τρόπο επιδεικτικό, με τό ότι δεν χρειάζεται να αναφέρει και τ’ όνομα που έχει ο ίδιος.

   Ανώνυμο λοιπόν τό ωραίο φτωχό παιδί τού ποιήματος αυτού. Ανώνυμο αλλά όχι άγνωστο. Και εδώ που φτάσαμε, σχεδόν ούτε και η υπόθεσή του μάς είναι άγνωστη : Μάς τήν προετοιμάζουνε όλα τά προηγούμενα ποιήματα, και τούτο εδώ αποτελεί απλώς μια περίεργη σύνοψή τους και μάλιστα λίγο απομακρυσμένη : Ο ποιητής παίρνει ξεκάθαρα τή θέση τού θεατή ως προς τή μοίρα τού παιδιού : ούτε έχει ερωτική σχέση αυτός μαζί του, ούτε και περιγράφει ερωτική διάθεση κι επιθυμία και σχέση άλλου προς αυτόν : Όλοι μαζί όμως, παρόντες παρελθόντες υπαρκτοί κι ανώνυμοι, είναι σαν να ενώνονται μαζί στη θλίψη τους γι’ αυτή τήν άτυχη μοίρα τής ομορφιάς : όλοι μαζί έτσι κοιτώντας τον, θαυμάζοντάς τον, μελετώντας τον σαν να γίνονται ξάφνου ένας κι αυτοί, ομότυχοι κι ομώνυμοι : κανένας λόγος όντως δεν υπάρχει ονομάτων πλέον.

   Αν περιοριστεί κανείς στα ποιήματα που έχουν τή λέξη Μέρες και μία χρονολογία στον τίτλο τους, αρχίζοντας συμβολικά από τό πρώτο, από αυτό δηλαδή που έχει τήν παλαιότερη χρονολογία, μπορεί να πει κανείς πολύ σύντομα τώρα τά εξής : *

   Τό ποίημα Μέρες τού 1896 ξεκινάει με μια ειρωνικά ηθική διαπίστωση όπως είναι τό Εξευτελίσθη πλήρως, και για τά οικονομικά τού ήρωα μαθαίνουμε ότι έχασε τό λιγοστό του χρήμα κι εκέρδιζε τά έξοδά του από μεσολαβήσεις ντροπιασμένες – αλλά παρ’ όλ’ αυτά αξίζει παραπάνω / τής εμορφιάς του η μνήμη. // Μια άποψις άλλη υπάρχει / που αν ιδωθεί από αυτήν // φαντάζει, συμπαθής· / φαντάζει, απλό και γνήσιο // τού έρωτος παιδί, / κλπ. Τό ποίημα τό διατρέχει ένα ελαφρώς δασκαλίστικο ύφος ως προς τήν αξία τής αντισυμβατικής αξιοπρέπειας τού ήρωα, και (αυτό είναι τό απολύτως ειρωνικό) τό παρακολουθεί παράλληλα ένας εσωτερικός ρυθμός ο οποίος είναι σχεδόν χαρωπός : κάνοντας έτσι μια αντίστιξη με τή ζοφερή έναρξη τού «εξευτελίσθη πλήρως» για να βρεθεί σε μεγαλύτερη συμφωνία, όσο τό ποίημα προχωράει, με τήν εσωτερικότερη εκτίμηση τής ερωτικής ευτυχίας – και να ολοκληρώσει συγχρόνως στο τέλος τό «ηθικό» περιβάλλον τού εξευτελισμού απαξιώνοντάς το λακωνικότατα – με μια από τίς προτάσεις που έχουν γίνει σχεδόν παροιμιακές τού Καβάφη : «άνω απ’ τήν τιμή, // και τήν υπόληψί του / έθεσε ανεξετάστως // τής καθαρής σαρκός του / τήν καθαρή ηδονή. // Απ’ τήν υπόληψί του; / Μα η κοινωνία που ήταν // σεμνότυφη πολύ / συσχέτιζε κουτά»

   Στο Μέρες τού 1901 έχουμε από τήν αρχή μία προσωπική εκτίμηση αισθητικής και ηθικής μαζί υφής : Τούτο εις αυτόν υπήρχε τό ξεχωριστό : και η υπόθεση τού ποιήματος, αγνοώντας επιδεικτικά λεπτομέρειες και γεγονότα από τή ζωή τού ήρωα, κάνει έτσι και τόν τρόπο τής ζωής του αισθητό με τόν πιο ειρωνικό τρόπο – γιατί τά διαισθάνεται κανείς σχεδόν όλα, και με λεπτομέρειες, μέσ’ απ’ αυτήν τήν αισθητική καταρχάς θέαση : και έτσι η ζωή του γίνεται ώς και χρόνος παρών μέσα στο ποίημα λόγω ακριβώς τής καβαφικής δυνατότητας να συμπλέουν λέξεις χρονικές (πείραν, συνειθισμένη, ηλικίας, στιγμές, είκοσι εννιά του χρόνων, δοκιμασμένη, στιγμές, πρώτη φορά) με τίς καθαρά σωματικές (δηλαδή τίς, με τόν πιο καβαφικό τρόπο, υλικές) ( : έκλυσι, πείραν έρωτος, στάσεως, σάρκας σχεδόν άθικτης, εμορφιά, ηδονή, έφηβο, τό αγνό του σώμα), και χωρίς άλλη συνοδεία : η απλή αυτή (αλλά ουσιαστικά διπλή, γιατί αφορά τόσο τήν αισθητική εμφάνιση όσο και τήν ηθική διάσταση τού παρατηρούμενου) περιγραφή φορτίζει έτσι περισσότερο τήν υποβόσκουσα αισθηματική ένταση που έχει τό γεγονός γι’ αυτόν που παρατηρεί, μιλάει, και γράφει εντέλει τό ποίημα – και εξακτινώνεται με φοβερή αποτελεσματικότητα και σ’ εκείνον που τό διαβάζει – γιατί λειτουργεί, ακριβώς επειδή λείπουν γεγονότα και λεπτομέρειες, σαν μια σύνοψη όλων τών καβαφικών νέων : μπορεί να σκεφτεί δηλαδή κανείς ότι ο Καβάφης εδώ περιγράφει και τόν ίδιο τόν εαυτό του (μπορώ να πω τζοϋσικώ τω τρόπω ότι πρόκειται, αν τό παρατραβήξουμε, αλλά τό παρατραβάμε εντέλει νόμιμα, και για τό γενικό πορτραίτο τού (ερωτικού) ποιητή ως νέου)

   Στο Μέρες τού 1903 υπάρχει πάντως μια μικρή ανατροπή ως προς τό γενικό κλίμα τών ποιημάτων με τίτλο Μέρες, γιατί εδώ έχουμε ξαφνικά εκείνο τό γνωστό καβαφικό πρώτο πρόσωπο, τό χωρίς προσωπείο, είναι ένα ποίημα δηλαδή χωρίς περσόνα : μιλάει σε πρώτο πρόσωπο με άλλα λόγια ο ίδιος ο Καβάφης απροκάλυπτα, για τόν εαυτό του, και μάλιστα σε ένα καθαρά αισθησιακό ποίημα – πράγμα που τό έκανε πιο συχνά όσο περνούσαν τά χρόνια και είναι λογικό τό ότι δίστασε να τό κάνει στην αρχή. Τό ποίημα αυτό είναι πολύ γνωστό διότι έχει μελοποιηθεί κιόλας (να πω ότι προσωπικά είμαι εναντίον αυτού τού είδους τών μελοποιήσεων που υποβάλλουν μια καταστροφική για τήν (μεγάλη) ποίηση αντίληψη ότι η ποίηση αυτή χρειάζεται και μια επιπλέον μουσική πάνω από τήν ήδη υπάρχουσα δικιά της). Μια παρεμπίπτουσα παρατήρηση επίσης εδώ θα ήτανε ότι ο Καβάφης καταφέρνει μέσα από ένα τόσο εξόχως μουσικό κείμενο να συμπεριλάβει και μαζί να κάνει σκόνη όλη τήν (πριν και μετά) ψυχαναλυτική πολυλογία : Δεν τά ηύρα πια – τ’ αποκτηθέντα κατά τύχην όλως, // που έτσι εύκολα παραίτησα· // και που κατόπι με αγωνίαν ήθελα. //

   Οι Μέρες τού 1909, ’10, και ’11 μοιάζουνε με τίς Μέρες τού 1908 από τήν άποψη ότι ξεκινάνε όσο γίνεται πιο απομακρυσμένα και αντικειμενικά : Δεν έχουμε να κάνουμε όμως με τόν χρόνο εδώ αρχικά, αλλά με τά οικονομικά : Ενός τυραννισμένου, πτωχοτάτου ναυτικού (…) ήταν υιός : Και τά οικονομικά σ’ αυτό τό ποίημα υπερισχύουν, ενώ ο χρόνος υπεισέρχεται μ’ ένα πολύ πιο ενδιάμεσο, και συγχρόνως εκκωφαντικής πάλι έντασης τρόπο : ο ήρωας εργάζεται σε σιδερά, κι αν επιθυμήσει κανένα ωραίο πουκάμισο μαβί, πουλάει τό σώμα του για πέντε τάλληρα. Ξαφνικά όμως εισβάλλει εδώ εκείνη η ένωση που λέγαμε, ιστορικών και ερωτικών ποιημάτων ταυτοχρόνως : Ο ομιλών γίνεται πάλι σαν αυτοβιογραφούμενος και προβάλλοντας διαυγέστατα απ’ τήν ανωνυμία τού παρόντος του αναρωτιέται Αν στους αρχαίους καιρούς είχεν η ένδοξη Αλεξάνδρεια νέον πιο περικαλλή (…) που πήε χαμένος : δεν έγινε, εννοείται, άγαλμά του ή ζωγραφιά. Μέσα στις δύο κουβέντες (τής φθοράς από τή μια – εξαιτίας τής δουλειάς και τής λαϊκής κραιπάλης τής ταλαιπωρημένης – και τής τύχης που θα είχε αν ζούσε στους αρχαίους χρόνους από τήν άλλη) μέσα απ’ αυτήν τήν σχεδόν απτή εικονογράφηση τής συγχώνευσης τών χρόνων, και τής διάχυσης τού παρόντος στο παρελθόν, διάχυση που επιτελείται σχεδόν με ειρωνικό χαμόγελο (σαν να μάς λέει ο ομιλητής ότι δεν θα ’πρεπε ποτέ να αμφιβάλλουμε πως τά ερωτικά του ποιήματα είναι δεμένα αδιάρρηκτα με τήν ιστορική του πρόθεση) προκύπτει ξαφνικά ένας άπλετος φωτισμός όπως αν θα ’θελε κανείς να κάνει κάποιον από καιρό να ομολογήσει  κάτι, κι εκείνος σε μια στιγμή που δεν τό περιμένεις, ξαφνικά τό ξεφουρνίζει με φωνή ήσυχη και εξαφανίζεται. Προδίδεται υπαινικτικά μόνο μία υπόγεια συναίνεση τού Καβάφη ως προς τή νευραλγική σημασία τού ποιήματος από τό γεγονός ότι ο τίτλος του αναφέρεται σε τρία χρόνια συνεχή :  Σαν να μάς λέει ότι τόσο πολύ ακριβώς τήν σκέψη αυτή ατένισε. Εξάλλου τό κυρίως ποίημα που θα μάς απασχολήσει εδώ, τό Μέρες τού 1908, πήρε τόν τίτλο του (μετά από σκέψη : όταν πρωτογράφτηκε τό 1921 (11 χρόνια πριν ο Καβάφης να τό δημοσιέψει τό 1932) είχε τίτλο «Τό Καλοκαίρι τού 1895») τό Μέρες τού 1908 πήρε λοιπόν τόν τίτλο του τελικά, μετά από σκέψη, ακριβώς σε σχέση με αυτήν τήν τριετία 1909, ’10 και ’11: Και άραγε ειρωνικά τό έβαλε ο Καβάφης να προηγείται αφενός στον χρόνο, και να ’χει τήν ίδια αφετέρου αποστασιοποιημένη και σχεδόν ψυχρή θεώρηση χαμένης και χαραμισμένης ομορφιάς;

   Αλλά και στις Μέρες τού 1908 έχουμε από τήν αρχή τήν εντύπωση ότι ακολουθώντας λίγο–πολύ ένα κόλπο που πια τό έχουμε μάθει, αυτός ίσως να μιλάει (σε τρίτο πρόσωπο) πάλι για τόν εαυτό του, ενώ η εντύπωση αυτή θ’ αλλάξει γρήγορα και θα ανατραπεί : Όχι μόνο δεν θα είναι για τόν εαυτό του που θα λέει, ξεκινώντας τό ποίημα Τόν χρόνο εκείνον βρέθηκε χωρίς δουλειά αλλά θα χρησιμοποιήσει αργότερα τή λέξη θαύμα για να μάς περιγράψει τόν ήρωά του όπως εκείνος κρίνει ότι τού ταιριάζει : μια λέξη φορτισμένη από τή θρησκεία τών ηρώων στη νεότερη εποχή (πράγμα που τήν κάνει πιο βέβηλη στην ερωτική της φόρτιση) αλλά και μια λέξη – ειδικά όταν λέγεται με τό αόριστο άρθρο και έτσι κοφτά : ένα θαύμα – ιδιαίτερα καθημερινής, και σχεδόν γυναικείας χρήσης – απ’ αυτές που ο Καβάφης όταν τίς εισάγει, εξυπονοεί κουβέντες σχεδόν σαλονίστικες, κουτσομπολιού. (Ίσως είναι η επίδραση τής γλώσσας τής οικογένειας στα σημεία αυτά – και ο πατέρας έλειψε νωρίς – πρέπει να άκουγε και να τού εντυπωνόντουσαν πολύ καλά οι εκφράσεις τής μητέρας)

.

  ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1908

Τόν χρόνο εκείνον βρέθηκε χωρίς δουλειά·
και συνεπώς ζούσεν απ’ τά χαρτιά,
από τό τάβλι, και τά δανεικά. 

Μια θέσις, τριώ λιρών τόν μήνα, σε μικρό
χαρτοπωλείον τού είχε προσφερθεί.
Μα τήν αρνήθηκε, χωρίς κανένα δισταγμό.
Δεν έκανε. Δεν ήτανε μισθός γι’ αυτόν,
νέον με γράμματ’ αρκετά, και είκοσι πέντ’ ετών.

Δυο, τρία σελίνια τήν ημέρα κέρδιζε, δεν κέρδιζε.
Από χαρτιά και τάβλι τί να βγάλει τό παιδί,
στα καφενεία τής σειράς του, τά λαϊκά,
όσο κι αν έπαιζ’ έξυπνα, όσο κι αν διάλεγε κουτούς.
Τά δανεικά, αυτά δα ήσαν κ’ ήσαν.
Σπάνια τό τάλληρο εύρισκε, τό πιο συχνά μισό,
κάποτε ξέπεφτε και στο σελίνι.

Καμιά εβδομάδα, ενίοτε πιο πολύ,
σαν γλύτωνεν απ’ τό φρικτό ξενύχτι,
δροσίζονταν στα μπάνια, στο κολύμβι τό πρωΐ.

Τά ρούχα του είχαν ένα χάλι τρομερό.
Μια φορεσιά τήν ίδια πάντοτ’ έβαζε, μια φορεσιά
πολύ ξεθωριασμένη κανελιά.

Ά μέρες τού καλοκαιριού τού εννιακόσια οκτώ,
απ’ τό είδωμά σας, καλαισθητικά,
έλειψ’ η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά.

Τό είδωμά σας τόν εφύλαξε
όταν που τά ’βγαζε, που τά ’ριχνε από πάνω του,
τ’ ανάξια ρούχα, και τά μπαλωμένα εσώρουχα.
Κ’ έμενε ολόγυμνος· άψογα ωραίος· ένα θαύμα.
Αχτένιστα, ανασηκωμένα τά μαλλιά του·
τά μέλη του ηλιοκαμένα λίγο
από τήν γύμνια τού πρωϊού στα μπάνια, και στην παραλία.

.

μέρες τού 1908 : μέρες ενός θαύματος

.

   Όταν μετά τό βρέθηκε χωρίς δουλειά ακολουθεί : και συνεπώς ζούσεν απ’ τά χαρτιά, τό συνεπώς αυτό σημαίνει : «όπως έχουμε ήδη πει και ξέρουμε και από άλλες τέτοιες περιπτώσεις». Τό ότι αρνήθηκε τή θέση τών τριώ λιρών τόν μήνα που τού ’χε προσφερθεί σ’ ένα μικρό χαρτοπωλείο και τήν αρνήθηκε χωρίς κανένα δισταγμό σχεδόν δεν μάς εκπλήσσει πια καθόλου : Δεν μάς χρειάζονται ιδιαίτερες καν εξηγήσεις : Ένα απλό Δεν έκανε, δεν ήτανε μισθός γι’ αυτόν θα μάς αρκούσε – αλλά τό νέον με γράμματ’ αρκετά, και είκοσι πέντ’ ετών μάς φέρνει αυτόματα ξανά κοντά σε όλους εκείνους τούς νέους τών γραμμάτων (έως ακόμα και τό παιδί τό φανατικό για γράμματα τών Νέων τής Σιδώνος) που βρίσκονται όλα πάλι γύρω σ’αυτή τήν ηλικία τήν σχεδόν ιδανική για τόν Καβάφη – από τά 24 ώς πριν τά 30 μάλλον. Η επόμενη στροφή μετά τίς δύο πρώτες (αυτές οι τρεις πρώτες στροφές έχουνε έναν ομαλά αυξανόμενο αριθμό στίχων πάντα μονού αριθμού – τρεις, πέντε και εφτά – κι ακολουθούν οι τρεις επόμενες που έχουνε όλες από τρεις αράδες πράγμα που δίνει έναν πιο κοφτό, σχεδόν γρήγορο ρυθμό στο ποίημα όταν θα περιγράφει τή διαδικασία τής ξεκούρασης τού μπάνιου τό πρωί, μια διαδικασία που θα μάς οδηγήσει στην εξύμνηση τής ομορφιάς και τήν περιγραφή τής νοσταλγίας τού ίδιου τού ομιλητή όταν τή σκέφτεται ή τή βλέπει) η τρίτη μεγάλη στροφή λοιπόν με τούς εφτά της στίχους είναι εκείνη που θα ασχοληθεί, σαν εξαντλητικά, με τά δυσάρεστα οικονομικά – που πάλι είναι σαν να βγαίνουν με καρμπόν από τά όμοια τών προηγηθέντων άλλων : κέρδιζε – δεν κέρδιζε, (…) χαρτιά, τάβλι (…) τί να βγάλει τό παιδί (…) στα καφενεία τά λαϊκά (…) έπαιζε έξυπνα ή διάλεγε κουτούς : Τά δανεικά δε αυτά ήσαν κι ήσαν : νά η πρώτη εισαγωγή έκφρασης γυναικείας, σπιτικής, και καθομιλουμένης σχεδόν ιδιωματικής : αυτά κι αν ήταν, που λέγαν οι γυναίκες στο δικό μου σπίτι όταν είμαστε εμείς παιδιά. Στο τέλος τών εφτά αράδων η πτώση του ολοκληρώνεται με μία, σαν παρομοίωση, πτώση χρηματική : κάποτε ξέπεφτε και στο σελίνι.

(συνεχίζεται)
(ήταν η 3η συνέχεια από κείμενο δημοσιευμένο στην ετήσια έκδοση «επίλογος/12ος χρόνος» τού 2003)

.

.

.

.

   * παρ’ όλο που υποσχέθηκα ότι θα βάλω τίς σημειώσεις μου στο τέλος τού συνολικού κειμένου οφείλω να επισημάνω ότι, σ’ αυτήν ακριβώς τή συνέχεια, συμπεριέλαβα ελάχιστες από τίς (αρκετές, εδώ ειδικά όπου περιγράφονται και άλλα ποιήματα τής κατηγορίας Μέρες) επιπλέον προτάσεις που υπήρχαν στο αρχικό κείμενο και που κόπηκαν στη δημοσίεψη – πράγμα που αναφέρθηκε και στην αρχή τού αφιερώματος στον «επίλογο» : λόγω τής μεγάλης έκτασης που πήρε η ανάλυσή μου –

.

.

.

.

.

.

.

.

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: