σημειωματαριο κηπων

3 Ιανουαρίου 2014

μία κυρία

.

.

 

 

   η γάτα μου τούς είχε καταλάβει πολύ καλύτερα από μένα, όλα τά χρόνια που ζήσαμε μαζί, και γι’ αυτό δεν τούς χώνευε. Τούς πατούσε κάτι δαγκωνιές, και καθόταν πάνω τους με όλο της τό βάρος, και κοιτώντας πέρα μακριά, τόν απέναντι τοίχο, σαν να τήν απασχολούσε ένα φιλοσοφικό πρόβλημα, ακριβώς πάνω σ’ αυτούς που ήξερε ότι δεν ήτανε άξιοι να καταλάβουν τήν αξία μας. Όταν μιλούσαν συνέχεια αυτοί, και στα δικά μου αστεία δεν γελούσαν καν, απασχολημένοι με τά σοβαρά προβλήματα τής ελληνικής ενδοχώρας, εκείνη τριβόταν πάνω μου, σκαρφάλωνε στον ώμο μου, έχωνε τό πρόσωπό της στα μαλλιά μου και μού ’λεγε : σού τό ’πα, μόνο εγώ σ’ αγαπάω χαζή, αυτοί όλοι είναι ματαιότης ματαιοτήτων. Μού έγλυφε τόν λαιμό και τά μάγουλα μ’ αυτήν τήν αγκαθωτή γλώσσα και κόλλαγε τό κεφάλι της στο κεφάλι μου με μανία, σπρώχνοντας κιόλας, ήθελε πάρα πολύ να ενώνονται οι σκέψεις μας συνεχώς. Κι όταν περπατούσαμε μέσα στο σπίτι, εγώ χαμηλότερα, περπατώντας στο παρκέ, κι αυτή γαντζωμένη με τά νύχια απ’ τόν ώμο μου, σαν γεράκι, δεν υπήρχε περιθώριο θλίψης : έχωνε τό στόμα της μες στα μαλλιά μου σαν να μού έλεγε μυστικά που θα μού δίνανε δύναμη : ο απόλυτός της ρεαλισμός, κι η απόλυτή της περιφρόνηση προς τούς άλλους ήταν κυρίως που μέ δυνάμωναν : μού θύμωνε μόνο όταν μ’ έβλεπε να καταρρέω από λύπη, γινόταν έξω φρενών. Ξανάβαζε τά γέλια, όταν τής χαμογελούσα : γέλια λιτά, μετρημένα. Δεν τής άρεσαν οι αισθηματικές υπερβολές, και σ’ αυτό ακόμα μού ’χε κάνει μαθήματα, αποφασισμένα και πεισματικά πεζογραφίας

   η κατάμαυρη καρβουνιασμένη της φάτσα έβγαζε φωτιές λαμπυρίζοντας σαν μαύρη τρύπα ενός γαλαξία όταν περιπολούσε πάνω στα χαρτιά μου : τά ’γλυφε κιόλας και τά πατούσε με ευχαρίστηση μαλακά, σαν να τούς έδινε θάρρος όταν ήταν ήδη πετυχημένα

   τό κριτήριό της ήταν ορθότατο : θυμάμαι πόσο περιφρονητικά ή μάλλον με οίκτο μέ είχε κοιτάξει όταν αποφάσισα να βοηθήσω εκείνον εκεί τόν ποιητή στο διαζύγιο που τού έτυχε : δεν τής έδωσα τότε σημασία – ε δεν θα ’χε δίκηο και σε όλα – και όμως είχε : είχε απόλυτο δίκηο σε όλα: είχε απόλυτο δίκηο όταν αυτόν ειδικά δεν τόν καταδεχόταν καθόλου, και όταν ερχόταν στο σπίτι αυτός αυτή πήγαινε και κρυβόταν κάτω απ’ τόν καναπέ και παραφύλαγε με μάτι φθονερό μοχθηρό ανυπόμονο να φύγει για να βγει πάλι έξω αυτή : εκεινού δεν είχε καταδεχτεί ούτε στα γόνατά του να κάτσει για να τόν ενοχλήσει ποτέ όπως τούς άλλους : περίεργο πράγμα, δεν τού ’χε καμία εκτίμηση, γινόταν με μια περίεργη συνέπεια έξω φρενών κάθε φορά που αυτός έμπαινε μέσα στο σπίτι : Τό κατάλαβε ώς κι ο Τάκης, που δεν πρόσεχε γενικώς τίποτα : Φαίνεται ότι δεν αγαπάει τόν υπερρεαλισμό στην ποίηση, είπε μια φορά, αυτό τό ζώο. Αυτό τό ζώο όμως άλλα έλεγε και μάλλον δεν τήν ενοχλούσε ο σουρεαλισμός, διότι έναν άλλον σουρεαλιστή (αλλά πολύ ειλικρινή αυτόν χωρίς πλούσια γυναίκα και χωρίς επιτυχία στα βιβλία του) όποτε ερχόταν στο σπίτι, αυτόν και στενά τόν πολιορκούσε και πάνω του καθόταν και τό χέρι τού έγλυψε δυο–τρεις φορές. Ίσως ήταν η φωνή, ίσως τήν επηρέαζαν κι αυτήν οι φωνές τί να πω, ίσως η φωνή τού πρώτου να ήταν αντιπαθής γενικά (που και ήταν) (έτσι, γεμάτη αυτοθαυμασμό και στόμφο και ξεστομίζοντας συνεχώς μεγαλοστομίες) ενώ η φωνή τούτου τού δεύτερου ήτανε χαμηλότερη και υπερβολικά γεμάτη αυτοαμφισβήτηση. (Μολονότι δεν είχα καμιά διάθεση να ασχοληθώ με τήν ποίηση τόν δεύτερο τόν συμπαθούσα, αν και πήγε γρήγορα στην αμερική. Μού είχε στείλει μάλιστα και μερικά γράμματα τότε. Τού έκανε εντύπωση ας πούμε μεγάλη – σαν παιδί λίγο ήτανε – πόσο θεσμοθετημένο στην κανονική ζωή τού μέσου αμερικανού ήταν ένα ενδιαφέρον ακομπλεξάριστο για τά χρήματα : είχε πάει στο σπίτι ενός μεγάλου τους ποιητή κι ο ξεναγός αφού τούς έδειξε ολονών τά δωμάτια, για ένα πράγμα κυρίως τούς ενημέρωσε : για τό πόσα δολλάρια ή πόσα σεντς τήν ημέρα έβγαζε γράφοντας εκείνος προς τό τέλος τής ζωής του στο σπίτι αυτό)

   αυτός όμως δεν τήν ενόχλησε ποτέ, και μόνο τόν άλλον (και μάλιστα τή μέρα που ήρθε καταπτοημένος λόγω διαζυγίου να ζητήσει εκείνη τή χάρη) δεν τόν ήθελε ούτε ζωγραφιστό να τόν βλέπει : εκείνη μάλιστα τή συγκεκριμένη μέρα επειδή ήτανε και κλαμένος, τού πάτησε και μια δάγκα στο χέρι όπως τό ’χε να κρέμεται από τήν καρέκλα : δεν ήταν όμως αυτός ο λόγος που τόν λυπήθηκα, όχι, θα τήν πάταγα ούτως ή άλλως, κι ας μην μεσολαβούσε η οδυνηρή της μουσούδα, που μ’ έκανε να είμαι συνεχώς μ’ ένα μπουκάλι οινόπνευμα στο χέρι για να φροντίζω τούς ξένους : τό επικίνδυνο στόμα της μιλούσε αλλιώς : Τόν μισούσε απ’ ό,τι κατάλαβα μάλλον επειδή τώρα εύρισκε δυσάρεστη μια γυναίκα που εξαιτίας της είχε σνομπάρει όλον τόν κόσμο παληότερα : αυτά η γάτα μου δεν τά καταλάβαινε, δεν είχαν καμιά λογική, κι εκείνη ήταν οπαδός τού διαφωτισμού – άλλωστε μού τό ’χε κάνει σαφές ότι έβλεπε θαυμάσια και στο σκοτάδι – όλος ο κόσμος ήταν διαρκώς φωτισμένος γι’ αυτήν : και φώτιζε κι η ίδια άλλωστε τό σκοτάδι έτσι που λάμπαν τά μάτια της μέσα στη νύχτα : μόνο τό φως λοιπόν αποδεχόταν ως αρχή, κι ας ήταν έτσι ολοσκότεινη η ίδια με αυτή τή γούνα : ίσως κιόλας γι’ αυτό να τήν έγλυφε με τέτοια μανία σαν να ’θελε να τή μαδήσει και τήν έκανε με τό σάλιο της να γυαλίζει έτσι που να βγάζει κι αυτή αστραπές :

   όχι, θα τήν πατούσα με όλους, θα τούς λυπόμουνα όλους, ούτως ή άλλως, ήμουνα τελειωμένη περίπτωση τελειωμένος βλάκας που θα ’λεγε κι αυτή, δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα μου να τό πάρω απόφαση δηλαδή ότι βαρέθηκα : πόσο αντέχει ένας άνθρωπος, πόσα αποθέματα δύναμης να ’ναι βλάκας, μέσα σ’ έναν κόσμο πανέξυπνων, έχει ; Ώσπου ξαφνικά όλα σού γίνονται δυσάρεστα αφόρητα και ανούσια και απεχθή, μονοκόμματα : και ως συνήθως αν έχεις δείξει μεγάλη κατανόηση, ξαφνικά τή χάνεις όλη μαζί και παίρνει η μπάλα και μερικούς αθώους αν υπάρχουν (θεωρητικά μιλάμε εγώ δεν ξέρω κανέναν, δεν ήξερα τότε κανέναν αθώο). Τότε, τό μόνο που ήξερα ήταν ότι τούς βαρέθηκα : βαρέθηκα αφάνταστα δηλαδή τήν ευαισθησία τους, τόν πόνο τους, τίς κουβέντες τους, τήν πολυλογία τους : τή φοβερή πολυλογία τών ανθρώπων που κάνουν συνέχεια τόν δάσκαλο και δεν ακούνε κανέναν άλλον – πώς μπορείς να ’σαι δάσκαλος έτσι ; τό δασκαλίκι δεν είναι να χαϊδεύεις μονάχα τόν εαυτό σου συνέχεια με ευχαρίστηση, αλλά να κοιτάς και τόν άλλον καμία φορά : τό δασκαλίκι δεν είναι να λες συνέχεια τά ίδια και τά ίδια, είναι να εμπνέεσαι κι απ’ τόν άλλον τόν αδαή, καμία φορά : τό δασκαλίκι χρειάζεται δύο, με έναν μόνο δεν γίνεται, τίποτα δεν γίνεται μόνο με έναν, με έναν γίνεται μόνο μία μαλακία : κι αυτοί μιλούσανε μόνο με τόν εαυτό τους συνέχεια, όσοι κι αν ήτανε δηλαδή μέσα στο σπίτι, όσο πολύ κι αν φωνάζανε : μιλούσανε μόνο με τόν εαυτό τους συνέχεια : εμ δεν υπάρχει έρωτας έτσι, αυτό τούς έλεγε δηλαδή με τόν τρόπο της, με τό αθώο της κι επικίνδυνο αυτό στόμα εκείνη : (κι αυτή ήξερε από έρωτα, μού τό ’χε αποδείξει : τόν χαιρόταν τόσο πολύ, που είχα μείνει ξερή : είχαμε κάνει ειδικό ταξίδι για να μού τό αποδείξει, και μολονότι ώσπου να τήν πάμε στο εξοχικό κατουρήθηκε πάνω της, ύστερα εγώ καθόμουνα και τή θαύμαζα νύχτες ολόκληρες (μόνη μου γιατί ο Τάκης κοιμότανε) : ήτανε σα λιοντάρι : και σα λιοντάρι ακολούθησε μόνο τά γούστα της : έδιωξε πολλούς περιβόητους εραστές καλλονούς, και κράτησε μόνο έναν αδύνατο και αισθητικά είν’ η αλήθεια άψογο λεπτοκαμωμένο κι ερωτευμένο αφάνταστα μαζί της ποιητή – ή πεζογράφο : μού τόν έφερε να τόν γνωρίσω κιόλας : ύστερα πηδιόταν μπροστά μου και μέ κοιτούσε καλά–καλά, μόνο που δεν μ’ έβλεπε τότε, εκείνες τίς ώρες απολάμβανε αυτό τό χάσιμο τού κόσμου απ’ τά μάτια της χωρίς καμιά ενοχή : δεν υπήρχε τίποτα για τό οποίο να ντρέπεται εκείνη, αντιθέτως, μού έδινε μαθήματα και συμπεριφοράς σε όλα, ήταν ο παράδεισος ενσαρκωμένος ξανά τό μυαλό της : τή ζήλευα τότε πολύ.) Γι’ αυτό και δεν ήταν αχάριστη – όπως αυτοί που ποτέ δεν μού είπαν Τί ωραίο φαΐ είν’ αυτό αλλά τρώγανε τού σκασμού και μιλούσαν συνέχεια για τά δικά τους ποιήματα ο ένας κι ο άλλος – και σέ κάναν να συχαίνεσαι αυτήν τή μανία τους ν’ ασχολούνται μόνο με τή δικιά τους ενδοχώρα – τί λέξη κι αυτή – λες και δεν υπήρχε άλλη χώρα στον κόσμο : εμένα (κι αυτήν) μάς ενδιέφερε όμως ο κόσμος ολόκληρος). Αυτή δεν έκανε τίποτ’ άλλο λοιπόν απ’ τό να μού γουργουρίζει με ευχαρίστηση εκκωφαντικά κάθε τόσο αν τής τό ’φτιαχνα πάντα καλό τό φαΐ : ήταν η μεγαλύτερή της ευχαρίστηση, εκτός απ’ τόν έρωτα, τό να λέει Ευχαριστώ για τό φαΐ που τής δίνεις να τρώει : τό να λέει Ευχαριστώ τήν ευχαριστούσε τό ίδιο, αν όχι και περισσότερο, απ’ τό ίδιο τό φαΐ ώρες–ώρες μού φαίνεται : και δεν ήταν παρά ένας σαφής υλισμός και αυτό, λογικό, ορθολογιστικό, διαφωτιστικά άψογο : Τά Ευχαριστώ, ως μεθεόρτια τής ευχαρίστησης, επεκτείνανε τήν ίδια τήν ευχαρίστηση για ώρα πολλή : τό πλάσμα αυτό ζούσε μονάχα για να απολαμβάνει αυτά που δικαιούνταν απ’ αυτή τή ζωή κι εμένα πάνω απ’ όλα : δεν μέ υποτιμούσε, ούτε μέ θεωρούσε υπηρέτρια, παραδουλεύτρα ή σκλάβα της : αντιθέτως, μέ τοποθετούσε σ’ ένα βάθρο πολύ υψηλό βάζοντάς με ισάξια και ισότιμη στη ζωή της με τήν ίδια της τή ζωή που έπρεπε να είναι γεμάτη φυσικά άνεση χώρου και απολαύσεις : όχι τόσο επειδή τής έκανα τά χατήρια λοιπόν όσο γιατί τό ’βλεπα αυτό τό πράγμα με τόν ίδιον τόν τρόπο κι εγώ, είχα τήν εκτίμησή της νομίζω

   αλλά και με τόν Τάκη η σχέση της ήτανε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, δεν μπορούσες να πεις : τόν κοιτούσε με υποψία, τόν ενοχλούσε, αλλά και τόν αγαπούσε αφάνταστα : τόν αγαπούσε επειδή εκείνος αγαπούσε εμένα όμως – (αυτό μού τό ’χε ξεκαθαρίσει μια φορά απ’ αυτές που μού μίλησε για αρκετή ώρα στο αυτί). (Μετά δεν καταδέχτηκε να ξαναασχοληθεί με τό ίδιο θέμα. Μολονότι οπαδός τής πεζογραφίας, εισήγαγε επιμόνως σ’ αυτό τό είδος όλην τήν οικονομία τής ποίησης). Όταν έγραφε εκείνος, πήγαινε και καθόταν στα γόνατά του για να τόν ενοχλήσει και να τόν αναγκάσει να απομακρύνει τό σώμα του απ’ τό τραπέζι, ώστε να χωρέσει και τό κεφάλι της, να κοιτάει τά γραφτά. Τότε τού κάναμε και τήν εξής πλάκα εμείς πολλές φορές τού Τάκη : καθώς καθόντουσαν έτσι και γράφανε οι δυο τους περνούσα εγώ περαστική έξω απ’ τήν πόρτα και τής φώναζα Κυρία μου έλα να φας και τότε αυτή τού ’δινε μια κλωτσιά στα γόνατα, και τιναζόταν κάτω απ’ τό τραπέζι εγκατέλειπε τήν ανάγνωση κι έτρεχε πίσω από τή φτέρνα μου μουγκρίζοντας. Και καθώς ασχολιόμαστε μετά μες στην κουζίνα κι οι δυο να τακτοποιήσουμε τό φαγητό της ωραία στα πιάτα, και να τό μυρίσουμε κιόλας καλά–καλά, διασκεδάζαμε ταυτοχρόνως – κι ίσως και τό περιμέναμε κιόλας για να γελάσουμε τότε – αυτή μάλιστα γέλαγε τρίβοντας τό μέτωπό της και χτυπώντας το στα πόδια μου ώσπου να μπορέσει να ριχτεί στο φαΐ – που ακούγαμε τόν άλλον από μέσα να κάνει τήν καρέκλα του πίσω έξω φρενών (κατά βάθος ίσως ήθελε να κάνει ένα διάλειμμα για να σηκωθεί και να ξεμουδιάσει) τιναζόταν λοιπόν τότε χτύπαγε τά χέρια του και φώναζε από μέσα (τόσο δυνατά όμως που τόν ακούγαμε πάντα) : Ε όχι, αυτό δεν τό δέχομαι. Κι ύστερα ερχόταν στην κουζίνα και τήν έβλεπε να τρώει. Έκανε τόν ψόφιο κοριό αυτή και δεν τού ’δινε σημασία : Αυτός τότε συνέχιζε : – Μα δε μού λες (έλεγε θυμωμένος) (μερικές φορές νομίζω μάλιστα ότι ήτανε κιόλας στ’ αλήθεια θυμωμένος) πώς καταλαβαίνει τί τής λες ρε γαμώτο ; ξέρει ελληνικά ; Θα τής τό κάνω κι εγώ για να δω : Πήγαινε και τής τό ’κανε πολλές φορές – και κυρίως όταν αυτή καθόταν στην αγκαλιά μου όταν διάβαζα αλλά κι άλλες, που τήν έβλεπε να κάθεται ήσυχη κάπου : Περνούσε δήθεν αδιάφορα μπροστά μας, και πηγαίνοντας προς τήν κουζίνα έλεγε : – Κυρία της έλα να φας. Φυσικά πλήρης σιωπή και περιφρόνηση ακολουθούσε, και κανείς δεν κουνιότανε : απλώς, επειδή ήταν πολύ αστείο και επειδή εγώ γελούσα πολύ, αν τήν είχα στην αγκαλιά μου έκανε τότε αλλεπάλληλες κωλοτούμπες εκείνη γυρνώντας μια δεξιά και μια αριστερά και τρίβοντας τή μουσούδα της παντού όπου εύρισκε γεμίζοντάς με τρίχες και σηκώνοντας μάλιστα και τά πόδια ξεδιάντροπα στον αέρα ώστε να χαιρετούσε όπως θα ’λεγε κι εκείνος ο ποιητής με τά πόδια τόν ήλιο* (τίς λάμπες δηλαδή και τό ταβάνι σ’ αυτήν τήν περίπτωση). Ο άλλος καθόταν και περίμενε λίγο μες στην κουζίνα κι ύστερα ερχόταν και μάς εύρισκε έξω φρενών : – Τί ; δεν κουνήθηκες ; (τής έλεγε). Ε, λοιπόν όχι, αυτό δεν τό δέχομαι. (Παίρνοντας μυρωδιά εκείνη απ’ τό ύφος του σταματούσε τότε τίς φούρλες και τόν κοιτούσε με πρόκληση. Ακολουθούσε ο εξής διάλογος : – Εμένα γιατί δεν μ’ ακούς όταν σού μιλάω ελληνικά ; έλεγε αυτός. (Σιωπή από τή μεριά της). – Γιατί εσύ δεν τό πιστεύεις μέσα για μέσα ότι ξέρει ελληνικά, απαντούσα εκ μέρους αυτηνής εγώ. Και η σεκάνς τελείωνε καθώς αυτός απομακρυνόταν χτυπώντας τά χέρια του πάλι και λέγοντας ξαναπηγαίνοντας προς τό γραφείο : (είχε τελειώσει τό διάλειμμα) : Ε όχι, αυτό δεν τό δέχομαι.)

   (να συμπληρώσω πριν τήν αφήσω (για εδώ), ότι τής άρεσαν όλα τά είδη μουσικής προτιμούσε όμως περισσότερο απ’ όλα τά μπλουζ και τίς σονάτες για πιάνο, τά κρουστά τήν έκαναν να σηκώνει τό κεφάλι με περιέργεια και να περιμένει κάτι για τή συνέχεια, κι επειδή δεν τό ’βρισκε συνήθως ξανακοιμόταν, τά βιολιά δεν τής πολυάρεσαν και τά πνευστά έτσι κι έτσι. Τό σαξόφωνο όμως τής άρεσε. Τής άρεσε κι η μάριαν φαίηθφουλ η φωνή της πάρα πολύ έτσι βραχνή που ήτανε. Ήτανε η καλύτερή της συμφωνούσαμε απολύτως στα γούστα)

   μείναμε πάνω απ’ τόν τάφο της με τόν Τάκη αρκετή ώρα – περίεργο πόσο μικρό χώρο έπιανε ακίνητο αυτό το αεικίνητο όμορφο σώμα

 

 

 

 

από τήν έκθεση βαθυτυπίας

.

.

.

*ζήσης οικονόμου «ναυσικά»

.

.

.

.

.

.

κ α λ ύ τ ε ρ η   χ ρ ο ν ι ά   ό λ ε ς   α ς   έ χ ο υ μ ε 

.

.

.

.

.

.

8 Σχόλια

  1. Ώχου, μια παρόμοια κυρία εμένα δεν με χωνεύει καθόλου όσο και να της κάνω χαρές εγώ. Είναι λίγο κτητική.

    Καλή χρονιά!

    Σχόλιο από Δύτης των νιπτήρων — 3 Ιανουαρίου 2014 @ 8:39 μμ

    • καλή χρονιά Δύτη

      μην τις ξεσυνερίζεσαι είναι και ζηλιάρες, αλλά υπογείως ερωτεύονται σφόδρα

      Σχόλιο από χαρη — 3 Ιανουαρίου 2014 @ 9:01 μμ

  2. Yπέροχο!

    Περισσότερος Ζήσης Οικονόμου : http://stavrosmichas.blogspot.gr/p/blog-page_28.html

    Σχόλιο από Ioannis — 3 Ιανουαρίου 2014 @ 9:03 μμ

    • σ’ ευχαριστώ Γιάννη

      ευχές (ξανά)

      Σχόλιο από χαρη — 3 Ιανουαρίου 2014 @ 9:12 μμ

  3. Απολαυστικό ανάγνωσμα! Ευχαριστώ και καλή χρονιά 🙂

    Σχόλιο από tram21 — 4 Ιανουαρίου 2014 @ 6:51 μμ

    • κι εγώ σ’ ευχαριστώ (και καλωσήρθες) tram 🙂 Καλή χρονιά (Καλύτερη) να έχουμε

      Σχόλιο από χαρη — 4 Ιανουαρίου 2014 @ 6:56 μμ

  4. οι γάτες δεν πεθαίνουν ποτέ. είναι σαν τον ντοστογιέφσκυ. Αιώνιες!

    Σχόλιο από yvonne — 5 Ιανουαρίου 2014 @ 6:23 μμ

    • ναι δεν μπορούμε να get rid of απ’ αυτές 🙂 και να θελαμε, αυτό να λέγεται,

      υβόννη (και καλωσήρθες!)

      Σχόλιο από χαρη — 5 Ιανουαρίου 2014 @ 8:54 μμ


RSS feed for comments on this post.

Start a Blog at WordPress.com.