σημειωματαριο κηπων

1 Αυγούστου 2014

søren, 4 : περί προλόγων

 

 

 

τά προηγούμενα : 1, 2, 3

.

τό σπαραχτικό χιούμορ τού κειμένου που ακολουθεί δεν είναι καθόλου αστείο : περιλαμβάνει όσα συμπεράσματα θα ήθελε (και ασφαλώς θα μπορούσε) μια φεμινίστρια να βγάλει για τό πατριαρχικό υπόστρωμα στο οποίο αναπαύθηκε (τρόπος τού λέγειν) η βασανισμένη ψυχολογία τού Κ εφ’ όρου ζωής και, σαν επιστέγασμα, προσφέρει γλαφυρότατα όλες (πιθανώς) τίς εξηγήσεις που τόν έσπρωξαν να χωρίσει από τήν Ρεγγίνε Όλσεν πριν φτάσουν και οι δύο στην τελική φάση ενός γάμου τόν οποίο εκείνος είδε σα συγγραφέας – μονήρης πλέον – να τόν πνίγει αναδρομικά.

θα πρέπει κανείς να εγκύψει τότε στη διαπραγμάτευση εκ μέρους του τής φαντασίας (αν υπάρχει τέτοια διαπραγμάτευση), για να καταλήξει αν επρόκειτο για μια έκρηξη αυτής τής ψυχολογικής του πλευράς, τού φόβου και τρόμου του ως προς τά χειρότερα που τόν περιμένανε, ή αν δεν χρειάστηκε καν να επιστρατεύσει τή φαντασία μπροστά σε ό,τι έβλεπε ήδη να υφίσταται γύρω του και κυρίως εντός του, με βάση τήν καλά εγκαθιδρυμένη παλαιόθεν πατρική κατήχηση περί τού φόβου τής αγωνίας τής θυσίας και τού είτε/είτε

( : Αν παντρευτείς, θα τό μετανιώσεις. Αν δεν παντρευτείς, πάλι θα τό μετανιώσεις. Παντρευτείς δεν παντρευτείς, θα τό μετανιώσεις. Αν γελάς με τίς τρέλες τού κόσμου, θα τό μετανιώσεις. Αν κλαις με αυτές, πάλι θα τό μετανιώσεις. Κλαις ή γελάς, θα τό μετανιώσεις. Αν πιστεύεις μια κοπέλα, θα τό μετανιώσεις. Αν δεν τήν πιστεύεις, πάλι θα τό μετανιώσεις. Πιστεύεις δεν πιστεύεις, θα τό μετανιώσεις. Αν κρεμαστείς, θα τό μετανιώσεις, αν δεν κρεμαστείς, πάλι θα τό μετανιώσεις. Κρεμαστείς δεν κρεμαστείς, θα τό μετανιώσεις. Αυτό, κύριοι, είναι η ουσία και η κατάληξη όλης τής πρακτικής σοφίας. («είτε/είτε : μια εκστατική διάλεξη»))

αλλά ας αρκεστούμε προς τό παρόν στην αυτοκατεδαφιστική ειρωνεία τού παρόντος κειμένου :

 

 

 

 

 

πρόλογος
από τούς «προλόγους»
ανάγνωσμα ανάλαφρον για ανθρώπους

σε ποικίλες καταστάσεις χρόνου και διάθεσης
από τόν Νικόλαο Παρατηρητή

 

Είναι πράγματι γεγονός ότι μια ασήμαντη λεπτομέρεια, ένα επιπόλαιο σχόλιο, ένα αυθόρμητο επιφώνημα, μια φευγαλέα ματιά, μια ανύποπτη χειρονομία προσφέρουν τήν ευκαιρία να γλιστρήσεις μέσα σε κάποιον και να ανακαλύψεις κάτι που θα περνούσε απαρατήρητο. Για να μην δοθεί περισσότερη σημασία σε αυτό τό σχόλιο απ’ ό,τι τού αρμόζει, θα τό αφήσω κατά μέρος και θα συνεχίσω με τό θέμα μου. Ώς προς ένα βιβλίο, ο πρόλογος είναι δευτερεύων, ωστόσο μια προσεκτική σύγκριση προλόγων προσφέρει σχόλια εν αφθονία ! Στον ακαδημαϊκό χώρο καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια για τή σωστή ταξινόμηση λογοτεχνών και λογοτεχνημάτων, τόσο ώς προς τήν εποχή όσο και ώς προς τό ύφος, όμως κανείς διανοούμενος δεν διανοείται πόσο θα ωφελούσε μια επιμελής ταξινόμηση προλόγων από τήν αρχαιότητα ώς τήν εποχή μας.

Οι πρόλογοι, όπως οι ιδιωματισμοί και τά γνωμικά, έχουν περιστασιακό χαρακτήρα και ακολουθούν κατά πόδας τή μόδα. Άλλοτε μεγάλοι κι άλλοτε σύντομοι, άλλοτε τολμηροί κι άλλοτε συνεσταλμένοι, άλλοτε άκαμπτοι κι επίσημοι κι άλλοτε επιπόλαιοι, άλλοτε ανήσυχοι και σχεδόν απολογητικοί κι άλλοτε αγέρωχοι και σχεδόν αυθάδεις. Άλλοτε αδιάφοροι στα ψεγάδια τού βιβλίου κι άλλοτε οι πρώτοι που τά εντοπίζουν. Άλλοτε τό πρώτο απόσταγμα τού προϊόντος κι άλλοτε η γεύση που απομένει, οι πρόλογοι διακρίνονται από τόν εθιμοτυπικό χαρακτήρα τους. Μπορούν να συμμορφώσουν τόν συγγραφέα που ζει εκτός τόπου και χρόνου με τά έθιμα τής εποχής του και, στον βαθμό και τό έθιμο που τόν συμμορφώνουν, προκαλούν πολλαπλές επιθέσεις στο άτομό του, κάτι πολύ διασκεδαστικό. Τί πληθώρα πορισμάτων αντλεί κανείς από μια εμπεριστατωμένη μελέτη προλόγων !

Όμως η σύγχρονη εποχή έχει πλήξει θανάσιμα τόν πρόλογο. Ο συγγραφέας, που υποθέτει ότι κάποιος ενδιαφέρεται για αυτά που γράφει στον πρόλογό του, φαίνεται αστείος και αφελής. Σήμερα ο συγγραφέας προχωρά κατευθείαν στο θέμα. Εφόσον ο πρόλογος είναι ένα λογοτεχνικό είδος που παραγκωνίζεται διαρκώς, καιρός είναι να βάλουμε τά πράγματα στη θέση τους.

Αυτό που κάποτε έμπαινε στον πρόλογο επειδή δεν ταίριαζε στο θέμα τώρα μπορεί να μπει σε έναν πρόλογο που δεν είναι πρόλογος σε κανένα βιβλίο. Πιστεύω ότι έτσι η σύγχυση θα διευθετηθεί προς κοινό συμφέρον και όφελος. Αν ο πρόλογος και τό βιβλίο δεν μπορούν να ανεβούν μαζί στη σκηνή, τότε ας αφήσουμε τό ένα να δώσει διαζύγιο στο άλλο.

Η σύγχρονη διανόηση έχει ανάγκη από έναν άλλο τρόπο αντιμετώπισης. Ο λόγος που θεωρώ ότι αξίζει να αναλάβω ένα τέτοιο εγχείρημα έχει βαθύτερα αίτια. Κάθε συγγραφέας με ανεπτυγμένη αισθητική έχει στιγμές που δεν θέλει να γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο, παρά μόνο τόν πρόλογο σε ένα βιβλίο, δικό του ή όχι. Άλλο λοιπόν ο πρόλογος και άλλο τό βιβλίο. Επομένως, τό να γράψεις έναν πρόλογο είναι εντελώς διαφορετικό από τό να γράψεις ένα βιβλίο. Τό επόμενο ερώτημα είναι αν ο πρόλογος πρέπει να γραφτεί πριν ή μετά τό βιβλίο. Για να προκύψει κάτι τέτοιο, ο συγγραφέας είτε έχει ένα θέμα είτε νομίζει ότι έχει. Αν όμως δεν έχει θέμα και θέλει να γράψει έναν πρόλογο, δεν πρέπει να γίνει ο πρόλογος θέμα, γιατί τότε ο πρόλογος θα καταλήξει βιβλίο και τά περί προλόγου και βιβλίου περιττολογία. Ο πρόλογος από μόνος του, ο ανεξάρτητος πρόλογος, δεν πρέπει να έχει θέμα· δεν πρέπει να αφορά τίποτα άλλο από τό αποκύημα μιας φαντασίας.

Αυτός είναι ο ποιητικός ορισμός τού προλόγου. Με τήν κλασική έννοια, ο πρόλογος είναι ένα έθιμο τής εποχής. Ουσιαστικά δεν είναι τίποτα άλλο από μια απλή παρόρμηση. Σαν να θες να ακονίσεις τό δρεπάνι σου, να γρατσουνίσεις τήν κιθάρα σου, να πεις μια ανοησία, να φτύσεις έξω από τό παράθυρο. Δεν ξέρεις τί τήν προκαλεί. Σηκώνεσαι ξαφνικά από τό κρεβάτι έμπλεος εμπνεύσεως και θέλεις να γράψεις έναν πρόλογο στην καρδιά τής νύχτας. Σαν να θες να χτυπήσεις ένα κουδούνι στην τύχη, να περάσεις κάτω από τό παράθυρο μιας γυναίκας χωρίς να κοιτάξεις, να κουνήσεις τό μπαστούνι σου στον αέρα σαν να χαιρετάς κάποιον, να ξεστομίσεις ένα μυστικό, να ξεσπάσεις σε χορό, να ρεμβάσεις τίς αγριόχηνες από τό λόφο τού βάλντμπυ, να νιώσεις τό σκίρτημα τού έρωτα μέσα σου, να κρυφοκοιτάξεις τήν αγαπημένη σου πίσω από τό γιασεμί. Τέτοια είναι η παρόρμηση που ωθεί κάποιον να γράψει έναν πρόλογο.

Και άραγε πώς είναι εκείνος που τόν γράφει ;

Εκείνος που γράφει προλόγους είναι ο άνθρωπος για όλες τίς εποχές. Εύθυμος και χαρωπός, χαιρετά τούς πάντες, αυτάρεσκος επιπόλαιος και παντελώς ανεύθυνος, αφού δεν πηγαίνει στο χρηματιστήριο να φροντίσει τή φωλιά του αλλά κάνει απλώς τή βόλτα του από κει. Δεν μιλά σε δημόσιες συγκεντρώσεις γιατί βρίσκει τήν ατμόσφαιρα πνικτική, δεν γράφει προσφωνήσεις γιατί απαιτούν μεγάλη προετοιμασία, δεν υπηρετεί τό σύστημα, δεν πληρώνει δόσεις στο εθνικό χρέος ούτε τό παίρνει στα σοβαρά. Σφυρίζει ανέμελα σαν τόν παραγιό τού παπουτσή, αφήνοντας τόν πελάτη να περιμένει για τίς μπότες του μέχρι να ερευνήσει και τήν τελευταία κρυψώνα και να ικανοποιήσει πλήρως τήν περιέργειά του. Έτσι είναι αυτός που γράφει προλόγους.

Άρα λοιπόν, καθένας μπορεί να σκεφτεί ό,τι θέλει, όπως τό θέλει, και όταν τό θέλει. Όμως εγώ δεσμεύομαι να ασχοληθώ αποκλειστικά με αυτό τό είδος γραφής. Δίχως άλλο χασομέρι, θα περιγράψω στον αναγνώστη τί εννοώ με αυτό. Όσο κατάλληλο είναι τό καφενείο για τίς φήμες, τόσο κατάλληλος είναι τούτος ο πρόλογος για τό δικό μου σχόλιο.

Αν και είμαι όσο ελάχιστοι ευτυχισμένος με τό γάμο μου, αν και ευγνωμονώ όσο ελάχιστοι τήν ευτυχία μου, χάρη στη γυναίκα μου έχω εντοπίσει αρκετές δυσκολίες στον γαμήλιο βίο, ειδάλλως δεν θα είχα υποψιαστεί τίποτα. Πάνε κάμποσοι μήνες από τότε που παντρεύτηκα. Έχοντας κάπως προσαρμοστεί στη συζυγική ζωή, άρχισε να αργοξυπνά μέσα μου ένας παλιός πόθος : να ασχοληθώ με ένα λογοτεχνικό εγχείρημα. Διάλεξα τό θέμα, άνοιξα τά κιτάπια μου, δανείστηκα βιβλία από τή βασιλική βιβλιοθήκη, τακτοποίησα τά τεφτέρια μου και βούτηξα τήν πένα στο μελανοδοχείο μου.

Η γυναίκα μου κάτι υποψιάστηκε και άρχισε να παρακολουθεί προσεκτικά τίς κινήσεις μου. Άρχισε τά υπονοούμενα. Έλεγε ότι περνούσα πολύ καιρό μελετώντας, πράγμα που δεν τήν ευχαριστούσε ιδιαίτερα. Εγώ πάντως πρόσεχα μή μού ξεφύγει λέξη και έκανα ότι δεν καταλάβαινα, που όντως δεν καταλάβαινα στην αρχή. Μια μέρα όμως μέ αιφνιδίασε και κατάφερε να μού αποσπάσει τήν επίσημη ομολογία ότι τό έβαλα σκοπό να γίνω συγγραφέας. Ενώ μέχρι πρότινος εκτελούσε αποστολές αναγνώρισης, τώρα πλέον κήρυξε ανοιχτό πόλεμο εναντίον μου, με στόχο να κατασχέσει τά γραπτά μου και να βρει καλύτερη χρήση γι’ αυτά, σαν βάση κάτω από τά κεντήματά της, ανάμεσα στις μπούκλες της όταν χτενίζεται, κλπ. Κανένας συγγραφέας δεν βρέθηκε ποτέ σε χειρότερη μοίρα. Ώς κι αυτός που έχει λογοκριθεί ελπίζει ότι η δουλειά του θα φτάσει κάποτε στο τυπωθήτω. Η δική μου όμως κινδύνευε να πνιγεί στη γέννα. Η θέση μου έγινε ακόμα πιο απελπιστική όταν ανακάλυψα, ως συνήθως, ότι μέ κατεδίωκαν οι εφημερίδες. Τότε μπήκε στο μυαλό μου η σκέψη ότι θα ήταν ανεπανόρθωτη απώλεια για τήν ανθρωπότητα αν τά γραπτά μου δεν έβλεπαν ποτέ τό φως τής ημέρας. Τί μπορούσα να κάνω λοιπόν ; Εγώ αντίθετα από τόν συγγραφέα που λογοκρίνεται δεν έχω πρόσβαση στη δικαιοσύνη, στο αξιότιμο κοινό, ή έστω στη μνήμη τών μεταγενέστερων. Ζω και πεθαίνω, στέκω ή πίπτω διά τής συζύγου μου. Βεβαίως οι σύγχρονοί μου μέ θεωρούν ικανό να υπερασπίσω διαλεκτικά τήν περίπτωσή μου, αλλά η διαλεκτική μου δεινότητα δεν θα μέ ωφελήσει και πολύ στην προκειμένη περίπτωση, γιατί, αν και μπορώ να τά βγάλω πέρα με τόν Διάβολο, δεν μπορώ να τά βγάλω πέρα με τή γυναίκα μου. Εμμένει στην άποψή της. Αυτό που οι μορφωμένοι ονομάζουν λεπτό φιλοσοφικό επιχείρημα, η γυναίκα μου, που δεν θέλει να έχει τίποτα να κάνει με τή μόρφωση, τό θεωρεί φαιδρότητα. Η διαδικασία είναι απλή για έναν που ξέρει πώς να τή χειρίζεται. Κάθε φορά που λέω κάτι που δεν τής αρέσει, είτε είναι συλλογισμός είτε προσφώνηση είτε σχόλιο – τό σχήμα δεν παίζει ρόλο –, μού ρίχνει μια φιλική, γοητευτική καλοπροαίρετη και χαριτωμένη ματιά, θριαμβευτική και καταστρεπτική συνάμα, και μού λέει : «Σίγουρα αστειεύεσαι».

Τί είναι αυτό που δίνει τό δικαίωμα σε μια σύζυγο να φέρεται έτσι ; Η άποψή της είναι ότι ένας παντρεμένος που είναι συγγραφέας δεν είναι καλύτερος από έναν παντρεμένο που πάει στη λέσχη κάθε βράδυ. Είναι χειρότερος, γιατί αυτός που πάει στη λέσχη παραδέχεται ότι παρατυπεί, ενώ τό να είσαι συγγραφέας είναι μια διακεκριμένη απιστία που δεν μπορεί να προκαλέσει τύψεις – ακόμη και αν οι συνέπειες είναι πολύ χειρότερες. Αυτός που πάει στη λέσχη είναι απών όσο λείπει, ενώ ένας συγγραφέας «ίσως να μην τό έχεις καταλάβει, αλλά έχεις αλλάξει ολωσδιόλου. Είσαι μέσα σε ένα κουκούλι σκέψης από τό πρωί ώς τό βράδυ, ιδιαίτερα στο δείπνο. Κάθεσαι προσηλωμένος σαν Ναβουχοδονόσορας και, όταν σού φέρνω τόν καφέ στον δίσκο με μια χαριτωμένη υπόκλιση, η έκφρασή σου μέ τρομάζει τόσο πολύ, που μού πέφτει σχεδόν ο δίσκος και χάνω τήν εύθυμη διάθεση να υποκλιθώ μπροστά σου».
.
Μια και η γυναίκα μου ξέρει να αποφαίνεται σαν τόν Κάτωνα, αν και τό κάνει λιγότερο πληκτικά, καθετί πρέπει να τής προσφέρεται ως επιχείρημα. Η επιχειρηματολογία τής είναι δεύτερη φύση. Πηγάζει από τήν καρδιά της. Μέ έπεισε ας πούμε ότι, ως καθολική, ευεργετείται ακούγοντας τή λειτουργία στα λατινικά. Αν και δεν τά καταλαβαίνει, τή συγκινούν και τή συνεπαίρνουν.

Επιμένει ότι τό να είσαι συγγραφέας όταν είσαι παντρεμένος είναι η χειρότερη απιστία. Τώρα μάλιστα η απιστία έγινε ακόμα χειρότερη. Αν τής υπενθυμίσω ότι ο άντρας είναι ο κύριος βάσει τού νόμου ειδάλλως δεν είμαι παρά μια απλή αντωνυμία πλάϊ σ’ αυτήν, που δεν παύει ωστόσο να έχει απαιτήσεις, μέ κατηγορεί ως άδικο αφού ξέρω πολύ καλά ότι δεν απαιτεί απολύτως τίποτα στη σχέση μας. Αν πάλι διαμαρτυρηθώ ότι, εφόσον είμαι αντωνυμία πλάϊ της, οφείλει κι αυτή να είναι όσο πιο σημαντική γίνεται, για να μην είμαι αντωνυμία πλάϊ σ’ ένα τίποτα, εκείνη μέ κοιτά και μού λέει : «Προφανώς αστειεύεσαι».

Ποιο ήταν τό αποτέλεσμα τής διαμάχης ; … Όπως ο πανεπιστημιακός διδάσκαλος που ο συγγραφέας έχει αφοπλίσει με επιχειρήματα επικαλείται μια γλωσσική λεπτομέρεια για να δικαιωθεί, και ο συγγραφέας τήν αποδέχεται ευγενικά, έδωσα τήν άδεια στον εαυτό μου να γράφω μόνο προλόγους. Επικαλούμαι τόν παραλληλισμό τών συζύγων που, έχοντας υποσχεθεί στις γυναίκες τους να μην καπνίζουν, έχουν τήν άδεια να διατηρούν όσες ταμπακιέρες θέλουν. Η γυναίκα μου αποδέχτηκε τήν πρότασή μου ίσως επειδή θεώρησε ότι δεν μπορώ να γράψω έναν πρόλογο αν δεν γράψω ένα βιβλίο, κάτι που δεν αποτολμώ, εκτός αν ένας είναι διάσημος συγγραφέας και γράφει κατά παραγγελία, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωσή μου.

.
Αυτά ώς προς τήν υπόσχεση και τήν υποχρέωσή μου. Τά λιγοστά που δημοσιεύω εδώ τά έγραψα ελαφρά τή καρδία, εν αγνοία τής συζύγου μου και κατόπιν αδείας τού εαυτού μου. Είθε οι κριτικοί να είναι επιεικείς, γιατί, αν τυχόν διαπίστωναν ότι δεν είμαι φτιαγμένος για συγγραφέας και η γυναίκα μου τό μάθαινε, μάταια θα ζητούσα να μέ παρηγορήσει. Θα πηδούσε από τή χαρά της, τόσο για τό πάθημά μου όσο και για τήν άποψή της ότι τό να είσαι συγγραφέας όντας παντρεμένος είναι η χειρότερη απιστία.

Νicolaus Νotabene

 

 

 

 

εικόνες : επάνω, γράμμα στη ρεγγίνε όλσεν (όπου ο κίρκεγκωρ αρχικά τής ζωγραφίζει τή γειτονιά στην οποία ζούσε εκείνη, και τόν εαυτό του να κοιτάει τόν κόσμο μέσω τηλεσκοπίου, ξεκινώντας αμέσως μετά μ’ ένα μάθημα : «Αυτό είναι τό knippelsbro. Εγώ είμαι αυτός με τό τηλεσκόπιο. Όπως ξέρεις, οι ανθρώπινες φιγούρες μέσα σ’ ένα τοπίο έχουν τήν τάση να φαίνονται λίγο περίεργες. Ας σέ παρηγορήσει ίσως τό γεγονός ότι δεν φαίνομαι και τόσο άσχημος, και ότι κάθε καλλιτεχνική σύλληψη συγκρατεί πάντα και κάτι από τό ιδανικό, έστω και με τή μορφή καρικατούρας.») // στη μέση (πάνω από τίτλο), αριστερά, χειρόγραφο από τό «πάρτε ένα εμετικό» (take an emetic) (άρθρο στον τόμο «επίθεση στον ‟χριστιανισμόˮ») / δεξιά, τίτλοι με οδηγίες προς τόν τυπογράφο από τίς «τέσσερεις εποικοδομητικές ομιλίες» (four upbuilding discourses) // κάτω, μεγένθυση για τό σχέδιο τού κίρκεγκωρ από τό γράμμα του στη ρεγγίνε

 

 

 

και εδώ ένα ενδιαφέρον άρθρο, κριτική μιας βιογραφίας τού Κ, όπου διαβάζεις και μια κριτική εναντίον του στον σατιρικό «κουρσάρο» (μ’ αυτό τό περιοδικό ο κίρκεγκωρ θα τά έβαζε για τά καλά κάποια στιγμή – μιλάμε για μηνύσεις και τέτοια –)

.

.

η γελοιογραφία αυτή τού «κουρσάρου» για παράδειγμα, δείχνει τόν κίρκεγκωρ σαν ήλιο στο κέντρο ενός σύμπαντος αστέρων, καθημερινών αντικειμένων, κτισμάτων τής κοπεγχάγης, και τού ήλιου τού ίδιου – και η λεζάντα λέει :

«έρχονται στιγμές που συγχύζεται τό μυαλό τού ανθρώπου και λέει πως ο Κοπέρνικος ήταν ηλίθιος που νόμιζε ότι η γη περιστρέφεται πέριξ τού ήλιου. Αντιθέτως, ήλιος, ουρανοί, πλανήτες, η γη, η ευρώπη, και η Κοπεγχάγη περιστρέφονται πέριξ τού Κίρκεγκωρ, ο οποίος στέκεται εν σιωπή στο κέντρο και δεν βγάζει και τό καπέλο του όταν τόν χαιρετάνε.»

 

 

 

 

 

 

16 Ιουλίου 2014

søren, 3 (πρόλογος σε υστερόγραφο)

 

 

τά προηγούμενα : 1, 2

 

τό παρακάτω κείμενο (τό πρώτο στο οποίο ο κίρκεγκωρ εμφανίζει και τό όνομά του – ως «ταπεινού, ασήμαντου άνθρωπου» εκδότη τού ψευδώνυμου συγγραφέα) είναι τόσο εύστοχο, καταπελτικό, τραγικό, και ολοσούμπιτα σύγχρονο, ισχύει δηλαδή τόσο και για εδώ και για τώρα και για παντού, που μολονότι αισθάνομαι τόν πειρασμό να γράψω διάφορα, από τήν άλλη μεριά δεν έχω διάθεση να γράψω (δηλαδή να προσθέσω) τίποτα.

φτάνει προτείνω να διαβαστεί σαν να γράφτηκε από έναν κοντινό μας, πολύ κοντινό, που ξαναπαίρνει τή μορφή τού βασανισμένου δανού για να μάς ξαλαφρώσει από τό βάρος τής κακοήθους άγνοιας, τής καταστροφικής ματαιοδοξίας, και τής ευεργετικής αγνόησης που μάς τυλίγει.

θα μπορούσα να προσθέσω πάντως ως προς τήν ημερομηνία, ότι μολονότι γράφτηκε 9 χρόνια πριν τόν θάνατο τού συγγραφέα, δεδομένου ότι ο κίρκεγκωρ είχε ήδη πίσω του μεγάλο μέρος τού έργου του, μπορεί να είναι κανείς απολύτως σίγουρος ότι είχε γνωρίσει και με τό παραπάνω τή μικρότητα τών συγχρόνων του κριτικών – έτσι ώστε η τελευταία παράγραφος (όπως και ολόκληρος ο πρόλογος άλλωστε) να ηχεί επαρκώς και έγκυρα και ψύχραιμα και σοφά : καθότι γκάφες συμβαίνουν ακόμη και στη λογοτεχνία.

 

 

 

 

Πρόλογος
από τό «Τελικό και μη επιστημονικό Υστερόγραφο στα Φιλοσοφικά Κομμάτια» :
μιμητικόν – παθητικόν – διαλεκτικόν σύγ–γραμμα
υπαρξιακή παρεμβολή
από τόν Ιωάννη τής Κλίμακος
υπεύθυνος για τήν έκδοση : S. Kierkegaard
Κοπεγχάγη, 27 Φεβρουαρίου 1846

 

Είναι ίσως σπάνιο για ένα λογοτεχνικό εγχείρημα να επαληθεύει σε τέτοιο βαθμό τίς επιθυμίες τού συγγραφέα του όσο τά Φιλοσοφικά μου Κομμάτια. Όντας συγκρατημένος και επιφυλακτικός στις αξιολογήσεις μου, τολμώ να πω με βεβαιότητα ότι δεν προκάλεσε τήν παραμικρή αίσθηση. Ανενόχλητος και σύμφωνα με τό επίγραμμα τού βιβλίου («κάλλιο καλοκρεμασμένος παρά κακοπαντρεμένος»*), ο κρεμασμένος, και μάλιστα ο καλοκρεμασμένος, συγγραφέας παραμένει στην κρεμάλα του χωρίς να βρεθεί ούτε ένας άνθρωπος να τόν ρωτήσει, αστεία ή σοβαρά, για ποιο λόγο κρεμάστηκε. Όμως αυτό και αυτός ήθελε : καλύτερα κρεμασμένος παρά αναγκασμένος από έναν ατυχή γάμο να συμπεθεριάσει με τόν κόσμο. Άλλωστε, με ένα τέτοιο θέμα, ήταν αναπόφευκτο. Ανάμεσα σε τόση ταραχή, ανάμεσα σε τόση πρόβλεψη εικασία και καιροσκοπία, έτρεμα μην τυχόν κάτι χαλάσει τό σχέδιό μου. Όσο και να προσπαθείς να ταξιδεύεις ινγκόγνιτο, είναι επικίνδυνο να φτάνεις σε μια πόλη τή στιγμή τής ενθουσιώδους αναμονής, με τά κανόνια γεμάτα και τά φιτίλια αναμμένα, με τά πυροτεχνήματα έτοιμα, τό δημαρχείο στολισμένο, τήν επιτροπή τών επισήμων έτοιμη για προσφώνηση και τούς κοντυλοφόρους έτοιμους να καταγράψουν στα ανοιχτά τεφτέρια κάθε σου λέξη. Κάτι μπορεί να πάει στραβά. Γκάφες συμβαίνουν ακόμη και στη λογοτεχνία.

Ευχαριστώ τή μοίρα που τίποτα δεν πήγε στραβά. Χωρίς τήν παραμικρή αναταραχή, χωρίς να χυθεί ούτε μία σταγόνα αίμα ή μελάνι, τό βιβλίο πέρασε απαρατήρητο. Δεν γράφτηκε ούτε μία λέξη γι’ αυτό, ούτε τό παραμικρό σχόλιο. Καμιά λογοτεχνική ιαχή δεν αναστάτωσε, κανένας ακαδημαϊκός διθύραμβος δεν παραπλάνησε τόν αδημονούντα οικοδεσπότη, καμιά κραυγή εκ τών επάλξεων δεν εξέγειρε τό αναγνωστικό κοινό. Αφού τό εγχείρημα δεν περιείχε κάποια μαγική συνταγή, ήταν επόμενο να μην αναστατώσει. Ο αυτουργός του, ως συγγραφέας, είναι στην ευχάριστη θέση να μην οφείλει τίποτα σε κανέναν. Αναφέρομαι σε κριτικούς, μεσάζοντες και αρθρογράφους, που στον κόσμο τών γραμμάτων είναι σαν τούς ράφτες, που «δημιουργούν», ορίζουν τή μόδα για τόν συγγραφέα και τήν άποψη για τόν αναγνώστη. Με τή βοήθεια και τήν τέχνη τους ένα βιβλίο καταλήγει άχρηστο. Όπως και οι ράφτες, αυτοί οι προθυμότατοι κύριοι σέ γδύνουν με τόν λογαριασμό που σού φέρνουν για τή δημιουργία τους. Και βουλιάζουμε στα χρέη, χωρίς να μπορούμε να ξεχρεώσουμε με ένα άλλο βιβλίο, γιατί κι εκείνου η σπουδαιότητα, αν ποτέ τήν αποκτήσει, θα οφείλεται στην έντεχνη παρέμβαση τών ίδιων προθυμότατων κυρίων.

Επομένως δύναμαι, άνευ εποχιακών περιορισμών και εξ ιδίων ορμώμενος, να πλάθω τίς σκέψεις μου μέχρι να μείνω ικανοποιημένος με τό ζυμάρι. Κάνω τό παν προκειμένου τό βιβλίο μου να μην προκαλέσει αίσθηση, ιδιαίτερα τήν αίσθηση τής επιδοκιμασίας. Μολονότι η εποχή είναι προοδευτική, φιλελεύθερη και καιροσκοπική, και κάθε παρέμβαση στα ατομικά δικαιώματα επικρίνεται έντονα από δημοφιλείς δημαγωγούς, αν εξετάζαμε τά επιχειρήματά τους δεν θα τούς ανταμείβαμε με ηχηρούς επαίνους, λαμπαδηδρομίες, και άλλες αντικοινωνικές εκδηλώσεις. Εσύ είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι θέλεις. Αν θέλεις να μείνεις στην αφάνεια, κανείς δεν πρόκειται να σέ εμποδίσει. Κάθισε στο σαλόνι σου, κάπνισε τό πούρο σου, ασχολήσου με τίς σκέψεις σου, χαριεντίσου με τήν ερωμένη σου, περιφέρσου με τή ρόμπα σου, ρίξ’ το στον ύπνο, φύγε αν θέλεις, αφού η παρουσία σου δεν κρίνεται απαραίτητη. Όμως αν λείψει μία διασημότης, τού λόγου της πρέπει να επιστρέψει αμέσως. Αν έχει ανάψει ένα πούρο, πρέπει να τό σβήσει, αν έχει πάει για ύπνο, πρέπει να σηκωθεί, να τρέξει ξεσκούφωτη μέσα στο κρύο και να βγάλει λόγο.

Ό,τι ισχύει για τίς μαζικές εκδηλώσεις ισχύει και για τίς ιδιωτικές. Μια λογοτεχνική επίθεση σ’ έναν συγγραφέα δεν θεωρείται επέμβαση στην ελευθερία λόγου τού ενλόγω συγγραφέα. Ο καθένας έχει τό δικαίωμα να εκφράσει τήν άποψή του, και φυσικά αυτός στον οποίο επιτίθενται μπορεί να συνεχίσει τήν εργασία του απερίσπαστος, απολαμβάνοντας τήν πίπα του και αδιαφορώντας για τήν κριτική. Η επιδοκιμασία όμως είναι διαφορετική. Δεν είναι η κριτική που σέ αποπέμπει από τόν χώρο τής λογοτεχνίας, αλλά η κριτική που σού παραχωρεί μια θέση εκεί, αυτή που πρέπει να σέ τρομάζει. Ο περαστικός που σέ κοιτά υπεροπτικά, υποδηλώνοντας με τό βλέμμα του ότι δεν αξίζεις να σού βγάλει τό καπέλο, σέ γλιτώνει από τό να βγάλεις τό δικό σου. Τόν θαυμαστή όμως δεν τόν ξεφορτώνεσαι εύκολα. Καταντά τόσο φορτικός που, προτού τό αντιληφθείς, σού επιβάλλονται δυσβάσταχτοι δασμοί – παρά τήν οικονομική ευρωστία σου. Αν ένας συγγραφέας δανειστεί μια ιδέα από έναν άλλον εν αγνοία τού δεύτερου, και τήν παραποιήσει, δεν προσβάλλει τά ατομικά του δικαιώματα. Αν όμως κατονομάσει με θαυμασμό τόν συγγραφέα που παραποίησε, τότε γίνεται επιζήμιος. Τό θετικό μπορεί να φέρει πολύ αρνητικά αποτελέσματα. Όπως τό φιλελεύθερο κράτος τής βορείου αμερικής έχει ανακαλύψει τήν πιο απάνθρωπη τιμωρία, τή δουλεία, έτσι και η φιλελεύθερη προοδευτική εποχή μας έχει ανακαλύψει τίς πιο αντικοινωνικές στρεψοδικίες. Νυχτερινές λαμπαδηδρομίες, εύηχες προσφωνήσεις, τρις ημερησίως για τίς διασημότητες και άπαξ για τούς άσημους. Η κοινωνικότητα είναι φύσει αντικοινωνική.

Τό παρόν βιβλίο είναι ιδίαις χερσί, ιδίοις εξόδοις και προς ιδίαν χρήσιν. Τά λίγα πράγματα που έχουν γραφτεί αφορούν τόν συγγραφέα και κανέναν άλλο. Είθε η μοίρα να αποτρέψει τόσο τόν σοβαρό όσο και τόν σατιρικό κριτικό, ώστε να μην παγιδεύσουν τόν συγγραφέα σε μια ανάξια κριτική με πιθανές κωμικοτραγικές συνέπειες.

Ιωάννης τής Κλίμακος

 

 

 

 

 

* «κάλλιο καλοκρεμασμένος παρά κακοπαντρεμένος» : στη δωδεκάτη νύχτα ο σαίξπηρ βάζει τόν γελωτοποιό να λέει many a good hanging prevents a bad marriage και η αγγλική wiki επισημαίνει : «ο δανός φιλόσοφος σαίρεν κίρκεγκωρ ξεκινάει τό βιβλίο του “φιλοσοφικά κομμάτια” με τή φράση better well hanged than ill wed τό οποίο αποτελεί παράφραση τού σχόλιου που κάνει ο (γελωτοποιός) feste προς τήν μαρία (ακόλουθο τής κόμησας ολίβιας) (twelfth night· or, what you will, 1η πράξη, σκηνή 5η )»

(απ’ όσο μπόρεσα να καταλάβω, η δανέζικη wiki δεν αναφέρει καθόλου τή φράση σε σχέση με τόν κίρκεγκωρ – για να βλέπαμε πώς ακριβώς θα ήταν η παραλλαγή στα δανέζικα –)

με αφορμή πάντως ένα άλλο παράθεμα τού κίρκεγκωρ, από τόν τρωίλο και τή χρυσηίδα τού σαίξπηρ, η σκοπετέα σημειώνει : «Ο Κ. παραθέτει όπως συνήθως, παρά τά εισαγωγικά, από μνήμης. Τόν Σαίξπηρ τόν γνώριζε από τή γερμανική μετάφραση τών Tieck και Schlegel»

(παρεμπιπτόντως, αυτή η σελίδα έχει μεγάλα κομμάτια τού έργου του (ας πούμε εδώ από τά ημερολόγια) (βέβαια όμως στα αγγλικά, όχι στα δανέζικα))

 

 

 

οφείλω να κάνω τώρα μια σημείωση ως προς τά ψευδώνυμα, που δεν τήν συμπεριέλαβα νομίζω στα πριν – ο κίρκεγκωρ λοιπόν (και για τόν λόγο αυτό μπορεί κανείς (με λίγο (ασεβές) χιούμορ) να πει ότι ο στρυφνός φιλόσοφος ανήκει και στη συνομοταξία τών μπλόγκερ) έχει χρησιμοποιήσει άπειρα ψευδώνυμα, τόσα που μπερδευόταν καμιά φορά και ο ίδιος : Από τήν επανάληψη και τή μετάφραση/μελέτη/σχολιασμό τής σοφίας σκοπετέα έχουμε ας πούμε ένα τέτοιο διασκεδαστικό παράδειγμα μπερδέματος τού ίδιου τού κίρκεγκωρ, ο οποίος, ως johannes climacus λέει σε κάποιο του γραφτό, αναφερόμενος ακριβώς στην επανάληψη : «ο Κωνσταντίνος Κωνστάντιος έγραψε όπως τό αποκαλεί : ‟ένα ιδιότροπο βιβλίοˮ» – και η σκοπετέα σε υποσημείωση διευκρινίζει : «Ο χαρακτηρισμός είναι τού vigilius haufniensis· ο κωνσταντίνος κωνστάντιος δεν τόν χρησιμοποίησε. Καμιά φορά ο Κ. χάνει τόν λογαρισμό με τά πολλά ψευδώνυμα.»

 

χρονολογικά τά κυριότερα ψευδώνυμα :

Βίκτωρ Ερημίτης (ως εκδότης τού είτε/είτε)
Α (σα συγγραφέας στα «χαρτιά τού Α.», δηλαδή ο αφηγητής στο «ημερολόγιο ενός διαφθορέα» που περιλαμβάνεται στο είτε/είτε)
Πάρεδρος Γουλιέλμος (ταυτίζεται με τόν Β. που αποτελεί αντίστιξη στον Ιωάννη τόν Αποπλανητή (ή Αισθητή, ή Διαφθορέα) τού είτε/είτε)
Johannes de Silentio (ο συγγραφέας τού φόβος και τρόμος)
Κωνσταντίνος Κωνστάντιος (ο συγγραφέας στην επανάληψη, πρώτο μέρος)
Νέος (ο συγγραφέας στην επανάληψη, δεύτερο μέρος)
Vigilius Haufniensis (ο συγγραφέας στην έννοια τής αγωνίας)
Johannes Climacus (o συγγραφέας τών φιλοσοφικών κομματιών και τού τελικού μη επιστημονικού υστερόγραφου)
Nicolaus Notabene (ο συγγραφέας τών προλόγων)
Ιλάριος Βιβλιοδέτης (ο εκδότης τών σταδίων στον δρόμο τής ζωής)
Γουλιέλμος Αφεαυτού – William Afham (ο συγγραφέας τού in vino veritas που περιλαμβάνεται στα στάδια)
Frater Taciturnus (ο συγγραφέας τού ένοχος – μη ένοχος) (όπου συμπεριλαμβάνονται ημερολογιακές σημειώσεις τού παραπάνω :
Νέου (ο οποίος αργότερα ονομάζεται :
Quidam κάποιος», αναφορικά με τή σύναψη και διάλυση τών αρραβώνων τού Κ (και εδώ ο Κ συμπεριλαμβάνει αυτούσιο τό σημείωμα με τό οποίο συνόδεψε τό δαχτυλίδι που επέστρεψε στη Ρεγγίνα)))
Anti–Climacus (ο συγγραφέας τής ασθένειας προς θάνατον και τής εξάσκησης στον χριστιανισμό)

 

η σοφία σκοπετέα (από τήν οποία παίρνω όπως έχει γίνει σαφές τίς πληροφορίες (και – οπωσδήποτε – τίς μεταφράσεις) για τά ψευδώνυμα (και τά έργα)) σημειώνει ότι στο τέλος τού «Τελικού και μη επιστημονικού Υστερόγραφου στα Φιλοσοφικά Κομμάτια» γίνεται «επίσημη λύση τής ψευδωνυμίας με επώνυμη δήλωση (‟Μια πρώτη και τελευταία εξήγησηˮ) με τόν κατάλογο όλων τών ψευδωνύμων και τήν προειδοποίηση πως ο ίδιος δεν έγραψε τίποτα, εδημιούργησε απλώς εκδότες και συγγραφείς, και αναλόγως απαιτεί να γίνονται και τά παραθέματα και οι κρίσεις για τό έργο.» Έχουμε επίσης (από τήν ίδια, στον Πρόλογο τής Επανάληψης) τήν πληροφορία ότι στο «in vino veritas» «συνδαιτημόνες είναι ακριβώς όλα τά μέχρι τούδε ψευδώνυμα – σαν για να αποχαιρετιστούν, όπως και αναχωρώντας σπάνε τά ποτήρια τους θρυμματίζοντας τόν σκηνικό διάκοσμο τού έργου. Από δω και πέρα τά ψευδώνυμα που θα συναντήσουμε είναι είτε επαναλήψεις είτε διαφάνειες είτε σαφώς σατιρικά.»

(ίσως σ’ αυτά να συμπεριλαμβάνει και τά :
Inter et Inter (ο συγγραφέας τού Η κρίση και Μία κρίση στη ζωή μιας ηθοποιού)
και
H. H. (ο συγγραφέας τών δύο ηθικο–θεολογικών δοκιμίων)
που βρήκα ψάχνοντας εδώ κι εκεί)

 

 

 

 

εικόνες : επάνω, χειρόγραφο για τή σελίδα τίτλου τής «ασθένειας προς θάνατον», όπου ο κίρκεγκωρ σβήνει τό αρχικά γραμμένο πάνω–πάνω όνομά του, βάζει αντ’ αυτού τό Anti–Climacus και μόνο πιο χαμηλά βάζει τό όνομά του, ως εκδότη  //  στη μέση, ο κίρκεγκωρ στο καφενείο, 1843 (σχέδιο τού christian olavius zeuthen)  //  κάτω, προσωρινό σχεδίασμα για τόν πίνακα περιεχομένων στο «τελικό και μη επιστημονικό υστερόγραφο» – δοκιμές ενώ ακόμα δεν βρεθεί ο τελειωτικός τίτλος τού έργου –

 

 

 

 

 

 

9 Ιουλίου 2014

søren, 2

 

 

ημερολογίων συνέχεια

τό προηγούμενο

 

κανείς γίνεται συγγραφέας σήμερα όχι για να εκφραστεί αλλά για να διαβαστεί.

σήμερα η συγγραφή έχει ξεπέσει σε τέτοιο βαθμό και αυτοί που γράφουν, γράφουν για πράγματα τόσο ανόητα και κενά από εμπειρίες, που αποφάσισα να διαβάζω μόνο τά γραπτά εκείνων που καταδικάστηκαν σε θάνατο ή αντιμετώπισαν κάποιο θανάσιμο κίνδυνο.

είναι τρομερό τό πώς αγοράζω κάθε μέρα, κάθε ώρα, και η τιμή έχει τόσες διακυμάνσεις !

δεν υπάρχουν στοχαστές να στοχαστούν, εραστές να ερωτευτούν. Υπάρχουν οι εφημερίδες, που περιβάλλουν τόν άνθρωπο με ένα μίασμα από σκέψεις, συναισθήματα, διαθέσεις, πορίσματα και προθέσεις που κανείς δεν διεκδικεί· είναι κοινά για όλους.

αν οι εφημερίδες κρεμούσαν μια πινακίδα έξω από τό μαγαζί τους, όπως κάνουν οι καταστηματάρχες, θα έγραφε : Εδώ οι άνθρωποι διαφθείρονται στο συντομότερο δυνατό χρόνο, στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα και στη μικρότερη δυνατή τιμή.

κάθε άνθρωπος έχει μια ιδιαίτερη πραγματικότητα, και είναι αλαζονεία και έπαρση να μην τιμά τόν συνάνθρωπό του. Είναι παράλογο ότι χίλιοι άνθρωποι αξίζουν περισσότερο από έναν· αυτό θα τούς εξίσωνε με τά ζώα. Να είσαι άνθρωπος σημαίνει ότι η μονάδα είναι τό ανώτερο, χίλιες μονάδες μετρούν λιγότερο από τή Μία. Αν μπορούσα να τό πω αυτό στον καθένα, είμαι σίγουρος πως θα τόν συγκινούσα. Αφού πρώτα γίνω επιδέξιος στη διαλεκτική.

όσο περισσότερο συμμετέχουμε στον κόσμο, τόσο περισσότερο αναχαιτίζεται τό πνεύμα μας. Και τόσο μεγαλύτερη η επιτυχία μας.

πόσο ειρωνικό ! Τρομοκρατεί κυριολεκτικά τόν άνθρωπο να ξέρει τί τεράστιες ικανότητες έχει. Είσαι ικανός να ξέρεις ; Είσαι ικανός να ζεις στην ανέχεια, να ανέχεσαι οποιαδήποτε κακουχία μπορείς να φανταστείς ; Όμως δεν θέλεις να ξέρεις αν είσαι ικανός, έτσι δεν είναι ; Θα θύμωνες με όποιον σέ διαβεβαίωνε ότι είσαι, και θα θεωρούσες φίλο εκείνον που πείθεις λέγοντας «δεν μπορώ να τό αντέξω αυτό, είναι πέρα από τίς δυνάμεις μου».

πράξη δεν είναι η εξωτερική πράξη, αλλά η στιγμή που ο άνθρωπος αναιρεί τή σκέψη σαν πιθανότητα, για να ταυτιστεί με αυτή στην εσωτερικότητά του, να υπάρξει σ’ αυτή.

έχει δίκιο ο σοπενχάουερ : «Οι μόνοι ειλικρινείς είναι οι έμποροι, γιατί παραδέχονται δημόσια ότι κλέβουν».

η ειρωνεία δεν θαυμάζει τίποτα. Ειρωνεύεται ακόμη και τόν εαυτό της. Όμως στο χιούμορ ενυπάρχει η χαρά που θριαμβεύει παντού.

ο είρωνας που ανήκει στην πλειονότητα είναι μετριότητα. Η αμεσότητα μάς θέλει στην πλειονότητα. Η ειρωνεία είναι καχύποπτη και προς τή μεν και προς τή δε. Αντίθετα με τόν κωμικό, ο αληθινός είρωνας δεν βρίσκεται ποτέ στην πλειονότητα.

σε καιρούς φλογερούς, ο ενθουσιασμός είναι η αρχή που ενώνει τά πάντα. Σε καιρούς χαλεπούς, η αρνητική αρχή που ενώνει τά πάντα είναι ο φθόνος.

ό,τι ισχύει για τίς επιχειρήσεις ισχύει και για τή γνώση. Η συναλλαγή γινόταν αρχικά σε είδος, κατόπιν εφευρέθηκε τό χάρτινο υλικό, τό χρήμα. Η συναλλαγή της γνώσης γίνεται σε χάρτινο υλικό, για τό οποίο κανείς δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο οι διανοούμενοι.

ο άνθρωπος πλησιάζει ολοένα περισσότερο τά ζώα : δεν μιλούν πια για χίλιους γερούς άντρες αλλά για ιπποδύναμη χιλίων ίππων.

παρά τούς βαστάζους της (πιοτό, κλπ), η φιλία σέρνεται άθλια και αξιολύπητη. Πόσο μέ αηδιάζουν αυτά τά τετριμμένα κηρύγματα περί αμοιβαίας κατανόησης. Σαφώς και ζητά κατανόηση η φιλία, όχι όμως αυτή που ο ένας ξέρει τί πρόκειται να πει ο άλλος. Η φιλία ζητά ο ένας να μην ξέρει τί θα πει ο άλλος. Αλλά δεν φτάνει ίσαμε εκεί, γιατί δεν υπάρχει. Σήμερα οι άνθρωποι καταλαβαίνουν τούς πάντες. Όταν λένε αυτάρεσκα πως περίμεναν ένα τέτοιο σχόλιο, υποθέτουν ότι τά λόγια τού άλλου είναι τόσο ασήμαντα και κενά όσο τά δικά τους. Δεν υποψιάζονται τά γνωρίσματα που μπορούν να κάνουν ενδιαφέρον και τό πιο μικρό σχόλιο. Καλά θα κάνουμε να αποφεύγουμε αυτούς που, παρά τήν κατανόησή τους, δεν παύουν να παρεξηγούν. Κάθε φορά που συνομιλούμε με δαύτους χειρονομούν και μορφάζουν τόσο μηχανικά, που μοιάζουν με λατέρνες.

θα άξιζε σαν θέμα ομιλίας αυτό που έχω γράψει κάπου στο δεύτερο μέρος τού είτε/είτε : Τρομερό δεν είναι να τιμωρηθώ όταν διαπράξω τό κακό, αλλά να τό διαπράξω ατιμωρητί.

σήμερα τό μόνο που έχουν να κάνουν ο άντρας και η γυναίκα είναι να ζευγαρώσουν, για να προκύψει ένα αθάνατο πλάσμα, και ύστερα, με ένα πιτσίλισμα στο κεφάλι του, ένας χριστιανός, με τήν αιώνια σωτηρία να απλώνεται εμπρός του. Δεν είναι αυτό ένας εύκολος τρόπος να παράγεις αθάνατα έργα ; Ο χριστιανισμός από πνευματική έννοια έχει μετατραπεί σε κοινοτοπία. Και συνεχίζει χωρίς να προκαλεί τήν παραμικρή υποψία. Απεναντίας, όλοι τόν θαυμάζουν.

αυτό που οι άνθρωποι θεωρούν βαρύτατο παράπτωμα και τιμωρούν σκληρά – και που δείχνει τή ζωική καταγωγή τους – είναι τό να διαφέρεις από τούς άλλους. Τά πουλιά δικαίως κατατρέχουν τό πουλί που δεν είναι σαν αυτά. Στο ζωικό βασίλειο, τό είδος είναι ανώτερο από τίς μονάδες. Τό ιδίωμα τού ανθρώπου είναι ότι ο καθένας είναι προορισμένος να διαφέρει, να έχει τήν ιδιομορφία του. Εντούτοις, οι άνθρωποι είναι αμείλικτοι όταν διαφέρεις.

η εξέλιξη τού πολιτισμού, η εμφάνιση τών μεγαλουπόλεων, η αστικοποίηση, και εκείνο που συνέβαλε σε όλα τούτα, ο τύπος, ως τό κατεξοχήν μέσο επικοινωνίας, έχουν δώσει στην ύπαρξη εντελώς λανθασμένη κατεύθυνση. Η προσωπική ζωή έπαψε να υπάρχει. Τό να αντλείς από τίς καθημερινές σου εμπειρίες και να τίς διδάσκεις στον δρόμο αχρηστεύθηκε τόσο, που κατάντησε γελοία υπερβολή. Κάθε μεταρρύθμιση που συνέβαινε αφορούσε τόν τρόπο διακυβέρνησης. Όμως κανείς δεν σκέφτηκε να μεταρρυθμίσει τό «πλήθος». Μια τέτοια ιδέα μόνο σε τρελοκομείο μπορεί να γεννηθεί – όμως αυτό σημαίνει μεταρρύθμιση. Και τό πλήθος αφέθηκε στην τύχη του. Ο τύπος τό εκμεταλλεύτηκε για να μεταρρυθμίσει τήν εξουσία· κατόπιν τό παράτησε βαρύ και άψυχο πάνω στο σώμα τής πολιτικής. Στο πλήθος δεν ανήκει μόνο τό κοινό, ανήκει και τό προλεταριάτο. Πώς να τό μεταρρυθμίσεις τώρα που όλοι αρχίζουν να ξυπνούν μουδιασμένοι, παγωμένοι από φόβο ;

είναι πολύ σημαντικό στη ζωή να ξέρεις πότε έρχεται η σειρά σου.

προσωπικά διατείνομαι ότι ο άνθρωπος είναι ανόητος – εξαιτίας τής γλώσσας. Διαμέσου τής γλώσσας ο καθένας μπορεί να μετέχει στο ύψιστο. Νομίζουμε ότι μετέχουμε στο ύψιστο απλώς και μόνο μιλώντας για αυτό. Σαν να μετέχουμε στο βασιλικό τραπέζι από τή γαλαρία. Αν ήμουν άθεος, θα έλεγα ότι μια ειρωνική θεότητα δώρισε τή γλώσσα στον άνθρωπο για να διασκεδάζει με αυτή τήν ψευδαίσθηση. Η γλώσσα ξεχωρίζει τόν άνθρωπο από τό ζώο. Ωστόσο, εκείνο υπερτερεί, γιατί δεν χρειάζεται να εξαπατά τό ύψιστο.

σήμερα η ηθική συμβαδίζει με τίς διακρίσεις και τό ταλέντο. Με τήν ίδια απάθεια που ένας λέει ότι δεν είναι ιδιοφυΐα, λέει πως δεν μπορεί να απαρνηθεί τόν εαυτό του. Τί συγκινητικό ! Και θέλει επιπλέον να τόν παινέψουν για τήν ταπεινοφροσύνη και τήν αποδοχή τού ξεπεσμού του. Έξοχα ! Φανταστείτε έναν κακό μαθητή που θέλει να τόν παινέψουν επειδή ομολογεί ταπεινά πως είναι τεμπέλης !

τό κλασικό διαιρείται τελείως από τό ιδανικό και τό πραγματικό. Τό ρομαντικό αφήνει κάποιο υπόλοιπο.

επιγραμματικό. Στην εποχή μας υποτίθεται πως όλα είναι ελεύθερα. Πρέπει να είναι κανείς ελεύθερος ακόμη κι αν δεν θέλει. Πρέπει οπωσδήποτε να είναι ελεύθερος, ειδάλλως θα καταδικαστεί εις θάνατον. Νά πόσο ελεύθερα είναι όλα.

ώς και στη σφαίρα τού πνεύματος υπάρχει ειρωνεία. Δεν είναι ειρωνικό ότι με τή γλώσσα μπορεί ο άνθρωπος να υποβιβάσει τόν εαυτό του χαμηλότερα κι από τό άναρθρο ; – αφού οι ανοησίες είναι κατώτερες από τίς άναρθρες κραυγές ;

επιγραμματικό. «Οδηγεί αυτός ο δρόμος στο Λονδίνο ; » «Ναι, αλλά πρέπει να στρίψεις, ειδαλλιώς απομακρύνεσαι από τό Λονδίνο». Υποκλίνομαι με θαυμασμό στην πολυμάθεια τής αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, όμως διαφωνώ σε κάτι. Ίσαμε τόν Σωκράτη, τό αντικείμενο τής φιλοσοφίας ήταν ακόμα μόνο (προσέξτε τό ακόμα μόνο) η Ζωή. Όμως από τόν Πλάτωνα και έπειτα, τό αντικείμενό της έγινε η γνώση, έως και τήν εποχή μας, όπου από τήν κορυφή τής γνώσης κοιτάζουμε αφ’ υψηλού τόν Σωκράτη, γιατί η φιλοσοφία του ήταν ακόμα μόνο η Ζωή.
«Οδηγεί αυτός ο δρόμος στο Λονδίνο ; » «Ναι, αλλά πρέπει να στρίψεις». Αυτό που εννοεί η περίεργη αντιστροφή είναι ότι αν η ζωή σου είναι η φιλοσοφία (ή η θρησκεία), εφόσον και οι δύο είναι ξένες προς τήν επίγεια ζωή, η εξωτερική ζωή σου (καθότι φιλοσοφία και θρησκεία είναι η εσωτερική ζωή σου) πρέπει να στερηθεί τά επίγεια οφέλη. Όμως ο άνθρωπος δεν είναι διατεθειμένος να κάνει κάτι τέτοιο. Κατευθύνει τή ζωή του προς τά επίγεια οφέλη, μια και η φιλοσοφία δεν προσφέρει τίποτα άλλο από γνώση. Έτσι, στη θέση τού φιλοσόφου για τόν οποίο η φιλοσοφία ήταν ακόμα μόνο η ζωή, έχουμε τήν αυθεντία, που από επιστημονική, αντικειμενική, και ανώτερη άποψη βλέπει τόν Σωκράτη αφ’ υψηλού…
«Οδηγεί αυτός ο δρόμος στο Λονδίνο ; » «Ναι, αν στρίψεις…»

τό έργο μου. Τελικά ποια είναι η κατάληξη τού έργου μου ; Ότι προσέφερα λίγη ειλικρίνεια.

 

 

 

επάνω : εξώφυλλα και σελίδες από τά ημερολόγια

 

 

εδώ : χειρόγραφο από τά διαψάλματα (diapsalmata) (τμήμα τού είτε/είτε) όπου στην πρώτη σελίδα ο κίρκεγκωρ σβήνει όλο τό κείμενο κι αφήνει μόνο τήν εισαγωγή : «προτιμάω να μιλάω στα παιδιά, γιατί αυτά μπορεί κανείς να ελπίζει ότι θα μεγαλώσουν και θα γίνουν λογικά πλάσματα – όσο γι’ αυτούς που μεγάλωσαν – Θεός φυλάξοι ! »

(μεταφράζω, με βάση ας πούμε τό γενικό ύφος και τά συμφραζόμενα, τό Lord Jemini! μολονότι δεν βρήκα πουθενά σίγουρα τή σημασία του, και μάλιστα όπως μπορεί να τήν είχε στα δανέζικα)

συστήνω πάντως να διαβαστεί η φράση, και η συνακόλουθη στάση, τού Κ για τά παιδιά, σε σχέση με τήν άλλη φράση, στην τελική φάση τής ζωής, όπως μάς παραδίνεται, τού ηράκλειτου πως προτιμούσε να παίζει βόλους με τά παιδιά αντί να ασχολείται με τήν πόλη

αλλά για τή σχέση τού δανού με τόν εφέσιο (αρκούντως «σκοτεινοί», άλλωστε, και οι δύο) χρειάζεται ειδική διαπραγμάτευση – ο ίδιος πάντως, μολονότι, ειδικά στην «επανάληψη», θα έπρεπε να τόν έχει ψωμοτύρι, ασχολείται με τόν παρμενίδη ή τόν ζήνωνα ή τόν σωκράτη ή άλλους και (κάτι μού λέει ότι παριστάνει πως) τόν αγνοεί… Από μια άποψη είναι λογικό, αλλά σ’ αυτό θα επανέλθω ότ/αν γράψω για τήν «επανάληψη»

 

 

 

 

από εδώ

 

 

 

 

 

20 Ιουνίου 2014

søren

 

 

 

 

όσο και αν, για να ’ναι κανείς σωστός θεωρητικά, θα ’πρεπε να πει ότι ο σαίρεν κίρκεγκωρ μόνο μέσα στην ολότητά του βρίσκεται (και έτσι θα εύρισκε τρόπο να συμφωνήσει και με τόν αντόρνο (που σίγουρα τόν είχε διαβάσει ολόκληρον, για να κάνει εκείνη τήν πρώτη φιλοσοφική του δουλειά, πάνω στον κίρκεγκωρ ακριβώς)) εγώ θα προτιμήσω να πω ότι επειδή ο κίρκεγκωρ νόμιζε ότι είναι χριστιανός, βρίσκεται στις καλύτερες (και λιγότερο πληκτικές του στιγμές – και τήν πλήξη τού τήν επιστρέφω ολόκληρη επειδή ο ίδιος έχει βρεθεί εξόχως και ρητορικώς και μάλιστα πολύ εφευρετικά απέναντί της) βρίσκεται στις καλύτερές του στιγμές όταν δεν είναι καθόλου χριστιανός – όταν δηλαδή είναι ο κίρκεγκωρ πριν γίνει χριστιανός, ή όταν είναι όσο λιγότερο χριστιανός γίνεται, ή εν πάση περιπτώσει όταν ξεχνάει τή μανία του να θέλει να είναι σώνει και καλά χριστιανός ενώ, για να λέμε μεταξύ μας και τήν αλήθεια, δεν υπήρξε και σπουδαίος χριστιανός ο άνθρωπος (δεν ήταν χριστιανός ο χριστιανός)

κάποτε είχα βουτήξει στην «ασθένεια προς θάνατον» για να τήν μεταφράσω όταν δεν υπήρχε καμιά δική του ασθένεια μεταφρασμένη ακόμα στα ελληνικά (ασφαλώς θα τόν μετέφραζα από μετάφραση – τόν είχα βρει στ’ αγγλικά στο ξενόγλωσσο βιβλιοπωλείο τού ελευθερουδάκη (στην οδό νίκης τότε) στο οποίο μέ εισήγαγε (στην κυριολεξία δηλαδή μέ εισήγαγε) ο ενδιαφερόμενος για τά διαβάσματά μου τότε βασίλης διοσκουρίδης) τόν μετάφραζα κιόλας ταυτόχρονα με τήν «αλίκη στη χώρα τών θαυμάτων» που και αυτή δεν υπήρχε ακόμα στα εδώ, αλλά ήμουν (τό καταλάβαινα ήδη, με δυσφορία αλλά τό καταλάβαινα) και για τίς δύο πολύ κοντή (δεν είχα πιεί ακόμα από κείνο τό μπουκαλάκι να ψηλώσει δηλαδή ο λαιμός μου και να φτάνω τό τραπέζι) – επομένως δεν σκοπεύω να εμφανίσω τίποτα τώρα απ’ αυτά – εκτός ίσως καμιά φορά κανένα από τά τραγουδάκια τής αλίκης, γιατί εκείνα είχαν βγει καλά ίσως επειδή είμαστε πιο κοντά ηλικιακά και οι δυο μας. Καθώς τώρα λοιπόν πια υπάρχουν διάφορες μεταφράσεις θα παραθέσω εδώ σήμερα κομμάτια από τό «ημερολόγιό» του και από τό «είτε/είτε», και αργότερα αν θέλει ο θεός (του) από τήν «επανάληψη» – που είναι και τό πιο σπουδαίο του γραφτό κατά τή γνώμη μου – και τό έχουμε και στην εξαιρετική μετάφραση τής σοφίας σκοπετέα η οποία τόν μετέφρασε και από τή γλώσσα του (όλοι οι άλλοι τόν έχουν μεταφράσει από τά γαλλικά ή τά αγγλικά εκτός από μερικούς που κάνουν τήν πάπια και δεν λένε τίποτα περί αυτού ή περί γλώσσας). Και τώρα μόλις σκέφτηκα ότι είπα κιόλας ένα ψέμα, κι ότι τό πρώτο δικό του έργο που είχε μεταφραστεί (και από πολύ παλιά μάλιστα) (και από τά δανέζικα) ήταν τό «ημερολόγιο ενός διαφθορέα» στις εκδόσεις τού «γαλαξία» με ροζ κιόλας νομίζω εξώφυλλο – τά σημερινά αποσπάσματα τά βρήκα πρόσφατα από μια μάλλον θρησκευτικοκεντρική έκδοση, αλλά αυτό δεν έχει σημασία διαλέγω αυτά που μού αρέσουνε εμένα, μερικά από τό «είτε/είτε» και μερικά από τό ημερολόγιό του κυρίως είπαμε

(σε συνέχειες)

.
.

με τό ψευδώνυμο «θριαμβεύων ερημίτης», 1843, η πρώτη έκδοση τού «είτε/είτε»

.

από τό ημερολόγιο

για μένα ο κριτικός είναι τόσο απεχθής όσο ο παραγιός τού κουρέα που μέ κυνηγά με τή σαπουνάδα που χρησιμοποιεί για όλους, προσπαθώντας να τήν αλείψει στο πρόσωπό μου με τά βρώμικα δάχτυλά του.

πασχίζοντας να βγάλει νόημα από τό είτε–είτε, σχολίασε ότι περιέχει σκέψεις που δύσκολα θεωρούνται βαθυστόχαστες. Ο αξιότιμος διδάκτωρ heiberg και η κομπανία του έχουν τό μεγάλο προνόμιο να ξέρουν εκ τών προτέρων ότι αυτό που θα πουν είναι βαθυστόχαστο, καθότι σπάνια ακούς έστω και μία πρωτότυπη σκέψη από τό στόμα τους. Οι γνώσεις τους είναι δανεικές από τόν hegel. Κι αφού ο hegel είναι βαθυστόχαστος, είναι επόμενο να είναι βαθυστόχαστος και ο δόκτωρ heiberg. Με αυτό τό σκεπτικό, ο φοιτητής θεολογίας που μιλά για τή βίβλο είναι ο πιο βαθυστόχαστος απ’ όλους, μια και η βίβλος είναι τό πιο βαθύ σε νόημα βιβλίο.

τί αλλόκοτο για κάποιον που ζει μέσα στον κόσμο να έχει τήν αίσθηση τού αιώνιου.

για τήν αριστοκρατία τό πλήθος είναι χαμένη υπόθεση. Εξακολουθούν να ζουν στη σιγουριά τους, προσποιούμενοι ότι τό πλήθος δεν τούς αφορά. Δεν ασχολούνται με τούς ανθρώπους, να τούς κάνουν να χαρούν. Αυτό δείχνει υπεροψία και ασέβεια προς τόν άνθρωπο. Θέλω να τραβήξω τήν προσοχή τού πλήθους μακριά από αυτό που είναι ο χαμός του. Είτε με τό καλό είτε με τό ζόρι. Δεν υπονοώ ότι θα τούς χτυπήσω (τί κρίμα που ένας άνθρωπος δεν μπορεί να χτυπήσει τό πλήθος). Θα τούς αναγκάσω να μέ χτυπήσουν εκείνοι. Αν μέ χτυπήσουν, ίσως μέ προσέξουν. Κι αν δεν μέ σκοτώσουν, σίγουρα θα μέ προσέξουν, και τότε θα έχω καταφέρει μια μεγάλη νίκη. Τό σχέδιό μου είναι απόλυτα διαλεκτικό. Θα τούς κάνω να πουν «αφού δεν ασχολείται κανείς με τόν δόκτορα κίρκεγκωρ, θα ασχοληθώ εγώ μαζί του ! » και – δήθεν αδιάφορα ή θέλοντας να ξέρω ότι αδιαφορούν – θα ασχοληθούν μαζί μου. Τό σχέδιό μου θα φέρει έξοχα αποτελέσματα, αρκεί να τό εφαρμόσω. Οι άνθρωποι θα μέ πάρουν στα σοβαρά κάνοντας ότι δεν μέ παίρνουν στα σοβαρά.

από μια άποψη, η αιτία τής δυστυχίας μου είναι τό φοβερό μυστικό τής μελαγχολίας, τό οποίο δεν θα μπορούσα να κρύψω αν δεν είχα τόν τρόπο μου. (Τί φοβερό κακό, θεέ μου, μού έκανε ο πατέρας μου με τή μελαγχολία του – ένας γέρος που ξεφόρτωνε όλη του τήν απελπισία σε ένα παιδί, χωρίς να αναφέρω καν τό πιο τρομερό. Παρ’ όλ’ αυτά, ήταν ο καλύτερος πατέρας.) Αλλά τότε δεν θα είχα γίνει αυτό που είμαι. Θα είχα τρελαθεί αν δεν έφευγα από τό σπίτι.

μερικές φορές βλέπω τόν εαυτό μου σαν καρικατούρα, μια σύντομη περίληψη αισθημάτων και σκέψεων, έναν μάλλον συμπαθητικό, ψηλόλιγνο άντρα που η φύση αναχαίτισε ξαφνικά τήν εξέλιξή του. Αυτό φαίνεται στα μέλη τού σώματός μου, στα δάχτυλα στο πρόσωπο κλπ. Παρομοίως κάθε λόγος μου αρχίζει με τέτοια υπόσχεση, ώστε κάποιος να προσδοκά κάτι βαρυσήμαντο, όμως τίποτα αξιόλογο δεν προκύπτει.

βλέπω πολλούς που χρησιμοποιούν τήν προβολή για να ξεχωρίσουν. Αν μπω κάπου όπου είναι μαζεμένη μια παρέα, ένας από αυτούς, θεωρώντας ότι εκπροσωπεί τήν ομήγυρη, μέ βλέπει και γελά προσβλητικά. Αλλά μόλις τού απευθύνω τόν λόγο, η συμπεριφορά του αλλάζει· γίνεται πειθήνιος και ευγενικός· μέ υπολογίζει. Όσο μέ αγνοεί, πιστεύει ότι μπορεί να γελά εις βάρος μου· μόλις τού δώσω σημασία κολακεύεται. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρείς όσα σού συμβαίνουν στη μικρή κοινότητα όπου ζεις.

κάποτε ο διακαής πόθος μου ήταν να γίνω αστυνομικός. Φάνταζε ιδανική απασχόληση για τό ανήσυχο, κοφτερό πνεύμα μου. Πίστευα πως ανάμεσα στους εγκληματίες υπήρχαν άντρες να συναγωνιστώ : άντρες πανούργοι, δραστήριοι, ιδιοφυείς. Καλύτερα που δεν έγινα, αφού οι περισσότερες αστυνομικές υποθέσεις έχουν να κάνουν με πλημμελήματα.

είναι φοβερός ο πόνος που νιώθω όταν ο στοχασμός μου σπαταλιέται στα παπούτσια τής αμεσότητας. Κανένας πόνος δεν μέ τρομάζει περισσότερο.

είναι παράξενο πόσο σκληρά μαθαίνω κάτι. Χώνομαι με αγωνία σε μια σκοτεινή σπηλιά δίχως να διακρίνω τίποτα. Ξαφνικά προβάλλει μπροστά μου ολοζώντανη μια ιδέα. Μέ χτυπά ελαφρά στον ώμο, μέ αγκαλιάζει και μέ συνεπαίρνει. Δεν μού φαίνεται ξένη· κάποτε θα τήν είχα αγκαλιάσει με τό αριστερό χέρι, τώρα τήν παίρνω με τό δεξί. Και εκεί που ένιωθα μικρός σαν ακρίδα, ζωηρεύω για τά καλά. Τήν ακολουθώ μέχρι τέλους. Δένομαι πάνω της, γίνομαι δέσμιός της. Κι όταν τελειώσω, αρχίζει πάλι η ίδια διαδικασία.

όλη η κοπεγχάγη μέ αντιμετωπίζει σαν έναν μισότρελο εκκεντρικό εγγλέζο, με τόν οποίο ας δούμε πώς μπορούμε να γελάσουμε όλοι μας, επώνυμοι κι ανώνυμοι. Η συγγραφική μου δραστηριότητα, τό εσωτερικό πάθος τής οποίας θα συγκινούσε και τίς πέτρες και που σε ορισμένα θέματα είναι άφθαστη, θεωρείται μια φτηνή απασχόληση, σαν τό ψάρεμα. Όσοι τήν αντιλαμβάνονται μέ ζηλεύουν σιωπηρά· οι υπόλοιποι δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Από τούς κριτικούς δεν έχω τήν παραμικρή υποστήριξη. Μέ αντιγράφουν, μέ διαβάλλουν σε ανόητες διαλέξεις και συγκεντρώσεις, δίχως καν να αναφέρουν τό όνομά μου. Τούς αρέσει να μέ θεωρούν παράλογο· θέλουν να δουν αν μπορούν να μέ τρελάνουν περισσότερο. Κρύβω τήν πραγματική μου εικόνα και τά σπάνια χαρίσματα που μού έχουν δοθεί. Ο άνθρωπος τού δρόμου μέ φθονεί. Χαίρεται να διαπομπεύει τίς αρετές μου. Και όλα εξαρτώνται από τή διάθεση ενός τέτοιου ανθρώπου. Μέ παρηγορεί που είμαι εσωστρεφής, γιατί έτσι δεν βλέπω, δεν ακούω τί γίνεται γύρω μου.

βρίσκω τή ζωή υπερβολικά κουραστική. Πόσο θλιβερά μαθαίνεις τούς ανθρώπους, τί λυπηρό αυτό που φαίνεται καλό εξ αποστάσεως να μέ απογοητεύει τόσο πολύ κάθε φορά !

θα ήθελα να γράψω μια μικρή ιστορία που ο κύριος χαρακτήρας της απέκτησε ένα ζευγάρι γυαλιά. Όσο θα μικραίνει τίς παραστάσεις ο ένας του φακός, τόσο θα τίς μεγεθύνει ο άλλος, για να βλέπει τά πάντα στη σχετικότητά τους.

αν δεν ήξερα πως είμαι γέννημα θρέμμα δανός, θα μέ δελέαζε να έλεγα πως είμαι ιρλανδός, για να ερμηνεύσω τίς αντιφάσεις μέσα μου. Εκείνο τό έθνος δεν έχει τήν καρδιά να βουτήξει τά παιδιά του εντελώς στο νερό όταν τά βαφτίζει. Θέλει να κρατήσουν και λίγο παγανισμό. Όταν τά βουτάνε, αφήνουν τό δεξί χέρι τους έξω από τό νερό, για να μπορεί αργότερα να κρατήσει τό σπαθί ή να αγκαλιάσει μια γυναίκα.

όλοι μας παίρνουμε εκδίκηση από τόν κόσμο. Η δική μου έγκειται στο να υποφέρω τήν απελπισία και τόν τρόμο, ενώ τό γέλιο μου διασκεδάζει τούς πάντες. Αν δω κάποιον να υποφέρει, τόν συνδράμω, τόν ανακουφίζω όσο καλύτερα μπορώ και τόν ακούω ήρεμα να μέ διαβεβαιώνει πως είμαι τυχερός. Αν καταφέρω να διατηρήσω αυτή τή σχέση μέχρι τή μέρα που θα πεθάνω, θα έχω πάρει τήν εκδίκησή μου από τόν κόσμο.

η παρηγοριά μου είναι ότι μετά τόν θάνατό μου κανείς δεν θα βρει στα γραπτά μου τήν παραμικρή πληροφορία γι’ αυτό που έδωσε νόημα στη ζωή μου και που, βαθιά κρυμμένο μέσα μου, εξηγεί τά πάντα και καθιστά αυτά που για τούς άλλους θεωρούνται λεπτομέρειες γεγονότα μεγίστης σημασίας και που, μόλις ανακαλύψω τή μυστική τους εξήγηση, τά θεωρώ ασήμαντα κι εγώ.

θα προκύψει με τή δική μου κατάρρευση. Μόνο όταν καταρρεύσω θα καταλάβουν ότι έπρεπε να είχαν ασχοληθεί μαζί μου, και τότε θα μέ παρεξηγήσουν άλλη μια φορά. Θα αναρωτηθούν γιατί τούς άφησα να πιστεύουν ότι ο μόνος κίνδυνος που είχα να αντιμετωπίσω ήταν η ανοησία τους.

άνθρωπος σημαίνει ισότητα, ανθρωπιά. Η ανισότητα είναι απανθρωπιά.

η αλήθεια είναι παγίδα. Δεν μπορείς να τήν πιάσεις· σέ πιάνει πρώτα αυτή. Δεν μπορείς να τήν αιχμαλωτίσεις αν δεν γίνεις πρώτα αιχμάλωτός της.

να είσαι χριστιανός και σε πλήρη συμμόρφωση με τό χριστιανικό κατεστημένο είναι σαν να κάνεις γυμναστική με ζουρλομανδύα.

θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε τή ζωή ενός ανθρώπου με μια μεγάλη συνδιάλεξη όπου οι άλλοι αντιπροσωπεύουν διαφορετικά μέρη τού λόγου. Άραγε πόσοι είναι απλώς επίθετα, επιφωνήματα και επιρρήματα ; Πόσο λίγοι είναι ουσιαστικά και ενεργητικά ρήματα, πόσο πολλοί είναι σύνδεσμοι ; Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι σαν τά ανώμαλα ρήματα σε γλώσσες που σχεδόν κάθε ρήμα είναι ανώμαλο.

η οριστική σκέφτεται κάτι σαν πραγματικό (ταυτίζει τό σκεπτόμενο με τό πραγματικό).
Η υποτακτική σαν νοητό.

η υποτακτική είναι η δραματική γραμμή που δρασκελίζει ο αφηγητής για να εκπροσωπήσει τά λεγόμενά του (ποιοτικά) παρουσιάζοντάς τα στο φως τής υποκειμενικότητάς του.

η ζωή μου είναι, δυστυχώς, πολύ υποτακτική. Θεέ μου, ας είχα και λίγη οριστική.

 

 

 

 

 

επάνω :

σαίρεν κίρκεγκωρ, επεξεργασμένο μέσω picasa τό πιο γνωστό του πορτραίτο (από ημιτελές σχεδίασμα που τού έκανε ο ξάδελφός του niels christian kierkegaard)

χειρόγραφο τού κίρκεγκωρ (1838) για ένα θεατρικό έργο που δεν δημοσίεψε ποτέ

.

.

          

η «ασθένεια προς θάνατον» στα αγγλικά (από κει θα τή μετέφραζα) // ο βασίλης διοσκουρίδης που μού χάρισε τό βιβλίο τού κίρκεγκωρ, όμως εδώ 15 χρόνια αργότερα (πολύ μεγάλος πια) (αργότερα μεγάλωσε περισσότερο) // «η επανάληψη» : η σημαντικότερη ώς σήμερα έκδοση στα ελληνικά τού κίρκεγκωρ : μετάφραση και σχόλια (ουσιαστικά μελέτη) τής σοφίας σκοπετέα // «τό ημερολόγιο ενός διαφθορέα» : τό πρώτο βιβλίο τού κίρκεγκωρ στα ελληνικά (μετάφραση δημήτρης μπέσκος, εκδόσεις γαλαξίας, 1964) και τό μόνο μαζί με τήν «επανάληψη» που έχει μεταφραστεί από τά δανέζικα

 

λίγα (σχολιαστικά) για τόν κίρκεγκωρ τού αντόρνο : 1, 2, 3

 

 

 

 

 

Start a Blog at WordPress.com.