σημειωματαριο κηπων

12 Ιουλίου 2013

βιεννέζικα γιαγιάδικα γερμανικά τραγουδιστά

.

ως συνήθως πριν κλείσουν οι κήποι για διακοπές παραθέτουν αποσπάσματα αφηγημάτων ανέκδοτων
η εικονογράφηση αυτή τή φορά είναι (ελαφρώς επεξεργασμένες) εικόνες από ντοκυμαντέρ για τό χτίσιμο τού τείχους τού βερολίνου

 

   μέσα εκεί (παρ’ όλο που ήταν στο υπόγειο τής πολυκατοικίας) έλαμπε ένας βιεννέζικος γάτος παλιά έπιπλα κι ένα ηχηρό φως από μότσαρτ και ρούχα αγορίστικα χρωματιστά και περούκες με νευρικά κοτσιδάκια : αστράφταν τραγούδια χριστουγέννων ihr Kinderlein kommet και alle Jahre wieder και ri ra rutsch : τριγυρίζανε χρώματα από πέδιλα πάνω στο χιόνι και μανάβισσες κάτω από ολοκάθαρα κιόσκια χρωματιστά που πουλούσανε μελιτζάνες και πορτοκάλια τυλιγμένα σαν δώρο επίσημο κι αναντίρρητο μ’ έναν υπέροχο φιόγκο σε διαφορετικό κάθε φορά χρώμα καρρώ. Και τότε εκεί τραγουδάγαμε με τόν χένσελ παρέα κι αυτό ήταν εξίσου με τό άρωμα μουσικής αλλά και ζάχαρης σημαντικό – γιατί ο χένσελ θα μού άνοιγε βέβαια τήν πόρτα χαμογελώντας μου με τό στραβό του χαμόγελο πολύ πονηρά αλλά θα εξαφανιζόταν προς δυστυχία μου και δυστυχία του πιο ύστερα, αμέσως μετά, κι η φροϋλάϊν ήταν σ’ αυτό πολύ αυστηρή : κι όταν θα τά λέγαμε πρώτα πια όλα σωστά, τότε θα μπορούσε νά ’ρθει μέσα από τό άλλο δωμάτιο (στα πόδια του στριμωχνόταν και τόν έσπρωχνε πρώτη η μαύρη γάτα) (που θα όρμαγε να κάτσει μετά στο ακροκέραμο τής γυαλιστερής ντουλάπας) (και από κει να μάς βλέπει σαν τήν γάτα τού τσεσάϊρ, μόνο ύπουλο χαμόγελο) (αυτό θα τό μάθαινα αργότερα για τά γατιά και τ’ αγγλικά τους ονόματα) και τότε τού κάναμε χώρο κι οι δυο μας εμείς γελώντας ανάμεσα, η φροϋλάϊν Λίζε κι εγώ (εκείνη έκανε περισσότερο στην άκρη κι εγώ γελούσα τσιμπώντας του τό πόδι κάτω απ’ τό τραπέζι όσο μπορούσα πιο δυνατά) και με τσιμπιές έτσι κάτω από τά βιβλία αρχίζαμε να χοροπηδάμε δυνατά με τά τραγούδια που θα τά λέγαμε όλα ένα–ένα και με τή σειρά : ο χένσελ είχε τή δυνατότερη ίσως φωνή από όλους μας ή φώναζε πιο δυνατά σαν να γκάριζε : η φροϋλάϊν φώναζε κι αυτή πολύ ενθουσιώδης όπως και ήτανε, και εγώ φώναζα εξίσου πάρα πολύ (ήτανε οι καλύτερες στιγμές τού μαθήματος εξάλλου αυτές, δεν μπορούσα να μην τό παραδεχτώ, ότι αυτές ήτανε ό,τι καλύτερο ας πούμε γινότανε) και έτσι τό υπόγειο αντηχούσε οι ντουλάπες κουνιόντουσαν και τά θεμέλια τής πολυκατοικίας στερεωνόντουσαν επιτέλους γερά, με τά πιο φωναχτά και υπέροχα τραγουδιστά τότε λόγια : που δεν μπορούσε να καταλάβει και άλλος κανείς κι ήταν ένα από τά ωραία αυτής τής δουλειάς τό ότι όσο και να φωνάζαμε κανείς άλλος δεν μπορούσε να καταλάβει τί λέμε τά παίρναμε λοιπόν όλα απολύτως με τή σειρά, κάθε φορά και μαθαίναμε πάντα και ένα καινούργιο (εγώ δηλαδή γιατί αυτός τά ήξερε ήδη, κι άλλωστε με τήν γιαγιά του θα μιλούσε συνέχεια γερμανικά) (και μόνο με τήν γερμανίδα γιαγιά του έμενε, δηλαδή και με τήν ελληνίδα γιαγιά του μαζί, και δεν υπήρχε κανένας άλλος με τόν οποίο να μπορεί να μιλήσει και καθώς η ελληνίδα γιαγιά του μιλούσε μόνο με τήν γερμανίδα γιαγιά του γερμανικά και αυτή, αυτός συνεπώς ήταν σαν χωμένος σε δύο συμπληγάδες γιαγιάδικες που τού απαιτούσαν γερμανικές μόνο εικόνες) και πιο πολύ απ’ όλα ουρλιάζαμε στο Hänschen klein ging allein / in die weite Welt hinein / αυτός δηλαδή ούρλιαζε, πιο πολύ απ’ όλους, και φώναζε τότε πιο πολύ απ’ όλα σ’ αυτό. Και η κυρία Νίνα έμπαινε και έλεγε με τήν βραχνή της από τό τσιγάρο φωνή στην φροϋλάϊν Λίζε τότε, κάθε περίπου φορά, μ’ αυτό τό αριστοκρατικό και γεμάτο αξιοπρέπεια ύφος της που ενισχυότανε από τά μακριά μαύρα φορέματα και που θυμίζανε τά βιβλία που διάβαζα (η φροϋλάϊν μού έδινε) για τόν μότσαρτ : Θα ρίξετε τήν πολυκατοικία πιο σιγά βρε παιδιά :

   και λες κι αυτό ήταν τό σύνθημα, η γάτα (η μαύρη) κατέβαινε από τήν ντουλάπα και τυλιγόταν στο μαύρο φόρεμα τριγύρω κάτω σαν τρελλή, ο Γιάννης γύρναγε προς τό μέρος της γελώντας και φώναζε ακόμα πιο δυνατά εγώ τόν τσίμπαγα κάτω απ’ τό τραπέζι στο γόνατο και φώναζα λιγότερο επίσης, και η φροϋλάϊν Λίζε γύρναγε μισοόρθια προς τό μέρος της κι έκανε τόν μαέστρο με επίσημες μεγάλες κινήσεις, κοιτώντας την και κάνοντας με τά μάτια της ένα «Πώς αλλιώς να γίνει λοιπόν;» και τότε κάτω από τούς θριαμβευτικούς ήχους τού

Doch die Mutter weinet sehr / hat ja nun
kein Hänschen mehr

η κυρία Νίνα θα ύψωνε με αξιοπρέπεια τό τσιγάρο της ξανά προς τό στόμα και καθώς θα έβγαινε με τήν γάτα να τήν ακολουθεί κατά πόδας ξανάλεγε πάλι πάντως βραχνά

   πω πω βρε παιδί μου θα ρίξετε τήν πολυκατοικία πάντως εσείς βρε παιδιά.

.

   θέλω να μιλάει, θέλω να τήν κάνετε να μιλάει, δεν θέλω να τραγουδάει, αυτή η πρόταση ξεπήδησε με δυσοίωνη επιμονή κι ηπιότητα ακόμα περισσότερο δυσοίωνη σε κάτι επισκέψεις του στην φροϋλάϊν έναν καιρό μετά τήν αρχή, κι από τότε επαναλαμβανότανε με αγένεια κάθε φορά, και κείνη, η γλυκύτατη ύπαρξη, τέντωνε τίς ρυτίδες της και τού έλεγε με ύφος (σαν να ’θελε λίγο να κλάψει, και σαν ν’ αναφερόταν και στον εαυτό της κυρίως, πιο πολύ απ’ όλα σ’ αυτό) : Μα είναι μικρό κοριτσάκι Herrn Avdopoulos και τό τραγούδι μιλάει κι αυτό, κάθε φορά, κι ενώ επαπειλούνταν κάτι τό αφόρητο όσο πιο πολύ πληθαίνανε οι επισκέψεις αυτές (κι ενώ με τίποτα δεν μπορούσε να τό πιστέψει κανείς ότι αυτή η διαμαρτυρία – η σχεδόν αγενής, ή η σχεδόν φανερά αγενής – και αυταρχική – και δεσποτικά αγενής – θα είχε αυτό τό αποτέλεσμα, θαυμάζω τώρα που τό σκέφτομαι, (και θαύμαζα και τότε, ακόμα και χωρίς να τό σκέφτομαι, μόνο μυρίζοντάς το στα μάτια της) – τήν πεποίθηση αυτής τής γυναίκας στις παιδαγωγικές της μεθόδους : κι όλο και πιο πολύ φτάναν στ’ αυτιά μου (ποιος διάολος τού έλεγε ν’ ανακατέβεται) τόνοι υψωμένης φωνής αγενέστατης (Να μιλάει, να μιλάει, δεν θέλω να τραγουδάει) και τόνοι ήρεμης βιεννέζικης ειρωνείας (ω πόσο ήρεμης – αν σκεφτεί κανείς κάτι που τότε δεν ήξερα, πόσο μέτραγε τό εισόδημα αυτό για αυτές και γι’ αυτούς) από τή μεριά της : Ja Herr Avdopoulos aber είναι μικρό κοριτσάκι. Ja, θα μιλάμε πολύ πιο πολύ από τήν άλλη φορά. Μεγαλώνει πια τώρα. Όχι πιο πολύ : μόνο να μιλάτε. Μά Herrn Avdopoulos : Σάς παρακαλώ, κατέληγε τότε κείνο τό ανατριχιαστικό όπως όλα : Να κάνετε ό,τι σάς λέω εγώ. Ειδαλλιώς θα τήν πάρω από δω. Βιεννέζικο σήκωμα τών ώμων, γεμάτο χιούμορ (και συντριβή, τώρα ξέρω και συντριβή). Και στο τέλος μέ πήρε από κει.

   και η κατάβαση στα υπόγεια γινόταν πια μόνο για τόν Γιάννη και για να παίξουμε με τ’ άλλα παιδιά : Κι όταν έβγαινα έξω στο πεζοδρόμιο, τό κεφάλι της ήτανε πάντοτε (όχι άσπρο αλλά κατά βάθος ξανθό, όχι ογδόντα χρόνων, αλλά κατά βάθος είκοσι και δεκαοχτώ, όχι θαμπωμένο από κούραση αλλά από έρωτα ακόμα και ελπίδα) σ’ ένα επίπεδο με τόν ίδιο τόν δρόμο και μέ χαιρετούσε πάντα μ’ αυτό τό συγκαταβατικό βιεννέζικο γέλιο της Guten Tag Ελιζάμπετ. Γιατί έπρεπε να μέ λέει Ελισάβετ – προσπαθούσε – όπως ήθελε πάντα δηλαδή ο Αυδόπουλος. Wie geht’s? gut? Danke gut.

   κι έφευγα γρήγορα να πάω να ψωνίσω τά ψώνια τής μάνας μου ή να πάω στο σχολείο, και για τό ακόμα ότι ήμουν ψηλή και γι’ αυτό ακόμα ντρεπόμουνα, αν υπήρχανε ματωμένα δάκρυα που κυλάν από μέσα μέ πότισαν όλη, και να είσαστε σίγουροι, τόν μισούσα αφόρητα ποιός τού είπε να ανακατεύεται, τό καταλαβαίνετε αυτό.

   γιατί ο λόγος που τά γράφω δεν είναι γι’ αυτά καθεαυτά εκείνα τά πράγματα, αλλά πιο πολύ γι’ αυτό τό ίδιο εκείνο τό πράγμα τού να τά καταλαβαίνει κανείς, γι’ αυτό εκείνο τό ίδιο τό πράγμα και τόν τρόπο να τά θυμάται κανείς, γιατί μ’ απασχολεί δηλαδή πάνω απ’ όλα ο τρόπος που άρχισα να τά θυμάμαι ενώ πάντα νόμιζα ότι τά θυμάμαι καλά. Γιατί κάτι γίνεται ξαφνικά κι έρχεται μια μέρα που τήν ώρα που ξυπνάω τό πρωί έχω μια ιστορία μπροστά μου που πριν δεν τήν ήξερα τώρα τό βλέπω ολόκληρη : Έχουν σκληρύνει οι λέξεις, και πια μπορεί να τίς χρησιμοποιήσεις χωρίς δισταγμό και μοναχά βεβαιότητα, ναι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβαίνει μ’ αυτό : ξαφνικά δεν έχω εκείνες τίς αλλεπάλληλες αμφιβολίες ως προς τό ποιά μπορεί να ήταν η αλήθεια πολύ τελικά, ξαφνικά, ενώ νομίζεις ότι θυμάσαι, ξαφνικά θυμάσαι για πρώτη φορά. Ναι ντρεπόμουνα και πιο πολύ ντρεπόμουν αφόρητα καθώς έβλεπα και φανταζόμουνα τήν άλλη (τήν πραγματική βερολινέζα αυτή τή φορά) να περνάει με τά ψηλά της τακούνια χτυπώντας τα κάτω σα μπότες και να τής κλωτσάει τό κεφάλι που ήταν στο ύψος τού πεζοδρομίου σχεδόν τήν κάθε φορά : τήν κάθε φορά που θ’ ανέβαινε πάνω καμαρωτή κι όλο βέβαιη κι έτρεμα ότι θα τής συντρίψει τό κεφάλι καμία φορά κατά λάθος απ’ τή μεγάλη της τή σιγουριά και δεν ήθελα να μέ δούνε καθόλου μαζί της στον δρόμο και ένιωσα φρίκη τή μία φορά που μ’ έστειλε η μάνα μου κάτω μαζί της και δεν δεχόταν αντίρρηση αυτή τή φορά και τίς είδα – ναι τίς είδα με φρίκη ότι χαιρετιόντουσαν κιόλας με χαμόγελα και με πολλά guten Tag και ξέραν η μία τήν άλλη καλά : η βερολινέζα τήν αυστριακή και η αυστριακή τήν βερολινέζα : η φροϋλάϊν μ’ εκείνο τό καρτερικό σχεδόν γέλιο της (και φυσικά γιατί η άλλη δεν ήξερε τίποτα από όλα αυτά) (κι ίσως νόμισε κιόλας ότι έκανε μια ανακάλυψη βρίσκοντας μια ομόγλωσσή της στο υπόγειο αυτό ξαφνικά) και με τήν ιδέα ότι από κράτη σαφώς κοντινά που συνόρευαν να βρεθούν στην αθήνα, στον ξένο αυτόν τόπο (ξένο αποκλειστικά για τήν δεύτερη) (γιατί για τήν πρώτη τό πράγμα είχε πολύ πιο πολλά) και λοιπόν γνωριστήκαν μιλούσαν και, ορίστε, ήταν κιόλας όλα πολύ φιλικά : πώς ντρεπόμουνα και πώς ήθελα να πω στην Fräulein ότι δεν είχα περάσει με άλλην ούτε τόσο δα όσο μαζί της καλά : πώς ντρεπόμουνα και ήθελα σιωπηλά να τής πω ότι δεν είχα μάθει ούτε ένα καινούργιο τραγούδι, κι ότι δεν θα τραγουδούσα ποτέ άλλο τραγούδι, με άλλην καμία φορά. Κι όμως ότι τά θυμόμουνα όλα και τά τραγουδούσα μονάχη στον ύπνο μου. Και θα μέναν για πάντα μαζί της τά αινίγματα και η ασάφεια εκείνη τού σύμπαντος ανάμεσα σε Ei και Eis κι ανάμεσα σε Hänsel και Hänschen κι ανάμεσα σε Tier και σε Tür και σε Dir. < Κι αργότερα μόνο σε Trier. > Όλα τόσο καλά όλα τόσο ξεκάθαρα σαν τά όνειρα δικά σου γυαλιστερά γλιστερά.

.

.

   και πιο πολύ απ’ όλα χωνόμουνα στο γερμανικό αλφαβητάρι : ήταν ωραιότεροι οι άνθρωποι εκεί, γιατί στο ελληνικό ήταν λίγο σφιγμένα τά πόδια τά σχέδια και μ’ όλο τό συμπαθητικό κλίμα που ’χει πάντα ένα σχέδιο πίσω του (πόσα αινίγματα μέσα σ’ αυτά όλα τότε τού φόντου εκεί) θύμιζαν όλα τους πιο πολύ απ’ όλα χωριό. Τό γερμανικό αλφαβητάρι είχε τήν πόλη τίς γούνες μαμάδες σκαντζόχοιρο χιόνι τό σκι τά χριστούγεννα και τίς πύλες που έπεφτε από τήν φράου Χόλε σαν φιλί αγκαλιά κι ένα τεράστιο μπράβο από πάνω τό χρυσάφι, χρυσό. Και ξανά πάλι τά ασαφή και χρυσά ξεμπερδέματα (που κανείς δεν τά έλυνε) από τήν φράου Χόλε στην Τρύπα τήν Κόλαση και τά λοιπά. Είχε πολύ περισσότερα μυστήρια να λύσει κανείς στο γερμανικό αλφαβητάρι με όλα αυτά – για να μην λογαριάσουμε μέσα στις ιδιότητες τού αλφαβηταριού τού ίδιου : τόν Γιάννη τήν γάτα τήν ντουλάπα τόν μότσαρτ τά τραγούδια και τήν φροϋλάϊν Λίζε αυτή καθεαυτή. Καθόμαστε στο ωραίο στρωμένο (ζεστό τί ζεστό) τραπέζι της κι έβλεπα εκείνα τά μακριά της τά δάχτυλα πάνω στα γράμματα (νεανικά ντροπαλά παραμορφωμένα στους κόμπους από τήν ηλικία και τήν αρθρίτιδα) και μύριζα τήν ανάσα της γεμάτη σκόνη καθόλου παλιά (σαν ένα μεγάλο ταξίδι με τραίνο από χιόνια κι από υπέροχη πόλη με φρούτα, γλυκά) (που όμως εδώ κανείς δεν τήν ήξερε) καθώς προσπαθούσε να μού προφέρει τίς ελάχιστες λέξεις στα ελληνικά που χρειαζόντουσαν για να μού εξηγήσει μια λέξη : και μού άρεσε αυτό που προσπάθαγε, να μού τά εξηγήσει όλα μόνο στα γερμανικά βρίσκοντας κάθε φορά μια λέξη πιο πίσω που ίσως τήν ήξερα : τήν έβλεπα να φτιάχνει σκάλες και να τίς κατεβαίνουμε έτσι μαζί. Στο σχολείο αντίθετα όλα ήταν με κρύο ψυχρά. Αυτή ήταν στημένη και ίσια κι αγέλαστη και μάς είπε αμέσως να έχουμε δεμένα τά δύο τά χέρια μας να τά βλέπει επάνω στο ξύλο τό κρύο τού θρανίου και τού γυμνού τραπεζιού από μακριά να τά βλέπει δεμένα κι ακούνητα έτσι καλά. Και τό μόνο που είχε ένα ξύπνημα (μυστικό και κρυφό) από περιπέτεια μέσα σου ήταν τά άλλα παιδιά : (απ’ τήν πρώτη στιγμή) οι ήχοι υπόγεια είπαν ότι ήταν τό ίδιο για όλα αυτά : μάς περιμένανε περιπέτειες εκεί πολύ βιαστικά.

.

   για τήν Τροία έχω να πω και αυτό τό ανέκδοτο τό αστείο με τά γερμανικά που κι αυτουνού άργησα πάρα πολύ να συνειδητοποιήσω τή λύση : Τό ανέκδοτο αυτό έχει τρεις χώρους ή τρεις περιοχές που συμβαίνει και η πρώτη είναι η βιβλιοθήκη και τό γραφείο τήν ώρα τών γερμανικών μου με τήν βερολινέζα, όπου σε ένα μάθημα γεωγραφίας πέφτουμε (ή πέφτω εγώ) για πρώτη φορά στην πόλη που γράφεται Trier και που τήν ακούω εκείνην να τήν προφέρει Τροία κανονικά. Μπερδεύομαι αλλά μετά τό παίρνω απόφαση – ότι έτσι προφέρεται. Δεύτερος χώρος τώρα μετά απ’ αυτό όταν με φίλους μου αργότερα (πολύ πιο μετά) (στο πανεπιστήμιο) θεωρούσα για καιρό ότι ήταν έξυπνο να λέω και να κάνω τό καλαμπούρι αυτό Ο Μαρξ που γεννήθηκε στην Τροία, ενώ ακολουθούσε πάντα μετά παγωνιά και σιωπή γιατί κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα ή τό θεωρούσανε και εχθρικό (έτοιμοι ήταν όλοι τότε να σού πούνε ότι είσαι πρωτάρης και άσχετος). Η τρίτη λοιπόν μετακίνηση χώρου τώρα γίνεται όταν γνωρίσαμε (παρέα μαζί με τήν Νίνα αργότερα) τόν μεγάλο μας φίλο τόν συγγραφέα αυτόν, στον οποίο έκανα πάλι μια μέρα ηλιθίως τό καλαμπούρι – και εκείνος καθώς ήτανε εκτός από έξυπνος και παλιός αριστερός – μόλις τό άκουσε αφού μέ κοίταξε αρχικά ξαφνιασμένος μού είπε μετά:

   – Α, λες τήν Τριέρ.

   κι έτσι κατάλαβα επιτέλους τόσο αργά ότι οι αριστεροί τήν προφέραν τήν λέξη με τή γαλλική προφορά (γιατί στα γερμανικά η κατάληξη αυτή προφέρεται πάντοτε α, με μια ανάσα όμως μαζί προς τό τέλος, αυτό που λέγαμε άλλοτε και για τήν αρχή όλων τών λέξεων στα γερμανικά : με μια μικρή ανάσα, και συγχρόνως σαν ένα κατάπιωμα τής ανάσας τήν ίδια στιγμή. Αλλά αυτό είναι που δεν γράφεται.)

.

.

   αλλά γενικά, εκτός από τήν γιαγιά μου όλοι οι άλλοι ήτανε φύλακες, φύλακες έξω απ’ τά τείχη τής Τροίας, άγνωστοι, τελείως άγνωστοι που τά ξέρανε όλα, και δεν τούς ήξερα καθόλου εγώ. Μού προξενούσαν και πολλή απορία, ήταν και πολύ ακαταλαβίστικοι, ενώ με τήν γιαγιά είμαστε πάντα κανονικά : άνοιγε τό ραδιόφωνο, εγώ ένιωθα ξαφνικά να βρίσκομαι στην κανονική χαρά με τή μουσική, τήν μόνη πραγματική ζωή τού κόσμου, προς τό τέλος τής μέρας μού έλεγε καμιά φορά Θα μού τό σπάσεις τό πάτωμα, και αυτό ήταν όλο. Ύστερα έτρωγα τό φαΐ της και μού έλεγε ιστορίες.

   ιστορίες μού έλεγε, αλλά δεν έσπρωχνε δεν πίεζε, δεν στρίμωχνε, αλλά πολύ μαλακά βρισκόσουν ξαφνικά στην αγκαλιά της και άκουγες. Είχε μια όμορφη καθαρή μυρωδιά γεμάτη σκόνη. Έλαμπε κι ήταν γεμάτη με πράγματα που ’χαν γίνει παλιά σκοτεινά. Δεν είχανε σημασία βέβαια αφού είχαν γίνει όταν εγώ δεν ήμουνα αλλά ήθελε οπωσδήποτε να τά πει, κι απ’ αυτήν τή μεριά είχανε φυσικά σημασία. Ίσως η μόνη σημασία ήτανε να μην τής ξεπατώσω τελείως τό πάτωμα αρχικά, δεν έχει σημασία, σημασία έχει ότι ήθελε πάντως να μού τά πει. (Τή θαυμάζω σήμερα, όταν ξέρω πώς υπήρξαν τά ίδια γεγονότα για άλλους, αλλά αυτό δεν έχει σημασία, σήμερα εκ τών υστέρων να πω αυτήν τήν αηδιαστική κουβέντα ότι είχε αυτή η γυναίκα χιούμορ. Πάντως τή θαυμάζω σήμερα γι’ αυτά που έλεγε, όταν ξέρω τί άλλα θα μπορούσε να μού ’χει πει. Δεν μ’ απασχόλησε ποτέ με μονομανίες προσωπικές της ας πούμε. Είχε μεγάλη αξιοπρέπεια και ειρωνεία αυτή η γυναίκα.) Έπρεπε όμως να μάθω οπωσδήποτε μερικά πράγματα που ’χαν γίνει απέξω, απ’ τόν δρόμο, λίγον καιρό ένα αφάνταστο μυθικό πράγμα πιο πέρα, πιο πριν και πιο κει, στο σκοτάδι.

   γιατί πριν από μένα δεν υπήρχε καθόλου πουθενά για κανέναν από αυτούς αυτό τό φωτεινό και τό χρωματιστό και τό φως αφού τραγούδαγαν εκείνοι έξω, και ήτανε μάλλον άσχημο αυτό και ακαταλαβίστικο δεν ήτανε μουσική ήτανε σαν κάτι κι αυτό από άλλους φύλακες που τά ξέρουνε κι αυτοί όλα και κάνουν τούς έξυπνους : Τραγούδαγαν εκείνοι έξω, τήν εποχή τού πολέμου τής Τροίας, μάλλον κινέζικα : Όταν μού τό τραγούδαγε έδινε κάτι ηχητικές στροφές στους περίπλοκους αυτούς συνδυασμούς τών συμφώνων, που δεν μπορούνε ν’ αποδοθούν σε γραφτό : ο τονισμός ήτανε περίπου δηλαδή κάπως έτσι :

   τώρα ξέρω ότι τό είχε ακούσει σχεδόν τέλεια, εκτός από μια λέξη μόνο. Άργησα πάρα πολύ όμως για να μπορέσω να βρω τό πραγματικό, και τό ’χα κιόλας ξεχάσει για να πω τήν αλήθεια, μέχρι εκείνη τή μέρα που ξαφνικά κουνήθηκε μες στο κεφάλι μου ένα καμπανάκι και ξανάκουσα τή φωνή της : δεν ξανάκουσα τά λόγια, άκουσα τήν κοροϊδευτική αυτή στροφή στη φωνή όπως μού τό έλεγε, δηλαδή τήν αστειότητα τού γυρίσματος από τό «ντουμπίς» στο «φερίχ». Ρώτησα τή γερμανίδα μου τότε και μού τό εξήγησε γιατί ήτανε μάλιστα κι αυτή από τό βερολίνο. Έτσι μού είπε μια φορά λοιπόν κι αυτή ένα τραγούδι και δεν είχα δίκιο στην αρχή που είπα ότι δεν θα μάθαινα τίποτα τραγουδιστό από αυτήν (κι ότι δεν θα ’θελα κιόλας να μάθω.) Η διαφορά βέβαια είναι ότι τώρα δεν τό τραγουδήσαμε όπως με τόν Χένσελ που φωνάζαμε τά χριστουγεννιάτικα αλλά μού είπε μόνο τά λόγια, τά οποία μετά τά μεταφράσαμε τί σημαίνανε, και μού τό τραγούδησε μετά μία φορά μόνη της κανονικά. Και πέρα απ’ αυτό, αυτό ήτανε επιπλέον και περιττό γιατί τή μουσική τή θυμόμουνα πολύ καλά, διότι δεν είχε κάνει κανένα λάθος η γιαγιά μου στη μουσική αφού δεν είχε λέξεις που δεν ήξερε εκεί.

.

   αλλά τά πιο πολλά μού τά ’χε πει η μαμά μου. Γιατί και κείνης τής άρεσε πάρα πολύ να τραγουδάει και να μού μαθαίνει τραγούδια και μάλιστα και να χορεύουμε. Εκείνη λοιπόν δεν μ’ έπαιρνε ποτέ αγκαλιά, αλλά χορεύαμε όταν μού τραγουδούσε, γονάτιζε μπροστά μου για να είμαστε ίδιες σε όλα κανονικά, και αρχίζαμε να χορεύουμε βαλς, με πιασμένα τά χέρια δεξιά–αριστερά αργά για να τό μάθω να τό λέμε και οι δύο μαζί και κάνοντάς με να κάνω και φούρλες κάτω από τό χέρι της που τό ύψωνε σαν αψίδα από πάνω μου μού τραγούδαγε να μάθω εκείνο τό :

κε σερά σερά
γουέβερ γουλί γουλί
η φούστα νοτάρ τουρσί
κε σερά σερά :

   και ύστερα θα ξανάρχιζε αμέσως μετά από τήν αρχή, κρατώντας με μπροστά της τώρα και κοιτώντας με προσεκτικά να τό μάθω κι εγώ ξανά και ξανά :

When I was just a little girl
I asked my mother, what will I be
will I be pretty, will I be rich
that’s what she said to me :
Que sera sera

.

   αυτή τήν εικόνα μού είχε δημιουργήσει δηλαδή η γιαγιά μου, πως ήτανε πάρα πολύ σκοτάδι και επειδή μού έλεγε δείχνοντας τό παράθυρο που πλάϊ του καθόμαστε αγκαλιά Πω πω πώς κάνανε, να τούς έβλεπες, πώς κάνανε εδώ έξω που περνάγανε κάθε νύχτα και τότε μού εξηγούσε ότι εννοούσε πως φωνάζαν αυτά τά κινέζικα που τά θυμόταν απέξω και θύμωνε πιο πολύ με τίς μπότες νομίζω και έτσι τότε άκουσα για πρώτη φορά τήν λέξη γερμανός αλλά μαζί με τή λέξη στρατός και όχι φροϋλάϊν : πω πω πώς έκαναν, έλεγε, εδώ έξω που περνούσαν τήν νύχτα με τίς μπότες τους και που τίς χτύπαγαν : έτσι πρώτα σκεφτόμουνα πολλούς στη σειρά μέσα σ’ ένα σκοτάδι καφέ και ύστερα πιο μεγάλη σκεφτόμουνα ότι τραγουδάγανε σαν μεθυσμένοι και η σειρά τους θα χάλαγε σαν ξεδοντιασμένη, κι ύστερα πιο μεγάλη ακόμα σκεφτόμουνα κάποιες φορές πώς γινότανε από ψυχολογική άποψη να μπορούσανε να τραγουδάνε ανάμεσα από σπίτια τά οποία δεν καταλαβαίναν τί λέγανε και μιλάγανε άλλη γλώσσα και μετά που μεγάλωσα πάρα πολύ (και δεν υπήρχε πια περίπτωση να τή βρω για να τής τό πω γιατί είχε πεθάνει) βρήκα και τό ίδιο αυτό τό τραγούδι : δηλαδή μού ήρθε μια ανάμνηση ξαφνικά απ’ αυτά που μού έλεγε όταν ήμουνα σε κείνο τό σπίτι παιδί τό ίδιο ξαφνικά όπως μού είχε έρθει μια μέρα η σκέψη ότι πρέπει να πάω να δω τή γιαγιά κι ύστερα ένιωσα ένα παγάκι στο κεφάλι μου να μού κουδουνίζει : Δεν μπορείς πια να τήν δεις γιατί έχει πεθάνει, κι έτσι ξαφνικά σαν να ’λυωσε τώρα ο πάγος και να καθάρισαν όλα και είπα : Τώρα μπορώ να μάθω λοιπόν εύκολα τά πάντα, και ρώτησα έτσι τήν φράου : έπρεπε μόνο κάποια στιγμή για να γίνει αυτό να θυμηθώ απλώς ότι πάντα θυμόμουν : γιατί η αμνησία ποτέ δεν είναι πλήρης και απόλυτη, και απλώς σαν μηχανικοί σκηνής που καθορίζουν τή σκηνογραφία πρέπει εμείς με τό χέρι μας να βοηθάμε και να κουνάμε και να κανονίζουμε τά επίπεδα οι ίδιοι, ποιο θα ανέβη και ποιο θα κατέβη, δηλαδή ποιο θα πάει πιο μπροστά και ποιο θά ’ρθει πιο πίσω κάθε φορά : Κι έτσι λύθηκε τό μυστήριο και μάλιστα εύκολα μια που μού διευκρίνισε τότε τό θέμα η ίδια γελώντας όταν τή ρώτησα αν ξέρει κανένα τραγούδι με τούς στίχους του ν’ αρχίζουν δηλαδή με κάτι σαν ντουμπίς φεριχμαγκίν και τής τραγούδησα κιόλας, όσο μπορούσα, και τή μουσική : Γέλασε πάρα πολύ (στην αρχή) τότε αυτή και μού τό είπε κανονικά (και βέβαια έτσι έπρεπε από τήν αρχή του να ήτανε : από τή στιγμή που άκουσα τά λόγια του πλέον με τό νόημά τους κανονικά, μού φαινόταν ηλίθιο που δεν τά ’χα καταλάβει ώς τώρα πιο πριν : μά τυφλή ήμουνα;) (φυσικά ήταν όλα ξεκάθαρα, η γιαγιά μου δεν είχε ακούσει τίποτα λάθος, τά θυμότανε μάλιστα όλα με μεγάλη πιστότητα κανονικά, μόνο που φυσικά θυμόταν τούς ήχους τά phonetics τών λέξεων απ’ όπου απουσίαζε όλο αυτό που θα μέ διευκόλυνε εμένα δηλαδή η διευκρινιστική τους γραφή : ) Είναι ένα πολύ απλό τραγουδάκι πειραχτικό σαν παιδικό περίπου και λέει : Du bist verrückt mein Kind du musst nach Berlin geh’n, dort wo verrückten sind, da musst du hin : κι ύστερα ε–λα–χοπ και τά λοιπά : Δηλαδή όπως τό μεταφράσαμε έπειτα σιγά–σιγά (με τήν πληκτική μεθοδικότητα που τή διέκρινε (στην περίπτωση τών μεταφράσεων, δεν είχε πια σχεδόν καθόλου χιούμορ : ))

 

Είσαι τρελλός παιδάκι μου :
Να πας στο βερολίνο,
εκεί που ’ναι όλοι οι τρελλοί
εκεί να πας κι εσύ.

 

   και λέγοντάς το μετά, ξαναγέλασε : είχε μια ξαφνική νοσταλγία τό πρόσωπό της όταν θυμήθηκε τί λένε γι’ αυτούς τούς ίδιους τούς βερολινέζους οι άλλοι : Ναι, τό λένε για μάς, είπε : Λένε για μάς ότι είμαστε θεότρελλοι, πολύ τρελλοί. Ύστερα ξαφνικά μέ κοίταξε και τό γέλιο τής κόπηκε : Τί εννοείς, είπε, τό τραγουδάγανε αυτό εδώ; εδώ ο στρατός; Σώπασε λίγο, έπειτα είπε : Πολύ περίεργο. Όταν κάτι δεν τό είχε σκεφτεί η ίδια ότι υπάρχει, δεν μπορούσε να τό αποδεχτεί καθόλου εύκολα. Έπρεπε δηλαδή να ξέρει κάτι για να τό θεωρήσει υπαρκτό. Να τό ’χει μάθει δηλαδή από άλλους ότι υπάρχει. Τέτοιοι τρελλοί υπάρχουν παντού και στο βερολίνο κι εδώ. Μόνο που θεωρούν τούς εαυτούς τους πολύ λογικούς όλοι σε αυτό. Πολύ περίεργο, μού έλεγε. Σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν για πολλή ώρα. Δεν μπορούσε να τό συνδυάσει αυτό τό τραγούδι με ό,τι τής έλεγα, φαίνεται ότι δεν μπορούσε να τό χωνέψει ότι αυτό τό τραγούδι μπορούσε να τό τραγουδάει ένας στρατός. Και μάλιστα στρατός κατοχής. Ίσως για να γλυτώσει απ’ αυτό τό δίλημμα άρχισε να λέει για τό πώς ήταν ο πόλεμος στο βερολίνο και για τούς βομβαρδισμούς κι ύστερα τής ήρθανε κλάματα. Δεν είχα ξαναδεί άλλη φορά στη ζωή μου τόσο μεγάλη δηλαδή ψηλή γυναίκα να κλαίει. (Μάλλον άλλη μία φορά μόνο είχα δει πιο πριν αλλά εκείνη ήτανε με μαύρο μαγιώ και ψηλή και μαύρα μαλλιά και όχι γαλάζιο ταγιέρ και ψηλή και ξανθά μαλλιά). (Και τώρα δεν είμαστε στη θάλασσα είμαστε στο γραφείο μες στη βιβλιοθήκη, κι εγώ δεν ήμουνα τόσο μικρή που να μπορώ να κάθομαι πάνω σε μια πέτρα γυαλιστερή και να κοιτάω δίπλα τό γυαλιστερό πλάσμα ν’ ανασαίνει, κι οι άλλοι μεγάλοι μέσα με τά κουπιά και τούς ψαράδες να βοηθάνε για να σηκώσουν τίς τσούχτρες μέσα από τή θάλασσα για να μπω να κολυμπήσω εγώ). Πιο πολύ έκλαιγε όπως ερχόντουσαν πάνω της απανωτά τό ένα και τό άλλο κι ενώ εγώ νόμιζα ότι τό πιο μεγάλο κλάμα θα ήτανε με τούς βομβαρδισμούς (δεν είχα ξανακούσει ότι περάσανε και στη γερμανία βομβαρδισμούς, νόμιζα ότι αυτοί καθόντουσαν στο σπίτι τους, απλώναν τά ρούχα τους στο μπαλκόνι, και βομβαρδίζανε άλλους, και τώρα αυτή η εικόνα και τό κλάμα, με τούς βομβαρδισμούς στο βερολίνο μού φάνηκε τελείως παράλογη, δεν μπορούσα να τή χωνέψω, δεν τήν είχα μάθει ποτέ πριν δηλαδή, δηλαδή τί έγινε, τρελλαθήκαν στον αέρα απ’ τόν πολύ πόλεμο μήπως, και πάθανε καμιά κρίση και βομβαρδίζαν τώρα οι ίδιοι μόνοι τους τόν εαυτό τους; τούς είχα δηλαδή εκείνην τήν εποχή που γινόντουσαν αυτά όλους ελαφρώς για τρελλούς, ήταν μια εποχή σκοτεινή που εγώ δεν τήν ήξερα και δεν έπαψα μέσα βαθειά μου πάντα να έχω τήν εντύπωση ότι ήτανε σκοτεινή και τρελλή και ακαταλαβίστικη διότι δεν είμαστε ακόμα εδωπέρα οι φίλες μου τότε κι εγώ) αλλά τό μεγαλύτερο τράνταγμα δεν θα ήτανε καν με τούς βομβαρδισμούς, αλλά με τό μετά, με τόν φράχτη τό χώρισμα που τούς κλείσανε και δεν τούς αφήναν να βγουν από κει. Αυτό τό ήξερα και δεν ξαφνιάστηκα, τό είχε πει πάρα πολλές φορές με τήν μάνα μου και πάντα στο ζήτημα αυτό τής τρέχανε δάκρυα. Μόνο με τόν γάμο της μπόρεσε τότε δηλαδή εκείνη να φύγει, αλλά δεν μπόρεσε να πάρει μαζί τήν μαμά της και τήν άφησε πίσω. Μπορούσαν να βλέπονται σ’ ένα διάστημα κάποιων χρόνων δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο, αλλά κάθε φορά τήν έπιανε τό παράπονο με τή μαμά της όταν τήν σκεφτότανε, και μάς έλεγε διάφορα νέα που είχε από κει, αρρώστιες και τέτοια. Αυτό πάντα ήταν μια ιστορία για να κλαις δηλαδή, αλλά τώρα για πρώτη φορά μαζί με τούς όλμους και τούς κανόνες και τίς βόμβες άκουσα τήν ιστορία αυτή από τήν αρχή, και η ιστορία είχε μια αρχή δηλαδή κι ήταν τώρα ασφαλώς λογική : Μού έδωσαν τήν εντύπωση λοιπόν ότι περίμεναν όλοι εκεί κοιτώντας ψηλά μπροστά απ’ τά σπίτια τους όπως στο παιχνίδι εκείνο τά στρατιωτάκια ακούνητα αμίλητα αγέλαστα, ότι όλοι σ’ αυτήν τήν πόλη δηλαδή ξαφνικά βρέθηκαν ακίνητοι, μία μέρα, και οι γυναίκες (αφού τρέξαν στα παράθυρα γρήγορα και μαζέψαν τά ρούχα τους) ύστερα ολόκληρη η πόλη πάγωσε ακίνητη κι αμίλητη με τό κεφάλι σηκωμένο ψηλά μπροστά στο σπίτι του ο καθένας (κρατώντας και τήν αναπνοή του βαθειά) να δούνε πού θα πέσει τό ζάρι, σε ποιό κομμάτι θα πέσει τό σπίτι τους, παρακαλάγανε ακίνητοι δηλαδή από μέσα, εκείνη η κλωστή ο σπάγκος τό κορδόνι που θα τούς χώριζε στα δύο τό κοίταζαν όλο σιωπή και προσευχή από ψηλά να πέφτει σαν φίδι ζωντανό και τό παρακάλαγαν όλοι ακίνητοι ψελλίζοντας από μέσα τους lieber Gott lieber Gott ich liebe Dich όχι εδώ, παρακαλώντας το να πάει λίγο πιο δω ή πιο κει, κι όταν μού ’πε : Και ξαφνικά έπεσε μπροστά μας, και βρεθήκαμε όλοι εμείς από κει, μού ήρθαν και μένα δάκρυα στα μάτια και βάλαμε κι οι δύο τά κλάματα.

   νά που είπα ψέματα λοιπόν στην αρχή ότι μ’ εκείνην αντίθετα απ’ ό,τι με τήν φροϋλάϊν [και με τόν Χένσελ] δεν θα τραγουδούσαμε εμείς ποτέ : και τό τραγούδι τραγουδήσαμε και κλάψαμε και ξέρουμε ότι και τά δύο τώρα είναι ένα είδος και μία μορφή ήχου δηλαδή.

από τίς «βιογραφίες αγνώστων»

.

.

.

.

 

2 Ιουλίου 2013

η ζωή στην πόλη (και η διαφορά)

.

.

.

.

   // τό ιδανικό τής μεταξύ τών υποκειμένων διαφάνειας αρνείται τή διαφορά ή τή βασική ασυμμετρία τών υποκειμένων. Όπως ο χέγκελ αρχικά αποκάλυψε και η ανάλυση τού σαρτρ εμβάθυνε, τά άτομα υπερβαίνουν τό ένα τό άλλο επειδή η υποκειμενικότητα είναι αρνητικότητα. // Τά άλλα άτομα ποτέ δεν αντιλαμβάνονται τόν κόσμο από τή δική μου οπτική, και προκειμένου να βεβαιώσω τήν αντικειμενική σύλληψη τού άλλου για τό σώμα μου, τίς πράξεις και τά λόγια μου, αναμετρώμαι διαρκώς με μια εμπειρία τού εαυτού μου διαφορετική από αυτή που έχω εγώ

   αυτή η αμοιβαία διυποκειμενική υπέρβαση, βεβαίως, καθιστά δυνατό τό μοίρασμα μεταξύ μας, γεγονός που ο σαρτρ πρόσεξε λιγότερο από τόν χέγκελ. Ωστόσο, τό μοίρασμα  δεν συνιστά ποτέ απόλυτα αμοιβαία κατανόηση και ανταποδοτικότητα. Και πέραν τούτου, τό μοίρασμα είναι εύθραυστο. Τήν επόμενη στιγμή ο άλλος μπορεί να εκλάβει τά λόγια μου με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι εννοούσα ή να επιφέρει στις πράξεις μου συνέπειες που δεν επιδίωκα. Η ίδια διαφορά που καθιστά εφικτό τό μοίρασμα μεταξύ μας, καθιστά επίσης τήν παρανόηση, τήν απόρριψη, τήν απόσυρση και τή σύγκρουση διαρκώς δυνατές συνθήκες τής κοινωνικής ύπαρξης

   // δεν γνωρίζω πάντα τί εννοώ, τί χρειάζομαι, τί θέλω, τί επιθυμώ, επειδή οι σημασίες, οι ανάγκες και οι επιθυμίες δεν αναδύονται από μια πηγή κάποιου διαφανούς εγώ. Συχνά εκφράζω τήν επιθυμία μου με μια χειρονομία ή με τόν τόνο τής φωνής, χωρίς να τό επιδιώκω με αυτό τόν τρόπο. Η συνείδηση, η ομιλία, η εκφραστικότητα είναι δυνατές μόνο αν τό υποκείμενο υπερβαίνει τόν εαυτό του και έτσι είναι αναγκαστικά ανίκανο να τόν κατανοήσει. Όλα τά υποκείμενα έχουν πολλαπλές επιθυμίες, οι οποίες δεν έχουν συνοχή· επιθέτουν στα αντικείμενα στρώσεις νοημάτων χωρίς να έχουν πάντα επίγνωση τής κάθε στρώσης ή τών μεταξύ τους διασυνδέσεων. Συνεπώς, κάθε ατομικό υποκείμενο είναι ένα παιχνίδι τής διαφοράς που δεν μπορεί να κατανοηθεί πλήρως

   // τό ιδανικό τής κοινότητας εκφράζει μια επιθυμία για κοινωνική ακεραιότητα, συμμετρία, ασφάλεια και σταθερή ταυτότητα, η οποία αντικειμενοποιείται επειδή επιβεβαιώνεται από τούς άλλους με σαφή τρόπο. Είναι ένα κατανοητό όνειρο, αλλά εντούτοις όνειρο, και θα υποστηρίξω πως πρόκειται για ένα όνειρο με σοβαρές πολιτικές επιπτώσεις

.

.

   υπονοώ ότι τό ιδανικό τής κοινότητας επικυρώνει και ενισχύει τόν φόβο και τήν αποστροφή που εκδηλώνουν κάποιες κοινωνικές ομάδες προς τούς άλλους

   // οι τάσεις αποκλεισμού, που προκύπτουν από τή θετική αποτίμηση τής κοινότητας, δεν περιορίζονται στους μισαλλόδοξους και στους συντηρητικούς. Πολλές ριζοσπαστικές πολιτικές οργανώσεις θεμελιώνονται στην επιθυμία για κοινότητα. Πολύ συχνά άνθρωποι σε ομάδες, που εργάζονται για τήν κοινωνική αλλαγή, εκλαμβάνουν τήν αμοιβαία φιλία ως στόχο τής ομάδας, και έτσι αυτοκατακρίνονται ως ανεπαρκής ομάδα εφόσον δεν επιτυγχάνουν αυτή τήν αίσθηση τής κοινότητας. Συχνά, μια τέτοια επιθυμία για κοινότητα διοχετεύει τήν ενέργεια μακριά από τούς πολιτικούς στόχους τής ομάδας και, επιπλέον, παράγει μιαν ατμόσφαιρα κλίκας, η οποία περιορίζει τίς ομάδες σε μικρό μέγεθος και απομακρύνει πιθανά μέλη

   // οι εκκλήσεις για κοινότητα είναι συνήθως αντί–αστεακές. Μεγάλο μέρος τής κοινωνιολογικής βιβλιογραφίας προσδιορίζει τή σύγχρονη ιστορία ως μια μετατόπιση από τή διαχειρίσιμη και ασφαλή gemeinschaft, νοσταλγικά ανασυγκροτημένη ως ένας κόσμος χαμένης αυθεντικότητας, προς τήν επικίνδυνη γραφειοκρατικοποιημένη gesellschaft. Πολλοί άλλοι ακολουθούν τόν ρουσσώ στην εξιδανίκευση τής αρχαίας πόλεως και τού κατοίκου τής μεσαιωνικής ελβετικής bürger, ελεεινολογώντας τό εμπόριο, τήν αταξία και τόν ανεξέλεγκτο μαζικό χαρακτήρα τής μοντέρνας πόλης. Καθ’ όλη τή διάρκεια τής μοντέρνας περιόδου, η πόλη έχει κατηγορηθεί συχνά για τό ότι ενσαρκώνει τήν ανηθικότητα, τήν πλαστότητα, τήν αταξία και τόν κίνδυνο – ως τόπος τών προδοτικών συνωμοσιών, τού παράνομου σεξ, τού εγκλήματος, τής παρέκκλισης και τής αρρώστιας. Η τυπική αναπαράσταση τής μοντέρνας πόλης εκφράζει όλες τίς απαξίες τίς οποίες θα εξάλειφε η επανασυγκρότηση τής κοινότητας

   ωστόσο, η αστεακότητα αποτελεί τόν ορίζοντα τής μοντέρνας συνθήκης, για να μην αναφερθούμε στη μεταμοντέρνα

.

.

   με τήν «αστεακή ζωή» εννοώ μια μορφή κοινωνικών σχέσεων τήν οποία ορίζω ως τή συνύπαρξη με ξένους

   // στο ιδανικό τής αστεακής ζωής η ελευθερία οδηγεί στην ομαδική διαφοροποίηση, στο σχηματισμό ομάδων συγγένειας, αλλά αυτή η κοινωνική και χωρική διαφοροποίηση τών ομάδων δεν ενέχει αποκλεισμό. Τό αστεακό ιδεώδες εκφράζει τή διαφορά ως μια παράλληλη ιδιαιτερότητα, η οποία δεν ανάγεται ούτε στην ταυτότητα ούτε στην πλήρη ετερότητα. Σε αυτό τό ιδανικό οι ομάδες δεν βρίσκονται σε σχέσεις συμπερίληψης και αποκλεισμού, αλλά επικαλύπτονται και αναμειγνύονται χωρίς να ομογενοποιούνται. Αν και η αστεακή ζωή, όπως τή βιώνουμε σήμερα, χαρακτηρίζεται από πολλά σύνορα και αποκλεισμούς, η πραγματική μας αστεακή εμπειρία προσφέρει ακόμα νύξεις σχετικά με τό τί είδους διαφοροποίηση χωρίς αποκλεισμό μπορεί να υπάρξει

   // η αστεακή ζωή επίσης αποδίδει στη διαφορά μια υπόσταση ερωτική, με τήν ευρεία έννοια τής έλξης για τόν άλλο, τής ευχαρίστησης τήν οποία προκαλεί η διέγερση που νιώθει κανείς όταν απομακρύνεται από τήν ασφαλή ρουτίνα, για να αναμετρηθεί με τό πρωτόγνωρο, τό παράξενο και τό εκπληκτικό. Η ερωτική διάσταση τής πόλης υπήρξε πάντα μια διάσταση τής τρομακτικότητάς της, καθώς υπάρχει η πιθανότητα κάποιος να χάσει τήν ταυτότητά του και να καταρρεύσει. Αλλά αντλούμε, επίσης, ευχαρίστηση με τό να είμαστε ανοιχτοί και να τρέφουμε τό ενδιαφέρον μας για ανθρώπους που τούς θεωρούμε διαφορετικούς //

   εδώ, η ερωτική έλξη είναι τό ακριβώς αντίθετο από τήν κοινότητα. Στο ιδανικό τής κοινότητας οι άνθρωποι αισθάνονται ότι επιβεβαιώνονται επειδή αυτοί με τούς οποίους μοιράζονται εμπειρίες, αντιλήψεις και στόχους τούς αναγνωρίζουν και αναγνωρίζονται από αυτούς· ο καθένας βλέπει τόν εαυτό του να αντανακλάται στους άλλους. Ωστόσο, υπάρχει ένα άλλο είδος ευχαρίστησης στη συνάντηση με μια υποκειμενικότητα, με ένα σύνολο νοημάτων διαφορετικό και ανοίκειο. Αντλεί κανείς ευχαρίστηση αποστασιοποιούμενος από τόν εαυτό του για να κατανοήσει ότι υπάρχουν άλλα νοήματα, πρακτικές κι αντιλήψεις στην πόλη και ότι μέσω τής αλληλεπίδρασης με τούς άλλους θα μπορούσε να μάθει ή να βιώσει κάτι περισσότερο και διαφορετικό

   ο ερωτισμός τής πόλης προέρχεται επίσης από τήν αισθητική τής υλικής της υπόστασης : τά λαμπερά και χρωματιστά φώτα, τή μεγαλοπρέπεια τών κτιρίων της, τήν παράθεση τής αρχιτεκτονικής τών διαφορετικών χρόνων, ρυθμών και προθέσεων. Ο χώρος τής πόλης προσφέρει απολαύσεις και εκπλήξεις. Σεργιανίζεις στο τετράγωνο ή σε μερικά τετράγωνα και συναντάς μια διαφορετική διάθεση χώρου, ένα νέο παιχνίδι όψης και ήχου, και μια νέα διαδραστική κίνηση. Τό ερωτικό νόημα τής πόλης αναδύεται από τήν κοινωνική αφθονία και τήν αφθονία τών χώρων. Ένας τόπος πολλών τόπων, η πόλη επικαλύπτεται με τόσα πολλά στρώματα και σχέσεις που είναι ακατανόητη. Δεν μπορεί κανείς να τήν «κατακτήσει», δεν μπορεί κανείς να νιώσει σαν να τά ’χει δει όλα, σαν να μην υπάρχει τίποτα καινούργιο και ενδιαφέρον προς εξερεύνηση, κανένας καινούργιος και ενδιαφέρων άνθρωπος να συναντήσει

   στη δημόσια ζωή οι διαφορές παραμένουν αναφομοίωτες // τό δημόσιο είναι ετερογενές, πλουραλιστικό και παιγνιώδες //

 

αποσπάσματα από τό δοκίμιο τής iris marion young «η ζωή στην πόλη και η διαφορά», μεταφρασμένο από τόν δημήτρη λάλλα, δημοσιευμένο στο τεύχος 77 τού περιοδικού «σημειώσεις» που κυκλοφορεί

.

.

.

.

.

.

.

 

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: