σημειωματαριο κηπων

19 Δεκεμβρίου 2015

μέσα στο τσιμέντο

 

 

 

 

Υπάρχει ένα απόσπασμα σε κείνο τό κεφάλαιο για τήν παλιά γειτονιά που αναφέρεται στην τσιμεντένια πισίνα τής εκκλησίας : στην πραγματικότητα, περισσότερο απ’ όλα θα ’πρεπε να αναφέρεται στο όνομα τής εκκλησίας, και στον χαρακτηρισμό της – στο όνομα με τήν έννοια ότι θα ’πρεπε να ξεκαθαριστεί, για ποιο λόγο τό όνομα δεν μπορούσε να αναφερθεί ποτέ (δεν υπήρχε τρόπος να αναφερθεί), και στον χαρακτηρισμό της, γιατί εξαιτίας αυτού τού χαρακτηρισμού χαρακτηρίστηκε μια μεγαλύτερη περιοχή, όχι πια τής πόλης ή τής χώρας, αλλά τού χάρτη – από τότε – κι ώσπου ν’ αλλάξουν οι χάρτες για τά καλά, εκείνος ο χαρακτηρισμός ήταν ο πρώτος (θ’ ακολουθούσαν ακόμα και κάποιοι δεύτεροι και τρίτοι) που θ’ αφορούσαν κάτι που θα ήταν πάντα «τό μεγαλύτερο τών βαλκανίων» – και πάντα έτσι θα λεγότανε, μ’ αυτήν τήν επισημότατη γενική που έδειχνε κάτι ξένο κι απόμακρο, κι επίσης ένα καμάρι που θα ξεκινούσε από περιφρόνηση και θα κατέληγε σ’ αξιολύπητο (επαρχιωτισμό και εξαυτού) οίκτο : η μεγαλύτερη εκκλησία τών βαλκανίων : τό μεγαλύτερο νοσοκομείο ή και τό μεγαλύτερο μπαρ (άκουσα πολύ αργότερα για ένα τρίπατο σε μια απ’ αυτές τίς περιοχές που καμαρώνουν ότι ήταν φτωχές και ανέρχονται ή ήταν ανερχόμενες και κατέρχονται) τών βαλκανίων : έπρεπε ν’ αναστραφεί ο χάρτης ολόκληρος για ν’ αρχίσω να συναισθάνομαι πόσο ηλίθιο ήταν αυτό τό φριχτό καμάρι : κι ήταν μαζί οι πρώτες φορές που άρχισα να καταλαβαίνω ότι βρισκόμαστε όλοι μαζί, σ’ αυτήν τήν περιοχή, και πουθενά αλλού, και όχι απέξω, ή πιο ψηλά – και γι’ αυτό ξόρκιζες αυτό που δεν μπορούσες να φτάσεις, δηλαδή τό «μεγαλύτερο τής ευρώπης» να πούμε ή «τό μεγαλύτερο τού κόσμου», ή τό «μεγαλύτερο τής υφηλίου» και «τού σύμπαντος» και «τού γαλαξία» : είμαστε εκεί, σ’ εκείνη τή γειτονιά που δεν είχε άλλο όνομα πέρα από τό όνομα τής εκκλησίας, τής «μεγαλύτερης τών βαλκανίων» – φτηνή επαρχιώτικη γελοιωδέστατη ονομασία και παρηγοριά – όχι για τούς κατοίκους τών βαλκανίων, αλλά για τούς άλλους γείτονες τής γειτονιάς που ήτανε παραπάνω από τούς άλλους τών βαλκανίων –

Όμως, τώρα που τό σκέφτομαι, δεν ήτανε τόσο σπουδαίος ο χαρακτηρισμός όταν παίζαμε μέσα στο τσιμέντο (τής πισίνας) και γύρω από τούς αυστηρούς αφιλόξενους απρόθυμους κακοσχηματισμένους τοίχους (τής εκκλησίας) με τίς εσοχές και τίς κάθετες γραμμές που ορθωνόντουσαν σαν λαιμητόμοι και που στις κρυφές τους οξείες γούβες σέ είχε οδηγήσει μια μέρα γελώντας αυτή, έντρομη εσένα, να κατουρήσεις η ανέμελη υπηρέτρια και που μέσα στον τρόμο σου είδες ξάφνου να υψώνεται πίσω από τή φαρδειά της φούστα που έκρυβε τό μουντό απόγευμα – ήταν η ώρα που κανένας δεν έπαιζε πια κι η πλατεία ήταν σχεδόν άδεια – τό αυστηρό πρόσωπο τού ανήλεου άντρα (όλοι οι άντρες είχαν ένα ύφος ανήλεο ιδίως όσοι περνούσαν σαν ξένοι και έφευγαν – ένα ύφος ανέκφραστο κοροϊδευτικό και ανήλεο –) που μην καταδεχόμενος καν να ασχοληθεί, περνώντας απλώς πίσω απ’ τή φούστα της, έφτυσε με τό καταδικαστικό ύφος τού ύστατου κριτή εκείνο τό ερωτηματικό «στην εκκλησία κατουράς» – και πέρασε ( : ό,τι κυρίως θυμάσαι ήταν η απορία και όχι τόσο (ακόμα) ο θυμός, και μαζί κάτι σαν διασκέδαση για τό άδηλο και άγνωστο τεράστιο μέλλον – έτσι που χωρίς να έχεις (ακόμα) θυμώσει έμεινες σ’ εκείνη τήν περιφρόνηση προς τή φούστα αυτηνής, και τό ότι έχωσε για μια στιγμή μάλιστα τό κεφάλι του σχεδόν πάνω απ’ τή φούστα αυτηνής, ρίχνοντας εκείνο τό κοίταγμα μόνο σε σένα σαν να προφήτευε (αλλά δεν ήθελες να τό σκεφτείς γιατί αν τό σκεφτόσουνα θα σού κοβότανε τό κατούρημα) να προφήτευε μια απροσδιόριστη κατάσταση από κακία ή διαίσθηση που θα παρέβλεπε και στο μέλλον τίς άλλες φούστες ακόμα κι αν σέ κρύβαν εντελώς πίσω τους ώστε διάφοροι τέτοιοι με τέτοιο πρόσωπο αιωνίως, και σαν να ήταν τό κάτουρο κάτι κακό κι η εκκλησία κάτι καλύτερο, περνώντας τά μικρά σα μπίλιες μάτια πάνω από τά καρώ υφάσματα θα είχαν τήν κακία να διακρίνουν πάντα με τήν τρελή εμμονή τού ύστατου κριτή εσένα μόνο σκυφτή όταν έγραφες ή κατουρούσες) : θα ’ταν φτηνό κόλπο όμως να ασχοληθώ με τό αν κόπηκε και πώς τό κάτουρο ή αν συνεχίστηκε και πώς : εκείνη πάντως δεν έδωσε καμιά σημασία και σέ μάζεψε ευχαριστημένη.

Και θα ’ταν φτηνό κόλπο να πω για τό εσωτερικό τής εκκλησίας και τούς γυμνούς τούβλινους αχανείς αφιλόξενους άξενους, ξένους, τοίχους της που απορροφούσαν τίς φωνές, τίς ελάχιστες φορές που είχες μπει μέσα και είχες τολμήσει να τούς έχεις κοιτάξει – και τότε συνηγορούσαν, τά γυμνά τούβλινα πανύψηλα ικριώματα με τόν τόπο όπου μπορούσε κανείς να τού έρθει να κατουρήσει από τό κρύο όσο τόν έβλεπε, και μαζί έβλεπε απόμακρα μέσα στην αχανή αδειοσύνη με τίς ελάχιστες ζωγραφιές, κάποια μικρή φιγούρα παπά να μιλάει διδακτικά σ’ έναν καντηλανάφτη. Αλλά δεν ήταν αυτό που σ’ ενδιέφερε : ό,τι υπήρχε ήταν τό γύρω από τήν εκκλησία, τή μεγαλύτερη τών βαλκανίων, και πάνω απ’ όλα, κάτω χαμηλά η βυθισμένη πισίνα (υπήρχε φυσικά και τό καφενείο – ήταν κάτω χώμα και μετά δέντρα και δρόμοι και μετά σπίτια που σαν να φτιάχναν τό σκηνικό ενός θέατρου, αλλά ήτανε κυρίως τό καφενείο που έβγαζε τά σιδερένια στρογγυλά στο πεζοδρόμιο και είχε ένα γκαρσόνι πολύ ψηλό και λεπτό και έβγαζε αυτός τά στρογγυλά τραπέζια στον κήπο κουβαλώντας τα θριαμβευτικά, κάτω από μια σειρά ψηλά δέντρα που θα καθόντουσαν μόνο μεγάλοι που θα μιλούσαν με ύφος μυστικό και ανήλεο για να μην καταλαβαίνουμε εμείς ποτέ μας τί λένε : (πάντα θα καθότανε κάποιος σαν τόν μπαμπά και σαν τήν μαμά και αυτούς είχαμε περισσότερη επιθυμία συνήθως να τούς μυρίσουμε έτσι ώστε τρέχοντας περνάγαμε δίπλα τους για να τούς μυρίσουμε όχι μόνο μία φορά αλλά ξανά και ξανά όμως αυτοί κοιτάζαν ο ένας τόν άλλον και δεν μάς δίναν καμιά σημασία παρά μόνο αν η γυναίκα χαμογέλαγε σε κάποια από μάς, όμως τό γκαρσόνι που πηγαινοερχόταν διασχίζοντας τόν δρόμο ανήλεο με τόν δίσκο στο χέρι ψηλά έκανε μια κίνηση σα να μάς έδιωχνε κρατώντας τό δίσκο σα μυγοσκοτώστρα)). (Όμως δεν έχω μπορέσει να βρω τή μυρωδιά αυτή ποτέ πια και τίς λέξεις για τή μυρωδιά, γλυκάνισο, τουρσί, κραγιόν, νερό, ούζο, γλυκό, πικρό, ξυνό, μαλλιά, και δέντρο μαζί και πράσινο και χώμα, και ρούχα καρώ και πουά και ταγιέρ σκουλαρίκια και τσάντα και κόκκινο στόμα κραγιόν και φαΐ τουρσί ομιλίες μυστικές και ανήλεες). Τό χώμα όμως δεν ήτανε μόνο χώμα γιατί ήτανε και τσιμέντο και τούβλα και η πισίνα με τό τσιμέντο χωρίς τό νερό : ή μάλλον τό τσιμέντο τής πισίνας στη μέση, βαθύ στρογγυλεμένο, τετραγωνισμένο, με σκαλάκια για να κατεβαίνουμε και να παίζουμε – εκτός από όταν τή γεμίζανε με νερό και δεν μπορούσαμε να παίξουμε γιατί ερχόντουσαν τά ορφανά – παίζανε κολυμπώντας μέσα στο νερό περιμένοντας στη σειρά περιμένοντας με τή σειρά αφού τά φέρνανε όλα από κάπου με τή σειρά – και κανείς δεν ήξερε από πού ερχόντουσαν – είχανε όμως αυτό τό όνομα «τά ορφανά» που ήταν μια λέξη ακατανόητη η οποία απόκτησε αμέσως νόημα από τό γεγονός ότι κάποιοι από μάς τήν ξέρανε και τήν είπανε, και αμέσως μετά και κολλητά από τό γεγονός ότι εμείς συνεπώς είμαστε διαφορετικοί και καλύτεροι – και η πισίνα είχε γεμίσει νερό από τήν αρχή πριν φτάσουμε εμείς τό πρωί και δεν μπορούσαμε επομένως να παίξουμε εκεικάτω αλλά είχαμε τό παιχνίδι που ήταν περίπου διασκεδαστικό να στεκόμαστε σε μία σειρά παραδίπλα παραπέρα – γιατί δεν έπρεπε να πλησιάσουμε, και από κει όρθιοι και ανήλεοι και περήφανοι και κακεντρεχείς να χαζεύουμε τά κοριτσάκια – κυρίως ήταν νομίζω πιο πολύ κοριτσάκια – που τά βάζανε στη σειρά και ίσως να ερχόντουσαν κιόλας σε μία σειρά – πάντως καμιά μας δεν ήξερε από πού ερχόντουσαν – και ύστερα περιμένανε ανά δύο στη σειρά και με κάποιο σύνθημα πέφτανε ανά δύο στο νερό που ’χε γεμίσει τό τσιμέντο και έτσι ανά δύο τά θυμάμαι σχεδόν που κολυμπάγανε ώσπου με κάποιο αόρατο σύνθημα πάλι βγαίναν αυτές και μπαίναν οι άλλοι και υπήρχαν λίγες φωνές και κάτι λίγο σαν παιχνίδι ή χαρά και σκανταλιά αλλά ελάχιστο, πιο πολύ μού φαινόντουσαν άβουλα σαν να βρίσκονται ακόμα στην τάξη (ακόμα και μες στο νερό σαν να καθόντουσαν και μες στο νερό σε ένα θρανίο ανά δύο και περιμένανε με τά χέρια σταυρωμένα τό διάλειμμα) και δεν θυμάμαι τά πρόσωπα τών μεγάλων καθόλου, αλλά ήταν κυρίες, κυρίως κυρίες αν και πρέπει να υπήρχαν και άντρες, μεγάλοι που μού θύμιζαν καντηλανάφτες κι ανήλεοι, μυστηριωδώς αδίστακτοι γεμάτοι σκοτούρες, και όλο αυτό ήτανε σαν κάτι που έπρεπε να γίνει αλλά δεν είχε σχεδόν καθόλου παιχνίδι – κάποια μέσα στο νερό προσπαθούσαν να γελάσουν – ίσως τά παρηγορούσε μόνο που τά κοιτάζαμε εμείς απέξω και δεν μπορούσαμε να παίξουμε κι εμείς στο νερό, ίσως αυτό ήταν η περηφάνια τους (κι ακόμα ίσως και τό ότι μάς είχαν πάρει τήν πισίνα – αν τό ξέρανε (αλλά πού να ξέρουνε ότι η πισίνα ήταν άδεια πριν έρθουν αυτά, κι εμείς παίζαμε μέσα εκεί στο τσιμέντο όλες τίς άλλες φορές – δηλαδή τόν κανονικό μας τόν χρόνο –) αλλά είχα τήν εντύπωση ότι τά ενοχλούσε που τά κοιτάζαμε κι ότι τά ενοχλούσε που ήταν αυτά ορφανά κι εμείς είχαμε άλλους μεγάλους μαζί μας, κρυμμένους στο σπίτι – παρόλο που δεν φαινόντουσαν τώρα – είμαστε μόνοι εμείς και μόνοι αυτοί (αν και αυτοί είχαν κάποιους μεγάλους μαζί τους που τούς έβαζαν στη σειρά και που δίνανε τά συνθήματα και τίς εντολές) – αλλά πολύ αυστηρά και δεν ήταν κανονικοί μεγάλοι αλλά και οι δικοί μας τά ίδια περίπου κάνανε (εκτός από τίς υπηρέτριες που ήτανε οι καλύτερες όλων με τίς φαρδειές τους τίς φούστες, συνήθως καρώ) αλλά αυτές δεν τό ήξεραν και μάλλον στεκόμαστε εκεί με τήν περηφάνια και τήν αλαζονεία τού πρόσκαιρου ψεύδους ότι οι δικοί μας μεγάλοι ήταν καλύτεροι – και αυτές υποφέρανε και κολυμπούσαν, φώναζαν και λίγο, παίζαν και λίγο, αλλά καταβάθος καιροφυλακτούσε η ταπείνωση εκεί, αυτή η ταπείνωση – ότι εμείς είμαστε πολύ καλύτεροι αφού είχαμε άλλους μεγάλους πιο πίσω – όμως παρόλ’ αυτά καιροφυλακτούσε κι απ’ τή μεριά τους, ήμουνα σίγουρη, η χαιρεκακία ότι μάς είχανε πάρει για τή μέρα αυτή, ήταν μόνο δικιά τους να παίζουν αυτή η πισίνα. Κι αυτό γινόταν αρκετές φορές, κι ήταν σαν ένα σημάδι ότι είχε έρθει τό καλοκαίρι.) Όμως ξαφνικά η πισίνα ξαναάδειαζε και ξαναμπαίναμε μέσα. Και εκειμέσα παίζαμε οι πιο μεγάλοι και οι πιο σπουδαίοι τό Περνά περνά η μέλισσα και τό Καλημέρα σας κυρία μπερλίνα και τό Πινακωτή πινακωτή από τό άλλο μου τ’ αυτί γιατ’ είν’ η μάνα μου κουφή.

Αλλά τό «σάς πήραμε σάς πήραμε» τό θυμάμαι περισσότερο και για τά λόγια αλλά και γιατί τότε έπρεπε να φτιάξουμε τούς δύο στρατούς (με τά χέρια μπλεγμένα απ’ τήν κάθε μεριά και να τρέχουμε μετά να σπάσουμε ο ένας τίς αλυσίδες τού άλλου, με τό στομάχι έπρεπε να σπάσουμε τά χέρια τών άλλων αλλά πολλοί ανήλεοι βάζαν τά χέρια μπροστά στο στομάχι και σπάγαν τά χέρια με χέρια) : κι ήταν μια περιπέτεια να μάθουμε ο ένας τού άλλου δηλαδή τά ονόματα ώστε όταν θα φωνάζανε Ποιόν παραγγείλατε, να ξέρουμε να φωνάξουμε τό όνομα αυτουνού που δεν θα ’τρεχε ούτε γρήγορα ούτε και δυνατά ώστε να μην καταφέρει να σπάσει τήν αλυσίδα και ηττημένον να τόν ενσωματώσουμε στις γραμμές μας και με κακεντρεχή περηφάνια να φωνάξουμε Σάς πήραμε σάς πήραμε φλουρί κωνσταντινάτο και να τούς ακούσουμε ν’ απαντάνε με τό πιο κακεντρεχές τους ύφος περιφρονητικότατα Μάς πήρατε μάς πήρατε βαρέλι δίχως πάτο αλλάζοντας ξαφνικά γνώμη για τόν μέχρι τώρα φίλο τους και στο, αμέσως μετά πιο συμβιβαστικό δικό μας, Σάς πήραμε σάς πήραμε μια όμορφη κοπέλα, αυτούς να τούς ακούσουμε ν’ απαντάνε με τό ακόμα πιο παράλογα απορριπτικό δικό τους Μάς πήρατε μάς πήρατε μια παληοκατσιβέλα, κι ύστερα επομένως η αγωνία όταν φωνάζαν τό δικό σου τό όνομα, η αγωνία και η ταπείνωση, γιατί αυτό σήμαινε ότι περιμένανε τώρα ότι δεν θα έχεις δύναμη εσύ, κι ότι δεν θα έχεις τήν δύναμη και τήν ικανότητα να σπάσεις και να διαλύσεις καμιά αλυσίδα εσύ, και τό ξέρανε, κι ότι ήτανε σίγουροι, κι ότι είχαν αυτήν τήν χαιρέκακη προφητεία και γνώση, και μέσα σ’ όλη σου τήν σύγχυση και τόν θυμό που σέ διαλέγαν για αντίπαλο σχεδόν εκ τών προτέρων ηττημένο έπρεπε συγχρόνως να ψάξεις πριν ξεκινήσεις τό τρέξιμο και να προκαθορίσεις (και να προφητέψεις) με κακεντρέχεια κι εσύ τήν πορεία σου έτσι ώστε να υποθέσεις (και να προφητέψεις) πού βρισκόταν ένας άλλος αδύναμος τώρα ή μάλλον οι δύο αδύναμοι απέναντι, (ώστε να ξεκινήσεις κατευθείαν γι’ αυτούς τούς δυο και εσύ) (με τήν ελπίδα να μην νιώσεις πάνω εκεί στο ύψος τού στομαχιού και τής κοιλιάς αυτήν τήν ανήλεη και αδιάσπαστη ενότητα τήν χαιρέκακη και κακεντρεχή δύναμη που δεν αφήνει κενό να περάσει) τήν νιώθεις ολόκληρη κι ενιαία στις γροθιές που σφίγγονται πάνω σου όπως πέφτεις με τό στομάχι επάνω τους, ανίδεες ανείπωτες ανάκουστες άγνωστες γροθιές και δυνατές : κι ύστερα όταν ένας άλλος ετοιμάζεται να έρθει πια από απέναντι (προβλέποντας με φόβο, προφητεύοντας με απορία, ότι διαλέγει τά δικά σου τά χέρια να σπάσει) τήν αντίθετη ας πούμε φορά που πρέπει να κάνεις εσύ τά χέρια γροθιά σφίγγοντας τά χέρια σου γερά με τούς δίπλα, όσο γίνεται πάλι πολύ δυνατά, για να μην περάσει ο άλλος αυτός που εσύ φώναξες με τ’ όνομά του, ή οι άλλοι φώναξαν κι εσύ ακολούθησες και φώναξες τό όνομά του επίσης κι εσύ (με τήν ελπίδα ότι είναι αυτός τό ίδιο αδύναμος όπως ήσουν κι εσύ και δεν θα μπορέσει να σπάσει τά χέρια) : μάλιστα όταν τόν βλέπεις να ξεκινάει από τήν δικιά του αφετηρία και να κατευθύνεται εντελώς καταπάνω σου έχεις έτσι από μέσα σου όλη τήν έκπληξη (και τόν τρόμο) που σέ θεωρεί τόσο εύκολο και σίγουρο και νικημένον εκ τών προτέρων αντίπαλο ώστε να ’ναι σίγουρο ότι τό δικό σου τό χέρι δεν θα αντέξει ποτέ τή δύναμη εκείνου τού άκαμπτου τοίχου τού στομαχιού τού σκληρού κι εχθρικού. Που πέφτει σαν λεπίδι σαν ξυράφι σαν μαχαίρι και μαζί σαν τούβλο επάνω σου, και σαν τοίχος από μαχαίρι, τήν ώρα που σού κόβει τή γροθιά σου στα δύο, αυτουνού τό απέναντι στομάχι ανήλεο και πας πίσω τρέχοντας καθώς σέ γυρίζει στη δικιά του αλυσίδα αιχμάλωτη, και τόν ακολουθείς δήθεν ότι δεν σέ πειράζει καθώς σέ γυρίζει στη δικιά του αλυσίδα σα λάφυρο, και σέ παρηγορεί τό ότι τώρα – από μια αναπότρεπτη στροφή τού στίχου και τού τραγουδιού θα μετατραπείς εσύ τώρα από νικημένος σε λάφυρο, και σε κάτι που όντως οι ίδιοι οι νικητές σου θα αισθανθούν εξαιτίας του τήν ανάγκη να σέ επαινούν : και να λένε ότι είσαι φλουρί : δηλαδή να τό λέει τό τραγούδι : και δεν είναι πια, μέσα στον κήπο η αίσθηση ότι σέ διάλεξαν επειδή είσαι αδύναμος αλλά επειδή είσαι πολύτιμος και όμορφος και φλουρί. Νιώθεις έτσι τήν αγαλλίαση τών άγριων εκείνων λέξεων : Σάς πήραμε σάς πήραμε φλουρί κωνσταντινάτο (και δεν θέλεις νά ’ρθει η στιγμή που θ’ ακούσεις από μακριά (να έρχεται σαν ηχώ από έναν κόσμο εχθρικό πλέον τώρα, εκείνον τών πρώην αλυσιδωτών σου συντρόφων) τό Μάς πήρατε μάς πήρατε βαρέλι δίχως πάτο).

Μεγάλο μέρος τού παιχνιδιού αυτού επομένως – και μέρος όχι μόνο κεντρικό και νευραλγικό αλλά και τραγικό επομένως – αποτελούσαν τά ονόματα και μ’ άλλα λόγια οι λέξεις : και για να ’μαι ακριβής όχι μόνο τά ονόματα αλλά και τά πρόσωπα πίσω και μαζί με τά ονόματα, και μάλιστα όχι μόνο τά πρόσωπα, αυτό που θα ’λεγε δηλαδή κανείς γενικά πρόσωπα, αλλά και όλα τά σημαντικά και σπουδαία και ανίκητα τού κάθε προσώπου (που η δύναμή του στο τρέξιμο και η δύναμή του στα χέρια (κι όχι μόνο στα χέρια όταν ήταν ακίνητος, αλλά και στα χέρια όταν έτρεχε) (ώστε να σπάει πονηρά και κρυφά με τά χέρια κι όχι με τό σώμα του μόνο απλώς τήν αλυσίδα (αν μπορεί)) (χέρια πάνω σε χέρια, γροθιά πάνω στη γροθιά) ήταν αυτά που φυσικά εννοούνταν μαζί με τά ονόματα και με τίς λέξεις). Και φυσικά εννοούνταν ότι ήταν πάρα πολλά τά παιδιά μες στην πισίνα εκεί τότε που παίζανε, και γι’ αυτό φροντίζαμε να ξέρουμε όσο γίνεται περισσότερα ονόματα (και τίς ικανότητες και τίς ανικανότητες και τίς αδυναμίες τού κάθε καινούργιου στο τρέξιμο και στις μπουνιές) (και ειδικά οι αδυναμίες ήταν τά μεγαλύτερα προσόντα τού λάφυρου τού φλουριού τού βαρελιού ή τής κατσιβέλας : ) Κι έτσι όσα παιδιά κι αν ερχόντουσαν καινούργια τά δοκιμάζαμε στο Μέλι γλυκύτατο μες στην πισίνα, και εκεί στην πισίνα μάς άρεσε κυρίως να παίζουμε (στο γκρι της τσιμέντο) κατεβαίνοντας τά λίγα σκαλάκια έτσι ώστε να γινόμαστε όντως αόρατοι σχεδόν για τούς μεγάλους μετά, και να χτυπιόμαστε μέσα σ’ ένα χώρο μονομαχιών ανελέητων μικροσκοπικών, κολοσσαίο με μελλοθάνατους νεογέννητους.

Αλλά ήταν φορές που τριγυρνάγαμε μέσ’ στην πισίνα κατά παρέες συζητώντας ή περπατώντας ή και, χωρίς σκοπό και κανόνες περισσότερους, μέσ’ στους σκληρούς της τοίχους μόνο τρέχοντας.

 

 

δημοσιευμένο στο τεύχος 81 (δεκέμβριος 2015) τού περιοδικού «σημειώσεις»

 

φωτογραφιες 1, 2

 

 

 

 

 

 

4 Σχόλια

  1. Τι ωραίο, Χάρη!

    Σχόλιο από Δύτης των νιπτήρων — 19 Δεκεμβρίου 2015 @ 11:41 μμ

  2. […] Source: μέσα στο τσιμέντο […]

    Πίνγκμπακ από μέσα στο τσιμέντο | vequinox — 22 Δεκεμβρίου 2015 @ 7:27 μμ

  3. […] μέσα στο τσιμέντο […]

    Πίνγκμπακ από Μέσα στο Τσιμέντο | Manolis — 22 Δεκεμβρίου 2015 @ 7:31 μμ

  4. Reblogged στις vequinox.

    Σχόλιο από vequinox — 25 Μαρτίου 2016 @ 6:31 πμ


RSS feed for comments on this post.

Start a Blog at WordPress.com.