.
.
ένα από τά βιβλία που πήρα για τίς γιορτές ήταν δώρο για μένα και τό ίδιο τό γεγονός ότι εκδόθηκε : είναι η «τέχνη τής μνήμης» τής φράνσις γαίητς, μιας γυναίκας τήν οποία θαύμασα για τό βιβλίο της «ο τζορντάνο μπρούνο και η παράδοση τού ερμητισμού» που δυστυχώς δεν έχει μεταφραστεί ακόμα. Τό βιβλίο για τό οποίο μιλάω σήμερα μεταφράστηκε ευτυχώς από τόν άρη μπερλή και βγήκε τό 2012 από τό μορφωτικό ίδρυμα τής εθνικής τράπεζας σε μια καθόλα προσεκτική τυπογραφικά μεταφραστικά και αισθητικά έκδοση.
θα πω λίγα σήμερα, καθώς δεν τό έχω τελειώσει ακόμα (στην πραγματικότητα τό έχω μόνο ξεφυλλίσει και έχω διαβάσει μερικά κομμάτια για τόν μπρούνο, αλλά κυρίως έχω χαζέψει τήν εικονογράφηση) : οι σκέψεις μου για τό θέμα τής «μνημοτεχνικής» προέρχονται λοιπόν κυρίως από τό άλλο βιβλίο τής γαίητς που είπα παραπάνω, και τώρα με τήν αφορμή αυτού τού δεύτερου συστηματοποιούνται περισσότερο, επομένως τό σημείωμα αυτό θα ’χει να κάνει βασικά με κάποια δικά μου ζητήματα σχετικά με θέματα μνήμης.
.
.
υπάρχει ένας ογκόλιθος που ορθώνεται μπροστά μας σε σχέση με αυτή τή λέξη, κι αυτός ο ογκόλιθος είναι στην πραγματικότητα όχι βουνό και ύψωμα αλλά βάραθρο και χάσμα : για μάς σήμερα, που ζούμε μετά τήν ανακάλυψη τής ψυχανάλυσης, η λέξη «μνήμη» πρέπει να κάνει πολύ μεγάλο άλμα για να συναντήσει τό νόημα που είχε κατά τήν αναγέννηση, τόν μεσαίωνα, και τήν αρχαιότητα. Η γαίητς εντοπίζει τό χάσμα στην εφεύρεση τής τυπογραφίας, κι αυτό είναι σίγουρα ένα χάσμα που προηγήθηκε : Όμως ενώ η αλλαγή που ’φερε η τυπογραφία στο ζήτημα τής μνήμης (και σίγουρα η μεγαλύτερη ακόμα αλλαγή που έφερε στο θέμα τής μνήμης ο ηλεκτρονικός υπολογιστής) είναι πράγματα που διαρρηγνύουν τή σχέση μας σχεδόν ολοσχερώς με τή μνήμη, η ψυχανάλυση ξαναμπλοκάρει αυτή τή σχέση με τόν πιο αναπάντεχο τρόπο : όχι ποσοτικά πια, αλλά ποιοτικά και εσωτερικότερα : Γιατί, ενώ στην πραγματικότητα η «τέχνη τής μνήμης» στους παρελθόντες από τήν αρχαιότητα αιώνες αφορά τήν απομνημόνευση κειμένων – και πήρε φιλοσοφικές διαστάσεις αργότερα (ο μπρούνο αποτελεί τήν κορύφωση αυτής τής σύνδεσης – με τή φιλοσοφία δηλαδή), στην εποχή που ζούμε εμείς σήμερα η ιστορία τής μνήμης (φαίνεται να) σχετίζεται αποκλειστικά με άλλα πράγματα
(τό περίεργο είναι ότι βρήκα μια αναφορά για τή μνήμη, σε σχέση με τήν παιδική ηλικία, σε κάποιον αρχαίο)
θυμάμαι λοιπόν ότι ως παιδί διασκέδαζα αφάνταστα με τά πονηρά κόλπα τών γυναικών τού σπιτιού για να θυμούνται πράγματα – τόν κόμπο στο μαντήλι, ή τήν αλλαγή τής θέσης τής βέρας : και τό αποκορύφωμα ήταν τά τρανταχτά γέλια όλων στη θέα κάποιας γιαγιάς ή μαμάς ή θείας να πηγαινοέρχεται εκνευρισμένη πάνω–κάτω στο σπίτι, λύνοντας τό μαντήλι ή ψαύοντας τά δάχτυλα και μονολογώντας στενοχωρημένη : γιατί τόν έδεσα αυτόν τόν κόμπο τώρα, τί ήθελα να θυμηθώ;
υπάρχει κάτι που τώρα μού φαίνεται σχεδόν τραγικό, αλλά τότε ήταν αστείο : τό γεγονός ότι για μάς τά παιδιά η δυσκολία τών μεγάλων (και η πρόβλεψή τους γι’ αυτή τή δυσκολία) να θυμηθούν πράγματα, φαινόταν αφύσικη – και σχεδόν κάτι σαν αρρώστια ή βίτσιο – αλλά αρρώστια ήταν η καταλληλότερη λέξη, σ’ αυτήν είχαμε πέσει μέσα –
ή κάτι άλλο (που μάς ενώνει αναπάντεχα με τήν «μνημοτεχνική» και τόν μπρούνο) : – Πού τό άφησα; έλεγε ένας βασανισμένος μεγάλος, κι ύστερα πήγαινε στο άλλο δωμάτιο : «Από δω ξεκίνησα» (εξηγούσε) : και όντως, μ’ αυτή τή βόλτα σε άλλους χώρους, ξαφνικά θυμόταν :
χωρίς να τό ξέρουν (υποθέτω) χρησιμοποιούσαν όμως τήν «αρχιτεκτονική» μέθοδο μνημοτεχνικής, που λέει και τό βιβλίο : σύνδεση ιδεών, εικόνων και λέξεων με χώρους
στην προσωπική μου ζωή τό θεώρησα μεγάλο κατόρθωμα, τό ότι κάποια στιγμή θυμήθηκα πως χρησιμοποιούσα κι εγώ ένα κόλπο : επειδή δεν τά πάω καλά με τούς αριθμούς, ανακάλυψα κάποια στιγμή ότι, όταν ήθελα να θυμηθώ πράγματα (πρόσωπα και γεγονότα) σχετικά με μια χρονολογία, είχα αυτόματα βοήθεια ανασύροντας από τό παρελθόν χώρους : τήν τάδε εποχή ήμουν εκεί, άρα για να ’μαι εκεί, δεν μπορούσε να ’χει συμβεί αυτό, αλλά αυτό. Δεν μπορεί να ’ταν αυτός παρών, γιατί αυτός δεν έχει μπει ποτέ σ’ αυτό τό σπίτι – άρα αυτό συνέβη όταν άλλαξα – άρα μετά τό χίλια εννιακόσια τόσο
σε γενικές γραμμές, θυμήθηκα επιπλέον ότι, χρησιμοποιούσα τήν αρχιτεκτονική μέθοδο μνημοτεχνικής (έτσι ονομάστηκε δηλαδή από τόν κοϊντιλιανό όπως λέει τό βιβλίο) στις εξετάσεις τού σχολείου για να θυμάμαι ημερομηνίες στην ιστορία : Επειδή ουσιαστικά στο σχολείο δεν μαθαίνουμε να σκεφτόμαστε ιστορικά (ούτε να σκεφτόμαστε και με κανέναν άλλο τρόπο…) δεν έχουμε τή δυνατότητα να συγκρίνουμε κριτικά τά πράγματα ώστε να ’χουμε μια λογική άποψη τών χρόνων και τών γεγονότων : οι ημερομηνίες έτσι είναι κενό γράμμα (κενοί αριθμοί), ακαταλαβίστικα ιερογλυφικά στην πραγματικότητα, που μάς βασανίζουν : Η αρχιτεκτονική μου μέθοδος είχε να κάνει με τήν αρχιτεκτονική τής σελίδας, και τίς φωτογραφίες (εικόνες γενικά) κάτω από τίς οποίες φιγουράριζαν νούμερα : συνέδεα τήν οπτική εικόνα ενός τετραψήφιου με εικαστικά ή νοηματικά στοιχεία τής εικονογράφησης, κι αυτά συγχρόνως με τή θέση τού τετραψήφιου στη σελίδα : σήμερα δεν τολμώ ούτε να σκεφτώ αυτό τό βασανιστήριο, αλλά τότε απέδιδε…
.
.
αλλά και στην ορθογραφία, η μέθοδός μου για τήν ανάκληση τής σωστής θέσης ενός γράμματος στη λέξη, είχε να κάνει περισσότερο με εικόνες, παρά με νοήματα – ή μάλλον με εικόνες που ανακαλούσαν ένα νόημα (π.χ. : «κυνηγός : τό πρώτο ύψιλον γιατί μοιάζει με τή σακκούλα που βάζει αυτός τό ζώο, και τό δεύτερο ήτα γιατί μοιάζει με τό σκυλί που τρέχει πίσω του» – «λιμός και λοιμός : τό πρώτο έχει ένα γράμμα λιγότερο αφού στην πείνα έχουμε λιγότερο φαΐ», κλπ, κλπ) (αλλά για να πούμε και κάτι που έχει αμεσότερη, αν και ίσως αστεία σχέση, με τήν ιστορία τού μεσαίωνα και τής αναγέννησης, εγώ ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να ξεφύγω από τήν πρώτη εντύπωση που μού δημιούργησε η εβραϊκή καβάλα, ότι έχει σχέση και κατάγεται από τήν δική μας πόλη – Και μάλιστα επειδή αρχικά η καββάλα γραφόταν με δύο βήτα, για πολύ καιρό θυμήθηκα τώρα ότι μπερδευόμουνα μήπως έπρεπε να γράφω και τήν πόλη με δύο : αυτό προς επίρρωση τής άποψης ότι οι ήχοι είναι τό ισχυρότερο στοιχείο στη σκέψη μας, όταν θυμόμαστε λέξεις – Όχι όμως πως και η όραση και η όσφρηση και όλες οι άλλες αισθήσεις δεν έπαιζαν πάντα ρόλο) :
ειδικά για τά βιβλία θυμάμαι κιόλας ότι τά θυμόμουνα πάντα να έχουν τό χρώμα και τά στοιχεία που είχανε όταν τά πρωτογνώρισα – όσα τά πρωτογνώρισα – στην τεράστια βιβλιοθήκη που βρισκόταν τριγύρω μου (σαν ριγέ πέπλο) όταν ήμουν παιδί (τεράστια φαινότανε τότε, μεγάλη ήτανε όμως) : έτσι η ερωφίλη θα ’ναι πάντα μονοδιάστατα άσπρη, ας πούμε, με μαύρα λεπτά γράμματα κι ο ερωτόκριτος διφορούμενα υπόλευκος με μαύρα χοντρά : και τά παιδικά βιβλία που βρήκα κρυμμένα στο ντουλάπι ενός άλλου σπιτιού ένα καλοκαίρι, θα ’χουν τό χρώμα που είχε τό ράφι σε κείνη τή γωνία, και τή μυρωδιά – τήν ξένη μυρωδιά – αυτής τής ντουλάπας : έτσι θα ’ναι πάντα τό Χωρίς Οικογένεια τού έκτορος μαλώ, συνδυασμένο μ’ ένα ντουλάπι. Η «αρχιτεκτονική» μνήμη σ’ αυτήν τήν περίπτωση είναι κάθετη – και γίνεται απλώς ένα οριζόντιο ταξίδι όταν συναντάει χρόνια αργότερα τή μνήμη τού προυστ απλωμένη σαν σειρά μπισκότων στο άσπρο τραπεζομάντηλο με δαντέλες : Η αρχιτεκτονική τής μνήμης για τήν μνήμη είναι κατεξοχήν η τέχνη τών βιβλίων –
κι έτσι με τήν ψυχανάλυση η μνήμη παίρνει μια θέση αυτοκρατορική ως στοιχείο τής εσωτερικής ζωής, και έτσι οι συνέπειές της στην «εξωτερική» γίνονται φαντασμαγορικές στην κυριολεξία :
ο φρόϋντ σύγκρινε τήν μέθοδό του με τήν αρχαιολογία (τήν οποία εξαυτού αγαπούσε) με τήν έννοια ότι και οι δύο έσκαβαν κατά στρώματα ανεβάζοντας στην επιφάνεια πράγματα χαμένα από καιρό ( – η διαφορά βέβαια είναι ότι στην αρχαιολογία τά «πράγματα» είναι σταθερά αναλλοίωτα και λίγο–πολύ αναγνωρίσιμα, έστω και αν ανασύρονται κομματιασμένα, ενώ στη μνήμη πολλές φορές δεν είμαστε σίγουροι για τό τί ακριβώς ανασύρουμε – ) Και υπάρχει και τό θέμα τής «απατηλής ανάμνησης» που είναι απλώς «ευσεβής πόθος» – και μία από τίς ενδοξότερες στιγμές στο μυαλό τού φρόϋντ ήταν όταν συνέλαβε τήν ιδέα ότι για τήν ψυχική συγκρότηση τού ατόμου ο ευσεβής πόθος μπορεί να είναι ακόμα σημαντικότερος από ένα «πραγματικό» γεγονός – ως πόθος δηλαδή ακριβώς
η φράνσις γαίητς αναγνωρίζει τή σχέση τής μνημοτεχνικής με τή φαντασία (και τής φαντασίας με τήν τέχνη) πάνω απ’ όλα στις σελίδες που περιγράφει (και στα δύο βιβλία) τό ταξίδι τού μπρούνο στην αγγλία και τήν σύγκρουσή του με τούς πουριτανούς – προσωπικά τώρα για πρώτη φορά πρόσεξα ότι στην ελισαβετιανή αγγλία υπήρχε ένα θεωρητικό υπόστρωμα εικονομαχίας και απώθησης προς τήν τέχνη (από τήν πλευρά τής θρησκευτικής ηγεσίας και τών «φιλόσοφων» τής οξφορδιανής ορθοδοξίας). (Εδώ ξαφνικά βρήκα και έναν επιπλέον λόγο για τόν οποίο οι σύγχρονοί του διανοούμενοι περιφρονούσαν τόν σαίξπηρ, ως μη έχοντα πάει στο πανεπιστήμιο – αυτός ήταν ένας τρόπος για να τόν κατηγορούν χωρίς ενοχές για ευκολίες λαϊκότροπες και έλλειψη «φιλοσοφικού» βάθους – ουσιαστικά δηλαδή για έλλειψη ευσέβειας). Για τή σχέση τού μπρούνο με τήν τέχνη θα ’χαμε να πούμε πολλά γιατί τό θέμα είναι ανεξάντλητο γοητευτικό και αμφίσημο για να μην πω πολύπλευρο, αλλά προς τό παρόν μέ απασχολεί εδώ ότι η γαίητς κάνει μια διαπίστωση (ή ανακάλυψη ( : όποιος γνωριστεί με τά βιβλία της θα εξοικειωθεί με τήν επιστημονική της σεμνότητα – και μια μετριοπάθεια ως προς τήν πρωτοτυπία και τήν τόλμη τού – εξαιρετικού – της έργου)) : Όταν ο μπρούνο ήτανε στην αγγλία και έδωσε τίς διαλέξεις του στην οξφόρδη, είχε προστάτες κάτι ευγενείς που συνομιλούσαν, όπως αποδείχθηκε, και με τόν σαίξπηρ – ο οποίος τήν ίδια εποχή είχε ξεκινήσει ήδη τήν καριέρα του σαν ηθοποιός : η ίδια λοιπόν έχει βρει απηχήσεις τού «καθαυτό (λέει) λογοτεχνικού έργου» τού μπρούνο, τού Spaccio della bestia trionfante στο Love’s Labour’s Lost ένα από τά πρώτα έργα τού σαίξπηρ. Τό ταξίδι τού μπρούνο στην αγγλία μπορεί να υπήρξε πηγή εκνευρισμού αλλά αποδείχτηκε ούτως ή άλλως δημιουργικότατο για τόν «οξύθυμο Νολάνο» που ήρθε μεν σε σύγκρουση με τόν πουριτανισμό τής κυρίαρχης (εκεί) προτεσταντικής ορθοδοξίας αλλά η εμμονή του με τήν φαντασία, τή μνήμη, και τόν έρωτα, άφησε όπως φαίνεται ένα βαθύ σημάδι στη σκέψη όσων νοιάζονταν για τό πώς δουλεύει σε σχέση με τήν ανθρώπινη μοίρα η καλλιτεχνική της μετάπλαση και μετατροπή. Και αυτό που εξάγει κανείς από τό βιβλίο εντέλει είναι ότι η εμμονή τού τζορντάνο με τή μνήμη είναι πάνω απ’ όλα εμμονή με τίς ερωτικές και δημιουργικές δυνάμεις τής φαντασίας
η γαίητς χρησιμοποιεί μια διατύπωση που μού άρεσε πολύ : «στο Eroici furori τού Μπρούνο είμαστε κοντά με τίς ερωτικές μεταφορές που έχουν τή δύναμη να ανοίγουν “τίς μαύρες διαμαντένιες πόρτες” τής ψυχής» : ε, δεν μπορώ να μην σκεφτώ πόσο θα άρεσε αυτή η διατύπωση στον φρόϋντ : (με κάτι τέτοια) έχει κανείς τήν εντύπωση ότι η απόσταση από τόν Νολάνο ώς τόν Μοραβό είναι μια τρίχα, συν κάτι αιώνες
η απόσταση από τήν μνήμη «τού Μάγου» ώς τήν ψυχαναλυτική μνήμη (τού άλλου μάγου) είναι όντως ελάχιστη – αν υπάρχει καν :
έτσι επιβεβαιώνεται και η προσωπική μου εμμονή, ότι στην πραγματικότητα ο αναγεννησιακός μπρούνο αν αναδίνει επιμόνως κάποιο άρωμα δεν είναι τόσο αυτό τού «μάρτυρα τής επιστήμης» που επιμένει, όχι μόνο στο ηλιοκεντρικό κοπερνίκειο σύστημα, αλλά και τό εξακτινίζει στους αναρίθμητους κόσμους που δεν έχουν καν έναν ήλιο ως κέντρο – και που (σε αντίθεση με τόν γαλιλαίο) δεν ανακαλεί, βαδίζοντας (μικρόσωμος) προς τήν τεράστια πυρά – αλλά τό άρωμα πάνω απ’ όλα τού σκοτεινού ερμητικού ηδονιστή που βλέπει τή φύση να είναι θεός (θα ’μουν συνεπέστερη με τή δικιά του μυστικά ανατρεπτική γλώσσα αν έλεγα «θεά»)
η απόσταση από τόν κατά τρεις αιώνες μεταγενέστερο γερμανοεβραίο που είδε τή φύση να είναι επίσης παντοδύναμη, και να μάς τιμωρεί με τούς πιο ύπουλους τρόπους για τήν απομάκρυνσή μας απ’ αυτήν, είναι όντως ελάχιστη : εντοπίζεται πάνω απ’ όλα στην έλλειψη πυράς (ο ίδιος ο φρόϋντ είχε πει : Καίνε τά βιβλία μου, είναι πρόοδος, κάποτε θα καίγαν εμένα τόν ίδιο) και μετατοπίζεται καθοδόν στην μετατροπή τού ερμητισμού σε φωτεινό λεξιλόγιο : Κατά τ’ άλλα η μνήμη συνεχίζει τίς διαδρομές και τίς καταβάσεις της εξίσου σκοτεινά μυστικά και ανατρεπτικά, όπως τότε –
όταν τελειώσω τό βιβλίο μπορεί να πούμε περισσότερα –
.
.
μή δίνετε μεγάλη σημασία στην παραπάνω προσωπογραφία τού μπρούνο – έγινε εκατό χρόνια μετά τόν θάνατό του – όσο ζούσε μάλλον δεν τόν είχε ζωγραφίσει κανείς (ίσως να επεδίωξε ο ίδιος αυτού τού είδους τήν «ανωνυμία» λόγω τής επικινδυνότητας (τήν είχε υπόψη του, δεν ήταν αφελής) τού έργου του)
τό μόνο σίγουρο είναι ότι ενώ τήν καλογερική κάπα και τήν κουκούλα τήν έβγαλε, και μόνο κατά καιρούς τήν ξαναφόρεσε, δεν είχε τά μαλλιά του κομμένα κατά τόν καλογερικό τρόπο, τά διατηρούσε μακριά
.
…………………………………………………………………………………….
.
είδα ότι η γαίητς κλείνει τό βιβλίο της με τήν επίδραση τής σκέψης και τής μεθόδου τού μπρούνο στη διαμόρφωση τού απειροστικού λογισμού (ο λάϊμπνιτς αναφέρει σε γράμματά του ότι τόν ήξερε και τόν είχε διαβάσει). Δεν μού κάνει όμως εντύπωση, γιατί ο μπρούνο στο θέμα τής επιστήμης επιβεβαιώνεται συνέχεια (η επιστήμη χρειάζεται και ζει με αποδείξεις, βλέπετε (και με άλλα τέτοια όργανα, «απτά», πέραν τού νου και τής φαντασίας)…) Δεν έχω λοιπόν καμιά αμφιβολία ότι, επιστημονικά, θα ’χουμε συνέχεια και για τούς επόμενους αιώνες μαζί μας τόν μεγαλοφυή ναπολιτάνο που τόλμησε (με μόνο του όπλο και όργανο τή φιλοσοφία) να μιλήσει «περί τών άπειρων κόσμων» σε μια εποχή που αυτό επέσυρε (ως χειρότερη βαρύτερη και απανθρωπότερη απόδειξη περί τής ορθότητάς του) τήν θανατική ποινή – καθώς οι παπάδες που αποφάσισαν να κάψουν τόν (αμετανόητο) φιλόσοφο ζωντανό σε χαμηλή (όμως) φωτιά για να τιμωρηθεί όπως τού άξιζε – τόν μήνα που έρχεται είναι η (τόσο) θλιβερή επέτειος – ένα πράγμα έβλεπαν και για ένα κυρίως ενδιαφέρονταν : ότι μ’ αυτόν τόν τρόπο τό μαγικό χέρι τού τζορντάνο αφαιρούσε από τό σύστημά τους τό ακίνητο κέντρο του και τόν αυταρχικό θεό του, μέσα σ’ εκείνην τήν αποθέωση και τήν χλαπαταγή από κόσμους, σύμπαντα, και μεταβαλλόμενες μορφές μιας φύσης παντοδύναμης ανθρώπινης και εντέλει ηρωικά και θριαμβευτικά γήινης
(μιας γης που καθώς ο μπρούνο επέμεινε κινείται διαρκώς σαν «τού κύκλου τά γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνουν» για να θυμηθούμε και τόν αναγεννησιακό μας ερωτόκριτο)
.
.
.
.
.