σημειωματαριο κηπων

30 Απριλίου 2010

ελληνική απομόνωση ελληνικό παλούκωμα

 

  

 

τό άκουσα (προχτές) (επιτροχάδην διατυπωμένο και με τίς αναμενόμενες, θολώνουσες τά νερά, δέουσες και ένοχες λακωνικότητες) στην τηλεόραση, διάβασα (επίσης) τήν είδηση στο no budget, και ο γατουλέας (επίσης προχτές) ανέλυσε κατά τή γνώμη μου κάποιες πλευρές τού ίδιου φαινομένου λογικότατα και ψυχραιμότατα : αυτά που ακολουθούν συνεπώς δεν είναι για ενημέρωση, είναι προσωπική έκφραση (ψυχραιμότατης) αηδίας και (ψυχραιμότατου) θυμού :

δεν είμαστε όλοι σε οποιαδήποτε χώρα τό ίδιο – δεν ζούμε τά ίδια – (τώρα με τήν συγκεκριμένη επιτήρηση θα τό ζήσουμε στην κυριολεξία αυτό τό «διαφορετικό» (αν δεν τού αντισταθούμε φυσικά μ’ έναν όμοιο τρόπο) – και δεν αντιστεκόμαστε όλοι βέβαια στα ίδια – ούτε έχουμε όλοι τήν ίδια «ιστορία».  Η καταραμένη λέξη συνωστισμός που έκανε ανθελληνικό τό βιβλίο ιστορίας τής κυρίας ρεπούση, δεν ήταν κατά τή γνώμη μου μόνο απόδειξη τού πόσο διαφορετικά διαβάζουμε τίς λέξεις, τήν ιστορία, και τόν εαυτό μας : εμπεριείχε κι ένα σαδομαζοχιστικό στοιχείο που διέφυγε νομίζω όλων τών αναλύσεων : σίγουρα βέβαια μια περιγραφή ζωντανότερη που θα έλεγε «ο ελληνικός πληθυσμός στριμώχτηκε και τσαλαπατήθηκε στην αποβάθρα και τό αποτέλεσμα τής φριχτής συμπεριφοράς τών τούρκων ήταν τό να χτυπάει και να σπρώχνει ο ένας έλληνας τόν άλλον για τό ποιος θα πρωτομπεί στο καράβι, και να πετάει η μια μάνα τήν άλλη στη θάλασσα για τό ποια θα πρωτοσώσει (τήν εαυτή της ή) τό παιδί της – χωρίς να υποψιάζονται ότι αυτό που θα συναντούσαν στα νησιά στα οποία προσδοκούσαν να κατέβουν θα ήταν μια εντελώς παρόμοια κλωτσοπατινάδα, κι ένα παρόμοιο ξαναπέταγμα στη θάλασσα, και μια αντικατοπτρική (σε σχέση με κείνην τών τούρκων) περιφρόνηση μετά ύβρεων απ’ τή μεριά τώρα τών ελλαδιτών – που καμία διάθεση δεν είχαν να τούς παρακολουθήσουν ψύχραιμα να συνωστίζονται μετά στα λιμάνια τους, τής μυτιλήνης ή τού πειραιά» θα ήταν βέβαια περισσότερο πιστή στην εθνική ιστορία, ασχέτως τού πόσο παιδαγωγική μπορεί να επιχειρηματολογεί κανείς αενάως ότι θα ήτανε… Αλλά πάντως δεν (πιστεύω πως) ήτανε αυτός ο λόγος που επισημάνθηκε με τόσο βίαιο και υβριστικό και συκοφαντικό τρόπο η έλλειψη αυτής τής οπτικής…

αυτή η (όχι και τόσο) υπόγεια (και σχεδόν πανεθνικής εμβέλειας) παραδοχή ότι μάς αρέσει η βία στην ιστορία, ευθυγραμμίζεται αρμονικότατα με τήν ανοχή που έχουμε (σχεδόν πανελληνίως) προς τήν βία στην ίδια τήν ζωή μας – φτάνει να ‘ναι (βέβαια) μακριά από μάς… Εκεί κατά τή γνώμη μου βρίσκεται και η αιτία για τό γεγονός πως δεν έγιναν ποτέ ογκώδεις και πολυπληθείς και μαζικές διαμαρτυρίες από μεριάς τού ελληνικού πληθυσμού, για τά όσα βάρβαρα και βασανιστικά και φονικά είδαμε και ακούσαμε να επιβάλλουν κατά καιρούς συν-ιθαγενείς μας σε μετανάστες… Τό ίδιο μακριά από μάς ισχύει βέβαια και για μάς τούς ίδιους προς εμάς τούς ίδιους όταν τά πράγματα είναι πιο στριμόκωλα, και υπάρχει ας πούμε ένα δικτατορικό καθεστώς που «νομιμοποιεί» τήν αδιαφορία ελλήνων προς έλληνες (πλέον) – αν τήν επίδειξη και τής παραμικρής αλληλεγγύης πρόκειται να ακολουθήσει «ταράτσα και απομόνωση». Όσοι έζησαν μέσα στη χούντα και αντιστάθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο στην «λογική της» έχουνε να τό λένε για τήν απόλυτη αδιαφορία τού «μέσου πληθυσμού» προς όσους βασανίζονταν στην ταράτσα τής οδού Μπουμπουλίνας 18…

υπάρχει μια μαρτυρία τήν οποία θέλω να παραθέσω λοιπόν τώρα εδώ σχετικά με τήν οδό μπουμπουλίνας ειδικά – ίσως γιατί τά περί εάτ-εσά έχουν γίνει κάπως γνωστότερα… Τήν είχα βέβαια στο μυαλό μου διαρκώς όταν ανέβαζα τήν προηγούμενη ανάρτηση τήν αφιερωμένη στην επέτειο τής 21ης, και ειδικά όταν ανέφερα τό βιβλίο τής Κίττυς Αρσένη, αλλά νομίζω ότι τώρα θέλω πραγματικά να τήν πω παρόλο που θα τήν πω από μνήμης… (και για παρηγοριά – αν είναι – σάς υπόσχομαι κάποτε να ανεβάσω ανάρτηση ειδικά γι’ αυτό τό βιβλίο και τήν δημιουργό του : )

 

 

 

: όταν τελειώνουν τά βασανιστήρια τής καθεμιάς (και τού καθένα) τελειώνει και η απομόνωση – κανείς δεν ξέρει ύστερα από πόσες βδομάδες ή μήνες θα γίνει αυτό, αλλά κάποτε θα γίνει : θα σέ πάρουν από τό μικρό σκοτεινό κελί θα σέ σύρουν αιμόφυρτη αν δεν έχουν κλείσει ακόμα καλά οι πληγές, και θα σέ πετάξουν στον μεγάλο θάλαμο με τίς άλλες… Τότε θα δεις και ποιες άλλες είχανε συλληφθεί εκτός από σένα, ποιές περάσανε τά ίδια, και ποιές σέ ακούγανε τόσον καιρό να ουρλιάζεις από τήν ταράτσα… Θα συναντήσεις παλιές γνωστές πιθανόν, θα κάνεις και νέες φιλίες εξίσου… Όλες θα σέ φροντίσουν, θα σέ περιποιηθούν, θα επαναλάβουν τώρα για σένα ό,τι έγινε και για τίς ίδιες δηλαδή όταν ανέβηκαν από τήν απομόνωση στον θάλαμο… Και θα ‘ταν σχεδόν ειδυλλιακή η κατάσταση, και δεν θα σ’ ένοιαζε καν πόσο θα κρατήσει πλέον η κράτηση στην ασφάλεια, αν δεν προέκυπτε ένα νέο βασανιστήριο : ακίνητες και σιωπηλές ακούτε κάθε βράδι άλλους που βασανίζονται – όσο κι αν οι ασφαλίτες έχουν μέσα στο ταρατσάκι δίπλα τους μια μηχανή μεγάλου κυβισμού και τήν ανάβουν για να σκεπάζει κάπως τόν θόρυβο (υπάρχουν και γείτονες, η μπουμπουλίνας βρίσκεται σε πυκνοκατοικημένη περιοχή, και όσο να ‘ναι…) : (όταν είχε έρθει η ώρα τής Κίττυς να τούς δει στο καμαράκι ν’ ανάβουν τήν μηχανή, έγραψε με τή συγκλονιστική της λιτότητα : «και τότε φοβήθηκα, τότε φοβήθηκα πραγματικά πολύ») :

μια νύχτα λοιπόν καταλάβανε πως ήτανε ένας φίλος τους αυτός που ούρλιαζε… Δεν θυμάμαι αν είναι γι’ αυτόν, ή για κάποιον άλλον φίλο της με καταγωγή από τήν κέρκυρα, που η αρσένη κάνει (σε ένα άλλο σημείο τού βιβλίου της) τήν (καταπληκτική) παρατήρηση : «η κερκυραϊκή προφορά τού Τάδε εξαφανιζότανε όταν ούρλιαζε»). Εκείνη τή φορά πάντως περιγράφει τή δική της αποκλειστικά κατάσταση : τό λέει με συντριβή – ότι τό έλεγε δηλαδή, και τό φώναξε μέσα στον θάλαμο κιόλας, χωρίς καμιά αναστολή κανέναν δισταγμό, καμιά ενοχή : Να πεθάνει! Και τό ξανά ‘πε, και με συντριβή ομολογεί ότι τό ήθελε πραγματικά εκείνη τήν ώρα για τόν φίλο της που τόν άκουγε να ουρλιάζει, με όλη τήν καρδιά της και τήν δύναμη και τήν ειλικρίνεια : Να πεθάνει!

 

  

 

 

άκουσα ότι ο μετανάστης έχει πάθει γάγγραινα εσωτερικά από τό παλούκωμα στο οποίο τόν υποβάλλανε οι έλληνες πολίτες και ιθαγενείς. Δεν ξέρω αν έχει νόημα να τού ευχηθώ να μπορέσει να ζήσει… Θρήσκα δεν ήμουν ποτέ… Έχω πιάσει πάντως τόν εαυτό μου να εύχεται από μέσα του, για τούς βιαστές του, και όχι για να γλιτώσουν τίποτα, αυτοί, ναι, να πεθάνουν…

 

 

 σημείωση (σημαντική) : πρόσθεσα χτες τά tags (που δεν είχα βάλει ώς σήμερα στις αναρτήσεις μου) πιο πολύ γιατί μού αρέσει (αισθητικά) αυτό τό συννεφάκι στην δίπλα στήλη, τό tag cloud : μέ περίμενε η ίδια έκπληξη που είχα και όταν ανέβασα τό ποστ περί fucking και μαλακίας, και τώρα (που συμπεριέλαβα ως tag στο ποστ περί νεοφασισμών τήν αμαρτωλή αυτή έκφραση ερωτικού προσανατολισμού)… : η εταιρεία που μάς φιλοξενεί αρνήθηκε αφενός να αναρτήσει τήν αμαρτωλή λέξη ως tag στο συννεφάκι, αφετέρου δε, βλέπω έκτοτε (όπως έβλεπα και όταν ανέβασα εκείνο τό ποστ) μονίμως τό κίτρινο θαυμαστικό ! με τήν συμπλήρωση υπάρχει σφάλμα στη σελίδα, κάτω-κάτω στο μπλογκ – για να μού υπενθυμίζει τήν αμαρτία μου… Δεν είναι ειλικρινής όμως, ούτε δείγμα ευφυίας τελικά, η έκπληξή μου… Ο μαρκούζε όταν έγραφε τόν μονοδιάστατο άνθρωπο ή τό έρως και πολιτισμός επισημαίνοντας τόσο τήν μονολιθικότητα τής σκέψης που «χρειάζεται» ο σύγχρονος άνθρωπος για να «επιζήσει» – όσο και τό μίσος προς τόν έρωτα που «χρειάζεται» ο πολιτισμένος άνθρωπος για να αντέξει τήν (βίαιη) κοινωνία (που ο ίδιος δημιούργησε) – ούτε εμπνεόταν από καμιά ειδική ελληνική πραγματικότητα ούτε μιλούσε συγκεκριμένα και ειδικά για τήν ελλάδα : για τόν κόσμο μας, και μάλιστα τόν ανεπτυγμένο, μιλούσε… Ο πουριτανισμός που προκύπτει, και που τόν λουζόμαστε όπως βλέπουμε θέλοντας και μη, ακόμα και σ’ έναν χώρο ελευθερίας (τού λόγου) όπως υποτίθεται ότι είναι τό ίντερνετ, μάς ενοποιεί εντέλει αναγκαστικά και στο κυνήγι μαγισσών και στα παλουκώματα μεταναστών – με βάση τόν, ερωτικής πάντα κατεύθυνσης βιασμό (ο οποίος είναι εξάλλου πάντα ταπεινωτικός αλλά πάντα και μόνο για τό θύμα…), (δεν νομίζω να νομίζει κανείς δηλαδή ότι οι βάρβαροι ντρέπονται…) Ίσως πάντως και η βαρβαρότητα και η βλακεία να ενοποιήσει κάποτε εξίσου και τή συνείδησή μας και τό θυμικό μας και τόν θυμό μας…

κοιτάξτε λοιπόν καλά τό κίτρινο θαυμαστικό γιατί σε λίγες μέρες θα υποκύψω κι εγώ στην εντολή λογοκρισίας και θα τής βάλω σεμνό βρακί (μ’ έναν αστερίσκο δηλαδή (fu*k) ) τής λέξης – για να φύγει… – διότι μ’ ενοχλεί (τό θαυμαστικό!)

 

 

 

 

 

 

 

19 Απριλίου 2010

νύχτες / πολλά τά δεινά

 γιάννης ξενάκης 1967 tommaso campanella 1607

με τήν εγκαθίδρυση τής δικτατορίας στην ελλάδα ο γιάννης ξενάκης γράφει και (7 απριλίου τού 1968, σε κάτι λιγότερο από έναν χρόνο) παρουσιάζει στο παρίσι τίς «νύχτες» (nuits) – ενώ στις 26 οκτωβρίου τού ίδιου χρόνου (σ’ ένα ολοήμερο φεστιβάλ αφιερωμένο στο έργο του) ξαναπαίζει στο μουσείο μοντέρνας τέχνης τού παρισιού τίς νύχτες μαζί με τό  «πολλά τά δεινά» που είχε γράψει τό ’62 πάνω σε στίχους τού σοφοκλή από ένα χορικό τής «αντιγόνης»

όταν ήρθε στην ελλάδα τόν νοέμβριο τού 1974 μίλησε γι’ αυτές τίς νύχτες, και έβαλε σε μαγνητοταινία ν’ ακουστούν και τά δύο έργα εξηγώντας ότι δεν είχε μπορέσει να φανταστεί τά λόγια τού σοφοκλή να λέγονται παρά μόνο από παιδιά. Παιδί ήταν κι ο ίδιος άλλωστε όταν σε κείνη τή μάχη στα χαρακώματα τής πατησίων στη διάρκεια τού εμφύλιου έχασε από μια αγγλική οβίδα τό ένα του μάτι και τό μισό του πρόσωπο καθώς και μια αγαπημένη φίλη, τή Μάχη, που σκοτώθηκε (μαζί με άλλους συμφοιτητές του στην ίδια μάχη) και από τά ίδια συμμαχικά όπλα λίγο πιο πίσω – : ξέρουμε ότι στην εξορία ονόμασε τήν κόρη του επίσης Μάχη : και ξέρουμε επίσης ότι φυλακίστηκε αρχικά στην ελλάδα και μετά καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά είχε προλάβει να τό σκάσει με τή βοήθεια τού πατέρα του : σκόπευε να χρησιμοποιήσει τό παρίσι σαν ενδιάμεσο σταθμό για να καταλήξει στην αμερική αλλά τελικά έμεινε στο παρίσι : δεν δέχτηκε ποτέ να κάνει πλαστική εγχείρηση στο πρόσωπο για να καλύψει τήν πληγή από τόν ελληνικό εμφύλιο και τό ένα του μάτι ήταν απλώς γυάλινο.

ήρθε στην ελλάδα αμέσως μετά τίς πρώτες εκλογές, τότε που έγινε ένας ειδικός νόμος για ελάχιστους – ένδοξους – πολιτικούς πρόσφυγες, οι άλλοι δεν μπορούσαν να επιστρέψουν ακόμα καθώς σε βάρος τών περισσότερων εκκρεμούσαν και καταδίκες σε θάνατο. Μίλησε στη λυρική σκηνή ένα βράδι, σε μια αίθουσα πήχτρα στον κόσμο όπου έγινε  ένας κυριολεκτικός χαμός. Βγήκε σε μια άδεια σκηνή όπου υπήρχε μόνο ένα χαμηλό γραφειάκι και ένας μαυροπίνακας με μια λευκή οθόνη για προβολές πιο πίσω, βγήκε διστακτικά μ’ ένα πάκο βιβλία στο χέρι, έκατσε, ταχτοποίησε τά βιβλία στο τραπέζι κι άρχισε να μιλάει : για τόν επίκουρο, τήν τύχη, τήν απόκλιση, τά μαθηματικά, τήν αρχιτεκτονική, τίς πιθανότητες τή μουσική, έδειξε σλάϊντς, έπαιξε μαγνητοταινίες, απάντησε σε ερωτήσεις, έγραψε εξισώσεις στον πίνακα και προβλήματα που τού υπαγόρεψαν κάποια παιδιά, παρακολούθησε με αλληλεγγύη τούς προβληματισμούς όσων τόν ρωτούσανε μαθηματικά, εξήγησε τόν λε κορμπυζιέ και τή συνεργασία τους, έπαιξε με τά χέρια τούμπανο στο τραπέζι για να δείξει τίς πιθανότητες τών ρυθμών, ο κόσμος ήταν σκαρφαλωμένος μέχρι και στα κάγκελα τής γαλαρίας, όρθιοι παντού μέχρι επάνω κι έξω απ’ τήν πόρτα, η ατμόσφαιρα έκαιγε

όσοι τόν είδαν επιμένουν επίσης μέχρι σήμερα (με τρυφερότητα) πως κάτω από τό στενό του παντελόνι εκείνη τή μέρα ήτανε καυλωμένος

  

 

1 γιάννης ξενάκης / νύχτες   :   iannis xenakis / nuits

  

 

musique iannis xenakis (new london chamber choir dirigé par james wood) / peintures angela biancofiore / production euromedia, montpellier 2008 / montage matiah eckhard 

 

2 tommaso campanella : η ανάκριση / giovan domenico campanella καλαβρία 5 σεπτεμβρίου 1568 – παρίσι 21 μαΐου 1639

 

η άγρια αυτάρκεια τής εξουσίας σε όλη της τή δόξα οδήγησε τήν ιερά εξέταση σε μεθοδικούς δρόμους σχεδόν σχολαστικής – και σχεδόν αξιοθαύμαστης – ειλικρίνειας – που θα ‘ταν ωφέλιμοι (για τήν διαλεκτική τής ιστορικής γνώσης) αν δεν ήταν στην κυριολεξία πληρωμένοι με ανθρώπινο πόνο, αίμα και ουρλιαχτά / αντιγράφω από κείμενο λατινικό, ευσυνείδητου γραφιά – ιερωμένου – πρακτικογράφου, που μεταφράστηκε στα γαλλικά από γυναίκα (η οποία αν δεν ζούσε στον αιώνα μας θα ‘χε καεί κι αυτή σαν μάγισσα, μάρτυς μου η ιστορία που μάς στοιχειώνει…) / τά «πρακτικά» τής παρακολούθησης τών φυλακισμένων εκτός θαλάμου βασανιστηρίων και εντός κελλιών τά οφείλουμε στην ακόμα πιο θλιβερά μεθοδική προθυμία δύο συγκρατούμενων που παρακολουθούν και καταγράφουν για λογαρισμό τών ιερών δεσμοφυλάκων τίς μυστικές συζητήσεις τών μοναχών φυλακισμένων – τίς νύχτες – από τά δύο διαφορετικά τους κελλιά : δεν θα σάς δώσω τό κείμενο ολόκληρο, στο τέλος σάς παραθέτω τήν πηγή – αντιγράφω μόνο εκείνες τίς λίγες κουβέντες που φωτίζουν συγκινητικά (κατά τή γνώμη μου) τήν όλη δεινή φρίκη : 

1      στο κελί

 

– αδελφέ Τομάζο αδελφέ Τομάζο…

– καλησπέρα καλησπέρα

– πώς τά πας ; κάνε κουράγιο αύριο έχουμε ταχυδρομείο

– Πέτρο κανόνισε ν’ ανοίξουν τήν πόρτα, να κοιμόμαστε μαζί… Χαρά, ε ;

– Απ’ τό στόμα σου και στου θεού τ’ αυτί! Να ‘χα δέκα δουκάτα να δώσω στους φύλακες, και σε σένα δέκα φιλιά τήν ώρα… Έχω σκορπίσει τά σονέτα σου σ’ όλη τή νάπολη, τά ξέρω όλα απ’ έξω, και θέλω να διαβάσω δικά σου κι άλλα…

– θα δώσω στον ταχυδρόμο αντίγραφα…

– πρώτα σε μένα και για τόν αδελφό μου να δώσεις και μετά τά υπόλοιπα στους άλλους

– ξεκουράσου τώρα… καληνύχτα

…………

– έγραψες πολύ σήμερα ;

– ναι, πολύ.

…………

– ακούω κάποιον

– θεός φυλάξοι, μίλα λατινικά, είν’ αγράμματοι, δεν ξέρουν…

– δεν θά ‘ρχονταν χωρίς φως…

– βλέπεις φως Πέτρο ;

– όχι τίποτα…

– εγώ βλέπω φως… άντε για ύπνο.

– άντε για ύπνο. 

2      η ανάκριση

         (18 ιουλίου 1600)

 

– πονάω πάρα πολύ

τού λένε ότι θα τόν βασανίσουν περισσότερο

– όχι άλλο, τί θέλετε από μένα, πέθανα

τόν ρωτούν γιατί δεν απαντάει

– δεν μπορώ… αχ… αχ… μαλάκες, πονάω παντού, κατεβάστε με…

τού ανακοινώνουν ότι θα δοκιμάσουν καινούργιο βασανιστήριο, τήν κρεμάλα

– ναι ναι δοκιμάστε πάει μέ ξεθεώσανε αδελφέ μου

τόν ρωτούν γιατί δεν μιλάει

– δεν αντέχω άλλο… κατουράω

κατουράει. Στη συνέχεια σωπαίνει. Έπειτα λέει :

– τά κάνω πάνω μου

μετά σωπαίνει, τού λένε να μιλήσει

– δεν μπορώ

τού λένε να ζητήσει έλεος από τούς Κυρίους Δικαστές

– αφήστε με να χέσω… πεθαίνω, για τ’ όνομα τού Θεού

…………

τόν ρωτούν πώς λέγεται ο επίτροπος τού Ιεροδικείου που τόν συνέλαβε

– άσε με να κοιμηθώ αδελφέ Θωμά

τόν ρωτούν ποιος είναι ο αδελφός Θωμάς

– εγώ είμαι ο αδελφός Θωμάς

τόν κατεβάζουν, τόν ξαναπάνε φυλακή

         (4 και 5  ιουνίου 1601 παρουσία και δύο επισκόπων)

τού ανακοινώνουν ότι θα τόν μεταχειριστούν βάναυσα αν συνεχίσει να παριστάνει τόν τρελό. Εκείνος απαντά :

– δέκα άσπρα άλογα…

και λέει κι άλλα πολλά ασυνάρτητα. Τόν δένουν στη στρέβλη

– σφιχτά δέστε με, έτσι, μέ τσακίζετε, αχ Θε μου

τού λένε να έρθει στα λογικά του

– δεν σάς έκανα τίποτα, αφήστε με, είμαι άγιος, sanctus sum, miserere, αχ Θε μου, πέθανα, πέθανα, πώς μού σφίγγουν τά χέρια, δεν έκανα τίποτα, ακούστε με

και συνεχίζει να κραυγάζει λέγοντας συνέχεια

– αααχ

και υποφέρει τό βασανιστήριό του λέγοντας

– αχ, ο στρατός που θα μέ βοηθούσε πού είναι, ελάτε, πεθαίνω, βοήθεια, χέζω

τού λένε να μην παριστάνει τόν τρελό

– αφήστε με, μη μέ σκοτώνετε, θα σάς δώσω δεκαπέντε λίρες, δεν έκανα τίποτα

τού λένε να μην κάνει τόν τρελό. Και καθώς τού έδεναν τά πόδια έλεγε

– αχ μέ σκοτώνουν

και καθώς άκουγε τά βούκινα τών καραβιών στο λιμάνι είπε

– σαλπίστε σαλπίστε μέ σκότωσαν

τού είπαν να μην προσποιείται, και αυτός έμεινε σιωπηλός, με τό κεφάλι γερμένο στο στήθος, για μια ώρα. Τότε τού πρότειναν να τόν  κατεβάσουν αν δεχόταν να μιλήσει, αλλά εκείνος είπε μόνο

– όχι, κατουράω

και θέλησε να κατεβεί, και τόν κατέβασαν, και είπε

– θέλω να χέσω

και τόν οδήγησαν στον απόπατο. Και στη συνέχεια ανακρίθηκε πάλι …

…………

τόν διατάζουν ν’ απαντήσει και να μην αποκοιμηθεί. Εκείνος είπε

– να καθίσω… να καθίσω… τό κάθισμα… βούλωσ’ το, σκάσε

τόν ρωτάνε πού γεννήθηκε και πώς λέγεται, κι εκείνος λέει

– βοήθεια

και σωπαίνει. Τού λένε να σταματήσει να κάνει τόν τρελό κι εκείνος σωπαίνει. Και χαμηλώνει τό κεφάλι και λέει

– αλίμονο αλίμονο

και όταν περασε η πρώτη ώρα τής νύχτας τόν ξαναρώτησαν πού γεννήθηκε και πόσων χρονών είναι κι εκείνος είπε

– μη, είμαι αδελφός σας

και σωπαίνει. Και τού λένε να μην κάνει τόν τρελό κι εκείνος λέει

– διψάω

και τού δίνουν να πιει , κι εκείνος ουρλιάζει

…………

και δεν είπε τίποτ’ άλλο όλη τήν υπόλοιπη νύχτα αλλά συνέχισε να υποφέρει με τά κεριά αναμμένα. Και ήρθε τό ξημέρωμα και άνοιξαν τά παράθυρα και έσβησαν τά κεριά. Κι εκείνος εξακολουθούσε να σωπαίνει. Και τού είπαν να μην κάνει τόν τρελό κι εκείνος είπε

– πεθαίνω πεθαίνω

…………

και είπαν οι Κύριοι Δικαστές να διακοπεί τό βασανιστήριο και να τόν βάλουν να καθίσει, και αυτό έγινε, και καθίζοντας είπε πως ήθελε να κατουρήσει και τόν οδήγησαν στο αποχωρητήριο… Και ήρθε η τρίτη ώρα και ήθελαν να τόν ξαναβάλουν στη στρέβλη κι εκείνος είπε

– όχι, περιμένετε αδελφοί μου

και τόν ανέβασαν πάνω στη στρέβλη κι από τότε δεν ξαναμίλησε, κι έμεινε εκεί υποφέροντας ήρεμος και σιωπηλός. Κι έπειτα ζήτησε να τού ανασηκώσουν λίγο τά πόδια του που τόν πονούσανε πάρα πολύ, κι αυτοί τά ανασήκωσαν. Κι έμεινε ήρεμος. Και οι Κύριοι Δικαστές τόν ρώτησαν αν ήθελε να κοιμηθεί κι εκείνος είπε

– ναι

και τού λένε πως αν μιλήσει θα τόν αφήσουν να κοιμηθεί, κι εκείνος δεν λέει τίποτα

…………

και τού επέτρεψαν να κατεβεί  για να φάει και να πιει και να πάει στο μέρος, κι αυτό πήρε μια ώρα, και τόν ξανάβαλαν στη στρέβλη κι εκείνος είπε

– τί θέλετε από μένα ;

και φαινόταν σαν να μην ένιωθε πια πόνο, και δεν έλεγε τίποτα

…………

και τού ανακοίνωσαν πως θα ξανάρχιζαν τό βασανιστήριο, κι εκείνος είπε

– αφήστε με

και τόν ρωτούν γιατί νοιάζεται τόσο πολύ για τό σώμα του, κι εκείνος απαντά

– η ψυχή είναι αθάνατη

κι όλη τήν ώρα επαναλάμβανε

– πεθαίνω πεθαίνω

και διέταξαν να τού ξαναβάλουν τά ρούχα του και να τόν πάνε στο κελί του, και τό βασανιστήριο είχε κρατήσει τριανταέξη ώρες

…………

 

3      στον διάδρομο 

 

και ένας δεσμοφύλακας επιφορτισμένος να παραδώσει τόν κρατούμενο στους δεσμοφύλακες τού κάστρου, τή στιγμή που διέσχιζαν τήν βασιλική αίθουσα τόν άκουσε να λέει

– για τόσο μαλάκα μέ είχανε να μιλήσω ;

:: che si pensavano che io era coglione, che voleva parlare? ::

απόσπασμα από τό κεφάλαιο πρακτικά τής δίκης τού καμπανέλλα 1597–1601 τού βιβλίου τής μαργαρίτας γιουρσενάρ : «χρόνος, αυτός ο μεγάλος τεχνίτης» / le temps, ce grand sculpteur / για τό οποίο έχω γράψει και εδώ / μετάφραση στα γαλλικά τής ίδιας τής γιουρσενάρ από τό λατινικό πρωτότυπο (διασωθέν)  κείμενο τού καλόγερου που κατέγραφε κατά τή διάρκεια τών βασανιστηρίων, και τού καταδότη που παρακολουθούσε τόν καμπανέλα στη φυλακή / «η σμίλη τού χρόνου» εκδόσεις χατζηνικολή – μετάφραση νίκου δομαζάκη /

      

ο τζιοβάνι ντομένικο καμπανέλλα (που από τή στιγμή που έγινε καλόγερος και μετά πήρε τό όνομα θωμάς) είναι ιταλός ποιητής, φιλόσοφος και αστρολόγος τής αναγέννησης, με καταγωγή από τήν καλαβρία τής νότιας ιταλίας / πιάστηκε φυλακίστηκε και βασανίστηκε ως αιρετικός (για τό συγγραφικό του έργο και τήν ποιητική του σκέψη) και πέρασε 5 φορές από δίκη : τήν τελευταία φορά έμεινε στη φυλακή 27 χρόνια και τότε έγραψε τά σημαντικότερα βιβλία του / τό πιο διάσημο, τήν «πόλη τού ήλιου» τό έγραφε από τό 1602 ώς τό 1623 – και τόν  «θρίαμβο τού αθεϊσμού» που άρχισε να τόν γράφει τό 1605 τόν τέλειωσε τό 1607 / ο καμπανέλλα κατάφερε να γλιτώσει τελικά τήν πυρά κάνοντας κυρίως τόν τρελό και χωρίς να αποκηρύξει τό έργο του / ενώ ο – εξίσου πεισματάρης και ασυμβίβαστος (άλλος αιρετικός καλόγερος) – σημερινός μας τζορντάνο μπρούνο (από τή νότια ιταλία κι αυτός) οδηγήθηκε, ύστερα από 7 χρόνων φυλακίσεις δίκες και πολύ χειρότερα βασανιστήρια, επειδή δεν δέχτηκε να ανακαλέσει τίποτα, ζωντανός στην πυρά.

για τόν μπρούνο ο καμπανέλλα δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα, καθώς περνούσαν περίπου ταυτόχρονα τά βασανιστήριά τους, για τόν γαλιλαίο όμως που πιάστηκε αργότερα όταν ο καμπανέλλα είχε (με τή μεσολάβηση ενός πάπα που ήταν φίλος του) απελευθερωθεί, προσφέρθηκε να τόν υπερασπιστεί – και έγραψε κι ένα έργο κιόλας, τήν «απολογία για τόν γαλιλαίο» (γράφτηκε τό 1616 και δημοσιεύτηκε τό 1622) : η πλάκα είναι ότι ο γαλιλαίος καθώς ήταν έντρομος και έτοιμος να υποχωρήσει, δεν δέχτηκε καθόλου καλά τήν αυθόρμητη υπεράσπιση τού καμπανέλλα, που φοβήθηκε ότι θα τόν βλάψει γιατί ο καμπανέλλα ήταν αμετανόητος σεσημασμένος… (ξέρουμε ότι ο γαλιλαίος, που ανακρίθηκε 4 φορές (η τελευταία ήταν τό 1633 – οπότε και αποκήρυξε ύστερα από τά βασανιστήρια και τήν απειλή τής πυράς με ένα ταπεινωτικό και υποχρεωτικό κείμενο τίς αρχές του)  γλίτωσε τελικά τό κάψιμο και η ποινή που τού επιβλήθηκε ήταν κατ’ οίκον περιορισμός)

ο giordano bruno (που τό βαφτιστικό του όνομα πριν γίνει καλόγερος ήτανε filippo) είχε γεννηθεί τό 1548 – αλλά γι’ αυτόν τόν εκπληκτικά μοντέρνο φιλόσοφο (που τό πλήρωσε πολύ ακριβά αυτό (ιδιαίτερα) τό εκπληκτικά) έχω τή φιλοδοξία να κάνω ειδική ανάρτηση κάποτε, μολονότι δεν μού είναι και εύκολο… (προς τό παρόν υπάρχει ένα λινκ εδωμέσα που παραπέμπει σε μια βιογραφία του – δεν τήν έχω διαβάσει ολόκληρη, αλλά νομίζω ότι καλή είναι…) (τό βιβλίο (είναι στα αγγλικά) βρίσκεται σε pdf αν κάνετε κλικ στη φωτογραφία κάτω–κάτω, τελευταία στη στήλη δεξιά) / εν πάση περιπτώσει για τά ελάχιστα που μπορεί να ενδιαφέρουν στο παρόν ποστ, ας πω μόνο ότι ο μπρούνο συνελήφθη – ύστερα από προδοσία ενός μαθητή του – στη βενετία τό 1592 (στις 22 μαΐου), και μεταφέρθηκε σε κάτεργο στη ρώμη τό ’93 : οι αλλεπάλληλες δίκες του κρατήσανε 7 χρόνια, και καθώς δεν δέχτηκε να ανακαλέσει τίς καινοφανείς και «αιρετικές» θεωρίες του – κυρίως για «τόν άπειρο αριθμό κόσμων», αφού τού φορτώσανε και ό,τι άλλο μπορούσανε περί ανήθικης ζωής και λοιπά (ήταν τό πιο εύκολο αυτό τότε – αλλά μήπως και σήμερα δεν είναι ; ) τόν οδήγησαν ζωντανό στην πυρά, συμβολικά όπως θέλανε οι παπάδες με τήν είσοδο τού καινούργιου ( 17ου ) αιώνα… / τόν κάψανε στις 17 φεβρουαρίου τού 1600 στην κεντρική πλατεία τής ρώμης τήν campo de’ fiori και η στάχτη του σκορπίστηκε στον τίβερη / περιέργως δεν έχουν σωθεί τά πρακτικά τής δίκης του, όπως σώθηκαν αυτά τού καμπανέλλα που μετέφρασε η γιουρσενάρ : μάλλον όμως φρόντισε η ιερά εξέταση να τά εξαφανίσει γιατί η εκτέλεση τού μπρούνο αποτελούσε σκάνδαλο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όπως και να τό κάνουμε – ο μπρούνο ήταν διάσημος φιλόσοφος και είχε μαθητές σε όλη τήν ευρώπη – δεν επρόκειτο για τό κάψιμο ενός οποιουδήποτε ανίσχυρου ανθρωπάκου με μια κατηγορία μαγείας… / άλλωστε ο μπρούνο υπήρξε όπως φαίνεται και όπως μπορούμε και λογικά να υποθέσουμε, εκτός από ασυμβίβαστος και ιδιαίτερα καυστικός στις απαντήσεις του προς τούς ιεροεξεταστές… / σώζεται (από τήν ιδιωτική αλληλογραφία κάποιου gaspar schopp of breslau) ένα επεισόδιο παραδείγματος χάριν από τήν δίκη του, όταν άκουσε τήν καταδίκη : πως σήκωσε δηλαδή απειλητικά τό χέρι του προς τούς δικαστές του και είπε «και ίσως εσείς να φοβάστε περισσότερο τώρα που μού απαγγέλνετε αυτή τήν καταδίκη, απ’ όσο εγώ που τήν ακούω» : «maiori forsan cum timore sententiam in me fertis quam ego accipiam» /  τό 1940 ανακαλύφτηκε μια περίληψη τών πρακτικών τής δίκης του, που μακάρι κάποτε να εκδοθούν.

έτσι λοιπόν η αναγέννηση δεν έχει χάσει τό σφρίγος της μέχρι σήμερα / και τό σημερινό ποστ ας εκληφθεί μόνο ως (μικρό) αφιέρωμα στις μεθόδους κάθε εξουσίας ανά τούς αιώνες σ’ αυτόν τόν πλανήτη / με τήν ευκαιρία τής μεθαυριανής επετείου : και ας αποτελέσει μια μικρή υπόμνηση για τίς διώξεις και τά βασανιστήρια που έχει υποστεί κάθε ασυμβίβαστος και δημιουργικός πολίτης φιλόσοφος ή καλλιτέχνης που διαφώνησε σ’ οποιουσδήποτε καιρούς μ’ αυτόν τόν πολιτισμό

αφιερώνεται επίσης στην, εν ζωή πάνω απ’ όλα, μνήμη όλων εκείνων, γυναικών και αντρών, που καθώς τίς σέρναν αιμόφυρτες οι βασανιστές τους έξω από τό καμαράκι στην  «ταράτσα» τής μπουμπουλίνας μονολόγησαν κάποια στιγμή από μέσα τους, σαν τόν ιταλό εκείνο καλόγερο : για μαλάκα μέ είχανε να μιλήσω ; …

 3 σαν σήμερα μεθαύριο ή χτες

 

 

4 πολλά τά δεινά : σοφοκλής / ξενάκης / παιδική φωνή φοβερά υπάρχουν διάφορα, αλλά από τόν άνθρωπο δεν νομίζω πως υπάρχει τίποτα πιο φοβερό

 

8 Απριλίου 2010

εγώ είμαι με τή σαλώμη

  

 

      κατηγορήθηκα από (αγαπημένη) μπλογκοσφαιρίστρια ότι με τήν προηγούμενη ανάρτηση δεν ακολούθησα τό «πνεύμα τών ημερών» πράγμα που πολύ μέ πείραξε : καλά, δεν μέ παρακολουθείτε κι εσείς με τήν ίδια καταναγκαστική (καθημερινή ναι, επί τό πλείστον) επαναληπτικότητα με τήν οποία σάς παρακολουθώ ; μολονότι θα ξέρετε λοιπόν (ευλόγως υποθέτω) ότι δεν ανήκω στην πλειοψηφία, ότι είμαι άθεη, κι ότι συνεπώς δεν έχω θρησκεία, παρολαυτά νομίζω ότι ακολούθησα περίφημα «τό πνεύμα τών ημερών» : ανέβασα δύο (2) αναρτήσεις με επιταφικά μπλουζ, και εδώ και εκεί : διότι πολύ μ’ αρέσει ο επιτάφιος με τίς παμπάλαιες και πρωτόγονες καταγωγές του : δεν συμμετείχα όμως ίσως στην ανάσταση διότι έχω και μία οργανική αντίδραση ως προς τήν έλλειψη λογικής που τήν (παρ)ακολουθεί –  προτίμησα λοιπόν τήν ημέρα εκείνη να ασχοληθώ με τόν αγαπημένο μου νίτσε (παρότι τόν έλεγα και μαλάκα…), να αναρτήσω απόσπασμα βιβλίου μου (εννοώντας κιόλας αν θέλετε «μέσα στο πνεύμα» απολύτως «τών ημερών» ότι αν υπάρχει μετά θάνατον ζωή (αυτή η θανάτω θάνατον πατούσα) δεν θα μπορεί παρά στην τέχνη κυρίως να βρίσκεται), και εξάλλου (μ’ ένα σμπάρο τρία ακριβώς τρυγόνια) να θυμηθώ λίγο και τό (πάγιο) ενδιαφέρον μου για τήν γλώσσα (με τήν καλή έννοια)

      peccavi και mea culpa λοιπόν σίγουρα, και γι’ αυτό ας παρακολουθήσω τώρα κι εγώ λίγο προσεκτικότερα, φανατικότερα, πιστότερα, τό πνεύμα τών ημερών (στη δημόσια σφαίρα, για τήν ιδιωτική λίγο–πολύ σάς μίλησα) που ανήλεα άλλωστε πλέον εκπνέουν :

      (είναι γνωστό ότι εγώ ως άθρησκη δεν γιορτάζω τίς μέρες τών θρησκευτικών εορτών ιδιαίτερα παρεκτός αν μέ παρασύρουν σε ταξιδάκι – αυτή τή φορά οι περισσότεροι φίλοι δουλεύανε και δούλευα κι εγώ – ενδιαμέσως έριχνα όμως καμιά ματιά και στην τηλεόραση : μού έκανε λοιπόν  εντύπωση η εμμονή τών καναλιών τής (θρησκευάμενης και ευσεβούς) πλειοψηφίας να ασχολούνται με τά αμαρτήματα μιας σύγχρονης σαλώμης, η οποία (όπως και η αρχαία ακολουθώντας τίς εντολές και τίς επιθυμίες τής μαμάς και τού μπαμπά) χορεύει μετά μανίας [και υστεροβουλίας (τής γνωστής και αποδεκτής από όλο τό χριστεπώνυμο πλήρωμα υστεροβουλίας –  οικονομικής επιχειρηματικής και καριερικής φύσεως)] τόν χορό της τών επτά πέπλων – με τήν ίδια όμως πάει καιρός που ασχολείται άλλωστε και η αφρόκρεμα τής μπλογκόσφαιρας, και τά συναφή ποστ ανέρχονταν επί έτη φωτός – τών ημερών τής χριστιανικής κατάνυξης μη εξαιρουμένων – στην κορυφή τής  δημοτικότητας τής εδώ ιντερνετικής αμφισβητησιακής και εναλλακτικής ιδεοσφαίρας

      μέσα στα πλαίσια λοιπόν τού πνεύματος τών ημερών μού κατέβηκε η φώτιση και μπόρεσα να συγγράψω κι εγώ σεμνό πονημάτιον – όχι από τά γνωστά μου σεντόνια (θου κύριε φυλακήν τω στόματί μου είναι και η γνωστή σινδόνη στη μέση) à la manière de λιλή ζωγράφου και τού δικού της πονήματος «επάγγελμα πόρνη» : ανεχθείτε με για λίγο κι εμένα λοιπόν (να μιλάω όπως αυτοί στην εκκλησία – με τήν ίδια προφητική έξαρση ιερόν μένος και τά λοιπά…)) 

  

ηθικοί πορνοβοσκοί λαμπερές πορνοβοσκές…

προφήτες μικροηθικής, δούλες τών δούλων…

σάς καταλαβαίνω… Όταν ο αστός κοιτάει τά μούτρα του στον καθρέφτη τρομάζει, πολύ περισσότερο όταν ο καθρέφτης, διά τού ελεγχόμενου ζιγκ-ζαγκ τής τηλοψίας δεν τού δείχνει τήν ασχήμια του ακριβώς αλλά τήν επίφοβη ωραιότητα ενός προσώπου τό οποίο κάνει δημόσια αυτό που ο αστός δεν μπορεί πια να κάνει παρά μόνο κάτω από τό ράσο τού παπά, τήν ψευδο-υγιεινή τής νηστείας και τήν ψευτοεπανάσταση τής ηθικής τού κόμματος

πέσατε να τήν φάτε : ως επαναστάτες και ως χριστιανοί εξίσου : και δεν υπάρχει, λέω εγώ (η άσχετη από μοναξιά) πιο μοναχικό πλάσμα σήμερα στον άρτον σας και στα θεάματά σας από αυτήν, που δεν βρίσκει ούτε τό ελάχιστο σημείο συμπόνιας πουθενά : ακόμα κι οι πορνοβοσκοί της οι ειλικρινείς τήν κοροϊδεύουν… τήν κοροϊδεύουν, είμαι σίγουρη, πιστεύοντας δηλαδή ότι εκμεταλλεύονται τήν εκπαιδευμένη βλακεία της… ακόμα και οι γονείς που τήν βάλανε στον σωστό αυτόν δρόμο τήν αποκηρύσσουν όταν ξεφεύγει από τά μέτρα τής ολιγάρκειας και τής ειλικρινούς αγαμίας – όταν  παίζοντας δηλαδή καλά τόν ρόλο που τής μάθανε δεν παριστάνει ούτε γι’ αστείο ότι είναι κουτσή στραβή ανέραστη και ψεύτρα σαν τά μούτρα τους… δεν παριστάνει ούτε γι’ αστείο ότι χορεύει μόνο για τή μαμά της δηλαδή ή τόν μπαμπά της – ότι χωρίς κέφι χορεύει δηλαδή για να τούς κάνει τό κέφι : και να τούς ακουμπήσει πάνω στον χρυσό δίσκο τά κεφάλια κείνων τών άγνωστων που εικονίζουν οι σημερινοί οβολοί… Αλλά κι εκείνοι εξάλλου που παίζουν τό πουλί τους με τήν εικόνα της τήν κοροϊδεύουν, αφού τελειώσει η διαδικασία, ως σκεύος κενό που δεν έχει τό (λαμπρό) μέλλον (τό δικό τους)… : που δεν θα γίνει δηλαδή ποτέ στέλεχος επιχείρησης άλλης, πέραν τού συνολικού της εαυτού όπως τής καθορίστηκε να είναι (τεμαχισμένος) : Τεμαχισμένος και κερδοφόρος, αλλά τεμαχισμένος δημόσια ενώ εσείς κατακερματίζεστε μόνο στον καμπινέ… Και κερδοφορείτε στα ίδια τζάμια και τούς ίδιους καθρέφτες, μόνο που επειδή δεν έχετε άλλη ωραιότητα από τήν (άσχημη) ηθική σας, δεν θα κερδοφορήσετε ποτέ αρκετά αν δεν γίνετε και περισσότερο πόρνες εντέλει… Όμως μπορείτε ; λοιπόν, δεν μπορείτε, σάς τό λέω εγώ, γιατί θέλει και ταλέντο η ειλικρίνεια στην πορνεία (όπως και στην αλήθεια) κι αυτός είναι ο κυριότερος λόγος τής χολής και τού μίσους και τής κοροϊδίας που χύνετε (δεν έχετε άλλον τρόπο βέβαια να φτάσετε εκεί…) : Διότι ο χορός τής Σαλώμης είναι δύσκολος, κι εσείς δεν έχετε ούτε τό σώμα ούτε τά κότσια : εσείς θα πλουτίσετε μόνο όσο σάς επιτρέψει η μιζέρια τής μοίρας, τής καταγωγής, τής οικογένειας, τών ιδεών και τής προίκας σας

λοιπόν όσο μπορώ τήν καταλαβαίνω : έτσι που παραπατάει, γιατί έχω κάνει πόρνη κι εγώ (εξομολογήσεις σάς κάνω δηλαδή τώρα, ανέξοδες : φυσικά και δεν μού στοιχίζουν τώρα μια που λόγω τών χρημάτων τής πορνείας (ήμουν ωραία κάποτε για όλους, τότε που χόρευα με τά πέπλα μόνο τού σώματος – τώρα που χορεύω με τά ακόμα πιο διάφανα πέπλα τής σκέψης είμαι ωραία για λίγους μόνο – και τυχερούς…) λόγω τών χρημάτων λοιπόν που απόκτησα από τά δικά μου εφτά πέπλα, είμαι πλέον πολύ καθωσπρέπει για τά φοβισμένα αργυρώνητα και εξαργυρωμένα φυλλοκάρδια σας) τότε δηλαδή που τό πρόσωπό μου ήταν ατσάκιστο τόσο, ώστε να μπορώ σήμερα περήφανη για τά τσακίσματά του να γράφω τά βιβλία μου ελεύθερα χωρίς να νοιάζομαι αν θα αρέσουν στους πορνοβοσκούς τής κριτικής σας (σκέψης)…)

μια σαν εμένα πόρνη λοιπόν βλέπω απλώς σήμερα, κι εχτές και αύριο, να μονοπωλεί τά σκάνδαλα άνευ τών οποίων δεν ζείτε ούτε χριστούγεννα ούτε πάσχα μια που έτσι κι αλλιώς δεν έχετε δική σας ζωή : μια πόρνη που έχει τή γενναιότητα (η μόνη με τέτοια γενναιότητα σε μία χώρα περήφανων ηθικών και υπέρ-τό- δέον-επαναστατών ηγετών υπηκόων) να παραδεχτεί δημόσια, στα τζάμια ποζάροντας τής τηλεοπτικής σας εκκλησίας, ότι δεν νηστεύει (τί θάρρος απλησίαστο) κι ότι δεν ζει συνεπώς στην θεοκρατία τής κουζίνας σας… Είναι τό ίδιο ακριβώς στα δικά μου μάτια – τό να φάει σουβλάκι «με τζατζίκι και απ’ όλα» μεγαλοσαββατιάτικα, πριν τήν «ανάσταση», με τό να διαπράξει ενώπιον τού (προσοδοφόρου) φακού τό έγκλημα που εσείς όταν διαπράττετε με τή γυναίκα ή τόν άντρα σας τό κάνετε μόνο αφού έχετε πρώτα προσοδοφορήσει από τήν επιχειρηματική σας ασέβεια,  δείρει πρώτα τά παιδιά σας (στο βωμό τής επιτυχίας τού μέλλοντος (τους)), γαμήσει τούς υπαλλήλους σας (στην ταπείνωση τής ελάχιστης εξουσίας που ελεημόνως σάς διατίθεται), ξεπουλήσει τόν εαυτό σας (στην προίκα τού καλού γάμου που η κουτοπόνηρη γλώσσα (σας) έχει τό δικαίωμα να χρησιμοποιεί ως ευφημισμό για τήν δικιά σας μουλωχτή πορνεία) ή τήν αυτοχειριαστική υποταγή σας στην αξιοσέβαστη νόμιμη και ηθική ισχύ τού αριστεροδέξιου αφεντικού (σας)

θα δυστυχήσετε όμως : θα δυστυχήσετε γιατί δεν έχετε ούτε ίχνος κατανόησης ούτε θλίψης για τά θύματα τής ηθικής μέσω τής οποίας ή φτωχαίνετε ή πλουτίζετε ή νιώθετε κάποιου είδους οργασμό επιτέλους κι εσείς μέσα στα σφιχτά όρια τής ανέραστης ζωούλας τήν οποία περήφανοι περιφέρετε ως (τήν μεγάλη) ζωή εν τάφω – : θα δυστυχήσετε γιατί η αγνωμοσύνη θα σάς γυρίσει στα μούτρα εντέλει όταν ο τάφος τού συστήματος που υπηρετείτε με αυταπάρνηση και βλακεία και (τυφλή) αυτοϊκανοποίηση (η μαλακία τυφλώνει, λέγανε) θα σάς δείξει στον καθρέφτη μια μέρα ότι πόρνες είσαστε μόνο εσείς : – οι υπόλοιπες κάνουν τή δουλειά που σάς χαρίζει τόν ελάχιστο αυτοσεβασμό τόν οποίο  κανείς άλλος δεν θα σάς βοηθήσει να αυταπατηθείτε ποτέ ότι θα μπορούσατε κάποτε (αν ήταν αλλιώς τά πράγματα) όντως να διαθέτετε…

προς τό παρόν φυσικά δεν έχετε τό δικαίωμα : ο αυτοσεβασμός ανήκει στις επισήμως πόρνες – εσείς είσαστε οι πόρνες τού καμπινέ : κρύψτε τήν ντροπή σας στην αγκαλιά τής γυναίκας που σάς παντρεύτηκε για τά λεφτά σας, τού άντρα που σάς παντρεύτηκε για να σάς δείχνει στη γειτονιά στο γυαλί και στην πλούσια θεία του… ασφαλώς και αν μπορέσει ή χρειαστεί ή τής ζητηθεί, ξανά θα κουβαλήσει τό κεφάλι σας σαν γουρουνόπουλο πάνω στον δίσκο η σαλώμη – και θα ’ναι, πριν καν εκείνη τό αγγίξει, όπως πάντα νεκρό, και θα ’ναι όπως πάντα ήτανε ένα κεφάλι μίζερο άχαρο αγάμητο ανέραστο και άσχημο… αν αυτοί οι προφήτες είναι δικοί σας ας είναι αυτή η σαλώμη δική μου…

τής εύχομαι λοιπόν ν’ αντέξει τήν κακία σας… μέσα στην απόλυτη μοναξιά είναι φυσικό ο παράδεισος να τής ανήκει εντέλει, ακόμα κι αν πρόκειται για τόν παράδεισο τής καθαρής διαυγούς και αδιαμεσολάβητης δυστυχίας, ακόμα κι αν δύσκολα υπάρχει τέτοιο πράγμα επί ουρανού κάθε μορφής, αστεριών κάθε είδους,  στερεώματος κάθε υφής, γης κάθε άγνοιας, και κάθε καθρέφτη λαμπρού : τής ανήκει απλώς μετά πόνου αυτό που δεν θα τολμούσατε εσείς ποτέ ούτε να φανταστείτε –  : να παρελαύνουν στο σαλόνι τού ψευτο-γυαλιού σας και τού ψευτο-οργασμού σας οι γραμματείς οι φαρισαίοι και οι πολιτευτές σας, και σαν τούς παπάδες τής εκκλησίας σας τής κοινωνίας σας και τού μυαλού σας άνευ λόγου και λογικής να σάς τόν χαρίζουν…

 

     

 

και δείτε εν κατακλείδι και τήν οπτική τού μεγάλου άντρα ποιητή όταν μπαίνει στη θέση τής μικρής γυναίκας χορεύτριας – όταν μπαίνει όμως ψυχή τε και σώματι :

 

Επάνω σε χρυσό σινί η Σαλώμη φέρνει
τήν κεφαλή τού Ιωάννη Βαπτιστή
στον νέον Έλληνα τόν σοφιστή
που από τόν έρωτα με αδιαφορία γέρνει.

«Σαλώμη τήν δική σου» απαντάει ο νέος
«ήθελα να μέ φέρουνε τήν κεφαλή».
Aστειευόμενος έτσι ομιλεί.
Και τήν επαύριον ένας δούλος της δρομαίος

τής Ερωμένης έρχεται τήν κεφαλή βαστώντας
ολόξανθη επάνω σε χρυσό σινί.
Πλήν τήν επιθυμία του τήν χθεσινή
ο σοφιστής είχε ξεχάσει μελετώντας.

Τά αίματα που στάζουνε βλέπει κι αηδιάζει.
Τό αιματωμένο πράγμα αυτό να σηκωθεί
προστάζει από εμπροστά του, κ’ εξακολουθεί
τού Πλάτωνος τούς διαλόγους να διαβάζει

                                                                                                            κ. π. καβάφης

«σαλώμη» : από τά «κρυμμένα ποιήματα»



  

  

  

  

  

  

  

  

  

  

4 Απριλίου 2010

σεμνή & φιλοσοφική πραγματεία περί fucking ή μαλακίας

 

 

 

  < απόσπασμα από τό [ανέκδοτο] μυθιστόρημα βιογραφίες αγνώστων >

 

 

 μένα βέβαια μέ εκνεύριζε ανέκαθεν η σεμνοτυφία τών μεγάλων ως προς κάποιες λέξεις, αλλά τό πόσο δεν καταλάβαιναν τί ωραίο που είναι να βρίζουν ο ένας τόν άλλον τά αγόρια λέγοντάς τον μαλάκα ποτέ δεν τό κατάλαβα ακριβώς. Στους κήπους εδώ στο παρελθόν έγινε μια συζήτηση για άλλες βρισιές και υποσχέθηκα ότι θα μεταφέρω κι ένα κομμάτι δικού μου βιβλίου που ασχολείται με τή λέξη μαλάκας – ο psi–a μού σύστησε μάλιστα να τό βάλω τίς απόκριες, αλλά τόν φλεβάρη ήταν επίκαιρα άλλα θέματα – σκέφτομαι επομένως ότι τώρα, παραμονές καλοκαιριού – και με τόσο ωραίες μέρες – (εξάλλου αρκετά ασχολήθηκα με τήν επικαιρότητα κάποιων θρησκευτικών θεμάτων (και εδώ και εδώ) κι ας μην είναι ούτε οι επικαιρότητες ούτε τά θρησκευτικά τό φόρτε τών τεχνών – ούτε και τών κήπων) ταιριάζει λοιπόν ένα ηλιόλουστο και ξένοιαστο ποστ.

Διευκρινίζω απλώς για να μην υπάρξει έκπληξη που ξεκινάω βαρύγδουπα, ότι τό κεφάλαιο εκείνου τού βιβλίου είναι σχεδόν εξολοκλήρου αφιερωμένο στον νίτσε, συνεπώς – και επειδή δεν έχω τόν χρόνο ούτε είμαι σε φόρμα να περικόψω και να κάνω διορθώσεις τώρα – παραθέτω τό σχετικό τμήμα ολόκληρο :

(έχει προηγηθεί συζήτηση για τή «γέννηση τής τραγωδίας / από τό πνεύμα τής μουσικής», και για κάποια πράγματα που ο αφηγητής τού βιβλίου θεωρεί φιλοσοφικές αφηρημάδες ή αντιφάσεις)

(για όποιον επίσης είναι αρκετά μαζοχιστής ώστε να θέλει να διαβάσει όλο τό σχετικό κεφάλαιο τού βιβλίου, τού λέω ότι θα τό βρει στα περιεχόμενα υπό τόν τίτλο «σημείωση β’ / jenseits von gut»)

 

 

 

                    

 

 

   οιο είναι δηλαδή τό λάθος που κάνει ο νίτσε από τήν γέννηση τής τραγωδίας ήδη κιόλας ; Μα απλούστατα, τό ότι εκλαμβάνει τό αποτέλεσμα για αίτιο. Κι επίσης, με μια ασυγχώρητη προχειρότητα, γραπώνεται από μια έμπνευση και κολλάει σ’ αυτήν, χωρίς να σκεφτεί παραπέρα : Τού άρεσε η σκέψη ότι η τραγωδία έγινε από τήν μουσική : μοντέρνα σκέψη για τήν εποχή του – αλλά πόσο λίγη για τούς αιώνες που έρχονται : πόσο πολύ σκέψη φιλόλογου που θέλει να σοκάρει τούς άλλους φιλόλογους και πόσο πολύ σκέψη καλαμαρά – που μισεί τούς συναδέλφους του και τό συνάφι του πάνω απ’ όλα.

   Αλλά μην στενοχωριόμαστε : σ’ αυτήν τήν υστερική δισυποστασία τού νίτσε χρωστάμε τό έργο του ίσως ολόκληρο : ο άνθρωπος αυτός δεν μπόρεσε να δει δηλαδή τόν εαυτό του ολόκληρο ούτε μία φορά καθαρά – και καλά έκανε και τό φοβότανε, διότι όπως αποδείχτηκε δεν τό άντεχε. Γι’ αυτό και η εγκυρότητα και τό πανανθρώπινο τής σκέψης του βασίζεται στο ότι δεν είναι ακριβώς σκέψη αλλά και λίγο ποίηση, και κάτι γενικά λίγο πιο χαλαρό, που τού δίνει τή δυνατότητα να κρυφτεί και περισσότερο. <Ως προς τόν νίτσε νομίζω μερικές φορές ότι είναι πολύτιμος επειδή ήταν μ’ άλλα λόγια μόνος πολύ : Αν κατέβαινε ένας διαστημικός δηλαδή ξαφνικά και μάς μελετούσε (μελετούσε τίς προσπάθειές μας να αποδεσμευτούμε από τούς χαλκάδες με τούς οποίους τυλιχτήκαμε) πιστεύω ότι θα ’βρισκε μια πολύ σαφέστερη και καλύτερη έκφραση για όλο αυτό που εννοώ, και θα ’λεγε ίσως κάτι σαν : ο άνθρωπος αυτός προσπάθησε να γίνει τόσο ελεύθερος όσο κατά βάθος δεν άντεχε – και απ’ αυτήν τήν άποψη είναι μοναδική περίπτωση (για τήν ένταση με τήν οποία τό ήθελε αυτό που δεν ήθελε * ) και γι’ αυτό αναμφισβήτητα συμπαθής.

   Πόσο πιο συμπαθής όμως θα ήτανε αν μπορούσε να κοιτάξει τόν εαυτό του και κατάματα καμία φορά και να πει : Είσαι μαλάκας. Η ανικανότητα τού νίτσε να διαγνώσει ότι είναι μαλάκας αποτελεί δηλαδή από μια άποψη τό κέντρο τής τραγωδίας του.>

 

  

  

   Γιατί φυσικά και τόν πείραζε να τό διαγνώσει αυτό : φυσικά : όλους μάς πειράζει. Όμως η τραγωδία τού νίτσε είναι ότι βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στις εποχές εκείνες που από τή μια δεν υπήρχε περίπτωση να τό διαγνώσουν αυτό (που δεν θεωρούνταν δηλαδή ακριβώς ελάττωμα αλλά μάλλον φυσική κατάσταση) και στις εποχές τίς σημερινές που τό διαπιστώνουμε ελεύθερα. Αντιδρούμε βέβαια τότε με διάφορους τρόπους – κι ένα οριακό σημείο για να καταλάβουμε πού χωρίζονται οι δύο εποχές γαμώτο είναι κατά τραγική σύμπτωση ο ίδιος ο νίτσε.

   Όταν τ’ αγόρια λοιπόν λένε μαλάκα τό ένα τό άλλο (μιλώντας ελληνικά) αυτού τού είδους τήν διάθεση είναι που εκφράζουνε : θέλουν οπωσδήποτε ν’ ανήκουνε στην νέα αυτή μετά νίτσε εποχή όπου βλέπουν τόν εαυτό τους καθαρά στον καθρέφτη – μαζί με μια παράλληλη βέβαια δυσφορία προς τά χάλια στα οποία τούς έχει ήδη οδηγήσει αυτή η ζωή : μόνο που αυτή η αυτογνωσία καλύπτεται πίσω από ένα νόημα ειρωνικό και υβριστικό διότι δεν τ’ αντέχει κανείς και όλα

   Υπάρχει όμως εδώ κάτι που έχει σχέση με τήν ίδια τήν αόρατη σχεδόν παρουσία (θα μπορούσε να πει κανείς) τής γλώσσας παντού : ως βρισιά δηλαδή τό μαλάκας νομίζω ότι πολύ άδικα λοιδωρείται, γιατί τό να είσαι μαλάκας είναι πραγματικά μια κατάσταση που αξίζει κάθε λύπηση οίκτο συμπόνια απέχθεια μίσος και χλευασμό, και συνεπώς δικαίως εκσφενδονίζεται τόσο μόνιμα : αντιθέτως βέβαια τό γαμώτο στα ελληνικά δεν αντιμετωπίζεται με τήν ίδια περιφρόνηση,  καθόλου μάλιστα – είναι γνωστό τοις πάσι ότι τό ρήμα γαμάω-γαμώ αποτελεί περήφανη έκφραση επίθεσης μίσους και βίας : έχει σαφώς δηλαδή τάσεις υπονοούμενα δηλώσεις και υποδηλώσεις παραδηλώσεις και συμπαραδηλώσεις επιθετικές βιαστικές σαδιστικές εκδικητικές εχθρικές και νικηφόρες – και αυτό είναι σαφές – οι κατά κανόνα άντρες σ’ αυτή τή ζωή, και σε όλες τίς χώρες, δεν μπορούν να είναι περήφανοι για τίποτα αν δεν τό ταυτίσουν προηγουμένως και δεν τό συνδυάσουν εκ τών υστέρων με καταστροφή πόνο πίκρα μάχη οδύνη και πόλεμο : – η χαρά είναι εξαφανισμένη – δεν θα τό μάθετε τώρα από μένα αυτό – έτσι λέμε η μια τήν άλλη και ο ένας τόν άλλον συνέχεια μαλάκα.

   Πάντως υπάρχει μια διαφορά από τό συνεχές fucking ως βρισιά μέχρι τό αδιάλειπτο μαλάκας ως βρισιά : ως βρισιά δηλαδή προτιμώ τό μαλάκας : δηλαδή τό μαλάκας τό προτιμώ ως βρισιά.

   Εξάλλου τό fucking αποτελεί βρισιά παγκοσμίως, τό μαλάκας όμως είναι αποκλειστικά ελληνική ιδιαιτερότητα : και να μέ συγχωρείτε αλλά εγώ χαίρομαι πολύ γι’ αυτήν τήν διαφορά.

   Και είναι περίεργο εξάλλου που στο σημείο αυτό δείχνουμε και τόση αυτογνωσία ως λαός – διαφορετικά (και από ψυχαναλυτική άποψη) η επαφή μας με (κάθε είδους) (εσωτερική) αλήθεια είναι κάτι προς τό οποίο κλωτσάμε εκ φύσεως εξ ιδιοσυγκρασίας και λόγω (ιστορικού) παρελθόντος – απολύτως δικαιολογημένα δηλαδή : στην περίπτωση επομένως τού μαλάκα είναι ν’ απορεί κανείς γι’ αυτό τό πολύ σωστό μας και πολύ καλό μας γούστο.

 

  

 

   Από τήν άλλη, η υπόγεια τάση για διακρίσεις εναντίον τών γυναικών φαίνεται και εδώ ιδιαίτερα ανάγλυφα – από τό ότι όταν αναφερόμαστε σ’ αυτές χρησιμοποιούμε μια λέξη που προέρχεται μεν από τό μαλάκας αλλά γραμματικά έχει γίνει ένα ρήμα με κατάληξη αξιοθρήνητα παθητικής φωνής (βέβαια οι γυναίκες μεταξύ τους χρησιμοποιούνε τό αρσενικό : μαλάκας : ακριβώς για να ’ναι ενεργητικό) [ Εσχάτως έχω ακούσει και τό μαλάκω : δεν είναι άσχημο κι αυτό (αν και είναι λίγο συγκαταβατικό, συγκαταβατικό δηλαδή ακριβώς επειδή ποζάρει ως ανεπιτήδευτα και αποκλειστικά θηλυκό) ]. Τό μαλακισμένη λοιπόν αυτό που λένε τ’ αγόρια για τίς γυναίκες τούς καλύπτει πρώτον στην ανάγκη τους να θεωρούν ότι οι γυναίκες πάντα κάτι παθαίνουν κι ότι ποτέ δεν ενεργούν, και δεύτερον (στην ανάγκη τους) να επιβεβαιώνουν ακριβώς αυτή τήν εχθρική τους στάση προς κάθε τι γενικά παθητικό.

   εν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε που η ίδια η λέξη παθητικός σ’ αυτή τή χώρα (αλλά και αλλού – και τό pathetic στα αγγλικά σημαίνει ακριβώς εξαθλιωμένος και απαίσιος)  έχει μια καθαρά περιφρονητική σημασία – για να μην πω και υβριστική ( : αυτό είναι εδώ ίσως και τό σπουδαιότερο : είναι ακριβώς αυτό που τούς κάνει να είναι και περισσότερο μαλάκες : ο φόβος τους δηλαδή μήπως ανακαλύψουν τήν ανάγκη τους για αδράνεια άφεση χαλάρωση, για παθητικότητα (βάθος) τεμπελιά απραξία, για ανατροπή αναρχία : όπερ έδει δείξαι : αν μπορούσαν δηλαδή να πάψουν να φοβούνται τίς λέξεις παθητικός ήρεμος χαλαρός αφημμένος γυναικείος οργιαστικός βακχικός ανατρεπτικός αναρχικός και έξυπνος, τότε θα ανακάλυπταν ίσως τόν έρωτα – και θα παύανε να τόν φοβούνται, συνεπώς θα παύανε να ’ναι και μαλάκες )

 

        

 

   Αυτό όμως πιθανώς θα σήμαινε και ότι θα λυνόταν τότε και τό πρόβλημα τού νίτσε – κι ας μην ήξερε εκείνος ελληνικά – δηλαδή δεν ήξερε τά ελληνικά αυτά ώστε να καταλαβαίνει τίς λέξεις που λέμε εδώ τώρα. (Τά αρχαία δεν θα τόν βοηθούσαν καθόλου : έπρεπε να μιλάει δημοτική και να καταλαβαίνει τήν δημοτική με όλη της τήν ειρωνεία τήν δύναμη τήν παθητικότητα τήν ένταση και τό πάθος για να καταλάβει τώρα τί λέμε).

 
 * από ερώτηση ήρωα τού ντοστογιέφσκυ (δεν θυμάμαι ποιού) «θέλει κανείς να θέλει αυτό που θέλει;»
 
 
 ανάρτηση αυτή να θεωρηθεί η 2η γλωσσική τού διπλού σημειωματάριου : η 1η στο έτερον ήμισυ εδώ.
   
      
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Start a Blog at WordPress.com.