αναδημοσιεύω εδώ (από ένα (παλιό) γραφτό μου, συντομευμένο κάπως) τήν ιρλανδοαγγλική ιστορία τού έρωτα τής ιζόλδης και τού τριστάνου όπως τήν περιγράφει με τά αρχαία γερμανικά του ο γοδεφρείδος τού στρασβούργου περί τά 1200
τρίτη συνέχεια τού μαρκούζε είχα υποσχεθεί τό ξέρω για τό μετά τό προ–προηγούμενο (επεξηγηματικό) κείμενο αλλά
μεσολάβησε (στο προηγούμενο) ο μεσαιωνικού τύπου αποτρόπαιος θάνατος, και καθώς δεν μπορώ να βλέπω άλλο τήν αγχόνη κάθε που ανοίγω τό βλογ μου, και καθώς ο μαρκούζε αργεί ακόμα λέω να βάλω εδώ μια γνήσια μεσαιωνική αναίρεση :
(…) δεν είναι μόνο οι σκηνές επάνω στο καράβι, αλλά και όλη η υπόλοιπη ιστορία : αρκεί όμως να σκεφτεί κανείς με τί υπέροχα αθώο τρόπο εκμεταλλεύεται ο γοδεφρείδος τή σύμβαση που διαφορετικά θα τόν καθήλωνε με τήν πουριτανική της αγκύλωση : μιλάω για τό αρχικό τό σχέδιο με τό οποίο ξεκινάει αυτός ο έρωτας, σχέδιο που στέλνει παραπέμπει και θυμίζει, ίσια θα ’λεγα, στη διαλεκτική τών σοφιστών : και είναι μάλιστα, λες και αυτός κάνει μια άμεση – και επί λέξει – αναφορά στην υπεράσπιση τού έρωτα εκ μέρους τού γοργία – (τόν οποίο κανείς δεν ξέρει αν τόν είχε καν διαβάσει)
τό αρχικό εύρημα λοιπόν είναι ότι οι δύο εραστές πρώτα αλληλομισούνται, και θα ερωτευτούν αργότερα, μονάχα με τή διαμεσολάβηση τού φίλτρου : τυχαία, θα ’λεγε κανείς ή μάλλον κατά λάθος : αυτό θα γίνει πάνω στο καράβι (σ’ ένα κινούμενο δηλαδή έδαφος που φεύγει και γλιστρά) με τό οποίο ταξιδεύει αυτή να πάει να παντρευτεί έναν άντρα που καθόλου δεν αγαπάει, ούτε τόν ξέρει καν, κοινό μοτίβο αιώνες τώρα στη ζωή τών γυναικών (και όχι απλώς στην τέχνη) : αυτός λοιπόν τήν συνοδεύει προστατευτικά, τό φίλτρο δε από τήν άλλη τό ετοίμασε μια φίλη της για να τό πιούνε ένα βράδυ με τόν άντρα της τόν μέλλοντα, να κάνει όλη τή ζωή τους πιο υποφερτή : στο έργο λοιπόν τό φίλτρο γίνεται ο ιμάντας που τό εκτοξεύει στην πιο ανηθικολόγα λογική, τήν πιο υπονομευτική θεώρηση : ο μεσαιωνικός μας δηλαδή εκμεταλλεύεται με απίστευτο ρεαλισμό και χιούμορ τό λάθος που γίνεται – να πιουν τό φίλτρο ο τριστάνος κι η ιζόλδη, μια μέρα που τό καράβι σταματάει σ’ ένα λιμάνι για ξεκούραση (κι όλο τό πλήρωμα έχει βγει στη στεριά για να διασκεδάσει ή και να ξεκουραστεί) – αυτοί οι δύο δε, μένουνε κατηφείς και άκεφοι επάνω στο κατάστρωμα, και πλήττουνε εκ παραλλήλου και οι δυο θανάσιμα μ’ αυτήν τήν επιπλέον αντιπάθεια που έχουν αναμεταξύ τους :
έτσι, σε μια εντελώς ανθρώπινη προσπάθεια να ξεπεράσουνε τήν αθυμία τους αποφασίζουνε να πιουν κι αυτοί λιγάκι : λίγο κρασί να διασκεδάσουνε σαν άνθρωποι : όμως τό εύρημα αυτό παίρνει τή θέση μίας στέρεης πραγματικότητας, που ξεπερνάει τήν χριστιανική τήν ηθική και συναντάει τήν αρχαία αντίληψη εκείνη για τό δικαιωμένο όσο και ανεξήγητο ταυτόχρονα τού πάθους τού ερωτικού, – πράγμα που η αρχαία λογική τό τακτοποίησε θαυμάσια, αποδίδοντάς το στην παντοδυναμία ενός μικρού παιδιού – ενός θεού – ο οποίος βέβαια ως θεός είναι κι ανίκητος (και επομένως εάν τούς στοχεύσει αυτός δεν έχουνε καμιά ευθύνη εκείνοι πλέον για τό πάθος τους, κι αντίθετα, είναι και επιπλέον απόδειξη θρησκευτικής εντέλει ευσέβειας τό να υποκύψουνε κιόλας στη θέλησή του) – αυτή είναι ακριβώς η υπεράσπιση που κάνει ο γοργίας παίζοντας, όπως λέει και ο ίδιος και για δική του ευχαρίστηση, στο εγκώμιο που έγραψε για τήν ελένη – : και τό οποίο η νεογέννητη κι αθώα σκέψη τού μεσαίωνα, φορτωμένη από τά επιπλέον χριστιανικά που μεσολάβησαν, βρίσκει τόν τρόπο να τό μεταλλάξει και να τό μεταποιήσει και να τό τακτοποιήσει τώρα πια, αποδίδοντάς το σε μια νέου τύπου θεότητα, τήν μεσαιωνικά απολύτως δηλαδή αποδεκτή και ακριβώς ίσως γι’ αυτό επίφοβη μαγεία
η πραγματικότητα λοιπόν αυτής τής ανεξήγητης δύναμης βαραίνει έκτοτε σαν τό πιο ατράνταχτο και οικουμενικό ας πούμε (και λογικό ας πούμε) γεγονός, επάνω στην υπόθεση, έτσι ώστε με τήν ελαφρά αυθαιρεσία τής καταγωγής της να αποκτάει μια τέτοια, λογική όμως, διαύγεια, ώστε να ταυτιστεί θαυμάσια με τήν προηγηθείσα αυθαιρεσία τής θέλησης ενός θεού και εκεί να μείνει
όλο τό υπόλοιπο έργο δεν κουνιέται ρούπι, ούτε αμφισβητεί ποτέ αυτήν τήν αρχή. Αλλά με έναν εξαντλητικό και στέρεο ρεαλισμό, κι ένα αχόρταγο και αυτονόητο (κι ήρεμο) χιούμορ να περιγράφονται μετά όσα προέκυψαν : Ετούτα δε που προέκυψαν είναι σαφή και καθαρά : είναι, με λίγα λόγια, τό τί γίνεται όταν δυο άνθρωποι είναι ερωτευμένοι διαρκώς και επιμόνως, και μονίμως : Εάν μπορούσανε να παντρευτούν, η ιστορία βέβαια θα σταμάταγε, μα τό πολύ ανήθικο όμως τής υπόθεσης είναι ότι εκείνη είναι εκ τών προτέρων σίγουρο ότι θα παντρευτεί έναν άλλον : και όμως, αυτοί οι δύο δεν θα είναι εραστές από μακριά, ούτε και θα πονάν ματαίως (ή πλατωνικώς) ο ένας για τόν άλλον : θα είναι μονίμως και επιμόνως όντως εραστές, κι όλες τους οι ίντριγκες θα είναι αθώα και καθαρά και μόνιμα, προσανατολισμένες εκεί πάνω : πάνω στο πώς θα κοροϊδεύουν δηλαδή συνέχεια τούς άλλους, για να βρίσκονται όποτε μπορούν στο ίδιο κρεβάτι οι δυο μαζί
ας τό ξεκαθαρίσουμε : αμφιβολίες και οδύνες υπάρχουνε συνέχεια στον κόσμο αυτό (τόν μεσαιωνικό…) αλλά όχι, ποτέ, για τό αν αυτό που κάνουνε είναι ή όχι δηλαδή σωστό : αυτό δεν τίθεται ποτέ ούτε αμφισβητείται : ο έρωτας είναι απολύτως νόμιμος, παράνομα είναι τά εμπόδια που τού τίθενται, κι αυτό είναι ένα πράγμα που διαχέεται με τέτοια βίαιη άνεση σε όλο τό βιβλίο ώστε τό μετατρέπει στο πιο έξαλλα ερωτογόνο κείμενο που θα μπορούσε να γραφτεί : και πέρα όμως απ’ αυτό, έχει και τέλειο χιούμορ :
δεν θα καθίσω τώρα εδώ να περιγράψω κείνην τήν καταπληκτική σκηνή που θυμίζει κωμωδία (έχουμε δει παλιά τέτοια σκηνή από τόν γούντι άλλεν) σκηνή που γίνεται στο δωμάτιο τού παντρεμμένου πλέον ζευγαριού : όταν ο τριστάνος κάνει δοκιμές πώς θα προσγειωθεί πηδώντας από μακριά επάνω στο κρεβάτι τής ιζόλδης ώστε να μην πατήσει τήν παγίδα που ’χει απλώσει ο άντρας της κάτω από τό κρεβάτι και τόν πιάσει : περιγραφές λεπτομερείς και ασταμάτητες τών πηδημάτων, τής αποτυχίας, και τά λοιπά
ούτε θ’ ασχοληθώ με κείνην τήν εκπληκτική σκηνή που δίνει μια (πραγματικά ολοκληρωμένη) καλλιτεχνική διάσταση σ’ αυτόν τόν σύζυγο, όταν μετά από πολλές δοκιμασίες και παγίδες που τούς έχει στήσει, και από τίς οποίες αυτοί εξέρχονται (έστω και τελευταία στιγμή έστω και διά τής βίας) (με πλήθος πονηριές) (και τήν καλή τους τύχη – λες κι επιζεί ακόμα η αφροδίτη ως δύναμη μες στον μεσαίωνα) τά βγάζουν πέρα λοιπόν σ’ όλ’ αυτά και εξέρχονται αθώοι, κι όταν τόν έχει πείσει πια η ιζόλδη αυτόν τόν σύζυγο ότι δεν τρέχει τίποτα κι ότι μπορεί ακίνδυνα να τόν αφήσει τόν τριστάνο να ξαναμπεί στ’ ανάκτορο από τήν εξορία που τόν έστειλε
αυτός ο σύζυγος ξάφνου παρατηρώντας τους στο δείπνο διαπιστώνει (με πόσο πόνο ζήλεια και καϋμό) (γιατί είναι και ο ίδιος δηλαδή ερωτευμένος) (χωρίς να έχει πιεί φίλτρο αυτός) ότι καμιά φορά από μακριά όπως κάθονται ο ένας απ’ τόν άλλον στο μεσαιωνικό τραπέζι, σαν τό τραπέζι ενός μοναστηριού, κοιτάνε ο ένας τόν άλλον φευγαλέα με έναν τρόπο που τόν κάνει άνω-κάτω και τόν αναστάτωνε : είναι ερωτευμένοι καταλήγει αυτός τότε μέσα του, πάει τελείωσε, ό,τι κι αν λένε, ο τρόπος που κοιτιώνται είναι ομιλητικός απόλυτα, δεν παίρνει άλλη συζήτηση : τί κάνει λοιπόν τότε αυτός ο τόσο βάρβαρος και μεσαιωνικός δηλαδή άνθρωπος ; απλούστατα σύμφωνα με τά ήθη τους που δυστυχώς ακόμα δεν τά έχουμε, κι είναι χαμένα, τούς παίρνει εκεί παράμερα κι ενώ αυτοί χλωμιάζουνε και κοκκινίζουνε αλληλοδιαδόχως (διότι δεν ξέρουνε τώρα τί τούς περιμένει πια, ένα σωρό ήδη αναγκαστικοί χωρισμοί έχουν προηγηθεί, περάσανε) αυτός τούς λέει: Ακούστε να σάς πω, τώρα επιτέλους τό κατάλαβα, πάει τέλειωσε : εσείς οι δυο είσαστε ερωτευμένοι μην τό αρνιέστε δεν θέλω άλλα ψέματα είσαστε ερωτευμένοι δηλαδή τελεία και παύλα : πρέπει να είσαστε μαζί αυτό είναι όλο. Αυτό που θέλετε λοιπόν, αυτό θα γίνει : Άντε πηγαίνετε στην ευχή και φύγετε από δω.
και τούς διώχνει και τούς δυο πλέον μαζί, να φύγουν ανενόχλητοι από τό παλάτι. Και φεύγουνε πιασμένοι χέρι-χέρι ενώ αυτουνού σπαράζει η καρδιά του : άλλοι καιροί και άλλα ήθη δηλαδή
…η φυγή τών πρωτόπλαστων ; (και ο διωγμός τους από έναν θεό που έχει μετατραπεί τώρα σε σύζυγο ; ) αλλά θα γίνουν όλα τώρα αντεστραμμένα : τώρα θα φύγουν απ’ τήν κόλαση και θα γυρίσουν στον παράδεισο : θα ζήσουνε μέσα στη φύση και στο δάσος μακριά από τά ψέματα, μες στην αλήθεια τήν πρωταρχική : και ξάφνου τήν φοβούνται τήν αλήθεια τήν πρωταρχική : (δεν βλέπουμε σκηνές πορνό εδώ, είναι ο σταντάλ που μάς μιλάει : ) παράδεισος ίσως να μην υπάρχει γιατί κάθε παράδεισος έχει σημαδευτεί από τήν κόλαση που ακολούθησε :
νά η ιστορία που είναι μόνιμα παρόν και μάς κολάζει διασκεδάζοντας : η ενοχή και η ντροπή τούς πιάνει και τούς ξετινάζει πλέον στα σημεία : τώρα που είναι εντελώς ελεύθεροι τό κάνουνε ίσως καλύτερα, αλλ’ όμως δεν κοιμούνται πια αγκαλιασμένοι : Είναι ανάμεσά τους ένα φοβερό σπαθί, τό βάζει εκείνος να κοιμούνται χώρια : (Μπορεί να είναι και η αντιπάθεια τού ανθρώπου που ’μαθε να κρύβεται – και να πιστεύει καταβάθος μοναχά στον φόνο – στον πολιτισμό αυτόν – μια αντιπάθεια για τήν απόλυτη ελευθερία {τής ζωής} που τότε τόν πλακώνει). Μπορεί να είναι, επιπλέον, και μια πρώτη νύξη για τήν αλλοτροίωση που ’χει πλακώσει εμάς αιώνες τώρα – και που όπως λέει και η ψυχανάλυση, τί φίλτρο και ξε-φίλτρο, η απαγόρευση είναι αυτή που σέ καυλώνει πιο πολύ. Μες στον παράδεισο λοιπόν, ανασυστήνουν τελετές μιας κόλασης, γιατί σ’ αυτήν συνήθισαν! τί θαύμα! Όμως, ακόμα κι αν αυτό είναι ένα τέλος μεγαλοφυές, τό έργο δεν τελειώνει εκεί : Όχι, τό έργο είπαμε είναι σταντάλ, δεν θα μπορούσανε μακριά από τήν κοινωνία τών ανθρώπων : Ίσως εδώ ο μεσαιωνικός μας να είναι ο πιο ρεαλιστής απ’ όλους μας : κάτι τούς λείπει, λοιπόν, κι έτσι : κι έτσι γυρίζουν πίσω : τό έργο είπαμε δεν είναι ηθογραφία, είναι φρόϋντ στην καλύτερη του τή στιγμή, μαρκούζε τήν στιγμή του τήν συνηθισμένη
και μήπως δεν είναι σταντάλ, εκείνη η καταπληκτική σκηνή, που ’χει προηγηθεί βεβαίως, όταν σε έναν απ’ τούς αναγκαστικούς τούς χωρισμούς τους που αυτός βρίσκεται εξόριστος σε ένα μακρινό παλάτι, και κάνει ανδραγαθήματα (ως συνήθως τότε αυτοί) και αποκτάει (επειδή τό θέλει, αντί για μια γυναίκα που τού πρόσφεραν) (βέβαια τό μεγάλο δίδαγμα τού γοδεφρείδου, να τό πούμε και αυτό, είναι ότι ο έρωτας μόνο όταν είναι αμοιβαίος έχει νόημα) αποκτάει τότε κείνος ως βραβείο κάτι που είναι δυνατόν να τόν παρηγορήσει έστω και λίγο από τόν πόνο του ; Δεν θα πω τώρα εδώ όλο τό έργο φυσικά, μα τέλος πάντων πρόκειται για ένα μικρό, πολύ μικρό σκυλάκι, που έχει δεμένο στον λαιμό του μ’ ένα φιόγκο ένα κουδούνι μικροσκοπικό κρυστάλλινο, τό οποίο όταν ηχεί, είναι τόσο ωραίος ο ήχος του, ώστε για λίγο είσαι ευτυχισμένος. Και πράγματι, όταν τ’ ακούει ο τριστάνος, ξάφνου γίνεται τόσο καλά : αυτό στην κυριολεξία τόν εκπλήσσει, ναι, γίνεται για λίγο ευτυχής : δεν νιώθεται πια η πληγή. Κι όμως, τί κάνει ; Απλούστατα τό στέλνει σε αυτήν : για να ανακουφίσει εκείνης δηλαδή τόν (βέβαιο) πόνο : Κι αυτή τότε τί κάνει ; Παίρνει έκπληκτη τό δώρο του και γίνεται για λίγο και αυτή ευτυχισμένη (τό δικαιολογεί μάλιστα επιτούτου και στον άντρα της ότι είναι δώρο δήθεν από τήν μαμά) και γίνεται ευτυχισμένη τότε και αυτή όταν έχει μαζί της τό σκυλάκι, κι ακούει κείνο κει τό γυάλινο κουδούνι του. Τί κάνει τότε τελικά ; Τί σκέφτεται ; Τί άλλο να σκεφτεί : απλούστατα, ότι δεν πρέπει να ’ναι ευτυχισμένη από τόν τριστάνο μακριά : λύνει λοιπόν τό καμπανάκι από τόν λαιμό τού πετικρί και τό πατάει τό σπάει με τό παπουτσάκι της και τό κάνει χίλια κομμάτια στα πλακάκια
αυτή είναι η μονογαμική η πίστη σε αυτόν τόν κώδικα : αυτή είν’ η προσήλωση τών εραστών με άλλα λόγια : διάθεση για πίστη υπάρχει, συνεχώς – όμως όχι εκεί που θα ’θελε η ηθική – πίστη στην απιστία όμως μόνο : γιατί ο σύζυγος από τήν άλλη παραμένει δίπλα, μακριά, τόσο μες στο μυαλό τους όσο και στην πράξη τους απατημένος, χωρίς καμιά αμφιβολία, όμως χωρίς καμιά ενοχή επίσης απ’ τήν άλλη, απ’ τή δική τους τή μεριά
δεν πρόκειται να κάτσω τώρα να διηγηθώ και εκείνη τή θαυμάσια και έξοχη ιστορία τής δεύτερης ιζόλδης (με τίς απίστευτες ψυχαναλυτικο–σαιξπηρο–ντοστογιεφσκικές της προεκτάσεις) μια άλλη ιζόλδη που συνάντησε ο τριστάνος σε ένα άλλο παλάτι, όπου ήτανε ξανά φιλοξενούμενος, σε μία άλλη από τίς εξορίες που τόν στείλαν : μία γυναίκα που ’χει τ’ όνομα με λίγα λόγια τής αγαπημένης του – και η οποία, αντίθετα από τήν πανέμορφη ξανθιά του τήν ιζόλδη, έχει απλώς πολύ ωραία κάτασπρα χέρια, ολόλευκα : – ναι βέβαια, δεν πρόκειται να κάτσω να αφηγηθώ τίς καταπληκτικές του ενδοαμφισβητήσεις – που ξεκινάν από τή γλώσσα, με άλλα λόγια τό κοινό τό όνομα, και καταλήγουν σε διατυπώσεις ευρηματικές σαν αυτήν :
«Αχ θε μου έλεος : πώς μέ τρελαίνει αυτό τό όνομα ! Αλλάζει και μπερδεύει τήν αλήθεια με τό ψέμα – μες στο μυαλό μου, και μπροστά στα μάτια μου. Η Ιζόλδη γελάει, τήν ακούν τ’ αυτιά μου, κι όμως ξέρω πού βρίσκεται η Ιζόλδη. Τά μάτια μου που βλέπουν τήν Ιζόλδη, δεν βλέπουν τήν Ιζόλδη. Η Ιζόλδη είναι μακριά μου και κοντά. Φοβάμαι, η Ιζόλδη μέ μαγεύει για δεύτερη φορά. […] Απ’ τήν Ιζόλδη βγήκε η Ιζόλδη. Όταν κανείς τήν φωνάζει αυτήν τήν κοπέλα Ιζόλδη μού φαίνεται ότι ξαναβρήκα τήν Ιζόλδη. Μ’ αυτό ανακατώνομαι εντελώς. Τί περίεργο, να ξαναδώ τήν Ιζόλδη που τήν λαχταρούσα όλον τόν καιρό. Και τώρα βρίσκομαι λοιπόν στο ίδιο μέρος που ’ναι η Ιζόλδη, κι όμως δεν είμαι στην Ιζόλδη κοντά, όσο κι αν είμαι κοντά στην Ιζόλδη. Κάθε μέρα βλέπω τήν Ιζόλδη, κι όμως δεν τήν βλέπω. Αυτό είν’ τό βάσανό μου. Βρήκα τήν Ιζόλδη αλλά όχι τήν ξανθιά που μέ παιδεύει με τόν έρωτα. Αυτή είναι η Ιζόλδη που μ’ έκανε να τά σκεφτώ αυτά, (…) αλλά είναι η άλλη Ιζόλδη όχι η Ιζόλδη η ξανθιά. Πονάω που δεν τήν βλέπω. Όμως, ό,τι μπορώ να βλέπω, κι ό,τι έχει τ’ όνομά της, μ’ όλη μου τήν καρδιά εγώ θέλω να τό ζω : Συνέχεια θέλω να τό σκέφτομαι τό αγαπημένο όνομα που ’δωσε στη ζωή μου τήν χαρά και μ’ έκανε να ζήσω ευτυχισμένος»
η δύναμη τών λέξεων (τής γλώσσας επομένως) διατρέχει τόσο αυτό τό κείμενο που έχει επισημανθεί ήδη από διάφορους. Αλλά εγώ θα πω ένα τώρα μόνο : κάτι που έχει τόσο χιούμορ και σέ σκλαβώνει τόσο – απ’ τήν αρχή κιόλας τής ιστορίας, αν κι είναι ένα κολπάκι με τίς λέξεις μόνο πάλι : και τό δημιουργεί η ίδια η ιζόλδη : Στην αρχή–αρχή ακόμα δηλαδή, όταν δεν αντέχει πια να κρύψει τόν έρωτα που πλέον αισθάνεται (κι ιδέα δεν έχει ότι θα βρει ανταπόκριση) – και έχει πολύ περίεργες προεκτάσεις η σκηνή αυτή : διότι εδωπέρα υπεισέρχεται και ένα αίνιγμα που είναι γλωσσικό. Όμως τό ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι κιόλας ότι στο μεσαιωνικό αυτό τό κείμενο θεωρείται και κανονικό να τού τά ρίξει πρώτη η γυναίκα ενός άντρα : Εφόσον δεν αντέχει δηλαδή άλλο η ιζόλδη αποφασίζει να ριχτεί επάνω στο καράβι στον τριστάνο αυτή :
βρίσκονται και οι δυο τους στο κατάστρωμα. Εκείνος υποτίθεται ότι είναι εκεί για να τήν προστατεύει, όμως μετά από τό φίλτρο επιδιώκουν και οι δυο συχνότερα να βρίσκονται μαζί (μα ιδέα δεν έχει ο καθένας από μόνος του ότι τό ίδιο δηλαδή συμβαίνει και στον άλλον : ) έχουνε τήν εντύπωση ότι υποφέρει ο καθένας μόνος του – έχουν αρχίσει όμως, λόγω φίλτρου, να μην μπορούν να δείξουν πια και τόση έχθρα, και μιλάνε τώρα μεταξύ τους φιλικά : ένα απόγευμα λοιπόν η ιζόλδη δεν αντέχει άλλο (ούτε κι αυτός αντέχει άλλο αλλά τό κρύβει μια χαρά) – λοιπόν εκείνη γέρνοντας καθώς δύει ο ήλιος πάνω στη θάλασσα και ακουμπώντας ξαφνικά τό ξανθό κεφάλι της στο στήθος του, τού λέει παίζοντας με τά ωραία γαλλικά (διότι σε πολλά σημεία τό βιβλίο παίζει με τά γαλλικά – κι αυτή η ακομπλεξάριστη αποδοχή από τήν αρχή – που υπάρχει και στο αγγλικό τών ιπποτών τής στρογγυλής τραπέζης – ότι η αφήγηση ακουμπάει σε ένα βιβλίο προηγούμενο (και μάλιστα ξενόγλωσσο) τό εμπλουτίζει και τό ενδυναμώνει απίστευτα (από άποψη και μοντερνιστική ακόμα) αυτό τό έργο) αποφασίζει επομένως τότε αυτή να τού μιλήσει όσο μπορεί πλαγίως, και με ένα καλαμπούρι που μπορεί να κάνει μοναχά στα γαλλικά – Κύριε, τού λέει επομένως, υποφέρω. – Από τί υποφέρετε πανέμορφη κυρία ; τής λέει αυτός (τώρα δεν μεταφράζω κατά λέξη όπως πριν, αλλά τά παραθέτω από μνήμης), και : – Υποφέρω κύριε από λαμέρ, τού λέει αυτή. Περίεργο, σκέφτεται αυτός, τί είναι τούτο που λέει αυτή τώρα ; Σκέφτεται αμέσως ότι η λέξη έχει τρεις σημασίες – δηλαδή, πολλές : η μία είναι ο έρωτας, κι αυτήν τήν έννοια φυσικά τήν αποκλείει διότι δεν τολμάει καν να τήν σκεφτεί. [ Εδώ έχουμε και μία μαρτυρία γλωσσολογική, απίστευτου ενδιαφέροντος, που θα τήν πούμε αν έχουμε και κέφι παρακάτω : ας πω μονάχα εδώ προκαταβολικά ότι ο έρωτας στα γαλλικά ήταν l’ ameur (κι αυτό είναι τό λαμέρ εδώ) κι amour ήταν η προφορά τής λέξης μόνο στα προβηγκιανά. Η προφορά αυτή επιβλήθηκε όμως αργότερα, σ’ ολόκληρη τή χώρα, κι έτσι επιβεβαιώνεται, ακόμα κι από μία μόνο λέξη, αυτό που λέει κι ο σταντάλ ότι όλα τά ερωτικά τους στη γαλλία τά κληρονόμησαν εντέλει σαν σημαδεμένα από κει – από τήν επαρχία που ’τανε σα στοιχειωμένη απ’ τήν ερωτική τήν ποίηση τών αράβων ]. Η δεύτερη κι η τρίτη λοιπόν έννοια που θα μπορούσε ο τριστάνος να υποθέσει ότι σημαίνει τό λαμέρ, είναι η λέξη πίκρα από τή μια κι από τήν άλλη βέβαια η θάλασσα : (l’ ameir, μάς λέει και μάς εξηγεί μέσα στο κείμενο ο συγγραφέας αναλυτικά (σημάδι ότι απευθύνεται σε μη–γαλλόφωνους κι ότι τό ξέρει) σημαίνει έρωτας, μα και l’ ameir σημαίνει πίκρα, και la meir σημαίνει βέβαια θάλασσα). Σάς πείραξαν, λέει λοιπόν, ωραία μου Ιζόλδη, η θάλασσα κι η πίκρα της ; η θάλασσα και τούτος ο αέρας, μή σάς πίκραναν ; (ρωτάει εκείνος με ταχυκαρδίες) : σβήνοντας έτσι με ταχυκαρδίες τήν τρίτη – ή τήν πρώτη – εκδοχή τής λέξης, που δεν τολμάει καν να τήν σκεφτεί : Και αυτό κάνει βέβαια τήν ιζόλδη να απελπιστεί τελείως, κι ανυπόμονη πια τώρα να ταυτολογήσει (φαινομενικά) εφόσον στην ερώτησή του «υποφέρετε από λαμέρ ή από λαμέρ ; » εκείνη ν’ απαντήσει σαν ταπεινωμένη : – Μα όχι κύριε, υποφέρω από λαμέρ. Όμως αφού έχει διώξει τίς δύο άλλες εκδοχές, γίνεται πλέον φανερό ότι μιλάει με τήν τρίτη – και η ταυτολογία εξαφανίζεται. Ούτε η θάλασσα τής προξενεί λαμέρ, ούτε προέρχεται οτιδήποτε από πίκρα. Τό μόνο πικρό πέλαγος μες στο οποίο πνίγεται είν’ ο έρωτας : έρωτας και μοναχικός κι ανομολόγητος : Κι αυτός μες στην χαρά και μες στο μπέρδεμα όλο αυτό, σκύβει τήν αγκαλιάζει και λιποθυμάνε δηλαδή ο ένας πάνω εκεί στον άλλον όπως θα ’λεγε αργότερα και ο ρεμπώ : Κι εγώ υποφέρω από τό ίδιο πράγμα, λέει. Κι έτσι ξεκίνησαν τά πράγματα…
υπάρχει όμως και μια άλλη εικόνα που μες στην ανακούφιση αυτής τής αναγνώρισης, γλυκά υπεισέρχεται, ξανάρχεται, στρογγυλοκάθεται για μια στιγμή, και κάνει τούτη εδώ τήν πρώτη τους ερωτική επαφή να ολοκληρώνεται μ’ έναν ακόμα πιο ειρωνικό ας πούμε τρόπο : διότι στην αρχή τού ταξιδιού, που ήταν και οι δυο ακόμη υγιείς και αδιάφοροι, και η ιζόλδη απλώς τόνε μισούσε, πολλές φορές προσπάθησε εκείνος να τήν παρηγορήσει για τό ότι πήγαινε να παντρευτεί έναν άντρα που δεν γνώριζε, και ούτε που αγαπούσε καν : και μολονότι ήταν ανηψιός της μακρινός (και ελαφρώς μικρότερος) πολλές φορές προσπάθησε να τήν παρηγορήσει όταν τήν εύρισκε να κλαίει αυτήν, κι έτσι τήν χάϊδευε, και τήν αγκάλιαζε, και τή λυπότανε ειλικρινά : τής χτύπαγε λοιπόν τήν πλάτη ώσπου μια μέρα, εκείνη ξέσπασε, με μια σχεδόν υστερική κακία, και τού είπε : «Πάρε τά χέρια σου επιτέλους από πάνω μου, πάψε να μέ αγγίζεις, μη μέ πλησιάζεις μη μέ ακουμπάς» και ο τριστάνος φυσικά λυπήθηκε πληγώθηκε κι απομακρύνθηκε αμέσως κι απλώς ρώτησε μονάχα όσο μπορούσε κόσμια κι αξιοπρεπώς : – Γιατί Κυρία ; κι αυτή τού απάντησε έξω φρενών – Γιατί μέ εκνευρίζεις σέ σιχαίνομαι. Κι αυτός : – Γιατί ωραία μου Κυρία ; Κι αυτή : – Διότι σκότωσες τόν θείο μου. Και ο τριστάνος : – Αλλά αυτό τό ξεκαθαρίσαμε, ότι έγινε από λάθος. – Τό ίδιο κάνει, είπε αυτή, αν δεν ήσουνα εσύ, δεν θα ’χα βάσανα, κι αυτός απομακρύνθηκε βαρύθυμος και δεν μπορούσε βέβαια ξανά να πλησιάσει
καλά θα κάνουμε λοιπόν να μάθουμε λιγάκι τόν μεσαίωνα, μήπως και καταλάβουμε καλύτερα και τά δικά μας… : ο πουριτανισμός που ήρθε αργότερα και που επιβλήθηκε κρατάει ακόμα και πολύ γερά, γι’ αυτό ακριβώς και η αρχαϊκή εκείνη νοοτροπία η μεσαιωνική μάς είναι ξένη εντελώς, και άγνωστη : ο έρωτας γίνεται στον μεσαίωνα με τιμωρία ίσως, αλλά δίχως ενοχή : αυτό που κατάφερε ο μετέπειτα χριστιανισμός είναι να τόν εμπλουτίσει και τώρα έχει και τιμωρία κι ενοχή. Κι όσο μειώνεται η τιμωρία, τόσο αυξάνει η ενοχή, νομίζω
μ’ αυτήν τήν έννοια ακριβώς καταλαβαίνουμε και τόν σταντάλ όταν μάς έλεγε ότι τό έργο του ήτανε μόνο για όσους δεν φοβόντουσαν να χάνουνε τόν χρόνο τους ερωτευόμενοι : κάνοντας μ’ άλλα λόγια άχρηστα πράγματα : αλλά αυτός δεν μπαίνει στον κανόνα, υπερασπίστηκε και τίς γυναίκες και τά κείμενα τού μεσαίωνα πολύ καλά. Και οπωσδήποτε απ’ αυτόν τό πρωτομάθαμε ότι η φράση «σκοτεινοί χρόνοι» για τόν μεσαίωνα δεν είναι βέβαια περιγραφή, ούτε καν μεταφορική, αλλά ένας μύθος. Εύσχημος πόθος μάλλον θα μπορούσε να ’λεγε κανείς, και ίσως μόνο έτσι γίνεται και αντικειμενική και η μεταφορά και η κυριολεξία του : με άλλα λόγια, στην πραγματικότητα όλοι αυτοί που ονόμασαν τά πρώτα χίλια ευρωπαϊκά μας χρόνια έτσι, τότε που λίγο ή πολύ όλα ξεκινούσαν κι όλα γίνονταν για πρώτη δηλαδή φορά (κι ίσως και μερικά ήταν τόσο τολμηρά, που ακόμα και σήμερα επιπλέον να μάς φοβίζουνε) θέλαν απλώς να πουν ότι εκείνη η εποχή θα επιθυμούσανε να μείνει στο σκοτάδι διαπαντός – να μην τήν δούμε δηλαδή ποτέ για τήν ακρίβεια
από μια άλλη άποψη μες στον μεσαίωνα βρισκόμαστε ακόμη σήμερα κι αυτή η ιστορία δεν έχει τελειώσει ούτε και θα τελειώσει πιθανόν στο άμεσο μέλλον δηλαδή, όσο μπορούμε τώρα να τήν δούμε
μονάχα ίσως ένα πρώτο βήμα θα είναι τό ν’ αρχίσουμε να μελετάμε και να εκτιμάμε καλύτερα εκείνα εκεί τά χίλια πρώτα χρόνια τής αθώας και τής τρομαγμένης λάμψης τών πρώτων γλωσσών (…)
πάρχει κάτι γοητευτικό στην ιστορία τής ιστορίας – στην ιστορία δλδ τού πώς ένα γεγονός κερδίζει τήν (σχετικώς) αιώνια ζωή < έχουμε ξαναμιλήσει λίγο γι’ αυτό εδωμέσα νομίζω > : η (αλλόκοτη) αυτή διαδοχή γεγονότων, λόγων και έργων, έχει 3 (ή 4) βασικά σημεία σταθμούς : τό ένα (τό πλατύσκαλο – ή, ενίοτε, ο εντελώς χαμένος πια πλανήτης) είναι τό πραγματικό γεγονός. Τό δεύτερο είναι η αφήγηση περί αυτού από κάποιον που τό είδε και τό άκουσε. Τό τρίτο είναι ότι κάποια κάθεται και τό γράφει. Τό τέταρτο κάποιος που τό διανέμει τυπωμένο ή χειρόγραφο, και συνήθως ρετουσαρισμένο. Ακολουθούν οι μεταφράσεις – μετάφραση μπορεί να ‘χει υπάρξει και πιο πριν – και οι άλλες εκδόσεις. Ύστερα οι ερμηνείες, οι αλλοιώσεις, οι ξαναμεταφράσεις, οι χρήσεις οι καταχρήσεις και πάμε στο άπειρο…
Κι ύστερα ακολουθεί μια, ακόμα πιο γοητευτική (για τούς διεστραμμένους) διαδικασία αντιστροφής : από τό άπειρο, να ξαναβρείς (αν θέλεις) τό μηδέν – δλδ τό αρχικό γεγονός
Η γιουρσενάρ είναι κατεξοχήν μια συγγραφέας που γοητεύει όσους γοητεύονται από τήν διαδικασία τής αντιστροφής. Μ’ αυτήν εξάλλου έχει κάνει τά σημαντικότερα έργα της, και τόν Αδριανό, και τήν Άβυσσο, και τούς Λαβύρινθους
Λογικά λοιπόν, ως πρώτο της δοκίμιο στο βιβλίο αυτό περί Χρόνου, διαλέγει ένα κείμενο για ένα κείμενο : Μεσαιωνικό, πολύ παλιό, τών απαρχών τού ευρωπαϊκού (αγγλικού) μεσαίωνα : Η ιστορία είναι σύντομη, αποτελείται στην ουσία από 2 μικρές δημηγορίες να πούμε – και σχετικά απλή : Αν και αφορά μια ιστορία καθόλου απλή – τή μεταστροφή τών άγγλων από τήν ειδωλολατρία στον χριστιανισμό –
1° στρώμα αφήγησης : γύρω στο 620 στη νορθουμβρία, βασίλειο τού edwin – τού ισχυρότερου άρχοντα τής αγγλίας : ο έντουιν αυτός πολιορκείται στενά από ‘ναν καλόγερο τόν παυλίνο (η γιουρσενάρ τόν λέει αυγουστίνο (και πράγματι υπήρξε κι ένας αυγουστίνος, αλλά αυτός – ο οποίος έγινε (κατά διαταγή τού πάπα) στενός κορσές σε άλλους μικρότερους βασιλιάδες τού νησιού, έχει ήδη τότε αποδημήσει εις κύριον) – αυτό κατά τή γνώμη μου σημαίνει ότι η ωραία μαργαρίτα τά ‘χε όλα στο μυαλό της συγχρόνως) και ο καλόγερος αυτός μετ’ επιμονής ζητάει σώνει και καλά από τόν βασιλιά να τόν αφήσει να βγάλει κι αυτός τόν δεκάρικό του ενώπιον ευγενών και δρυίδηδων για τή δικιά του θεότητα
Ο βασιλιάς συμφωνεί τελικά να τό θέσει στη συνέλευση τών ευγενών του καθώς και τού δρυίδη, τού ιερέα τέλος πάντων τής δικιάς τους θρησκείας (δημοκρατικότατες διαδικασίες)
Στη συνέλευση ο βασιλιάς ρωτάει αρχικά τόν δρυίδη ποια είν’ η γνώμη του
αυτός δίνει μια άκρως πρακτική και ωφελιμιστική απάντηση που συνοψίζεται στο εξής : «Τί να σού πω βασιλιά μου, και με τούς δικούς μας τούς θεούς, προκοπή δεν έχω δει. Λέω να τόν αφήσουμε κι αυτόν να πει, μήπως κι οι δικοί του μάς προσέξουν τυχόν περισσότερο»
(απάντηση μπακάλη, αλλά οι δρυίδες μέχρι και σήμερα αυτό τό πρόσωπο επιδεικνύουν)
Μεσολαβεί ένα κενό – δεν ξέρουμε τί διάλογοι ακολούθησαν, κι αν μιλήσαν κι άλλοι, κι ύστερα προσγειωνόμαστε στον πλανήτη τού γεγονότος :
Τόν λόγο παίρνει ένας κατώτερος ευγενής (ή θάνης) : αυτουνού ο λόγος είναι που γοητεύει κυρίως τήν γιουρσενάρ – είναι σαφές ότι ο άνθρωπος που τόν έβγαλε, σήμερα θα μπορούσε να είναι φιλόσοφος, διανοούμενος ή ποιητής – διότι δεν μιλάει παρά θεωρητικά : Είναι κρίμα που δεν διασώθηκε τό όνομά του (ενώ τό όνομα τού δρυίδη τό έχουμε) : Καλά–καλά, απ’ τήν απάντηση τού θάνη, δεν βγάζουμε και ακριβές συμπέρασμα – τί ακριβώς πιστεύει δηλαδή για τό συγκεκριμένο πρακτικό ζήτημα – αλλά η απάντηση αυτή καθεαυτή είναι σίγουρα αναπάντεχη (για τήν ιδέα που ‘χουμε επιπλέον εμείς για τόν άνθρωπο τού μεσαίωνα) και ασφαλώς έξοχη
— Η ζωή (λέει ο μικροευγενής) βασιλιά μου, είναι ένα σπουργίτι : που μπαίνει από τό ένα παράθυρο εδωμέσα στο ήσυχο δωμάτιο όπου καθόμαστε εμείς με τή φωτιά μας στη μέση να μάς φωτίζει και να μάς ζεσταίνει, και που αφού πετάξει λίγο πάνω απ’ τά κεφάλια μας, βγαίνει από τό άλλο παράθυρο απέναντι και ξαναχάνεται στο μαύρο σκοτάδι και τήν παγωνιά που μάς τυλίγει –…
Έτσι διασώθηκε τό γεγονός : Βασικά, διότι αυτό καθεαυτό αποδείχτηκε σοβαρό – τό ότι μίλησε ο μονοθεϊστής δρυίδης τελικά στους άγγλους είχε ως αποτέλεσμα τόν εκχριστιανισμό τού νησιού τους. Δεύτερον διότι οι λόγοι έκαναν εντύπωση κι οι άνθρωποι τούς θυμόντουσαν και τούς αφηγόντουσαν. Κάποιος κατέγραψε κάπου τούς λόγους.
Έτσι συναντάμε τό 2° στρώμα τής ιστορίας : εκατό χρόνια αργότερα και κάτι παραπάνω, γύρω στο 730 ένας άλλος καλόγερος ονόματι Βέδας γράφει λατινιστί τήν ιστορία τής πατρίδας του όπως τή μαθαίνει τή διαβάζει και τήν ακούει
ο μεσαιωνικός καλόγερος Baede ή Βέδας (672 – 735) (που πήρε μετά τόν θάνατό του και τόν τίτλο venerabilis – αντιστοιχεί με τό όσιος – λέγεται και αιδέσιμος (και από ένα πολύ μικρό ψάξιμο που έκανα έμαθα ότι από τόν 11° κυρίως αιώνα καθιερώθηκε αυτό τό επίθετο πλάι στο όνομά του και ότι ήταν και ο πρώτος που τιμήθηκε τοιουτοτρόπως, καθώς τό venerabilis θεωρείται απαραίτητο σκαλοπάτι για να ακολουθήσει αγιοποίηση – δεν κατάλαβα όμως τελικά αν έχει στο μεταξύ ο Βέδας αγιοποιηθεί) ελάχιστα ενδιαφέρουν όλ’ αυτά εν πάση περιπτώσει…) – ο Βέδας λοιπόν έγραψε στα λατινικά και θεωρήθηκε για αιώνες ο πατέρας τής αγγλικής ιστοριογραφίας : σήμερα βέβαια εκτιμάται ότι κάποια στοιχεία τών χρονικών του περιλαμβάνουν και μυθικές αφηγήσεις, όμως θεωρείται επίσης ότι αυτό δεν μειώνει γενικά τήν αξία τους : ούτε και τών γραφτών τού ηρόδοτου μειώνει τήν αξία εξάλλου, για τόν οποίο λέγεται ακριβώς τό ίδιο. Εκτός από τό έργο του historia ecclesiastica gentis anglorum (η ιστορία τού αγγλικού έθνους θα λέγαμε) ο Βέδας ασχολήθηκε επίσης με τήν ορθογραφία και τήν ετυμολογία και (πράγμα πολύ πιο ενδιαφέρον) και με τόν υπολογισμό τού χρόνου – τήν ηλικία δηλαδή τής γης και τών άλλων σωμάτων : τομέας που έθεσε όμως σε κίνδυνο τό δικό του σώμα διότι κινδύνεψε να κατηγορηθεί εξαιτίας τών συμπερασμάτων του ως αιρετικός : τά πήρε όλα πίσω και ανακάλεσε. Τό έργο εκείνο λεγόταν de temporum ratione – και βρίσκεται όπως καταλαβαίνετε σε σχέση, αν όχι κυριολεκτική, πάντως ευθέως ανάλογη με τήν ατμόσφαιρα τού σχετικού δοκίμιου τής γιουρσενάρ – καθώς (λέω τώρα εγώ σεμνά) και με τό θέμα αυτής τής ανάρτησης
Στον Βέδα οφείλουμε λοιπόν αρχικά τό γεγονός ότι τά λόγια τού θάνη και η ενγένει ιστορία επέζησαν πέραν κάθε αμφιβολίας… αλλά έχουμε και συνέχεια
3° στρώμα : 150 χρόνια αργότερα, γύρω στο 870 μάς παραδίνεται τό κείμενο μεταφρασμένο από τά λατινικά τού Βέδα στα αρχαία αγγλικά τής εποχής τού Αλφρέδου τού Μεγάλου και (όπως πιστευόταν για χρόνια) σε μετάφραση τού ίδιου τού βασιλιά – πράγμα που όπως λένε σήμερα οι γλωσσολόγοι δεν ισχύει διότι τό ύφος τού αλφρέδου ήτανε διαφορετικό – συνεπώς τή μετάφραση πρέπει να τήν έκανε κάποιος από τούς λόγιους τού παλατιού τούς οποίους ο αλφρέδος είχε στρατολογήσει για να εκπολιτίσει και να εκπαιδεύσει τό έθνος του, στα πρότυπα τού καρλομάγνου εκατό χρόνια πριν… Η γιουρσενάρ γοητεύεται κυρίως σ’ αυτήν τή φάση από τά αγγλικά τής εποχής τού αλφρέδου…
λλά αρκετά μετέφρασα τού λόγου μου τό αρχικό γεγονός, που στην περίπτωσή μας είναι τό κείμενο τής γιουρσενάρ : Θα κάνω τή διαδικασία τής αντιστροφής (εύκολο για μένα αφού υπάρχει τώρα τυπογραφία) και θ’ αφήσω από δω και πέρα τήν ίδια τήν γιουρσενάρ να μιλήσει :
ά εκπληκτικότερα λόγια που έχουν φθάσει ώς εμάς σχετικά με αυτό τό πέρασμα από μια πίστη σε μιαν άλλη, από τήν πολυθεΐα στον μονοθεϊσμό, μάς έρχονται με τή διαμεσολάβηση τού Βέδα // Εκφωνήθηκαν από έναν θάνη (δηλαδή από έναν αρχηγό ή έναν ευγενή) τής Νορθουμβρίας, που ανήκε στο ισχυρό ασκέρι – αίμα σαξωνικό διασταυρωμένο με κέλτικο – τό οποίο κατείχε εκείνον τόν καιρό τά βορεινά τού βρετανικού νησιού // Ο ιερέας είχε μιλήσει πραγματιστικά· ο αρχηγός πατριάς που πήρε κατόπιν τόν λόγο μίλησε σαν ποιητής και οραματιστής. Όταν τόν κάλεσαν να γνωμοδοτήσει για τήν καθιέρωση στη Νορθουμβρία ενός θεού που λεγόταν Ιησούς, αυτός ο θάνης, που δεν γνωρίζουμε τό όνομά του, διεύρυνε, θα μπορούσαμε να πούμε, τή συζήτηση : «Αν συγκρίνουμε, βασιλιά μου, τή ζωή τών ανθρώπων επάνω στη γη με τά άπειρα διαστήματα τού χρόνου για τά οποία δεν γνωρίζουμε τίποτα, μού φαίνεται πως μοιάζει με τό πέταγμα ενός σπουργιτιού, που μπαίνει από ένα παράθυρο στη μεγάλη αίθουσα όπου γευματίζεις τόν χειμώνα με τούς συμβούλους σου και τούς θάνηδες και που τή ζεσταίνει η δυνατή φωτιά στο κέντρο ενώ έξω οι καταιγίδες και τό χιόνι λυσσομανάνε. Και τό πουλί διασχίζει τή μεγάλη αίθουσα και βγαίνει από τήν απέναντι μεριά· έχοντας έρθει απ’ τόν χειμώνα, ξαναγυρίζει μετά απ’ αυτήν τή μικρή γαλήνη στον χειμώνα και χάνεται απ’ τά μάτια σου. Τό ίδιο και η εφήμερη ζωή τών ανθρώπων, για τήν οποία δεν γνωρίζουμε ούτε τί συμβαίνει πριν από αυτήν ούτε τί θα τήν ακολουθήσει…» // Ο μοναχός // εξουσιοδοτήθηκε να κηρύξει τόν χριστιανισμό //
Αυτή η απόφαση, στην οποία ούτως ή άλλως θα κατέληγαν, καθώς βρισκόταν στον αέρα τής εποχής // εγκυμονούσε συνέπειες που μάς αφορούν ακόμη : εμπεριέχει τό νησί μοναστήρι // καταφύγιο γαλήνης και γνώσης σε καιρούς ταραγμένους ώς τήν ημέρα που οι Βίκινγκς έμπηξαν τά πελέκια τους στα κρανία τών μοναχών· κυοφορεί τόν καθεδρικό // τή δολοφονία τού Θωμά Μπέκετ από τούς ιππότες τού Ερρίκου τού β’ και τή λεηλασία τών πλούσιων μοναστηριών από τόν Ερρίκο τόν 8°, τόν καθολικισμό τής Μαρίας Τυδώρ και τόν προτεσταντισμό τής Ελισάβετ, τούς μάρτυρες και από τίς δύο πλευρές, τούς χιλιάδες τόμους κηρυγμάτων και διδαχών, και μερικά υπέροχα μυστικιστικά συγγράματα // τίς ομιλίες τού Τζον Νταν, τούς στοχασμούς // και, τή στιγμή που γράφω αυτές τίς γραμμές, τούς καθολικούς και τούς διαμαρτυρόμενους που αλληλοσκοτώνονται στους δρόμους τού Μπέλφαστ. //
Χωρίς αμφιβολία πολλοί από μάς θα έχουν μερικές φορές αναρωτηθεί με ποιον τρόπο συντελέστηκε αυτό τό είδος αλλαγής φρουράς τών θεών, ποιοι δισταγμοί και ποιες αγωνίες προηγήθηκαν // Στην περίπτωση τουλάχιστον που κατέγραψε ο Βέδας, βλέπουμε τόν έναν γνωμοδότη να ελαύνεται σχεδόν απροκάλυπτα από τόν πλέον χονδροειδή κυνισμό, που καρυκεύεται ίσως από μια κάποια καθαρή καινοθηρία (αυτή η μανία δεν αποτελεί αποκλειστικό φαινόμενο τών ημερών μας), και αναμφίβολα από μία ζωηρότατη έφεση για τά υλικά αγαθά που ο καινούριος θεός θα μπορούσε να φέρει. Ο άλλος αγορητής, που τό ποιητικό του ύφος μάς αρέσει περισσότερο, ορμάται από έναν ουσιώδη και εκ βαθέων σκεπτικισμό, επαφίεται όμως εντέλει στα φώτα που θα μπορούσε να φέρει κάποιος που ισχυρίζεται πως γνωρίζει // Εάν οι απώτερες συνέπειες αυτής τής απόφασης υπήρξαν μεγάλες, τά άμεσα αποτελέσματα προκαλούν αμηχανία // Δεν πέρασαν τρία χρόνια, και ο νεοφώτιστος Έντουιν σκοτώθηκε σ’ ένα πεδίο μάχης από έναν ειδωλολάτρη ηγεμόνα· δεν αποκλείεται μαζί μ’ αυτόν να σκοτώθηκαν και ο πρώην αρχιερέας του και ο μελαγχολικός του θάνης. Δεν υπαινίσσομαι ότι αν είχαν μείνει πιστοί στους παλαιούς τους θεούς θα είχαν σωθεί //
ας επανέλθουμε στις λίγες φράσεις τού θάνη για να δούμε τί μπορούν ακόμη να μάς δώσουν. Πρώτα–πρώτα, είναι εξαιρετικά όμορφες. // Έπειτα και πάνω απ’ όλα, η ομολογία άγνοιας τού θάνη παραμένει και δική μας, ή μάλλον θα τήν συμμεριζόμασταν, αν οι φιλοσοφίες, οι τεχνικές, όλες οι κατασκευές // δεν έκρυβαν από τά μάτια τής τεράστιας πλειοψηφίας τών σημερινών ανθρώπων τό γεγονός ότι δεν γνωρίζουν περισσότερα για τή ζωή και τόν θάνατο απ’ όσα ήξερε εκείνος ο λίγο–πολύ βάρβαρος αρχηγός πατριάς… // Η τόσο αδέξια λατινική πρόζα τού Βέδα παραείναι πάντως ακόμα απόμακρη γι’ αυτή τήν πρωτόγονη, συγκεκριμένη και συγχρόνως συγκεχυμένη σκέψη, που αποδίδεται με περισσότερη ευχέρεια στη λαϊκότερη μετάφραση τού βασιλιά Αλφρέδου : cume an spearwa… // ένας ομηρικός ήρωας ή ένας Ετρούσκος βασιλιάς θα μπορούσαν να είχαν μιλήσει με τόν ίδιο τρόπο.
Αν εξετάσουμε προσεκτικότερα αυτό τό κείμενο, που στην αρχή μάς άρεσε για τήν ομορφιά του και μόνο, διαπιστώνουμε ότι η σκέψη τού θάνη έρχεται σε τολμηρή αντίθεση με καθιερωμένους και σεβαστούς τρόπους σκέψης που διατηρούνται ακόμη. Εκείνοι που // βλέπουν τή ζωή σαν ένα φωτεινό διάστημα ανάμεσα σε δύο αχανή ερέβη φαντάζονται αυθόρμητα αυτές τίς δύο σκοτεινές ζώνες, τού πριν και τού μετά, ως αδρανείς, αδιαφοροποίητες, ένα είδος μεθοριακού μηδενός. Οι χριστιανοί, παρά τήν πίστη τους σε ένα παραδείσιο ή καταχθόνιο υπερπέραν, φαντάζονται τή μεθύπαρξη (για τήν προΰπαρξη ελάχιστα νοιάζονται) προπάντων ως τόπο αιωνίου αναπαύσεως. // Γι’ αυτόν τόν βάρβαρο, απεναντίας, τό πουλί βγαίνει από τή θύελλα και επιστρέφει στην καταιγίδα· αυτός ο χαλασμός βροχής και κεραυνών που ανεμοκυκλίζονται μέσα στη δρυιδική νύχτα φέρνουν στη σκέψη τήν περιδίνηση τών ατόμων, τούς κυκλώνες μορφών στις ινδουιστικές soutras. Ανάμεσα σ’ αυτές τίς δύο φοβερές καταιγίδες, ο θάνης ερμηνεύει τό πέρασμα τού πουλιού μέσ’ από τήν αίθουσα σαν μια στιγμή γαλήνης < spatio serenitatis >. Μάς εκπλήσσει πολύ.
Γιατί ο θάνης τού Έντουιν πρέπει να γνώριζε πάντως πως ένα πουλί που έχει μπει σε μιαν ανθρώπινη κατοικία στριφογυρίζει σαν χαμένο, κινδυνεύει να τσακιστεί πάνω σ’ αυτούς τούς ακατανόητους τοίχους, να καεί στη φωτιά, ή να τό κάνουν μια χαψιά οι ξαπλωμένοι στο παραγώνι σκύλοι. Η ζωή, έτσι όπως τή ζούμε, δεν είναι μια στιγμή γαλήνης.
Παρ’ όλ’ αυτά, η εικόνα τού πουλιού που έρχεται από τό άγνωστο και ξανατραβάει για τό άγνωστο παραμένει ένα έξοχο σύμβολο τού σύντομου και ανεξήγητου περάσματος τού ανθρώπου πάνω στη γη.
Θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε περισσότερο και να παραστήσουμε με αυτήν τήν αίθουσα που τήν κυκλώνει ο χειμώνας, τήν φωταγωγημένη για λίγο στην καρδιά τής γκρίζας μελαγχολίας τού χειμωνιάτικου σκοταδιού, ένα άλλο εξίσου σπαρακτικό σύμβολο : τό μυαλό, φωτεινός θάλαμος, κεντρική εστία, πρόσκαιρα τοποθετημένο για τόν καθέναν από μάς στο κέντρο τών πραγμάτων, δίχως τό οποίο ούτε τό πουλί ούτε η καταιγίδα θα υπήρχαν στη σκέψη μας ή τή φαντασία μας.
στο βιβλίο της le temps, ce grand sculpteur (τίτλο που πήρε από ένα ποίημα τού ουγκώ) η γιουρσενάρ περιέλαβε διάφορα δοκίμια ή διαλέξεις που είχε κάνει κατά καιρούς
η πρώτη έκδοση τού βιβλίου έγινε από τόν gallimard τό 1983 – και η ωραία μαργαρίτα επρόκειτο να ζήσει έκτοτε στο σπίτι της petite plaisance στο νησί mount desert (northeast harbor τού maine) άλλα 4 χρόνια μέχρι τόν θάνατό της – κατά σύμπτωση τό βιβλίο πρωτοβγήκε στα γαλλικά 4 επίσης χρόνια μετά τόν θάνατο τής συντρόφισσας τής ζωής της grace frick τό 1979
στα ελληνικά ανέλαβε να τό εκδόσει (όπως έχει αναλάβει και τά άπαντα περίπου τής γιουρσενάρ) η ιωάννα χατζηνικολή με τόν τίτλο η σμίλη τού χρόνου τό 1993 : από εκεί είναι και τά αποσπάσματα που παράθεσα(ως γνωστόν, καμιά φορά αντιγράφοντας αλλάζω μια–δυο λέξεις στη μετάφραση)
τό πρώτο από αυτά τά δοκίμια, που έχει ενσωματωμένο μέσα του αυτό τό γοητευτικό παιχνίδι με τούς χρόνους, και τής ιστορίας και τής ποίησης και τής γλώσσας, η γιουρσενάρ τό ονόμασε sur quelques lignes de Bède le Vénérable ( = πάνω σε μερικές γραμμές τού όσιου Βέδα) με υπότιτλο τή φράση «σαν ένα σπουργίτι» στα αρχαία αγγλικά : cume an spearwa… : τό πρωτοδημοσίεψε στα 1976 στη nouvelle revue française (τό περιοδικό που ίδρυσε στα 1909 ο andré gide, και ανέλαβε να διευθύνει από τό 1911 και μετά ο gaston gallimard ο οποίος ίδρυσε λίγο αργότερα και τίς ομώνυμες εκδόσεις)
ίσως είναι τό παλιότερο επαναστατικό τραγούδι στην νεότερη ευρωπαϊκή (μας) ιστορία : πρόκειται για ένα πασίγνωστο στη γερμανία (αλλά και σε άλλες χώρες) τραγουδάκι που οι ρίζες του βρίσκονται στον γερμανικό μεσαίωνα τών τροβαδούρων τού 1200 : τόν βασικό του στίχο «είν’ ελεύθερες οι σκέψεις» τόν συναντάμε σε ποίημα τού Walther von der Vogelweide ως joch sint iedoch gedanke frî ( ≈ αλλά η σκέψη ελεύθερη είναι)
και σε άλλους όμως τροβαδούρους συναντάμε αυτή τή σκέψη [ και είναι ενδιαφέρον (από γλωσσική άποψη) ότι η λέξη σκέψη για τούς γερμανούς παραμένει αναλλοίωτη, από τίς αρχές τής γλώσσας τους, ενώ άλλες έχουν υποστεί τόσο μεγάλες αλλαγές που να ’χουν γίνει αγνώριστες (όπως η λέξη για τόν έρωτα minne – εξού και minnesänger ή ερωτοτραγουδιστές – που έγινε πολύ αργότερα η σημερινή Liebe) όμως «οι σκέψεις» gedanke ήτανε και Gedanken παραμένουν ] και οι τροβαδούροι αυτοί μπορεί να επανέλαβαν ή να αυτοσχεδίασαν πάνω στην αρχική διατύπωση τού Vogelweide, αλλιώς πρέπει να συμπεράνουμε ότι η αντίληψη για τήν ελευθερία τής σκέψης ήταν περίπου κοινός τόπος κατά τόν μεσαίωνα : ο αυστριακός Dietmar von Aist για παράδειγμα είχε γράψει ένα τραγούδι που έλεγε Gedanke die sint ledic vrî ( ≈ μόνο η σκέψη ελεύθερη είναι), και ο τροβαδούρος Freidank έγραψε γύρω στο 1229 : diu bant mac nieman vinden, diu mine gedanke binden ( ≈ ετούτο τό τραγούδι κανέναν δεν φοβάται / που θέλει να μέ κάνει / να σκέφτομαι αλλιώς)
τό τραγούδι τό βρίσκουμε καταγραμμένο, σε γλώσσα νέα γερμανική, πρώτα σε μια ελβετική ανθολογία δημοτικών τραγουδιών (Τραγούδια τών Κοριτσιών τού Μπρίντς : Lieder der Brienzer Mädchen) γύρω στο 1810, με ανώνυμον τόσο τόν στιχουργό όσο και τόν συνθέτη – η παραλλαγή που ξέρουμε όμως σήμερα, και είναι η γνωστότερη, καταγράφτηκε από τόν γερμανό φιλόλογο γλωσσολόγο και ποιητή Hoffmann von Fallersleben [ τού οποίου ένα επαναστατικό για τήν εποχή του ποίημα, που τραγουδήθηκε πολύ και στις γερμανικές επαναστάσεις τού 1848, αποτέλεσε αργότερα τόν εθνικό ύμνο τής γερμανίας επενδυμένο με μουσική τού Χάϋντν ] στη συλλογή Λαϊκά Τραγούδια τής Σιλεσίας με τίς Μουσικές τους (Schlesische Volkslieder mit Melodien) τού 1842.
(εδώ τό τραγουδάει τό ποπ-κουαρτέτο α-καπέλα (μόνο φωνή) maybebob σε εκδήλωση
ενός γυμνάσιου : με τόν κόντρα–τενόρο Jan M. Bürger, τόν τενόρο Lukas H. Teske, τόν
βαρύτονο Oliver Gies, και τόν Seba(S)tian Schröder)
τό τραγούδι ήταν πάντως πολύ αγαπητό σε όλον τόν μεσαίωνα και συνόδεψε τίς αγροτικές εξεγέρσεις που ξέσπαγαν τότε, συνόδεψε όμως και τίς διώξεις και τά βασανιστήρια χωρικών και αστών από τούς φεουδάρχες και τόν κλήρο σε όλη τήν περίοδο τής αναγέννησης… Αργότερα τραγουδιόταν σε κάθε άλλη εξέγερση ή πράξη αντίστασης στη γερμανία… Επίσημα απαγορεύτηκε δυο φορές, τή μία μετά τό πνίξιμο στο αίμα τών επαναστάσεων τού 1848, και τήν δεύτερη απαγορεύτηκε από τό ναζιστικό καθεστώς. Έτσι έγινε σύμβολο τής αντίστασης… Γι’ αυτό, η Σόφι Σολ (που τό 2005 έγινε μια ταινία με τή ζωή της) πήγε και τό έπαιξε, λέγεται, με τό φλάουτο έξω από τήν φυλακή όπου οι χιτλερικοί κρατούσαν τόν πατέρα της (δεν άργησαν, για τήν ιστορία να τό πούμε κι αυτό, η ίδια και ο αδελφός της να συλληφθούν μαζί με όλα τά άλλα μέλη τής αντιστασιακής οργάνωσης λευκό ρόδο : τελικά τά παιδιά (φοιτητές ήταν) εκτελέστηκαν στην γκιλοτίνα). (Λέγεται ότι τά τελευταία λόγια τής Σόφης ήταν «θα πέσει και τό δικό σας κεφάλι» και : «να φεύγω με τέτοιο λαμπερό ήλιο…»)
[ παρακάτω είναι τρία βίντεο, από τά πολλά που βρήκα να περιφέρονται στο γιουτούμπ, αφιερωμένα σε τρεις περιόδους τής γερμανικής ιστορίας – τίς επαναστάσεις τού 1848, τήν αντίσταση τού άσπρου ρόδου
ενάντια στον ναζισμό, και τήν εποχή τού αντάρτικου πόλεων που διαλύθηκε οικειοθελώς για να δώσει προτεραιότητα
στη σωτηρία τού πλανήτη – παραλλαγές όλες τού αρχικού die Gedanken sind frei με διαφορετική κάθε φορά οπτική και εκτέλεση : ]
τό ποίημα όπως πρωτοκυκλοφόρησε σε φυλλάδιο τό 1780 είχε 4 στροφές και αργότερα μόνο προστέθηκε μια πέμπτη. Πολλές φορές σήμερα όταν τό τραγουδάνε αλλάζουν τή σειρά τών στροφών. Υπάρχει και μια παραλλαγή του που τό παρουσιάζει σαν διάλογο ανάμεσα σ’ έναν φυλακισμένο και τήν αγαπημένη του – κι αυτή ήταν η παραλλαγή που συμπεριλάβανε (ίσως βάλαν και τό χεράκι τους σε κάποιους στίχους, όπως συνηθιζόταν τότε) οι δύο φίλοι, ποιητές τού γερμανικού ρομαντισμού, ο Achim von Arnim και ο Clemens Brentano (τό ονόμασαν μάλιστα «τό Τραγούδι τού Φυλακισμένου στον Πύργο. Από ελβετικό τραγούδι») στη συλλογή λαϊκών γερμανικών τραγουδιών που εκδόσανε στα 1805 με τόν τίτλο «Des Knaben Wunderhorn» («τό θαυμαστό κέρας τού παιδιού»).
ο Gustav Mahler μελοποίησε αυτήν τήν εκδοχή στο έργο του (1898) «Τραγούδια από τό Μαγικό Κέρας τού Παιδιού», για φωνή και ορχήστρα
στην αμερική τό έκανε κυρίως γνωστό ο τραγουδιστής τής φολκ (και μέντορας πολλών μεταγενέστερων) Pete Seeger που τό τραγούδησε με γερμανο–αγγλικούς στίχους τήν εποχή τών φοιτητικών εξεγέρσεων τού ’60 – τό 1966 τό πρωτοκυκλοφόρησε στο άλμπουμ του Dangerous Songs!?
οι στίχοι στα ελληνικά θα μπορούσανε (σε μια πρόχειρη και πρώτη τώρα δικιά μου μετάφραση – δεχόμαστε και προτάσεις… ) να είναι :
σκέψη είναι αυτό που θέλω/σκέψη είναι η χαρά μου//σκέφτομαι μ’ ελευθερία/γι’ αυτό σκέφτομαι καλά//τρέχει η σκέψη μου πετάει/σα σκιά στη νύχτα φεύγει//ποιος μπορεί να τήν σκοτώσει/τό κελί δεν τήν χωρά//ποιος μπορεί να τήν σκλαβώσει/ποιος μπορεί να τήν προδώσει//είν’ ελευθερία η σκέψη/είν’ η σκέψη μου χαρά//σα σκιά μέσα στη νύχτα/κάθε σκέψη μου ξεφεύγει//και τούς τοίχους θα γκρεμίσει/τό κελί δεν τήν κρατά//δεν μπορεί να τήν σκοτώσει/δεν μπορεί να τήν σκλαβώσει//σκέφτομαι μ’ ελευθερία/γι’ αυτό σκέφτομαι καλά
από τό πλήθος τών εκτελέσεων που μπορεί να βρει κανείς ακόμα και εδωμέσα καταλαβαίνουμε πόσο αγαπητό είναι τό τραγούδι αυτό σ’ όλον τόν κόσμο (μια εκτέλεση που προέρχεται από τό νεοϋορκέζικο συγκρότημα brazilian girls μ’ αρέσει ιδιαίτερα, αλλά θα τήν ακούσετε από τόν σύνδεσμο που σάς δίνω γιατί δεν κατέβαινε με τίποτα – έχουμε και τίς (τεχνικές μας) ανεπάρκειες – ακόμα ! – άλλωστε είπαμε, τό μπλοκάκι αυτό κλείνει (τούτο τόν μήνα) τρεις μήνες (μόνο) ζωής… ) τελικά τά κατάφερα, οπότε ορίστε, απολαύστε την :
Απ’ τίς ταινίες που έχουν χρησιμοποιήσει τό τραγούδι (ακόμα και στους τίτλους τους) η γερμανική «23» (τού 1998) αναφέρεται στη ζωή τού χάκερ Karl Koch
ευχές πολλές για τίς γιορτές και τόν καινούργιο χρόνο τραγουδιστάλοιπόν… Τίς είπαμε βέβαια κυρίως στο άλλο σημειωματάριο,
με πολυλογίες και λεπτομέρειες…
Εδώ είπα να επικεντρωθώ σ’ αυτό τό τραγουδάκι
τού μεσαίωνα που ανάφερα λίγο κι εκεί.
Και, ας τό πω κι αυτό,(από τήν περίοδο τού
δικού μας διαφωτισμού) έχουμε και μεις μια ανάλογη
φράση τήν οποία και είχα αναγκαστικά στη σκέψη μου όταν
προσπάθησα να κάνω τή μετάφραση έμμετρη και με ομοιοκαταληξία – κάτι στο οποίο ξέρω ότι δεν έχω και καμιά σπουδαία ικανότητα – )
τό όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλάτού Ρήγα
::: ...... :::
l' amore eroico è proprio delle nature superiori, dette insane, non perché non sanno, ma perché soprasanno (ο ηρωικός έρωτας είναι ιδιότητα φύσεων ανώτερων που τούς λεν τρελούς, όχι γιατί δεν ξέρουν, αλλά γιατί παραξέρουν) / giordano bruno
::: ...... :::
there is no absolute up or down, as aristotle taught; no absolute position in space; but the position of a body is relative to that of other bodies – everywhere there is incessant relative change in position throughout the universe, and the observer is always at the centre of things / giordano bruno
::: ...... :::
those who restrain desire do so because theirs is weak enough to be restrained / william blake
::: ...... :::
: έτσι τούς βλέπω εγώ τούς κήπους ( : σημειωματάριο με κάκτους)
::: ...... :::