(ή αλλιως : η σωτηρια του ερωτα)
μερες εγκλεισμου σαν κι αυτες μπορουμε να στρεφομαστε στο παρελθον το παρον και το μελλον μας αδιακριτως
δεν εχω ομως σκοπο να μετατραπω και σε ανθρωπο σχολαστικο : αυτo που θελω να πω συνοψιζεται κυριως σε μια προταση : ουτε ιχνος πολιτισμου (στον συγκεκριμμενο πλανητη) χωρις μαλακια
αλλά ας το παρω απο την αρχη : εν αρχη ην ο καφκα, που τον γνωρισα σχετικα νωρις – στα ελληνικα αρχικα, κι υστερα (αρκετα νωρις παλι) βρηκα τα «γραμματα στη μιλενα» στις εκδοσεις φισερ – κι ηταν ο γοητευτικοτερος καφκα αυτος (για τα γουστα μου) γιατι ητανε ενας ανθρωπος (παρα πολυ, φαινοτανε ακουγοτανε γραφοτανε) ερωτευμενος
αλλά ας το παρουμε κι αυτο απ’ την αρχη : ποτέ δεν επαψα να εχω μια ενοχή διαβαζοντας αυτα τα γραμματα – γιατι δεν γραφτηκαν για να τα διαβασω
αυταρχισμος του «πολιτισμου» μας πρωτος : γραφουμε τη θεληση του άλλου στα απαυτα μας – ειδικα αν ο αλλος πιστευουμε οτι εχει κανει κατι σημαντικο στη ζωη του
αυταρχισμος δευτερος – ο σημαντικοτερος, γιατι εχει πιο μακροπροθεσμες συνεπειες – και τον ξεχναμε ακομα προθυμοτερα : εχουμε τα γραμματα του καφκα γιατι η μιλενα τα εσωσε – δεν εχουμε τα γραμματα της μιλενας γιατι ο καφκα δεν τα εσωσε
μιλωντας για διασωσεις και σωσίματα θα πεταχτω αναγκαστικα και στην ελοΐζα – μολονοτι αυτην την γνωρισα πολυ αργοτερα – αλλά πρωτα παμε στις διασωσεις, και τους ζοφερους θανατους των δύο συγχρονων μας : ομως, πόσο ζοφερες ειναι, εκει, και οι διαφορές :
εκεινος δεν κλειστηκε ποτέ σε στρατοπεδο συγκεντρωσης – πεθανε (ευτυχως) απο την αρρωστεια του – και τα χαρτια του μειναν αθικτα, και ασφαλη, στο σπιτι του – συνεπως οταν παραγγειλε στον φιλο του να τα καψει, εκεινος ειχε ολη την ανεση ή τη δυνατοτητα να τα διατηρησει (κι αυτο εκανε, για το καλο μας (εκανε και κατι μικρολογοκρισιες που βγηκαν προσφατα, αλλά γι’ αυτο θα πουμε – επειδη ειναι γενικοτερο φαινομενο κι αυτο πολιτισμου και πουριτανισμου και αυταρχισμου – σε αλλη αναρτηση : εκει που θα ψαξουμε τις ομοφυλοφιλες διαθεσεις του καφκα (θυμαμαι τωρα ας πουμε αυτο, κατα προσεγγιση) : «δυο αγορια στην παραλια ξαπλωμενα πανω στην αμμο : τα περνας μόνο με τη γλωσσα»)
το θεμα εδω ομως που μας ενδιαφερει ειναι οτι στα χαρτια του καφκα τα αντιστοιχα γραμματα της μιλενας δεν βρέθηκαν – αρα ο ιδιος ο καφκα τα ειχε καψει, ή πεταξει, οσο ζουσε και ηταν καλα στην υγεία του / για το οτι φροντιζε παντως σχολαστικα για τα παντα που τον ενδιεφεραν δεν εχουμε καμμια αμφιβολια, γιατι (πολυ μετα τον χωρισμο τους) εστειλε στη μιλενα ολα τα ημερολογια του (να τα φυλαξει κι αυτα…)
εκεινη δεν ηταν αρρωστη – και δεν ηταν ουτε και εβραια – ενω ειχε την τυχη που κανονικα θα περιμενε εκεινον : εζησε στο στρατοπεδο (αν και πεθανε απο «αλλη» αρρωστεια εκει – δεν προλαβανε να την εξαερωσουνε – εχουμε μαλιστα τη ζωη της ως εγκλειστη, απο την μαργκαρετε μπούμπερ νόϋμαν που επεζησε, και τα εγραψε)
συνεπως μπορουμε μετα βεβαιοτητος να πουμε οτι η μιλενα αφησε τα χαρτια της ταχτοποιημενα στο σπιτι της : και μεσα σ’ αυτα ηταν τα γραμματα που της ειχε στειλει (επι δυο χρονια περιπου, τοσο κρατησε αυτο) ο καφκα (περιττο να πουμε οτι σώθηκαν ολα και (ευτυχως) και τα ημερολογια)
επομενως σ’ αυτην χρωσταμε την αλληλογραφια τους – που την εχουμε ομως φυσικα μισή – διοτι ο καφκα καταστρεψε τα δικα της γραμματα, ειπαμε, δυστυχως και κριμα (αυτο ομως βασικα αφορουσε γενικως, και τελικως και αρχικως μόνο τον ιδιο, εμεις δεν παιζαμε σ’ αυτο το παιχνιδι, ουτε μας ηξερε ουτε τον ενδιαφεραμε – ουτε και ειχε φανταστει οτι μπορει να ενδιαφερομαστε : η πραξη της καταστροφης ητανε ενας αυταρχισμος, και μια σκληροτητα ή μια βοηθεια, του ιδιου προς τον εαυτο του, ενας τροπος να λυσει ενα προβλημα που τον βασανιζε, και αποφασισε να το ξεχασει)
αν η μιλενα ηταν – και πόσο, και, κυριως πώς – ερωτευμενη δεν το ξερουμε, εχουμε μόνο τις απαντησεις του καφκα στις περιγραφες της, και εχουμε και τις ελαχιστες φρασεις της οπως τις ξαναγραφει ο ιδιος σε μερικα γραμματα, κυριως για να παραπονεθει οτι τον παρεξηγει ή – σπανιοτερα – για να θαυμασει καποια της διατυπωση – συνηθως γραμμενη στα τσέχικα : τοτε της απανταει κι αυτος στα τσεχικα
αυτη η επιστροφη της μιλενας στη μητρικη τους γλωσσα εχει, παρεμπιπτοντως, κατι το ειρωνικα ξενο μεσα στην αλληλογραφια, κατι που ειναι ομως απο απλα χρησιμο εως οντως συγκινητικο, και κυριως κατι που εικονογραφει με μια ξαφνικη πολυχρωμια τη σχεση τους : τα τσεχικα ειναι μια ταυτοτητα την οποία ο καφκα απωθει και την οποία η ιδια αναμφισβητητα οχι απλως υποστηριζει αλλά και πολυ αγαπαει : αλλωστε γνωριστηκανε καθως εκεινη αποφασισε να μεταφρασει εργο του στα τσεχικα (οταν καπου βρηκε δημοσιευμενο το διηγημα ‘ο θερμαστης’) / αυτη ηταν και η πρωτη μεταφραση εργου του καφκα σε οποιαδηποτε ξενη γλωσσα /
θυμαμαι ας πουμε τωρα μια μεταγραφη που του στελνει της λεξης επιθυμια, λαχταρα («sehnsucht») στη μητρικη τους, εκδοχη που εκεινος επαναλαμβανει και ειναι καπως σαν «τούχα», λεξη που εμένα μού πηγαινει περισσοτερο προς την «καυλα» – χωρις να εχω ιδεα απο τσέχικα, παντως*
την τριπλη αυτη παντως σχεση του καφκα με την πατριδα του και τη γλωσσα του (και τον εβραϊσμο του) σε σχεση με τα γερμανικα την περιγραφει επαρκεστατα ο ελιας κανεττι**
απ’ αυτον μαθαινουμε (αν θελουμε να το δουμε, ο κανεττι δεν το τονιζει ιδιαιτερα) οτι το κατεξοχην θυμα του καφκα ηταν οχι η μίλενα αλλά αναμφισβητητα η φελίτσε : η οποία ουτε ερωτευμενη ηταν αρχικα ουτε τιποτα, ο καφκα κατι ειδε οταν την γνωρισε και αποφασισε να φτιαξει αυτην την ιστορια (η σχεση τους κρατησε μια πενταετια και περιελαβε και δυο αρραβωνες – και φυσικα και μια «δικη», οπως την περιεγραψε δημιουργικοτατα ο κανεττι)
η αυταρχικοτητα αυτου του υπερευαισθητου (παιδιου ενος αυταρχικοτατου πατερα) αναδεικνυεται λοιπον ευκολοτερα μεσα ακριβως απο τη σχεση του με την πρωτη του αγαπημενη – στη σχεση με τη μιλενα δυσκολευομαστε να τη δουμε, οχι ομως οτι δεν τη βλεπουμε και καθολου – υπαρχουν εξαρσεις, κυριως οταν θεωρει οτι παρεξηγειται, οπου μεσα απο την θερμή ερωτευμενη μορφη τού περιπου εφηβου ξεπροβαλλει ξεδιαντροπα ο μπαμπας του (θυμαμαι τωρα εκεινα τα «μη μου γραφεις αλλο» και «σταματα να γραφεις» που ισορροπουν ειρωνικα αμηχανα και περιπου τραγικα με τα «το γραμμα σου η ευτυχια» και τα «δεν κοιμηθηκα, αντι να κοιμηθω σε διαβαζα»)
ισως βεβαια ο καφκα, οταν εφτασε να γνωρισει τη μεταφραστρια του, να ειχε παρει καποια μαθηματα στο μεταξυ – ή ισως η νοοτροπια της μιλενας (ανηκε σε κυκλους φεμινιστριων και ηταν σαφως, περα απο διαβασμενος, και χειραφετημενος ανθρωπος) να μην του αφηνε πολλα τετοια περιθωρια για (εντελει πολυ χοντρες) χοντραδες : ισως γι’ αυτο εξαλλου την ερωτευτηκε τοσο πολυ, κι ισως γι’ αυτο εξαλλου δεν την κερδισε κιολας ποτέ (ειναι χαρακτηριστικο για να μην πω και θλιβερο, οτι η κατεξοχην αιτια συγκρουσεων μεταξυ τους, το γεγονος δηλαδη οτι εκεινη δεν θελει να παρει διαζυγο απο τον αντρα της, λυνεται ως δια μαγειας δυο χρονια μολις μετα το τελος της αλληλογραφιας τους, τοτε που η μιλενα και χωριζει τον αντρα της, και παντρευεται εναν αλλον)
(παρενθετικα : ουτε της φελιτσε «σωθηκε» κανενα γραμμα – ο καφκα τα καταστρεψε κι αυτα – τα δικα του ομως παλι (πανω απο 500), οπως και η μιλενα ετσι και η φελιτσε θα τα εσωζε : θα τα ’παιρνε μαζι της στην αμερικη οπου θα καταφευγανε με τον, μετεπειτα και εκείνης, αντρα (ηταν, αμφοτεροι αυτοι, εβραιοι), και εκει, στη νεα υορκη, οταν βρεθηκε σε οικονομικη αναγκη θα τα πουλουσε σ’ εναν αμερικανο εκδοτη (αναμφισβητητα και παλι για το καλο μας)
(παρενθεση δευτερη : συμφωνα με τον κανεττι, μετα τη δίκη που υπεστη απο τους συγγενεις τής φελιτσε (και η οποία δίκη τον οδηγησε τελικα στη διαλυση του πρωτου αρραβωνα (θα επακολουθουσε ομως πολυ συντομα ο δευτερος)) ο καφκα σ’ ενα μηνα μεσα, αρχισε τη συγγραφη της δικής του «δίκης» : το παραθυρο που ανοιγει ξαφνικα εδω, οδηγει σαρδονια σε μια ολοκαθαρη θεα του λαβυρινθου απο την ανω–κατω ζωη στην ανω–ανω τεχνη)
(παρενθεση τριτη, και τελευταια : ο πιο εκτεθειμενος και λιγοτερο αυταρχικος (ή, απο μια αλλη αποψη, ο περισσοτερο (αν και καλυτερα κρυμμενος) αυταρχικος) καφκα, παντως, βρισκεται στο «γραμμα στον πατερα» : αυτο κι αν γραφτηκε για να μην το διαβασω – δεν γραφτηκε για να το διαβασει καν ο «πατερας» – οσο κι αν αυτο δεν ειναι και εντελως αληθεια : το «γραμμα στον πατερα» ανηκει σε κεινα τα γραφτα οπου διακρινεις στην ιδια την αρχη του τα λοξοδρομισματα τού απολυτως συνειδητού εργου τεχνης : γραφεται για συγκεκριμενο προσωπο το οποίο την ιδια στιγμη σβηνεται και καταργειται, καθως την ιδια παλι στιγμη βλεπεις να ορθωνει το αναστημα του μπροστα στον γραφοντα ο παγιος – και μοναδικος του – αναγνωστης : ο εαυτος του / και φυσικα ενω το γραμμα αυτο ο καφκα δεν το ’στειλε ποτέ, ουτε το πεταξε ουτε και το εκαψε ουτε και το εξαφανισε, παρα το κρατησε σχολαστικα στα χαρτια του).
(και μια εξομολογηση : και καθε φορά που διαβαζω αυτον τον μονολογο του καφκα μεσα απο τη μιση σωζομενη αλληλογραφια με τη μιλενα, και κοιταω και τα κειμενα της μιλενας που εκεινη δημοσιεψε οσο ζουσε, πρωτον μεν συνειδητοποιω καλυτερα πόσο εντελως ανομοιοι ειναι οι ανθρωποι, δευτερον πόσο δυσκολα ειναι τα πραγματα οταν αυτες οι ανομοιοτητες αποφασισουν να αλληλοερωτευτουν, τριτον δε (και το πιο ενδιαφερον για μενα) ειναι οτι – συμφωνωντας με την μιλενα – και βλεποντας την ολοζωντανη μπροστα μου, και συνδεοντας την ακριβως με αλλες γυναικες που εχω δει ολοζωντανες μπροστα μου, και εχοντας ακουσει την, πρακτικη και φεμινιστικη και λογικη φωνη της, να βγαινει με τους ιδιους περιπου ηχους απο τα δικα τους στοματα / συμπασχοντας δηλαδη απολυτως με την μιλενα / – διαπιστωνω οτι υφισταμαι ξαφνικα μια μεταλλαξη : χανω ξαφνικα το φυλο μου, και γινομαι εκεινος ανευ ορων : παραβλεπω τις σπαραχτικες του χοντραδες και πιανω την καρδια μου καθως τον βλεπω να καθεται στο τραπεζι του και να ετοιμαζεται να βαλει τα χερια του πανω σε αγραφα χαρτια.)
αν ομως μιλαμε για σωσιματα κειμενων, οφειλουμε να θυμηθουμε, πρωθυστερα ελαφρως ισως, αλλά πρωτα και κυριως την ελοΐζα – και σ’ αυτην επομενως να παμε τωρα καθυστερημενα, κανοντας μια επιστροφη περιπου χιλια χρονια πισω : η ελοΐζα λοιπον – και, στην περιπτωση αυτη, παρεμπιπτοντως μόνο ο αβελαρδος – : «παρεμπιπτοντως» οχι γιατι δεν εχει, και αυτος, σημασια, αλλά γιατι χωρις την ελοΐζα δεν θα τον ειχαμε ουτε αυτον ολοκληρον (θα ειχαμε μονο ο,τι θα ηθελε αυτος να μεινει απο την ιστορια – θα ειχαμε δηλαδη μια οχι απλως φτωχη αλλά και φτηνη και ευκολη εκδοχη της ιστοριας – της «δυστυχισμενης του ιστοριας», οπως επεδιωξε να την συντηρησει στον αιωνα ο ιδιος ως historia calamitatum)
θα ’ταν δηλαδη ενα κειμενο που εγραψε ενας αντρας στα 54 του χρονια (αυτο δεν θα πειραζε), ευρισκομενος ομως αλοιμονο πολυ μακρια πλεον απο τον ερωτα – στον οποίο θα απαντουσε θυμωμενα αλλά και απολυτως λογικα, εκεινη – και αυτη θα ηταν η ερωτικη «ιστορια» που για (πολλους) αιωνες θα ειχαμε μόνο, απο τους δύο :
τα οχτω δηλαδη γραμματα που ανταλλαξανε μεταξυ τους (πεντε εκεινού, τρια εκεινής), οταν ηταν πια χωρισμενοι, και ειχαν κλειστει και οι δυο ο καθενας στο μοναστηρι του (να υπενθυμισω οτι η ελοΐζα καμμια διαθεση δεν ειχε να καταληξει εκει, της το επεβαλε εκεινος – οπως της ειχε επιβαλει και τον καταστρεπτικο οπως αποδειχτηκε, και για τους δυο τους, γαμο) αυτα τα οχτω γραμματα θα ηταν για αιωνες το μοναδικο στοιχειο που θα ειχαμε απο την ιστορια τους
και θα ηταν μια ιστορια που θα την χρωματιζε το ανοικονομητο, και αλαζονικο, κειμενο εκείνου («ημουνα τοσο σπουδαιος τοσο νεος και τοσο ωραιος που ειχα οποιαν ηθελα, δεν τιθενταν θεμα να μ’ απορριψει καμμια»)
και δευτερευοντως μόνο η θυμωμενη και κατα διαλειμματα απαντηση εκεινής
η οποία εκλαιγε και θρηνουσε με σπαραχτικους λυγμους (εικονα που παραδιδει ευθαρσως ο ιδιος ο αβελαρδος) κατα την τελετη που χειροτονηθηκε καλογρια, καθως σηκωνε ψηλα το ευαγγελιο
αυτη που δεχτηκε αυτη τη φυλακη μόνο και μόνο για να τον ευχαριστησει : φανταζομαι οτι φανταζοταν πως ηταν η τελευταια πραξη ευχαριστησης που μπορουσε να του προσφερει – κι ας ειχε κανει ολα τα λαθη εκεινος και κανενα λαθος αυτη
κι αυτη που του ειχε πει, εγκαιρως, «προτιμω να ειμαι πουτανα παρα παντρεμμενη / η σκροφα σου παρα η συζυγος σου»
και φυσικα εκεινη που στο πρωτο της γραμμα θα τον ρωτουσε, καθολου σαν καλογρια : «Ενα πραγμα πες μου. Αν μπορεις. Γιατι απο τοτε που μπηκαμε κι οι δυο στα μοναστηρια, που ηταν μια δικια σου αποφαση, με αγνοησες και με ξεχασες τοσο, που να μη μου δινεις ουτε μια μικρη βοηθεια μιλωντας λιγο μαζι μου οταν ερχοσουν εδω, ουτε την παρηγορια ενος γραμματος οταν δεν ερχοσουν ; »
(το αν μπορεις δειχνει βεβαια πόσο θυμωμενη ητανε, και πόσο συγγραφαρα ητανε : δεν τη φυλακιζεις ετσι μια ελοΐζα, κι υστερα να μην της κανεις ουτε μια επισκεψη στη φυλακη, οταν πας και επισκεπτεσαι τον δεσμοφυλακα ευχαριστως : εκεινη φυσικα και δεν ειχε καμμια δουλεια να κλειστει εκει μεσα, ειχε τον γιο της να φροντισει – κι ομως το ’κανε, για να του δωσει μια τελευταια ικανοποιηση, οτι αποκλειομενος αυτος απ’ τον ερωτα, αυτη δεν θα ’βλεπε αλλους : Αν μπορεις, λοιπον, απαντησε της.)
και φυσικα ηταν εντελει αυτη που θα τού εγραφε το ανειπωτο : «στο κελι μου μεσα στο μοναστηρι συνεχεια βλεπω με τη φαντασια μου τον ερωτα που καναμε τοτε στην εκκλησία.»
προσωπικα, αν μου επιτρεπετε, δεν ξερω ανα τους αιωνες, μεγαλυτερη – και γενναιοτερη – ομολογια πραγματικα ερωτικης μαλακιας απο αυτην.
«κι ετσι τα κανω ολα στα ιδια μερη μαζι σου, κι ουτε στον υπνο μου δεν τα γλιτωνω» (και στην καθωσπρεπει γλωσσα των επιστημονων αυτο λεγεται αυτοερωτισμος (σελ. 67))
η ελοΐζα ειναι λοιπον σαφες οτι ειχε μυαλο και θαρρος, και δεν ητανε επουδενι η υποταγμενη μικρη ερωτευμενη, οπως θελησαν μεσαιωνες και αναγεννηση να την σταθεροποιησουν σαν εικονα – απο το πρωτο της γραμμα ηδη τού το θυμισε : «προτιμουσα εγω τον ερωτα απο τον γαμο, την ελευθερια απο τα δεσμα»
(το θαρρος εκείνου βεβαια το συζηταμε, αν υποτεθει οτι ειναι θαρρος να επιζεις μετα απο μια τετοια τιμωρια – κι αν ειναι θαρρος να τα σβηνεις ολα για να επιζησεις : «δεν ενιωσε ερωτα γι’ αυτην ποτέ, ο,τι υπηρχε μεταξυ τους ηταν μόνο λαγνεία», ειχε την ετοιμοτητα συνεπως αργοτερα να διακηρυξει – αλλά μια αποστροφη προς καθε τι σωματικο συνοδευει σιγουρα και ώς τα σημερα τους παντες : αυτος ο αυταρχισμος και η συνοδευτικη εκ των υστερων περιφρονηση προς τον ερωτα, επιζει ακομα και σ’ οσους δεν εχουν παρει χαμπαρι δηλαδη οτι κατι τούς εχει αποκοπει και, πιθανως, τούς λειπει)
(και μη μου πει κανεις οτι ειχε υποστει τετοιο πληγμα ο αβελαρδος, που δικαιολογουνταν να επιδειξει τωρα αυταρχισμο και κακους εως την απολυτη γαϊδουριά, τροπους – γιατι τους ειχε κι απο πριν : μερικες φορές πηδηχτηκανε ενω εκεινη δεν ηθελε ή δεν μπορουσε – ισως γιατι ειχε περιοδο (καποιες απο τις παρεξηγησεις τους την εποχη των ραβασακιων, προερχοντουσαν μπορει (το υποστηριζουν και οι ερευνητες) απ’ αυτο) : και ενας φιλοσοφος της τοσο αδιαπραγματευτης λογικης (υποστηριζω εγω, που δεν ξερω παρα μόνο τη δική μου ζωη) μπορουσε να βαλει τη φιλοσοφια υποτιθεται πανω απ’ τ’ αρχιδια του / αλλά ας φυγουμε απ’ αυτην την εποχη της δυστυχιας : παμε λοιπον στα ραβασακια.
η σωτηρια του ερωτα
τριακοσια χρονια μετα τη μεσαιωνικη ιστορια τού 1100, εχοντας μπει δηλαδη για τα καλα στην αναγεννηση, ενας καλογερος συγγραφει εγχειριδιο επιστολικης τεχνης (συνηθιζονταν τοτε αυτα : πώς ξεκινας ενα γραμμα, πώς χαιρετας, πώς αποχαιρετας, κλπ) / ο ανωτερω λοιπον μοναχος johannes de vepria, κατα τις ερευνες του το 1471 στο μοναστηρι τού clairvaux, πεφτει πανω σ’ ενα χειρογραφο οπου παρατιθεται ο, μαλλον ερωτικος, διαλογος δυο ατομων – και αρχιζει να αντιγραφει τις προσφωνησεις και τους χαιρετισμους τους για το δικο του βιβλιαρακι – ωσπου στην πορεια γινεται κατι καταπληκτικο : ο μοναχος μας παρασυρεται απο το περιεχομενο της αλληλογραφιας κι αρχιζει να αντιγραφει μεγαλυτερα αποσπασματα – εχει ηδη πειστει οτι προκειται για εραστες κι ετσι, μετα απο καθε γραμμα βαζει σε παρενθεση το φυλο τού γραφοντος : (mulier) αν το γραμμα ειναι της γυναικας, και (vir) αν αντιγραφει απο γραμμα τού αντρα : ουτε ονοματα υπαρχουν, ουτε ιχνος προσπαθειας ανευρεσης των προσωπων πισω απο τα γραμματα, και πολλες φορες ο βέπρια δεν διακρινει καλα πού τελειωνει το ενα γραμμα και πού αρχιζει το άλλο : σημαδι οτι αντιγραφει απο ενα χειρογραφο που τα εχει ολα τροπον τινα κολλημενα και συνεχομενα (αλλωστε ενας φανατικος για γραμματα μοναχός ητανε, με οχι ευκαταφρονητες παντως φιλολογικες φιλοδοξιες – οι ειδικοι θαυμαζουν τη σχολαστικοτητα του)
ο βέπρια, που αντεγραψε συνολικα 113 αποσπασματα, επιγραφει τελικα το ολο κεφαλαιο τού βιβλιου του «απο τα γραμματα δυο εραστων» (‘ex epistolis duorum amantium’)
(η ανακαλυψη της historia calamitatum ειχε γινει νωριτερα, σχεδον στην εκπνοη του μεσαιωνα οπως τον ξερουμε, εκατο χρονια μολις μετα τη συγγραφη της και απο τους δύο, και ειχε χρησιμοποιηθει σαν υλικο για διαφορους μεσαιωνικους ερωτικους μυθους επη και κυκλους – απο κει μάς ειχε μεινει το ονομα των δύο – αλλά μάς ειχε μεινει και μια μισή, πώς να το κανουμε, αντιληψη γι’ αυτην την ιστορια : το βαρος ειχε πεσει στις δυστυχιες του αβελαρδου, και η ελοΐζα ειχε μεινει σχεδον αφελης, περιπου αχρωμη, μαλλον απεχθης, και ασφαλως παρεξηγουμενη – (δεν ηταν, μεταξυ μας, και πραγματα αυτα που εγραφε, εκει στα τρια της (αρκετα εκτενη) γραμματα («μας βλεπω να πηδιομαστε μεσα στην εκκλησία» και «προτιμουσα να ’μαι η πουτανα σου», καθολου ωραια, ουτε κατανοητα πραγματα αυτα, ουτε για τον μεσαιωνα ουτε για την αναγεννηση – ουτε και για σημερα θα ’λεγα αν μου επιτρεπετε))
τα ραβασακια ομως (που οδήγησαν σ’ εκεινα τα 113 αποσπασματα) ηταν μια εντελως αλλη ιστορια – κι αυτη η ιστορια εχει και πλακα και ενδιαφερον – γιατι δειχνει πολυ ζωντανα πώς ζωντανευουνε οι νεκροι : και απο ποση τυχη αποτελειται η περιωνυμη αντικειμενικοτητα της ιστοριας
πριν παμε ομως στην ανακαλυψη των ραβασακιων (που εγινε σχετικα στα χρονια μας) και στα (οσα απ’ αυτα) μας εσωσε ο βεπρια (και μεχρι σημερα δεν εχουμε άλλα), θελω να πω κατι :
αυτο που εκανε η ελοΐζα, καθως αντεγραφε και κρατουσε (για την ιδια – να μην το ξεχναμε ποτέ αυτο) τα ραβασακια, ειναι κατι που μόνο ενας ανθρωπος που εχει υπαρξει ερωτευμενος μπορει πιθανως να το καταλαβει – ομως, απο την αλλη, ενας που δεν εχει υπαρξει ερωτευμενος δεν μας ενδιαφερει κιολας στην παρουσα περιπτωση : μ’ αυτη την εννοια, τονιζω οτι αυτο που καταβαθος εκανε η ελοΐζα δεν ηταν παρα μια επιδειξη του ιδιου της του ερωτα προς τα λογια του ερωτα, και μια διακηρυξη της αποψης οτι τα λογια στον ερωτα ταυτιζονται μαζι του και ειναι πανω του κολλημενα : γι’ αυτο και δεν ηθελε, ή δεν μπορουσε, να τα αποχωριστει : τα αντεγραφε λοιπον για να της μεινουν : για την ιδια τα ηθελε, σταθερα και αναλλοιωτα)
κι ακομα κι οταν – χρονια μετα, και απ’ ολες τις φρικες μετα, θυμωσε (τοσο πολυ) με τον αβελαρδο, δεν τα εσβησε τα γραμματα του : η ελοΐζα δεν τα εσκισε και δεν τα πεταξε απο το αρχειο της, αυτο το χαρτι που εκρυβε μεσα στο βιβλιο στο μοναστηρι : οχι, η ελοΐζα κρατησε και τη φωνη της και τη φωνη του.
παντως η ανακαλυψη της καθημερινης αλληλογραφιας τους στα χρονια των ερωτων (αυτα τα ραβασακια δηλαδη που πηγαινοερχονταν με διαφορους υπηρετες, γραμμενα πανω σε πινακιδες απο κερι – κατι σαν τις πλακες με την κιμωλια που γνωρισαμε καποιοι παιδια (κι οπου αυτος που το ’παιρνε το διαβαζε κι υστερα το εσβηνε – και εγραφε πανω εκει το δικο του) – (και των οποίων το μυστικο για τη σωτηρια ηταν τοσο απλο, οσο η (ακουραστη ; ) διαθεση της ελοΐζας να τα αντιγραφει σ’ ενα χαρτακι) (τον μεσαιωνα οι ανθρωποι επικοινωνουσαν ετσι, ξαποστελνοντας ο ενας στον αλλον σημειωματα – στα λατινικα παντα, γιατι αυτη ηταν η γλωσσα των εγγραμμάτων – διοτι δεν υπηρχαν τηλεφωνα, ουτε κινητα ουτε ακινητα (απο την ελοΐζα εχουμε καποια στιγμη και την επιπλεον ενθαρρυνση στον αβελαρδο : «ο,τι θελεις γραφε μου, οι υπηρετες δεν ξερουν λατινικα»)), ηταν, στην πιο κυριολεκτικη κυριολεξια που μπορω να σκεφτω, μυθιστορηματικη :
στα 1980 ο κυριος constant j. mews φιλολογος νεοζηλανδος που μελετουσε τη θεολογια και τη λογικη του αβελαρδου στο παρισι και την οξφορδη, επεσε πανω σε μια λατινικη διατριβη που ειχε περασει απαρατηρητη και η οποία περιειχε τα γραμματα δυο ερωτευμενων : ηταν μια σχολαστικη εκδοση του χειρογραφου του βεπρια που ειχε γινει καμμια δεκαετια πιο πριν
(διοτι το χειρογραφο του βεπρια, με τα ραβασακια, ειχε μεινει κι αυτο αγνωστο και αφανες ολους αυτους τους αιωνες και η μόνη καλη του τυχη ηταν οτι κατα τη διαρκεια της γαλλικης επαναστασης μεταφερθηκε μαζι με καμμια χιλιαδα άλλα χειρογραφα απο το μοναστηρι του κλαιρβώ στην πολη τρουά – και ετσι σωθηκε)
καμμια δεκαετια λοιπον πιο πριν : δηλαδη καπου γυρω στα 1970 ενας γερμανος φοιτητης ο ewald könsgen ετοιμαζοταν για τη διδακτορικη του διατριβη και κατα προταση του επιβλεποντα καθηγητη του, μεσαιωνολογου και λατινιστή dieter schaller, αποφασισε να καταπιαστει με την εκδοση του λατινικου κειμενου των ερωτικων επιστολων που ειχε διασωσει ο βεπρια
η διατριβη εκδοθηκε το 1974 και ο κένσγκεν παρουσιασε τα γραμματα των δυο εραστων με ενα (ενδιαφερον οπωσδηποτε) ερωτηματικο στον υποτιτλο : «γραμματα του αβελαρδου και της ελοΐζας ; »
αλλά το αφησε εκει : φιλολογος ητανε και αυτο που τον ενδιεφερε ητανε να παρουσιασει αψογα ενα λατινικο κειμενο – οι ερωτησεις μπορουσαν να απαντηθουν πιθανως απο αλλους –
κατι που θελησε ομως να τονισει ητανε πως (σαν καλος λατινιστης, ειχε δει και ειχε πειστει για το οτι) οι δύο ανταλλασσοντες αυτες τις επιστολες ητανε διαφορετικα προσωπα : ουτε τα λατινικα τους ουτε το υφος τους ηταν το ιδιο – αρα δεν επροκειτο για «ρητορικο γυμνασμα» καποιου μεσαιωνικου σχολαστικου, απ’ αυτα που πολυ συνηθιζοντουσαν τοτε, αλλά επροκειτο σαφως για γραφτα δυο διαφορετικων ανθρωπων με διαφορετικη ψυχοσυνθεση – και το αφησε, ειπαμε, εκει
και εκει ειναι που μπηκε ο νεοζηλανδος (που στην πραγματικοτητα ητανε αγγλος) constant mews, στη σκηνη :
ο ανθρωπος γοητευτηκε απο τα ραβασακια, και το περιγραφει λιτα, ως ψυχρος λατινιστης : «τη στιγμη που συναντησα το κειμενο, και τα λογια του και τις ιδεες του, ενιωσα μια ανατριχιλα στη ραχοκοκκαλια μου».
και ετσι λοιπον το 1999 εκδιδονται «τα χαμενα ερωτικα γραμματα του αβελαρδου και της ελοΐζας», απο τον mews, χωρις ερωτηματικο πλεον στον τιτλο
και για να ολοκληρωθει το μυθιστορημα να πω οτι λιγα χρονια αργοτερα (το 2003) εκδιδεται το βιβλιο του james burge «ελοΐζα και αβελαρδος» (ετσι, μ’ αυτη τη σειρα) απ’ οπου εμαθα για τα ραβασακια (χαρη σε ενα αρθρο στο χρησιμοτατο nyrb που μ’ εκανε να ξεκινησω να το παραγγειλω τρεχοντας – τρεχοντας, και μην ξεροντας τιποτ’ αλλο για την ιστορια, παρα μόνο οτι επρεπε να τρεξω)
και επειδη κοντευω πλεον και να πεισω με τοση σχολαστικη πολυλογια τον εαυτο μου οτι ειμαι και φιλολογος, ας κλεισω αυτην τη βολτα ανα τους αιωνες με μια βοηθεια απο την ιδια την ελοΐζα, βοηθεια δηλαδη εναντιον οσων αμφισβήτησαν την σιγουρια του mews οτι οι δυο τους, με τον αβελαρδο, αντι να συζητανε μόνο φιλοσοφια, και να γραφουνε μουσικη, γραφανε και μετα μανιας ο ενας στον αλλον :
και εκλεινε το πρωτο γραμμα της στον αβελαρδο, εκεινο το θυμωμενο, την πρωτη της απαντηση στην ιστορια της δυστυχιας του, με μια αναφορα ακριβως σε κεινα τα ραβασακια που ανταλλαξανε εν αφθονια την εποχη των ερωτων τους :
«με επνιγες σε ατελειωτα γραμματα … αντιο, μοναδικε μου.»
«crebris me epistolis visitabas … vale, unice.»
«στο κελι μου μεσα στο μοναστηρι συνεχεια μάς βλεπω που πηδιομαστε τοτε στην εκκλησία» ειπε αυτη, και εδω εχουμε την ιδια περιγραφη απο εκεινον – προστιθεμενης μιας εκφραστικης λεπτομερειας για την γωνιά στην τραπεζαρια του μοναστηριου, και προστιθεμενης και της ηθικολογιας πλεον εκείνου «θυμασαι πόσο χυδαια συμπεριφερθηκαμε» – λιγο παρακατω η πολυ δυσαρεστη (για μενα εννοω) υπομνηση εκ μερους του για την ενιοτε χρηση, ή απειλη χρησης, βιας εναντιον της (δεν ξερω αν η ελοΐζα δεν το αναφερει αυτο απο μεγαλοθυμια, ή επειδη πραγματικα το θεωρησε δευτερευον – ή, απαντωντας στην δική του historia, εδω τουλαχιστον τον λυπηθηκε) (σελ. 347)
αλλά πρεπει να κατέβη κανείς πολυ πιο κατω (σαν του ιουλιου βερν το ταξιδι στο κεντρο της γης ειναι αυτο ή σαν το χωνι της κολασης του δαντη – διακοσια χρονια μετα απ’ αυτην θα γραψει αυτος) για να δει εστω και απο μακρια την αρχικη εικονα τού πραγματος : δεν παμε προς τα πισω, δεν υπαρχει μπρος και πισω (ποτέ τών ποτών), παμε προς τα κατω μόνο : εχει εναν κοπο και μια δυσκολια αυτη η μεταβαση, που καταληγει σε μια ακκιδα και μια στιγμη οι οποίες αχνοφεγγουν σαν κοκκινες και κιτρινες ταυτοχρονως – ειναι ισως το δωματιο της : δεν μπορω να δω ακριβως τι κανει, σηκωνεται ισως απο το κρεβατι και καθεται σ’ ενα απο αυτα τα περιεργα τραπεζια που εχουνε τοτε, σαν ορθια, σαν υπολογιστες, και πιανω την καρδια μου για μια στιγμη καθως τη βλεπω να πιανει ενα αγραφο χαρτι για να γραψει – δεν υπαρχει ιχνος αβελαρδου εκει, παρα μόνο στη δικη της καρδια μεσα και τη δικη της σκεψη πανω : εγω αυτο που προσπαθω να καταλαβω ειναι πώς ακριβως το κανει :
υπαρχουν δυο πιθανοτητες : η πρωτη ειναι οτι γραφει στο χαρτι αυτο που θελει να πει, κι επειτα, γελωντας λιγο ισως, το αντιγραφει πανω στην κερινη πινακιδα : η αλλη ειναι οτι το γραφει πιο αυθορμητα κατευθειαν στην πινακιδα κι απο κει το αντιγραφει μετα στο χαρτι για να το κρατησει / φωναζει τον υπηρετη και το στελνει / ο υπηρετης ερχεται μετα απο ωρα και της ξαναφερνει πισω την πινακιδα – εχει τωρα γραμμενο πανω της το ραβασακι εκεινού ενω το δικο της εχει σβησει / δεν ξερω αν ειναι στο κρεβατι οταν περιμενει ή τριγυρναει στο δωματιο : παιρνει την πινακιδα, την ανοιγει, διαβαζει : πιανει την καρδια της πιανει και το μουνι της πιανει και τον εαυτο της ολοκληρο, και πιανει κι ενα χαρτι : παει στο γραφειο και αντιγραφει στο αρχειο–χαρτι προσεχτικα το καινουργιο μηνυμα εκείνου : το αρχειο ειναι σαν εκεινα τα αρχαια ρολλα, μακραινει, κι ολο μακραινει, κι ειναι αυτο που θα βρει, αντιγραμμενο ισως απο εναν αλλον πιο πριν, τριακοσια χρονια μετα, ο βεπρια : τυλιγμενο σφιχτα και κρυμμενο στη ραχη μαλλον, ενος άλλου, θρησκευτικου ισως βιβλιου στο μοναστηρι : πόσες αντιγραφες λοιπον στο χαρτι
και δεν εχει γραψει πουθενα το ονομα της, ουτε το ονομα εκεινου, δεν τα φυλαξε αυτα τα πολυτιμα και δεν εκανε τοσο κοπο ουτε για μενα ουτε για σενα, μην κολακευομαστε : τα εκανε ολα γι’ αυτην – κι οταν πηγαινει στη βιβλιοθηκη τού μοναστηριου (τα χρωματα εχουν αλλαξει, τωρα ειναι καφεπρασινα) κλεινει ολες τις πορτες προσεκτικα, βγαζει το ρολλο και διαβαζει : ξερει πολυ καλα τι διαβαζει, δεν χρειαζεται να βαλει ουτε τιτλους ουτε συγγραφεις : και φυσικα δεν κοιταει καθολου προς το μερος μου, δεν την ενδιαφερω : διαβαζει αλλά δεν ξαναγραφει τιποτα : μόνο οταν εκεινος της στελνει την ιστορια του, νιωθει εναν απιστευτο θυμο και ξαναπιανει παλι ενα χαρτι : και, Απαντησε μου, του λεει – αν μπορεις / το αν μπορεις το εγραψε συνειδητα, ειναι απιστευτα καλη συγγραφεας και ξερει τι λεει : δεν αμφισβητησε ποτέ τη δυναμη του, ουτε οταν εμεινε χωρις αρχιδια, τωρα μόνο μετα απ’ αυτην την πλημμυρα ψεμματων τον βλεπει στο βαθος ενος άλλου χωνιού, χιλιομετρα κατω απ’ αυτην, πολυ μικρον : τωρα ειναι μονη της δηλαδη πραγματικα μοναχη
και θα ζησει ετσι καμποσα χρονια ακομα, πολλα μετα τον θανατο εκεινού.
μερες εγκλεισμου λοιπον σαν κι αυτες μπορουμε να στρεφομαστε στο παρελθον το παρον και το μελλον μας αδιακριτως :
οπως τα κανονικα γραμματα των αιωνων που πέρασαν : που ξεχναμε πώς ηταν : δεκα χρονια γραψιματων στον αερα του ιντερνετ και νομιζουμε οτι εξαφανισαν απο τη μνημη μας κατι χιλιαδες χρονια γραψιματος που θεωρουσαν αυτονοητη τη διαμεσολαβηση του μολυβιου και του χαρτιου, του ταχυδρομου, των ταχυδρομειων, του ποστ–ρεσταντ, του χρονου, της αναμονης, της χαρας, της απελπισιας, της κέρινης πινακιδας, του χρονου, και τελικα και των κακόμοιρων των υπηρετών
γιατι σημερα κανείς δεν μπορει ουτε να σωσει ουτε να εξαφανισει τιποτα : δεν χρειαζεται, αλλά και δεν γινεται : ειναι ολα σωσμενα ειτε το θελεις ειτε οχι – και προς τις δύο κατευθυνσεις
(μετα θανατον εμαθα απο πρωτο χερι οτι ενα φιλικο μου προσωπο που εζησε σε εποχες κατα τις οποίες η αλληλογραφια θεωρουνταν (μεταξυ των εγγραμματων ταξεων τουλαχιστον) ενα γεγονος φυσικο, ειχε διατηρησει στο αρχειο του οχι μόνο τα γραμματα που ειχε παρει αλλά και τις δικες του απαντησεις στο προχειρο : καταπληκτικη – και πολυ χρησιμη για τους ιστορικους του μελλοντος – μεθοδος (που, οπως και να το κανουμε, εμπεριεχει μερη απο τη λογικη, ισως και τη διαθεση, της ελοΐζας) μεθοδος που σημερα θα ηταν σωτηρια (για μας) αν ανηκε και στις συνηθειες της μιλενας)
γιατι σημερα μόνο μια καταστροφη ολικη των αρχειων των σερβερ, και πώς διάολο τα λενε αυτα τα τεχνικα, και των κτιριων των σερβερ, και του πλανητη ολοκληρου – και οχι απο εναν ιο, θα χρειαζοταν κατι παραπανω – μπορει να εξαφανιζε τις τροπον τινα αυτες αλληλογραφιες στους στριμωγμενους διαδρομους του ινμποξ – και παλι οχι, αν καποια ελοΐζα, σχολαστικη και επίμονη, και πιθανως ερωτευμενη με την ιδια της τη ζωη (οπως εκεινη χιλια χρονια πριν) τα εχει διασωσει στον δικο της σκληρο δισκο
αυτο το ευκαμπτο χαρτακι, πολυ σκληρη μνημη αυτη, αυτη η χαρτινη,
αυτη η άλλου ειδους μνημη.
σημειωσεις :
*σημειωση για τα τσεχικα που αναφερω : σ’ εκεινο το γραμμα ο καφκα της γραφει : «Ich werde also die Frage “strach – touha” (“Angst – Sehnsucht”) beantworten»
(σελιδα 80 τού pdf)
**καφκα / ελιας κανεττι «η άλλη δίκη»
τα γραμματα του καφκα στη μιλενα
ενα γραμμα της μιλενας (κατι σαν ψυχαναλυση του καφκα : για τον μαξ μπροντ)
καφκα ημερολογια (λογοκριμενη, αρχικη εκδοση μαξ μπροντ)
το βιβλιο του james burge
το βιβλιο του constant mews
αβελαρδος, ιστορια
στοιχεια για την απαντηση της ελοΐζας στην historia του αβελαρδου
για τον γιο τους τον αστρολαβο την ταυτοτητα του, την εκκλησιαστικη και πολιτικη του καριερα
πινακιδες με κερι
Δεν τα ξανακουβεντιάζαμε τα γράμματα του Αβελάρδου; Θυμάμαι κάτι για τα γένη των (μεσαιωνικών) λατινικών αντωνυμιών, αμυδρά…
Σχόλιο από Δύτης των νιπτήρων — 11 Απριλίου 2020 @ 8:41 πμ
εδώ, όχι και πολύ πρόσφατα: https://simiomatariokipon.wordpress.com/2014/01/27/%CE%BA%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B2%CE%AD%CF%81%CF%83%CE%BF/#comment-2188
Σχόλιο από Δύτης των νιπτήρων — 11 Απριλίου 2020 @ 8:59 πμ
Λοιπον ναι, απο το ’14 (κοιτα να δεις που εγω το’χα ξεχασει τελειως) (και μαλιστα ειχαμε ξεκινησει και με τη Μαίρη Γουώλστονκραφτ – κοιτα να δεις!) και για τις αντωνυμιες — ολα τα θυμοσουνα 🙂 / και μαλιστα ειχα πει οτι θα ξαναασχοληθω – και τα’χα ξεχασει ολα (και τις αντωνυμιες!)
Πω πω μνημη που την εχεις τσ τσ τσ, θενξ βρε Δυτη
Να’σαι καλα και να προσεχεις — με τους εγκλεισμους /
Σχόλιο από χαρη — 11 Απριλίου 2020 @ 1:57 μμ
Μα δεν ξέρεις πόσο το ευχαριστήθηκα το σημερινό!
Σχόλιο από Δύτης των νιπτήρων — 11 Απριλίου 2020 @ 2:02 μμ
δεν ξερεις πόσο χαιρομαι Δυτη, φιλιά ❤
Σχόλιο από χαρη — 11 Απριλίου 2020 @ 2:21 μμ