σημειωματαριο κηπων

19 Δεκεμβρίου 2011

τά τετραψήφια

.

.

            

.

.

τό παρακάτω κείμενο είναι δημοσιευμένο στο τεύχος 74 τού περιοδικού «σημειώσεις» που κυκλοφορεί

.

.

(με αφορμή τά 200 χρόνια από τήν αυτοκτονία, στις όχθες τής λίμνης wannsee στο βερολίνο, τού heinrich von kleist (18 οκτωβρίου 1777 – 21 νοεμβρίου 1811 : 34 χρονών, κι αυτός κι η εριέττα φόγκελ – ήταν συνομήλικοι))

.

   1777 : η γέννηση είναι μια ημερομηνία, πριν πας ακόμα σχολείο πολλές φορές τή μαθαίνεις, τότε που ένας αριθμός και μία λέξη γίνονται δικά μας και, βέβαια, κοσμοϊστορικά : τόσο σπουδαία που θαμπωμένοι και κατάπληκτοι δεν ρωτάμε πώς και γιατί αλλά τά θεωρούμε τά πιο αυτονόητα πράγματα τού κόσμου : μια ημερομηνία και ένα όνομα : όλα θα μείνουν δηλαδή έτσι για πάντα

   μέχρι που οι αριθμοί αρχίζουν να κινούνται και να χοροπηδάνε

   ο τελευταίος αριθμός (μόνο) δηλαδή, τού τετραψήφιου, θα διαπιστώσεις, μετά από δύο τρία ή τέσσερα χρόνια (ανάλογα με τήν παρατηρητικότητά σου) ότι δεν είναι καθόλου σταθερός, δεν μένει καθόλου δηλαδή καθηλωμένος στη μέρα που εσύ γεννήθηκες, και για τήν ακρίβεια χοροπηδάει συστηματικά : εξαφανίζεται μάλιστα κάθε τόσο καθώς παίρνει άλλος τή θέση του : ο τελευταίος αριθμός μ’ άλλα λόγια δεν είναι ούτε σημαντικός ούτε κοσμοϊστορικός γιατί αλλάζει, αυτός δηλαδή κατά κάποιον τρόπο σού δείχνει ότι υπάρχει κάπου κάτι που καιροφυλακτεί – αλλά δεν έχεις καθόλου τή διάθεση να τό προσέξεις ιδιαίτερα μια που αυτός ο θάνατος και αυτή η εξαφάνιση δεν είναι καθόλου κακά πράγματα : είναι η ζωή σου, είναι η ζωή που χοροπηδάει χαρούμενα και γεμάτη εκπλήξεις κι ο αριθμός απλώς τήν παρακολουθεί – και στεγνά ο κακόμοιρος προσπαθεί να δείξει ότι είναι κι αυτός ζωντανός : με τή λιτή και άχαρη μοίρα τών αριθμών να σού δείξει ότι παίρνει κι αυτός μυρωδιά από τή ζωή : πολύ λιτή και πολύ λιγομίλητη, αριθμητική, μυρωδιά –

   ώσπου ν’ αρχίσει τό σχολείο να ασχολείται με τούς άλλους σπουδαίους ανθρώπους – και στο μάθημα τής ιστορίας να σέ βάζει να μαθαίνεις γι’ αυτούς, που έχουν κι αυτοί ένα όνομα και δίπλα (μέσα σε παρένθεση) δύο (όμως, αυτοί) αριθμούς, (πάντα τετραψήφιους) : αλλά δεν δίνεις και πάλι σημασία γιατί αυτοί είναι πεθαμένοι, παλιοί, και δεν έχουν σχέση με τήν ζωή σου – απλώς τώρα (με τό σχολείο) η ζωή έχει και βάσανα και πρέπει να μαθαίνεις και να παπαγαλίζεις και ονόματα άλλων – και αριθμούς : και είναι βάσανο αυτοί οι αριθμοί τών άλλων :

   στην πραγματική ζωή, δηλαδή τή δικιά σου, αυτή η δεύτερη ημερομηνία δεν υπάρχει – όταν υπάρξει η παραμικρή σκέψη γι’ αυτήν αυτό λέγεται τότε όντως θάνατος

   στην αρχή μάλιστα σ’ ενοχλεί που, στις εγκυκλοπαίδειες και τίς ζωές τών άλλων που έχουν κάνει έργα διάφορα, δίπλα στα ονόματα και μες στην παρένθεση υπάρχει επίσης (σε λίγους όμως) ένας μόνο επίσης αριθμός και δίπλα μια παύλα μόνο : αυτό, από αισθητική άποψη σ’ ενοχλεί – δεν σ’ ενοχλούσε ποτέ η ασυμμετρία – σού άρεσε κιόλας – αλλά εδώ δεν πρόκειται για ασυμμετρία αλλά για πράγματα κολοβά : σαν μια εκκρεμότητα που δεν έχει ακόμα κλείσει

   1811 ο θάνατος : θα περάσουνε χρόνια, και έργα πολλά, πριν αρχίσεις να μαθαίνεις, και να προσέχεις, τίς λεπτομέρειες για τόν δεύτερο αυτόν αριθμό : αυτό λέγεται τότε πάλι θάνατος : κυρίως όταν οι λεπτομέρειες για τόν δεύτερο αυτόν αριθμό σού δείχνουν ότι τό όνομα θέλησε, και φρόντισε, και διάλεξε μόνο του, πότε ο δεύτερος αυτός αριθμός θα σχηματιστεί : φοβερό.

   αυτή είναι η κρύα και ανήλεη στιγμή λοιπόν που όλα τά τετραψήφια παγώνουν, και γίνονται ένα κρύο επιτύμβιο από άχρωμο και παγωμένο μάρμαρο και τότε είναι που μπορείς να πεις τό 2011 γίνονται 200 τά χρόνια από τό 1811 που αυτοκτόνησε ο κλάϊστ (μαζί με τήν εριέττα), αλλά μπορείς να κάνεις κι άλλους υπολογισμούς : για τήν ακρίβεια αυτούς τούς υπολογισμούς άρχισες να τούς κάνεις από πιο πριν, σχεδόν από τήν ίδια τήν εποχή που άρχισε να σ’ αρέσει και ο κλάϊστ – και αυτό συνέπεσε μάλλον με τήν εποχή που διαπίστωσες ότι δεν χοροπηδούσε μόνο ο τελευταίος αριθμός, αλλά άλλαζε και ο προτελευταίος, ο τρίτος : περνάγανε, και φεύγαν προς τά πίσω (και στην πραγματικότητα άραγε προς πού;) μέρες και μήνες χρόνια και καιροί, ομαδοποιημένοι ως δεκαετίες πλέον : κι ύστερα, αργότερα πολύ, έγινε τό καταπληκτικό και άλλαξε και ο δεύτερος ο αριθμός – εκείνο τό μονίμως σταθερό 9 (που για τόν κλάϊστ ήτανε εκείνο τό μονίμως σταθερό 7 που θα γινότανε αιφνιδίως 8) – κι αυτό συμβαίνει όπως ξέρεις σε πολύ λιγότερους στον κόσμο (αλλά συνέβη (στη δικιά σου ζωή) να αλλάξει έτσι μαζί και ο πρώτος – τό ακόμα σταθερότερο εκείνο 1 : αυτό πλέον κι αν είναι σπανιότατο – για τήν ακρίβεια μόνο δύο φορές έχει συμβεί στην ανθρωπότητα ώς τώρα, εσύ έχεις ζήσει βέβαια τήν δεύτερη)

   όμως από πιο πριν (τότε που πρόσεξες ότι ο τρίτος αριθμός είχε αλλάξει όχι μόνο μια, αλλά και δυο, και τρεις φορές) άρχισε να συμβαίνει κάτι άλλο, παράλληλο, που είχε ξαφνικά σχέση και με τούς άλλους που ζούσαν σύγχρονα με σένα : αυτοί οι άλλοι δηλαδή άρχισαν να μιλάνε για τά πράγματα και για τούς αριθμούς λες και τούς ξέρανε κι αυτοί : μα δεν τούς ξέρανε καλά : δεν τούς ξέρανε, γιατί, όταν τούς ξέρεις, ξέρεις πως τίποτα δεν γίνεται όπως λέγαν αυτοί μετά εκ τών υστέρων : και άρχισε και να σ’ εκνευρίζει που τά χωρίζαν όλα έτσι, τόσο ψυχρά και αντικειμενικά, και δήθεν μαθηματικά, σε ομαδούλες και δεκαετίες : όμως τά πράγματα δεν πάνε έτσι, και πολύ περισσότερο όταν ζεις τά πράγματα ποτέ δεν λογαριάζεις αριθμούς : μπορεί να τούς σκεφτείς τούς αριθμούς καμιά φορά κλεφτά (και από μέσα σου), κάποια φορά ας πούμε στις περιπτώσεις που ο τρίτος και ο τέταρτος γίναν ολόϊδιοι (τόν έκανες τόν υπολογισμό, εκ τών υστέρων, για τήν περίπτωση τού 66 και τού 77) αλλά αυτό ήταν κάτι που αφορούσε μόνο τί συνέβη στη δικιά σου τή ζωή ας πούμε τότε : αλλά ποτέ για ό,τι έγινε, για όποιον αριθμό έγινε διάσημος, ξέρεις καλά πως ούτε συ ούτε κανένας άλλος απ’ αυτούς που αυτά τά ζήσανε, δεν σκέφτονταν τούς αριθμούς ας πούμε τότε : γι’ αυτό πολλοί μπερδεύονταν όταν τούς έλεγες «ποιο 73; 72 τό θυμάμαι γω» ή : «τό 65 ή τό 63 ήταν αυτό;» και ξαφνικά έγινε τό 89 ας πούμε περιβόητο, ενώ ήτανε σπουδαιότερο για σένα γι’ άλλους λόγους. Όπως τό 99 ήτανε επίσης σπουδαιότερο για σένα γι’ άλλους λόγους, και είσαι σίγουρη ότι κανείς απ’ όσους τό ’ζησαν δεν τό ’ζησαν σαν ένα απλό προθάλαμο τού κοσμοϊστορικού (που θα ’ταν μια αλλαγή πλέον ταυτόχρονα και στον πρώτο και στον δεύτερο αριθμό τής τετράδας, πράγμα πού ’χε συμβεί άλλη μία φορά, είπαμε, μονάχα στον πλανήτη – κει πέρα στο μεσαιωνικό (κι ωραίο) 1000 – και είναι τόσο μακριά μας τώρα αυτοί που καλά–καλά δεν έχουμε ιδέα πώς σκεφτόντουσαν (κάτι αφέλειες περί δευτέρας παρουσίας, ή περί γενικής κατάρρευσης τού ιντερνέτ, δεν λογαριάζονται, μιλάμε για τούς σοβαρούς ανθρώπους –)

   για να μην πω και για τούς μήνες – και συγγράψω σύγγραμμα : εγώ πάντως αυτές τίς λεπτομέρειες τού χρόνου μόνο με χώρους τούς συνδύαζα, ή με άλλα πράγματα πάντως : επομένως έκανα αιώνες για ν’ αρχίσω να θυμάμαι έναν φλεβάρη – πάντοτε τόν ανακαλούσα μέσω τών εφημερίδων ότι αυτές τόν θυμόντουσαν επειδή εκείνη τήν ημέρα πέθανε μια ηθοποιός και οι εφημερίδες ως συνήθως τήν μνημόνευαν : στις τόσες τού φλεβάρη επομένως, ναι : χαμένα, όλα. (Τήν τραγωδό μονίμως θα τήν μνημονεύουν – και θα διευκολύνουνε κι εμένα να θυμάμαι τ’ άλλα τά δικά μας : γιατί ποτέ τήν ώρα που τό κάνεις κάτι δεν κρατάς τήν ώρα τήν ημέρα και τούς αριθμούς τού τετραψήφιου). Πρόσεξα όμως κάτι ενδιαφέρον – και αυτό τό πρόσεξα με τόν καιρό : οι πιο σημαντικοί ας πούμε άνθρωποι έζησαν με τό ένα πόδι σ’ ένα νούμερο (για τόν 2ο αριθμό μιλάμε τώρα) και με τό άλλο σ’ άλλο : άλλαζαν οι αιώνες δηλαδή στο μέσο τής ζωής τους : κι ο κλάϊστ είχε τό προσόν να γεννηθεί σε ομοιόμορφο εντελώς νούμερο : 3 εφτάρια στη σειρά : τό πρόσεξε άραγε; τού άρεσε καθόλου; Πάντως είμαι απολύτως, πλέον, σίγουρη ότι καμία σημασία δεν έδωσε στην τελική ημερομηνία που όλα θα τά πάγωνε : στα απαυτά του ποια ημερομηνία σχηματίστηκε όταν με τήν εριέττα πήραν τήν απόφαση : και επομένως και στα απαυτά του παρομοίως αν είναι φέτος η επέτειος τών διακοσίων ή δεν είναι –

   (μ’ αρέσει βέβαια να σκέφτομαι τήν εποχή που ο αριθμός δεν θα ’ναι μόνο τετραψήφιος, αλλά είναι τόσο φοβερό αυτό που δεν μπορείς να πεις πολλά πέρα από ένα : αν ζει ο πλανήτης ο κακόμοιρος ώς τότε – κι αν τά έργα που ’γιναν (ώς τότε) θα έχουνε εντωμεταξύ όλα διασωθεί – ίσως με άλλους μόνο τρόπους : φαντάζομαι ότι αν έχει εξακολουθήσει ο πλανήτης πάντως να υφίσταται, θα έχουν γίνει εξυπνότεροι ας πούμε όλοι, ώστε δεν θα υπάρχει προβληματισμός στα χρόνια τού 9999 για τήν επόμενη χρονιά που όλα θα ’ναι πενταψήφια και θα αρχίζουν (πάλι) από 1 : 10000 και 10001 δηλαδή, χωρίς τήν αγωνία πλέον (καμιανής) κατάρρευσης)

   άσε που δεν μπορεί να έχεις και ασφαλή ιδέα για τό αν θα μετράνε ακόμα όλοι με τόν ίδιο τρόπο τότε – μπορεί να ’χει προκύψει δηλαδή θέλω να πω απόφαση νεότερη για κάποια σπουδαιότερη (μπορεί και τετραψήφια, μπορεί και πενταψήφια) χρονολογία ή θάνατο και γέννηση

.

(από τό ανέκδοτο μυθιστόρημα «μέρες τοπίου»)

.

.

μερικά τεύχη τού περιοδικού «σημειώσεις» υπάρχουν εδώ

για τόν κλάϊστ άλλα εδώ, εδώ, εδώ, κι εδώ

.

.

.      .      

.

η ζωγραφική από εδώ και εδώ

.

.

.

30 Αυγούστου 2010

μέμνονα αντί για κλάϊστ και οδόντα αντί οδόντος (μια καλοκαιρινή ιστορία)

 

 

 

εκείνο τό καλοκαίρι ήμουνα μ’ έναν αμερικάνο ένα καλό κι αθώο παιδί από τή φιλαδέλφεια, μ’ αυτόν πέρασα τό μεγαλύτερο μέρος τών διακοπών, ύστερα ένα μικρό κομμάτι χρόνου ξοδεύτηκε σ’ έναν άγγλο γεμάτον τατουάζ (από κορυφής μέχρις ονύχων όμως και με τά πιο παρδαλά χρώματα και σχέδια) που δεν ήτανε καθόλου αθώο παιδί και ήτανε και κηπουρός και καμάρωνε που είχε πάει όμως σε καλό σχολείο και είχε μάθει απέξω τόν σαίξπηρ και τό βασίλειό μου για ένα άλογο (σαν να παίζαμε στον εραστή τής λαίδης τσάτερλυ μού φαινότανε ώρες–ώρες) και επιπλέον μού ’κανε και ψιλοσυζητήσεις (που αν τού ’δινα θάρρος θα γινόντουσαν ψιλοκαυγάδες) γιατί «βαφόμουνα έτσι» – είσαι με τά καλά σου ; τού λέω κι εγώ ένα βράδυ «εσύ είσαι βαμμένος από πάνω μέχρι κάτω» είπε τό περίφημο «άλλο εγώ» και μπορέσαμε να τό διαλύσουμε ησύχως. Ένα μικρό μέρος χρόνου έφαγε κι ένας αυστραλός οικοδόμος (που έκανε τήν δίχρονη περιοδεία του μαθητείας ανά τόν κόσμο) με ξανθιές μακριές κοτσίδες πολύ όμορφος, και γνώρισα θυμάμαι κι έναν βιεννέζο προλετάριο αλλά δεν μού ’μεινε τίποτα σπουδαίο απ’ αυτόν.

λοιπόν ο αμερικάνος δούλευε στο μπαρ μιας γερμανίδας στο νησί στο οποίο  εγώ βρέθηκα από παρεξήγηση σκέτη (και για ν’ αποφύγω τόν γερμανό που στα μάτια μου έμοιαζε με σκέτο χρυσάφι) δεν πήγα δηλαδή στο νησί που θα πήγαινα : και βρέθηκα σ’ αυτό τό κωλονήσι με τή σπουδαία φήμη που ’τανε γεμάτο βλάχους και άλλα ζωντανά (μια μέρα που καθόμουν στο λιμάνι πάνω σε κάτι βραχάκια και διάβαζα, είδα να ’ρχεται τρέχοντας προς τό μέρος μου μια γάτα με περίεργο ύφος, αλλά ερχόταν κατευθείαν καταπάνω μου, σα να ’χαμε ραντεβού και είχε αργήσει : μέ κοίταζε κιόλας, τήν κοίταζα κι εγώ, ώσπου δεν ήτανε πια γάτα, αλλά εξακολουθούσε να ’ρχεται, άφησα τό βιβλίο στο πλάϊ και τού λέω «φύγε γρήγορα, αμέσως» μέ κοίταξε πανέξυπνα, σκοτισμένο, κι έκανε στροφή κι εξαφανίστηκε τρέχοντας πάλι. Σαν τόν λαγό από τήν Αλίκη, αλλά καφές αυτός. Ούτε τ’ όνομά του δεν λέω) Λοιπόν, τό νησί χάλια, βρώμικο, δεν ξαναπάω ούτε να μέ πληρώνεις. Αλλά με τόν αμερικάνο κάναμε καλή παρέα, και πήγαινα να τόν δω στο μπαρ που δούλευε και που λεγόταν «memnon». Τό ’χε μια γερμανίδα που ανήκε στην κατηγορία τών αλλοδαπών που έχουν ύφος δασκαλίστικο, δήθεν φιλελληνικό, και που δεν μπορώ να τούς υποφέρω : Γενικά, δεν μπορώ τό δασκαλίστικο ύφος με τίποτα – από μικρή : Μόλις μού πει κάποιος : Τί, δεν ξέρεις αυτό ; Λέω αμέσως : Όχι, δεν τό ξέρω, – δεν πα να τό ξέρω απέξω κι ανακατωτά. Δεν χωνεύω τό δασκαλίστικο ύφος. Όχι δεν τό ξέρω κυρά μου, γιατί πρέπει να τό ξέρω ; Εξαρτάται τίποτα σημαντικό απ’ τό αν τό ξέρω ή όχι ; Από μικρή δεν χώνευα τούς ξένους, κυρίως άγγλους αλλά και γερμανούς που έρχονταν εδώ και απαγγέλανε τούς τρεις πρώτους στίχους τής οδύσσειας με ερασμιακή προφορά, και περιμένανε πώς και πώς να πούμε ότι δεν καταλάβαμε τίποτα για να κοιταχτούν μεταξύ τους, μ’ εκείνο τό ύφος που έλεγε : Είδες που στα ’λεγα ; δεν τά ξέρουν. Δεν είναι άξιοι απόγονοι. Τό γνωστό τροπάρι. Τούς σιχαίνομαι. Τούς σπάω μπουκάλι στο κεφάλι που λέει ο λόγος με κάτι τέτοια : δηλαδή τούς κοιτάω με τό πιο περιφρονητικό μου ύφος. Τό ίδιο έκανα και σ’ αυτήν : – Και γιατί «μέμνων» ; τής λέω (για τό μπαρ) – ήτανε και τελείως τρελό, εκειπέρα, που τ’ αγγλικά δίναν και παίρναν, κι αυτή με τό αρχαιοπρεπές, κι έπαιζε μόνο τζαζ (άλλη βαρεμάρα, δεν μπορώ ν’ ακούω συνέχεια τζαζ, που να συνοδεύεται κι από λεπτομερείς συζητήσεις περιδιαγραμμάτου, με χαμηλή φωνή, περί τών εκτελέσεων, τών εκτελεστών, και λοιπά. Άσε μας κυρά μου να διασκεδάσουμε, φροντιστήριο θα κάνουμε εδωμέσα νυχτιάτικα ; ) Γιατί μέμνων λοιπόν ; Τής λέω κι εγώ, επίτηδες, και περίμενα τό ύφος. Ήρθε με τά όλα του. Δεν ξέρεις ποιος είναι ο μέμνων ; Όχι δεν ξέρω, λέω, μέ κοίταξε με τό ύφος όπως έπρεπε, και μέ περιφρόνησε πλήρως. Πολύ τό διασκέδασα, θα τής έσπαγα και μπουκάλι στο κεφάλι που λέει ο λόγος. Τά ’χε μ’ έναν ντόπιο μικρότερό της που καθότανε αμίλητος συνέχεια στην ίδια θέση, και κοίταζε κι αυτός περιφρονητικά τούς πάντες, αφού τά ’χε μ’ αυτήν. Μια αηδία σκέτη.

μερικές φορές ξύπναγα μες στον ύπνο μου και σκεφτόμουνα τί θα πω να τήν πειράξω – τόσο πολύ μ’ είχε τσαντίσει. Εμένα μ’ αρέσει ας πούμε από τούς γερμανούς ο κλάϊστ – σκεφτόμουνα να τής πω ένα βράδυ Τί κοιτάς έτσι μωρή, όλοι οι γερμανοί νομίζεις ξέρουνε ποια ήτανε η εριέττα φόγκελ ; (η φίλη του – αυτοκτονήσανε μαζί). Δεν τής τό ’πα φυσικά ποτέ – τσαντιζόμουνα και ξετσαντιζόμουνα, μού ’φευγε και μού ξαναρχότανε – δεν θα τήν σκεφτόμουνα για 2η φορά αν δεν δούλευε ο φίλιπ εκειπέρα, και δεν πήγαινα να τόν πάρω αργά για να πάμε αλλού να τά πιούμε. Αυτή έτσι κι αλλιώς έκλεινε νωρίς, δεν είχε κίνηση, έρημο τό μαγαζί ήτανε, στη φουλ σαιζόν παντού αλλού γινότανε χαμός : Δεν τό δουλεύει καλά τό μαγαζί, μού ’λεγε ο αμερικάνος, δεν καταλαβαίνει, είναι και πεισματάρα. Τρίχες ήτανε, λοφίο απλώς, να κάνει φιγούρα ότι κάτι τρέχει στα γύφτικα, να βλέπει κι ο μικρός.

δεν τής έδωσα ποτέ να καταλάβει ότι ξέρω γερμανικά, άκουσα ότι τής είχαν πεθάνει οι γονείς κι ότι έμενε εδώ από τότε. Θα μπορούσα να τήν συμπαθήσω αν ήταν αλλιώς τήν κακομοίρα, αλλά με τέτοιο ύφος… Άκου, πώς τό ’χε έτοιμο, τό ’λεγε φαίνεται σερί σε όλους τούς έλληνες που μπαίναν εκεί μέσα – «τί, δεν ξέρεις τόν μέμνονα;» Α γαμήσου κυρά μου, γιατί οι γερμανοί ξέρουνε όλοι τήν εριέττα φόγκελ ; Πιο ασήμαντος ήρωας είναι ο μέμνονας για τόν όμηρο, απ’ ό,τι η εριέττα φόγκελ για τή ζωή τού κλάϊστ. Έτσι μού ’ρχοτανε να τής τό πω καμιά ώρα, αλλά δεν τής είπα τίποτα. Κάτι μέ κράτησε να μην τήν κάνω και ρεζίλι μπροστά στον μικρόν. Τή λυπόμουνα κατά βάθος, αυτό ήτανε, μ’ είχε πιάσει τό μαζοχιστικό μου. Αλλά ήθελα να τούς σπάσω και τών δυο τόν τσαμπουκά καμιά ώρα. Άκου «δεν ξέρεις τόν μέμνονα», και μ’ αυτό τό ύφος. Η πλάκα ήτανε ότι όντως δεν ήξερα τόν μέμνονα. Όταν γύρισα στην αθήνα, πρώτη μου δουλειά ήτανε να ψάξω να βρω ποιος διάολος ήτανε αυτός ο μέμνων. Ρώτησα και τούς μορφωμένους φίλους μου. Ένας δευτερεύων ήρωας, τριτεύων κιόλας, στην ιλιάδα, απλώς. Μπορεί και να τόν έριξε τόν πιτσιρικά με κάτι τέτοια. Δεν βαριέσαι, αντιπαθέστατη αλλά τής είχαν πεθάνει όλοι.

  

 

 

δεν φανταζόμουνα ποτέ ότι θα τήν εκδικηθώ τόσο εύκολα αυτήν τήν ιστορία. Αυτό που συνέβη με τόν κλάϊστ δεν μπορούσα να τό φανταστώ δηλαδή, στο βερολίνο. (Ο κλάϊστ θεωρείται ιδιοκτησία τού βερολίνου. Η kleiststraße είναι κεντρική και ατέλειωτη. Εκεί έζησε, εκεί αυτοκτόνησε). Άλλο καλοκαίρι ήτανε τώρα, και τά ’χα μ’ έναν μικρότερό μου έλληνα – είχα μεγαλώσει τώρα λίγο περισσότερο κι εγώ, μού ’χαν πεθάνει και όλοι : αύγουστος μήνας πάλι, κι αποφασίζουμε να πάμε στο βερολίνο με τ’ αυτοκίνητο.

μάς περίμενε η κίρστι να μάς υποδεχτεί – καμία σχέση αυτή με τόν μέμνονα, η κίρστεν τό κριστάκι, όπως ήτανε τό σωστό, ήθελε μόνο να ’ναι ευτυχισμένη και να κάνει παιδιά. Στο σπίτι μου μια από τίς φορές που τήν φιλοξενούσα εγώ είχε βρει και διάβαζε κάτι για τόν κλάϊστ και είχε συγκινηθεί τόσο με τήν αυτοκτονία του – αχ, γιατί να τελειώσουνε έτσι – μού έλεγε. Απόρησα τότε, καλά, δεν τά μαθαίνανε στο σχολείο τους αυτά ; στην ελλάδα ήρθε να τά διαβάσει ; Εμείς καθοδόν κολλήσαμε στο μόναχο λίγο παραπάνω κι αργήσαμε να πάμε, ανησύχησε μάς είχε μαγειρέψει και τά καλά της φαγητά, κι ύστερα τά ’φαγε και τά ξαναμαγείρεψε. Η γάτα της η μίμυ επίσης μάς έκανε χαρές, και όλα ήταν μια χαρά : Είχε πέσει τότε τό τείχος.

τόν φίλο μου τόν είχα πρήξει με τόν κλάϊστ, που τού ’χε γίνει κι αυτουνού έμμονη ιδέα – εξάλλου τήν kleiststrasse πήραμε για να φτάσουμε στο kreuzberg, κι η μόνη που δεν ασχολιότανε ήτανε η κρίστι – δούλευε στην όπερα κιόλας εκείνη τήν εποχή, αλλά όπερα δεν έγραψε ο κλάϊστ. Ο καιρός ήτανε πάντα υπέροχος, και μια κυριακή με καταπληκτική λιακάδα λέμε να πάμε στη βάνζεε τή λίμνη που ’ναι ο τάφος του – αφήσαμε τ’ αυτοκίνητο και πήγαμε με τό τραίνο. Η κρίστι στη δουλειά της – ούτε που τήν ένοιαζε ο κλάϊστ – κάτι οδηγίες άλλωστε που τής ζήτησα μού απόδειξαν ότι δεν είχε πάει ποτέ – εκεί ήταν τό μέρος που αυτοκτόνησαν – είπαμε εντάξει, πάμε και θα τά βρούμε, μικρή βάνζε, μεγάλη βανζέ, θα τίς βρούμε – γιατί είναι δύο λίμνες, η μικρή και η μεγάλη : τό μέρος που βρήκε ο κλάϊστ τότε ήτανε δίπλα στη μικρή – είχε βρει μια λακκούβα, ένα γούβωμα, κι εκεί έκαναν τό τελευταίο τους πικνίκ με τήν εριέττα. Είχαν κέφι, είχαν και κρασί, είχαν γράψει τά γράμματά τους, εκδότη δεν είχε, ο χόμπουργκ δεν παίχτηκε, αυτή είχε καρκίνο, τό δέχτηκε αμέσως αυτός. Τό πανδοχείο που μείνανε ήτανε μακριά – ακούστηκαν μόνο στο τέλος 2 πυροβολισμοί. Κι οι 2 λίμνες τότε πρέπει να ’ταν ερημικές τοποθεσίες, και η μικρή βέβαια ακόμα περισσότερο.

τώρα, ήταν άλλο πράμα. Τό μέρος ήταν μια τεράστια θάλασσα, μια κοσμική λουτρόπολη, γεμάτη γιωτ τεράστια, πανάκριβα, πολυτελείας. Κι ο κόσμος πολυτελείας, πολύ, περισσότερο απ’ ό,τι κανονικά στο βερολίνο. Παρόλο που ξαφνιαστήκαμε με τόν κόσμο – ήτανε σα να ’χε βγει όλη η καλή κοινωνία βόλτα στη βανζέ, τό πήραμε ελαφρά. Ήτανε και τό θέαμα ενδιαφέρον αν εξαιρούσες τή βαβούρα, ήτανε σαν αυτόν τόν πίνακα τού σιρά με τή λίμνη και τίς ομπρέλες, κάθονταν πάνω στο χορτάρι στις όχθες τής λίμνης, κάθονταν στα παγκάκια, κάθονταν στα ωραία μαγαζιά, μικροί μεγάλοι παιδιά οικογένειες ζευγάρια ζευγαράκια, πλούσιοι, πλουσιότεροι, φτωχότεροι, μικροαστοί, πλαιημπόϋδες, μοντέλα, γέροι, γριές, εσωτερικός τουρισμός, ένας χαμός γινότανε. Τό πήραμε ελαφρά. Βλέποντας κάτι γιωτ σαν υπερωκεάνεια μες στη λίμνη, και προς τήν όχθη, και μέσα κοντά σε κάτι βουνά πέρα, λέμε «αυτή είναι σίγουρα η μεγάλη. Θα περπατήσουμε και θα βρούμε κάπου σε καμιά ερημιά τή μικρή.» Φανταζόμαστε ότι θα υπάρχουν και ταμπέλες που θα λένε για τόν τάφο και τά λοιπά. Φανταζόμαστε ότι μπορεί να υπάρχει και κάνα είδος προσκύνημα κατά κει, και να περιμένουμε και σε καμιά ουρά. Κάνουμε απλώς μια πρώτη ερώτηση, προς τά πού πέφτει η μικρή βανζέ, για να πάμε προς τή σωστή μεριά, αλλά η απάντηση είναι μάλλον ασαφής. Μάλλον αυτοί που ’ναι σ’ αυτό τό σημείο τής μεγάλης, δεν ασχολούνται με τή μικρή και δεν τήν ξέρουν. Τό παίρνουμε αψήφιστα, και προχωράμε προς τά κει που ’ναι τά μαγαζιά, να πιούμε τίποτα και να ρωτήσουμε εκειπέρα που θα ξέρουν. Εκεί είναι που αρχίζει τό πράγμα να μάς μπερδεύει λίγο. Τό γκαρσόνι δεν ξέρει, αλλά είναι πολύ ευγενικό παιδί (όλα τά γκαρσόνια στη γερμανία είναι πολύ ευγενικά, ίχνος βλαχιάς), και θα φωνάξει τόν ιδιοκτήτη ή τόν διευθυντή ή κάποιον ανώτερό του να μάς τά εξηγήσει. Αυτός δεν ξέρει ότι υπάρχει μικρή λίμνη κιόλας κοντά στη μεγάλη, παίρνει κι ένα τηλέφωνο όμως, τόσο εξυπηρετικός. Γυρνάει μάλλον χαρούμενος, μάς δείχνει μια κατεύθυνση, ναι δεν τό ήξερε, αλλά υπάρχει και μια μικρότερη λίμνη που είναι μάλλον από κει. Τό γκαρσόνι είναι όμορφο αγόρι έρχεται και ξανάρχεται, ρωτάει αν είμαστε εντάξει, πολύ συμπαθητικό. Ο κόσμος τρώει πίνει και φωνάζει, ελληνική λουτρόπολη αλλά στο πολύ πλούσιο, ο κλάϊστ δεν ταιριάζει σίγουρα εδώ : σηκωνόμαστε προετοιμασμένοι για περπάτημα – αλλού θα ’ναι η ουρά, αν υπάρχει. Τίποτα σ’ αυτή τήν ηλιόλουστη χάβρα δεν έχει σχέση με τόν κλάϊστ – κι ούτε ο κλάϊστ δεν θέλει να έχει σχέση μαζί της : ούτε η εριέττα, αν κι αυτή από πολύ πλούσια οικογένεια προερχότανε (κι ο κλάϊστ όμως) : από κάτι τέτοιους θέλανε να ξεφύγουνε : κάτι τέτοιοι καθωσπρέπει δεν τού βγάζαν τά βιβλία, δεν τού παίζαν τά έργα. Κάτι τέτοιοι καθωσπρέπει ξεσήκωσαν τόν κόσμο με τήν διπλή αυτοκτονία, να μην ακουστεί, να μην γραφτεί, να μην ταφεί η εριέττα δίπλα του, να μην γραφτεί τό όνομά της τουλάχιστον : ένας φίλος του επέμενε σαν τό σκυλί να γίνουν όλα όπως τά είχαν οι δυο τους παραγγείλει – σ’ αυτόν οφείλουμε και τήν επιγραφή στον τάφο : Nun, o unsterblichkeit, bist du ganz mein : Και τώρα, αιωνιότητα, όλη δική μου! (αθανασία λέει, αλλά έχω τό γνωστό πρόβλημα με τή λέξη, στα ελληνικά τή λέω πάντα αιωνιότητα (η φράση είναι από δικό του έργο τόν πρίγκηπα τού χόμπουργκ, και μού πάει καλύτερα για τίς ανάγκες τού διηγήματος τώρα εδώ να πω ότι τήν οφείλουμε στον φίλο του γιατί εδώ που τά λέμε ταιριάζει και πολύ πάνω εκεί στον τάφο μια φράση από τό καλύτερό του έργο – στην πραγματικότητα όμως μια που τό έργο αυτό δεν παίχτηκε όσο ζούσε και ήταν άγνωστο, ο φίλος του έβαλε ένα άλλο ποίημα με τή λέξη αιωνιότητα πάλι μέσα, οι ναζί πήγανε και τήν αλλάξανε τήν ταφόπλακα επειδή τό ποίημα εκείνο ήτανε ενός εβραίου ποιητή και τώρα που σ’ ένα χρόνο θα έχουν τήν επέτειο τών 200 χρόνων από τούς δυο θανάτους ο δήμος ετοιμάζεται για νέες αλλαγές και βελτιώσεις πάνω στον τάφο διαβάζω)) – φυσικά ένα μέρος τού σκανδάλου οφειλότανε στο ότι η εριέττα ήτανε παντρεμένη και με παιδί. Τά γράμματά τους όμως είναι βαθιά γλύκα, τόν λέει αρνί της, χρυσαφένια αχτίνα και διάφορα. Μαρτυρίες τού ξενοδόχου αργότερα (εκεί στη μικρή βανζέ) καταγράφηκαν όπου τούς έβλεπε να γελάνε και να παίζουν σαν παιδιά, αυτός να θέλει να κάνει τραμπάλα κι αυτή να τόν γεμίζει χαϊδευτικά κοριτσάκι μου αγοράκι μου λέγανε (ήτανε στα τριαντατέσσερα συνομήλικοι και οι δυο), «γλυκό μου αγόρι», «γλυκό μου κορίτσι», αυτή τόν έλεγε και ουράνιο τόξο της, αχτίνα της χρυσή (μητέρα της πατέρα της μαθητή της δάσκαλό της) (στα γράμματά της) κι αυτός να θέλει να κάνει τραμπάλα – τή μέρα που πήγαν για τό τελευταίο πικνίκ. Περάσανε θαύμα. Αποφασισμένοι.

είμαστε κι εμείς αποφασισμένοι να βρούμε τό μέρος τού πικνίκ. Αδιόρατα έχει εγκατασταθεί ένα κλίμα ότι ουρά μάλλον δεν θα υπάρχει – αυτά καθορίζονται σχεδόν εκ τών προτέρων, όταν υπάρχουν παντού ταμπέλες, ξέρεις τί έχει να γίνει – εδώ δεν υπάρχουν πουθενά ταμπέλες, και μάλλον όσοι έρχονται εδώ δεν είναι γι’ αυτούς. Θα τή βρούμε τή μικρή λίμνη όμως.

δεν τή βρίσκουμε. Κάτι κυρίες σε ένα παγκάκι πιο απόμακρα, μάς λένε «εδώ είναι η μικρή λίμνη», και μάς κοιτάνε καλά – καλά. Κοιτάμε γύρω μας, δεν υπάρχει ίχνος χώρου για λακκούβα, πλάτωμα, και πανδοχείο : τό μέρος είναι πνιγμένο στα χόρτα, μια στενή λουρίδα γης, ξαναβγαίνουμε στον μεγάλο δρόμο. Υπάρχει μια γέφυρα πάνω από ένα στενό σημείο τής λίμνης, βγάζουμε μια φωτογραφία. Ξαναγυρνάμε στον μεγάλο χαμό τής αρχής, τόν πίνακα τού σιρά, κι αρχίζουμε να ρωτάμε εκειπέρα. Τώρα έχω νέα έμπνευση, δε ρωτάω για μικρή λίμνη, ρωτάω για τόν τάφο τού κλάϊστ : kleistgrab γερμανιστί. Ένα αξιοπρεπές ζευγάρι μεσήλικων σ’ ένα παγκάκι είναι απ’ τούς πρώτους τυχερούς : Μέ κοιτάνε καλά – καλά : Τί ’ναι αυτό ; Ο κλάϊστ ο ποιητής, ο τάφος του. Δεν τό ξέρουμε. Η γυναίκα πιο ειλικρινώς αμήχανη, ο άντρας παίρνει ένα πονηρό υφάκι : Για ποιητή να ρωτήσετε αυτές τίς κυρίες εκειπέρα. Δείχνει με τό δάχτυλο επιδεικτικά σ’ ένα παγκάκι δυο ηλικιωμένες γερμανίδες. Αν είχα σώας τας φρένας θα τόν περιφρονούσα απλώς, αλλά έχω αρχίσει να ζαλίζομαι (μ’ έχουν χτυπήσει και τά ποτά κι η αντηλιά στο κεφάλι) και πάω καταπάνω τους : Μήπως ξέρετε παρακαλώ τόν τάφο τού κλάϊστ πού είναι ; Μέ κοιτάνε θυμωμένες : Δεν ξέρουμε κανένα τάφο. Δικαίως θυμώσανε. Χαμογελάω όσο μπορώ σεμνά κι απομακρυνόμαστε σα βλάκες. Έχω τήν εντύπωση ότι γίνομαι τό νούμερο τής παραλίας, αλλά παρόλ’ αυτά γυρνάω σαν τήν άδικη κατάρα πάνω–κάτω, ρωτάμε παντού, δεξιά αριστερά, όλα τά παγκάκια, τούς ξαπλωτούς στα γρασίδια, τούς όρθιους : Ο τάφος τού κλάϊστ ξέρετε πού είναι μήπως ; Ποιανού ; Τού κλάϊστ, είναι εδώ κοντά, στη μικρή βανζέ : Ποιος είν’ αυτός ; Ο κλάϊστ ο ποιητής. Όχι, δεν τόν ξέρω. Έχω τήν εντύπωση ότι γελάνε κιόλας, όσοι δεν μάς περιφρονούν εντελώς. Λες να μάς λυντσάρουν στο τέλος ; λέω κάποια στιγμή : μην νομίσουν ότι τούς δουλεύουμε ; για σκέψου να σηκωθούν όλοι αυτοί και νά ’ρθουν καταπάνω μας ; με τήν έννοια άντε από δω ρε σεις που θα μάς πείτε ότι δεν είμαστε και άξιοι απόγονοι ; Ο άλλος έχει όμως άλλη ιδέα : Μπα αποκλείεται, λέει, τί απόγονοι και τρίχες, αυτοί φοβώνται ότι έχουμε candid camera και κάνουμε σφυγομέτρηση κι ότι είμαστε απ’ τήν τηλεόραση (πονηρός προλετάριος, τά βλέπει όλα απ’ τή μεριά τών μικροαστών και καλά κάνει) : Γι’ αυτό να έχεις ύφος σπουδαίο, μην πηγαίνεις σα ζητιάνα, μού λέει.

προσπαθώ αλλά δεν τά καταφέρνω, αφού αισθάνομαι σα ζητιάνα. Ζητιανεύω ακόμα και στον χαρακτηρισμό, ποτέ άλλοτε δεν τόν είχα σκεφτεί ως ποιητή, αλλά τώρα μού φαίνεται ότι θα ζητιανέψω περισσότερο αν πω «τόν κλάϊστ μωρέ που ’χει γράψει τά πάντα». Θα ’ναι πιο προκλητικό, δεν ξέρετε μωρέ τόν κλάϊστ που ’χει γράψει τά πάντα ; Βολεύομαι με τό ποιητής που σημαίνει διάφορα και καθώς μού κατεβαίνει στο κεφάλι ο τίτλος – διαπιστώνω ότι τού ταιριάζει κιόλας. Απομακρυνόμαστε πάλι από τήν παραλία τού σιρά να ξαναβγούμε στον δρόμο με τά μαγαζιά, και βλέπω ένα ζευγάρι να ’ρχεται που μοιάζει κάπως πιο ροκ : είναι πολύ ακριβά ντυμένοι αλλά αυτός είναι λίγο σαν τόν μπόουι κι αυτή λίγο σαν τήν άννι λένοξ : πάω κατά τό μέρος τους με κέφι, επιτέλους αισθάνομαι λίγο άνετα : Σταματούν κι οι δυο πρόθυμα, μέ κοιτάνε. – Ναι, ο κλάϊστ, λέει αυτός, θυμάμαι, τόν έχω ακούσει – πάντως, αν είναι στη μικρή βανζέ, είναι από κει. Μάς δείχνουν τό μέρος προς τή γέφυρα απ’ όπου ήρθαμε, φεύγουμε, ευχαριστούμε επιτέλους πολύ, μάς κοιτάνε κι αυτοί σοβαρά κι ύστερα παν αγκαλιασμένοι προς τόν πίνακα τού σιρά.

έχουμε αποκτήσει μια σχέση πια με τόν χώρο, η μικρή βανζέ πρέπει να ’ναι σίγουρα από δω. Ίσως η γέφυρα ενώνει τίς δυο λίμνες. Ξαναπερνάμε μπροστά απ’ τό μαγαζί που φάγαμε και προχωράμε προς τά κάτω. Περπατάμε περπατάμε. Σ’ όλο τό μήκος τού δρόμου μαγαζιά μαγαζιά – αριστερά μας αυτά, και δεξιά μας τό νερό. Ο ποδηλατόδρομος, τό πεζοδρόμιο, τά χόρτα και τό νερό. Σ’ ένα σημείο πλάϊ στον ποδηλατόδρομο παρκαρισμένα πολλά αστυνομικά. Πλησιάζω έναν αξιωματικό επικεφαλής που ’χει πολύ ωραίο πρόσωπο, μού θυμίζει κάτι από κείνο τό γερμανικό σκέτο χρυσάφι τό πρόσωπό του. Είναι όρθιος και γύρω του κάτι άλλοι μπάτσοι : πάω καταπάνω του : Μέ συγχωρείτε, μήπως ξέρετε πώς θα πάμε στη μικρή βανζέ και στον τάφο τού κλάϊστ ; ετοιμάζομαι να τόν ρωτήσω τρέμοντας. Προσοχή, μού λέει αυτός, μέ τραβάει και μέ παίρνει από τόν αγκώνα να φύγω απ’ τόν ποδηλατόδρομο, που έχω κάτσει σαν άσχετη και τόν κλείνω. Τήν ίδια στιγμή πίσω μου σφυρίζει ένα ποδήλατο και προσπερνάει. Στεκόμαστε πάνω στο πεζοδρόμιο. Μέ κοιτάει με  φυσιολογικό ύφος. Τί θέλετε ; μού λέει, και μέ κοιτάει με κείνο τό βλέμμα τό καθαρό, και τό πρόσωπό του μού θυμίζει τόσο πολύ κείνο τό σκέτο χρυσάφι, τί μαλακίες. – Θέλουμε να πάμε στη βανζέ και στον τάφο τού κλάϊστ, τού λέω. – Από δω θα πάτε, μού λέει αυτός και δείχνει κάτω μακριά που στενεύει ο δρόμος. Από δω ; τού λέω, και τόν κοιτάω με απορία. Ο δρόμος φαίνεται να σταματάει εκεί σ’ έναν τοίχο με τούβλα. Από δω, μού λέει, και μέ κοιτάει ήσυχα. Δεν προλαβαίνω να τού πω ευχαριστώ, έρχεται ο προλετάριος με τό αλάνθαστο ένστικτο και μέ σκουντάει : Πάμε να φύγουμε μού λέει, σιγά μην ξέρει ο μπάτσος. Μέ παρασέρνει προς τά πίσω πάλι. «Αφού εκεί τελειώνει ο δρόμος, πού σού έδειχνε ο ηλίθιος, τό τούβλο σού έδειχνε τούβλα». Σωστά, εκεί που μού ’δειχνε δεν έβλεπα να υπάρχει τίποτα άλλο από έναν τοίχο με τούβλα. Και σιγά μην ξέρει ο μπάτσος τόν κλάϊστ. Καθώς φεύγουμε, γυρίζω άλλη μια φορά και τόν κοιτάω, τί περίεργη ομοιότητα με κείνο τό χρυσάφι (τού καλοκαιριού που πήγε τόσο στράφι σε κείνο τό βρωμονήσι) που είχε η φάτσα του – εκείνος μόλις έριξε μια ματιά με ύφος επιτίμησης και γυρίζει τήν πλάτη. Νιώθω σα να προδίνω τόν άλλον, εκείνον που έτσι κι αλλιώς τόν παράτησα στα κρύα τού λουτρού (εκείνον τόν αύγουστο) και πήγα στο βρωμονήσι. Περιπολικά, τουριστικής αστυνομίας μάλλον, εξακολουθούν να ’ναι παρκαρισμένα  κατά μήκος τού δρόμου, «ορίστε» μού λέει ο φίλος μου, «ρώτα τήν μπατσίνα εκειμέσα, να δούμε τί θα σού πει : θα σού πει τά ίδια ; » Πλησιάζω τό παράθυρο τού τζιπ, είναι μέσα μ’ έναν άλλον και χαριεντίζονται, βλαχόφατσες σε κυριλέ στυλ από τήν τηλεόραση – ενοχλούνται κιόλας, τούς διακόπτουμε, δεν έχει ιδέα, ανοίγει βιαστικά έναν χάρτη, αλλά δεν βρίσκει τίποτα. Ενοχλούμε κιόλας τό φλερτ. Καθώς απομακρύνομαι ρίχνω μια ματιά ίσια κάτω στον δρόμο, σ’ εκείνον. Ακόμα και τό σώμα του μοιάζει, ψηλός λεπτός : Μοιάζει τόσο πολύ. Μόνο η ηλικία είναι διαφορετική. Σα να μού λέει ότι κουράστηκε. Τόν ήξερα τόσο καλά εγώ : είμαι σίγουρη ότι κουράστηκε.

(όσες φορές αναρωτήθηκα γιατί τόν παράτησα, γιατί δεν περάσαμε εκείνο τό καλοκαίρι που τό σχεδιάζαμε τόσες φορές, μόνο μια απάντηση απ’ τήν μαρκησία τής ο… (τού κλάϊστ ακριβώς) μού ’ρχότανε στο νου : – Γιατί σε μένα δεν συχώρεσες κάτι που είσαι έτοιμη να συχωρέσεις στον τελευταίο τυχόντα, τή ρωτάει, κι αυτή τού απαντάει όπως τού απαντάει.

Ναι, απ’ τόν τελευταίο τυχόντα δέχομαι μαλακίες, κι από αμερικάνους κι από αυστραλούς κι από ζωγραφισμένους άγγλους, αλλά απ’ τό χρυσάφι όχι. Όχι μαλακίες από τό καθαρό χρυσάφι.)

αηδίες : αυτός ο μπάτσος, αν δεν ήταν μπάτσος, και τόσο μεγάλος, θα ’ταν σχεδόν ολόϊδιος. Πώς τού μοιάζει τόσο πολύ. Μού ’ρθε στο μυαλό που μια φορά ήθελε να φιληθούμε με τά δόντια, τρίζοντας τά δόντια μεταξύ τους, σχεδόν χωρίς στόμα.

μέ παρασέρνει σ’ ένα δασάκι. Έχει δροσιά εδώ, να ξεκουραστούμε. Πού ξεφύτρωσε αυτό τό δασάκι ; Σαν παραμύθι είναι η κατάσταση ξαφνικά δυο βήματα από τόν δρόμο, τόν ποδηλατόδρομο και τά περιπολικά, βρισκόμαστε μέσα σ’ ένα δάσος με ησυχία. Πουλιά τιτιβίζουν, τρίζουν τά φύλλα καθώς τά πατάμε, ακούω τό μυαλό μου να λυγάει. Υπάρχει ένα μονοπάτι, έχουμε μπει μέσα στους αδελφούς γκριμ με τόν πιο ήσυχο τρόπο. Ίχνος νερού δεν ακούγεται, μόνο δάσος. Έχω ζαλιστεί, νομίζω ότι είμαι υπνωτισμένη μάλλον. Δάσος εμείς και οι ήχοι φύλλα όλων τών χρωμάτων από πάνω μέχρι κάτω, τριξίματα. Ξάφνου βλέπω πέρα μακριά δύο φαντάσματα που έχουν στη μέση ένα ποδήλατο και συζητάνε. Στηρίζουν τά χέρια τους πάνω του, έχουνε τά κεφάλια τους αντικριστά και μιλάνε. Αυτός έχει μακριά γένια, σαν τούς αιώνιους ξυλοκόπους τών παραμυθιών, κι αυτή είναι σαν τήν αιώνια γυναίκα μες στο δάσος : τήν ήρεμη κι ωραία μάγισσα : μαλλιά λίγο πιο σκούρα απ’ τά δικά του, κοντά αυτηνής, ίσα κομμένα γύρω στο πρόσωπο σα μεσαιωνικά, φούστα μακριά φαρδιά, κλαρωτή : ακούω τό μυαλό μου που μού λέει Φτάσαμε. Είμαι σαν υπνωτισμένη, ήρεμη και ξεκούραστη, αυτό είναι σίγουρο, τούς πλησιάζω, στέκομαι δίπλα στο ποδήλατο κι εγώ, και μέ κοιτάνε γαλήνια : Παρακαλώ, πού είναι η μικρή βανζέ ; τούς λέω. Όμορφο βλέμμα από μάγους και οι δυο, κι ανοίγουνε τό στόμα να μιλήσουνε, και ξαφνικά αυτή αλλάζει ρότα :  Από εκεί που θα ’δινε μια απάντηση, κάνει μια ερώτηση : Ένα χαμόγελο κολλάει πάνω στο βλέμμα της αιφνίδια :

   Wen suchet ihr ? Μού λέει : Ποιον ζητάτε ;

   Έτσι τήν ίδια πρόταση που λένε για τόν ιησού.

   Kleistgrab τής λέω εγώ : Τόν τάφο.

σηκώνει ίσια τό χέρι μπροστά και μού δείχνει : Πίσω θα γυρίσετε, θα βρείτε μπροστά σας τόν δρόμο : Κάθετα κάτω δεξιά, θα δείτε τό άπλωμα στο δεξί σας χέρι.

τά άλλα που είπαμε δεν τά θυμάμαι, μόνο ότι είχαμε κοιταχτεί. Ύστερα όταν προχωρούσαμε γύρισα και τούς ξανακοίταξα και είχανε ξαναγίνει τά φαντάσματα στο δάσος με τό ποδήλατο στη μέση και μιλούσαν πάλι με τά κεφάλια αντικριστά : ήσυχα σαν να ’χε κλείσει μια αυλαία τού παραμυθιού γι’ αυτούς και πήγαιναν πάλι τήν κανονική τους μέρα.

ο δρόμος άρχιζε ακριβώς εκεί που τέλειωνε τό δασάκι και πιο πριν δεν μπορούσες να τόν δεις. Ένας μικρός εξοχικός δρόμος, τέτοιοι υπάρχουν άφθονοι στο βερολίνο στα προάστια, με βλάστηση αριστερά–δεξιά και στο βάθος τών κήπων ωραία σπίτια. Τώρα τά σπίτια είναι λίγα, κι απ’ τή μια μόνο μεριά, δεξιά συνεχίζεται μια υποψία από τό δασάκι : Προχωράμε, ερημιά, μέσα απ’ τά δέντρα βλέπουμε ύστερα ένα κτίριο ψηλό ερημωμένο αλλά όχι εντελώς χαλασμένο : τό πανδοχείο, τρέχουμε, έχει ένα πλάτωμα γύρω του όντως, και στα δεξιά του μια επιτύμβια στήλη, αλλά στην αυλή τού πανδοχείου κάναν πικνίκ ; η στήλη ξαφνικά είναι ψυχρή, λέει ότι εκεί σκοτώθηκαν τρεις γενναίοι στρατιώτες σ’ έναν πόλεμο κι ότι τή δόξα τους οφείλουν όλοι να θυμούνται. Ξαναβγαίνουμε. Κάποια μάχη είχε γίνει. Προχωράμε προχωράμε. Ξαφνικά οι πρασινάδες πυκνώνουν και σ’ ένα σημείο ξαναγίνονται δάσος που έχει ένα άνοιγμα δεξιά σαν πόρτα και πιο πέρα στο βάθος ένα ακόμα άνοιγμα απ’ όπου φαίνεται η λίμνη : ξεφυτρώνει ξαφνικά τό γαλάζιο : μπαίνουμε, σχεδόν σκοτεινή αλλά υγρή ησυχία, είναι όλα δεξιά μας, είναι όντως άπλωμα, ελαφρό γούβωμα, πιάνει χώρο, έχουνε βάλει ένα παγκάκι σχεδόν δίπλα, κι απέναντί του ακριβώς άλλο ένα, όλο τό γούβωμα είναι με χόρτα, μπροστά από τήν πέτρα κάποιος έχει ακουμπήσει μια γλάστρα μ’ ένα φυτό και πίσω υψώνεται ο γκρίζος γρανίτης nun o unsterblichkeit bist du ganz mein κάτω χωμένο στα χόρτα κάποιος έχει μπήξει ένα φτερό από χήνα ανάποδα σαν παλιά πένα, δεν υπάρχει πραγματικά τό όνομά της. Πίσω απ’ τόν γρανίτη είναι ένα δέντρο δεν θυμάμαι όμως να ’χαν στρώσει για πικνίκ κοντά σε δέντρο, όλοι μιλούσαν μόνο για άπλωμα αλλά τό δέντρο είναι μεγάλο, μπορεί να ήταν εκεί τότε κι αυτό και να άκουσε και τά γέλια, καθόμαστε στο ένα παγκάκι καθόμαστε και στο άλλο, φέρνουμε φύλλα στο άπλωμα, μπήγουμε ένα φύλλο χαρτί πλάϊ στην πένα, ο αέρας συνέχεια τρίζει και εδώ ακούγονται πολύ αυτά τά «γλυκό μου αγόρι» «κορίτσι μου» «ζωντανή αχτίνα μου» και μυρίζει και τό κρασί και τά πρόχειρα φαγητά τους, ίσως λουκάνικα και τυριά, ακούγεται ακόμα και ο πυροβολισμός ο πρώτος, αν και μένει ασαφής ο χρόνος ανάμεσα στους δύο και δεν ξέρω πόσο γρήγορα έγινε ο δεύτερος, μια υπηρέτρια που τούς είχε πάει τά τελευταία ποτά και έφευγε είπε πως από τόν πρώτο πυροβολισμό που τόν πέρασε για κυνήγι έκανε πενήντα βήματα ώσπου ν’ ακουστεί ο δεύτερος, λέω να κάνω πενήντα βήματα μήπως τόν ακούσω καλύτερα δεν χωράνε πενήντα βήματα όμως σ’ αυτή τή  γούβα, από τό άνοιγμα τής λίμνης έρχονται θόρυβοι, κατεβαίνουμε στο χορτάρι, η απέναντι όχθη είναι πολύ κοντά, κι έχει κι ένα σπίτι, απ’ τό νερό βγαίνουν στρατιωτικά παραγγέλματα, έρχεται από τ’ αριστερά μία βάρκα σαν αυτές που παίρνουν μέρος στους αγώνες κωπηλασίας, έχει μέσα καμιά δεκαριά που κωπηλατούνε ρυθμικά, μπροστά τους καθισμένος ανάποδα ένας δίνει τά παραγγέλματα : εξαφανίζονται στο πι και φι, έρχεται ένα κόκκινο αυτοκίνητο σα μίνι κούπερ από τήν αντίθετη μεριά με δύο επιβάτες καθισμένους με χάχανα στη σκεπή, πλέει σε ίσια γραμμή στο νερό και μόνο η κόκκινη καρότσα του φαίνεται, οι ρόδες είναι βυθισμένες, πλέει πολύ γρήγορα, κάνει κι ένα γουργουρητό και σηκώνει και κυματάκι, εξαφανίζεται κι αυτό. Σκοτεινιάζει, γυρνάμε στον τάφο, τακτοποιούμε τό φύλλο χαρτί καλύτερα πλάϊ στην πένα

αρχίζει να σκοτεινιάζει, βγαίνουμε στον δρόμο και τόν παίρνουμε ανάποδα κι εκεί που τελειώνει τό δρομάκι και συναντάει κάθετα τόν μεγάλο δρόμο, στο σταυροδρόμι ακριβώς, πάνω σ’ έναν τοίχο με τούβλα είναι εντοιχισμένη η ταμπέλα που ανακοινώνει τόν τάφο : έχει κι ένα ανάγλυφο επάνω της, ωραίο, μοντέρνο, από καλό γλύπτη, με τό κεφάλι του προφίλ : Αυτό αναφέρει και τήν εριέττα. Μόνο είναι σκοτεινό, δεν φαίνεται. Θα ’πρεπε να ’χαμε ήδη φτάσει όμως ώς εκεί, για να τό δούμε. Θα ’πρεπε να πάρουμε τόν δρόμο όμως που μάς είπε ο μπάτσος, αλλά τότε όμως δεν θα μπαίναμε στο δασάκι με τό ποιον ζητάτε. Περπατάμε προς τήν παραλία τού σιρά, τά περιπολικά τώρα είναι λιγότερα κι έχουν αλλάξει βάρδιες, αυτόν τόν δρόμο μάς έδειξε όμως ο μπάτσος : ξαναπερνάμε τή γέφυρα και τό μαγαζί που φάγαμε, είναι έρημα τώρα όλα κλείνουνε πέφτει η νύχτα, κοντά στην παραλία τού σιρά έχουν εξαφανιστεί τ’ αυτοκίνητα κι έχει μείνει ένα ακριβό τό χαζεύουμε, από μακριά οι δυο ροκάδες πάνε προς τά κει αργοπορημένοι μάς ρίχνουν μια ματιά ευμένειας και μπαίνουν μέσα. Έρχεται για τά καλά τό ζεστό βερολινέζικο βράδυ είμαστε κοντά στο σταθμό αλλά δεν θέλουμε να φύγουμε τελείως ακόμα, μπαίνουμε σε μια ταβέρνα έχει ζεστή ατμόσφαιρα και μεγάλη μπάρα έχει και χαμηλούς πάγκους σα καναπέδες. Ο κόσμος είναι λίγος είναι μαγαζί για ντόπιους, μια μεσήλικη κουρασμένη τό δουλεύει, που δεν έχει σκοπό να τό βάλει όμως κάτω, κοιτάω τά πόδια της, φοράει κάτι ψηλές πλατφόρμες κι είναι οι αστράγαλοι και τά πέλματα πρησμένα. Πάει γρήγορα σε όλους, μ’ αρέσει αυτή η γυναίκα, Τί έχετε, θέλουμε να φάμε κιόλας εκτός απ’ τό να πιούμε, τής λέω, Kleinigkeiten μού λέει για φαΐ, ψιλοπράγματα, μεζεδάκια, φέρτε τα, τά ψήνει στο πι και φι και τά φέρνει, λουκάνικα με τυρί. Δίπλα μας κάθονται κάτι μεσήλικες ντόπιοι που μάς κατατάσσουνε γρήγορα μεταξύ τους στους ιταλούς με τό γνωστό αυτό ύφος που όλα τά ξέρει. Βάζω μουσική και μόλις τήν ακούνε αρχίζουν να χορεύουν με τά χέρια μερακλωμένοι – δεν έχουνε λεφτά για τό τζουκμπόξ – εργατικοί άνθρωποι, αλλά χαίρονται τή μουσική – εγώ χαίρομαι γιατί πρώτη φορά συναντάω τζουκμπόξ ηλεκτρονικό και είναι ωραίο αν και ψυχρό, δεν έχει εκείνες τίς καμπύλες, σού βγάζει όμως τά εξώφυλλα τών δίσκων και λεπτομερή κατάλογο τών τραγουδιών τού κάθε σιντιού, μαθαίνω να τού δίνω εντολές και βάζω ένα τραγούδι τού πρίσλεϋ εκείνο τό παλιό γερμανικό που έχει πει κι η ντήτριχ και λέγανε παλιά στη γερμανία κι οι στρατιώτες :

muss i denn, muss i denn
zum städtele hinaus
und du, mein schatz, bleibst hier

(χωρίς να μεταφράζω τόν ρυθμό, θα μπορούσα να τό μεταφράσω ως
«θα φύγω τώρα για τήν πατρίδα
σ’ αφήνω πίσω χρυσή μου αχτίνα»
)

(εκείνη τή μέρα γυρίσαμε σπίτι πιο αργά από κάθε άλλη φορά, και η κρίστι έλειπε ακόμα, η μίμυ μάς υποδέχτηκε με γρυλισμούς που τήν αφήσαμε μόνη, δείχνοντάς μας τά δόντια, όμως θα τόν ξεχνούσε τόν θυμό της γρήγορα και θ’ άρχιζε όπου να ’ναι τά γουργουρητά γιατί ήξερε ότι δεν θα ’μενε μόνη όλη νύχτα : θα τά ξέχναγε – διαφορετικά οι γάτες είναι εκδικητικές, οδόντα αντί οδόντος τό πάνε.)

 

 

 

 

 

 

Είπα να σάς αφήσω ένα διηγηματάκι τώρα που φεύγω για διακοπές. Θα τά πούμε πάλι τέλη σεπτέμβρη.
Αν ξαναμπείτε μπορείτε να δείτε και μερικά βίντεο που βρήκα σχετικά (λεπτομέρειες γύρω από τήν αυτοκτονία πήρα από τό κείμενο τού μισέλ τουρνιέ στον τόμο με τά διηγήματα τού κλάϊστ «4 νουβέλες» από τίς εκδόσεις άγρα).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(Όποιος πάει σήμερα στον τάφο θα βρει καλύτερη σήμανση,
και, κάπου μετά τό 2000, πρόσθεσαν και μια μικρή πλάκα με
τό όνομα τής εριέττας πλάϊ στην μεγάλη επιτύμβια τού κλάϊστ.
Έστρωσαν επίσης παντού στη γούβα τσιμέντο και έβαλαν και
κάγκελα γύρω – γύρω, αφήνοντας τό δέντρο απέξω.)

 

 

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: