.
.
. . . . . . . . . . . .
.
.
για ένα κείμενο απελπισμένο σήμερα ο λόγος, που καταλήγει να ξεδιπλωθεί μπροστά μας εντέλει ήρεμο αν και με θυμωμένη λύπη –
το δοκίμιο «δάνειον έθνος» τού ηρακλή λογοθέτη είναι, για να το πω εισαγωγικά, μια που μ’ αυτό αρχίζει και ο καινούργιος χρόνος σ’ αυτό το βλογ, ένας πραγματικός θησαυρός
αφήγηση ανελέητη και αχόρταγη, που τρέχει «ωσάν ποτάμι χειμωνιάτικο» που έλεγε και ο μεσαιωνικός χρονικογράφος, βαδίζει με ευρηματική και θυμωμένη ταχύτητα, χωρίς να χάνει ποτέ την ισορροπία της, πάνω στις δυό ράγες συγχρόνως ενός τραίνου απολύτως σύγχρονου : από τη μιά πατώντας στην αποκάλυψη τής εθνικής απελπισίας και λύπης, και από την άλλη στην ψυχραιμία και τον θυμό μιας ανελέητης ιστορικής αυτογνωσίας
η απαρχή είναι σχεδόν ανεκδοτολογική : «ένα μικρό διπλωματικό επεισόδιο» όπως το περιγράφει ο ίδιος ο συγγραφέας στην εισαγωγή του, από τα πρώτα χρόνια τής ελληνικής επανάστασης, που το ψάρεψε από το αχανές έργο τού ακαταπόνητου εκείνου κωνσταντίνου σάθα, και που, εντέλει και καταβάθος, διαβάζεται και σαν αστυνομικό μυθιστόρημα – όπου όμως, τόσο το έγκλημα, όσο και οι συντελεστές του, θα παραμείνουν και σαφείς και αμφίσημοι
η λύπη προέρχεται από μια επανάσταση που παραπαίει : δει δη χρημάτων, πέραν του αυτοθυσιαζόμενου πείσματος των αγωνιστών που μάχονται ξυπόλητοι και εν πολλοίς άοπλοι, και παρενθετικώς εγκαταλελειμμένοι στις πατροπαράδοτες εμφύλιες διαμάχες, και αυτά τα χρήματα αναλαμβάνει, πρακτική και άτεγκτη, και στις διπλωματικές της μηχανορραφίες περιπεπλεγμένη, να βρει η πολιτική των πρόσφατων κυβερνητών
και νά που εμφανίζονται αίφνης οι «δανειστές» – κουβαλημένοι πρόθυμα από την παραπαίουσα επίσης δόξα τής δυτικής τους καλογερικής παράδοσης – περιβεβλημένης περήφανα με το ένδυμα τής ήδη από αιώνων χρεωκοπημένης μεν ιπποσύνης, αλλά με τις άπληστες και εξίσου φαντασιόπληκτες άδειες τους τσέπες
ένα πανηγύρι αθλιότητας ξετυλίγεται, με στόχους έως και εδώ σήμερα οικείους, απτούς, και κατανοητούς :
ο ηρακλής λογοθέτης παρακολουθεί τις προσπάθειες καταλήστευσης τού νεοσύστατου μη–κράτους, παρεμβάλλοντας, ρυθμικά ισορροπημένα, και τιμωρητικά θα ’λεγε κανείς, τις ευεργετικές εκείνες παρενθέσεις [εντός των λακωνικότατων αγκυλών] που ακουμπάνε στο οικείο και εν πολλοίς αξιολύπητο ή τραγελαφικό παρόν
μια τέτοια παρένθεση διάλεξα σήμερα με την άδεια τού συγγραφέα (και τον ευχαριστώ γι’ αυτό) να παραθέσω εδωπέρα, ως αισιόδοξο ξεκίνημα, μες στην απαισιοδοξία του, για την «επανάσταση (που) είναι πια θέμα αιώνων» – μαζί με τις ευχές μου για καλή χρονιά.
.
.
..
….
.
.
.
«[Το λακωνίζειν εστί μελαγχολείν — γι’ αυτό και τα πιο αεράτα συνθήματα φέρουν μια μελανή νότα. Το πώς διαβάζει κανείς την ακουστική της στα κοινωνικά πράγματα του καιρού και το πώς διαπραγματεύεται την ερμηνεία της είναι ζήτημα μιας διαχρονικής και πάντα επίκαιρης πολιτικής γραμματικής γύρω από το οποίο μαίνονται ασταμάτητες συγκρούσεις. Έτσι, σε τοίχο της οδού Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια, έξω από ένα εργαστήριο γραφικών τεχνών και, διόλου τυχαία, ακριβώς απέναντι από εκδοτικό οίκο που επιμένει στο πολυτονικό σύστημα, υπάρχει το σύνθημα:
“ΑΙΝΑΝΤΥΑ ΣΤΙΝ ΑΣΤΟΙΚΥ ΩΡΘΩΓΡΑΦΕΙΑ”
Διαγωνίως απέναντι και παρηχώντας ευφυώς το γνωστό σύνθημα “Φασίστες κουφάλες έρχονται κρεμάλες”, δεν άργησε καθόλου να εμφανιστεί και η σωφρονιστική απάντηση:
“ΑΝΟΡΘΟΓΡΑΦΟΙ ΚΟΥΦΑΛΕΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΔΑΣΚΑΛΕΣ”
Ενώ λιγάκι παρακάτω με πεζά, καλλιγραφημένα και εμφανώς πολυτονισμένα γράμματα κατατίθεται ως αιχμηρό σχόλιο στην προηγηθείσα πυγμαχική συνομιλία ένα ακόμα σύνθημα:
“Ἡ ἐπανάσταση εἶναι πια θέμα αἰώνων”
Η συνθηματική συνομιλία, άμεση κατά τα δυο πρώτα σκέλη, και υπαινικτική κατά το τρίτο, είναι πολιτικά πλήρης καθώς εμπεριέχει τα πάντα: την ανορθόγραφη μούφα, την τιμωρητική της απειλή και την ορθογραφημένη διάψευση και των δύο μαζί. Στις δύο κάθετες πλευρές του τριγώνου αποτυπώνεται αφενός η γοερή πίστη ότι η αποσυγκρότηση του γλωσσικού συντάγματος θα συνεργήσει στην πολιτειακή ανατροπή και αφετέρου η κραυγαλέα πεποίθηση ότι η γραμματική της μαγκούρας έχει άμεσα αποτελέσματα στα κακά παιδιά. Στην υποτείνουσα εγγράφεται η μελαγχολική διαπίστωση ότι τίποτε μα τίποτε αληθινά επαναστατικό δεν θα καταφέρουμε χωρίς καλά συγκροτημένη παιδεία και ενσυνείδητη μετοχή στη μεστότητα της ιστορικής μας παράδοσης. Η σκιαμαχία έχει επιπλέον και τούτο το παράδοξο: η βίαιη ανορθολογικότητα του πρώτου συνθήματος και η καγχαστική παιδαγωγική του δευτέρου προσομοιάζουν με σκιρτήματα ρομαντικής εξέγερσης — μα μονάχα ο τονισμένος πεσιμισμός του τρίτου είναι γνήσια ρομαντικός. Οι δυο πρώτοι συνθηματογράφοι έχουν κοινή τη ρηχή προσδοκία πως όλα μπορούν να γίνουν βιαστικά και διατεταγμένα. Απ’ αυτήν άποψη βρίσκονται εντός και επί τα αυτά, και μόνο η διαφορά αντιληπτικού τόνου τούς τοποθετεί φαινομενικά στα άκρα του φάσματος. Ο τρίτος όμως, ενστερνιζόμενος από την αντίπερα όχθη την προοπτική της ρηξιγενούς συνέχειας απορρίπτει και τη δήθεν ριζοσπαστική άποψη ότι το άλμα δεν χρειάζεται εφαλτήριο και την αυταρχική της αντήχηση, ότι δηλαδή αντί εφαλτηρίου μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε πειθαρχικό σκαμνί. Γνωρίζει ότι η παραμυθία της άμεσης επανάστασης δοξάζεται σε επιφανειακές ρωγμές ενώ η πραγματική επαναστατική πολιτική αναπτύσσεται σε σεισμικό βάθος κι επειδή δεν αισθάνεται κάτι ριγηλό να πάλλεται στον ορίζοντα ούτε διακρίνει κάποιο φως, αποσύρεται — και μελαγχολεί.]»
.
… . . . . . . . . . . . . . . . ………………. . . . . …………………… . . . . . . . . . . . . . . . ……… . . . . . . .
.
.
.
(εδώ διαβάζετε λοιπόν «το χρονικό του γαλαξειδίου» / το κείμενο που, ακριβώς, ανακάλυψε (σαν κατάπληκτος, στην νεότητά του) ο κωνσταντίνος σάθας (και έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα για τις ακαταπόνητες έρευνές του) : «…το γαίμα έτρεχε στους δρόμους, ωσάν ποτάμι χειμωνιάτικο…»)
.https://el.wikisource.org/wiki/%CE%A7%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C
_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%93%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%BE%CE%B5%CE%B9%CE%B4%CE%AF%CE%BF%CF%85
.
.
.
.
.
.